Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. Μή ύπολάβητε, ώ άνδρες Έλληνες, άλογον ή άνεπίκριτον είναι μου τον έκ των ύμετέρων εθών χωρισμόν- ούδέν γάρ εν αύτοίς εύρον όσιον ή θεοφιλές. Αύτά γάρ τά των ποιητών ύμών συνθέματα λύσσης και άκρασίας έστι μνημεία. Τφ γάρ έν παιδείμ παρ' ύμιν προύχοντι φοιτών τις πάντων άνθρώπων έστίν άργαλεώτατος. Πρώτιστα μέν γάρ φησι τόν Άγαμέμνονα, τη τού άδελφού άκρασίμ έπιτεταμένη λύσση και άκατασχέτψ έπιθυμίμ συνεργούντα, και τήν θυγατέρα προς θυσίαν εύδοκήσαντα δούναι καί πάσαν ταράξαι τήν Ελ­ λάδα, ϊνα ύσηται τήν Ελένην ύπό λεπρού ποιμένος ήρπασμένην. Οπότε δέ καί τού πολέμου κατασχόντος αιχμαλώτους ήγαγον, αύτός Αγαμέμνων ύπό Χρυσηΐδος αιχμάλωτος ήγετοπρος τόν Θέτιδος παιδα Βρισηΐδος ένεκεν έχθραν ήρατο. Αύτός δέ Πηληϊάδης, ό ποταμόν πεδήσας, Τροίαν καταστρέψας, Έκτορα χειρωσάμενος, Πολυξένης ό ήρως ύμών δούλος ήν, ύπό Αμαζόνος νεκράς νενίκητο- τά θεότευκτα όπλα άποδυσάμενος, νυμφικήν στολήν ένδυσάμενος, φίλτρων θύμα έγίνετο έν τφ τού Απόλλωνος νηφ. Ό γάρ Ιθακή­ σιος Λαερτιάδης έκ κακίας άρετήν ένεπορεύσατο- ότι δέ άγαθής φρονήσεως άμοιρος ήν, ό κατά τάς Σειρήνας διάπλους έδήλωσεν, ότε μή ήδυνήθη φρονήσει έμφράξαι τήν άκοήν. Ό Τελαμώνιος Αίας, ό τό έπταβόειον φέρων σάκος, διά τήν προς Όδυσσέα περί τών όπλων κρίσιν ήττηθείς ύπό μανίας ήλίσκετο. Ταύτα παιδεύεσθαι ού θέλω- ού γάρ τοιαύτης άρετής έπιδικάζομαι, ίνα τοίς Ομήρου μύθοις πείθωμαι. Έστι γάρ ή πάσα -αψωδία, Ίλιάδος τε καί Οδύσσειας άρχή καί τέλος, γυνή. Αλλ' έπεί Ησίοδος μεθ' Ομηρον Έργα τε καί Ημέ­ ρας συνέγραψε, τίς αύτού τή ληρω Θεογονίμ συνθήσεται; Φησί γάρ Κρόνον, τόν Ούρανού παιδα, τής άρχής καθελειν τόν πατέρα καί τών σκήπτρων λαβέσθαι, καί διευλαβηθέντα τό όμοιον παθείν τεκνοφαγείν έλέσθαι, τή δέ τών Κουρήτων 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έπινοίμ τον Δία κλαπέντα καί λαθόντα δεσμοίς καθείρξαι τον πατέρα, καί διανείμασθαι, ώς λόγος, Δία μεν τον αιθέρα, Ποσειδώνα δέ τον βυθόν, καί Πλουτέα τήν καθ' αδου μοίραν λαχειν. Αλλ' ό μέν Πλουτεύς τήν Κόρην ήρπασε· καί ή Δή­ μητρα, άλωμένη κατά τάς έρήμους, τό τέκνον έζήτει. Καί τούτον τόν μύθον εις ύψος ήγαγε τό έν Έλευσινι πύρ. Πάλιν ό Ποσειδών Μελανίππην μέν ήσχυνεν ύδρευομένην, όχλω δέ Νηρηίδων ούκ ολίγων κατεχρήσατο, ών τά ονόματα έάν διηγώμεθα, πολύ πλήθος λόγων κατατρίψομεν. Ό μέν ούν Ζεύς μοιχός πολλαχή-έπ' Αντιόπη μέν ώς σάτυρος, καί έπί Δανάη χρυσός καί επ' Εύρώπη ταύρος ήν, έπτερούτο δέ παρά Λήδμ. Ό γάρ Σεμέλης έρως καί αύτού τήν άκρασίαν ήλεγξε καί τής Ήρας τόν ζήλον. Τόν γάρ Φρύγα Γανυμήδην, φασίν, εις τό οίνοχοείν άνήρπασε. Καί ταύτα μέν οί Κρονίδαι έποίησαν. Ό γάρ μεγαλώνυμος ύμών ό Λητοίδης, ό μαντικήν έπαγγειλάμένος, έαυτόν ήλεγξεν ότι ψεύδεται. Δάφνην έδίωξεν, ήν ού κατέλαβε· καί τώ έρωμένψ αύτού Ύακίνθψ δισκεύων τι τόν αύτού θάνατον ούκ έμαντεύσατο. Αθηνάς γάρ τό άνδρικόν σιγώ καί Διονύσου τό θηλυκόν καί Αφροδίτης τό πορνικόν. Ανάγνωτε τώ Δίί, άνδρες Έλληνες, τόν κατά πατρολψών νόμον καί τό μοιχείας πρόστιμον καί τήν παιδεραστίας αισχρότητα. Διδάξατε Αθηνάν καί Άρτεμιν τά τών γυναικών έργα καί Διόνυσον τά άνδρών. Τί σεμνόν έπιδείκνυταιγυνή όπλοις κεκοσμημένη, άνήρ δέ κυμβάλοις καί στέμμασι καί έσθήτι γυναικείμ καλλωπιζόμενος καί οργιών σύν άγέλη γυναικών; Τόν γάρ τριέσπερον Αλκείδην, τών άγώνων ήγήτορα, τόν δι' άνδρείαν δόμενον, τόν τού Δ ιός υιόν, ός βριαρόν κατέπεφνε λέοντα καί πολύκρανον ώλεσεν ύδραν, ύν δ' άγριον άκάματον ό νεκρώσας, όρνιθας δ' άνδροβόρους ίπταμένας καθελειν ό δυνηθείς, καί κύνα τρικάρηνον έξ ήδου άναγαγών, Αύγείου δ' οχυρόν τείχος σκυβάλων καθελειν ό δυνηθείς, ταύρους δέ καί έλαφον άνελών ών μυξωτήρες έπνεον πύρ, καί καρπόν χρύσεον στελέχους ό λαβών, έρπετόν ίοβόλον άνελών καί Αχελώον (τίνος ένεκεν έκτανεν, ού θέμις είπείν) καί τόν 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ξενοκτόνον Βούσιριν, καί ό όρη πηδήσας ϊνα λάβη ύδωρ έναρθρον φωνήν άποδιδόν, ώς λόγος, ό τά τοσαύτα καί τοιαύτα και τηλικαύτα δράσαι δυνηθείς, ώς νήπιος υπό σατύρων κατακυμβαλισθείς και υπό γυναικείου έρωτος ήττηθείς ύπό Λυδής γελώσης κατά γλουτών τυπτόμενος ήδετο, καί τέλος, τόν Νέσσειον χιτώνα άποδύσασθαι μή δυνηθείς, πυράν κατ' αύτού αυτός ποιήσας τέλος έλαβε του βίου. Θέτω τόν ζήλον Ήφαιστος, καί μή φθόνείτω εί πρεσβύτης ών καί κυλλός τόν πόδα μεμίσητο, Άρης δέ πεφίλητο νέος ών καί ώραίος. Έπεί ούν, άνδρες Έλληνες, οί μέν θεοί ύμών ύπό άκρασίας ήλέγχθησαν, άνανδροι δέ οί ήρωες ύμών, αί παρ' ύμίν δραματουργοί ίστορίαι έδήλωσαν τά μέν Ατρέως άγη Θυέστου τε λέχη καί Πελοπιδών μύση καί Δαναόν φθόνω φονεύοντα καί άτεκνούντα Αίγυπτον μεμεθυσμένον καί τά Θυέστεια δείπνα ά Έριννύες ήρτυον. Καί Πρόκνη μέχρι νύν έπτερωμένη γοά, καί ταύτης άδελφή γλωσσότμητος τέτριγεν ή Κεκροπίς. Τά γάρ Οίδίποδος κέντρα τί δει καίλέγειν, καί τόν Λαΐου φόνον καί μητρός γάμον, καί τήν τών άδελφών αύτού καί τέκνων άμα άλληλοκτονίαν; Καίτάς πανηγύρεις ύμών μεμίσηκα· άμετροι γάρ εκεί πλησμοναί, καί αύλοί γλαφυροί έκκαλούμενοι προς οίστρώδεις κινήσεις, καί μύρων περίεργοι χρίσεις, καί στεφά­ νων περιθέσεις. Καί τω τοσούτω σωρώ τών κακών τήν αιδώ περιγράφετε, καί νούν πληρούσθε, ύπό άκρασίας έκβακχευόμενοι· καί ταίς άνοσίαις καίλυσσώδεσι χράσθαι είώθατε μίξεσιν. Είποιμι δ' αν ύμίν έτι καί τούτο· Τί αγα­ νακτείς, Έλλην ών, προς τό τέκνον σου, εί τόν Δία μιμού­ μενος έπιβουλεύει σοι καί επ' ίσου τόν γάμον σεσύληκε; Τί τούτον έχθρόν ήγή, τόν δέ όμοιον αύτφ σέβη; Τί δέ μέμφη σου τήν γυναίκα άκολάστως ζώσαν, τήν δέ Αφροδίτην ναοίς τετίμηκας; Καί εί μέν ταύτα ύφ' έτέρων ήν είρημένα, κατηγορία έδοξεν είναι ψιλή καί ούκ άλήθεια· νύν δέ ταύτα οί ύμέτεροι ήδουσι ποιηταί, καί αί παρ' ύμίν κεκράγασιν ίστορίαι. 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Έλθετε λοιπόν, άνδρες Έλληνες, καί σοφία άπαραμιλλήτψ κοινωνήσατε, καί θείφ λογά) παιδεύθητε, καί μά­ θετε βασιλέα άφθαρτον, καί τούς τούτου ήρωας έπίγνωτε ούποτε λαοίς φόνον εργαζομένους. Αύτός γάρ ήμών ό στρα­ τηγός ού βούλεται σωμάτων άλκήν καί τύπων εύμορφίαν ούδ' εύγενείας φρύαγμα, άλλά ψυχήν τε καθαράν, όσιότητι τετειχισμένην, καί τά τού βασιλέως ήμών συνθήματα, καί πράξεις θείας, ώς διά λόγου δυνάμεως εις ψυχήν διικνουμένης (ώ σάλπιγξ ειρηνική ψυχής πολεμουμένης, ώ παθών δεινών φυγαδευτήριον, ώ πυρός έμψύχου σβεστικόν διδασκάλιον!), ήτις ού ποιητάς ποιεί, ού φιλοσόφους κατασκευάζει ούδέ ρήτορας δει­ νούς, άλλά παιδεύουσα ποιεί τούς θνητούς άθανάτους, τούς βροτούς θεούς, έκ γής δε μετάγει εις τούς ύπέρ Όλυμπον όρους. Έλθετε, παιδεύθητε· γίνεσθε ώς έγώ, ότι κάγώ ήμην ώς ύμεϊς. Ταύτά με ειλε, τό τε τής παιδείας ένθεον καί τό τού λόγου δυνατόν· ότι καθάπερ έπαοιδός άγαθός έκ φωλεού έξερπύσαι ποιήσας φυγαδεύει δεινόν έρπετόν, ούτως ό λόγος έξ αύτών τών τής ψυχής μυχών τά δεινά τής αίσθήσεως άπελαύνει πάθη, πρώτον έπιθυμίαν, δι' ής πάν δεινόν φύεται, έχθραι έρεις ζήλος έριθείαι θυμοί καί τά όμοια τούτοις. Επιθυμίας ούν άπελαθείσης εύδιος ή ψυχή καί γαληνιώσα γίνεται. Παραλυθεϊσα δε τών περί τόν τράχηλον αύτής κακών περιρρεόντων άπέρχεται προς τόν ποιήσαντα αύτήν· δει γάρ άποκατασταθήναι όθεν άπέστη. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. Αρχόμενος τής προς ύμάς παραινέσεως, ώ άνδρες Έλληνες, εύχομαι τώ θεώ έμοί μεν ύπάρξαι τά δέοντα προς ύμάς είπείν, υμάς δέ, τής προτέρας άφεμένους φιλονεικίας καί τής των προγόνων πλάνης άπαλλαγέντας, έλέσθαι τά λυσιτελούντα νυν, ούδέν οίομένους περί τούς προγόνους ύμών έσεσθαι παρ' ύμών πλημμελές, εί τάναντία νυνί των πρότερον μή καλώς δοξάντων αύτοίς χρήσιμα φαίνοιτο παρ' ύμίν. Ή γάρ τών πραγμάτων άκριβής έξέτασις καί τά δόξαντα πολλάκις καλώς έχειν άλλοιότερα δείκνυσιν, άκριβεστέρμ πείρμ τάληθές βασανίσασα. Έπεί τοίνυν ήμίν ό περί τής άληθούς θεοσεβείας πρόκειται λόγος, ής ούδέν, οίμαι, προτιμότερον τοίς άκινδύνως βιούν προηρημένοις είναι νενόμισται διά τήν μέλλουσαν μετά τήν τελευτήν τούδε τού βίου έσεσθαι κρίσιν, ήν ού μόνον οί ήμέτεροι κατά θεόν προκηρύττουσι πρόγονοι, προφήταί τε καί νομοθέται, άλλά καί οί παρ' ύμίν νομισθέντες είναι σοφοί, ού ποιηταί μόνον άλλά καί φιλόσοφοι, οί τήν άληθή καί θείαν είδέναι παρ' ύμιν έπαγγελλόμενοιγνώσιν, έδοξέ μοι καλώς έχειν, πρώτον μεν τούς τής θεοσεβείας ήμών τε καί ύμών έξετάσαι διδασκά­ λους, οΐτινες καί όσοι καί καθ' ούς γεγόνασι χρόνους, ϊν' οί μέν πρότερον τήν ψευδώνυμον θεοσέβειαν παρά τών προγόνων παρειληφότες, νύν γούν αίσθόμενοι, τής παλαιάς έκείνης άπαλλαγώσι πλάνης, ήμείς δέ σαφώς καί φανερώς ή μάς αυτούς άποδείξωμεν τή τών κατά θεόν προγόνων επομένους θεοσεβείμ. Τίνας τοίνυν, ώ άνδρες Έλληνες, τής θεοσεβείας ύμών διδασκάλους είναι φάτε; Τούς ποιητάς; Αλλ' ού συνοίσει ύμίν προς άνδρας τά τών ποιητών είδότας λέγειν. Τσασι γάρ τήν ύπ' αύτών γελοιοτάτην περί θεών θεογονίαν λεγομένην, ώς έστιν ήμίν άπό τών τού κορυφαιοτάτου παρ' ύμιν καί πρώτου τών ποιητών Όμήρου μανθάνειν. Ούτος γάρ πρώτον μέν τήν τών θεών γένεσιν έξ ύδατος τήν άρχήν έσχηκέναι φη- 5 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας σίν. Ουτω γάρ γέγραφεν· Ωκεανόν τε, θεών γένεσιν, και μητέρα Τηθύν. Έπειτα δέ και ά περί τού πρώτου παρ' αύτοις νομιζομένου θεού Λέγει, ον καί πατέρα ονομάζει πολλάκις άνδρών τε θεών τε, άναγκαίον ύπομνήσαι. Έφη γάρ· Ζεύς, όστ' άνθρώπων ταμίης ποΛέμοιο τέτυκται. Αύτόν τοίνυν ού πολέμου ταμίαν μόνον τώ στρατεύματι, άλλά καί επιορκίας Τρωσί διά τής αύτού θυγατρός αίτιον γεγενήσθαί φησι· τούτον έρώντα καί σχετλιάζοντα καί όλοφυρόμενον καί ύπό τών άλλων θεών έπιβουλευόμενον Όμηρος εισάγει, καί ποτέ μέν έπί τού εαυτού παιδός Λέγοντα· Ώ μοι έγών, ότε μοι Σαρπηδόνα, φίλτατον άνδρών, Μοίρ' ύπό Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμήναι! ποτέ δέ ύπέρ τού Έκτορος· Ώ πόποι, ή φίλον άνδρα διωκόμενον περί τείχος Όφθαλμοίσιν όρώμαι-έμόν δ' ολοφύρεται ήτορ. Τίνα δέ καί περί τών άλλων θεών κατά τής τού Διός έπιβουλής λέγει, ίσασιν οί έντυγχάνοντες τοίς έπεσι τούτοις· Όππότε μιν ξυνδήσαι Ολύμπιοι ήθελον άλλοι, Ήρη τ' ήδέ Ποσειδάων καί Παλλάς Άθήνη. Καί εί μή τόν ον Βριάρεων καλέουσι ύπέδεισαν οί μάκαρες θεοί, έδέδετο άν ύπ' αύτών ό Ζεύς. Όσα δέ καί περί τής ερωτικής τού Διός άκολασίας Όμηρος Λέγει, άναγκαίον δι' αύτών ύμάς ύπομνήσαι ών είρηκε -ητών. Έφη γάρ αύτόν ουτω προς τήν Ήραν λέγειν· Ού γάρ πώποτέ μ' ώδε θεάς έρος ούδέ γυναικός θυμόν ένί στήθεσσι περιπροχυθείς έδάμασσεν, Ούδ' όπότ' ήρασάμην Ίξιονίης άλόχοιο, 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρας προς Έλληνας Ούδ' δτε περ Δανάης καλλισφύρου Ακρισιώνης, Ούδ' δτε Φοίνικας κούρης τηΛεκΛειτοίο, Ούδ' δτε περ Σεμέλης, ούδ' Αλκμήνης ένί Θήβη, Ούδ' δτε Δήμητρας καλλιπλοκάμοιο άνάσσης, Ούδ' οπότε Λητούς έρικυδέος, ούδέ σεύ αυτής. Τίνα δέ καί περί των άλλων θεών έκ τής Όμήρου ποιήσεως έξεστι μανθάνειν, καί όσα υπό άνθρώπων πεπόνθασιν, ακό­ λουθόν έστιν ύπομνήσαι νυνί. Άρεα μεν γάρ καί Άφροδίτην ύπδ Διομήδους τετρώσθαι λέγει, πολλών δέ καί άλλων θεών διηγείται πάθη. Ουτω γάρ έστιν ήμίν άπδ τής παραμυθουμένης τήν θυγατέρα Διώνης μανθάνειν. Έφη γάρ προς αυτήν· Τέτλαθι, τέκνον έμόν, καί άνάσχεο, κηδομένη περ. Πολλοί γάρ δή τλήμεν ’Ολύμπια δώματ' έχοντες Εξ άνδρών, χαλέπ' άλγε' επ' άλλήλοισι τιθέντες. Τλή μέν Άρης, δτε μιν Ώτος κρατερός τ' Έπιάλτης, Παίδες Άλωήος, δήσαν κρατερφ ένί δεσμφ· Χαλκέψ δ' έν κεράμφ δέδετο τρισκαίδεκα μήνας. Τλή δ' Ήρη, δτε μιν κρατερός παίς Αμφιτρύωνας Δεξιτερδν κατά μαζδν όϊστώ τριγλώχινι Βεβλήκει· τότε κέν μιν άνήκεστον λάβεν άλγος. Τλή δ' Αίδης έν τοίσι πελώριος ώκύν όϊστόν, Εύτέ μιν ωύτός άνήρ, υιός Διάς αίγιόχοιο, ’Εν πυλω έν νεκύεσσι βαλών οδύνησιν έδωκεν. Αύτάρ έβη προς δώμα Δ ιός καί μακράν Όλυμπον Κήρ άχέων, όδύνησι πεπαρμένος-αύτάρ όϊστός Ώμψ ένι στιβαρφ ήλήλατο, κήδε δέ θυμόν. Εί δέ καί τής τών λοιπών θεών έξ εναντίας μάχης ύπομνησθήναι ύμάς προσήκει, αύτός ύμάς ό ύμέτερος ποιητής ύπομνήσειλέγων· Τόσσος άρα κτύπος ώρτο θεών έριδι ξυνιόντων. Ήτοι μέν γάρ έναντα Ποσειδάωνος άνακτος 'Ίστατ' Απόλλων Φοίβος, έχων ίά πτερόεντα, Άντα δ' Ένυαλίοιο θεά γλαυκώπις Άθήνη. 7 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Ήρη δ' άντέστη χρυσηλάκατος κελαδεινή Άρτε μις ίοχέαιρα, κασιγνήτη έκάτοιο. Λητοί δ’ άντέστη σώκος έριούνιος Έρμης. Ταύτα καί τοιαύτα περί θεών έδίδαξεν ύμάς Όμηρος, και ούχ Όμηρος μόνον άλλά και Ησίοδος. Ώστε, εί μεν πιστεύετε τοίς κορυφαιοτάτοις ύμών ποιηταίς, τοις καί γενεαλογήσασί τούς θεούς ύμών, ανάγκη ύμάς ή τοιούτους αύτούς είναι νόμι­ ζε IV, ή μηθ' όλως θεούς αύτούς είναι πιστεύειν. Εί δε τούς ποιητάς παραιτείσθε λέγειν, επειδή μύ­ θους τε αύτοις πλάττειν έξείναί φάτε καί πολλά πόρρω τής άληθείας περί θεών μυθωδώς διεξιέναι, τίνας ετέρους τής θεοσεβείας ύμών διδασκάλους έχειν ο’ίεσθε, ή πώς ταύτην αύτούς μεμαθηκέναι φατέ; Αδύνατον γάρ τούς μή πρότερον παρά τών είδότων μεμαθηκότας τά ούτω μεγάλα καί θεία πράγματα γινώσκειν. Τούς σοφούς πάντως δήπου καί φι­ λοσόφους λέξετε· έπί τούτους γάρ, ώσπερ έπί τείχος οχυρόν, καταφεύγειν είώθατε, έπειδάν τις ύμίν τάς τών ποιητών περί θεών άπαγγέλλη δόξας. Ούκούν έπειδήπερ άπό τών πα­ λαιών καί πρώτων άρξασθαι προσήκει, έντεύθεν άρξάμενος τήν έκάστου δόξαν έκθήσομαι, πολλώ γελοιοτέραν τής τών ποιητών θεολογίας ούσαν. Θαλής μεν γάρ ό Μιλήσιος, ό πρώτος τής φυσικής φιλοσοφίας άρξας, άρχήν είναι τών όντων άπάντων άπεφήνατο τό ύδωρ· έξ ύδατος γάρ φησι τά πάντα είναι καί εις ύδωρ τά πάντα άναλύεσθαι. Αναξίμανδρος δε μετά τούτον, άπό τής αύτής όρμώμενος Μιλήτου, τό άπει­ ρον άρχήν άπάντων έφησεν είναι·έκ τούτου γάρ δή τά πάντα γίνεσθαι καί εις τούτο τά πάντα φθείρεσθαι. Τρίτος Άναξιμένης, καί ούτος έκ τής Μιλήτου ύπάρχων, άέρα τού παντός άρχήν είναι λέγει· έκ γάρ τούτου τά πάντα γίνεσθαι καί εις τούτον τά πάντα άναλύεσθαι φησιν. Ηράκλειτος ό Μεταπόντιος άρχήν τών πάντων τό πύρ είναι λέγει· έκ πυρός γάρ τά πάντα γίνεσθαι καί εις τό πύρ τά πάντα τελευτάν. Αναξαγόρας ό Κλαζομένιος άρχάς τών πάντων τάς όμοιομερείας είναι φησιν. Αρχέλαος ό Απολλοδώρου Αθηναίος άέρα άπειρον καί τήν περί αύτόν πυκνότητα καί μάνωσιν άρ- 8 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας χήν απάντων είναι Λέγει. Ούτοι πάντες, από Θαλού τάς διαδοχάς έσχηκότες, την φυσικήν ύπ' αυτών καΛουμένην μετήΛθον φιλοσοφίαν. Ειθ' εξής άφ' έτέρας αρχής Πυθαγόρας Μνησάρχου Σάμιος άρχάς τούς αριθμούς καί τάς συμμετρίας καί τάς έν αύτοίς αρμονίας καΛεί τά τ' έξ άμφοτέρων σύνθετα στοι­ χεία, έτι μέντοι μονάδα καί τήν αόριστον δυάδα. Επίκουρος ΝεοκΛέους Αθηναίος άρχάς των όντων σώματα Λόγω θεωρητά είναι Λέγει, άμέτοχα κενού, άγένητα, άφθαρτα, ούτε θραυσθήναι δυνάμενα ούτε διάπΛασιν έκ των μερών Λαβείν ούτ' άΛΛοιωθήναι, διά τούτο και Λογά) θεωρητά. Εμπεδοκλής Μέτωνος ό Ακραγαντΐνος τέσσαρα στοιχεία, πύρ άέρα ύδωρ γήν, δύο δε άρχικάς δυνάμεις, φιΛίαν τε καί νείκος, ών ή μέν έστιν ένωτική, τό δε διαιρετικόν. Όράτε τοίνυν τήν άταξίαν τών παρ' ύμίν νομισθέντων γεγενήσθαι σοφών, οΰς διδασκά­ λους ύμών τής θεοσεβείας γεγενήσθαι φάτε, τών μέν ύδωρ άποφηναμένων άρχήν άπάντων είναι, τών δε άέρα, τών δε πύρ, τών δε άλλο τι τών προειρημένων, καί πάντων τούτων πιθανοίς τισιλόγοις προς κατασκευήν τών μή καλώς δοξάντων αύτοίς χρωμένων καί τό ίδιον δόγμα προτιμότερον έπιχειρούντων δεικνύναι. Ταύθ' ύπ' αυτών εϊρηται. Πώς ούν ασφαλές, ώ άνδρες Έλληνες, τοϊς σώζεσθαι βουλομένοις παρά τούτων ο’ίεσθαι δύνασθαι τήν άληθή θεοσέβειαν μανθάνειν, τών μηδ' εαυτούς πείσαι δυνηθέντων τό μή προς άλλήλους στασιάζειν μηδ' έναντίοιτής άλλήλων φαίνεσθαι δόξης; ΑΛλ' ίσως οί τής άρχαίας καί παλαιάς έκείνης άποστήναι μή βουλόμενοι πλάνης ού φασι παρά τών προειρημέ­ νων, άλλα παρά τών ένδοξοτάτων καί τελειοτάτων έν άρετή νομισθέντων είναι παρ' αύτοίς φιλοσόφων, τόν περί τής θεοσεβείας πάρε ιληφέναι Λόγον, Πλάτωνός τε καί Αριστοτέλουςτούτους γάρ τήν τελείαν καί άληθή φασι μεμαθηκέναι θεοσέ­ βειαν. Εγώ δέ πρώτον μέν ήδέως άν πυθοίμην τών ταύτα Λεγόντων, παρά τίνων αύτούς μεμαθηκότας είδέναι φασίν· 9 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρας προς Έλληνας άδύνατον γάρ τούς τά ούτω μεγάλα καί θεία μή παρά τινων είδότων μεμαθηκότας ή αύτούς είδέναιή ετέρους δύνασθαι διδάσκειν όρθώς. Δεύτερον δε οίμαι δειν καί τάς τούτων έξετάσαι δόξας· είσόμεθα γάρ, εί μή καί τούτων έκάτερος τάναντία θατέρω φανήσεταιλέγων. Είδε καί τούτους μή συμφωνούντας άλλήλοις εύροιμεν, -μδιον οιμαικαί τήν τούτων άγνοιαν γινώσκειν σαφώς. Πλάτων μεν γάρ, ώς άνωθεν κατεληλυθώς καί τά έν ούρανοίς άπαντα άκριβώς έωρακώς, τόν άνωτάτω θεόν έν τή πυρώδει ούσίμ είναι λέγει. Αριστο­ τέλης δέ, έν τω προς Αλέξανδρον τόν Μακεδόνα λογά) σύν­ τομόν τινα τής εαυτού φιλοσοφίας έκτιθέμένος όρον, σαφώς καί φανερώς τήν Πλάτωνος άναιρει δόξαν, ούκ έν τή πυρώδει ούσίμ τόν θεόν είναι λέγων· άλλά, πέμπτον αίθέριόν τι καί άμετάβλητον άναπλάττων σώμα, έν τούτψ αύτόν είναι φησιν. Γέγραφε γούν ούτως· Ούχ ώς ένιοι τών περί τό θειον πλημμελούντων έν τή πυρώδει ούσίμ τόν θεόν ειναί φασιν. Είτα, ώσπερ μή άρκούμένος επί τή κατά Πλάτωνος βλασφημίμ, καί τόν ύπ' αύτού τής πολιτείας έκβληθέντα ώς ψεύστην καί τρίτον τών άπό τής άληθείας ειδώλων, ώς αύτός έφη, μιμητήν όντα Όμηρον εις άπόδειξιν τών ύπ' αύτού περί τού αιθέριου σώματος λεγομένων καλεί μάρτυρα. Γέγραφε γάρ· Ούτως γούν καί Όμηρος έφη· Ζεύς δ' έλαχ' ουρανόν εύρύν έν αίθέρι καί νεφέλησιν· βουλόμενος έκ τής Όμήρου μαρτυρίας άξιόπιστον τήν έαυτού δεικνύναι δόξαν, άγνοών ότι, είΌμήρψ προς άπόδειξιν τού άληθή έαυτόν λέγειν μάρτυριχρφτο, πολλά τών αύτφ δοξάντων ούκ άληθή φανήσεται όντα. Θαλής γάρ ό Μιλήσιος, ό πρώτος παρ' αύτοις τής φιλοσοφίας άρξας, τήν πρόφασιν παρ' αύτού λαβών τάς πρώτας αύτού περί άρχών άθετήσει δόξας. Αύτού γάρ Αριστοτέλους θεόν καί ύλην άρχάς είναι τών πάντων ε ίρηκότος ό πρεσβύτατος τών κατ' αύτούς άπάντων Θαλής άρχήν τών όντων ύδωρ είναι λέγει· έξ ύδατος γάρ φησι τά πάντα είναι καί εις ύδωρ άναλύεσθαι τά πάντα. Στοχάζεται δέ πρώτον μέν άπό τού πάντων τών ζώων τήν γονήν, άρχήν ούσαν, ύγράν είναι· δεύτερον δέ ότι πάντα τά φυτά L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρας προς "Έλληνας ύγρώ τρέφεται καί καρποφορεί, άμοιρούντα δε του ύγρου ξηραίνεται. Ειθ', ώσπερ μή άρκούμενος οις στοχάζεται, καί τον Όμηρον ώς άξιόπιστον μαρτύρεται ούτως λέγοντα· Ωκεανός, όσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται. Πώς ούν ούκ εικότως ό Θαλής προς αυτόν φήσει· Δι' ήν αιτίαν, ώ Αριστότελες, τάς μεν Πλάτωνος άναιρείν έθε­ λών δόξας, ώς άληθεύοντι προσέχεις Όμήρψ, ήμών δέ τήν έναντίαν άποφηνάμενος δόξαν ούκ άληθεύειν Όμηρον ο’ίει; Ότι τοίνυν οί σφόδρα θαυμαστοί καθ' ύμάς σοφοί ούδ' έν τοίς άλλοις συμφωνοϋντες φαίνονται, καί άπό τούτων γνώναι -μδιον. Τού γάρ Πλάτωνος τρεις άρχάς του παντός είναι λέγοντος, θεόν καί ύλην καί είδος (θεόν μεν τόν πάν­ των ποιητήν, ύλην δέ τήν ύποκειμένην τή πρώτη τών γενομένων γενέσει καί τήν πρόφασιν αύτω τής δημιουργίας παρέχουσαν, είδος δέ τό έκάστου τών γινομένων παράδειγμα), Αρι­ στοτέλης τού μέν είδους ώς άρχής ούδαμώς μέμνηται, δύο δέ άρχάς, θεόν καί ύλην, ειναί φησι. Καί αύθις τού Πλάτωνος έν τή πρώτη τού άνωτάτω ούρανού άπλανεί σφαίρα τόν τε πρώτον θεόν καί τάς είδέας είναι λέγοντος, Αριστοτέλης μετά τόν πρώτον θεόν ού τάς είδέας άλλά τινας νοητούς θεούς είναι λέγει. Ούτω μέν ούν περί τών έν ούρανοίς προς άλλήλους διαφέρονται πραγμάτων. Ώστε είδέναι προσήκει ότι οί μηδέ τά παρ' ήμίν ένταύθα γνώναι δυνηθέντες, άλλά καί περί τούτων προς άλλήλους διενεχθέντες, ούκ άξιόπιστοι φανήσονται περί τών έν ούρανοίς διηγούμενοι. Ότι τοίνυν ούδέ ό περί τής ένταύθα άνθρωπίνης ψυχής αύτοίς συμφωνήσει λό­ γος, δήλον άπό τών ύφ' έκατέρου αύτών περί αύτής λεχθέντων. Πλάτων μέν γάρ τριμερή αύτήν ειναί φησι, καί τό μέν λογι­ κόν αύτής, τό δέ θυμικόν, τό δέ επιθυμητικόν είναι λέγει· Αριστοτέλης δέ ού κοινοτέραν τήν ψυχήν ειναί φησιν, έν φ περιείληπται καί τά φθαρτά μόρια, άλλά τό λογικόν μόνον. Καί ό μέν Πλάτων Ψυχή πάσα άθάνατος κέκραγε λέγων· Αριστοτέλης δέ, έντελέχειαν αύτήν όνομάζων, ούκ άθάνατον άλλά θνητήν αύτήν είναι βούλεται. Καί ό μέν άεικίνητον αύτήν είναι λέγει· Αριστοτέλης δέ άκίνητον αύτήν ειναί φησιν, άπάσης κινήσεως προηγουμένην. 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Αλλ' έν τούτοις μέν ύπεναντία φρονούντες άλλήλοις ελέγχονται. Εί δέ τις άκριβώς τά κατ' αυτούς σκοπείν έθέλοι, ούδέ ταίς εαυτών δόξαις έμμένειν προήρηνται. Ό γούν Πλάτων ποτέ μέν τρεις άρχάς τού παντός είναι λέγει, θεόν καί ύλην καί είδος, ποτέ δέ τέσσαρας· προστίθησιγάρ και την καθόλου ψυχήν. Και αύθις την ύλην άγένητον πρότερον είρηκώς ύστερον γενητήν αύτήν είναι λέγει· και τώ είδει δέ άρχήν ιδίαν πρότερον δεδωκώς, καί καθ' έαυτό ούσιώσθαι άποφήσας, ύστερον έν τοις νοήμασιν αύτό τούτ' είναι λέγει. Έτι μέντοιγε καί πάν τό γενόμενον φθαρτόν πρότερον άποφηνάμενος είναι ύστερον ένια τών γινομένων άλυτα καί άφθαρτα δύνασθαι είναι φησι. Τι τοίνυν αίτιον τού μη προς άλλήλους μόνον άλλά καί προς εαυτούς στασιάζειν τούς παρ' ύμίν νομισθέντας γεγενήσθαι σοφούς; Τό μη βουληθήναι δήλον ότι παρά τών είδότων μανθάνειν, άλλ έαυτούς οϊεσθαιτή άνθρωπίνη αύτών περινοία τά έν ούρανοίς δύνασθαι γινώσκειν σαφώς, καίτοι γε μηδέ τά επί τής γής γνώναι δυνηθέντες. Τήν γούν άνθρωπίνην ψυχήν ένιοι μέν τών παρ' ύμίν φιλοσό­ φων έν ήμϊν, έτεροι δέ περί ήμάς είναι φασιν· ούδέ γάρ έν τούτψ συμφωνειν άλλήλοις προήρηνται, άλλ', ώσπερ τήν άγνοιαν διαφόρως μερισάμενοι, καί περί ψυχής φιλονεικειν καί στασιάζειν προς άλλήλους προήρηνται. Οί μέν γάρ αύ­ τών φασι πυρ είναι τήν ψυχήν, οι δέ τόν άέρα, οί δέ τόν νούν, οί δέ τήν κίνησιν, οί δέ τήν άναθυμίασιν, άλλοι δέ τινες δύναμιν άπό τών άστρων -έουσαν, οι δέ άριθμόν κινητικόν, έτε­ ροι δέ ύδωρ γονοποιόν. Καί όλως άτακτος τις καί άσύμφωνος ή παρ' αύτοίς κεκράτηκε δόξα, ένί μονω τοις όρθώς κρίνειν δυναμένοις έπαίνου άξια φαινομένη, ότι πλανωμένους καί μή τάληθή λέγοντας άλλήλους έλέγχειν προήρηνται. Ούκούν έπειδήπερ ούδέν άληθές περί θεοσεβείας παρά τών ύμετέρων διδασκάλων μανθάνειν έστί δυνατόν, ικανήν ύμίν άπόδειξιν τής έαυτών άγνοιας διά τής προς άλλήλους στάσεως παρεσχηκότων, άκόλουθον ήγούμαι άνελθείν έπί τούς ήμετέρους προγόνους, τούς καί τούς χρόνους τών παρ' ύμίν διδασκάλων πολλά) προειληφότας καί μηδέν άπό τής ιδίας 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αυτών φαντασίας διδάξαντας ή μάς, μηδέ προς άλλήλους διενεχθέντας ή τά άλλήλων άνατρέπειν πειρωμένους, άλλά άφιλονείκως καί άστασιάστως τήν παρά θεού δεξαμένους γνώσιν καί ταύτην διδάσκοντας ήμάς. Ούτε γάρ φύσει ούτε άνθρωπίνη έννοίμ ούτω μεγάλα καί θεία γινώσκειν άνθρώποις δυ­ νατόν, άλλά τή άνωθεν επί τούς άγιους άνδρας τηνικαύτα κατελθούση δωρεμ, οις ού λόγων έδέησε τέχνης ούδέ τού ερι­ στικώς τι καί φιλονείκως είπειν, άλλά καθαρούς εαυτούς τή τού θείου πνεύματος παρασχείν ένεργείμ, ϊνα αύτό τό θειον έξ ούρανού κατιόν πλήκτρον, ώσπερ όργανα) κιθάρας τίνος ή λύρας τοϊς δικαίοις άνδράσιχρώμενον, τήν τών θείων ήμϊν καί ούρανίων άποκαλύψη γνώσιν. Διά τούτο τοίνυν ώσπερ έξ ενός στόματος καί μιάς γλώττης καί περί θεού καί περί κόσμου κτίσεως καί περί πλάσεως άνθρώπου καί περί άνθρωπίνης ψυχής άθανασίας καί τής μετά τόν βίον τούτον μελλούσης έσεσθαι κρίσεως καί περί πάντων ών άναγκαϊόν έστιν ήμίν είδέναι άκολούθως καί συμφώνως άλλήλοις έδίδαξαν ήμάς, καί ταύτα έν διαφόροις τόποις τε καίχρόνοις τήν θείαν ήμίν διδασκαλίαν παρεσχηκότες. Άρξομαι τοίνυν άπό τού πρώτου παρ' ήμίν προφήτου τε καί νομοθέτου Μωϋσέως, πρότερον τούς χρόνους, καθ' οΰς γέγονε, μετά πάσης άξιοπίστου παρ' ύμϊν μαρτυρίας έκθέμενος· ού γάρ άπό τών θείων καί παρ' ήμίν ιστοριών μόνον ταύτα άποδεϊξαι πειρώμαι, αις ύμεϊς ούδέπω διά τήν παλαιάν τών προγόνων ύμών πλάνην πιστεύειν βούλεσθε, άλλ' άπό τών ύμετέρων καί μηδέν τή ήμετέρμ θρησκείμ διαφερουσών ιστοριών, ϊνα γνώτε ότι πάντων τών παρ' ύμίν είτε σο­ φών είτε ποιητών είτε ιστοριογράφων ή φιλοσόφων ή νομοθετών πολλώ πρεσβύτατος γέγονεν ό πρώτος τής θεοσεβείας διδάσκαλος ήμών Μωϋσής γεγονώς, ώς δηλούσιν ήμίν αί τών Ελλήνων ίστορίαι. Έν γάρ τοϊς χρόνοις Ώγύγου τε καί Ινά­ χου, οΰς καί γηγενείς τινες τών παρ' ύμίν ύπειλήφασιγεγενήσθαι, Μωϋσέως μέμνηνται ώς ήγε μόνος τε καί άρχοντος τού τών Ιουδαίων γένους. Ούτω γάρ Πολέμων τε έν τή πρώτη τών Ελληνικών ιστοριών μέμνηται καί Αππίων ό Ποσει- 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας δωνίου έν τή κατά Ιουδαίων βίβλφ καί έν τή τετάρτη τών Ιστο­ ριών, Λέγων κατά Ίναχον Άργους βασιλέα Άμώσιδος Αι­ γυπτίων βασιλεύοντος άποστήναι Ιουδαίους, ών ήγεϊσθαι Μωϋσέα. Καί Πτολεμαίος δέ ό Μενδήσιος, τά Αιγυπτίων ίστορών, άπασι τούτοις συντρέχει. Καί οί τά Αθηναίων δέ ίστορούντες, Ελλάνικός τε καί Φιλόχορος ό τάς Άτθίδας, Κάστωρ τε καί Θαλλός καί Αλέξανδρος ό Πολυΐστωρ, έτι δέ καί οί σοφώτατοι Φίλων τε καί Ίώσηπος, οί τά κατά Ιουδαίους ίστορήσαντες, ώς σφόδρα άρχαίου καί παλαιού τών Ιουδαίων άρχοντος Μωϋσέως μέμνηνται. Ό γουν Ίώσηπος, τό άρχαίον καί τό παλαιόν τής ιστορίας καί διά τής έπιγραφής τών βιβλίων σημήναι βουλόμενος, άρχόμενος τής ιστορίας ουτω γέγραφε· Φλαβίου Ίωσήπου Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας- τό πα­ λαιόν τής ιστορίας Αρχαιολογίαν όνομάζων. Καί ό ένδοξότατος δέ παρ' ύμϊν τών ιστοριογράφων Διόδωρος, ό τάς Βιβλιοθήκας έπιτεμών, έν τριάκοντα όλοις έτεσιν Ασίαν τε καί Ευρώπην, ώς αυτός γέγραφε, διά πολλήν άκρίβειαν περιελθών καί αύτόπτης τών πλείστων γεγονώς, τεσσαράκοντα όλα τής έαυτού ιστορίας βιβλία γέγραφεν- ός έν τή πρώτη βίβλω, φήσας παρά τών έν Αίγύπτψ ιερέων μεμαθηκέναι ότι άρχαϊος καί πρώτος νομοθέτης Μωϋσής γέγονεν, αύταϊς λέξεσιν ούτω περί αύτού γέγραφε- Μετά γάρ τήν παλαιάν τού κατ' Αίγυπτον βίου κατάστασιν, τήν μυθολογουμένην γενέσθαι έπί θεών καί ήρώων, πεϊσαί φασιν έγγράφοις νόμοις πρώτον χρήσθαι τά πλήθη Μωϋσήν, άνδρα καί τή ψυχή μέγαν καί τώ βίφ ίκανώτατον μνημονευόμενον. Εϊτα βραχύ τι προελθών, καί τών παλαιών νομοθετών μνησθήναι βουλόμενος, πρώτου Μωϋσέως μέμνηται. Έφη γάρ αύταϊς λέξεσιν ού­ τως- Παρά μέν τοις Ίουδαίοις Μωϋσήν τόν καλούμενον θεόν, είτε θαυμαστήν καί θείαν όλως έννοιαν είναι κρίναντας τήν μέλλουσαν ώφελήσειν άνθρώπων πλήθος, είτε προς τήν ύπεροχήν καί δύναμιν τών εύρεϊν λεγομένων τούς νόμους άποβλέψαντα τόν όχλον μάλλον ύπακούεσθαι διαλαβόντας. Δεύτερον δέ νομοθέτην Αιγύπτιον γεγονέναι φασί Σάουχνιν, άνδρα συνέσει διαφέροντα. Τρίτον δέ λέγουσι Σεσόγχωσιν τόν βασιλέα μή μόνον πολεμικάς πράξεις έπιφανεστάτας κατερ- 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας γάσασθαι τών κατ' Αίγυπτον, άλλα και τό μάχιμον έθνος νομοθεσίαις στήσασθαι. Τέταρτον δέ φασι νομοθέτην γεγενήσθαι Βόκχοριν τον βασιλέα, σοφόν τινα καί πανουργίμ διαφέροντα. Μετά δέ τούτον προσελθείν λέγεται τοίς νόμοις Άμασιν τόν βασιλέα, ον ιστορούσι τά περί τούς νομάρχας διατάξαι καί τά περί τήν σύμπασαν οικονομίαν τής Αίγύπτου. Έκτον δέ λέγεται τόν Ξέρξου πατέρα Δαρείον τοίς νόμοις έπιστήναι τοίς τών Αιγυπτίων. Ταύτα, ώ άνδρες Έλληνες, οί έξωθεν τής ήμετέρας θεοσεβείας περί τής άρχαιότητος Μωύσέως ίστορούντες γεγράφασι, καί ταύτα πάντα παρ' Αιγυπτίων ιερέων μεμαθηκέναι φήσαντες, παρ' οίς ούκ έτέχθη Μωύσής μόνον, άλλα και πάσης τής Αιγυπτίων παιδεύσεως μετασχείν ήξιώθη, διά τό ύπό θυγατρός βασιλέως εις παιδός φκειώσθαι χώραν καί διά τήν προειρημένην πρόφασιν πολλής ήξιώσθαι σπουδής, ώς ίστορούσιν οί σοφώτατοι τών ιστοριογράφων, οι καί τόν βίον αύτού καί τάς πράξεις καί τό τού γένους άξίωμα αναγράψασθαι προελόμενοι, Φίλων τε καί Ίώσηπος. Ούτοι γάρ, τάς Ιου­ δαίων ίστορούντες πράξεις, άπό μέν τού Χαλδαίων γένους τόν Μωϋσέα γεγενήσθαί φασι· τών δέ προγόνων αύτού διά λιμού πρόφασιν άπό τής Φοινίκης έπί τήν Αίγυπτον μεταναστάντων εκεί τόν άνδρα τετέχθαι φασίν, ον δι' ύπερβάλλουσαν άρετήν ό θεός τιμήσαι προύθετο, καί άρχοντα καί στρατηγόν καί νο­ μοθέτην γενέσθαι τού εαυτού γένους ήξίωσεν, όπηνίκα άπό τής Αίγύπτου τό τών Εβραίων πλήθος επί τήν οίκείαν χώραν έπανελθείν έδικαίωσεν. Τούτψ πρώτον ό θεός καί τήν άνω­ θεν έπί τούς άγιους άνδρας θείαν καί προφητικήν τηνικαύτα κατιουσαν παρέσχε δωρεάν, καί πρώτον τής θεοσεβείας ήμών διδάσκαλον γενέσθαι παρεσκεύασεν, είτα μετ' αύτόν τούς λοι­ πούς προφήτας, τούς καί αύτούς τής αύτής αύτφ τυχόντας δω­ ρεάς καί τά αύτά περί τών αύτών διδάξαντας ήμάς. Τού­ τους ήμείς τής ήμετέρας θρησκείας διδασκάλους γεγενήσθαί φαμεν, μηδέν άπό τής άνθρωπίνης αύτών διάνοιας διδάξαντας ήμάς, άλλ' έκ τής άνωθεν αύτοις παρά θεού δοθείσης δωρεάς. 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρας προς Έλληνας Υμείς δέ, επειδή διά τήν προτέραν τών πατέρων ύμών πλάνην τούτοις πείθεσθαι ούκ οϊεσθε δεϊν, τίνας διδα­ σκάλους υμών άξιοπίστους τής θεοσεβείας γεγενήσθαί φάτε; Αδύνατον γάρ, ώσπερ πολλάκις έφην, τά ουτω μεγάλα καί θεία τούς μή πρότερον παρά τών είδότων μεμαθηκότας ή αύτούς είδέναιή ετέρους δύνασθαι διδάσκειν όρθώς. Ούκούν έπειδήπερ ίκανώς έκ τών προειρημένων τά τών φιλοσόφων ύμών έλήλεγκται πράγματα πάσης άγνοιας καί άπάτης φανέντα πλήρη, άφέμενοί που λοιπόν πάντως τών φιλοσόφων, ώσπερ πρότερον τών ποιητών, έπί τήν τών χρηστηρίων άπάτην τραπήσεσθε· ουτω γάρ άκήκοα λεγόντων τινών. Ούκούν άκόλουθον ήγούμαι, ά παρ' ύμών πρότερον περί αύτών άκήκοα λε­ γόντων, ταύτα έν καιρώ νυνί προς ύμάς είπείν. Έρομένου γάρ τίνος, ώς αύτοί φάτε, τό παρ' ύμίν χρηστήριον, τίνας συνέβη θεοσεβείς άνδρας γεγενήσθαί ποτέ, ουτω τό χρηστήριον είρηκέναι φατέ· Μούνοι Χαλδαίοι σοφίην λάχον, ήδ' άρ' Εβραίοι, Αύτογένητον άνακτα σεβαζόμενοι θεόν άγνώς. Ούκούν έπειδήπερ οϊεσθε παρά τών χρηστηρίων ύμών δύνασθαι τάληθή μανθάνειν, έντυχόντες ταϊς ίστορίαις καί τοϊς περί τού βίου Μωύσέως γραφεϊσιν ύπό τών έξωθεν τής ήμετέρας θρησκείας, καίγνόντες ότι έκ τού τών Χαλδαίων καί Εβραίων γένους ώρμητο Μωύσής καί οί λοιποί προφήται, μηδέν παρά­ δοξον γεγενήσθαί νομίζητε, εί έκ γένους όντα θεοσεβών τόν άνδρα καί άξίως τής τών προγόνων θεοσεβείας βεβιωκότα ό θεός τή μεγάλη ταύτη δωρεμ τιμήσαι προύθετο καί πρώτον άπάντων άποφήναι τών προφητών. Αναγκαϊον δέ οίμαι καί τούς χρόνους σκοπεϊν, καθ' οΰς οί καθ' ύμάς γεγόνασι φιλόσοφοι, όπως γνώτε ότι σφόδρα νέος καί βραχύς έστιν ό τούτους ύμίν ένεγκών χρόνος· ούτω γάρ ύμίν έσται δυνατόν καί τήν Μωύσέως άρχαιότητα -μδίως γνώναι. Ίνα δέ μή περί τών χρόνων διεξιών παρέλξειν δόξω, πλείοσιν άποδείξεσι χρώμενος, άποχρώντως οϊμαι καί άπό τούτων δεικνύναι. Σωκράτης μέν γάρ Πλάτωνος, Πλάτων δέ Αριστοτέλους διδάσκαλος γέγονεν. Ούτοι δέ κατά τούς Φι- L Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Λίππου καί Αλεξάνδρου του Μακεδόνος ήκμασαν χρόνους, καθ' ους καί οί Αθηναίων ρήτορες, ώς δηλούσιν ήμίν σαφώς καί οί Δημοσθένει κατά Φιλίππου γραφέντες λόγοι. Ότι δέ καί Αριστοτέλης Αλεξάνδρω συνήν έν τώ τής βασιλείας χρονω, ίκανώς δηλούσιν οί τάς Αλεξάνδρου ίστορήσαντες πράξεις. Πανταχόθεν ούν γνώναι -άδιον ότι πολλώ άρχαιοτάτην πασών τών έξωθεν ιστοριών τήν Μωϋσέως ιστορίαν είναι συμβαίνει. Άλλως τε ούδέ τούτο άγνοειν ύμάς προσήκει, ότι ούδέν Έλλησι προ τών ολυμπιάδων άκριβές ίστόρηται, ούδ' έστι τι σύγγραμμα παλαιόν, Ελλήνων ή βαρβάρων σημαίνον πράξιν. Μόνη δέ ή τού πρώτου προφήτου Μωϋσέως προύπήρχεν ιστορία, ήν έκ θείας έπιπνοίας Μωϋσής γέγραφε τοίς τών Εβραίων γράμμασι. Τά γάρ τών Ελλήνων ούδέπω ήν, ώς δηλούσι καί αύτοί οί τών γραμμάτων διδάσκαλοι, φάσκοντες Κάδμον πρώτον έκ Φοινίκης αύτά κομίσαντα Έλλησι μεταδούναι. Καί ό πρώτος δέ τών παρ' ύμίν φιλοσόφων μαρ­ τυρεί Πλάτων ύστερον εύρήσθαι αύτά. Γέγραφε γάρ έν τώ Τιμαίψ τόν τών σοφών σοφώτατον Σόλωνα, έκ τής Αίγύπτου έπανελθόντα, Κριτία λέγειν ταύτα άπερ άκηκοέναι Αι­ γυπτίου τίνος ίερέως ού μάλα παλαιού προς αύτόν λέγοντος· Ώ Σόλων Σόλων, Έλληνες έστε παιδες άεί, γέρων δέ Έλλην ούκ έστιν. Ειτ' αύθις· Νέοι έστέ, έφη, τάς ψυχάς πάντες· ούδεμίαν γάρ έν αύταις έχετε παλαιάν δόξαν ούδέ μακρφ χρόνω παλαιόν ούδέν. Άλλ' ύμάς λέληθε διά τό έπί πολλάς γενεάς γράμμασι τελευτάν άφώνους. Είδέναι τοί­ νυν προσήκει ότι πάσαν ιστορίαν τοίς τών Ελλήνων ύστερον εύρεθείσι γράμμασι γεγράφθαι συμβαίνει, καί είτε ποιητών τις άρχαίων είτε νομοθετών είτε ιστοριογράφων είτε φιλο­ σόφων ή -ητόρων μνημονεύσαι βούλοιτο, εύρήσει τούτους τά έαυτών συγγράμματα τοίς τών Ελλήνων γεγραφότας γραμμασιν. Εί δέ τις φάσκοι καί τήν Μωϋσέως καί τών άλλων προφητών τοίς τών Ελλήνων γεγράφθαι γράμμασι, γνωτω, ταίς έξωθεν έντυχών ίστορίαις, ότι Πτολεμαίος ό τής Αίγύ­ πτου βασιλεύς, βιβλιοθήκην έν τή Αλεξάνδρειά κατασκευάσας 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας και πανταχόθεν συναγαγών βιβλία καί πληρώσας αυτήν, έπειτα μαθών ότι άρχαίας ιστορίας τοίς τών Εβραίων γράμμασιγεγραμμένας σώζεσθαι άκριβώς συμβαίνει, γνώναι τά γεγραμμένα βουλόμενος, σοφούς άνδρας έβδομήκοντα, τούς καί τήν Ελλή­ νων καί Εβραίων διάλεκτον είδότας, έρμηνεύσαι αύτοίς τάς βίβλους προσέταξεν, άπό τής Ιερουσαλήμ μεταστειλάμενος. Καί ίνα πάσης όχλήσεως έκτος όντες θάττον έρμηνεύσωσι, προσέταξεν αύτοίς μή έν αύτή τή πόλει, άλλά άπό επτά στα­ δίων ένθα τόν φάρον ώκοδομήσθαι συμβαίνει, ισαρίθμους τών έρμηνευόντων οίκίσκους γενέσθαι μικρούς, έπί τω έκαστον ιδία καθ' έαυτόν τήν ερμηνείαν πληρώσαι, προστάξας τοις έφεστώσιν ύπηρέταις πάσης μέν αύτούς θεραπείας τυγχάνειν, εϊργεσθαι δέ τής προς άλλήλους ομιλίας, ινα τό τής έρμηνείας άκριβές καί διά τής τούτων συμφωνίας γνωσθήναι δυνηθή. Έπεί δέ έγνω τούς έβδομήκοντα άνδρας μή μόνον τή αύτή διανοίμ άλλά και ταϊς αύταϊς λέξεσι χρησαμένους, καί μηδέ άχρι μιάς λέξεως τής προς άλλήλους συμφωνίας διημαρτηκότας άλλά τά αύτά καί περί τών αύτών γεγραφότας, έκπλαγείς καί τιμής αύτούς άξιους, ώς θεοφιλείς άνδρας, διέγνω, μετά πολλών δέ δώρων αύτούς εις τήν εαυτών πατρίδα έπανελθείν προσέταξε, τάς δέ βίβλους έκθειάσας, ώς είκός, έκεϊσε άνέθηκεν. Ταύτα ού μύθους ύμίν, ώ άνδρες Έλληνες, ούδέ πεπλασμένας ιστορίας άπαγγέλλομεν· άλλ' αύτοί έν τή Αλε­ ξάνδρειά γενόμενοι καί τά ίχνη τών οίκίσκων έν τή Φάρψ έωρακότες έτι σωζόμενα, καί παρά τών έκεϊ ώς τά πάτρια παρειληφότων άκηκοότες, ταύτα άπαγγέλλομεν, ά καί παρ' έτέρων έξεστιν ύμίν μανθάνειν, καί μάλιστα παρ' αύτών τών περί τούτων ίστορησάντων σοφών καί δοκίμων άνδρών, Φίλωνός τε καί Ίωσήπου, καί έτέρων πλειόνων. Εί δέ τις φάσκοι τών προχείρως άντιλέγειν είθισμένων, μή ήμίν τάς βί­ βλους ταύτας άλλά Ίουδαίοις προσήκειν, διά τό έτι καί νύν έν ταϊς συναγωγαΐς αύτών σώζεσθαι, καί μάτην ή μάς έκ τούτων φάσκειν τήν θεοσέβειαν μεμαθηκέναιλέγοι, γνώτω άπ' αύτών τών έν ταϊς βίβλοις γεγραμμένων ότι ούκ αύτοίς άλλ' ήμίν ή έκ τούτων διαφέρει διδασκαλία. Τό δέ παρά Ίουδαίοις έτι καί νύν τάς τή ήμετέρμ θεοσεβείμ διαφερούσας σώζεσθαι 1< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας βίβλους θείας προνοίας έργον ύπέρ ήμών γέγονεν· ϊνα γάρ μή έκ τής εκκλησίας προκομίζοντες πρόφασιν -μδιουργίας τοΐς βλασφη μείν ή μάς βουλομένοις παράσχωμεν, από τής των Ιουδαίων συναγωγής ταύτας άξιούμεν προκομίζεσθαι, ίνα απ' αυτών των έτι παρ' αύτοις σωζομενων βιβλίων, ώς ή μιν τα προς διδασκαλίαν υπό των αγίων άνδρών γραφέντα δίκαια σαφώς καί φανερώς προσήκει, φανή. Δει τοίνυν ύμάς, ώ άνδρες Έλληνες, τα μέλλοντα προορωμένους καί εις τήν υπό πάντων, ού μόνον θεοσεβών άλλα καί τών έξωθεν, κηρυττομένην αφορώντας κρίσιν, μή τή τών προγόνων ύμών άβασανίστψ προσέχειν πλάνη, μηδ' ε’ί τι σφαλέντες αυτοί παρέδοσαν ύμίν τούτ' άληθές είναι νομίζειν, άλλ', εις τόν τής ούτω δεινής άποτυχίας άφορώντας κίνδυνον, ζητειν καί ερευνάν άκριβώς καί τά ύπ' αυτών τών ύμετέρων, ώς αυτοί φάτε, διδασκάλων είρημένα. Πολλά γάρ καί αυτοί υπό τής θείας τών άνθρώπων προνοίας καί άκοντες ύπέρ ήμών είπείν ήναγκάσθησαν, καί μάλιστα οι έν Αιγυπτω γενόμενοι καί άπό τής Μωϋσέως καί τών προγόνων αύτού θεοσεβείας ώφεληθέντες. Ού γάρ λανθάνειν ένίους ύμών οίμαι, έντυχόντας πάντως που τή τε Διοδώρου ιστορία καί ταίς τών λοιπών τών περί τούτων ίστορησάντων, ότι καί Όρφεύς καί Όμηρος καί Σόλων, ό τούς νόμους Αθηναίοις γεγραφώς, καί Πυθαγόρας καί Πλάτων καί άλλοι τινές, έν τή Αίγύπτφ γενόμενοικαί έκ τής Μωϋσέως ιστορίας ώφεληθέντες, ύστερον έναντία τών πρότερον μή καλώς περί θεών δοξάντων αύτοις άπεφήναντο. Όρφεύς γούν, ό τής πολυθεότητος ύμών, ώς άν ε’ίποι τις, πρώτος διδάσκαλος γεγονώς, οία προς τόν υιόν αύτού Μουσαίον καί τούς λοιπούς γνησίους άκροατάς ύστερον περί ένός καί μόνου θεού κηρύττει λέγων, άναγκαίον ύπομνήσαι ύμάς. Έφη δέ ούτως· Φθέγξομαιοίς θέμις έστί· θύρας δ' έπίθεσθε βέβηλοι Πάντες όμώς. Σύ δ' άκουε, φαεσφόρου έκγονε Μήνης, 1 Του αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Μουσαι'! Έξερέω γάρ άληθέα· μηδέ σε τά πριν Έν στήθεσσι φανέντα φίλης αίώνος άμέρση. Εις δέ λόγον θειον βλέψας τούτψ προσέδρευε, Ιθύνων κραδίης νοερόν κύτος, ευ τ' έπίβαινε Άτραπιτού, μούνον δ' έσόρα κόσμοιο άνακτα. Εις έστ', αύτογενής, ενός έκγονα πάντα τέτυκται· Έν δ' αύτοις αύτός περιγίνεται, ούδέ τις αύτόν Εισοραα θνητών, αύτός δέ γε πάντας όράται. Ούτος δ' έξ άγαθοίο κακόν θνητοίσι δίδωσι Καί πόλεμον κρυόεντα καί άλγεα δακρυόεντα. Ούδέ τις έσθ' έτερος χωρίς μεγάλου βασιλήος. Αύτόν δ' ούχ όρόω· περί γάρ νέφος έστήρικται. Πάσιν γάρ θνητοίς θνηταί κόραι είσίν έν όσσοις, Ασθενέες δ' ίδέειν Δία τόν πάντων μεδέοντα. Ούτος γάρ χάλκειον ές ούρανόν έστήρικται Χρυσέψ ένί θρόνψ, γαίης δ' έπί ποσσί βέβηκε Χείρά τε δεξιτερήν έπί τέρματος ώκεανοίο Πάντοθεν έκτέτακεν· περίγάρ τρέμει ούρεα μακρά Καί ποταμοί πολιής τε βάθος χαροποίο θαλάσσης. Καί αύθις άλλαχού που ούτως λέγει· Εις Ζεύς, εις Αίδης, εις 'Ήλιος, εις Διόνυσος, Εις θεός έν πάντεσσι. Τί σοι δίχα ταύτ' άγορεύω; Καί έν τοις Όρκοις δέ ούτως· Ούρανόν ορκίζω σε, θεού μεγάλου σοφόν έργον, Αύδήν ορκίζω σε πατρός, τήν φθέγξατο πρώτον, Ήνίκα κόσμον άπαντα έαίς στηρίξατο βουλαίς. Τί βούλεται τό λέγειν αύτόν Αύδήν ορκίζω σε πατρος, τήν φθέγξατο πρώτον; Αύδήν ένταύθα τόν τού θεού ονομάζει λόγον, δι' ού ούρανός καίγή καί ή πάσα έγένετο κτίσις, ώς διδάσκουσιν ήμάς αί θεΐαι τών άγιων άνδρών προφητείαι, αις έν μέρει καί αύτός έν τή Αίγύπτψ προσχών έγνω ότι τφ λογά) τού θεού πάσα έγένετο κτίσις. Διό καί μετά τό φήσαι· Αύδήν ορκίζω σε πατρός, ήν φθέγξατο πρώτον, παραυτά συνάπτε ι λέγων· 2ι Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Ήνίκα κόσμον άπαντα έαίς στηρίξατο βουΛαίς. ’Ενταύθα τον Λόγον αύδήν διά τό ποιητικόν ονομάζει μέτρον. Ότι δέ τούθ' ούτως έχει, δήΛον άπό τού μικρφ πρόσθεν τού μέτρου συγχωρούντος αύτφ Λόγον αύτόν όνομάζειν. Έφη γάρ· Εις δέ Λόγον θειον βΛέψας τούτψ προσέδρευε. Τίνα δέ καί τήν άρχαίαν καί σφόδρα παΛαιάν ΣίβυΛΛαν, ής καί ΠΛάτων καί Αριστοφάνης καί έτεροι πΛείους ώς χρησμψδού μέμνηνται, διά χρησμών ύμάς διδάσκειν περί ενός καί μόνου θεού συμβαίνει, άναγκαιον ύπομνήσαι. Λέγει δέ ούτως· Εις δέ θεός μόνος έστιν, ύπερμεγέθης, άγένητος, Παντοκράτωρ, άόρατος, όρώμένος αύτός άπαντα, Αύτός δ' ού βΛέπεται θνητής ύπό σαρκός άπάσης. Ειτ' άΛΛαχού που ούτως· Ημείς δ' άθανάτοιο τρίβους πεπΛανημένοι είμέν, "Εργα δέ χειροποίητα γεραίρομεν άφρονι θυμφ, ΕϊδωΛα ξόανά τε καταφθιμένων άνθρώπων. Καί πάΛιν άΛΛαχού που ούτως· ΌΛβιοι άνθρωποι κείνοι κατά γαίαν έσονται, Όσσοιδή στέρξουσι μέγαν θεόν, εύΛογέοντες Πριν φαγέειν πιέειν τε, πεποιθότες εύσεβίησιν· Οΐ νηούς μεν άπαντας άπαρνήσονται ίδόντες Καί βωμούς, εικαία Λίθων άφιδρύματα κωφών, Αϊμασιν έμψύχων μεμιασμένα καί θυσίησι Τετραπόδων, βΛέψουσι δ' ενός θεού ές μέγα κύδος. Ταύτα μεν ούν ή ΣίβυΛΛα. Ό δέ ποιητής Όμηρος, τή τής ποιήσεως άποχρώμενος εξουσία καί τήν έν άρχή τής ποΛυθεότητος Όρφέως ζηΛώσας δόξαν, μυθωδώς μέν πΛειόνων θεών μέμνηται, ινα μή δόξη τής Όρφέως άπήδειν ποιήσεως, ήν ούτως ζηΛώσαι προύθετο, ώς καί διά τού πρώτου τής ποιήσεως έπους τήν προς αύτόν σημήναι σχέσιν. Τού γάρ Όρφέως Μήνιν άειδε, θεά, Δημήτερος άγΛαοκάρπου έν άρχή τής ποιήσεως είρηκότος, αύτός Μήνιν άειδε, θεά, ΠηΛηϊάδεω ΑχιΛήος 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας γέγραφεν, έλόμενος, ώς έμοί δοκεί, έν άρχή και του κατά τήν ποίησιν έκπεσείν μέτρου, ϊνα μή δόξη του τών θεών ονό­ ματος μή μεμνήσθαι πρώτον. Μικρόν δέ ύστερον καί τήν έαυτού περί ένός καί μόνου θεού σαφώς καί φανερώς έκτίθεται δόξαν, πή μέν διά του Φοίνικος προς Αχιλλέα λέγων· Ούδ' ε’ίκέν μοιύποσταίη θεός αυτός, Γήρας άποξύσας, θήσειν νέον ήβώοντα, διά τής άντωνυμίας τόν όντως όντα σημαίνων θεόν· πή δέ διά του Όδυσσέως προς τό τών Ελλήνων πλήθος ούτω λέγων· Ούκ άγαθόν πολυκοιρανίη· εις κοίρανος έστω. Ότι δέ ούκ άγαθόν πολυκοιρανίη, άλλά τούναντίον κακόν, έργφ δηλώσαι προύθετο, πολέμους τε αύτών διά τό πλήθος καί μάχας καί στάσεις καί κατ' άλλήλων έπιβουλάς διηγούμε­ νος. Τήν γάρ μοναρχίαν άμαχον είναι συμβαίνει. Ταύτα μέν ούν ό ποιητής Όμηρος. Εί δέ καί τών άπό τής σκηνής περί ένός θεού μαρτυ­ ρίας ή μάς προσθείναι δέοι, άκούσατε καί Σοφοκλέους ούτω λέγοντος· Εις ταίς άληθείαισιν, εις έστιν θεός, Ός ούρανόν τέτευχε καί γαίαν μακράν, Πόντου τε χαροπόν οιδμα κάνέμων βίας. Θνητοί δέ πολλοί καρδίμ πλανώμενοι Ίδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχήν, Θεών άγάλματ' έκ λίθων τε καί ξύλων, Ή χρυσοτεύκτων ή έλεφαντίνων τύπους· Θυσίας τε τούτοις καί καλάς πανηγύρεις Τεύχοντες, ούτως εύσεβεΐν νομίζομεν. Ταύτα μέν ούν ό Σοφοκλής. Ό δέ τού Μνησάρχου Πυθαγόρας, ό τά δόγματα τής έαυτού φιλοσοφίας διά συμβόλων μυστικώς έκθέμενος, ώς δηλούσιν οί τόν βίον αύτού γεγραφότες, άξια καί αύτός τής εις Αίγυπτον άποδημίας περί ενός θεού φρονών φαίνεται. Τήν γάρ μονάδα άρχήν άπάντων λέγων καί ταύτην τών άγαθών άπάντων αιτίαν είναι, δι' άλληγορίας ένα τε καί μόνον διδάσκει θεόν είναι. Ότι δέ τούθ' ούτως έχει, δήλον άφ' ών μονάδα καί έν πολλώ διαφέρειν άλλήλων έφη· τήν μέν γάρ 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μονάδα έν τοις νοητοίς είναι Λέγει, τό δέ έν έν τοις άριθμοίς. Εί δέ καί σαφεστέραν άπόδειξιν περί ένός θεού τής Πυθαγόρου δόξης ποθείτε γνώναι, ακούσατε καί τής αύτού δόξης. Ούτω γάρ έφη· Ό μέν θεός εις, αυτός δέ ούχ, ώς τινες ύπονοούσιν, έκτος τάς διακοσμήσιος, άλλ' έν έαυτφ όλος έν ()Λω τφ κύκΛψ έπισκοπών πάσας γενέσιάς έστιν, κράσις έών τών όλων αιώνων καί έργάτας τών αύτου δυνάμεων καί έργων, άρχά πάντων, έν ούρανφ φωστήρ καί πάντων πατήρ, νους και ψύχωσις τών όλων, κύκλων απάντων κίνασις. Ούτω μέν ούν ό Πυθαγόρας. ΠΛάτων δέ, άποδεξάμενος μέν, ώς έοικεν, τήν περί ένός καί μόνου θεού Μωϋσέως καί τών άλλων προφητών δι­ δασκαλίαν, ήν έν Αίγύπτψ γενόμενος έγνω, διά δέ τά συμβεβηκότα Σωκράτει δεδιώς μήπως καί αύτός Άνυτόν τινα ή Μέλητον καθ' έαυτού γενέσθαι παρασκευάση κατηγορούντα αύτού παρ' Αθηναίοις καί Λέγοντα· ΠΛάτων άδικε! καί πε­ ριεργάζεται, θεούς οΰς ή πόλις νομίζει ού νομίζων· φόβψ τού κώνειου ποικίλον τινά καί έσχηματισμένον τόν περί θεών γυμνάζει Λόγον, είναι τε θεούς τοις βουλομένοις καί μή είναι οίς τάναντία δοκεί τφ Λογά) κατασκευάζων, ώς έσται -μδιον άπ' αύτών τών ύπ' αύτού Λεχθέντων γνώναι. Πάν γάρ τό γενόμενον θνητόν προαποφηνάμενος είναι, ύστερον θεούς γεγενήσθαιΛέγει. Εί τοίνυν άρχήν άπάντων τόν θεόν καί τήν ύλην είναι βούλεται, δήλον ότι άνάγκη πάσα έξ ύλης τούς θεούς γεγενήσθαι Λέγειν. Εί δέ έξ ύλης, έξ ής καί τό κακόν ώρμήσθαι έφη, οίους είναι τούς θεούς τούς έξ ύλης γενομένους οϊεσθαι προσήκει, τοις εύ φρονούσι παρήκε σκοπείν. Διά τούτο γάρ καί άγένητον τήν ύλην έφησεν είναι, ίνα μή δόξη τόν θεόν τού κακού ποιητήν είναι Λέγειν. Καί περί μέν τών ύπό τού θεού δημιουργηθέντων θεών ταύτ' είρηκώς φαίνεται· Θεοί θεών, ών έγώ δημιουργός. Περί δέ τού όντως όντος θεού τήν ορθήν έχων φαίνεται δόξαν. Ακηκοώς γάρ έν Αίγύπτψ τόν θεόν τφ Μωϋσεί είρηκέναι Εγώ είμι ό ών, όπηνίκα προς τούς Εβραίους αύτόν άποστέΛΛειν έμεΛΛεν, έγνω ότι ού κύριον όνομα έαυτού ό θεός προς αύτόν έφη. Ούδέν γάρ όνομα έπί θεού κυριολογείσθαι δυνατόν. 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τά γάρ ονόματα εις δήλωσιν καί διάγνωσιν τών ύποκειμένων κείται πραγμάτων, πολλών καί διαφόρων όντων- θεφ δέ ούτε ό τιθείς όνομα προϋπήρχεν, ούτε αύτός εαυτόν όνομάζειν φήθη δεϊν, εις καί μόνος ύπάρχων, ώς αύτός διά τών εαυτού προ­ φητών μαρτυρεί λέγων- ’Εγώ θεός πρώτος καί έγώ μετά ταύτα καί πλήν εμού θεός έτερος ούκ έστι. Διά τούτο τοίνυν, ώς καί πρότερον έφην, ούδέ ονόματος τίνος ό θεός άποστέλλων προς τούς Εβραίους τόν Μωϋσέα μέμνηται, άλλά διά τίνος μετ­ οχής ένα καί μόνον θεόν έαυτόν είναι μυστικώς διδάσκει. Εγώ γάρ, φησίν, είμί ό ών, άντιδιαστέλλων έαυτόν δήλον ότι ό ών τοϊς μή ούσιν, ϊνα γνώσιν οί πρότερον άπατηθέντες ότι ούχί τοϊς ούσιν άλλά τοϊς μή ούσι προσέσχον. Έπεί τοί­ νυν ό θεός ήπίστατο τούς πρώτους άνθρώπους τής παλαιάς τών προγόνων με μνη μένους άπάτης, ήν άπατήσαι αύτούς ό μισάνθρωπος δαίμων έβουλήθη φήσας προς αύτούς Εί πεισθείητέ μοι τήν τού θεού παρελθειν έντολήν, έσεσθε ώς θεοί, θεούς όνομάζων τούς μή όντας, ϊν' οί άνθρωποι οίηθέντες καί έτέρους είναι θεούς καί έαυτούς δύνασθαι γενέσθαι θεούς πιστεύσωσι, διά τούτο προς τόν Μωϋσέα έφη Εγώ είμι ό ών, ϊνα διά τής μετοχής όντος τού θεού όντος καί μή όντων δια­ φοράν διδάξη. Πεισθέντες τοίνυν οί άνθρωποι τφ ήπατηκότι δαίμονι καί θεού παρακοϋσαι τολμήσαντες έξήλθον τού παρα­ δείσου, τού μέν ονόματος τών θεών μεμνημένοι, μηκέτι δέ παρά θεού μή είναι θεούς έτέρους διδαχθέντες· ού γάρ δίκαιον ήν τούς τήν πρώτην έντολήν μή φυλάξαντας, ήν φυλάξαι ·ήδιον ήν, διδάσκειν έτι, άλλά τιμωρίαν αύτοϊς έπάγειν δικαίαν. Έκβληθέντες τοίνυν τού παραδείσου καί οίόμενοι διά τήν παρακοήν έκβεβλήσθαι μόνην, ού μήν είδότες διότι καί θεούς μή όντας έπείσθησαν είναι, τό τών θεών όνομα καί τοϊς μετά ταύτα έξ αύτών γενομένοις άνθρώποις παρέδοσαν. Δύτη τοίνυν πρώτη περί θεών ψευδής φαντασία, άπό τού ψεύστου πατρός τήν άρχήν έσχηκυϊα. Είδώς τοίνυν ό θεός τήν τής πολυθεότητος μή άληθή δόξαν ώσπερ τινά νόσον τή τών άνθρώπων ένοχλοϋσαν ψυχή, άνελεϊν καί άνατρέψαι βουλόμενος, πρώτον μέν τφ Μωϋσεί φανείς έφη προς αύτόν· Εγώ είμι ό ών. Έδει γάρ, οϊμαι, τόν άρχοντα καί στρατηγόν τού 2· Του αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τών Εβραίων γένους έσεσθαι μέλλοντα πρώτον απάντων τόν όντα γινώσκειν θεόν. Διό καί τούτψ πρώτψ φανείς, ώς ήν δυνατόν άνθρώπψ φανήναι θεόν, έφη προς αύτόν· Εγώ είμι ό ών. Είτα, άποστέλλειν αύτόν προς τούς Εβραίους μέλλων, κάκείνοις αύτόν τά αύτά προστάττει λέγειν· Ό ών άπέσταλκέ με προς ύμάς. Ταύτα τοίνυν έν Αιγυπτω μαθών ό ΠΛάτων, καί σφόδρα άρεσθείς τοις περί ενός θεού είρημένοις, τού μέν ονόματος Μωύσέως, διά τό ένα καί μόνον διδάσκειν θεόν, μνημονεύσαι παρ' Άθηναίοις ούκ ασφαλές ήγείτο, δεδιώς τόν Άρειον πάγον, τό δέ καλώς είρημένον ύπ' αύτού ούχ ώς παρ' έκείνου μαθών, άλλ' ώς έαυτού έκτιθέμενος δόξαν έν τφ έσπουδασμένψ αύτού λογά) Τιμαίψ, έν φ καί θεολογείν έπιχείρει, τό αύτό ό καί περί θεού Μωϋσής γέγραφεν. Έφη γάρ· Έστιν ούν κατ' έμήν δόξαν διαιρετέον πρώτον, τί τό όν άεί, γένεσιν δέ ούκ έχον, καί τί τό γινόμενον μέν άεί, όν δέ ούδέποτε. Τούτο, ώ άνδρες Έλληνες, τοις νοειν δυναμένοις ού δοκει έν καί ταύτόν είναι, τφ άρθρψ μονά) διαλλάττον; Ό μέν γάρ Μωύσής ό ών έφη, ό δέ Πλάτων τό όν. Έκάτερον δέ τών είρημένων τφ άεί όντι θεφ προσήκειν φαίνεται· αύτός γάρ έστι μόνος ό άεί ών, γένεσιν δέ μή έχων. Τί τοίνυν έστιν έτε­ ρον τό τφ άεί όντι άντιδιαστελλόμενον, περί ού αύτός έφη· Καί τί τό γινόμενον μέν άεί, όν δέ ούδέποτε, άκριβώς σκοπείν προσήκει. Εύρησομεν γάρ αύτόν σαφώς καί φανερώς τόν μέν άγένητον άίδιον είναι λέγοντα, τούς δέ γενητούς ή δημιουργητούς (ώς αύτός περί τών αύτών είρήσθαι έφη· Θεοί θεών, ών έγώ δημιουργός) γινομένους καί άπολλυμένους. Ουτω τούτο γάρ αύτός λέγει· Έστιν ούν κατ' έμήν δόξαν πρώτον διαιρετέον, τί τό όν άεί, γένεσιν δέ ούκ έχον, καί τί τό γινόμενον, όν δέ ούδέποτε. Τό μέν ούν νοήσει μετά τού λόγου περιληπτόν, άεί κατά ταύτά όν, τό δ' αύ δόξη μετ' αίσθήσεως άλογου δοξαστόν, γινόμενον καί άπολλύμενον, όν δέ ούδέποτε. Ταύτα τά ·ητά τοις όρθώς νοειν δυναμένοις άναίρεσιν καί άπώλειαν τών γενομένων κηρύττει θεών. Άναγκαίον δέ οίμαι καί τούτψ προσέχειν τόν νούν, ότι ούδέ ποιητήν αύτόν ό Πλάτων άλλά δημιουργόν ονομάζει θεών, καίτοι 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας πολλής διαφοράς έν τούτοις ούσης κατά τήν αύτού Πλάτωνος δόξαν· ό μέν γάρ ποιητής, ούδενός ετέρου προσδεόμενος, έκ τής εαυτού δυνάμεως καί εξουσίας ποιεί τό ποιούμενον, ό δέ δημιουργός, τήν τής δημιουργίας δύναμιν έκ τής ύλης ε’ιληφώς, κατασκευάζει τό γινόμενον. Αλλ' ίσως τινές, τών τής πολυθεότητος δογμάτων άποστήναι μή βουλόμενοι, αύτόν τόν δημιουργόν τοίς δημιουργηθείσι θεοίς ταύτ' είρηκέναι φήσουσιν· Έπείπερ γεγένησθε, άθάνατοι μέν ούκ έστέ ούδ' άλυτοι τό πάμπαν, ούτε μήν δή λυθήσεσθέ γε ούτε τεύξεσθε θανάτου μοίρας, τής έμής βουλήσεως, μείζονος έτι δεσμού καί ίσχυροτέρου, λαχόντες. Εν­ ταύθα ό Πλάτων, τούς τήν πολυθεότητα άσπαζομένους δεδιώς, έναντία έαυτφ τόν κατ' αύτόν δημιουργόν εισάγειλέγοντα. Πάν γάρ τό γενόμενον φθαρτόν πρότερον είρηκέναι αύτόν φήσας νύν τάναντία αύτόν εισάγει λέγοντα, άγνοών ότι ούδαμώς ούτω δυνατόν τό τής ψευδολογίας έκφυγείν έγκλημα· ή γάρ τό πρότερον είρηκώς πάν τό γενόμενον φθαρτόν ψεύδεται, ή νύν τάναντία τοίς πρότερον περί αύτών είρημένοις έπαγγελλόμενος. Είγάρ άνάγκη πάσα τό γενητόν φθαρτόν είναι κατά τόν πρότερον αύτού όρον, πώς έγχωρεί τό κατ' άνάγκην άδύνατον γενέσθαι δυνατόν; Ώστε μάτην έοικεν ό Πλάτων άδύνατα χαρίζεσθαι τφ κατ' αύτόν δημιουργφ, τούς άπαξ διά τό έξ ύλης γεγενήσθαί φθαρτούς καί λυτούς γενομένους αύθις δι' αύτού άφθάρτους καί άλύτους έπαγγελλόμενος έσεσθαι. Τήν γάρ τής ύλης δύναμιν, άγένητον καί ισόχρονον καί ήλικιώτιν κατά τήν αύτού δόξαν τού δημιουργού ούσαν, άντιστατείν είκός τή αύτού βουλήσει· τφ γάρ μή πεποιηκότι ούδεμία έξουσία προς τό μή γεγονός, ώστε ούδέ βιασθήναι αύτήν δυνατόν, τής έξωθεν πάσης άνάγκης έλευθέραν ούσαν. Διά τούτο τοίνυν καί αύτός ό Πλάτων εις ταύτα άφορών ούτω γέγραφεν· Άνάγκη δέ ούδέ θεόν λέγεσθαι δυνατόν βιάζεσθαι. Πώς ούν Όμηρον τής έαυτού πολιτείας έκβάλλει Πλάτων, έπειδή έν τή προς Άχιλλέα πρεσβείμ τόν Φοίνικα πεποίηκε τφ Άχιλλεί λέγοντα· Στρεπτοί δέ τε καί θεοί αύτοί, καίτοι Όμήρου ού περί τού βασιλέως καί κατά Πλάτωνα δη­ Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας μιουργού τών θεών ταύτ' είρηκότος, άλλά περί τινων θεών, τών παρ' Έλλησι πολλών είναι νομιζομένων, ώς έστιν ήμίν καί παρ' αυτού Πλάτωνος μανθάνειν, θεοί θεών λέγοντος; Τώ γάρ ένί καί πρώτω θεφ τήν εξουσίαν καί το κράτος άπάντων Όμηρος διά τής χρυσής εκείνης άναφέρει σειράς, τούς δέ λοιπούς θεούς τοσούτ' άπέχειν έφη τής εκείνου θεότητος, ώστε αύτούς καί μετά άνθρώπων όνομάζειν άξιούν. Τον γούν Όδυσσέα κατά τού Έκτορος προς τον Αχιλλέα εισάγει λέγοντα· Μαίνεται έκπάγλως, πίσυνος Διΐ, ούδέ τι τίει Ανέρας ούδέ θεούς. Ένταύθά μοι Όμηρος δοκεί πάντως που και αύτός ώσπερ ό Πλάτων έν Αίγύπτω μαθών περί ένός θεού σαφώς καί φανερώς τουτί έμφαίνειν, ότι ό τψ όντι πεποιθώς θεώ τών μή όντων άμελεί. Ούτως γάρ ό ποιητής και άλλαχού που, δι' έτέρας λέξεως ίσοδυναμούσης, τή άντωνυμία, ταύτή τή ύπό Πλάτωνος είρημένη μετοχή, κέχρηται, τον όντα θεόν άπαγγελλούση, περί ού ό Πλάτων έφη· Τι το ον άεί, γένεσιν δέ ούκ έχον. Ού γάρ άπλώς είρήσθαί μοι δοκει το ύπό τού Φοίνικας είρημένον· Ούδ' εί κέν μοι ύποσταίη θεός αύτός, Γήρας άποξύσας, θήσειν νέον ήβώοντα. Ή γάρ αύτός άντωνυμία τόν όντως όντα σημαίνει θεόν. Ούτως γάρ και ό περί τών Χαλδαίων ύμιν και Εβραίων είρημένος σημαίνει χρησμός· πυθομένου γάρ τίνος, τίνας πώποτε θεοσεβείς άνδρας γεγενήσθαι συνέβη, ούτως είρηκέναι αύτόν φάτε· Μούνοι Χαλδαίοι σοφίην λάχον, ήδ’ άρ' Εβραίοι, Αύτογένητον άνακτα σεβαζόμενοι θεόν αύτόν. Πώς ούν ό Πλάτων Όμήρψ μέμφεται τούς θεούς στρεπτούς είναι λέγοντι, καίτοι Όμήρου διά τό χρήσιμον τούτ' είρηκότος, ώς έστι δήλον άπ' αύτών τών είρημένων; Ίδιον γάρ τών δι' εύχής καί θυσιών φιλανθρωπίας τυγχάνειν άξιούντων τό παύεσθαι καί μεταγινώσκειν έφ' οίς ήμαρτον· οι γάρ άνεπιστρεφές τό θειον οιόμενοι είναι, ούδαμώς άφίστασθαι τών άμαρτημάτων προήρηνται, ούδέν όφελος έκ τής μετάνοιας έξειν οιόμενοι. Πώς ούν Όμήρου τού ποιητού καταγνούς ό 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, Στρεπτοί δέ τε καί θεοί αυτοί είρηκότος, αυτός τόν τών θεών δημιουργόν εισάγει ούτω ·μδίως τρεπόμενον, ώς ποτέ μέν θεούς θνητούς, ποτέ δέ τούς αύτούς άθανάτους είναι λέγειν; Καί ού μόνον περί αύτών, άλλά καί περί τής ύλης, άφ' ής καί τούς δημιουργηθέντας θεούς, ώς αύτός φησι, γεγενήσθαι άνάγκη, ποτέ μέν άγένητον ποτέ δέ γενητήν είναι λέγει, άγνοών ότι οίς Όμήρψ μέμφεται τούτοις αύτός περιπίπτων έλέγχεται, τόν τών θεών δημιουργόν ούτω -μδίως τρέπεσθαιλέγων, καίτοι Όμηρου περί αύτού εναντία είρηκότος. Έφη γάρ αύτόν ούτω περί εαυτού λέγειν· Ού γάρ έμόν παλινάγρετον ούδ' άπατηλόν Ούδ' άτελεύτητον, ό τι κεν κεφαλή κατανεύσω. Αλλά ταύτα μέν έκών, ώς έοικεν, ό Πλάτων, τούς τήν πολυθεότητα άσπαζομένους δεδιώς, αλλόκοτα περί θεών διεξιέναι φαίνεται. Όσα δέ παρά Μωϋσέως καί τών προφητών περί ενός θεού μεμαθηκώς οίεται δείν λέγειν ταύτα μυστικώς προήρηταιλέγειν, τοίς θεοσεβείν βουλομένοις τήν εαυτού σημαίνων δόξαν. Άρεσθείς γάρ τφ ύπό τού θεού προς τόν Μωϋσέα είρημένψ Εγώ είμι ό ών, καί τήν βραχεϊαν διά τής μετοχής είρημένην ·ήσιν μετά πολλής θεωρίας δεξάμενος, έγνω ότι τήν άϊδιότητα αύτού ό θεός τφ Μωύσεί σημήναι θέλων Εγώ είμι ό ών έφη, τής ών συλλαβής ούχ ένα χρόνον δηλούσης, άλλά τούς τρεις, τόν τε παρεληλυθότα καί τόν ενεστώτα καί τόν μέλλοντα. Ούτω γάρ καί ό Πλάτων τού ών έπί τού περιττού μέμνηται χρόνου, -Ον δέ ούδέποτε λέγων. Τό γάρ ούδέποτε ούκ έπί τού παρεληλυθότος, ώς οϊονταί τινες, άλλ' έπί τού μέλλοντος ε’ίρηται χρόνου. Τούτο γάρ καί παρά τοίς έξωθεν ήκρίβωται. Διά τούτο τοίνυν, ώσπερ έρμηνεύσαι τοίς άγνοούσι τό μυστικώς περί τής άϊδιότητος τού θεού διά τής μετοχής είρημένον βουλόμενος, ό Πλάτων αύταις λέξεσιν ούτω γέγραφεν· Ό μέν δή θεός, ώσπερ καί ό παλαιός λόγος, άρχήν καί τελευτήν καί μέσα τών πάντων έχων. Εν­ ταύθα ό Πλάτων σαφώς καί φανερώς τόν παλαιόν λόγον Μωϋσέως ονομάζει νόμον, τού μέν ονόματος Μωϋσέως φόβψ τού κώνειου μεμνήσθαι δεδιώς· ήπίστατο γάρ τήν τού άνδρός 2< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας διδασκαλίαν έχθράν Ελλήνων ούσαν· διά δέ τής τού λόγου παλαιότητος τόν Μωϋσέα σημαίνει σαφώς. Ότι δέ παλαιός καί πρώτος ό Μωϋσέως νόμος, καί έκ τής Διοδώρου καί τών λοιπών Ιστοριών ίκανώς ήμίν έν τοίς προάγουσιν άποδέδεικται· πρώτον γάρ άπάντων νομοθέτην αυτόν Διόδωρος γεγενήσθαι λέγει, μηδέπω μηδέ τών τοίς Έλλησι διαφερόντων εύρεθέντων γραμμάτων, οίς χρώμενοι τάς έαυτών γεγράφασιν Ιστορίας. Θαυμαζέτω δέ μηδείς, εί Μωϋσεϊ πεισθείς ό Πλά­ των περί τής ά'ίδιότητος τού θεού ούτως γέγραφεν. Εύρήσεις γάρ αύτόν μυστικώς μετά τόν όντως όντα θεόν καί τοίς προφήταις τήν άληθή περί τών όντων άναφέροντα γνώσιν. Οϋτω γάρ έν τφ Τιμαίω περί τινων άρχών διαλεγόμενος γέγραφε· Τήν δέ πυράς άρχήν καί τών άλλων σωμάτων ύποτιθέμεθα, κατά τόν μετ' άνάγκης είκότα λόγον πορευόμενοι· τάς δέ έτι τούτων άρχάς ό θεός οίδεν άνωθεν καί άνδρών ός άν έκείνω φίλος ή. Άνδρας δέ τίνας έτέρους θεού φίλους είναι νομίζει, εί μή Μωϋσέα καί τούς λοιπούς προφήτας; Ών ταίς προφητείαις έντυχών καί τόν περί κρίσεως παρ' αύτών μεμαθηκώς λόγον έν τφ πρώτω τής Πολιτείας λογω ούτω προαναφωνει λέγων· Έπειδάν τις έγγύς ή τού οϊεσθαι τελευτήσειν, ε ισέρ­ χεται αύτφ δέος καί φροντίς περί ών έν τφ πρόσθεν ούκ είσήει. Οί τε γάρ λεγόμενοι μύθοι περί τών έν αδου, ώς τόν ένθάδε άδικήσαντα δέοι έκεί διδόναι δίκην, καταγελώμενοι τέως, τότε δή στρέφουσιν αύτού τήν ψυχήν μή άληθεις ώσι, καί αύτός ήτοι υπό τής τού γήρως άσθενείας ή καί ώσπερ έγγυτέρω ών τών έκεί μάλλον καθορμ αύτά. Υποψίας γούν καί δείματος μεστός γίνεται, καί άναλογίζεται ήδη καί σκοπεί εί τινά τιήδίκησεν. Ό μέν ούν τις εύρίσκων έαυτού έν τφ βίψ πολλά άδικήματα καί έκ τών ύπνων, ώσπερ οί παϊδες, θαμά έγειρόμενος δειμαίνει καί ζή μετά κακής τής έλπίδος· τφ δέ μηδέν άδικον έαυτφ ξυνειδότι γλυκεία έλπίς άεί πάρεστι καί άγαθή γηροτρόφος, ώσπερ καί Πίνδαρος λέγει. Χαριέντως γάρ τοι, ώ Σώκρατες, τούτ' έκεϊνος είπεν, ότι ός άν όσίως καί δικαίως τόν βίον διαγάγη, Γλυκεϊά οί καρδίαν άτιτάλλοισα γηροτρόφος ξυναορεί 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Ελπίς, ά μάλιστα θνατών πολύστροφον γνώμαν κυβερνή. Καί ταύτα μέν έν τώ πρώτω τής Πολιτείας γέγραφε λογά). Έν δέ τώ δεκάτψ σαφώς καί φανερώς ά παρά τών προφητών περί κρίσεως μεμάθηκε, ταυτα ούχ ώς παρ' αυτών μεμαθηκώς, διά τό προς Έλληνας δέος, άλλ' ώς παρά τίνος, ώς αυτώ πλάττειν έδόκει, έν πολέμω άναιρεθέντος καί δωδεκαταίου μέλλοντος θάπτεσθαι καί επί τής πυράς κειμένου, άναβιώσαντός τε καί τά έκεί διηγουμένου, άκηκοώς, αύταϊς λέξεσιν ούτως γέγραφεν· Έφη γάρ δή παραγενέσθαι έρωτωμένψ έτέρψ υπό έτέρου, όπου είη Αριδαιος ό μέγας. Ό δέ Αριδαίας ούτος τής Παμφυλίας έν τινι πόλει τύραννος έγεγόνει, γέροντα πατέρα άποκτείνας καί πρεσβύτερον άδελφόν, καί άλλα δή πολλά καί άνόσια έργασάμενος, ώς έλέγετο. Έφη γούν τόν έρωτώμενον είπείν· Ουχ ήκει, φάναι, ούδέ άν ήξειν δεύρο. Έθεασάμεθα γάρ ούν δή καί τούτο τών δεινών θεα­ μάτων. Επειδή έγγύς τού στομίου ή μεν, μέλλοντες άνιέναι καί τά άλλα πάντα πεπονθότες, έκείνόν τε κατείδομεν έξαίφνης καί άλλους σχεδόν τι αύτών τούς πλείστους τυράν­ νους· ήσαν δέ καί ίδιώταί τινες τών μεγάλα ήμαρτηκότων· ούς οίομένους ήδη άναβήσεσθαι ούκ έδέχετο τό στόμιον, άλλά έμυκάτο, οπότε τις τών ούτως άνιάτως έχόντων εις πονηριάν, εί μή ίκανώς δεδωκώς δίκην, έπιχειροί άνιέναι. Ενταύθα άνδρες άγριοι, διάπυροι ίδείν, παρεστώτες καί καταμανθάνοντες τό φθέγμα, τούς μέν διαλαβόντες ήγον, τόν δέ Αρι­ δαίαν καί άλλους συμποδίσαντες χείράς τε καί πόδας καί κε­ φαλήν, καταβαλόντες καί έκδείραντες, είλκον παρά τήν οδόν έκτος, έπ' άσπαλάθων γνάπτοντες, καί τοίς παρούσι σημαίνοντες ών ένεκά τε καί ότι εις τόν τάρταρον έμπεσούμενοι άγοιντο. Ένθα δή φόβων, έφη, πολλών καί παντοδαπών σφίσιγεγονότων τούτον ύπερβάλλειν, εί μή γένοιτο έκάστψ τό φθέγμα ότε άναβαίνοι, ώς καί άσμενέστατα έκαστον σιγήσαντος άναβήναι. Καί τάς μέν δίκας τε καί τιμωρίας τοιαύτας τινάς είναι καί αύ τάς εύεργεσίας ταύταις άντιστρόφους. Ένταύθά μοι δοκεί ό Πλάτων ού μόνον τόν περί κρίσεως παρά τών προφητών μεμαθηκέναι λόγον, άλλά καί τόν περί τής άπιστουμένης παρ' Έλλησιν άναστάσεως. Τό γάρ 3* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας μετά σώματος κρίνεσθαι τήν ψυχήν φήσαι ούδέν έτερον δηΛοί, ή ότι τφ περί τής άναστάσεως έπίστευσε Λόγω. Έπεί πώς Αριδαιος καί οί Λοιποί, τό έχον σώμα κεφαλήν καί χειρας καί πόδας καί δέρμα ύπέρ γής καταλιπόντες, τοιαύτην ύπείχον έν άδου τιμωρίαν; Ού γάρ δήπου τήν ψυχήν κεφαλήν καί χειρας καί πόδας καί δέρμα έχειν φήσουσιν. ΑΛΛ1 έν Αίγύπτω ταίς τών προφητών έντυχών μαρτυρίαις ό Πλάτων, καί τήν περί τής τού σώματος άναστάσεως δεξάμενος διδασκαλίαν, μετά τού σώματος τήν ψυχήν κρίνεσθαι διδάσκει. Καί ούχ ό Πλάτων μόνον, άΛΛά καί Όμηρος, ομοίως καί αύτός έν Αίγύπτω μαθών, τόν Τιτυόν ομοίως τιμωρείσθαι έφη. Ούτω γάρ έν τή νεκυομαντεία Όδυσσεύς τφ Αλκινόφ διηγείται λέγων· Καί Τιτυόν ειδον, Γαίης ερικυδέα υιόν, Κείμενον έν δαπέδψ· ό δ' έπ' εννέα κειτο πέλεθρα, Γύπε δέ μιν έκάτερθε παρημένω ήπαρ έκειρον. Ήπαρ γάρ ού τήν ψυχήν άΛΛά τό σώμα έχειν δηΛοί. Τόν αύ­ τόν δή τρόπον καί Σίσυφον καί Τάνταλον μετά σώματος τήν τιμωρίαν ύπέχειν γέγραφεν. Ότι δέ Όμηρος έν Αιγυπτω γέγονε καί πολλά ών έκεί μεμάθηκεν εις τήν έαυτού μετήνεγκεν ποίησιν, ίκανώς διδάσκει ήμάς Διόδωρος, ό τών ιστοριογρά­ φων ένδοξότατος. Έφη γάρ αύτόν έν Αίγύπτψ γενόμενον μεμαθηκέναι, ότι τό Νηπενθές, άχολόν τε κακών έπίληθες άπάντων φάρμακον, ή ΈΛένη λαβούσα παρά τής Θώνος γυναικός ΠοΛυδάμνας εις τήν Σπάρτην έκόμισε· κάκείνψ τφ φαρμάκω έφη Όμηρος χρησαμένην τήν Ελένην παύσαι τόν έν τή παρουσίμ Τηλεμάχου παρά Μενελάου γενόμενον θρήνον. Καί χρυσήν δέ Αφροδίτην ώνόμασεν έκ τής έν Αίγύπτψ ιστορίας· έγνω γάρ καί τέμενος χρυσής Αφροδίτης έν Αίγύπτω Λεγόμενον καί πεδίον χρυσής Αφροδίτης όνομαζόμενον. Καί τού χάριν τούτων γέγονε μνήμη νυνί; Ένα δείξωμεν τόν ποιητήν καί τών άπό τής θείας τών προφητών ιστορίας πολλά εις τήν έαυτού μεταβαλόντα ποίησιν· καί πρώτον τής κοσμοποίίας υπό Μωϋσέως τήν είρημένην άρχήν. Ούτω γάρ Μωϋσής γέγραφεν· Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν, 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ειτα ήλιον καί σελήνην καί άστέρας. Ταύτα γάρ έν Αίγύπτω μαθών, καί τοίς ύπ' αύτού έν τή τού κόσμου γενέσει γραφείσιν άρεσθείς, έν τή τού Αχιλλέως άσπίδι τόν Ήφαιστον ώσπερ εικόνα τινά τής κοσμοποίίας κατασκευάσαι παρεσκεύασεν. Ούτω γάρ γέγραφεν· Έν μέν γαίαν έτευξ', έν δ' ούρανόν, έν δέ θάλασσαν, Ήέλιον τ' άκάμαντα σελήνην τε πλήθουσαν, Έν δέ τε τείρεα πάντα, τά τ' ούρανός έστεφάνωται. Καί τού παραδείσου δέ εικόνα τόν Αλκινόου κήπον σώζειν πεποίηκεν, άειθαλή τε αύτόν καί καρπών πλήρη διά τής είκόνος έπιδεικνύς. Ούτω γάρ γέγραφεν· Ένθα δέ δένδρεα μακρά πεφύκει τηλεθόωντα, Όγχναι καί ·οιαί καί μηλέαι άγλαόκαρποι Συκέαι τε γλυκεραί καί έλαίαι τηλεθόωσαι. Τάων ούποτε καρπός άπόλλυται ούδ' έπιλείπει Χείματος ούδέ θέρους, έπετήσιος, άλλ' άεί αύρη Ζεφυρίη πνείουσα τά μέν φύει, άλλα δέ πέσσει. Όγχνη έπ' όγχνη γηράσκει, μήλον δ' έπί μήλα), Αύτάρ έπί σταφυλή σταφυλή, σύκον δ' έπί σύκψ. Ένθα δέ οί πολύκαρπος άλωή έρρίζωται· Τής έτερον μέν θειλόπεδον λευρφ ένί χώρψ Τέρσεταιήελίψ, έτέρας δ' άρα τε τρυγόωσιν, Άλλας δέ τραπέουσι· πάροιθε δέ τ' όμφακές είσιν, Άνθος άφιείσαι, έτεραι δ' ύποπερκάζουσιν. Ταύτα τά ρήματα ού φανεράν καί σαφή μίμησιν τών ύπό τού πρώτου προφήτου Μωϋσέως περί τού παραδείσου λεχθέντων δηλοί; Εί δέ τις καί εις τήν τού πύργου ποίησιν άφοράν έθέλοι, δι' ής οί τό τηνικαύτα άνδρες τήν εις ούρανόν άνοδον δύνασθαι κατασκευάζειν έαυτοίς φοντο, εύρήσει καί ταύτην ικανήν δι' άλληγορίας μίμησιν ύπό τού ποιητού διά τε Ώτου καί Έπιάλτου γινομένην. Ούτω γάρ καί ό ποιητής περί αύτών έφη· Οϊρα καί άθανάτοισιν άπειλήτην έν Όλύμπψ Φυλόπιδα στήσειν πολυάϊκος πολέμοιο· Όσσαν έπ' Ούλύμπψ μέμασαν θέμεν, αύτάρ έπ' Όσση Πήλιον είνοσίφυλλον, ϊν' ούρανός άμβατός ε’ίη. 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Όμοίως δέ καί περί του άπ' ουρανών κατενεχθέντος εχθρού τής άνθρωπότητος, ον διάβολον αί θείαιγραφαί καλούσιν, άπό τής πρώτης αύτού προς τόν άνθρωπον διαβολής ταύτης τής προσηγορίας τυχόντα· καί εϊ τις άκριβώς σκοπείν έθέλοι, εύροι άν τόν ποιητήν τού μέν διαβόλου ονόματος ούδαμώς μεμνημένον, έκ δέ τής κάκιστης αύτού πράξεως τήν ονομασίαν πεποιημένον· Άτην γάρ αύτόν ό ποιητής όνομάζων ύπό τού κατ' αύτούς θεού καθηρήσθαι αύτόν έκ τού ούρανού λέγει, ώσπερ άκριβώς τών ύπό Ήσαΐου τού προφήτου περί αύτού είρημένων μεμνημένος -ητών. Ούτως έν τή έαυτού ποιήσει γέγραφεν· Αύτίκα δ' ειλ' Άτην κεφαλής λιπαροπλοκάμοιο, Χωόμενος φρεσίν ήσι, καί ώμοσε καρτεράν όρκον Μήποτ' ές Ούλυμπόν τε καί ούρανόν άστερόεντα Αύτις έλεύσεσθαι Άτην, ή πάντας άάται. Ώς είπών έρριψεν άπ' ούρανού άστερόεντος, Χειρί περιστρέψας· τάχα δ' ϊκετο έργ' άνθρώπων. Καί Πλάτων δέ, μετά τόν θεόν καί τήν ύλην τό είδος τρίτην άρχήν είναιλέγων, ούκ άλλοθέν ποθεν άλλά παρά Μωύσέως τήν πρόφασιν ε’ιληφώς φαίνεται, τό μέν τού είδους όνομα άπό τών Μωύσέως μεμαθηκώς -ητών, ού δι­ δαχθείς δέ τηνικαύτα παρά τών είδότων ότι ούδέν έκτος μυ­ στικής θεωρίας τών ύπό Μωύσέως είρημένων σαφώς γινώσκειν έστί δυνατόν. Γέγραφε γάρ Μωϋσής ώς τού θεού περί τής σκηνής προς αύτόν είρηκότος ούτως· Καί ποιήσεις μοι κατά πάντα, όσα έγώ δεικνύω σοι έν τφ όρει, τό παράδειγμα τής σκηνής. Καί πάλιν· Καί άναστήσεις τήν σκηνήν κατά τό παράδειγμα πάντων τών σκευών αυτής, καί ούτως ποιήσεις. Καί αύθις μικρόν ύστερον ούτως· Ώρα, ποιήσεις κατά τόν τύπον τόν δεδειγμένον σοι έν τφ όρει. Τούτοις ούν έντυχών ό Πλάτων καί ού μετά τής προσηκούσης θεωρίας δεξάμενος τά γεγραμμένα ρητά, φήθη ειδός τι χωριστόν προϋπάρχειν τού αισθητού, ό καί παράδειγμα τών γενομένων ονομάζει πολλάκις, έπειδή τό Μωύσέως ούτω περί τής σκηνής σημαίνει γράμμα· Κατά τό είδος τό δειχθέν σοι έν τφ όρει, ούτως ποιήσεις αύτό. 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Όμοίως δέ καί έπί τής γης καί τού ουρανού καί τού άνθρώπου σφαλείς φαίνεται· καί τούτων γάρ είδέας είναι ο’ίεται. Επειδή γάρ Μωύσής ούτω γέγραφεν· Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν, ειτα παραυτά συνάπτει λέγων· Ή δέ γή ήν άόρατος καί άκατασκεύαστος, φήθη ότι ταύτην μέν περί ής έφη Ή δέ γή ήν τήν προϋπάρχουσαν είρήσθαιγήν, έπειδή Μωύσής έφη· Ή δέ γή ήν άόρατος καί άκατασκεύαστος· ταύτην δέ περί ής λέγει Έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν φήθη ταύτην λέγειν αύτόν τήν κατά προϋπάρχον είδος ύπό τού θεού γενομένην αισθητήν. Όμοίως δέ καί περί τού γενομένου ούρανού· τόν μέν πεποιημένον ούρα­ νόν, ον καί στερέωμα ώνόμασεν, τούτον είναι τόν γενόμενον αισθητόν, έτερον δέ είναι τόν νοητόν, περί ού ό προφήτης έφη· Ό ούρανός τού ούρανού τφ κυρίω, τήν δέ γήν έδωκε τοϊς υίοίς τών άνθρώπων. Καί περί ανθρώπου δέ όμοίως· πρό­ τερον μέν ονόματος άνθρώπου μέμνηται Μωύσής, ειτα μετά τά πολλά τών κτισμάτων περί πλάσεως άνθρώπου πεποίηται μνήμην, ούτω λέγων· Καί έποίησεν ό θεός τόν άνθρω­ πον, χούν άπό τής γής. Ώιήθη γούν τόν μέν πρότερον όνομασθέντα άνθρωπον προύπάρχειν τού γενομένου, τόν δέ έκ τής γής πλασθέντα ύστερον κατά τό προϋπάρχον είδος γεγενήσθαι. Ότι δέ έκ γής άνθρωπος πέπλασται, καί Όμηρος άπό τής παλαιάς καί θείας ιστορίας μαθών, τής λεγουσης Γή εί καί εις γήν άπελεύση, τό άψυχον τού Έκτορος σώμα κωφήν ονομάζειγήν. Έφη γάρ που κατά τού Αχιλλεως μετά θάνατον τό τού Έκτορος σύροντος σώμα· Κωφήν γάρ δή γαίαν άεικίζεις μενεαίνων. Καί αύθις άλλαχού που τόν Μενέλαον λέγοντα τοϊς μή έτοίμως δεξαμένοις τήν τού Έκτορος περί τής μονομαχίας πρόσκλησιν· Άλλ' ύμείς μέν πάντες ύδωρ καίγαια γένοισθε! δι' ύπερβάλλουσαν οργήν εις τήν αρχαίαν αύτούς έκ γής άναλύων πλάσιν. Ταύτα άπό τών άρχαίων ιστοριών έν Αίγύπτω μεμαθηκότες Όμηρος καί Πλάτων έν τοις έαυτών γεγράφασι λόγοις. Έπεί πόθεν άλλοθεν μεμαθηκώς ό Πλάτων πτηνόν 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άρμα έλαύνειν τόν Δία έν ούρανφ Λέγει, εί μή ταίς τών προ­ φητών έντυχών ίστορίαις; Έγνω γάρ άπό τών του προφήτου •ητών περί τών Χερουβείμ ούτως είρημένων· Καί έξήλθεν δόξα κυρίου άπό τού οίκου καί έπέβη έπί Χερουβείμ, καί άνέΛαβεν τά Χερουβείμ τάς πτέρυγας αύτών, καί οί τροχοί έχόμενοι αύτών, καί δόξα κυρίου θεού Ισραήλ ήν έπ' αύτοίς ύπεράνωθεν. Ένθεν όρμώμενος ό μεγαλόφωνος Πλάτων μετά πολ­ λής παρρησίας βοά λέγων· Ό μέν δή μέγας έν ούρανφ Ζεύς πτηνόν άρμα έλαύνων. Έπεί πόθεν άΛΛοθεν μεμαθηκώς ταύτα γέγραφεν, εί μή παρά Μωύσέως καί τών προφητών; Πόθεν δέ τήν πρόφασιν ε’ιληφώς καί έν τή πυρώδει ούσίμ τόν θεόν είναι έφη; Ούκ άπό τής τρίτης τών Βασιλειών ιστορίας, ένθα γέγραπται· Ούκ έν τφ πνεύματι κύριος· καί μετά τό πνεύμα συσσεισμός, ούκ έν τφ συσσεισμφ κύριος· καί μετά τόν συσσεισμόν πύρ, ούκ έν τφ πυρί κύριος· καί μετά τό πύρ φωνή αύρας Λεπτής; ΑΛΛ' έκείνα μέν κατ' άναγωγήν μετά πολλής θεωρίας τοίς θεοσεβέσι νοείν άναγκαίον· Πλάτων δέ, ού μετά τής προσηκούσης θεωρίας προσεχών τοίς -ητοίς, έν τή πυρώδει ούσίμ τόν θεόν είναι έφη. Εί δέ τις καί περί τής άνωθεν παρά θεού κατιούσης έπί τούς άγιους άνδρας δωρεάς, ήν πνεύμα άγιον όνομάξουσιν οί ιεροί προφήται, άκριβώς σκοπείν έθέλοι, εύροι άν καί ταύτην ύπό Πλάτωνος έν τφ προς Μένωνα λογά) δι' ετέρου ονόματος κηρυττομένην· δεδιώς γάρ τήν τού θεού δωρεάν πνεύμα άγιον όνομάξειν, ϊνα μή δόξη τή τών προφητών επό­ μενος διδασκαλίμ έχθρός Ελλήνων είναι, τό μέν άνωθεν αύτό παρά θεού κατιέναι ομολογεί, ού μήν πνεύμα άγιον άλλά άρετήν όνομάξειν αύτό ήξίου. Ούτω γάρ προς τόν Μένωνα έν τφ περί άναμνήσεως λογά), πολλά πρότερον περί τής άρετής ξητήσας, πότερόν ποτέ διδακτόν ή άρετή ή ού διδακτόν άλλ' άσκητόν, ή ούτε άσκητόν ούτε μαθητόν άλλά φύσει παραγινόμενον τοίς άνθρώποις ή άλλη) τινί τρόπψ, ύστερον αύταίς λέξεσιν ούτως άποφαίνεται λέγων· Εί δέ νύν ήμείς έν παντί τφ λογά) τούτω καλώς έξητήσαμέν τε καί έλέγομεν, άρετή άν εϊη ούτε φύσει ούτε διδακτόν, άλλά θείμ μοίρμ παραγινομένη άνευ νού οίς άν παραγίνηται. Ταύτα, οίμαι, σα- 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φως παρά τών προφητών περί του άγιου πνεύματος μεμαθηκώς Πλάτων, εις τό τής άρετής όνομα μεταφέρων φαίνεται· ομοίως γάρ ώσπερ οί Ιεροί προφήται τό εν καί τό αύτό πνεύμα εις επτά πνεύματα μερίζεσθαί φασιν, ούτως καί αυτός, μίαν καί τήν αύτήν όνομάζων άρετήν, ταύτην εις τέσσαρας άρετάς μερίζεσθαί λέγει, τού μέν άγιου πνεύματος ούδαμώς μνημονεύειν έθέλων, διά δέ τίνος άλληγορίας τά ύπό τών προφητών περί τού άγιου πνεύματος είρημένα άπαγγέλλων σαφώς. Ούτω γάρ προς τφ τέλει τού λόγου προς τόν Μένωνα έφη· Έκ μέν τοίνυν τούτου τού λογισμού, ώ Μένων, θείμ μοίρα φαίνεται ήμίν παραγινομένη ή άρετή οίς άν παραγίνηται· τό δέ σαφές παρ' αύτού είσόμεθα τούτο, όποίψ τινί τρόπψ τοίς άνθρώποις παραγίνεται άρετή, όταν πρότερον έπιχειρήσωμεν αύτό καθ' αύτό ζητείν, τί ποτέ έστιν άρετή. Όράτε όπως τήν άνω­ θεν κατιούσαν δωρεάν άρετήν μόνον ονομάζει· έτι δέ ζητήσεως άξιον είναι νομίζει, πότερόν ποτέ άρετήν ή έτερόν τι αύτό όνομάζεσθαι προσήκει, δεδιώς αύτό φανερώς άγιον όνομάζειν πνεύμα, ίνα μή δόξη τή τών προφητών έπεσθαι διδασκαλίμ. Πόθεν δέ μαθών ό Πλάτων τόν χρόνον μετ' ούρανού γεγενήσθαί έγνω; Ούτω γάρ γέγραφε· Χρόνος δ' ούν μετ' ούρανού γέγονεν, ίνα άμα γενόμενοι άμα καί λυθώσιν, άν ποτέ λύσις αύτών γίνηται. Ούχί καί τούτο άπό τής θείας Μωύσέως Ιστορίας μεμαθηκώς; Έγνω γάρ ότι ή του χρόνου γένεσις έκ τε ή μερών καί μηνών καί ενιαυτών τήν άρχήν τής συστάσεως ε’ίληφεν. Ώς ούν τής πρώτης ή μέρας, τής μετ' ούρανού γενομένης, άρχήν τού παντός χρόνου παρεσχηκυίας (ούτω γάρ Μωϋσής γέγραφεν· Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν· είτα παραυτά συνάπτει λέγων· Καί έγένετο ή μέρα μία, ώς άπό μέρους τόν πάντα σημαίνων χρόνον), ό Πλάτων τήν ήμέραν ονομάζει χρόνον, ίνα μή δόξη ήμέρας μεμνημένος, ώς πάντη τοίς Μωύσέως έπόμενος -ητοίς, παρά Αθηναίοις κατηγορείσθαι. Πόθεν δέ καί περίλύσεως ούρανού φαντασθείς ούτω γέγραφεν; Ούχί καί τούτο παρά τών Ιερών προ­ φητών μεμαθηκώς καί ούτως είρήσθαι ύπ' αύτών νομίσας; Εί δέ καί τόν περί τών άγαλμάτων τις έξετάζοι λό­ γον, πόθεν όρμώμενοι οί πρώτοι τούς θεούς ύμών κατασκευά- 3> Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σαντες άνθρώπων μορφάς έχειν αυτούς διέγνωσαν, εύρήσεικαί τούτο άπό τής θείας ιστορίας αύτούς μεμαθηκότας. Τής γάρ Μωϋσέως ιστορίας έκ προσώπου τού θεού λεγούσης· Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί όμοίωσιν, ώς ούτως είρήσθαι τών άνθρώπων κατά τήν μορφήν έοικότων τφ θεφ, ούτως κατασκευάζειν τούς θεούς αυτών ήρξαντο, έκ τού όμοιου τό όμοιον δημιουργείν οίόμενοι. Τού χάριν μνημονεϋσαι τού­ των νυνί προήχθην, ώ άνδρες Έλληνες; Ένα γνώτε ότι τήν άληθή θεοσέβειαν ού δυνατόν παρά τούτων μανθάνειν τών μηδέ έν οις ύπό τών έξωθεν έθαυμάσθησαν ίδιον τιγράψαι δυνηθέντων, άλλά διά τίνος άλληγορίας τά ύπό Μωϋσέως καί τών λοιπών προφητών είρημένα έν τοίς έαυτών συγγράμμασιν άπηγγελκότων. Καιρός ούν ήκει νϋν πεισθέντας ύμάς, ώ άνδρες Έλ­ ληνες, άπό τών έξωθεν ιστοριών, ότι πολλφ πρεσβύτατος Μωϋσής καί οί λοιποί προφήται γεγόνασιν πάντων τών παρ' ύμίν σοφών γεγενήσθαι νομισθέντων, τής παλαιάς μέν ύμάς τών προγόνων άποστήναι πλάνης, έντυχείν δέ ταίς θείαις τών προφητών ίστορίαις καίγνώναι παρ' αυτών τήν άληθή θεοσέ­ βειαν, ού λόγων ύμίν άπαγγελλόντων τέχνας, ούδέ πιθανώς καί πιστευτικώς λεγόντων (τούτο γάρ ίδιον τών τήν άλήθειαν κλέπτειν έθελόντων), άλλά άπλώς τοίς έπιτυχουσιν όνόμασί τε καί ρήμασι χρωμένων, καί ταύθ' ύμίν άπαγγελλόντων ά τό άγιον έπ' αύτούς κατελθόν πνεύμα τούς τήν άληθή θεοσέ­ βειαν μανθάνειν βουλομένους δι' αυτών διδάσκειν προήρηται. Πάσαν ούν αιδώ καί παλαιάν άνθρώπων πλάνην καί τόν τών όγκων φαντασιώδη παρωσάμενοι ψόφον, δι' ού καί τήν πάσαν άπόλαυσιν έχειν οϊεσθε, έχεσθε τών ύμίν συμφερόντων. Ούδέν γάρ έσται παρ' ύμών ούδέ περί τούς προγόνους ύμών πλημ­ μελές, εί εις τήν έναντίαν τρέπεσθαι νυνί τής έξ έκείνων βούλεσθε πλάνης, οΰς είκός έν μδου νυνί έκπρόθεσμον μετάνοιαν μετανοουντας όδύρεσθαι· οις εί δυνατόν ήν έκείθεν δηλουν ύμίν τά μετά τελευτήν τουδε τού βίου συμβεβηκότα αύτοις, έγνωτε άν όσων ύμάς άπαλλάξαι κακών προείλοντο. Νυνί δέ έπεί μή δυνατόν έν τφ παρόντι μήτε παρ' έκείνων ύμάς μανθάνειν μήτε μήν παρά τών ένταύθα τήν ψευδώνυμον ταύ- 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας την φιλοσοφίαν φιλοσοφειν έπαγγελλομένων, άκόλουθον ύμίν έσται λοιπόν τήν τών προγόνων ύμών άπωσαμένους πλάνην έντυγχάνειν ταις τών ιερών άνδρών προφητείαις, μή δοκιμότητα φράσεως παρ' αύτών αίτούντας (ού γάρ έν λόγοις άλλ' έν έργοις τά τής ήμετέρας θεοσεβείας πράγματα), καί μαθείν παρ' αύτών τά αίτια ύμίν τής αιωνίου ζωής έσόμενα. Οί γάρ μάτην τό τής φιλοσοφίας έπηρεάζοντες όνομα ούδέν είδότες έλέγχονται, ώς καί αύτοί όμολογείν καί άκοντες άναγκάζονται, δι' ών ού προς άλλήλους στασιάζουσι μόνον, άλλά καί τάς εαυτών άλλοτε άλλως έκτίθενται δόξας. Εί δέ ή τάληθούς εύρεσις όρος τις λέγεται παρ' αύτοίς φιλοσοφίας, πώς οί τής άληθούς μή τυχόντες γνώσεως τού τής φιλοσοφίας ονόματος είσιν άξιοι; Είγάρ ό τών παρ' ύμίν σοφών σοφώτατος Σωκράτης, φ καί τό χρηστήριον ύμών, ώς αύτοί φάτε, μαρτυρεί λέγον· Ανδρών άπάντων Σωκράτης σοφώτατος, ομολογεί μηδέν είδέναι, πώς οί μετ' αύτόν καί τά έν ούρανοις έπηγγέλλοντο είδέναι; Σωκράτης γάρ έαυτόν σοφόν διά τούτ' είρήσθαι έφη, ότι τών λοιπών άνθρώπων ά μή ϊσασι προσποιουμένων είδέναι αύτός ούκ ώκνει μηδέν είδέναι όμολογείν. Έφη γάρ ούτως· Έοικα ούν αύτφ τούτψ τφ σμικρφ σοφώ­ τατος είναι, ότι ά μή οιδα ούδέ οϊομαι είδέναι. Μηδείς δέ οίέσθω είρωνευόμενον άγνοιαν προσποιείσθαι Σωκράτη, έπειδή πολλάκις έν τοις διαλόγοις εϊωθε τούτο ποιείν· ή γάρ τελευταία ·ήσις τής άπολογίας, ήν έπί τό δεσμωτήριον άπιών έφη, δηλοί μετά σπουδής αύτόν καί άληθείας τήν άγνοιαν όμο­ λογείν. Έφη γάρ ούτως· Αλλά γάρ ήδη ώρα άπιέναι, έμοί μέν τεθνηξομένψ, ύμίν δέ βιωσομένοις. Όπότεροι δέ ήμών έπί τό άμεινον πράγμα έρχονται, άδηλον παντί πλήν ή τφ θεφ. Αλλά Σωκράτης μέν ταύτην ύστάτην έν τφ Αρε ία) παγω φω­ νήν άφείς έπί τό δεσμωτήριον ώρμησε, τφ θεφ μονά) τήν τών παρ' ήμίν άδήλων πραγμάτων άναφέρων γνώσιν, οί δέ μετ' αύτόν, μηδέ τά έπίγής γνώναι δυνάμενοι, τά έν ούρανοις ώς έωρακότες είδέναι έπαγγέλλονται. Ό γούν Αριστοτέλης, ώς άκριβέστερον Πλάτωνος τά έν ούρανοις έωρακώς, ούχ ώσπερ ό Πλάτων έν τή πυρώδει ούσίμ τόν θεόν είναι λέγει (ούτω 3< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί αυτός έφη), άλΛ' έν τφ αίθεριώδει πέμπτω στοιχείφ είναι αύτόν άπεφήνατο. Καί περί τούτων πιστεύεσθαι εαυτόν διά δοκιμότητα φράσεως άξιων, ούδέ τήν τού Εύρίπου φύσιν τού όντος έν ΧαΛκίδιγνώναι δυνηθείς, διά ποΛΛήν άδοξίαν καί αισχύνην Λυπηθείς μετέστη τού βίου. Μηδείς ούν τών εύ φρονούντων προτέραν ήγείσθω τής έαυτού σωτηρίας τήν τού­ των εύγλωττίαν, άΛΛά κατά τήν παλαιάν έκείνην ιστορίαν κηρφ τά ώτα φραξάμενος τήν έκ τών Σειρήνων αύτών ενο­ χλούσαν ήδεϊαν φευγέτω βλάβην- οί γάρ προειρημένοι άνδρες, ώσπερ τι δέλεαρ τήν εύγλωττίαν προϊσχόμενοι, πολλούς άπάγειν τής ορθής θεοσεβείας προήρηνται, μιμούμενοι τόν τήν πολυθεότητα τούς πρώτους άνθρώπους διδάξαι τολμήσαντα. Οίς μή πείθεσθαι ύμάς άξιώ, έντυγχάνειν δέ ταίς τών ιερών άνδρών προφητείαις. Εί δέ τις όκνος ή παλαιά τών προγόνων ύμών δεισιδαιμονία τέως έντυγχάνειν ύμάς ταις τών άγιων άν­ δρών προφητείαις κωλύει, δι' ών δυνατόν μανθάνειν ύμάς ένα καί μόνον είναι θεόν, ό πρώτον έστι τής άληθούς θεοσεβείας γνώρισμα, τφ γούν πρότερον ύμάς τήν πολυθεότητα διδάξαντι, ύστερον δέ λυσιτελή καί άναγκαίαν παλινωδίαν ^σαι προελομένφ πείσθητε Όρφεϊ, ταύτ' είρηκότιά μικρφ πρόσθεν γέγραφα, καί τοίς λοιποϊς δέ τοίς τά αύτά περί ενός θεού γεγραφόσι πείσθητε. Θείας γάρ ύπέρ ύμών προνοίας έργον γέγονε τό καί άκοντας τούτους μαρτυρείν τά ύπό τών προφη­ τών περί ένός θεού είρημένα άληθή είναι, ϊνα παρά πάντων ό τής πολυθεότητος άθετούμενος λόγος άφορμήν ύμίν παρέχη τής άληθούς γνώσεως. Έσταιδέ ύμίν -μδίως τήν ορθήν θεοσέβειαν έκ μέ­ ρους παρά τής παλαιάς Σιβύλλης, έκ τίνος δυνατής έπιπνοίας διά χρησμών ύμάς διδασκούσης, μανθάνειν, ταύθ' άπερ έγγύς είναι δοκεϊ τής τών προφητών διδασκαλίας. Ταύτην δέ έκ μέν Βαβυλώνος ώρμήσθαί φασι, Βηρώσσου τού τήν Χαλδαϊκήν ιστορίαν γράψαντος θυγατέρα ούσαν, εις δέ τά μέρη τής Καμπανίας ούκ οίδ' όπως διαβάσαν έκεί τούς χρη­ σμούς έξαγορεύειν έν τινιΚουμμ ούτω καλουμένη πόλει, έξ σημείοις διεστώση Βάίων, ένθα τά θερμά τής Καμπανίας εί­ ναι συμβαίνει. Έθεασάμεθα δέ έν τή πόλει γενόμενοι καί 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τινα τόπον, έν φ βασιλικήν μεγίστην έξ ενός έξεσμένην λίθου έγνωμεν, πράγμα μέγιστον καί παντός θαύματος άξιον, ένθα τούς χρησμούς αύτήν άπαγγέλλειν οί ώς τά πάτρια παρειληφότες παρά τών έαυτών προγόνων έφασκον. Έν μέσψ δέ τής βασιλικής έπεδείκνυον ήμίν τρεις δεξαμενάς έκ τού αύτού έξεσμένας λίθου, ών πληρουμένων ύδατος λούεσθαι αύτήν έν αύταϊς έλεγον, καί στολήν άναλαμβάνουσαν εις τόν ένδότατον τής βασιλικής βαδίζειν οίκον έκ τού αύτού έξεσμένον λίθου, καί έν μέσψ τφ οίκω καθεζομένην έπί ύψηλού βήματος καί θρόνου ούτω τούς χρησμούς έξαγορεύειν. Ταύτης δέ τής Σιβύλλης ώς χρησμψδου πολλοί μέν καί άλλοι τών συγγραφέων μέμνηνται, καί Πλάτων δέ έν τφ Φαίδρψ. Δοκεί δέ μοι τοίς ταύτης χρησμοίς έντυχών ό Πλάτων τούς χρησμψδούς έκθειάζειν· έώρα γάρ τά ύπ' αύτής πάλαι προειρημένα έργοις πληρούμενα. Καί διά τούτο θαυμάσας έν τφ προς Μένωνα λογά) αύταϊς λέξεσιν έπαινών τούς χρησμψδούς ούτως γέγραφεν· Όρθώς άρα άν καλοιμεν θείους αύτούς, οΰς δή νυν λέγομεν χρησμψδούς- ούχ ήκιστα φαίμεν άν τούτους τε θείους είναι καί ένθουσιάζειν, έπίπνους όντας καί κατεχομένους έκ τού θεού, όταν κατορθώσιλέγοντες πολλά καί μεγάλα πράγ­ ματα, μηδέν είδότες ών λέγουσι· σαφώς καί φανερώς εις τούς Σιβύλλης άφορών χρησμούς. Δύτη γάρ ούχ, ώσπερ οί ποιηταί καί μετά τό γράψαι τά ποιήματα, είχεν έξουσίαν διορθουσθαι καί έπιξέειν μάλιστα διά τήν τών μέτρων άκρίβειαν, άλλ' έν μέν τφ τής έπιπνοίας καιρφ τά τής προφητείας έπλήρου, παυσαμένης δέ τής έπιπνοίας έπέπαυτο καί ή τών είρημένων μνήμη. Τούτ' ούν αίτιον τού μή πάντα τά μέτρα τών έπών τής Σιβύλλης σώζεσθαι. Αύτοίγάρ έν τή πόλειγενόμενοι παρά τών περιηγητών μεμαθήκαμεν, τών καί τούς τόπους ήμίν, έν οίς έχρησμφδει, ύποδειξάντων καί φακόν τινα έκ χαλκού κατεσκευασμένον, έν φ τά λείψανα αύτής σώζεσθαι έλεγον. Έφασκον δέ μετά πάντων ών διηγούντο καί τούτο ώς παρά τών προγόνων άκηκοότες, ότι οί έκλαμβάνοντες τούς χρησμούς τηνικαυτα, έκτος παιδεύσεως όντες, πολλαχου τής τών μέτρων άκριβείας διήμαρτον· καί ταύτην έλεγον αιτίαν είναι τής ένίων έπών άμετρίας, τής μέν χρησμψδου διά τό 4ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας πεπαύσθαι τής κατοχής καί τής έπιπνοίας μή μεμνημένης τών είρημένων, τών δέ ύπογραφέων δι' άπαιδευσίαν τής τών μέ­ τρων άκριβείας έκπεπτωκότων. Διά τούτο τοίνυν τόν Πλά­ τωνα ε ις τούς τής Σιβύλλης άφορώντα χρησμούς περί τών χρησμψδών τούτ' είρηκέναι δήλον. Έφη γάρ ούτως· Όταν κατορθώσι λέγοντες πολλά καί μεγάλα πράγματα, μηδέν ε ίδότες ών λέγουσι. Πλήν άλλ' έπειδήπερ, ώ άνδρες Έλληνες, ούκ έν ποιητικοίς μέτροις τά τής άληθούς θεοσεβείας πράγματα ούδέ έν τή παρ' ύμίν εύδοκιμούση παιδεύσει, άφέμενοι λοιπόν τής τών μέτρων καί λόγων άκριβείας, τοις ύπ' αύτής είρημένοις άφιλονείκως προσέχοντες γνώτε πόσων ύμίν άγαθών αιτία έσται, τήν τού σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού άφιξιν σαφώς καί φανερώς προαγορεύουσα· ός τού θεού ύπάρχων λόγος άχώρητος δυνάμει, τόν κατ' εικόνα θεού καί όμοίωσιν πλασθέντα άναλαβών άνθρωπον, τής τών άρχαίων ήμάς προγόνων άνέμνησε θεοσεβείας, ήν οί έξ αύτών γενόμενοι άνθρωποι καταλιπόντες διδασκαλίμ βασκάνου δαίμονος έπί τήν τών μή θεών έτράπησαν θρησκείαν. Εί δέ τις όκνος ύμίν ενοχλεί πίστεως περί τής τού άνθρώπου πλάσεως, πείσθητε τούτοις οις έτι προσέχειν οϊεσθε δεϊν, καί γνώτε ότι τό παρ' ύμίν χρηστήριον, άξιωθέν ύπό τίνος ύμνον τού παντοκράτορας έκδουναι θεού, ούτως έν μέσψ τού ύμνου έφη· Ός πρώτον πλάσας μερόπων, Αδάμ δέ καλέσσας. Καί τούτον σώζεσθαι τόν ύμνον παρά πολλοϊς ών ϊσμεν συμ­ βαίνει εις έλεγχον τών μή πείθεσθαι τή ύπό πάντων μαρτυρουμένη άληθεία βουλομένων. Εί τοίνυν, ώ άνδρες Έλληνες, μή προτιμοτέραν ήγείσθε τής ύμών αύτών σωτηρίας τήν περί τών μή όντων θεών ψευδή φαντασίαν, πείσθητε, ώσπερ έφην, τή άρχαιοτάτη καί σφόδρα παλαιά Σιβύλλη, ής τάς βίβλους έν πάση τή οικουμένη σώζεσθαι συμβαίνει, περί μέν τών λεγο­ μένων θεών ώς μή όντων άπό τίνος δυνατής έπιπνοίας διά χρησμών ύμάς διδασκούση, περί δέ τής τού σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού μελλούσης έσεσθαι παρουσίας καί περί πάν­ των τών ύπ' αύτού γίνεσθαι μελλόντων σαφώς καί φανερώς προαναφωνούση· έσται γάρ ύμίν άναγκαϊον προγύμνασμα ή 4 Του άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τούτων γνώσις τής τών ιερών άνδρών προφητείας. Εί δέ τις ο’ίοιτο παρά τών πρεσβυτάτων παρ' αύτοίς όνομασθέντων φι­ λοσόφων τόν περί θεού με μαθηκέναι λόγον, Άμμωνός τε καί Έρμου άκουέτω· Άμμωνος μέν έν τοίς περί αύτού λόγοις πάγκρυφον τόν θεόν όνομάζοντος, Έρμου δέ σαφώς καί φανερώς λέγοντος· Θεόν νοήσαι μέν έστι χαλεπόν, φράσαι δέ άδύνατον, ω καί νοήσαι δυνατόν. Πανταχόθεν τοίνυν είδέναι προσήκει, ότι ούδαμώς έτέρως περί θεού ή τής ορθής θεοσε­ βείας μανθάνειν οίόν τε ή παρά τών προφητών μόνων, τών διά τής θείας έπιπνοίας διδασκόντων ύμάς. 4. Τού αγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Τατιανού προς ΈΛΛηνας. Μή πάνυ φιΛέχθρως διατίθεσθε προς τούς βαρβάρους, ώ άνδρες ΈΛΛηνες, μηδέ φθονήσητε τοίς τούτων δόγμασιν. ποιον γάρ επιτήδευμα παρ' ύμΐν τήν σύστασιν ούκ άπό βαρβάρων έκτήσατο; ΤεΛμησσέων μεν γάρ οί δοκιμώτατοι τήν δι' ονείρων έξεύρον μαντικήν, Κάρες τήν διά τών άστρων πρόγνωσιν, πτήσεις ορνίθων Φρύγες καί Ίσαύρων οί παΛαίτατοι, Κύπριοι θυτικήν, άστρονομείν Βαβυλώνιοι, μαγεύειν Πέρσαι, γεωμετρείν Αιγύπτιοι, τήν διά γραμμάτων παιδείαν Φοίνικες, όθεν παύσασθε τάς μιμήσεις εύρέσεις άποκαΛούντες. ποίησιν μεν γάρ άσκείν καί μδειν Όρφεύς ύμάς έδίδαξεν, ό δέ αύτός καί μυείσθαι· Τουσκανοί πΛάττειν, ιστορίας συντάττειν αί παρ' Αίγυπτίοις τών χρόνων άναγραφαί. Μαρσύου δέ καί ΌΛύμπου τήν αύλητικήν άπηνέγκασθε· Φρύγες δέ [οί] άμφότεροι· τήν διά σύριγγος άρμονίαν άγροικοι συνεστήσαντο. Τυρρηνοί σάλπιγγα, χαλκεύειν Κύκλωπες, καί έπιστολάς συντάσσειν ή Περσών ποτέ ήγησαμένη γυνή, καθά φησιν Ελλάνικος· Άτοσσα δέ όνομα αύτή ήν. καταβάλετε τοιγαρούν τούτον τόν τύφον μηδέ προβάΛΛεσθε •ημάτων εύπρέπειαν, οϊτινες ύφ' ύμών αύτών επαινούμενοι συνηγόρους τούς οίκοι κέκτησθε. χρή δέ τόν νούν έχοντα τήν άφ' ετέρων περιμένειν μαρτυρίαν συνμδειν τε καί έν τή τού Λόγου προφορμ. νύν δέ μόνοις ύμίν άποβέβηκε μηδέ έν ταίς όμιλίαις όμοφωνείν. Δωριέων μέν γάρ ούχ ή αύτή Λέξις τοίς άπό τής Αττικής, Αίολείς τε ούχ ομοίως τοίς Ίωσι φθέγγονται· στάσεως δέ ούσης τοσαύτης παρ' οις ούκ έχρήν άπορώ τίνα με δει καλείν Έλληνα, καίγάρ τό πανατοπώτατον, τάς μή συγ­ γενείς ύμών έρμηνείας τετιμήκατε, βαρβαρικαϊς τε φωναϊς έσθ' ότε καταχρώμενοι συμφύρδην ύμών πεποιήκατε τήν διάλεκτον, τούτου χάριν άπεταξάμεθα τή παρ' ύμίν σοφία κάν εί πάνυ σεμνός τις ήν έν αύτή. κατά γάρ τόν κωμικόν ταύτά έστιν έπιφυΛΛίδες καί στωμύλματα, χελιδόνων μουσεία, λωβηταί τέχνης, Λαρυγγιώσί τε οί ταύτης έπιέμενοι καί κοράκων άφίενται φω­ νήν. ρητορικήν μέν γάρ έπ' άδικίμ καί συκοφαντία συνεστήσασθε, μισθού πιπράσκοντες τών λόγων ύμών τό αύτεξούσιον καί πολ- 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας λάκις τό νυν δίκαιον αύθις ούκ άγαθόν παριστώντες· ποιητικήν δέ, μάχας ίνα συντάσσητε θεών καί έρωτας καί ψυχής δια­ φθοράν. Τί γάρ σεμνόν φιλοσοφούντες έξηνέγκατε; τίς δέ τών πάνυ σπουδαίων άλαζονείας έξω καθέστηκεν; Διογένης πιθάκνης καυχήματι τήν αύτάρκειαν σεμνυνόμενος πολύποδος ώμοβορίμ πάθει συσχεθείς είλεφ διά τήν άκρασίαν άποτέθνηκεν. Αρίστιππος έν πορφυρίδι περιπατών άξιοπίστως ήσωτεύσατο. Πλάτων φιλοσοφών ύπό Διονυσίου διά γαστριμαργίαν έπιπράσκετο. καί Αριστοτέλης άμαθώς όρον τή προνοίμ θείς καί τήν εύδαιμονίαν έν οίς ήρέσκετο περιγράψας, λίαν άπαιδεύτως Αλέξανδρον τό μεμηνός μειράκιον έκολάκευεν, όστις Αριστοτελικώς πάνυ τόν εαυτού φίλον διά τό μή βούλεσθαι προσκυνείν αύτόν καθείρξας ώσπερ άρκτον ή πάρδαλιν περιέφερε, πάνυ γούν έπείθετο τοίς τού διδασκάλου δόγμασιν τήν άνδρείαν καί τήν άρετήν <έν> συμποσίοις έπιδεικνύμενος καί τόν οίκείον καί πάνυ φίλτατον διαπείρων τφ δόρατι καί πάλιν κλαίων καί άποκαρτερών προφάσει λύπης, ϊν' ύπό τών οικείων μή μισηθή. γελάσαιμι δ' άν καί τούς μέχρι νύν τοίς δόγμασιν αύτού καταχρωμένους, οΐ τά μετά σελήνην άπρονόητα λέγοντες είναι, προσγειότεροι παρά τήν σελήνην ύπάρχοντες καί κατώτεροι τού ταύτης δρόμου, προνοούσι τών άπρονοήτων· παρ' οίς δέ ούκ έστι κάλλος, ού πλούτος, ού ·ώμη σώματος, ούκ εύγένεια, παρά τούτοις ούκ έστι κατά τόν Αριστοτέλην τό εύδαιμον. καί οί τοιούτοι φιλοσοφείτωσαν. Τόν γάρ Ηράκλειτον ούκ άν άποδεξαίμην έμαυτόν έδιδαξάμην είπόντα διά τό αύτοδίδακτον είναι καί ύπερήφανον ούδ' άν έπαινέσαιμι κατακρύψαντα τήν ποίησιν έν τφ τής Αρτέμιδος ναφ, μυστηριωδώς όπως ύστερον ή ταύτης έκδοσις γίνηται. καί γάρ οίς μέλον έστι περί τούτων, φασίν Εύριπίδην τόν τραγωδοποιόν κατιόντα καί άναγινώσκοντα διά μνήμης κατ' ολίγον τό Ήρακλείτειον σκότος τοίς σπουδαίοις παραδεδωκέναι. τούτου μέν ούν τήν άμαθίαν ό θάνατος συνήλεγξεν· ύδρωπι γάρ συσχεθείς καί τήν ιατρικήν ώς φιλοσοφίαν έπιτηδεύσας 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας βολβίτοις τε περιπΛάσας εαυτόν τής κόπρου κρατυνθείσης συνοΛκάς τε του παντός άπεργασαμένης σώματος σπασθείς έτεΛεύτησεν. τόν γάρ Ζήνωνα διά τής έκπυρώσεως άποφαινόμενον άνίστασθαι πάΛιν τούς αυτούς επί τοίς αύτοίς, Λέγω δέ Άνυτον καί ΜέΛητον έπί τφ κατηγορείν, Βούσιριν δέ έπί τφ ξενοκτονείν καί ΉρακΛέα πάΛιν έπί τφ άθΛεϊν, παραιτητέον· όστις έν τφ κατά τήν έκπύρωσιν Λόγω πλείονας τούς μοχθηρούς τών δικαίων είσηγείται, Σωκράτους ενός καιΉρακΛέους καί τινων άλλων τοιούτων, γεγονότων ολίγων καί ού πολλών, οί γάρ κακοί πάνυ πΛείους εύρεθήσονται τών αγαθών, καί ό θεός κακών άποδειχθήσεται κατ' αύτόν ποιητής, έν άμάραις τε καί σκώΛηξι καί άρρητουργοίς καταγινόμενος. ΈμπεδοκΛέους γάρ τό άΛαζονικόν αι κατά τήν ΣικεΛίαν τού πυρός άναφυσήσεις άπέδειξαν, ότι μή θεός ών τούθ' όπερ έΛεγεν είναι κατεψεύδετο. γελώ καί τήν Φερεκύδους γραοΛογίαν καί τού Πυθαγόρου τήν περί τό δόγμα κληρονομιάν καί τού ΠΛάτωνος, κάν τινες μή θέΛωσι, τήν περί τούτους μίμησιν. τίς γάρ άν έπιμαρτυρήσαι τή Κράτητος κυνογαμίμ καί ού μάΛΛον παραιτησάμενος τήν έντυφον τών όμοιων αύτφ γΛωσσομανίαν έπί τό ζητείν τό κατ' άΛήθειαν σπουδαίον τρέφεται; διόπερ μή παρασυρέτωσαν ύμάς αί τών φιλοψόφων καί ού φιλοσόφων πανηγύρεις, οίτινες έναντία μέν έαυτοίς δογματίζουσιν, κατά δέ τό έπελθόν έκαστος έκπεφώνηκε. πολλά δέ καί παρ' αύτοίς έστι προσκρούσματα· μισεί μέν γάρ έτερος τόν έτερον, άντιδοξούσι δέ έαυτοίς διά τήν αλα­ ζονείαν τόπους έπιλεγόμενοι *** τούς προύχοντας, έχρήν δέ μηδέ βασιλείας προλήμματι κολακεύειν τούς ήγουμένους, περιμένειν δέ μέχρις άν προς αύτούς οί μεγιστάνες άφίκωνται. Διά τί γάρ, άνδρες Έλληνες, ώσπερ έν πυγμή συγκρούειν βούλεσθε τάς πολιτείας καθ' ήμών; καί εί μή τοίς τινων νομίμοις συγχρήσθαι βούλομαι, τίνος χάριν καθάπερ μιαρώτατος μεμίσημαι; προστάττει φόρους τελεΐν ό βασιλεύς, έτοιμος παρέχειν. δουλεύειν ό δεσπότης καίύπηρετείν, τήν δουλείαν γινώσκω. τόν μέν γάρ άνθρωπον άνθρωπίνως τιμητέον, φοβη- 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τέον δέ μόνον τόν θεόν, όστις άνθρωπίνοις ούκ έστιν ορατός όφθαλμοϊς, ού τέχνη περιληπτός. τούτον μόνον άρνείσθαι κελευόμενος ού πεισθήσομαι, τεθνήξομαι δέ μάλλον, ϊνα μή ψεύστης καί άχάριστος άποδειχθώ. θεός ό καθ' ήμάς ούκ έχει σύστασιν έν χοονω, μόνος άναρχος ών καί αύτός ύπάρχων τών όλων άρχή. πνεύμα ό θεός, ού διήκων διά τής ύλης, πνευ­ μάτων δέ ύλικών καί τών έν αύτή σχημάτων κατασκευαστής, άόρατος τε καί άναφής, αισθητών καί ορατών αύτός γεγονώς πατήρ, τούτον διά τής ποιήσεως αύτού ίσμεν καί τής δυνάμεως αύτού τό άόρατον τοϊς ποιήμασι καταλαμβανόμεθα. δη­ μιουργίαν τήν ύπ' αύτού γεγενημένην χάριν ήμών προσκυνεϊν ού θέλω, γέγονεν ήλιος καί σελήνη δι' ήμάς· ειτα πώς τούς έμούς ύπηρέτας προσκυνήσω; πώς δέ ξύλα καί λίθους θεούς άποφανούμαι; πνεύμα γάρ τό διά τής ύλης διήκον, έλαττον ύπάρχον τού θειοτέρου πνεύματος, ώσπερ δέ ψυχή παρωμοιωμένον, ού τιμητέον έπ' ίσης τώ τελείψ θεφ. άλλ' ούδέ τόν άνωνόμαστον θεόν δωροδοκητέον· ό γάρ πάντων άνενδεής ού διαβλητέος ύφ' ήμών ώς ένδεής. φανερώτεςκτν δέ έκθήσομαι τά ήμέτερα. Θεός ήν έν άρχή, τήν δέ άρχήν λόγου δύναμιν παρειλήφαμεν. ό γάρ δεσπότης τών όλων αύτός ύπάρχων τού παντός ή ύπόστασις κατά μέν τήν μηδέπω γεγενημένην ποίησιν μόνος ήν· καθό δέ πάσα δύναμις ορατών τε καί άοράτων [αύ­ τός ύπόστασις] ήν σύν αύτφ, τά πάντα σύν αύτφ διά λογικής δυνάμεως αύτός [καί ό λόγος, ός ήν έν αύτφ,] ύπέστησεν. θελήματι δέ τής άπλότητος αύτού προπηδμ λόγος· ό δέ λόγος ού κατά κενού χωρήσας έργον πρωτότοκον τού πατρός γίνεται, τού­ τον ίσμεν τού κόσμου τήν άρχήν. γέγονεν δέ κατά μερισμόν, ού κατά άποκοπήν· τό γάρ άποτμηθέν τού πρώτου κεχώρισται, τό δέ μερισθέν οικονομίας τήν διαίρεσιν προσλαβόν ούκ ένδεά τόν όθεν ε’ίληπται πεποίηκεν. ώσπερ γάρ άπό μιάς δμδός άνάπτεται μέν πυρά πολλά, τής δέ πρώτης δμδός διά τήν έξαψιν τών πολλών δμδών ούκ έλαττούται τό φώς, ούτω καί ό λόγος προελθών έκ τής τού πατρός δυνάμεως ούκ άλογον πεποίηκε 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τόν γεγεννηκότα. και γάρ αυτός εγώ λαλώ, και ύμείς άκούετε· και ού δήπου διά τής μεταβάσεως τού λόγου κενός ό προσομιλών τού λόγου γίνομαι, προβαλλόμενος δέ τήν έμαυτού φωνήν διακοσμείν τήν έν ύμίν άκόσμητον ύλην προήρημαι και καθάπερ ό λόγος έν άρχή γεννηθείς άντεγέννησε τήν καθ' ήμάς ποίησιν αύτός έαυτφ, τήν ύλην δημιουργήσας, ούτω κάγώ κατά τήν τού λόγου μίμησιν άναγεννηθείς καί τήν τού άληθούς κατάληψιν πεποιημένος μεταρρυθμίζω τής συγγενούς ύλης τήν σύγχυσιν. ούτε γάρ άναρχος ή ύλη καθάπερ καί ό θεός, ούτε διά τό άναρχον [καί αύτή] ισοδύναμος τφ θεφ, γενητή δέ καί ούχύπό άλλου γεγονυία, μόνου δέ ύπό τού πάντων δημιουργού προβεβλημένη. Καί διά τούτο καί σωμάτων άνάστασιν έσεσθαι πεπιστεύκαμεν μετά τήν τών όλων συντέλειαν, ούχ ώς οί Στωϊκοί δογματίζουσι κατά τινας κύκλων περιόδους γινομένων άεί καί άπογινομένων τών αύτών ούκ έπί τι χρήσιμον, άπαξ δέ τών καθ' ήμάς αιώνων πεπερασμένων [καί] εις τό παντελές διά μόνων τών άνθρώπων τήν σύστασιν [έσεσθαι] χάριν κρίσεως. δικάζουσι δέ ήμιν ού Μίνως ούδέ 'Ραδάμανθυς, ών προ τής τελευτής ούδεμία τών ψυχών, ώς μυθολογούσιν, έκρίνετο, δοκι­ μαστής δέ αύτός ό ποιητής θεός γίνεται, κάν γάρ πάνυ φληνάφους τε καί σπερμολόγους ήμάς νομίσητε, μέλον ούκ έστιν ήμιν, έπεί τούτψ τφ λογά, πεπιστεύκαμεν. ώσπερ γάρ ούκ ών πριν ή γενέσθαι τις ή μην ούκ έγίνωσκον, μόνον δέ έν ύποστάσει τής σαρκικής ύλης ύπήρχον, γεγονώς δέ ό μή πάλαι διά τής γενέσεως τό είναι πεπίστευκα· τόν αύτόν τρόπον ό γενόμενος καί διά θανάτου μηκέτ' ών αύθίς τε μηκέθ' όρώμενος έσομαι πάλιν ώσπερ μή πάλαι γεγονώς ειτα γεννηθείς, κάν πύρ έξαφανίση μου τό σαρκίον, έξατμισθεισαν τήν ύλην ό κόσμος κεχώρηκε· κάν έν ποταμοίς κάν έν θαλάσσαις έκδαπανηθώ κάν ύπό θηρίων διασπασθώ, ταμείοις έναπόκειμαι πλουσίου δεσπό­ του. καί ό μέν πτωχός καί άθεος ούκ οίδεν τά άποκείμενα, θεός δέ ό βασιλεύων, δτε βούλεται, τήν ορατήν αύτφ μόνον ύπόστασιν άποκαταστήσει προς τό άρχαίον. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Λόγος γάρ ό έπουράνιος πνεύμα γεγονώς άπό του πνεύματος και λόγος έκ λογικής δυνάμεως, κατά τήν τού γεννήσαντος αύτόν πατρός μίμησιν εικόνα τής άθανασίας τόν άν­ θρωπον έποίησεν, ιν', ώσπερ ή άφθαρσία παρά τφ θεφ, τόν αύτόν τρόπον θεού μοίρας άνθρωπος μεταλαβών έχη καί τό άθάνατον. ό μέν ούν λόγος προ τής τών άνθρώπων κατασκευής άγγέλων δημιουργός γίνεται, τό δέ έκάτερον τής ποιήσεως είδος αύτεξούσιον γέγονε τάγαθου φύσιν μή έχον, ό *** πλήν μόνον παρά τφ θεφ, τή δέ έλευθερίμ τής προαιρέσεως ύπό τών άν­ θρώπων έκτελειούμενον, όπως ό μέν φαύλος δικαίως κολάζηται δι' αύτόν γεγονώς μοχθηρός, ό δέ δίκαιος χάριν τών άνδραγαθημάτων άξίως έπαινήται κατά τό αύτεξούσιον τού θεού μή παραβάς τό βούλημα. καί τά μέν περί τούς άγγέλους καί άνθρώπους τούτον έχει τόν τρόπον· ή δέ του λόγου δύναμις έχουσα παρ' έαυτή τό προγνωστικόν *** τό μέλλον άποβαίνειν ού καθ' ειμαρμένην τή δέ τών αίρουμένων αύτεξουσίψ γνώμη, τών μελλόντων προύλεγε τάς άποβάσεις καί τής μέν πονηριάς κωλυτής έγίνετο δι' άπαγορεύσεων, τών δέ μενόντων άγαθών έγκωμιαστής. καί έπειδή τινι φρονιμωτέρψ παρά τούς λοιπούς όντι διά τό πρωτόγονον συνεξηκολούθησαν καί θεόν άνέδειξαν οί άνθρωποι καί <άγγελοι> τόν έπανιστάμενον τφ νόμψ του θεού, τότε ή τού λόγου δύναμις τόν τε άρξαντα τής άπονοίας καί τούς συνακολουθήσαντας τούτψ τής σύν αύτφ διαίτης παρητήσατο. καί ό μέν κατ' εικόνα τού θεού γεγονώς χωρισθέντος άπ' αύτού τού πνεύματος τού δυνατωτέρου θνητός γίνεται· διά δέ τήν παράβασιν καί τήν άγνοιαν ό πρωτόγονος δαίμων άποδείκνυται καί τούτον οι μιμησάμενοι, τούτου δέ τά φαντάσματα δαιμόνων στρατόπεδον άποβεβήκασι καί διά τό αύτεξούσιον τή σφών άβελτερία παρεδόθησαν. Ύπόθεσις δέ αύτοίς τής άποστασίας οι άνθρωποι γίνονται, διάγραμμα γάρ αύτοις άστροθεσίας άναδείξαντες ώσπερ οί τοις κύβοις παίζοντες, τήν ειμαρμένην είσηγήσαντο λίαν άδικον, ό τε γάρ κρίνων καί ό κρινόμενος καθ' ειμαρμένην είσιν γεγονότες, καί οι φονεύοντες καί οί φονευόμενοι καί οί 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας πλουτούντες και οι πενόμενοι τής αύτής ειμαρμένης ύπάρχουσιν άπογεννήματα, πασά τε γένεσις ώσπερ έν θεάτρψ τερπωλήν παρέσχε τούτοις, παρ' οις, ώς φησιν Όμηρος, άσβεστος δ' άρ' ένώρτο γέλως μακάρεσσι θεοίσιν. οί γάρ τους μονομαχούντας βλέποντες καί θάτερος θατέρψ σπουδάζων *** καί ό γαμών καί παιδοφθορών καί μοιχεύων γελών τε καί όργιζόμενος φεύγων τε καί τιτρωσκόμενος πώς ούχί θνητός είναι νομισθήσεται; δι' ών γάρ εαυ­ τούς όποιοι τινες πεφύκασι τοις άνθρώποις πεφανερώκασι, διά τούτων τούς άκούοντας έπί τά όμοια προύτρέψαντο. καί μήτι γε οί δαίμονες αύτοί μετά τού ήγουμένου [αύτών] Διός ύπό τήν ειμαρμένην πεπτώκασι τοις αύτοίς πάθεσιν οισπερ καί οί άνθρωποι κρατηθέντες. καί άλλως δέ πώς τιμητέον τούτους παρ' οις δογμάτων έναντιότης έστί πολλή; Έέα μέν γάρ, ήν οί άπό τών Φρυγιών ορών Κυβέλην φασίν, άποτμήσεις αιδοίων νενομοθέτηκεν διά τόν έρώμενον ταύτης Άττιν· Αφροδίτη δέ γάμου πλοκαίς ήδεται. μάγος έστιν ή Άρτεμις, θεραπεύει ό Απόλλων, καί μετά τήν Γοργούς καρατομίαν τής Ποσειδώνος έρωμένης, άφ' ής Πήγασος ό ίππος καί ό Χρυσάωρ άνέθορε, τάς σταγόνας τών αιμάτων ή Αθηνά καί ό Ασκληπιός διενείμαντο· καί ό μέν άπ' αύτών έσωζεν, ή δέ άπό τών όμοιων λύθρων άνθρωποκτόνος [ή πολεμοποιός] έγίνετο. ταύτην μοι δοκούσιν Αθηναίοι μή βουληθέντες διαβάλλειν καί τόν άπό τής Ηφαίστου μίξεως γινόμενον τή Γή προσάπτειν, ϊνα μή νομίζηται καθάπερ ή Αταλάντη διά τόν Μελέαγρον, ούτω καί ή Αθηνά διά τόν Ήφαιστον τής άνδρείας έστερήσθαι. ό γάρ άμφιγυήεις, ώς είκός, ό πόρπας καίγναμπτάς έλικας δημιουρ­ γών τοις κοροκοσμίοις ήπάτησε τήν άμήτορα παίδα καί ορφανήν. Ποσειδών ναυτίλλεται, πολέμοις Άρης ήδεται, κιθαριστής έστιν ό Απόλλων, Θηβαίοις Διόνυσος τυραννεί, Κρόνος τυραννοκτονεί. Ζεύς καί θυγατρί συγγίνεται, καί ή θυγάτηρ άπ' αύτού κυεί. μαρτυρήσει μοι νύν Έλευσίς καί δράκων ό μυστικός καίΌρφεύς ό θύρας δ' έπίθεσθε βεβήλοις λέγων. Αίδωνεύς άρπάζει τήν 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός 'ΈΛΛηνας Κόρην, και αί πράξεις αύτού γεγόνασι μυστήρια· κλαίει Δημήτηρ τήν θυγατέρα, καί τινες άπατώνται διά τούς Αθηναίους, έν τφ τεμένει τού Λητοΐδου καλείται τις όμφαλός· ό δ' όμφαλός τάφος έστίν Διονύσου, έπαινώ σε νύν, ώ Δάφνη· τήν άκρασίαν τού ΑπόλΛωνος νικήσασα ήλεγξας αύτού τήν μαντικήν, ότι μή προγνούς τά περί σέ τής αύτού τέχνης ούκ ώνατο. λεγέτω μοι νύν ό έκατη βόλος πώς Υάκινθον διεχρήσατο Ζέφυρος. Ζέφυρος αύτόν νενίκηκεν· καί τού τραγωδοποιού λέγοντος αύρα θεών όχημα τιμιώτατον, ύπό βραχείας αύρας νικηθείς άπώλεσε τόν έρώμενον. Τοιουτοί τινές είσιν οί δαίμονες ούτοι οΐ τήν ει­ μαρμένην ώρισαν. στοίχε ίωσις δέ αύτοίς ή ζώωσις ήν. τά γάρ έπί τής γής ερπετά καί τά έν τοίς ύδασι νηκτά καί τά επί τοις όρεσι τετράποδα, μεθ' ών έποιούντο τήν δίαιταν έκβλητοι τής έν ούρανφ διαίτης γεγενημένοι, ταύτα τής έπουρανίου τιμής ήξίωσαν, ϊνα τε νομισθώσιν αύτοί διατρίβειν έν ούρανφ καί τήν άλογον έπί γής πολιτείαν εύλογον διά τής άστροθεσίας άποδείξωσιν. ώστε ό θυμικός καί ό έπίμοχθος καί ό έγκρατευόμενος καί ό άκρατής καί ό πτωχεύων καί ό πλουτών έστι τών νομοθετησάντων τήν γένεσιν. ή γάρ τού ζωδιακού κύκλου γραφή θεών έστι ποίημα, καί τό έπικρατήσαν, ώς φασιν, ενός αύτών φώς τούς πλείονας παραβραβεύει, καί ό νικώμενος νύν είσαυθις έπικρατείν ε’ίωθεν· εύαρεστούσι δέ αύτοίς οί επτά πλανήται *** ώσπερ οί έν τοίς πεσσοϊς άθύροντες. ή με ις δέ καί ειμαρμένης έσμέν άνώτεροι καί άντί πλανητών δαιμόνων ένα τόν άπλανή δεσπότην μεμαθήκαμεν καί ού καθ' ειμαρμένην άγόμενοιτούς ταύτης νομοθέτας παρητήμεθα. λέγε μοι πρός τού θεού· Τριπτόλεμος έσπειρε τούς πυρούς, καί μετά τό πέν­ θος εύεργετεί τούς Αθηναίους ή Δημήτηρ· διά τί δέ τής θυγατρός μή άπολωλυίας τών άνθρώπων εύεργέτις ούκ έγένετο; κύων ό τής Ήριγόνης έν ούρανφ δείκνυται καί σκόρπιός ό τής Άρτέμιδος βοηθός καί Χείρων ό Κένταυρος ή <τε> ήμίτομος Αργώ καί ή ΚαλΛιστους άρκτος· είτα πώς πριν τούτους 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας περί τάς προειρημένας τάξεις γενέσθαι άκόσμητος ήν ό ουρανός; τίνι δέ ού γεΛοίον είναι δόξει τό κατά μέν τινας διά τήν Σι­ κελίαν άστροθετούμενον Δελτωτόν, κατ' ένίους δέ <ώς> τής του Διός προσωνυμίας πρωτότυπον στοιχείον; διά τίγάρ ούχί καί ή Σαρδώ καί ή Κύπρος έν ούρανφ τετίμηνται; τίνος δέ ένεκεν ούχί καί τών τού Διός άδελφών, οΐ διενείμαντο τάς βασιλείας, *** γραμμάτων σχηματουργία κατηστερίσθησαν; πώς τε ό πεδηθείς Κρόνος καί τής βασιλείας έκβλητος γενόμενος τής ειμαρμένης οικονόμος καθίσταται; πώς τε βασιλείας ό μηκέτι βασιλεύων δίδωσιν; καταβάλετε τοιγαρούν τόν λήρον καί μή διά τό μισείν ήμάς άδίκως παρανομήσητε. Μεταμόρφωσις άνθρώποις μεμυθολόγηται· μεταμορφούνται δέ παρ' ύμίν καί οί θεοί, δένδρον ή 'Ρέα γίνεται, δράκων δέ ό Ζεύς διά τήν Φερσέφασσαν, αϊγειροί <τε> αί τού Φαέθοντος άδελφαί καί ή Λητώ ξώον εύτελές, δι' ήν Όρτυγία Δήλος ή νύν κέκληται. θεός, είπέ μοι, κύκνος γίνεται καί τήν άετού μορφήν άναλαμβάνει καί δι' οίνοχοίαν τού Γανυμήδους τήν παιδεραστίαν σεμνύνεται; τί μοι σέβειν θεούς δωρολήπτας καί όργιξομένους άν μή λάβωσιν; έχέτωσαν ούτοι τήν ειμαρ­ μένην· τούς πλανήτας προσκυνείν ού βούλομαι, τίς έστιν ό Βερενίκης πλόκαμος; πού δέ οί άστέρες αύτής πριν τήν προειρημένην άποθανείν; πώς δέ ό τεθνεώς Αντίνοος μειράκιον ώραίον έν τή σελήνη καθίδρυται; τίς ό άναβιβάσας αύτόν, εί μήτι καί τούτον ώς τούς βασιλέας μισθού δι' έπιορκίας τις τού θεού καταγελών εις τόν ούρανόν άνεληλυθέναι φήσας πεπίστευται κψτα τόν όμοιον θεολογήσας τιμής καί δωρεάς ήξίωται; τί μου τόν θεόν σεσυλήκατε; τί δέ αύτού τήν ποίησιν άτιμάξετε; θύεις πρόβατον, τό δ' αύτό καί προσκυνείς· ταύρος έστιν έν ούρανφ, καί τήν εικόνα σφάττεις αύτού. ξώον πονηρόν ό Έν γόνασιν έκθλίβει· καί<ό> τόν άνθρωποποιόν Προμηθέα καταφαγών άετός τετίμηται. καλός ό κύκνος, ότι μοι­ χός ήν καλοί δέ καί έτεροήμεροι Διόσκοροι τών Λευκιππίδων οί άρπασταί. κρείττων ή Ελένη τόν μέν κάρη ξανθόν Μενέ­ λαον καταλιπούσα, τώ 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δέ μιτρηφόρψ καί πολύχρυσα) Πάριδι κατακολουθούσα. δίκαιος καί σώφρων ό τήν έκπορνεύσασαν εις Ήλύσια πεδία μετατεθεικώς. άλλ' ούδέ ή Τυνδαρίς άπηθανάτισται, καί σοφώς ό Ευριπίδης υπό Όρέστου τής προειρη­ μένης γυναικός τήν άναίρεσιν παρεισήγαγε. Πώς ούν γένεσιν τήν καθ' ειμαρμένην άποδέξομαι τοιούτους αυτής τούς οικονόμους θεωρών; βασιλεύειν ού θέλω, πλουτείν ού βούλομαι, τήν στρατηγίαν παρήτημαι, πορνείαν μεμίσηκα, ναυτίλλεσθαι διά τήν άπληστίαν ούκ έπιτηδεύω, στε­ φάνους έχειν ούκ άγωνίζομαι, δοξομανίας άπήλλαγμαι, θανά­ του καταφρονώ, νόσου παντοδαπής άνώτερος γίνομαι, λύπη μου τήν ψυχήν ούκ άναλίσκει. δούλος έάν ώ, τήν δουλείαν ύπομένω· κάν έλεύθερος ύπάρχω, τήν εύγένειαν ού σεμνύνομαι, τόν ήλιον όρώ πάντων τόν αύτόν, ένα δέ κατά πάντων τόν θάνατον δι' ήδονής καί έλαττώματος. ό πλούσιος σπείρει, καί ό πένης τής αύτής σποράς μεταλαμβάνει· τελευτώσιν οί πλουσιώτατοι καί οί μεταιτούντες τήν αύτήν έχουσι τού βίου περι­ γραφήν. πλειόνων χρήζουσιν οί πλουτούντες καί δι' άξιοπιστίας μετά τής δόξης γίνονται πένης δέ καί ό μετριώτατος τών καθ' έαυτόν έφιέμενος εύμαρέστερον περιγίνεται. τί μοι καθ' ειμαρμένην άγρυπνεις διά φιλαργυρίαν; τί δέ μοι καθ' ειμαρμένην πολλάκις όρεγόμενος πολλάκις άποθνήσκεις; άπόθνησκε τφ κόσμψ παραιτούμενος τήν έν αύτφ μανίαν· ζήθι τφ θεφ διά τής αύτού καταλήψεως τήν παλαιάν γένεσιν πα­ ραιτούμενος. ούκ έγενόμεθα προς τό άποθνήσκειν, άποθνήσκομεν δέ δι' έαυτούς. άπώλεσεν ή μάς τό αύτεξούσιον· δούλοι γεγόναμεν οί έλεύθεροι, διά τήν άμαρτίαν έπράθημεν. ούδέν φαύλον ύπό τού θεού πεποίηται, τήν πονηριάν ήμείς άνεδείξαμεν· οί δέ άναδείξαντες δυνατοί πάλιν παραιτήσασθαι. Δύο πνευμάτων διαφοράς ίσμεν ήμείς, ών τό μέν καλείται ψυχή, τό δέ μειζον μέν τής ψυχής, θεού δέ είκών καί όμοίωσις· έκάτερα δέ παρά τοις άνθρώποις τοις πρώτοις ύπήρχεν, ίνα τό μέν τι ώσιν ύλικοί, τό δέ άνώτεροι τής ύλης, έχει δέ ούτω. πάσαν έστιν ίδεϊν τού κόσμου τήν κατασκευήν σύμπασάν τε τήν ποίησιν γεγονυΐαν έξ ύλης καί τήν ύλην δέ αύ- 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τήν ύπό τού θεού προβεβλημένην, ϊνα τό μέν τι αυτής άπορον καί άσχημάτιστον νοήται προ του διάκρισιν λαβείν, τό δέ κεκοσμημένον καί εύτακτον μετά τήν έν αύτή διαίρεσιν. έστιν ούν [έν αύτή] ό ούρανός έξ ΰΛης καί τά άστρα τά έν αύτφ· καί ή γή δέ καί πάν τό απ' αυτής ζωογονούμενον τήν όμοίαν έχει σύστασιν ώς είναι κοινήν πάντων γένεσιν. τούτων δέ ούτως ύπαρχόντων διαφοραι τινες τών έξ ύλης είσίν ώς είναι τό μέν τι κάΛΛιον, τό δέ καί αύτό μέν καλόν, πλήν ύπό τίνος κρείττονος έΛαττούμενον. ώσπερ γάρ ή μέν τού σώματος σύστασις μιάς έστιν οικονομίας, περί δέ αύτώ έστι τού γεγενήσθαι τό αίτιον, καί τούτων ούτως όντων διαφοραί τινές είσι δόξης έν αυτώ, καί τό μέν τι οφθαλμός έστιν, τό δέ ούς, τό δέ τρι­ χών διακόσμησις καί έντοσθίων οικονομία μυελών τε καί όστέων καί νεύρων σύμπηξις, θάτερον δέ θατέρου ον διάφορον κατ' οικονομίαν συμφωνίας έστιν άρμονία· παραπλησίως καί ό κόσ­ μος κατά τήν τού πεποιηκότος αύτόν δύναμιν τά μέν τινα φαιδρότερα, τά δέ [τινα] τούτοις άνόμοια κεκτημένος θελήματι τού δημιουργήσαντος πνεύματος μετείληφεν υλικού, τά δέ καθ' έκαστα δυνατόν κατανοήσαι τώ μή κενοδόξως άποσκορακίζοντι τάς θειοτάτας ερμηνείας, αι κατά χρόνον διά γραφής έξεληλεγμέναι πάνυ θεοφιλείς τούς προσέχοντας αύταις πεποιήκασιν. όμως δ' ούν καί οί δαίμονες, ούς ύμείς ούτω φατέ, σύμπηξιν έξ ύλης λαβόντες κτησάμενοί τε πνεύμα τό απ' αύτής άσωτοι καίλίχνοι γεγόνασιν, οί μέν τινες αύτών έπί τό καθαρώτερον τραπέντες, οί δέ τής ύλης έπιλεξάμενοι τό έλαττον καί κατά τό όμοιον αύτή πολιτευόμενοι, τούτους δέ, άνδρες Έλληνες, προσκυνείτε γεγονότας μέν έξ ύλης, μακράν δέ τής εύταξίας εύρεθέντας. οί γάρ προειρημένοι τή σφών άβελτερίμ προς τό κενοδοξείν τραπέντες καί άφηνιάσαντες λησταί θεότητος γενέσθαι προύθυμήθησαν· ό δέ τών όλων δεσπότης έντρυφάν αύτούς είασε μέχρις άν ό κόσμος πέρας λαβών άναλυθή, καί ό δικαστής παραγένηται, καί πάντες οί άνθρωποι διά τής τών δαιμόνων έπαναστάσεως άφιέμενοι τής τού τελείου θεού γνώ- 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σεως τελειοτέραν διά τών άγώνων έν ήμέρμ κρίσεως τήν μαρ­ τυρίαν λάβωσιν. έστιν ούν πνεύμα έν φωστήρσιν, πνεύμα έν άγγέλοις, πνεύμα έν φυτοίς καί ύδασι, πνεύμα έν άνθρώποις, πνεύμα έν ζώοις· έν δέ ύπάρχον καί ταύτόν διαφοράς έν αύτφ κέκτηται. ταύτα δέ ήμών Λεγόντων ούκ άπό γλώττης ούδέ άπό τών είκότων <ούδέ άπ’> έννοιών συντάξεώς τε σοφιστικής, θειοτέρας δέ τίνος έκφωνήσεως Λόγοις καταχρωμένων [ούς] οί βουλόμενοι μανθάνειν σπεύσατε· καί οί τόν Σκύθην Ανάχαρσιν μή άποσκορακίζοντες καί νύν μή άναξιοπαθήσητε παρά τοίς βαρβαρική νομοθεσίμ παρακοΛουθούσι παιδεύεσθαι. χρήσασθε τοίς δόγμασιν ήμών κάν ώς τή κατά Βαβυλωνίους προγνωστική· κατακούσατε λεγόντων ήμών κάν ώς δρυός μαντευομένης. καί τά μέν προειρημένα παραφορών δαιμόνων έστίν άντισοφιστεύματα, τά δέ τής ήμετέρας παιδείας έστίν άνωτέρω τής κοσμικής καταλήψεως. Ούκ έστιν άθάνατος, άνδρες Έλληνες, ή ψυχή καθ' έαυτήν, θνητή δέ· άλλά δυνατός ή αύτή καί μή άποθνήσκειν. θνήσκει μέν γάρ καί λύεται μετά τού σώματος μή γινώσκουσα τήν άλήθειαν, άνίσταται δέ εις ύστερον έπί συντελείμ τού κόσμου σύν τώ σώματι θάνατον διά τιμωρίας έν άθανασίμ λαμβάνουσα· πάλιν τε ού θνήσκει, κάν προς καιρόν λυθή, τήν έπίγνωσιν τού θεού πεποιημένη. καθ' έαυτήν γάρ σκότος έστίν, καί ούδέν έν αύτή φωτεινόν, καί τούτο έστιν άρα τό είρημένον· ή σκοτία τό φώς ού καταλαμβάνει, ψυχή γάρ ούκ αύτή τό πνεύμα έσωσεν, έσώθη δέ ύπ' αύτού· καί τό φώς τήν σκοτίαν κατέλαβεν ή λόγος μέν έστι τό τού θεού φώς, σκότος δέ ή άνεπιστήμων ψυχή, διά τούτο μόνη μέν διαιτωμένη προς τήν ύλην νεύει κάτω συναποθνήσκουσα τή σαρκί, συζυγίαν δέ κεκτημένη τήν τού θείου πνεύματος ούκ έστιν άβοήθητος, άνέρχεται δέ προς άπερ αύτήν οδηγεί χωρία τό πνεύμα· τού μέν γάρ έστιν άνω τό οίκητήριον, τής δέ κάτωθέν έστιν ή γένεσις. γέγονεν μέν ούν συνδίαιτον άρχήθεν τή ψυχή τό πνεύμα­ τά δέ πνεύμα ταύτην έπεσθαι μή βουλομένην αύτφ καταλέλοιπεν. ή δέ ώσπερ έναυσμα τής δυνάμεως αύτού κεκτημένη 5· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας και διά τόν χωρισμόν τά τελεία καθοράν μή δυναμένη, ζητούσα τόν θεόν κατά πλάνην πολλούς θεούς άνετύπωσε τοίς άντισοφιστεύουσι δαίμοσι κατακολουθούσα, πνεύμα δέ τού θεού παρά πάσιν μέν ούκ έστι, παρά δέ τισι τοίς δικαίως πολιτευομένοις καταγινόμενον καί συμπεριπλεκόμενον τή ψυχή διά προαγορεύσεων ταίς λοιπαίς ψυχαίς τό κεκρυμμένον άνήγγειλε· καί αί μέν πειθόμεναι <τή> σοφία σφίσιν αύταίς έφείλκον τό πνεύμα συγγενές, αί δέ μή πειθόμεναι και τόν διάκονον τού πεπονθότος θεού παραιτούμεναι θεομάχοι μάλλον ήπερ θεοσε­ βείς άνεφαίνοντο. Τοιούτοί τινές έστε καί ύμείς, ώ Έλληνες, ρήμασι μέν στωμύλοι, γνώμην δέ έχοντες άλλόκοτον, καί τήν πολυκοιρανίην μάλλον ήπερ τήν μοναρχίαν έξησκήσατε καθάπερ ίσχυροίς νομίζοντες <τοίς> δαίμοσι κατακολουθείν. ώσπερ γάρ ό ληστεύων άπάνθρωπος ών διά τόλμης τών όμοιων έπικρατείν ε’ίωθεν, ούτω καί οί δαίμονες εις πολλήν κακίαν έζοκείλαντες τάς μεμονωμένας παρ' ύμίν ψυχάς δι' άγνοιών καί φαντασιών έξηπατήκασιν. οι θνήσκουσι μέν ού -μδίως, σαρκός γάρ άμοιρούσι· ζώντες δέ θανάτου πράττουσιν έπιτηδεύματα τοσαυτάκις καί αύτοί θνησκοντες οσάκις άν τούς έπομένους αύτοίς τάς άμαρτίας έκπαιδεύσωσιν, ώσθ' όπερ έστίν αύτοίς περιττόν έν τώ νύν, μή ομοίως τοίς άνθρώποις άποθνήσκειν, τούθ' όπόταν μέλλωσι κολάζεσθαι πικρόν αύτοίς *** ού μεθέξουσιν άιδίου ζωής άντί θανάτου έν άθανάτψ μεταλαμβάνοντες. ώσπερ δέ ήμεις, οίς τό θνήσκειν -μδιον άποβαίνει νύν, είσαύθις ή μετά άπολαύσεως τό άθάνατον ή τό λυπηρόν μετά αθανα­ σίας προσλαμβάνομεν, ούτω καί οί δαίμονες τή νύν ζωή προς τό πλημμελειν καταχρώμενοι διά παντός καί διά τού ζήν άποθνήσκοντες είσαύθις έξουσιν τήν αύτήν άθανασίαν όμοίαν τής παρ' ον έζων χρόνον κατά μέν τήν σύστασιν όμοίαν άνθρώποις τοις κατά γνώμην διαπραξαμένοις άπερ αύτοίς παρ' ον έζων χρόνον νενομοθετήκασι. καί μήτιγε τοις <μέν> έπομένοις αύτοίς έλάττονα τής άμαρτίας έξανθούσι τά είδη διά τό μή πολυχρονίως βιούν, τοίς δέ προειρημένοις δαίμοσιν 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τό πλημμελείν μεΐζον άποβέβηκεν διά τό άπειρον τής βιότητος. Καίχρή λοιπόν ήμάς δπερ έχοντες άπολωλέκαμεν τούτο νυν άναζητεΐν ζευγνύναι τε τήν ψυχήν τφ πνεύματι τφ άγίψ καί τήν κατά θεόν συζυγίαν πραγματεύεσθαι. ψυχή μέν ούν ή τών άνθρώπων πολυμερής έστι καί ού μονομερής, σύν­ θετή γάρ έστιν ώς είναι φανεράν αύτήν διά σώματος· ούτε γάρ άν αύτή φανείη ποτέ χωρίς σώματος ούτε άνίσταταιή σάρξ χωρίς ψυχής, έστι γάρ άνθρωπος ούχ, ώσπερ οί κορακόφωνοι δογματίζουσι, ζώον λογικόν νού καί έπιστήμης δεκτικόν· δειχθήσεται γάρ κατ' αύτούς καί τά άλογα νού καί έπιστήμης δεκ­ τικά· μόνος δέ ό άνθρωπος είκών καί όμοίωσις τού θεού, λέγω δέ άνθρωπον ούχί τόν όμοια τοίς ζώοις πράττοντα, άλλά τόν πόρρω μέν τής άνθρωπότητος προς αύτόν δέ τόν θεόν κεχωρηκότα. καί περί μέν τούτου έν τφ Περί ζώων άκριβέστερον ήμίν συντέτακται, τό δέ νύν συνέχον -ητέον ποταπή τίς έστιν ή κατά θεόν είκών καί όμοίωσις. τό μέν άσύγκριτον ούδέν έστιν έτερον ή αύτό τό όν, τό δέ συγκρινόμενον ούτι έτερον ή τό παρόμοιον, άσαρκος μέν ούν ό τέλειος θεός, άν­ θρωπος δέ σάρξ· δεσμός δέ τής σαρκός ψυχή, σχετική δέ τής ψυχής ή σάρξ. τό δέ τοιούτον τής συστάσεως είδος εί μέν ώς ναός ε’ίη, κατοικείν έν αύτφ θεός βούλεται διά τού πρεσβεύοντος πνεύματος· τοιούτου δέ μή όντος τού σκηνώματος προύχει τών θηρίων ό άνθρωπος κατά τήν έναρθρον φωνήν μόνον, τά δέ λοιπά τής αύτής έκείνοις διαίτης έστίν, ούκ ών όμοίωσις τού θεού, δαίμονες δέ πάντες σαρκίον μέν ού κέκτηνται, πνευμα­ τική δέ έστιν αύτοίς ή σύμπηξις ώς πυρός καί άέρος. μόνοις γούν τοίς πνεύματι θεού φρουρουμένοις εύσύνοπτα καί τά τών δαιμόνων έστι σώματα, τοίς λοιποίς δέ ούδαμώς, λέγω δέ τοίς ψυχικοις. τό γάρ έλαττον κατάληψιν ούκ ισχύει ποιείσθαι τού κρείττονος. διά τούτο γούν ή τών δαιμόνων ύπόστασις ούκ έχει μετάνοιας τόπον, τής γάρ ύλης καί πονηριάς είσίν άπαυγάσματα, ύλη δέ τής ψυχής κατεξουσιάζειν ήθέλησεν· καί κατά τό αύτεξούσιον οί μέν θανάτου νόμους τοίς άνθρώποις πα- 5< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ραδεδώκασιν· οί δέ άνθρωποι μετά τήν τής άθανασίας άποβολήν θανάτψ τφ διά πίστεως τόν θάνατον νενικήκασιν, καί διά μετάνοιας κλήσις αύτοις δεδώρηται κατά τόν είπόντα λόγον· επειδή βραχύ τι παρ' άγγέλους ήλαττώθησαν. δυνατόν δέ παντί τφ νενικημένψ παλιν νικάν, τού θανάτου τήν σύστασιν παραιτούμενον· τίς δέ έστιν αύτη, εύσύνοπτον έσται τοίς βουλομένοις άνθρώποις τό άθάνατον. Δαίμονες δέ οί τοίς άνθρώποις έπιτάττοντες ούκ είσιν αί τών άνθρώπων ψυχαί. πώς γάρ άν γένοιντο δραστικαί καί μετά τό άποθανείν χωρίς εί μή ζών μέν ό άνθρωπος άνόητος καί άδύνατος γένοιτο, νεκρός δέ γενόμενος λοιπόν δραστικωτέρας πιστεύοιτο μεταλαμβάνειν δυνάμεως; άλλ' ούτε τούθ' ούτως έστίν, ώς έν άλλοις άπεδείξαμεν, καί χαλεπόν οϊεσθαι τήν άθάνατον ύπό τών τού σώματος μερών έμποδιζομένην φρονιμωτέραν, έπειδάν άπ' αύτού μεταναστή, γίνεσθαι. δαί­ μονες γάρ τή σφών κακοηθείμ τοίς άνθρώποις έμβακχεύοντες, ποικίλαις καί έψευσμέναις δραματουργίαις τάς γνώμας αύτών παρατρέπουσι κάτω νενευκυίας, όπως μεταρσιούσθαι προς τήν έν ούρανοίς πορείαν έξαδυνατώσιν. άλλ' ούτε ήμάς τά έν κόσμψ λέληθε, καί ύμίν εύκατάληπτον έσται τό θείον τής άπαθανατιζούσης τάς ψυχάς *** ύμίν προσελθούσης. Βλέπονται δέ καί ύπό τών ψυχικών οί δαίμονες, έσθ' δτε τοίς άνθρώποις έαυτούς έκείνων δεικνύντων, ίνα τε νομισθώσιν είναι τινες ή καί τι βλάψωσι καθάπερ πολεμίους, φίλοι κακοί τήν γνώμην ύπάρχοντες, ή τής εις αύτούς θρησκείας τοίς όμοίοις αύτοις τάς άφορμάς παράσχωσιν. είγάρ δυνατόν αύτοις, πάν­ τως άν καί τόν ούρανδν συνάμα τή λοιπή ποιήσει καθείλκυσαν· νύν δέ τούτο μέν πράττουσιν ούδαμώς· άδυνατούσι γάρ· ύλη δέ τή κάτω προς τήν όμοίαν αύτοις ύλην πολεμούσιν. τούτους δέ νικάν άν τις θελήση, τήν ύλην παραιτησάσθω· θώρακιγάρ πνεύματος έπουρανίου καθωπλισμένος πάν τό ύπ' αύτού περιεχόμενον σώσαι δυνατός έσται. είσίν μέν ούν καί νόσοι καί στάσεις τής έν ήμΐν ύλης· δαίμονες δέ αύτοί τούτων τάς αιτίας, έπειδάν συμβαίνωσιν, έαυτοίς προσγράφουσιν, έπιόντες 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας όπόταν καταλαμβάνη κάματος, έστι δέ ότε και αύτοίχειμώνι τής σφών άβελτερίας κραδαίνουσιν τήν έξιν του σώματος· οΐ λογω θεού δυνάμεως πληττόμενοι δεδιότες άπίασιν, καί ό κάμνων θεραπεύεται. Περί γάρ τών κατά τόν Δημόκριτον ξυμπαθειών τε καί άντιπαθειών τί καί λέγειν έχομεν ή τούθ1 ότι κατά τόν κοινόν λόγον Άβδηρολόγος έστίν ό άπό τών Αβδήρων άνθρω­ πος; ώσπερ δέ ό τή πόλει τής προσηγορίας αίτιος φίλος ών, ώς φασιν, Ήρακλέους ύπό τών Διομήδους ίππων κατεβρώθη, τρόπψ τφ αύτφ καί ό τόν μάγον Όστάνην καυχώ μένος έν ήμέρμ συντέλειας πυρός αιωνίου βορή παραδοθήσεται. καίύμείς δέ, τού γέλωτος ήν μή άποπαύσησθε, τών αύτών ώνπερ καί οί γόητες τιμωριών άπολαύσετε. διόπερ, ώ Έλληνες, κεκραγότος ώσπερ άπό τού μετεώρου κατακούσατέ μου μηδ' έπιτωθάζοντες τήν ύμετέραν άλογιστίαν έπί τόν κήρυκα τής άληθείας με­ τάγετε. πάθος ούκ έστι δι' άντιπαθείας άπολλύμενον, ούδέ ό μεμηνώς· σκυτίδων έξαρτήμασι θεραπεύεται, δαιμόνων είσίν επιφοιτήσεις· καί ό νοσών καί ό λέγων έράν καί ό μισών καί ό βουλόμενος άμύνεσθαι τούτους λαμβάνουσιν βοηθούς, τρό­ πος δέ αύτοις τής μηχανής ούτος. ώσπερ γάρ οί τών γραμ­ μάτων χαρακτήρες στίχοι τε οί άπ' αύτών ού καθ' έαυτούς είσι δυνατοί σημαίνειν τό συνταττόμενον, σημεία δέ τών εννοιών σφίσιν <αύτοίς> άνθρωποι δεδημιουργήκασι, παρά τήν ποιάν αύτών σύνθεσιν γινώσκοντες όπως καί ή τάξις τών γραμμάτων έχειν νενομοθέτηται, παραπλησίως καί τών ·ιζών αί ποικιλίαι νεύρων τε καί όστέων παραλήψεις ούκ αύταί καθ' έαυτάς δραστικαί τινές είσι, στοιχείωσις δέ έστι τής τών δαιμόνων μοχθηρίας, οΐ προς άπερ έκάστας αύτών ίσχύειν ώρίκασιν, έπειδάν παρειλημμένην ύπό τών άνθρώπων θεάσωνται τήν δι' αύτών ύπηρεσίαν, ύπολαμβάνοντες σφίσιν αύτοις δουλεύειν τούς άνθρώπους άπεργάζονται. πώς δ' άν άγαθόν μοιχέίαις ύπηρετείν; πώς δέ καί σπουδαίον προς τό μισείν τινας παριόντας βοηθεΐν; ή πώς ύλη καλόν προσάπτειν τήν εις τούς μεμηνότας βοήθειαν καί μή τφ θεφ; τέχνη γάρ τής θεοσεβείας 5< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τούς άνθρώπους παρατρέπουσι, πόαις αύτούς και -ίζαις πείθεσθαι παρασκευάζοντες· ό δέ θεός, εϊπερ αύτά προς τό ποιειν άπερ οι άνθρωποι βούλονται κατεσκευάκει, πονηρών άν ήν πραγμάτων δημιουργός, έπεί αύτός μέν πάν τό ευ πως έχον έδημιούργησεν, ή δέ τών δαιμόνων άσωτία τοϊς έν τφ κόσμψ προς τό κακοποιείν έχρήσατο, καί τούτων έστί τής κακίας τό είδος καί ούχ'ι τού θεού τού τελείου, πώς γάρ <άν> ζών μέν ήκιστα μοχθηρός εϊην, νεκρού δέ όντος μου λείψανον τό έν έμοί μη­ δέν έμού πράττοντος [τό] μήτε κινούμενον άλλά μηδέ αίσθανόμενον αισθητόν τι άπεργάσεται; πώς δέ ό τεθνεώς οίκτίστφ θανάτψ δυνήσεται προς τιμωρίαν τίνος έξυπηρετήσαι; τούτο γάρ εί ούτως εϊη, πολλφ μάλλον άφ' έαυτού τόν οίκείον εχθρόν άμυνείται· δυνάμενος γάρ καί άλλοις βοηθείν έκδικος πολλφ μάλλον έαυτού καταστήσεται. Φαρμακεία δέ καί πάν τό έν αύτή είδος τής αύτής έστιν έπιτεχνήσεως. είγάρ τις ύπό τής ύλης θεραπεύεται πιστεύων αύτή, θεραπευθήσεται μάλλον αύτός δυνάμει θεού προσανέχων. ώσπερ γάρ τά δηλητήρια συνθέσεις είσίν ύλικαί, τόν αύτόν τρόπον καί τά ίώμενα τής αύτής ύποστάσεώς έστιν. εί δέ τήν φαυλοτέραν ύλην παραιτούμεθα, πολλάκις καί διά τής έφ' έτε­ ρον τών κακών τίνος έπιπλοκής ίάσασθαί τινες έπιτηδεύουσι καί τοϊς κακοίς κάν προς τό άγαθόν καταχρήσονται. καθάπερ δέ ό τφ ληστεύοντι συνδειπνήσας, κάν μή ληστής αύτός ή, άλλ' όμως διά τό συνεστιαθήναι τιμωρίας μεταλαμβάνει, τρόπψ τφ αύτφ καί ό μή κακός τφ δέ φαύλα) άναμιγείς προς τό νομιζόμενον καλόν συγχρησάμενος διά τήν εις αύτόν κοινωνίαν ύπό τού κρίνοντος τούτον θεού κολασθήσεται. διά τί γάρ ό πιστεύων ύλης οίκονομίμ πιστεύειν ού βούλεται τφ θεφ; τίνος δέ χάριν ού τφ δυνατωτέρψ προσέρχη δεσπότη, θεραπεύεις δέ μάλλον αύτόν ώσπερ ό μέν κύων διά πόας, ό δέ έλαφος δι' έχίδνης, ό δέ σύς διά τών έν ποταμοίς καρκίνων, ό δέ λέων διά τών πιθήκων; τί δέ μοι θεοποιείς τά έν κόσμψ; τί δέ θεραπεύων τόν πλησίον εύεργέτης άποκαλή; λόγου δυνάμει κατακολούθησον· ού θεραπεύουσιν οί δαίμονες, τέχνη δέ τούς 5' Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς 'Έλληνας άνθρώπους αίχμαλωτεύουσι· και ό θαυμασιώτατος Ιουστίνος όρθώς έξεφώνησεν έοικέναι τούς προειρημένους λησταίς. ώσπερ γάρ έκείνοις έθος έστί ζωγρείν τινας, είπα τούς αύτούς μισθού τοις οίκείοις άποκαθιστάν, ουτω καί οί νομιζόμενοι θεοί τοις τινων έπιφοιτώντες μέΛεσιν, έπειτα δι' ονείρων τήν εις αύτούς πραγματευόμενοι δόξαν δημοσίμ τε τούς τοιούτους προϊέναι κελεύσαντες πάντων όρώντων, έπειδάν τών εγκωμίων άπολαύσωσιν, άποπτάμενοι τών καμνόντων, ήν έπραγματεύσαντο νόσον περιγράφοντες, τούς άνθρώπους εις τό άρχαϊον άποκαθιστώσιν. Υμείς δέ τούτων ούκ έχοντες τήν κατάληψιν παρ' ήμών τών είδότων έκπαιδεύεσθε, *** Λέγοντες θανάτου καταφρονεϊν καί τήν αύτάρκειαν άσκείν. οί γάρ παρ' ύμίν φιλόσοφοι τοσούτον άποδέουσι τής άσκήσεως ώστε παρά τού 'Ρωμαίων βασιλέως έτησίους χρυσούς έξακοσίους λαμβάνειν τινάς εις ούδέν χρήσιμον <ή> όπως μηδέ τό γένειον δωρεάν καθειμένον αύτών έχωσιν. Κρίσκης γούν ό έννεοττεύσας τή μεγάλη πόλει παι­ δεραστία μέν πάντας ύπερήνεγκεν, φιλαργυρίμ δέ πάνυ προσεχής ήν. θανάτου δέ ό καταφρονών ούτως αύτός έδεδίει τόν θάνατον ώς καί Ιουστίνον καθάπερ καί έμέ ώς κακφ τφ θανάτψ περιβαλείν πραγματεύσασθαι, διότι κηρύττων τήν άλήθειαν λίχνους καί άπατεώνας τούς φιλοσόφους συνήλεγχεν. τίνας δ' άν καί έδει διώξαι τόν φιλόσοφον εί μή μόνους ύμάς; όθεν εί φάτε μή δείν δεδιέναι τόν θάνατον, κοινωνούντες ήμών τοις δόγμασι μή διά τήν άνθρωπίνην δοξομανίαν, ώς Ανάξαρχος, άποθνήσκετε, χάριν δέ τής τού θεού γνώσεως τού θανάτου καταφρονηταί γίνεσθε. κόσμου μέν γάρ ή κατασκευή καλή, τό δέ έν αύτφ πολίτευμα φαύλον· καί καθάπερ έν πανηγύρει θεατροκοπουμένους ένεστιν ίδείν τούς ούκ είδότας τόν θεόν, τίγάρ έστι μαντική; τί δέ ύπ' αύτής πεπλάνησθε; τών έν κόσμφ πλεονεξιών έστί σοι διάκονος, πολεμείν θέλεις καί τών φόνων λαμβάνεις σύμβουλον τόν Απόλλω· κόρην άρπάσαι θέλεις καί τό δαιμόνιόν σοι συναγωνίσασθαι προαιρή· νοσείς διά Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σεαυτόν καί, ώσπες Αγαμέμνων δέκα συμφράδμονας, είναι θέλεις μετά σεαυτού θεούς, πιούσά τις ύδωρ μαίνεται καί διά λιβάνων έκφρων γίνεται, καί σύ τήν τοιαύτην μαντεύεσθαι λέγεις, προγνώστης ύπήρχεν ό Απόλλων καί τών μαντευομένων διδάσκαλος· έπίτής Δάφνης εαυτόν έψεύσατο. δρύς, είπέ μοι, μαντεύεται καί πάλιν όρνιθες προαγορεύουσι, σύ δέ τών ζώων καί φυτών έλάττων ύπάρχεις; καλόν άρα σοι γενέσθαι ύυλω μαντικφ καί τών άεροφοίτων τήν πτήσιν λαμβάνειν. ό ποιών σε φιλάργυρον, ούτος καί περί τού πλουτείν σοι μαν­ τεύεται· στάσεις καί μάχας ό έγείρων καί περί τής έν πολέμψ νίκης προαγορεύει. τών παθών άν ύπάρχης άνώτερος, τών έν τφ κόσμψ πάντων καταφρονήσεις, τοιούτους ήμάς όντας μή άποστυγήσητε, άλλά παραιτησάμενοι τούς δαίμονας θεφ τφ μονά) κατακολουθήσατε, πάντα ύπ' αύτού καί χωρίς αύτού γέγονεν ούδέ έν. εί δέ έστιν έν τοίς φυομένοις δηλητήριον, τούτο διά τό ένάμαρτον ήμών έπισυμβέβηκεν. έχω δεικνύειν τήν τούτων οικονομίαν· ύμεΐς κατακούσατε, καί ό πιστεύων έπιγνώσεται. Κάν θεραπεύησθε φαρμάκοις (κατά συγγνώμην έπιτρέπω σοι), τήν μαρτυρίαν προσάπτειν σε δει τφ θεφ. κόσμος γάρ ήμάς έτι καθέλκει, καί δι' άτονίαν τήν ύλην έπιζητώ. πτέρωσις γάρ ή τής ψυχής πνεύμα τό τέλειον, όπερ άπορρίψασα διά τήν άμαρτίαν έπτηξεν ώσπερ νεοσσός καί χαμαιπετής έγένετο, μεταβάσα δέ τής ούρανίου συνουσίας τών έλαττόνων μετουσίαν έπεπόθησεν. μετφκίσθησαν <γάρ> οί δαί­ μονες, έξωρίσθησαν δέ οί πρωτόπλαστοι· καί οί μέν άπ' ούρανού κατεβλήθησαν, οί δέ άπό γής μέν άλλ' ούκ έκ ταύτης, κρείττονος δέ τής ένταυθοί διακοσμήσεως. καί χρή λοιπόν ήμάς έπιποθήσαντας τό άρχαΐον παραιτήσασθαι πάν τό έμποδών γινόμενον, ούκ έστιγάρ άπειρος ό ούρανός, ώ άνθρωπε, πεπερασμένος δέ καί έν τέρματι· τά δέ ύπέρ τούτον αιώνες οί κρείττονες ού μεταβολήν ώρών έχοντες, δι' ών ποικίλαι νόσοι καθίστανται, πάσης δέ εύκρασίας μετειληφότες ή μέραν έχουσι διαμένουσαν καί φέγγος τοίς έντεύθεν άνθρώποις άπρόσιτον. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας οί μέν ούν τάς γεωγραφίας έκπονέσαντες, μέχρις ήν δυνατόν άνθρώπψ, τών χωρίων· τήν άναγραφήν έποιήσαντο, τά δ' επέ­ κεινα Λέγειν ούκ έχοντες διά τό άδύνατον τής θεωρίας άμπώτεις ήτιάσαντο καί θαλασσών τήν μέν πρασώδη, τήν δέ πηλώδη, τόπων δέ τών μέν τό έκπυρον, τών δέ τό ψυχρόν καί [δια]πεπηγός. ήμείς δέ τά ύφ' ήμών άγνοούμενα διά προφητών μεμαθήκαμεν, οϊτινες άμα τή ψυχή πεπεισμένοι ότι πνεύμα τό ούράνιον έπένδυμα τής θνητότητας τήν άθανασίαν κεκτήσεται τά όσα μή έγίνωσκον αί Λοιπαί ψυχαί, προύλεγον. δυνα­ τόν δέ παντίγυμνητεύοντι κτήσασθαι τό έπικόσμημα καί προς τήν συγγένειαν τήν άρχαίαν άναδραμείν. Ού γάρ μωραίνομεν, άνδρες Έλληνες, ούδέ Λήρους άπαγγέλλομεν, θεόν έν άνθρώπου μορφή γεγονέναι καταγγέλΛοντες. οί λοιδορούντες ήμάς συγκρίνατε τούς μύθους ύμών τοις ήμετέροις διηγήμασιν. Δηίφοβος, ώς φασιν, ήν ή Άθηνά διά τόν Έκτορα, καί χάριν Αδμήτου Φοίβος ό άκερσεκόμης τάς είλίποδας βούς έποίμαινε, καί πρεσβύτις άφικνείται προς τήν Σεμέλην ή τού Διός γαμετή. τοιαύτα δέ μελετώντες πώς ήμάς διαγελάτε; τέθνηκεν ύμών ό Ασκληπιός, καί ό τάς πεντήκοντα παρθένους μιμ νυκτί Θεσπιάσι διακορεύσας πυράς έαυτόν παραδούς βορμ οϊχεται. Προμηθεύς τώ Καυκάσψ προσαρτηθείς τιμωρίαν χάριν τής εις άνθρώπους εύεργεσίας ύπήνεγκε. φθο­ νερός ό Ζεύς καθ' ύμάς καί κρύπτει *** τόν όνειρον τούς άνθρώπους βουλόμενος άπόλλυσθαι. διόπερ άποβλέψαντες προς τά οικεία *** άπομνημονεύματα κάν ώς ομοίως μυθολογούντας ήμάς άποδέξασθε. καί ήμείς μέν ούκ άφραίνομεν, φλήναφα δέ τά ύμέτερα. γένεσιν άν λέγητε θεών, καί θνητούς αύτούς άποφανείσθε. διά τί γάρ ού κυεί νύν ή Ήρα; πότερον γεγήρακεν ή τού μηνύσοντος ύμίν άπορεί; πείσθητέ μοι νύν, ώ άνδρες Έλληνες, μηδέ τούς μύθους μηδέ τούς θεούς ύμών άλληγορήσητε- κάν γάρ τούτο πράττε ιν έπιχειρήσητε, θεότης ή καθ' ύμάς άνήρηται καί ύφ' ήμών καί ύφ' ύμών. ή γάρ τοιούτοι παρ' ύμίν όντες οί δαίμονες όποιοι καί Λέγονται, φαύλοι τόν τρόπον είσίν, ή μεταγόμενοι προς τό φυσικώτερον ούκ είσιν οίοι καί λέγονται. 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σέβειν δέ τών στοιχείων τήν ύπόστασιν ούτ' άν πεισθείην ούτ' άν πείσαιμι τόν πΛησίον. καί Μητρόδωρος δέ ό Λαμψακηνός έν τώ Περί Όμηρου Λίαν εύήθως διείΛεκται, πάντα εις άΛΛηγορίαν μετάγων. ούτε γάρ "Ηραν ούτε Άθηνάν ούτε Δία τούτ' είναι φησιν οπερ οί τούς περιβόλους αύτοίς καί τεμένη καθιδρύσαντες νομίζουσιν, φύσεως δέ ύποστάσεις καί στοιχείων διακοσμήσεις, καί τόν Έκτορα δέ καί τόν ΑχιΛΛέα δηλαδή καί τόν Αγαμέμνονα καί πάντας άπαξαπλώς ΈΛΛηνάς τε καί βαρβάρους σύν τή Ελένη καί τφ Πάριδι τής αύτής φύσεως ύπάρχοντας χάριν οικονομίας έρεϊτε παρεισήχθαι ούδενός όντος τών προειρημένων άνθρώπων. ταύτα δέ ήμείς προετείναμεν ώσπερ έπί ύποθέσεως· τήν γάρ ήμετέραν περί τού θεού κατάληψιν ούδέ συγκρίνειν όσιον τοίς εις ύλην καί βόρβορον κυλινδουμένοις. Οία γάρ έστιν ύμών καί τά διδάγματα; τις ούκ άν χλευάσειε τάς δημοτεΛείς ύμών πανηγύρεις, αι προφάσει πονηρών έπιτελούμεναι δαιμόνων εις άδοξίαν τούς άνθρώπους περιτρέπουσιν; ειδόν τινα ποΛΛάκις, καί ίδών έθαύμασα καί μετά τό θαυμάσαι κατεφρόνησα πώς έσωθεν μέν έστιν άλλος, έξωθεν δέ οπερ ούκ έστι ψεύδεται, <τόν> άβρυνόμενον σφόδρα και παντοίως διακλώμενον καί τούτο μέν τοίς όφθαλμοίς μαρμαρύσσοντα, τούτο δέ καί τώ χειρε Λυγιζόμενον καί διά πηλίνης όψεως δαιμονώντα καί ποτέ μέν ώς Αφροδίτην, ποτέ δέ ώς Απόλλωνα γινόμενον, ένα κατήγορον πάντων τών θεών, δεισι­ δαιμονίας επιτομήν, διάβολον ήρωϊκών πράξεων, φόνων ύποκριτήν, μοιχείας ύπομνηματιστήν, θησαυρόν μανίας, κίναιδων παιδευτήν, καταδικαζομένων άφορμήν καί τόν τοιούτον ύπό πάντων έπαινούμενον. έγώ δέ αύτόν παρητησάμην πάντα ψευδόμενον καί τήν άθεότητα καί τά έπιτηδεύματα καί τόν άν­ θρωπον. ύμείς δέ ύπό τούτων συλαγωγείσθε καί τούς μή κοινωνούντας ύμών ταις πραγματείαις Λοιδορείτε, κεχηνέναι πολλών δόντων ού θέλω καί τώ νεύοντι καί κινουμένψ παρά φύσιν ού βούλομαι συνδιατίθεσθαι. τί θαυμαστόν ού παρ' ύμίν έξηυρημένον διαπράττεται; -ιναυλούσι μέν γάρ καί λαλούσι τά 6. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας αισχρά, κινούνται δέ κινήσεις άς ούκ έχρήν, καί τούς όπως δει μοιχεύειν έπί τής σκηνής σοφιστεύοντας αί θυγατέρες ύμών καί οί παίδες θεωρουσι. καλά παρ' ύμίν τά άκροατήρια κηρύττοντα πάνθ' άπερ έν νυκτί μοχθηρώς πραγματεύεται καί τέρποντα τούς άκροατάς αισχρών Λόγων έκφωνήμασιν. καΛοίδέ είσιν ύμών καί οί ποιηταί, ψευδοΛόγοι καί διά σχημάτων έξαπατώντες τούς άκροωμένους. Ειδον άνθρώπους ύπό τής σωμασκίας βεβαρημένους καί φορτίον τών έν αύτοίς κρεών περιφέροντας, οις έπαθΛα καί στέφανοι πρόκεινται προκαΛουμένων αύτούς τών άγωνοθετών ούκ επ' άνδραγαθίμ, ύβρεως δέ καί στάσεως φιΛονεικίμ, καί τόν μάΛΛον πΛήκτην στεφανούμενον. καί ταύτα μέν έστι τών κακών τά έΛάττονα· τά δέ μείζονα τίς ούκ άν έξειπείν όκνήσειεν; άργίαν τινές έπανηρημένοι διά τήν άσωτίαν έαυτούς εις τό φονευθήναι πιπράσκουσιν· καί πωΛεί μέν έαυτόν ό πει­ νών, ό δέ πΛουτών ώνείται τούς φονεύσοντας. καί τούτοις οί μαρτυρούντες καθίζονται, μονομαχούσί τε οί πυκτεύοντες περί ούδενός, καί ό βοηθήσων ού κάτεισιν. άρά γε τά τοιαύτα ύφ' ύμών καλώς έπιτεΛείται; τό μέν γάρ στρατόπεδον τών μιαιφονούντων ό προύχων έν ύμίν συναγείρειΛηστοτροφείν έπαγγεΛΛόμενος, οί δέ Ληστεύοντες απ' αυτού προίασιν, καί πάντες έπί τήν θέαν σύνιτε κριταί γινόμενοι τούτο μέν πονηριάς άγωνοθέτου, τούτο δέ καί αύτών τών μονομαχούντων. ό δέ τφ φόνφ μή περιτυχών Λυπείται, διότι μή κατεκρίθη πονηρών καί μιαρών έργων θεατής γενέσθαι. θύετε ζώα διά τήν κρεωφαγίαν καί άνθρώπους ώνείσθε τή ψυχή [διά] τήν άνθρωποσφαγίαν παρεχόμενοι, τρέφοντες αύτήν αίματεκχυσίαις άθεωτάταις. ό μέν ούν Ληστεύων φονεύει χάριν τού Λαβείν, ό δέ πΛουτών μονομάχους ώνείται χάριν τού φονεύσαι. Τί μοι συμβάΛΛεται προς ώφέΛειαν ό κατά τόν Εύριπίδην μαινόμενος καί τήν ΆΛκμαίωνος μητροκτονίαν άπαγγέΛΛων, φ μηδέ τό οίκείον πρόσεστι σχήμα, κέχηνεν δέ μέγα καί ξίφος περιφέρει καί κεκραγώς πίμπραται καί φορεί στοΛήν άπάνθρωπον; έρρέτω καί τά Ήγησίου μυθολογήματα καί Μέ- 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας νανδρος τής εκείνου γλώττης ό στιχοποιός. τί μοι καί τεθηπέναι τόν Πυθικόν αυλητήν; τί δέ μοι καί κατά Αριστόξενον τόν Θηβαίον Άντιγενίδην πολυπραγμονείν; παραχωρούμεν ύμίν τά μή ώφέλιμα· καί ύμείς ή πείσθητε τοίς δόγμασιν ύμών ή κατά τό όμοιον τών ύμετέρων ήμίν εκχωρήσατε. Τί μέγα καί θαυμαστόν οί παρ' ύμίν εργάζονται φιλόσοφοι; θατέρου γάρ τών ώμων έξαμελούσι κόμην <τε> έπιειμένοι πολλήν πωγωνοτροφούσιν όνυχας θηρίων περιφέροντες καίλέγοντες μέν δείσθαι μηδενός, κατά δέ τόν Πρωτέα σκυτοδέψου μέν χρήζοντες διά τήν πήραν, ύφάντου δέ διά τό ίμάτιον καί διά τό ξύλον δρυοτόμου, διά δέ τήν γαστριμαργίαν τών πλουτούντων καί όψοποιού. ό ζήλων άνθρωπε τόν κύνα, τόν θεόν ούκ οίδας καί έπί τήν άλογων μίμησιν μεταβέβηκας· ό δέ κεκραγώς δημοσίμ μετ' άξιοπιστίας έκδικος γίνη σαυτού, κάν μή λάβης, λοιδορείς, καί γίνεται σοι τέχνη τού πορίζειν τό φιλοσοφείν. τοίς Πλάτωνος έπη δόγμασι, καί ό κατ' Επίκουρον σοφιστεύων διαπρύσιος άνθίσταταί σοι· πάλιν τε είναι θέλεις κατά τόν Άριστοτέλην, καί τις κατά τόν Δημόκριτον λοιδορείταί σοι. Πυθαγόρας Εύφορβος γεγονέναι φησί καί τού Φερεκύδους δόγματος κληρονόμος έστίν· ό δέ Αριστοτέλης τής ψυχής διαβάλλει τήν άθανασίαν. στασιώδεις δέ έχοντες τών δογμάτων τάς διαδοχάς άσύμφωνοι προς τούς συμφώνους έαυτοίς διαμάχεσθε. σώμά τις είναι λέγει τόν τέλειον θεόν, έγώ δέ άσώματον· άλυτον είναι τόν κόσμον, έγώ δέ λυόμενον· έκπύρωσιν άποβαίνειν κατά καιρούς, έγώ δέ είσάπαξ· κριτάς είναι Μίνω καίΈαδάμανθυν, έγώ δέ αύτόν τόν θεόν· άπαθανατίζεσθαι μόνην τήν ψυχήν, έγώ δέ καί τό σύν αύτή σαρκίον. Τί βλάπτομεν ύμάς, ώ άνδρες Έλληνες; τί δέ τούς λόγψ θεού κατακολουθούντας καθάπερ μιαρωτάτους μεμισήκατε; παρ' ήμίν ούκ έστιν άνθρωποφαγία· ψευδομάρτυρες οί πεπαιδευμένοι γεγόνατε· παρ' ύμίν δέ Πέλοψ δείπνον τών θεών γίνεται κάν Ποσειδώνος έρώμένος, καί Κρόνος τούς υιούς άναλίσκει, καί ό Ζεύς τήν Μήτιν καταπίνει. Παύσασθε λόγους άλλοτρίους θριαμβεύοντες καί 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ώσπερ ό κολοιός ούκ ίδίοις έπικοσμούμενοι πτεροις. έκάστη πόλις έάν άφέληται τήν ιδίαν αυτής άφ' ύμών λέξιν, έξαδυνατήσουσιν ύμίν τά σοφίσματα, ζητούντες τίς ό θεός, τίνα τά έν ύμίν, άγνοείτε· κεχη νότες δέ εις τόν ούρανόν κατά βαρά­ θρων πίπτετε, λαβυρίνθοις έοίκασιν ύμών τών βιβλίων αί άναθέσεις, οί δέ άναγινώσκοντες τώ πίθψ τών Δαναΐδων, τί μοι μερίζετε τόν χρόνον, λέγοντες τό μέν τι είναι παρωχηκός αύτού, τό δέ ένεστός, τό δέ μέλλον; πώς γάρ δύναται παρελθείν ό μέλλων, εί έστιν ό ένεστώς; ώσπερ δέ οί έμπλέοντες τής νεώς φερομένης ο’ίονται διά τήν άμαθίαν ότι τά όρη τρέχουσιν, ούτω καί ύμείς ού γινώσκετε παρατρέχοντας μέν ύμάς, έστώτα δέ τόν αιώνα, μέχρις άν αύτόν ό ποιήσας είναι θελήση. διά τίγάρ έγκαλούμαι λέγων τά έμά, τά δέ μου πάντα καταλύειν σπεύδετε; μή γάρ ούχ ύμείς κατά τόν όμοιον τρόπον ήμίν γεγένησθε, τής αύτής τού κόσμου διοικήσεως μετειληφότες; τί φάσκετε σοφίαν είναι παρ' ύμίν μόνοις, ούκ έχοντες άλλον ήλιον ούδέ άστέρων έπιφοιτήσεις καί γένεσιν διαφορωτέραν θάνατόν τε παρά τούς άλλους άνθρώπους έξαίρετον; άρχή τής φλυαρίας ύμίν γεγόνασιν οί γραμματικοί, καί οί μερίζοντες τήν σοφίαν τής κατά άλήθειαν σοφίας άπετμήθητε, τά δέ ονόματα τών μερών άνθρώποις προσενείματε· καί τόν μέν θεόν άγνοείτε, πολεμούντες δέ έαυτοίς άλλήλους καθαιρείτε. καί διά τούτο πάντες ούδέν έστε, σφετερίζοντες μέν τούς λόγους, διαλεγόμενοι δέ καθάπερ τυφλός κωφώ. τί κατέχετε σκεύη τεκτονικά τεκταίνειν μή γινώσκοντες; τί λόγους έπαναιρείσθε τών έργων μακράν άφεστώτες; φυσώμενοι μέν διά δόξης, έν δέ ταΐς συμφοραΐς ταπεινούμενοι παρά λόγον καταχράσθε τοίς σχήμασι· δημοσίμ μέν γάρ πομπεύετε, τούς δέ λόγους έπί τάς γωνίας άποκρύπτετε. τοιούτους ύμάς έπιγνόντες καταλελοίπαμεν καί τών ύμετέρων ούκέτι ψαύομεν, θεού δέ λόγω κατακολουθούμεν. τίγάρ, άνθρωπε, τών γραμμάτων έξαρτύεις τόν πόλεμον; τί δέ ώς έν πυγμή συγκρούεις τάς έκφωνήσεις αύτών διά τόν Αθηναίων ψελλισμόν, δέον σε λαλείν φυσικώτερον; εί 6 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας γάρ Αττικίζεις ούκ ών Αθηναίος, Λέγε μοι τού μή Δωρίζειν τήν αιτίαν· πώς τό μέν είναι σοι δοκεί βαρβαρικώτερον, τό δέ προς τήν όμιΛίαν ίΛαρώτερον; Εί δέ σύ τής έκείνων άντέχη παιδείας, τί μοι δόξας αίρουμένψ δογμάτων ών θέλω διαμάχη; πώς γάρ ούκ άτοπον τόν μέν Ληστήν διά τό έπικατηγορούμενον όνομα μή κοΛάζειν πρίν ή τάΛηθές επ' άκριβεία καταμανθάνειν, ήμάς δέ προΛήμματι Λοιδορίας άνεξετάστως μεμισηκέναι; Διαγόρας Αθηναίος ήν, άΛΛά τούτον έξορχησάμενον τά παρ' Αθηναίοις μυστήρια τετιμωρήκατε καί τοίς Φρυγίοις αύτού Λόγοις έντυγχάνοντες ήμάς μεμισήκατε. Λέοντας κεκτημένοι τά ύπομνήματα προς τούς άφ' ήμών ελέγχους δυσχεραίνετε· καί τάς περί τών κατ' Αίγυπτον θεών δόξας Απίωνος έχοντες παρ' έαυτοίς ώς άθεωτάτους ήμάς έκκηρύσσετε. τάφος τού ΌΛυμπίου Διάς καθ' ύμάς δείκνυταικάν ψεύδεσθαί τις τούς Κρήτας Λέγη. τών πολλών θεών ή όμήγυρις ούδέν έστιν· κάν ό καταφρονών αυτών Επίκουρος δμδουχή, τούς άρχοντας ούδέν πλέον <σέβω> τού θεού· κατάΛηψιν ήν έχω περί τών όλων, ταύτην ούκ άποκρύπτομαι. τί μοι συμβουλεύεις ψεύσασθαι τήν πολιτείαν; τί δέ λέγων θα­ νάτου καταφρονείν, διά τέχνης φεύγειν αύτόν καταγγέλλεις; έγώ μέν ούκ έχω καρδίαν έλάφου· τά δέ τών ύμετέρων λόγων έπιτηδεύματα κατά τόν άμετροεπή Θερσίτην γίνεται, πώς πεισθήσομαι τώ λέγοντι μύδρον τόν ήλιον καί τήν σελήνην γήν; τά γάρ τοιαύτα λόγων έστίν άμιλλα καί ούκ άληθείας διακόσμησις. ή πώς ούκ ήλίθιον πιθέσθαι τοίς Ήροδώρου βιβλίοις περί τού καθ' Ήρακλέα λόγου, γήν άνω κηρύττουσιν κατεληλυθέναι τε απ' αύτής λέοντα τόν ύφ' Ήρακλέους φονευθέντα; τί δ' άν ώφελήσειε λέξις Αττική καί φιλοσόφων σωρεία καί συλλογισμών πιθανότητες καί μέτρα γής καί άστρων θέσεις καί ήλιου δρόμοι; τό γάρ περί τοιαύτην άσχολεΐσθαι ζήτησιν νομοθετούντός έστιν έργον έαυτώ τά δόγματα. Διά τούτο καί τής παρ' ύμίν κατέγνων νομοθεσίας, μίαν μέν γάρ έχρήν είναι καί κοινήν άπάντων τήν πολιτείαν· νυνί δέ όσα γένη πόλεων, τοσαύται καί τών νόμων θέσεις ώς είναι 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τά παρ' ένίοις αισχρά παρά τισι σπουδαία, νομίζουσιν γούν Έλληνες φευκτόν είναι τό συγγενέσθαι μητρί, κάλλιστον δέ τό τοιοϋτόν έστιν έπιτήδευμα παρά τοΐς Περσών μάγοις· καί παι­ δεραστία μέν ύπό βαρβάρων διώκεται, προνομίας δέ ύπό'Ρω­ μαίων ήξίωται, παίδων άγέλας ώσπερ ίππων φορβάδων συναγείρειν αυτών πειρωμένων. Ταύτ' ούν ίδών, έτι δέ καί μυστηρίων μεταλαβών καί τάς παρά πάσι θρησκείας δοκιμάσας διά θηλυδριών καί άνδρογύνων συνισταμένας, εύρών δέ παρά μέν 'Ρωμαίοις τόν κατ' αύτούς Λατιάριον Δία λύθροις άνθρώπων καί τοίς άπό τών άνδροκτασιών αίμασι τερπόμενον, Άρτεμιν δέ ού μακράν τής μεγάλης πόλεως τών αυτών πράξεων έπανηρημένην τό είδος άλλον τε άλλαχή δαίμονα κακοπραγίας έπαναστάσεις πραγματευόμενον, κατ' έμαυτόν γενόμενος έζήτουν ότφ τρόπψ τάληθές έξευρεΐν δύνωμαι. περινοούντι δέ μοι τά σπουδαία συνέβη γραφαίς τισιν έντυχείν βαρβαρικαίς, πρεσβυτέραις μέν ώς προς τά Ελλήνων δόγματα, θειοτέραις δέ ώς προς τήν έκείνων πλά­ νην· καί μοι πεισθήναι ταύταις συνέβη διά τε τών λέξεων τό άτυφον καί τών είπόντων τό άνεπιτήδευτον καί τής τού παντός ποιήσεως τό εύκατάληπτον καί τών μελλόντων τό προγνωστικόν καί τών παραγγελμάτων τό έξαίσιον καί τών όλων τό μοναρ­ χικόν. θεοδιδάκτου δέ μου γενομένης τής ψυχής συνήκα ότι τά μέν καταδίκης έχει τρόπον, τά δέ ότι λύει τήν έν κόσμω δουλείαν καί άρχόντων μέν πολλών καί μυρίων ήμάς άποσπμ τυράννων, δίδωσι δέ ή μιν ούχ όπερ μή έλάβομεν, άλλ' όπερ λαβόντες ύπό τής πλάνης έχειν έκωλύθημεν. Τούτων ούν τήν κατάληψιν πεποιημένος βού­ λομαι καθάπερ τά νήπια τών βρεφών *** άποδύσασθαι. τήν γάρ τής πονηριάς σύστάσιν έοικυίαν τή τών βραχύτάτων σπερ­ μάτων ϊσμεν άτε διά μικράς άφορμής τούτου κρατυνθέντος, πάλιν δ' αύ λυθησομένου, ήμών πειθομένων λογά) θεού καί μή σκορπιζόντων έαυτούς. διά τίνος γάρ άποκρύφου θησαυρού τών ήμετέρων έπεκράτησεν, ον όρύττοντες κονιορτού μέν ήμεϊς ένεπλήσθημεν, τούτψ δέ τού συνεστάναι τήν άφορμήν παρέσχομεν. τό γάρ αύτού πάς ό άποδεχόμενος κτήμα τού πολυ- 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τιμοτέρου πλούτου τήν εξουσίαν έχειρώσατο. ταύτα μέν ούν προς τούς ήμών οικείους είρήσθω· προς δέ ύμάς τούς Έλλη­ νας τί άν έτερον ή τό μή τοίς κρείττοσιν λοιδορείσθαι μηδ', εί βάρβαροι λέγοιντο, ταύτην λαμβάνειν τής χλεύης τήν άφορμήν; τού γάρ πάντας άλλήλων έπακούειν τής διαλέκτου μή δύνασθαι τήν αιτίαν εύρείν, ήν έθέλητε, δυνήσεσθε· <τοίς> έξετάζειν γάρ βουλομένοις τά ήμέτερα -μδίαν καί άφθονον ποιήσομαι τήν διήγησιν. Νύν δέ προσήκειν μοι νομίζω παραστήσαι πρεσβυ­ τέραν τήν ήμετέραν φιλοσοφίαν τών παρ' Έλλησιν έπιτηδευμάτων· όροι δέ ήμίν κείσονται Μωυσής καί Όμηρος, τώ γάρ έκάτερον αύτών είναι παλαίτατον καί τόν μέν ποιητών καί ιστορικών είναι πρεσβύτατον, τόν δέ πάσης βαρβάρου σοφίας άρχηγόν, καίύφ' ήμών νύν εις σύγκρισιν παραλαμβανέσθωσαν· εύρήσομεν γάρ ού μόνον τής Ελλήνων παιδείας τά παρ' ήμίν, έτι δέ καί τής τών γραμμάτων εύρέσεως άνώτερα. μάρτυρας δέ ού τούς οίκοι παραλήψομαι, βοηθοις δέ μάλλον Έλλησι καταχρήσομαι. τό μέν γάρ άγνωμον, ότι μηδέ ύφ' ήμών παρα­ δεκτόν, τό δ' άν άποδεικνύηται θαυμαστόν, ότ' άν ύμίν διά τών ύμετέρων όπλων άντερείδων άνυπόπτους παρ' ύμών τούς έλέγχους λαμβάνω, περί γάρ τής Όμήρου ποιήσεως γέ­ νους τε αύτού καί χρόνου καθ' ον ήκμασεν προηρεύνησαν πρεσβύτατοι μέν Θεαγένης τε ό Έηγινος κατά Καμβύσην γεγονώς καί Στησίμβροτος ό Θάσιος καί Αντίμαχος ό Κολοφώνιος Ηρόδοτός τε ό Άλικαρνασσεύς καί Διονύσιος ό Όλύνθιος, μετά δέ έκείνους Έφορος ό Κυμαίος καί Φιλόχορος ό Αθηναίος Μεγακλείδης τε καίΧαμαιλέων οί Περιπατητικοί· έπειτα γραμμα­ τικοί Ζηνόδοτος Αριστοφάνης Καλλίστρατος Κράτης Ερατο­ σθένης Αρίσταρχος Απολλόδωρος, τούτων δέ οί μέν περίΚράτητα προ τής Ήρακλειδών καθόδου φασίν αύτόν ήκμακέναι, μετά τά Τρωικά ένδοτέρω τών όγδοήκοντα έτών· οί δέ περί Ερα­ τοσθένη μετά έκατοστόν έτος τής Ιλίου άλώσεως· οί δέ περί Αρίσταρχον κατά τήν Ιωνικήν άποικίαν, ή έστι μετά έκατόν 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τεσσαράκοντα έτη τών Ίλιακών· Φιλόχορος δέ μετά τήν Ιωνικήν άποικίαν, έπί άρχοντος Αθήνησιν Αρχίππου, τών Ίλιακών ύστερον έτεσιν έκατόν όγδοήκοντα· οί δέ περί Απολλόδωρον μετά τήν Ιωνικήν άποικίαν έτεσιν έκατόν, ό γένοιτ' άν ύστερον τών Ίλιακών έτεσι διακοσίοις τεσσαράκοντα, τινές δέ προ τών ’Ολυμπιάδων έφασαν αύτόν γεγονέναι, τούτ' έστι μετά τήν Ιλίου άλωσιν έτεσι τετρακοσίοις. έτεροι δέ κάτω τόν χρόνον ύπήγαγον, σύν Αρχιλόχψ γεγονέναι τόν Όμηρον είπόντες· ό δέ Αρχίλοχος ήκμασε περί Ολυμπιάδα τρίτην καί εικοστήν, κατά Γύγην τόν Λυδόν, ύστερον τών Ίλιακών έτεσι πεντακοσίοις. καί περί μέν τών χρόνων τού προειρημένου ποιητού, λέγω δέ Ομήρου, στάσεώς τε τών είπόντων τά περί αύτόν καί άσυμφωνίας τοίς επ' άκριβές έξετάζειν δυναμένοις αύτάρκως ήμίν ώς έπί κεφαλαίων είρήσθω. δυνατόν γάρ παντί ψευδείς άποφήνασθαι καί τάς περί τούς λόγους δόξας· παρ' οίς γάρ άσυνάρτητός έστιν ή τών χρόνων άναγραφή, παρά τούτοις ούδέ τά τής Ιστορίας άληθεύειν δυνατόν, τίγάρ τό αίτιον τής έν τώ γράφειν πλάνης, εί μή τό συντάττειν τά μή άληθή; Παρ' ήμίν δέ τής μέν κενοδοξίας ό ίμερος ούκ έστιν, δογμάτων δέ ποικιλίαις ού καταχρώμεθα. λόγου γάρ τού δημοσίου καί επιγείου κεχωρισμένοι καί πειθόμενοι θεού παραγγέλμασι καί νόμψ πατρός άφθαρσίας επόμενοι, πάν τό έν δόξη κείμενον άνθρωπίνη παραιτούμεθα, φιλοσοφούσί τε ού μόνον οί πλουτούντες, άλλά καί οί πένητες προίκα τής διδασκαλίας άπολαύουσιν· τά γάρ παρά θεού τής έν κόσμψ δωρεάς ύπερπαίει τήν άμοιβήν. τούς δέ άκροάσθαι βουλομένους πάντας ούτως προσιέμεθα κάν πρεσβύτιδες ώσικάν μειράκια, πάσά τε άπαξαπλώς ήλικία παρ' ήμίν τυγχάνει τιμής· τά δέ τής άσελγείας πόρρω κεχώρισται. καίήμείς μέν λέγοντες ού ψευδόμεθα· τά δέ τής ύμετέρας περί τήν άπιστίαν επιμονής καλόν μέν είλαμβάνοι περιγραφήν· εί δ' ούν, τά ήμέτερα <μέν> έστω θεού γνώμη βεβαιούμενα, γελάτε δέ ύμείς, ώς καί κλαύσοντες. πώς γάρ ούκ άτοπον Νέστορα μέν καθ' ύμάς τών ίππων τάς παρηορίας βραδέως άποτέμνοντα διά τό άτονον καί νωθές τής 7ι Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ήλικίας θαυμάζεσθαι πειρώμενον επ' ίσης τοϊς νέοις πολεμείν, τούς δέ παρ' ήμίν τω γήρα παλαίοντας και τά περί θεού πραγματευόμενους γελάσθαι; τίς δέ ούκ άν γελάσειεν Αμαζόνας μέν καί Σεμίραμιν καί τινας άλλας πολεμικάς φασκόντων ύμών γεγονέναι, τάς δέ παρ' ήμιν παρθένους λοιδορούντων; μειράKLOV ήν ό Αχιλλεύς καί γενναίος είναι πεπίστευται σφόδρα· καί ό Νεοπτόλεμος νεώτερος, άλλά ισχυρός ήν Φιλοκτήτης άσθενής, άλλ' έχρηζεν αύτού κατά Τροίας τό δαιμόνιον. ό Θερσίτης όποιος ήν; άλλ' έστρατήγει· τό δέ άμετροεπές εί μή προσήν αύτφ διά τήν άμαθίαν, ούκ άν ώς φοξός καί ψεδνός διεβάλλετο. πάντες οί βουλόμενοι φιλοσοφειν *** παρ' ήμιν οΐ ού τό όρώμενον δοκιμάζομεν ούδέ τούς προσιόντας ήμίν άπό σχήματος κρίνομεν· τό γάρ τής γνώμης έρρωμένον παρά πάσιν είναι δύνασθαι λελογίσμεθα κάν άσθενεις ώσι τοϊς σώμασι. τά δέ ύμέτερα φθόνου μεστά καί βλακείας πολλής. Διά τούτο προύθυμήθην άπό τών νομιζομένων παρ' ύμίν τιμίων παριστάν ότι τά μέν ήμέτερα σωφρονεί, τά δέ ύμέτερα [έθη] μανίας έχεται πολλής, οί γάρ έν γυναιξί καί μειρακίοις παρθένοις τε καί πρεσβύταις φλυαρείν ήμάς λέγοντες καί διά τό μή σύν ύμίν ε ίναι χλευάζοντες ακούσατε τών παρ' Έλλησι πραγμάτων τόν λήρον, ληραίνει γάρ μάλλον διά δόξης πολλής τών παρ' ύμίν εθών τά επιτηδεύματα καί διά τής γυναικωνίτιδος άσχημονεί. Πράξιλλαν μέν γάρ Λύσιππος έχαλκούργησεν μηδέν είπούσαν διά τών ποιημάτων χρήσιμον, Λεαρχίδα δέ Μενέστρατος, Σιλανίων δέ Σαπφώ τήν έταίραν, Ήρινναν τήν Λεσβίαν Ναυκύδης, Βοίσκος Μυρτίδα, Μυρώ τήν Βυζαντίαν Κηφισόδοτος, Γόμφος Πραξαγορίδα καί Αμφίστρατος Κλειτώ. τί γάρ μοι περί Ανύτης λέγειν Τελεσίλλης τε καί Νοσσίδος; τής μέν γάρ Εύθυκράτης τε καί Κηφισόδοτος, τής δέ Νικήρατος, τής δέ Αριστόδοτός είσιν οί δημιουργοί· Μνησαρχίδος τής Έφεσίας Εύθυκράτης, Κορίννης Σιλανίων, Θαλιαρχίδος τής Αργείας Εύθυκράτης. ταύτας δέ είπείν προύθυ­ μήθην, ίνα μηδέ παρ' ήμίν ξένον τι πράττεσθαι νομίζητε καί συγκρίναντες τά ύπ' όψιν έπιτηδεύματα μή χλευάζητε τάς πάρ' ήμίν φιλοσοφούσας. καί ή μέν Σαπφώ γύναιον πορνικόν έρω- 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τομανές, καί τήν έαυτής άσέλγειαν άδει· πάσαι δέ αί παρ' ήμίν σωφρονούσιν, καί περί τάς ήλακάτας αί παρθένοι τά κατά θεόν λαλούσιν έκφωνήματα σπουδαιότερον τής παρ' ύμίν παιδός. τούτου χάριν αίδέσθητε, μαθηταί μέν ύμείς τών γυναίων εύρισκόμενοι, τάς δέ σύν ήμιν πολιτευομένας σύν τή μετ' αύτών όμηγύρει χλευάζοντες. τί γάρ ύμιν ή Γλαυκίππη σεμνόν είσηγήσατο, παιδίον ήτις τεράστιον έγέννησεν καθώς δείκνυσιν αύτής ή είκών, Νικηράτου τού Εύκτήμονος Αθηναίου τό γένος χαλκεύσαντος; εί γάρ έκύησεν έλέφαντα, τί τό αίτιον τού δημο­ σίας άπολαύσαι τιμής τήν Γλαυκίππην; Φρύνην τήν έταίραν ύμίν Πραξιτέλης καί Ηρόδοτος πεποιήκασιν, καί Παντευχίδα συλλαμβάνουσαν έκ φθορέως Εύθυκράτης έχαλκούργησεν. Βησαντίδα τήν Παιάνων βασίλισσαν, ότι παιδίον μέλαν έκύησεν, Δεινομένης διά τής έαυτού τέχνης μνημονεύεσθαι παρεσκεύασεν. έγώ καί Πυθαγόρου κατέγνωκα τήν Εύρώπην έπί τού ταύρου καθιδρύσαντος καί ύμών, οιτινες τού Διός τόν κατήγορον διά τήν εκείνου τέχνην τετιμήκατε. γελώ καί τήν Μίκωνος επιστήμην μόσχον ποιήσαντος, έπί δέ αύτού Νίκην, ότι τήν Αγήνορος άρπάσας θυγατέρα μοιχείας καί άκρασίας βραβείον άπηνέγκατο. διά τί Γλυκέραν τήν έταίραν καί Αργείαν τήν ψάλτριαν ό Όλύνθιος Ηρόδοτος κατεσκεύασεν; Βρύαξις Πασιφάην έστησεν, ής τήν άσέλγειαν μνημονεύσαντες μονονουχί καί τάς γυ­ ναίκας τάς νύν τοιαύτας είναι προήρησθε. Μελανίππη τις ήν σοφή· διά τούτο ταύτην ό Λυσίστρατος έδημιούργησεν· ύμείς δέ είναι παρ' ήμίν σοφάς ού πεπιστεύκατε. Πάνυ γούν σεμνός καί ό τύραννος Φάλαρις, ός τούς έπιμαστιδίους θοινώμενος παίδας διά τής Πολυστράτου τού Αμπρακιώτου κατασκευής μέχρι νύν ώς τις άνήρ θαυμαστός δείκνυται· καί οί μέν Ακραγαντίνοι βλέπειν αύτού τό πρόσωπον τό προειρημέναν διά τήν άνθρωποφαγίαν έδεδίεσαν, οις δέ μέλον έστί παιδείας αύχούσιν ότι δι' είκόνος αύτόν θεωρούσε πώς γάρ ού χαλεπόν άδελφοκτονίαν παρ' ύμίν τετιμήσθαι, οι Πολυνείκους καί Έτεοκλέους όρώντες τά σχήματα [καί] μή σύν τώ ποιήσαντι Πυθαγόρμ καταβοθρώσαντες συναπόλλυτε τής κακίας 7. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τά υπομνήματα; τί μοι διά τόν Περικλύμενον γύναιον, όπερ έκύησε τριάκοντα παίδας, ώς θαυμαστόν ήγεϊσθε καί κατανοεϊν ποίημα; πολλής γάρ άκρασίας άπενεγκαμένην τά άκροθίνια βδελύττεσθαι καλόν ήν, τή κατά 'Ρωμαίους συ'ί παρεικαζομένην, ήτις καί αύτή διά τό όμοιον μυστικωτέρας, ώς φασιν, ήξίωται θεραπείας, έμοίχευσεν δέ Άρης τήν Άφροδίτην, καί τήν άπ' αύτών Αρμονίαν Άνδρων ύμίν κατεσκεύασεν. λήρους τε καί φλυαρίας Σώφρων διά συνταγμάτων παραδούς ενδοξό­ τερος χάριν τής χαλκευτικής [ή] μέχρι νυν έστιν· καί τόν ψευδολόγον Αίσωπον άείμνηστον ού μόνον τά μυθολογήματα, καί ή κατά τόν Αριστόδημον δέ πλαστική περισπούδαστος άπέδειξεν. είτα πώς ούκ αίδείσθε τοσαύτας μέν έχοντες ποιητρίας ούκ έπί τι χρήσιμον, πόρνας δέ άπειρους καί μοχθηρούς άνδρας, τών δέ παρ' ήμίν γυναικών διαβάλλοντες τήν σεμνότητα; τί μοι σπουδαίον μανθάνειν Εύάνθην έν Περιπάτψ τεκείν καί προς τήν Καλλιστράτου κεχηνέναι τέχνην; [καί προς] τά Καλλιάδου Νεαίρμ προσέχειν τούς οφθαλμούς; έταίρα γάρ ήν. Λάίς έπόρνευσεν, καί ό πόρνος αύτήν ύπόμνημα τής πορνείας έποίησεν. διά τί τήν Ηφαιστίωνος ούκ αίδείσθε πορνείαν καί εί πάνυ Φίλων αύτόν έντέχνως ποιεί; τίνος δέ χάριν διά Λεωχάρους Γανυμήδη τόν άνδρόγυνον ώς τι σπουδαίον έχοντες κτήμα τετιμήκατε καί ό ψελιούμενόν τι γύναιον Πραξιτέλης έδημιούργησεν; έχρήν δέ πάν τό τοιούτον είδος παραιτησαμένους τό κατά άλήθειαν σπουδαίον ζητείν καί μή Φιλαινίδος μηδέ ΈΛεφαντίδος τών άρρήτων έπινοιών άντιποιουμένους τήν ήμετέραν πολιτείαν βδελύττεσθαι. Ταύτα μέν ούν ού παρ' άλλου μαθών έξεθέμην, πολλήν δέ έπιφοιτήσας γήν καί τούτο μέν σοφιστεύσας τά ύμέτερα, τούτο δέ τέχναις καί έπινοίαις έγκυρήσας πολλαίς, έσχατον δέ τή 'Ρωμαίων ένδιατρίψας πόλει καί τάς άφ' ύμών ώς αύτούς άνακομισθείσας άνδριάντων ποικιλίας καταμαθών. ού γάρ, ώς έθος έστί τοίς πολλοίς, άλλοτρίαις δόξαις τάμαυτού κρατύνειν πειρώμαι, πάντων δέ ών <άν> αύτός ποιήσωμαι τήν κατάληψιν, τούτων καί τήν άναγραφήν συντάσσειν βούλομαι, διόπερ χαί- 7. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ρειν είπών καί τή 'Ρωμαίων μεγαλαυχίμ και τή Αθηναίων ψυχρολογίμ *** δόγμασιν άσυναρτήτοις, τής καθ' ή μάς βαρ­ βάρου φιλοσοφίας άντεποιησάμην· ήτις ον τρόπον έστι τών παρ' ύμίν επιτηδευμάτων άρχαιοτέρα, γράφειν μέν άρξάμενος, διά δέ τό κατεπείγον τής έξηγήσεως ύπερθέμενος, νυν ότε καιρός περί τών κατ' αυτήν δογμάτων Λέγειν, *** πειράσομαι. μή γάρ δυσχεράνητε τήν ήμετέραν παιδείαν μηδέ φλυαρίας και βωμολοχίας μεστήν άντιλογίαν καθ' ήμών πραγματεύσησθε λέγοντες· Τατιανός ύπέρ τούς Έλληνας υπέρ <τε> τό άπειρον τών φιλοσοφησάντων πλήθος καινοτομεί τά βαρβάρων δόγματα, τί γάρ χαλεπόν άνθρώπους πεφηνότας άμαθείς ύπό άνθρώπου νυν ομοιοπαθούς συνελέγχεσθαι; τί δέ και άτοπον κατά τόν οίκείον ύμίν σοφιστήν γηράσκειν άεί πάντα διδασκόμενους; Πλήν Όμηρος έστω μή μόνον ύστερος τών ΊΛιακών, άλλά κατ' έκεϊνον αύτόν ύπειλήφθω τόν τού πολέμου καιρόν, έτι δέ καί τοίς περί τόν Αγαμέμνονα συνεστρατεύσθαι. καί, εί βούλεται τις, πριν καί τών στοιχείων γεγονέναι τήν εύρεσιν. φανήσεταιγάρ ό προειρημένος Μωυσής αύτής μέν τής ΊΛιακής άλώσεως πρεσβύτερος πάνυ πολλοίς έτεσι, τής δέ Ιλίου κτίσεως καί τού Τρωός καί Δαρδάνου λίαν άρχαιότερος. άποδείξεως δέ ένεκεν μάρτυσι χρήσομαι Χαλδαίοις Φοίνιξιν Αίγυπτίοις. καί τί μοι λέγειν πλείονα; χρή γάρ τόν πείθειν έπαγγελλόμενον συντομωτέρας ποιείσθαι τάς περί τών πραγμά­ των πρός τούς άκούοντας διηγήσεις ή *** Βηρωσσός άνήρ Βαβυλώνιος, ίερεύς τού παρ' αύτοίς Βήλου, κατ' Αλέξανδρον γεγονώς Αντιόχψ τφ μετ' αύτόν τρίτψ τήν Χαλδαίων ιστο­ ρίαν έν τρισί βιβλίοις κατατάξας καί τά περί τών βασιλέων έκθέμενος, άφηγείταί τίνος αύτών όνομα Ναβουχοδονόσορ, τού στρατεύσαντος έπί Φοίνικας καί Ιουδαίους· άτινα διά τών καθ' ή μάς προφητών ϊσμεν κεκηρυγμένα γεγονότα μέν πολύ τής Μωϋσέως ήλικίας κατώτερα, προ δέ τής Περσών ήγεμονίας έτεσιν έβδομή­ κοντα. Βηρωσσός δέ έστιν άνήρ ίκανώτατος· καί τούτου τεκμήριον, Ίόβας Περί Ασσυριών γράφων παρά Βηρωσσού φησι μεμαθηκέναι τήν ιστορίαν· είσίδέ αύτφ βίβλοι Περί Ασσυριών δύο. Μετά δέ τούς Χαλδαίους τά Φοινίκων ούτως 7- Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έχει, γεγόνασι παρ' αύτοίς άνδρες τρεις, Θεόδοτος Ύψικράτης Μώχος· τούτων τάς βίβλους εις Έλληνίδα κατέταξεν φωνήν Λαίτος ό καί τούς βίους τών φιλοσόφων επ' άκριβές πραγματευσάμενος. έν δή ταις τών προειρημένων ίστορίαις δηλούται κατά τίνα τών βασιλέων Εύρώπης άρπαγή γέγονεν Μενελάου τε εις τήν Φοινίκην άφιξις καί τά περί Χείραμον, όστις Σολο­ μών ι τώ Ιουδαίων βασιλεϊ προς γάμον δούς τήν εαυτού θυγα­ τέρα καί ξύλων παντοδαπών ύλην εις τήν τού ναού κατα­ σκευήν έδωρήσατο. καί Μένανδρος δέ ό Περγαμηνός περί τών αύτών τήν άναγραφήν έποιήσατο. τού δέ Χειράμου ό χρόνος ήδη που τοίς Ίλιακοις έγγίζει· Σολομών δέ ό κατά Χείραμον πολύ κατώτερός έστι τής Μωύσέως ήλικίας. Αιγυπτίων δέ είσιν άκριβείς χρόνων άναγραφαί, καί τών κατ' αύτούς γραμμάτων έρμηνεύς έστι Πτολεμαίος, ούχ ό βασιλεύς, ίερεύς δέ Μένδητος. ούτος τάς τών βασιλέων πράξεις έκτιθέμένος κατ' Άμωσιν Αίγύπτου βασιλέα γεγονέναι Ιουδαίοις φησί τήν εξ Αίγύπτου πορείαν ε ις άπερ ήθελον χωρία, Μωύσέως ήγουμένου. λέγει δέ ούτως· ό δέ Άμωσις έγένετο κατ' Ίναχον βασιλέα, μετά δέ τούτον Απίων ό γραμ­ ματικός άνήρ δοκιμώτατος, έν τή τετάρτη τών Αιγυπτιακών (πέντε δέ είσιν αύτφ γραφαί) πολλά μέν καί άλλα, φησί δέ <καί> ότι κατέσκαψε τήν Αουαρίαν Άμωσις κατά τόν Αργείον γενόμενος Ίναχον, ώς έν τοίς Χρόνοις άνέγραψεν ό Μενδήσιος Πτολε­ μαίος. ό δέ άπ' Ινάχου χρόνος άχρι τής Ιλίου άλώσεως άποπληροί γενεάς είκοσι καί τά τής άποδείξεως τούτον έχει τόν τρόπον. Γεγόνασιν Αργέ ίων βασιλείς οίδε· Ίναχος Φορωνεύς Απις Αργείος Κρίασος Φόρβας Τριόπας Κρότωπος Σθενέλαος Δαναός Λυγκεύς Αβάς Προίτος Ακρίσιος Περσεύς Σθενέλαος Εύρυσθεύς Ατρεύς Θυέστης Αγαμέμνων, ού κατά τό όκτωκαιδέκατον έτος τής βασιλείας Ίλιον έάλω. καί χρή τόν νουνεχή συνείναι μετά πάσης άκριβείας ότι κατά τήν Ελλή­ νων παράδοσιν ούδ' ιστορίας τις ήν παρ' αύτοίς άναγραφή. Κάδμος γάρ ό τά στοιχεία τοίς προειρημένοις παραδούς μετά πολλάς γενεάς τής Βοιωτίας έπέβη. μετά δέ Ίναχον έπί Φο- 7. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ρωνέως μόγις του θηριώδους βίου καί νομάδος περιγραφή γέγονεν μετεκοσμήθησάν τε οί άνθρωποι, διόπερ εί κατά Ίναχον πέφηνεν ό Μωυσής γεγονώς, πρεσβύτερός έστι τών Ίλιακών έτεσι τετρακοσίοις. άποδείκνυται δέ τούθ' ούτως έχον άπό [τε] τής τών Αττικών βασιλέων διαδοχής [καί Μακεδονικών καί Πτολε μαϊκών, έτι δέ καί Άντιοχικών]· όθεν εί μετά τόν Ίναχον αί διαφανέστεραι πράξεις παρ' Έλλησιν άνεγράφησάν τε καί γινώσκονται, δήλον ώς καί μετά Μωυσέα. κατά μέν γάρ Φορωνέα τόν μετ' Ίναχον μνημονεύεται παρ' Αθηναίοις Ώγυγος, έφ' ού κατακλυσμός ό πρώτος· κατά δέ Φόρβαντα Άκταίος, άφ' ού Ακταία ή Αττική· κατά δέ Τριόπαν Προμηθεύς καί Έπιμηθεύς καί Άτλας καί ό διφυής Κέκροψ καί ή Ίώ· κατά δέ Κρότωπον ή επί Φαέθοντος έκπύρωσις καί ή επί Δευκαλίωνος έπομβρία· κατά δέ Σθενέλαον ή τε Άμφικτύονος βασιλεία καί ή εις Πελοπόννησον Δαναού παρουσία καί ή ύπό Δαρδάνου τής Δαρδανίας κτίσις ή τε έκ Φοινίκης τής Εύρώπης εις τήν Κρήτην ανακομιδή· κατά δέ Λυγκέα τής Κόρης ή αρπαγή καί ή τού έν Έλευσίνι τεμένους καθίδρυσις καί ή Τριπτολέμου γεωργία καί ή Κάδμου εις Θήβας παρουσία Μίνωός τε ή βασιλεία· κατά δέ Προΐτον ό Εύμόλπου προς Αθη­ ναίους πόλεμος· κατά δέ Άκρίσιον ή Πέλοπος άπό Φρυγίας διάβασις καί <ή> Τωνος εις τάς Αθήνας άφιξις καί ό δεύτερος Κέκροψ αΐ τε Περσέως καί Διονύσου πράξεις καί Όρφέως μαθη­ τής Μουσαίος· κατά δέ τήν Αγαμέμνονος βασιλείαν έάλω τό Ίλιον. Ούκούν πέφηνε Μωυσής άπό γε τών προειρημέ­ νων πρεσβύτερός ήρώων πόλεων δαιμόνων, καί χρή τώ πρεσβεύοντι κατά τήν ήλικίαν πιστεύειν ήπερ τοις άπό πηγής άρυσαμένοις Έλλησιν ού κατ' έπίγνωσιν τά έκείνου δόγματα, πολλή γάρ οίκατ' αύτούς σοφισταίκεχρημένοι περιεργία τά όσα παρά τών κατά Μωυσέα καί τών ομοίως αυτώ φιλοσοφούντων έγνωσαν, παραχαράττειν έπειράθησαν, πρώτον μέν ίνα τιλέγειν ίδιον νομισθώσι, δεύτερον δέ όπως τά όσα μή συνίεσαν διά τίνος έπιπλάστου -ητολογίας παρακαλύπτοντες, ώς μυθολογίαν τήν άλήθειαν παραβραβεύσωσι. 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Περί μέν ούν τής καθ' ημάς πολιτείας Ιστορίας τε τής κατά τούς ήμετέρους νόμους όσα τε είρήκασιν οί παρά τοις Έλλησι λόγιοι καί πόσοι καί τίνες είσίν οί μνημονεύσαντες, έν τω Προς τούς άποφηναμένους τά περί θεού δειχθήσεται. Τό δέ νύν συνέχον, σπευστέον μετά πάσης άκριβείας σαφηνίζειν ώς ούχ Ομήρου μόνον πρεσβύτερός έστιν ό Μωυσής, έτι δέ καί τών προ αύτού συγγραφέων, Λίνου Φιλάμμωνος Θαμύριδος Αμφίονος Όρφέως Μουσαίου Δημοδόκου Φημίου Σιβύλλης Έπιμενίδου τού Κρητός, όστις εις τήν Σπάρτην άφίκετο, <καί> Άρισταίου τού Προκοννησίου τού τά Αριμάσπια συγγράψαντος Ασβόλου τε τού Κενταύρου καί Βάκιδος Δρύμωνός τε καί Εύκλου τού Κυπρίου καί Ώρου τού Σαμίου καί Προναπίδου τού Αθηναίου. Λίνος μέν γάρ Ήρακλέους έστί διδάσκαλος, ό δέ Ηρακλής μιμ τών Τρωικών προγενέστερος πέφηνε γενεά· τούτο δέ έστι φανερόν άπό τού παιδός αύτού Τληπολέμου στρατεύσαντος έπί Ίλιον. Όρφεύς δέ κατά τόν αύτόν χρόνον Ήρακλεϊγέγονεν άλλως τε καί τά είς αύτόν έπιφερόμενά φασιν ύπό Όνομακρίτου τού Αθη­ ναίου συντετάχθαι γενομένου κατά τήν Πεισιστρατιδών άρχήν περί τήν πεντηκοστήν ’Ολυμπιάδα, τού δέ Όρφέως Μουσαίος μαθητής. Αμφίων δέ δυσί προάγων γενεαίς τών Ίλιακών τού πλείονα προς τούς φιλομαθείς συντάττειν ήμάς άπείργει. Δημόδοκος δέ καί Φήμιος κατ' αύτόν τόν Τρωικόν πόλεμον γεγόνασιν· διέτριβον γάρ ό μέν παρά τοις μνηστήρσιν, ό δέ παρά τοίς Φαίαξιν. καί ό Θάμυρις δέ καί ό Φιλάμμων ού πολύ τούτων είσίν άρχαιότεροι. Περί μέν ούν τής καθ' έκαστον <τών> λογίων πραγματείας, χρόνων τε καί άναγραφής αύτών ώς οιμαι σφόδρα *** μετά πάσης ύμιν άκριβείας άνεγράψαμεν· ινα δέ καί τό μέχρι νύν ένδέον άποπληρώσωμεν, έτι καί περί τών νομιζομένων σοφών ποιήσομαι τήν άπόδειξιν. Μίνως μέν γάρ, ό πάσης προύχειν νομισθείς σοφίας άγχινοίας τε καί νομοθεσίας, έπίΛυγκέως τού μετά Δαναόν βασιλεύσαντος γέγονεν ένδεκάτη γενεμ μετά 7 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ’Ίναχον. Λυκούργος δέ, πολύ μετά τήν Ιλίου γεννηθείς άλωσιν, προ τών ’Ολυμπιάδων έτεσιν εκατόν νομοθετεί Λακεδαιμονίοις. Δράκων δέ περί Ολυμπιάδα τριακοστήν καί ένάτην εύρίσκεται γεγονώς, Σόλων περί μζ, Πυθαγόρας περί ξβ. τάς δέ Ολυμ­ πιάδας ύστερον τών Ίλιακών έτεσιν άπεδείξαμεν γεγονυίας τετρακοσίοις έπτά. καίδή τούτων ούτως άποδεδειγμένων, διά βρα­ χέων έτι καί περί τής τών έπτά σοφών ήλικίας άναγράψομεν. τού γάρ πρεσβυτάτου τών προειρημένων Οαλήτος γενομένου περί τήν πεντηκοστήν Ολυμπιάδα, καί τά περί τών μετ' αύτόν σχεδόν ήμίν συντόμως ε’ίρηται. Ταύθ' ύμίν, ώ άνδρες Έλληνες, ό κατά βαρβά­ ρους φιλοσοφών Τατιανός συνέταξα, γεννηθείς μέν έν τή τών Ασσυριών γή, παιδευθείς δέ πρώτον μέν τά ύμέτερα, δεύτερον δέ άτινα νύν κηρύττειν έπαγγέλλομαι. γινώσκων δέ λοιπόν τίς ό θεός καί τίς ή κατ' αύτόν ποίησις, έτοιμον έμαυτόν ύμίν προς τήν άνάκρισιν τών δογμάτων παρίστημι μενούσης μοι τής κατά θεόν πολιτείας άνεξαρνήτου. Ζ Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ Αύτοκράτορσιν Μάρκψ Αύρηλίω Αντωνίνω καί Λουκίφ Αύρηλίω Κομόδω Αρμενιακοϊς Σαρματικοίς, τό δέ μέγιστον φιλοσόφοις. Ή ύμετέρα, μεγάλοι βασιλέων, οικουμένη άλλος άλλοις έθεσι χρώνται καί νόμοις, καί ούδείς αύτών νόμω καί φόβψ δίκης, κάν γελοία ή, μή στέργειν τά πάτρια είργεται, άλλ' ό μέν Ίλιευς θεόν Έκτορα λέγει καί τήν Ελένην Αδράστειαν έπιστάμενος προσκυνει, ό δέ Λακεδαιμόνιος Αγαμέμνονα Δία καί Φυλονόην τήν Τυνδάρεω θυγατέρα καί τεννηνοδίαν σέβει, ό δέ Αθηναίος Έρεχθεϊ Ποσειδώνι θύει καί Αγραυλψ Αθηναίοι καί τελετάς καί μυστήρια [Αθηναίοι] άγουσιν καί Πανδρόσψ, αΐ ένομίσθησαν άσεβείν άνοίξασαι τήν Λάρνακα, καί ένίλόγψ κατά έθνη καί δήμους θυσίας κατάγουσιν ας άν θέλωσιν άνθρωποι καί μυστήρια, οί δέ Αιγύπτιοι καί αίλουρους καί κροκοδείλους καί όφεις καί άσπίδας καί κύνας θεούς νομίζουσιν. καί τούτοις πάσιν έπιτρέπετε καί υμείς καί οί νόμοι, τό μέν ούν μηδ' όλως θεόν ήγείσθαι άσεβές καί άνόσιον νομίσαντες, τό δέ οίς έκαστος βούλεται χρήσθαι ώς θεοίς άναγκαίον, ϊνα τφ προς τό θειον δέει άπέχωνται τού άδικείν. [ήμίν δέ, καί μή παρακρουσθήτε ώς οί πολλοί έξ άκοής, τφ όνόματι άπεχθάνεται· ού γάρ τά ονόματα μίσους άξια, άλλά τό άδικη μα δίκης καί τιμωρίας.] διόπερ τό πράον ύμών καί ήμερον καί τό προς άπαντα ειρηνικόν καί φιλ­ άνθρωπον θαυμάζοντες οί μέν καθ' ένα ίσονομούνται, αί δέ πόλεις προς άξίαν τής ίσης μετέχουσι τιμής, καί ή σύμπασα οικουμένη τή ύμετέρμ συνέσει βαθείας ειρήνης άπολαύουσιν. ήμείς δέ οί λεγόμενοι Χριστιανοί, ότι μή προνενόησθε καί ήμών, συγχωρεϊτε δέ μηδέν άδικούντας, άλλά καί πάντων, ώς προϊόντος τού λόγου δειχθήσεται, εύσεβέστατα διακειμένους καί δικαιότατα πρός τε τό θειον καί τήν ύμετέραν βασιλείαν, έλαύνεσθαι καί φέρεσθαι καί διώκεσθαι, έπί μόνψ όνόματι προσπολεμούντων ήμϊν τών πολλών, μηνύσαιτά καθ' έαυτούς έτολμήσαμεν (διδαχθήσεσθε δέ ύπό τού Λόγου άτερ δίκης καί παρά πάντα νόμον καί λόγον πάσχοντας ήμάς) καί δεόμεθα ύμών καί περί ήμών τι σκέψασθαι, όπως παυσώμεθά ποτέ ύπό τών συκοφαντών σφαττόμενοι. 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ούδέ γάρ εις χρήματα ή παρά τών διωκόντων ζημία ούδέ εις έπιτιμίαν ή αισχύνη ή εις άλλο τι τών μειόνων ή βλάβη (τούτων γάρ καταφρονούμεν, κάν τοίς πολλοίς δοκή σπουδαία, δέροντα ού μόνον ούκ άντιπαίειν ούδέ μην δικάζεσθαι τοίς άγουσιν καί άρπάζουσιν ήμάς μεμαθηκότες, άλλά τοίς μέν, κάν κατά κόρρης προπηλακίζωσιν, καί τό έτερον παίειν παρέχειν τής κεφαλής μέρος, τοίς δέ, εί τόν χιτώνα άφαιροίντο, έπιδιδόναι καί τό ιμάτιον), άλλ' εις τά σώματα καί τάς ψυχάς, όταν άπείπωμεν τοις χρήμασιν, έπιβουλεύουσιν ήμίν κατασκεδάζοντες όχλον έγκλημάτων, ά ήμιν μέν ούδέ μέχρις ύπονοίας, τοίς δέ άδολεσχούσιν καί τώ έκείνων πρόσεστι γένει. Καί εί μέν τις ήμάς έλεγχειν έχει ή μικρόν ή μείζον άδικούντας, κολάζεσθαι ού παραιτούμεθα, άλλά καί ήτις πικροτάτη καί άνηλεής τιμωρία, ύπέχειν άξιούμεν· εί δέ μέχρις ονόματος ή κατηγορία (εις γούν τήν σήμερον ήμέραν ά περί ήμών λογοποιούσιν ή κοινή καί άκριτος τών άνθρώπων φήμη, καί ούδείς άδικών Χριστιανός έλήλεγκται), ύμών ήδη έργον τών μεγίστων καί φιλανθρωποτάτων καί φιλομαθεστάτων βασιλέων άποσκευάσαιήμών νόμω τήν έπήρειαν, ϊν' ώσπερ ή σύμπασα ταίς παρ' ύμών εύεργεσίαις καί καθ' ένα κεκοινώνηκε καί κατά πόλεις, καίήμεΐς έχωμεν ύμιν χάριν σεμνυνόμενοι ότι πεπαύμεθα συκοφαντούμενοι. καί γάρ ού προς τής ύμετέρας δικαιοσύνης τούς μέν άλλους αιτίαν λαβόντας άδικημάτων μή πρότερον ή έλεγχθήναικολάζεσθαι, έφ' ήμών δέ μείζον ίσχύειν τό όνομα τών επί τή δίκη ελέγχων, ούκ εί ήδίκησέν τι ό κρινόμενος τών δικαζόντων έπιζητούντων, άλλ' εις τό όνομα ώς εις άδικη μα ένυβριζόντων. ούδέν δέ όνομα έφ' έαυτού καί δι' αύτού ού πονηρόν ούδέ χρηστόν νομίζεται, διά δέ τάς ύποκειμένας αύτοίς ή πονηράς ή άγαθάς ή φλαύρα ή άγαθά δοκεΐ. ύμείς δέ ταύτα ϊστε φανερώτερον, ώσανεί άπό φιλοσοφίας καί παιδείας πάσης όρμώμενοι. διά τούτο καί οί παρ' ύμίν κρινόμενοι, κάν έπί μεγίστοις φεύγωσι, θαρρούσιν, <καί> είδότες ότι έξετάσετε αύτών τόν βίον καί ούτε τοίς όνόμασι προσθήσεσθε, άν ή κενά, ούτε ταίς άπό τών 8> Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας κατηγόρων αίτίαις, εί ψευδείς είεν, έν ίση τάξει τήν καταδικάζουσαν τής άποΛυούσης δέχονται ψήφον. τό τοίνυν προς άπαντας ίσον καί ήμείς άξιούμεν, μή ότι Χριστιανοί Λεγόμεθα μισείσθαι καί κολάζεσθαι (τί γάρ ήμίν τό όνομα προς κακίαν τελεί;), άλλά κρίνεσθαι έφ' ότω άν καί ευθύνη τις, καί ή άφίεσθαι άπολυομένους τάς κατηγορίας ή κολάζεσθαι τούς άλισκομένους πονηρούς, μή έπί τφ όνόματι (ούδείς γάρ Χριστιανός πονηρός, εί μή ύποκρίνεται τόν λόγον), έπί δέ τφ άδική μάτι. ούτω καί τούς άπό φιλοσοφίας κρινομένους όρώμεν· ούδείς αύτών προ κρίσεως διά τήν έπιστήμην ή τέχνην άγαθός ή πονηρός τφ δικαστή είναι δοκεί, άλλά δόξας μέν είναι άδικος κολάζεται, ούδέν τή φιλοσοφίμ προστριψάμενος έγκλημα (έκείνος γάρ πονηρός ό μή ώς νόμος φιλοσοφών, ή δέ έπιστήμη άναίτιος), άπολυσάμενος δέ τάς διαβολάς αφίεται. έστω δή τό ίσον καί έφ' ήμών· ό τών κρινομένων έξεταζέσθω βίος, τό δέ όνομα παντός άφείσθω έγκλήματος. άναγκαίον δέ μοι άρχομένω άπολογείσθαι ύπέρ τού λόγου δεηθήναι ύμών, μέγιστοι αύτοκράτορες, ίσους ήμίν άκροατάς γενέσθαι καί μή τή κοινή καί άλόγω φήμη συναπενεχθέντας προκατασχεθήναι, έπιτρέψαιδέ ύμών τό φιλομαθές καί φιλάληθες καί τφ καθ' ήμάς λογω. υμείς τε γάρ ού προς αγνοίας έξαμαρτήσετε καί ήμείς τά άπό τής άκριτου τών πολλών φήμης άπολυσάμενοι παυσόμεθα πολεμούμενοι. Τρία έπιφημίζουσιν ήμίν έγκλήματα, άθεότητα, Θυέστεια δείπνα, Οιδιπόδειους μίξεις, άλλά εί μέν άληθή ταύτα, μηδενός γένους φείσησθε, έπεξέλθετε δέ τοίς άδικήμασι, σύν γυναιξί καί παισί προρρίζους ήμάς άποκτείνατε, εϊγέ τις άνθρώπων ζή δίκην θηρίων· καίτοι γε καί τά θηρία τών ομογενών ούχ άπτεται καί νόμψ φύσεως καί προς ένα καιρόν τόν τής τεκνοποιίας, ούκ έπ' άδειας, μίγνυται, γνωρίζει δέ καί ύφ' ών ώφελείται. εί τις ούν καί τών θηρίων άνημερώτερος, τίνα ούτος προς τά τηλικαύτα ύποσχών δίκην [καί] προς άξίαν κεκολάσθαι νομισθήσεται; εί δέ λογοποιίαι ταύτα καί διαβολαί κεναί, φυσικφ λογά) προς τήν άρετήν τής κακίας άντικειμένης καί πολεμούντων άλλήλοις τών έναντίων θεία) 8 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας νόμψ, καί του μηδέν τούτων άδικείν ύμείς μάρτυρες, κεΛεύοντες μή όμοΛογείν, προς ύμών Λοιπόν έξέτασιν ποιήσασθαι βίου, δογμάτων, τής προς ύμάς καί τόν ύμέτερον οίκον καί τήν βασιλείαν σπουδής καί ύπακοής, καί ούτω ποτέ συγχωρήσαι ήμίν ούδέν πΛέον <ή> τοίς διώκουσιν ήμάς. νικήσομεν γάρ αύτούς ύπέρ άΛηθείας άόκνως καί τάς ψυχάς έπιδιδόντες. Ότι μέν ούν ούκ έσμέν άθεοι (προς έν έκαστον άπαντήσω τών έγκΛημάτων), μή καί γελοίον ή τούς Λέγοντας [μή] έΛέγχειν. Διαγόρμ μέν γάρ εικότως άθεότητα έπεκάλουν Αθηναίοι, μή μόνον τόν ’Ορφικόν εις μέσον κατατιθέντι Λόγον καί τά έν Έλευσίνι καί τά τών Καβίρων δημεύοντι μυστήρια καί τό τού ΉρακΛέους ίνα τάς γογγύλας έψοι κατακόπτοντι ξόανον, άντικρυς δέ άποφαινομένψ μηδέ όλως είναι θεόν· ήμίν δέ διαιρούσιν άπό τής ύΛης τόν θεόν καί δεικνύουσιν έτερον μέν τι είναι τήν ύΛην άλλο δέ τόν θεόν καί τό διά μέσου πολύ (τό μέν γάρ θειον άγένητον είναι καί άίδιον, νφ μονά) καί Λογά) θεωρούμενον, τήν δέ ύΛην γενητήν καί φθαρτήν), μή τι ούκ άλόγως τό τής άθεότητος έπικαΛούσιν όνομα; εί μέν γάρ έφρονούμεν όμοια τφ Διαγόρμ, τοσαύτα έχοντες προς θεοσέβειαν ένέχυρα, τό εύτακτον, τό διά παντός σύμφωνον, τό μέγεθος, τήν χροιάν, τό σχήμα, τήν διάθεσιν τού κόσμου, εικότως άν ήμίν καί ή τού μή θεοσεβείν δόξα καί ή τού έΛαύνεσθαι αιτία προσετρίβετο· έπεί δέ ό Λόγος ήμών ένα θεόν άγει τόν τούδε τού παντός ποιητήν, αύτόν μέν ού γενόμενον (ότι τό όν ού γίνεται, άΛΛά τό μή ον), πάντα δέ διά τού παρ' αύτού Λόγου πεποιηκότα, έκάτερα άΛόγως πάσχομεν, καί κακώς άγορευόμεθα καί διωκόμεθα. Καί ποιηταί μέν καί φιλόσοφοι ούκ έδοξαν άθεοι, έπιστήσαντες περί θεού, ό μέν Εύριπίδης έπί μέν τών κατά κοινήν πρόληψιν άνεπιστημόνως όνομαζομένων θεών διαπορών ώφειλε δ', εϊπερ έστ' έν ούρανφ, Ζεύς μή τόν αύτόν δυστυχή καθιστάναι· έπί δέ τού κατ' έπιστήμην νοητού ώς έστιν θεός δογματίζων όρφς τόν ύψού τόνδ' άπειρον αιθέρα καίγήν πέριξ έχοντα ύγραίς έν άγκάλαις; 8. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τούτον νόμιζε Ζήνα, τόνδ' ήγού θεόν, τών μέν γάρ ούτε τάς ούσίας, αίς έπικατηγορείσθαι τό όνομα συμβέβηκεν, ύποκειμένας έώρα ("Ζήνα γάρ όστις έστι Ζευς, ούκ οιδα πλήν λόγω") ούτε τά ονόματα καθ' ύποκειμένων κατήγορεισθαι πραγμάτων (ών γάρ αί ούσίαι ούχ ύπόκεινται, τί πλέον αύτοίς τών ονομάτων;), τόν δέ άπό τών έργων, όψιν τών άδηλων νοών τά φαινόμενα, άέρα αίθέρος γης . ού ούν τά ποιήματα καί ύφ' ού τφ πνεύματι ήνιοχείται, τούτον κατελαμβάνετο ε ίναι θεόν, συνήδοντος τούτψ καί Σοφοκλέους εις ταις άληθείαισιν, εις έστιν θεός, ός ούρανόν τ' έτευξε καίγαΐαν μακράν, προς τήν τού θεού φύσιν τού κάλλους τού έκείνου πληρουμένην έκάτερα, καί πού δει είναι τόν θεόν καί ότι ένα δεί είναι, διδάσκων. Καί Φιλόλαος δέ ώσπερ έν φρουρή πάντα ύπό τού θεού περιειλήφθαιλέγων, καί τό ένα είναι καί τό άνωτέρω τής ύλης δεικνύει. Λύσις δέ καί Όψιμος ό μέν άριθμόν άρρητον ορίζεται τόν θεόν, ό δέ τού μεγίστου τών άριθμών τήν παρά τόν έγγυτάτω ύπεροχήν. εί δέ μέγιστος μέν άριθμός ό δέκα κατά τούς Πυθαγορικούς ό τετρακτύς τε ών καί πάντας τούς άριθμητικούς καί τούς άρμονικούς περιέχων λόγους, τούτψ δέ έγγύς παράκειται ό εννέα, μονάς έστιν ό θεός, τούτ' έστιν εις- ένί γάρ ύπερέχει ό μέγιστος τόν έγγυτάτω. έλάχιστον αύτφ. Πλάτων δέ καί Αριστοτέλης (καί ούχ ώς έπιδεικνύων τά δόγματα τών φιλοσόφων έπ' άκριβές, ούτως ά είρήκασι περί θεού διέξειμι· οιδα γάρ ότι όσον συνέσει καί ίσχύι τής βασι­ λείας πάντων ύπερέχετε, τοσούτον καί τφ πάσαν παιδείαν άκριβούν πάντων κρατείτε, ούτω καθ' έκαστον παιδείας μέρος κατορθούντες ώς ούδέ οί έν αύτής μόριον άποτεμόμενοι· άλλ' έπειδή άδύνατον δεικνύειν άνευ παραθέσεως ονομάτων ότι μή μόνοι εις μονάδα τόν θεόν κατακλείομεν, έπί τάς δόξας έτραπόμην), φησίν ούν ό Πλάτων· "τόν μέν ούν ποιητήν καί πατέρα τούδε τού παντός εύρείν τε έργον καί εύρόντα εις πάντας άδύνατον λέγειν", ένα τόν άγένητον καί άίδιον νοών θεόν, εί δ' οίδεν καί άλλους οίον ήλιον καί σελήνην καί άστέρας, άλλ' ώς γενητούς οίδεν αύτούς· "θεοί θεών, ών έγώ 8. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δημιουργός πατήρ τε έργων ά άλυτα εμού μή θέλοντος, τό μέν ούν δεθέν πάν λυτόν" εί τοίνυν ούκ έστιν άθεος Πλάτων, ένα τόν δημιουργόν τών όλων νοών άγένητον θεόν, ούδέ ήμείς άθεοι, ύφ' ού λόγω δεδημιούργηται καί τω παρ' αύτού πνεύματι συνέχεται τά πάντα, τούτον είδότες καί κρατύνοντες θεόν. ό δέ Αριστοτέλης καί οί άπ' αύτού ένα άγοντες οίονεί ζφον σύνθετον, έκ ψυχής καί σώματος συνεστηκότα λέγουσι τόν θεόν, σώμα μέν αύτού τό αίθέριον νομίζοντες τούς τε πλανωμένους άστέρας καί τήν σφαίραν τών άπλανών κινούμενα κυκλοφορητικώς, ψυχήν δέ τόν έπί τή κινήσει τού σώματος λόγον, αύτόν μέν ού κινούμενον, αίτιον δέ τής τούτου κινήσεως γινόμενον. οί δέ άπό τής Στοάς, κάν ταίς προσηγορίαις κατά τάς παραλλάξεις τής ύλης, δι' ής φασι τό πνεύμα χωρείν τού θεού, πληθύνωσι τό θειον τοϊς όνόμασι, τώ γούν έργα) ένα νομίζουσι τόν θεόν, εί γάρ ό μέν θεός πύρ τεχνικόν όδφ βαδίζον έπί γενέσει κόσμου έμπεριειληφός άπαντας τούς σπερματικούς λόγους καθ' οΰς έκαστα καθ' ειμαρμένην γίγνεται, τό δέ πνεύμα αύτού διήκει δι' όλου τού κόσμου, ό θεός εις κατ' αύτούς, Ζεύς μέν κατά τό ζέον τής ύλης ονομαζόμενος, Ήρα δέ κατά τόν άέρα, καί τά λοιπά καθ' έκαστον τής ύλης μέρος δι' ής κεχώρηκε καλούμενος. Όταν ούν τό μέν είναι έν τό θειον ώς έπί τό πλείστον, κάν μή θέλωσι, τοϊς πάσι συμφωνήται έπί τάς άρχάς τών όλων παραγινομένοις, ήμείς δέ κρατύνωμεν τόν διακοσμήσαντα τό πάν τούτο, τούτον είναι τόν θεόν, τίς ή αιτία τοις μέν επ' άδειας έξειναικαί λέγε tv καί γράφε ιν περί τού θεού ά θέλουσιν, έφ' ήμίν δέ κείσθαι νόμον, οΐ έχομεν ό τι καί νοούμεν καί όρθώς πεπιστεύκαμεν, ένα θεόν είναι, άληθείας σημείοις καίλόγοις παραστήσαι; ποιηταί μέν γάρ καί φιλόσοφοι, ώς καί τοις άλλοις, έπέβαλον στοχαστικώς, κινηθέντες μέν κατά συμπάθειαν τής παρά τού θεού πνοής ύπό τής αύτός αύτού ψυχής έκαστος ζητήσαι, εί δυνατός εύρείν καί νοήσαι τήν άλήθειαν, τοσουτον δέ δυνηθέντες όσον περινοήσαι, ούχ εύρείν τό ον, ού παρά θεού περί θεού άξιώσαντες μαθείν, άλλά παρ' 8 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας αύτού έκαστος· διό καί άλλος άλλως έδογμάτισεν αύτών και περί θεού και περί ύλης καί περί ειδών και περί κόσμου. ήμείς δέ ών νοούμεν και πεπιστεύκαμεν έχομεν προφήτας μάρτυρας, οι πνεύματι ένθέψ έκπεφωνήκασι και περί τού θεού καί περί τών τού θεού, εϊποιτε δ’ αν και ύμείς συνέσει και τη περί τό όντως θειον εύσεβείμ τούς άλλους προύχοντες ώς έστιν άλογον παραλιπόντας πιστεύειν τφ παρά τού θεού πνεύματι ώς όργανα κεκινηκότι τά τών προφητών στόματα, προσέχειν δόξαις άνθρωπίναις. Ότι τοίνυν εις έξ άρχής ό τούδε τού παντός ποιητής θεός, ούτωσ'ι σκέψασθε, ϊν' έχητε καί τόν λογισμόν ήμών τής πίστεως. εί δύο έξ άρχής ή πλείους ήσαν θεοί, ήτοι έν ένί καί ταύτφ ήσαν ή ιδία έκαστος αύτών. έν μέν οδν ένί καί ταύτφ είναι ούκ ήδύναντο. ού γάρ, εί θεοί, όμοιοι, άλλ' ότι άγένητοι, ούχ όμοιοι- τά μέν γάρ γενητά όμοια τοις παραδείγμασιν, τά δέ άγένητα άνόμοια, ούτε άπό τίνος ούτε πρός τινα γενόμενα. εί δέ, ώς χειρ καί οφθαλμός καί πούς περί έν σώμά είσιν συμπληρωτικά μέρη, ένα έξ αύτών συμπληρούντες, ό θεός εις- καίτοι ό μέν Σωκράτης, παρό γενητός καί φθαρτός, συγκείμενος καί διαιρούμενος εις μέρη, ό δέ θεός άγένητος καί άπαθής καί άδιαίρετος- ούκ άρα συνεστώς έκ μερών, εί δέ ίδίμ έκαστος αύτών, όντος τού τόν κόσμον πεποιηκότος άνωτέρω τών γεγονότων καί περί ά έποίησέ τε καί έκόσμησεν, πού ό έτερος ή οί λοιποί; είγάρ ό μέν κόσμος σφαιρικός άποτελεσθείς ούρανού κύκλοις άποκέκλεισται, ό δέ τού κόσμου ποιητής άνωτέρω τών γεγονότων έπέχων αύτόν τή τούτων προνοίμ, τίς ό τού έτέρου θεού ή τών λοιπών τόπος; ούτε γάρ έν τφ κόσμω έστιν, ότι έτέρου έστίν· ούτε περί τόν κόσμον, ύπέρ γάρ τούτον ό τού κόσμου ποιητής θεός. εί δέ μήτε έν τφ κόσμψ έστίν μήτε περί τόν κόσμον (τό γάρ περί αύτόν πάν ύπό τούτου κατέχεται), πού έστιν; άνωτέρω τού κόσμου καί τού θεού, έν έτέρψ κόσμψ καί περί έτερον; άλλ' εί μέν εστιν έν έτέρψ καί περί έτερον, ούτε περί ήμάς έστιν έτι (ούδέ γάρ κόσμου κρατεί), ούτε αύτός δυνάμει μέγας 8. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς 'Έλληνας έστίν (έν γάρ περιωρισμένψ τόπμ> έστίν). εί δέ ούτε έν έτέρψ κόσμψ έστιν (πάντα γάρ ύπό τούτου πεπΛήρωται) ούτε περί έτερον (πάντα γάρ ύπό τούτου κατέχεται), καί ούκ έστιν, ούκ οντος έν φ έστιν. ή τί ποιεί, έτέρου μέν οντος ού έστιν ό κόσμος, αύτός δέ άνωτέρω ών τού ποιητού τού κόσμου, ούκ ών δέ ούτε έν κόσμψ ούτε περί κόσμον; άΛΛ' έστι τι έτερον ϊνα που στή ό γενόμενος κατά τού οντος; άλΛ' ύπέρ αύτόν ό θεός καί τά τού θεού, καί τίς έσται τόπος τά ύπέρ τόν κόσμον τούτου πεπληρωκότος; άΛΛά προνοεί; καί μην ούδέ προνοεί, εί μή πεποίηκεν. εί δέ μή ποιεί μήτε προνοεί μήτε έστί τόπος έτερος, έν φ έστίν, εις ούτος έξ άρχής καί μόνος ό ποιητής τού κόσμου θεός. Εί μέν ούν ταίς τοιαύταις έννοίαις άπηρκούμεθα, άνθρωπικόν άν τις είναι τόν καθ' ήμάς ένόμιζεν Λόγον· έπεί δέ αί φωναί τών προφητών πιστούσιν ήμών τούς Λογισμούς (νομίζω <δέ> καί ύμάς φιΛομαθεστάτους καί έπιστημονεστάτους όντας ούκ άνοήτους γεγονέναι ούτε τών Μωσέως ούτε τών Ήσαΐου καί Ίερεμίου καί τών Λοιπών προφητών, οί κατ' έκστασιν τών έν αύτοίς Λογισμών, κινήσαντος αύτούς τού θείου πνεύματος, ά ένηργουντο έξεφώνησαν, συγχρησαμένου τού πνεύματος, ώς εί καί αύΛητής αύΛόν έμπνεύσαι) -τί ούν ούτοι; "κύριος ό θεός ήμών· ού Λογισθήσεται έτερος προς αύτόν." καί πάλιν- "έγώ θεός πρώτος καί μετά ταύτα, καί πΛήν έμού ούκ έστι θεός." ομοίως· "έμπροσθεν έμού ούκ έγένετο άλλος θεός καί μετ' έμέ ούκ έσται· έγώ ό θεός καί ούκ έστι παρέξ έμού". καί περί τού μεγέθους, "ό ούρανός μοι θρονός, ή δέ γή ύποπόδιον τών ποδών μου. ποιον οίκον οίκοδομήσετέ μοι, ή τίς τόπος τής καταπαύσεώς μου;" καταλείπω δέ ύμίν έπ' αύτών τών βιβλίων γενομένοις άκριβέστερον τάς έκείνων έξετάσαι προφητείας, όπως μετά τού προσήκοντος Λογισμού τήν καθ' ήμάς έπήρειαν άποσκε υάση σθ ε. Τό μέν ούν άθεοι μή είναι, ένα τόν άγένητον καί άίδιον καί 8> Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άόρατον καί άπαθή καί άκατάληπτον και άχώρητον, νφ μόνω καί λόγω καταλαμβανόμενον, φωτί καί κάλλει καί πνεύματι καί δυνάμει άνεκδιηγήτω περιεχόμενον, ύφ' ού γεγένηται τό πάν διά <του παρ'> αύτού λόγου καί διακεκόσμηται καί συγκρατειται, θεόν άγοντες, ίκανώς μοι δέδεικται. νοούμεν γάρ καί υιόν τού θεού, καί μή μοιγελοίόν τις νομίση τό υιόν είναι τφ θεφ. ού γάρ ώς ποιηταί μυθοποιούσιν ούδέν βελτίους τών άνθρώπων δεικνύντες τούς θεούς, ή περί τού θεού καί πατρός ή περί τού υιού πεφρονήκαμεν, άλλ' έστίν ό υιός τού θεού λόγος τού πατρός έν ίδέμ καί ένεργείμ· προς αύτού γάρ καί δι' αύτού πάντα έγένετο, ένός όντος τού πατρός καί τού υιού, όντος δέ τού υιού έν πατρί καί πατρός έν υίφ ένότητι καί δυνάμει πνεύματος, νούς καί λόγος τού πατρός ό υιός τού θεού. εί δέ δι' ύπερβολήν συνέσεως σκοπείν ύμίν έπεισιν, ό παίς τί βούλεται, έρώ διά βραχέων· πρώτον γέννημα είναι τφ πατρί, ούχ ώς γενόμενον (έξ άρχής γάρ ό θεός, νούς άίδιος ών, είχεν αύτός έν έαυτφ τόν λόγον, άιδίως λογικός ών), άλλ' ώς τών ύλικών ξυμπάντων άποίου φύσεως καί γης οχιάς ύποκειμένων δίκην, μεμιγμένων τών παχυμερεστέρων προς τά κου­ φότερα, έπ' αύτοίς ιδέα καί ένέργεια είναι, προελθών. συνμδει δέ τφ λογά) καί τό προφητικόν πνεύμα· "κύριος γάρ", φησίν, "έκτισέν με άρχήν οδών αύτού εις έργα αύτού." καίτοι καί αύτό τό ένεργούν τοις έκφωνούσι προφητικώς άγιον πνεύμα άπόρροιαν είναι φαμεν τού θεού, άπορρέον καί έπαναφερόμενον ώς άκτίνα ήλιου. τις ούν ούκ άν άπορήσαι <τούς> άγοντας θεόν πατέρα καί υιόν θεόν καί πνεύμα άγιον, δεικνύντας αύτών καί τήν έν τή ενώσει δύναμιν καί τήν έν τή τάξει διαίρεσιν, άκούσας άθέους καλουμένους; καί ούδ' έπί τούτοις τό θεολογικόν ήμών ίσταται μέρος, άλλά καί πλήθος άγγέλων καί λειτουργών φαμεν, ούς ό ποιητής καί δημιουργός κόσμου θεός διά τού παρ' αύτού λόγου διένειμε καί διέταξεν περί τε τά στοιχεία είναι καί τούς ούρανούς καί τόν κόσμον καί τά έν αύτφ καί τήν τούτων εύταξίαν. 8 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Εί δέ άκριβώς διέξειμι τόν καθ' ήμάς λόγον, μή θαυμάσητε· ίνα γάρ μή τή κοινή καί αλόγα) συναποφέρησθε γνώμη, έχητε δέ τάληθές είδέναι, άκριβολογούμαι· έπεί καί δι' αύτών τών δογμάτων οις προσέχομεν, ούκ άνθρωπικοίς ούσιν άλλά θεοφάτοις καί θεοδιδάκτοις, πείσαι ύμάς μή ώς περί άθεων έχειν δυνάμεθα. τίνες ούν ήμών οί λόγοι, οίς έντρεφόμεθα; "λέγω ύμίν· άγαπάτε τούς έχθρούς ύμών, εύλογεϊτε τούς καταρωμένους, προσεύχεσθε ύπέρ τών διωκόντων ύμάς, όπως γένησθε υιοί τού πατρός τού έν τοις ούρανοίς, ός τόν ήλιον αύτού άνατέλλει έπί πονηρούς καί άγαθούς καί βρέχει έπί δικαίους καί άδικους." έπιτρέψατε ένταύθα τού λόγου έξακούστου μετά πολλής κραυγής γεγονότος έπί παρρησίαν άναγαγείν, ώς έπί βασιλέων φιλοσόφων άπολογούμενον. τίνες γάρ ή τών τούς συλλογισμούς άναλυόντων καί τάς άμφιβολίας διαλυόντων καί τάς έτυμολογίας σαφηνιζόντων ή τών τά ομώνυμα καί συνώ­ νυμα καί κατηγορήματα καί άξιώματα καί τί τό ύποκείμενον καί τί τό κατηγορούμενον εύδαίμονας άποτελείν διά τούτων καί τών τοιούτων λόγων ύπισχνούνται τούς συνόντας, ούτως έκκεκαθαρμένοι είσί τάς ψυχάς ώς άντί τού μισείν τούς έχθρούς άγαπάν καί άντί τού, τό μετριώτατον, κακώς άγορεύειν τούς προκατάρξαντας λοιδορίας εύλογεϊν, καί ύπέρ τών έπιβουλευόντων εις τό ζήν προσεύχεσθαι; οΐ τούναντίον άεί διατελούσι κακώς τά άπόρρητα εαυτούς ταύτα μεταλλεύοντες καί άεί τι έργάσασθαι έπιθυμούντες κακόν, τέχνην λόγων καί ουκ έπίδειξιν έργων τό πράγμα πεποιημένοι. παρά δ' ήμίν εύροιτε άν ίδιώτας καί χειροτέχνας καί γράίδια, εί λόγω τήν ώφέλειαν παριστάν είσιν άδύνατοι τήν παρά τού λόγου, έργω τήν άπό τής προαιρέσεως ώφέλειαν έπιδεικνυμένους· ού γάρ λόγους διαμνημονεύουσιν, άλλά πράξεις άγαθάς έπιδεικνύουσιν, παιόμενοι μή άντιτύπτειν καί άρπαζόμενοι μή δικάζεσθαι, τοίς αίτούσιν διδόναι καί τούς πλησίον άγαπάν ώς εαυτούς. Αρα τοίνυν, εί μή έφεστηκέναι θεόν τφ τών άνθρώπων γένει ένομίζομεν, ούτως άν εαυτούς έξεκαθαίρομεν; ούκ έστιν είπείν, άλλ' έπεί πεπείσμεθα ύφέξειν παντός τού ένταύθα βίου λόγον τφ 8< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πεποιηκότι καί ημάς καί τόν κόσμον θεψ, τόν μέτριον καί φιλ­ άνθρωπον καί εύκαταφρόνητον βίον αιρούμεθα, ούδέν τηλικούτον πείσεσθαι κακόν ενταύθα νομίζοντες καν τής ψυχής ή μάς άφαιρώνταί τινες, ών εκεί κομιούμεθα τού πράου καί φιλανθρώπου καί επιεικούς βίου παρά τού μεγάλου δικαστού. Πλάτων μέν ούν Μίνω καί'Ραδάμανθυν δικάσειν καί κολάσειν τούς πονηρούς έφη, ήμείς δέ κάν Μίνως τις καν 'Ραδάμανθυς ή καν ό τούτων πατήρ, ούδέ τούτον φαμεν διαφεύξεσθαι τήν κρίσιν τού θεού. ειθ' οί μέν τόν βίον τούτον νομίζοντες "φάγωμεν καί πίωμεν, αύριον γάρ άποθνήσκομεν" καί τόν θάνατον βαθύν ύπνον καί λήθην τιθέμενοι"ύπνος καί θάνατος διδυμάονε" -πιστεύονται θεοσεβείν· άνθρωποι δέ τόν μέν ένταύθα ολίγου καί μικρού τίνος άξιον βίον λελογισμένοι, ύπό μόνου δέ παραπεμπόμενοι τού τόν όντως θεόν καί τόν παρ' αύτού λόγον είδέναι, τις ή τού παιδός πρός τόν πατέρα ένότης, τίς ή τού πατρός πρός τόν υιόν κοινωνία, τί τό πνεύμα, τίς ή τών τοσούτων ένωσις καίδιαίρεσις ένουμένων, τού πνεύματος, τού παιδός, τού πατρός, πολύ δέ καί κρείττον' ή είπειν λόγω τόν έκδεχόμενον βίον είδότες, έάν καθαροί όντες άπό παντός παραπεμφθώμεν άδικήματος, μέχρι τοσούτου δέ φιλανθρωπότατοι ώστε μή μόνον στέργειν τούς φίλους ("έάν γάρ άγαπάτε", φησί, "τούς άγαπώντας καί δανείζητε τοίς δανείζουσιν ύμίν, τίνα μισθόν έξετε;"), τοιούτοι δέ ήμείς όντες καί τόν τοιούτον βιούντες βίον ϊνα κριθήναι διαφύγωμεν, άπιστούμεθα θεοσεβείν; Ταύτα μέν ούν μικρά άπό μεγάλων καί ολίγα άπό πολλών, ινα μή έπί πλεϊον ύμίν ένοχλοίημεν· καί γάρ τό μέλι καί τόν όρον δοκιμάζοντες μικρω μέρει τού παντός τό πάν εί καλόν δοκιμάζουσιν. Έπεί δέ οί πολλοί τών έπικαλούντων ήμίν τήν άθεότητα ούδ' όναρ τί έστι θεόν εγνωκότες, άμαθείς καί άθεώρητοι όντες τού φυσικού καί τού θεολογικού λόγου, μετρούντες τήν εύσέβειαν θυσιών νόμω, έπικαλούσιν τό μή καί τούς αύτούς ταϊς πόλεσι θεούς άγειν, σκέψασθέ μοι, αύτοκράτορες, ώδε περί έκατέρων, καί πρώτον γε περί τού μή θύειν. ό τούδε τού παντός δημιουργός καί πατήρ ού 8 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δειται αίματος ούδέ κνίσης ούδέ τής άπό τών άνθών καί θυμια­ μάτων εύωδίας, αύτός ών ή τελεία εύωδία, άνενδεής καί άπροσδεής· άλλά θυσία αύτφ μεγίστη, άν γινώσκωμεν τίς έξέτεινε καί συνεσφαίρωσεν τούς ούρανούς καί τήν γήν κέντρου δίκην ήδρασε, τίς συνήγαγεν τό ύδωρ εις θαλάσσας καί διέκρινεν τό φώς άπό τού σκότους, τίς έκόσμησεν άστροις τόν αιθέρα καί έποίησεν πάν σπέρμα τήν γήν άναβάλλειν, τίς έποίησεν ζφα καί άνθρωπον έπλασεν. όταν <ούν> έχοντες τόν δημιουργόν θεόν συνέχοντα καί έποπτεύοντα έπιστήμη καί τέχνη καθ' ήν άγει τά πάντα, έπαίρωμεν όσιους χείρας αύτώ, ποιας έτι χρείαν έκατόμβης έχει; καί τούς μέν θυσίησι καί εύχωλής άγανήσι λοιβή τε κνίση τε παρατρωπώσ' άνθρωποι, λισσόμενοι, ότε κέν τις ύπερβαίη καί άμάρτη. τί δέ μοι όλοκαυτώσεων, ών μή δειται ό θεός; καί προσφέρειν, δέον άναίμακτον θυσίαν τήν λογικήν προσάγειν λατρείαν; Ό δέ περί τού μή προσιέναι καί τούς αύτούς ταίς πόλεσιν θεούς άγειν πάνυ αύτοίς εύήθης λόγος· άλλ' ούδέ οί ήμίν έπικαλουντες άθεότητα, έπεί μή τούς αύτούς οίς ϊσασι νομίζομεν, σφίσιν αύτοίς συμφωνούσιν περί θεών [μάτην], άλλ' Αθηναίοι μέν Κελεόν καίΜετάνειραν ϊδρυνται θεούς, Λακεδαιμόνιοι δέ Μενέλεων καί θύουσιν αυτώ καί έορτάζουσιν, Ίλιεΐς δέ ούδέ τό όνομα άκούοντες Έκτορα φέρουσιν, Κείοι Αρισταίον, τόν αύτόν καί Δία καί Απόλλω νομίζοντες, Θάσιοι Θεαγένην, ύφ' ού καί φόνος Όλυμπίασιν έγένετο, Σάμιοι Λύσανδρον έπί τοσαύταις σφαγαίς καί τοσούτοις κακοίς, Αλκμάν καί Ησίοδος Μήδειαν ή Νιόβην Κίλικες, Σικελοί Φίλιππον τόν Βουτακίδου, Όνησίλαον Αμαθούσιοι, Αμίλκαν Καρχηδόνιοι· έπιλείψει με ή ή μέρα τό πλήθος καταλέγοντα. όταν ούν αύτοί αύτοίς διαφωνώσιν περί τών κατ' αύτούς θεών, τί ήμιν μή συμφερομένοις έπικαλουσιν; τό δέ κατ' Αιγυπτίους μή καί γελοίον ή· τύπτονται γάρ έν τοίς ίεροίς τά στήθη κατά τάς πανηγύρεις ώς έπί τετελευτηκόσιν καί θύουσιν ώς θεοίς. καί ούδέν θαυμαστόν· οϊ γε καί τά θηρία θεούς άγουσιν καί ξυρώνται έπεί άποθνήσκουσιν, καί θάπτουσιν έν ίεροίς καί δημοτελείς κοπετούς έγείρουσιν. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας άν τοίνυν ήμείς, ότι μή κοινώς έκείνοις θεοσεβούμεν, άσεβώμεν, πάσαι μέν πόλεις, πάντα δέ έθνη άσεβούσιν· ού γάρ τούς αύτούς πάντες άγουσι θεούς. Άλλ' έστωσαν τούς αύτούς άγοντες, τί ούν; έπεί οί πολλοί διακρίναι ού δυνάμενοι, τί μέν ύλη, τί δέ θεός, πόσον δέ τό διά μέσου αύτών, προσίασι τοίς άπό τής ύλης είδώλοις, δι' έκείνους καί ήμείς οί διακρίνοντες καί χωρίζοντες τό άγένητον καί τό γενητόν, τό ον καί τό ούκ όν, τό νοητόν καί τό αισθητόν, καί έκάστω αύτών τό προσήκον όνομα άποδιδόντες, προσελευσόμεθα καί προσκυνήσομεν τά άγάλματα; εί μέν γάρ ταύτόν ύλη καί θεός, δύο ονόματα καθ' ένός πράγματος, τούς λίθους καί τά ξύλα, τόν χρυσόν καί τόν άργυρον ού νομίζοντες θεούς άσεβούμεν· εί δέ διεστάσι πάμπολυ άπ' άλλήλων καί τοσούτον όσον τεχνίτης καί ή προς τήν τέχνην αύτού παρασκευή, τί έγκαλούμεθα; ώς γάρ ό κεραμεύς καί ό πηλός, ύλη μέν ό πηλός, τεχνίτης δέ ό κεραμεύς, καί ό θεός δημιουργός, ύπακούουσα δέ αύτφ ή ύλη προς τήν τέχνην, άλλ' ώς ό πηλός καθ' εαυτόν σκεύη γενέσθαι χωρίς τέχνης άδύνατος, καί ή πανδεχής ύλη άνευ τού θεού τού δημιουργού διάκρισιν καί σχήμα καί κόσμον ούκ έλάμβανεν. ώς δέ ού τόν κέραμον προτιμότερον τού έργασαμένου αύτόν έχομεν ούδέ τάς φιάλας καί χρυσίδας τού χαλκεύσαντος, άλλ' ε’ί τι περί έκείνας δεξιόν κατά τήν τέχνην, τόν τεχνίτην έπαινούμεν καί ούτός έστιν ό τήν έπί τοίς σκεύεσι δόξαν καρπούμενος, καί έπί τής ύλης καί τού θεού τής διαθέσεως τών κεκοσμημενών ούχ ή ύλη τήν δόξαν καί τήν τιμήν δικαίαν έχει, άλλ' ό δημιουργός αύτής θεός. ώστε, είτά είδη τής ύλης άγοιμεν θεούς, άναισθητείν τού όντως θεού δόξομεν, τά λυτά καί φθαρτά τφ άιδίψ έξισούντες. Καλός μέν γάρ ό κόσμος καί τφ μεγέθει περιέχων καί τή διαθέσει τών τε έν τφ λοξφ κύκλω καί τών περί τήν άρκτον καί τφ σχήματι σφαιρικφ όντι- άλλ' ού τούτον, άλλά τόν τεχνίτην αύτού προσκυνητέον. ούδέ γάρ οί προς ύμάς άφικνούμενοι ύπήκοοι 9 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας παραλιπόντες ύμάς τούς άρχοντας και δέσποτας θεραπεύειν παρ' ών άν, <ών> δέοιντο, και τύχοιεν, έπί τό σεμνόν τής καταγωγής ύμών καταφεύγουσιν, άλλά τήν μέν βασιλικήν εστίαν, τήν άλλως έντυχόντες αύτή, θαυμάζουσι καλώς ήσκημένην, ύμάς δέ πάντα έν πάσιν άγουσι τή δόξη. καί ύμείς μέν οί βασιλείς έαυτοίς άσκείτε τάς καταγωγάς βασιλικάς, ό δέ κόσμος ούχ ώς δεομένου τού θεού γέγονεν· πάντα γάρ ό θεός έστιν αύτός αύτφ, φώς άπρόσιτον, κόσμος τέλειος, πνεύμα, δύναμις, λόγος, εί τοίνυν έμμελές ό κόσμος όργανον κινούμενον έν ·υθμφ, τόν άρμοσάμενον καί πλήσσοντα τούς φθόγγους καί τό σύμφωνον έπμδοντα μέλος, ού τό όργανον προσ­ κυνώ· ούδέ γάρ έπί τών άγωνιστών παραλιπόντες οί άθλοθέται τούς κιθαριστάς, τάς κιθάρας στεφανούσιν αύτών· είτε, ώς ό Πλάτων φησί, τέχνη τού θεού, θαυμάζων αύτού τό κάλλος τφ τεχνίτη πρόσειμι· είτε ούσία καί σώμα, ώς οί άπό τού Περιπάτου, ού παραλιπόντες προσκυνείν τόν αίτιον τής κινήσεως τού σώματος θεόν έπί τά πτωχά καί άσθενή στοιχεία καταπίπτομεν, τφ άπαθεί άέρικατ' αύτούς τήν παθητήν ύλην προσκυνούντες· είτε δυνάμεις τού θεού τά μέρη τού κόσμου νοεί τις, ού τάς δυνάμεις προσιόντες θεραπεύομεν, άλλά τόν ποιητήν αύτών καί δεσπότην. ούκ αιτώ τήν ύλην ά μή έχει, ούδέ παραλιπών τόν θεόν τά στοιχεία θεραπεύω, οις μηδέν πλέον ή όσον έκελεύσθησαν έξεστιν· είγάρ καί καλά ίδειν τή τού δημιουργού τέχνη, άλλά λυτά τή τής ύλης φύσει, μαρτυρεί δέ τφ λογά) τούτψ καί Πλάτων· "ον" γάρ "ούρανόν", φησί, "καί κόσμον έπωνομάκαμεν, πολλών μέν μετέσχηκε <καί> μακαρίων παρά τού πατρός, άτάρ ούν δή κεκοινώνηκε <καί> σώματος· όθεν αύτφ μεταβολής άμοίρψ τυγχάνειν άδύνατον." εί τοίνυν θαυμάζων τόν ούρανόν καί τά στοιχεία τής τέχνης ού προσκυνώ αύτά ώς θεούς είδώς τόν έπ' αύτοις τής λύσεως λόγον, ών οίδα άνθρώπους δημιουργούς, πώς ταύτα προσείπω θεούς; Σκέψασθε δέ μοι διά βραχέων (άνάγκη δέ άπολογούμενον άκριβεστέρους παρέχειν τούς λογισμούς καί περί τών ονομάτων, ότι νεώτερα, καί περί τών εικόνων, ότι χθές καί πρφην γεγόνασιν ώς λογά) είπείν· ϊστε δέ καί ύμείς ταύτα άξιολογώτερον ώς άν έν 9. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας πάσιν καί ύπέρ πάντας τοίς παλαιοίς συγγιγνόμενοι)· φημί ούν Όρφέα καί Όμηρον καί Ησίοδον είναι τούς καί γένη καί ονόματα δόντας τοίς ύπ' αυτών Λεγομένοις θεοίς. μαρτυρεί δέ καί Ηρόδοτος· "Ησίοδον γάρ καί Όμηρον ήΛικίην τετρακοσίοισι έτεσι δοκέω πρεσβυτέρους έμού γενέσθαι, καί ού πΛείοσι· ούτοι δέ είσιν οί ποιήσαντες θεογονίην ΈΛΛησι καί τοίσι θεοίσι τάς επωνυ­ μίας δόντες καί τιμάς τε καί τέχνας διεΛόντες καί εϊδεα αυτών ση μήναντες." αίδ' εικόνες μέχρι μήπω πλαστική καί γραφική καί άνδριαντοποιητική ήσαν, ούδέ ένομίζοντο· Σαυρίου δέ τού Σαμίου καί Κράτωνος τού Σικυωνίου καί ΚΛεάνθους τού Κορινθίου καί κόρης Κορινθίας έπιγενομένων καί σκιαγραφίας μέν εύρεθείσης ύπό Σαυρίου ίππον έν ήλίψ περιγράψαντος, γραφικής δέ ύπό Κράτωνος έν πίνακι Λελευκωμένψ σκιάς άνδρός καίγυναικός έναλείψαντος, -άπό δέ τής κόρης ή κοροπΛαθική εύρέθη (έρωτικώς γάρ τίνος έχουσα περιέγραψεν αύτού κοιμωμένου έν τοίχψ τήν σκιάν, είθ' ό πατήρ ήσθείς άπαραΛΛάκτψ ούση τή όμοιότητικέραμον δέ είργάζετο-άναγλύψας τήν περιγραφήν πηλώ προσανεπΛήρωσεν· ό τύπος έτικαί νυν έν Κορίνθψ σφζεται), -τούτοις δέ έπιγενόμενοι Δαίδαλος, Θεόδωρος, ΣμιΛις άνδριαντοποιητικήν καί πλαστικήν προσεξευρον. ό μέν δή χρόνος ολίγος τοσούτος ταις είκοσι καί τή περί τά είδωλα πραγματείμ, ώς έχειν είπείν τόν έκάστου τεχνίτην θεού, τό μέν γάρ έν Έφέσψ τής Αρτέμιδος καί τό τής Αθηνάς (μάλλον δέ Αθηλάς- άθήλη γάρ ώς οί μυστικώτερον ούτω γάρ) τό άπό τής ελαίας τό παλαιόν καί τήν Καθημένην Ένδοιος είργάσατο μαθητής Δαιδάλου, ό δέ Πύθιος έργον Θεοδώρου καί Τηλεκλέους καί ό Δήλιος καί ή Άρτεμις Τεκταίου καί Αγγελίωνος τέχνη, ή δέ έν Σάμψ Ήρα καί έν Αργεί Σμίλιδος χειρες καί Φειδίου τά Λοιπά είδωλα ή Αφροδίτη έν Κνίδψ έτέρα Πραξιτέλους τέχνη, ό έν Έπιδαύρψ Ασκληπιός έργον Φειδίου. συνελόντα φάναι, ούδέν αυτών διαπέφευγεν τό μή ύπ' άνθρώπου γεγονέναι. εί τοίνυν θεοί, τί ούκ ήσαν έξ άρχής; τί δέ είσιν νεώτεροι τών πεποιηκότων; τί δέ έδει αύτοΐς προς τό 9. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας γενέσθαι άνθρώπων και τέχνης; γη ταύτα και λίθοι καί ύλη καί περίεργος τέχνη. Έπεί τοίνυν φασί τινες εικόνας μέν είναι ταύτας, θεούς δέ έφ' οίς αί εικόνες, καί τάς προσόδους άς ταύταις προσίασιν καί τάς θυσίας έπ' έκείνους άναφέρεσθαι καί εις έκείνους γίνεσθαι μή είναι τε έτερον τρόπον τοις θεοίς ή τούτον προσελθείν ("χαλεποί δέ θεοί φαίνεσθαι έναργείς") καί τού ταύθ' ούτως έχειν τεκμήρια παρέχουσιν τάς ένίων ειδώλων ένεργείας, φέρε έξετάσωμεν τήν έπί τοις όνόμασι δύναμιν αύτών. δεήσομαιδέ ύμών, μέγιστοι αύτοκρατόρων, προ τού λόγου άληθείς παρεχομένψ τούς λογισμούς συγγνώναι· ού γάρ προκείμενόν μοι έλέγχειν τά είδωλα, άλλά άπολυόμενος τάς διαβολάς λογισμόν τής προαιρέσεως ήμών παρέχω, έχοιτε άφ' έαυτών καί τήν έπουράνιον βασιλείαν έξετάζειν· ώς γάρ ύμίν πατρί καί υίφ πάντα κεχείρωται άνωθεν τήν βασιλείαν είληφόσιν ("βασιλέως γάρ ψυχή έν χειρί θεού", φησί τό προφητικόν πνεύμα), ούτως ένί τφ θεφ καί τφ παρ' αύτού λογω υίφ νοουμένψ άμερίστψ πάντα ύποτέτακται. έκείνο τοίνυν σκέψασθέ μοι προ τών άλλων, ούκ έξ άρχής, ώς φασιν, ήσαν οί θεοί, άλλ' ούτως γέγονεν αύτών έκαστος ώς γιγνόμεθα ήμείς· καί τούτο πάσιν αύτοίς ξυμφωνείται, Όμήρου μέν [γάρ] λέγοντος Ωκεανόν τε, θεών γένεσιν, καί μητέρα Τηθύν, Όρφέως δέ, ός καί τά ονόματα αύτών πρώτος έξηύρεν καί τάς γενέσεις διεξήλθεν καί όσα έκάστοις πέπρακται ειπεν καί πεπίστευται παρ' αύτοίς άληθέστερον θεολογειν, φ καί Όμηρος τά πολλά καί περί θεών μάλιστα έπεται, καί αύτού τήν πρώτην γένεσιν αύτών έξ ύδατος συνιστάντος Ωκεανός, όσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται. ήν γάρ ύδωρ άρχή κατ' αύτόν τοις όλοις, άπό δέ τού ύδατος ιλύς κατέστη, έκ δέ έκατέρων έγεννήθη ζφον δράκων προσπεφυκυίαν έχων κεφαλήν λέοντος, διά μέσου δέ αύτών θεού πρόσωπον, όνομα Ηρακλής καί Χρόνος. ούτος ό Ηρακλής έγέννησεν ύπερμέγεθες φόν, ό συμπληρούμενον ύπό βίας τού γεγεννηκότος έκ παρατριβής 9 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛληνας εις δύο έρράγη. τό μέν ούν κατά κορυφήν αύτού Ούρανός είναι έτελέσθη, τό δέ κάτω ένεχθέν Γή· προήλθε δέ καί θεός γη δισώματος. Ούρανός δέ Γή μιχθείς γεννμ θηλείας μέν ΚΛωθώ, Λάχεσιν, Άτροπον, άνδρας δέ Έκατόγχειρας Κόττον, Γύγην, Βριάρεων καί Κύκλωπας, Βροντήν καί Στερόπην καί Αργήν- οΰς καί δήσας κατεταρτάρωσεν, έκπεσείσθαι αύτόν ύπό τών παίδων τής άρχής μαθών. διό καί όργισθείσα ή Γή τούς Τιτάνας έγέννησεν· Κούρους δ' Ούρανίωνας έγείνατο πότνια Γαία, οΰς δή καίΤιτήνας έπίκΛησιν καλέουσιν, ούνεκα τισάσθην μέγαν Ούρανόν άστερόεντα. Αύτη άρχή γενέσεως περί τούς κατ' αύτούς θεούς τε καί τφ παντί. εκείνο τοίνυν έκαστον γάρ τών τεθεολογη μενών ώς τήν άρχήν ονειναι. είγάρ γεγόνασιν ούκ όντες, ώς οί περί αυτών θεολογουντες λέγουσιν, ούκ είσίν· ή γάρ άγένητόν τι, καί έστιν άίδιον, ή γενητόν, καί φθαρτόν έστιν. καί ούκ εγώ μέν ούτως, έτέρως δέ οί φιλόσοφοι, "τί τό όν άείγένεσίν τε ούκ έχον, ή τί τό γενόμενον μέν, όν δέ ούδέποτε;" περί νοητού καί αισθητού διαλεγόμενος ό Πλάτων τό μέν άεί όν, τό νοητόν, άγένητόν είναι διδάσκει, τό δέ ούκ όν, τό αισθητόν, γενητόν, άρχόμενον είναι καί παυόμενον. τούτφ τφ λόγφ καί οί άπό τής Στοάς έκπυρωθήσεσθαι τά πάντα καί πάλιν έσεσθαί φασιν, έτέραν άρχήν τού κόσμου λαβόντος. εί δέ, καίτοι δισσοΰ αιτίου κατ' αύτούς όντος, τού μέν δραστήριου καί καταρχομένου, καθό ή πρόνοια, τού δέ πάσχοντος καί τρεπομένου, καθό ή ύλη, άδύνατον [δέ] έστιν καί προνοούμενον έπί ταύτού μείναι τόν κόσμον γενόμενον, πώς ή τούτων μένει σύστασις, ού φύσει όντων άλΛά γενομένων; τί δέ τής ύλης κρείττους οί θεοί τήν σύστασιν έξ ύδατος έχοντες; άλΛ' ούτε κατ' αύτούς ύδωρ τοις πάσιν άρχή (έκ γάρ άπλών καί μονοειδών στοιχείων τί άν συστήναι δύναιτο; δει δέ καί τή ύλη τεχνίτου καί ύλης τφ τεχνίτη· ή πώς άν γένοιτο τά έκτυπώματα χωρίς τής ύλης ή τού τεχνίτου;)· ούτε πρεσβυτέραν λόγον έχει είναι τήν ύλην 9. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας του θεού· τό γάρ ποιητικόν αίτιον προκατάρχειν τών γιγνομένων ανάγκη. Εί μέν ούν μέχρι τού φήσαι γεγονέναι τούς θεούς καί έξ ύδατος τήν σύστασιν έχειν τό άπίθανον ήν αύτοίς τής θεολογίας, έπιδεδειχώς ότι ούδέν γενητόν ό ού καί διαλυτόν, έπί τά λοιπά άν παρεγενόμην τών εγκλημάτων, έπεί δέ τούτο μέν διατεθείκασιν αύτών τά σώματα, τόν μέν Ήρακλέα, ότι θεός δράκων έλικτός, τούς δέ Έκατόγχειρας είπόντες, καί τήν θυγατέρα τού Δ ιός, ήν έκ τής μητρός 'Ρέας καί Δήμητρος ή δημήτορος τόν αύτής έπαιδοποιήσατο, δύο μέν κατά φύσιν [είπον] έχειν οφθαλμούς καί έπί τφ μετώπψ δύο καί προτομήν κατά τό όπισθεν τού τραχήλου μέρος, έχειν δέ καί κέρατα, διό καί τήν 'Ρέαν φοβηθείσαν τό τής παιδός τέρας φυγείν ούκ έφείσαν αύτή τήν θηλήν, ένθεν μυστικώς μέν Αθηλά κοινώς δέ Φερσεφόνη καί Κόρη κέκληται, ούχή αύτή ούσα τή Αθηνμ τή άπό τής κόρης λεγομένη· τούτο δέ τά πραχθέντα αύτοίς επ' άκριβές ώς οϊονται διεξεληλύθασιν, Κρόνος μέν ώς έξέτεμεν τά αιδοία τού πατρός καί κατέρριψεν αύτόν άπό τού άρματος καί ώς έτεκνοκτόνει καταπίνων τών παίδων τούς άρσενας, Ζευς δέ ότι τόν μέν πατέρα δήσας κατεταρτάρωσεν, καθά καί τούς υίείς ό Ούρανός, καί προς Τιτάνας περί τής άρχής έπολέμησεν καί ότι τήν μητέρα'Ρέαν άπαγορεύουσαν αύτού τόν γάμον έδίωκε, δρακαίνης δ' αύτής γενομένης καί αύτός εις δράκοντα μεταβαλών συνδήσας αύτήν τφ καλουμένψ Ήρακλειωτικφ άμματι έμίγη (τού σχήματος τής μίξεως σύμβολον ή τού Έρμου -άβδος), είθ' ότι Φερσεφόνη τή θυγατρί έμίγη βιασάμενος καί ταύτην έν δράκοντος σχήματι, έξ ής παίς Διόνυσος αύτφ· άνάγκη κάν τοσοϋτον είπείν· τί τό σεμνόν ή χρηστόν τής τοιαύτης ιστορίας, ίνα πιστεύσωμεν θεούς είναι τόν Κρόνον, τόν Δία, τήν Κόρην, τούς λοιπούς; αί διαθέσεις τών σωμάτων; καί τίς άν άνθρωπος κεκριμένος καί έν θεωρίμ γεγονώς ύπό θεού γεννηθήναι πιστεύσαι έχιδνανΌρφεύς· άν δέ Φάνης άλλην γενεήν τεκνώσατο δεινήν 9* Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νηδύος έξ ιερής, προσιδείν φοβερωπόν Έχιδναν, ής χαίται μέν άπό κρατάς καλόν τε πρόσωπον ήν έσιδείν, τά δέ λοιπά μέρη φοβεροίο δράκοντας αύχένος έξ άκρουή αύτόν τόν Φάνητα δέξαιτο, θεόν όντα πρωτόγονον (ούτος γάρ έστιν ό έκ του φού προχυθείς), ή σώμα ή σχήμα έχειν δράκοντας ή καταποθήναι ύπό του Διός, όπως ό Ζευς άχώρητος γένοιτο; εί γάρ μηδέν διενενηνόχασιν τών φαυλοτάτων θηρίων (δήλον γάρ ότι ύποδιαλλάσσειν δει τών γήινων καί τών άπό τής ύλης άποκρινομένων τό θειον), ούκ είσίν θεοί, τί δέ καί πρόσιμεν αύτοίς, ών κτηνών μέν δίκην έχει ή γένεσις, αύτοί δέ θηριόμορφοι καί δυσειδείς; Καίτοι εί σαρκοειδείς μόνον έλεγον αύτούς καί αίμα έχειν καί σπέρμα καί πάθη οργής καί έπιθυμίας, καί τότε έδει λήρον καί γέλωτα λόγους τούτους νομίζειν· ούτε γάρ οργή ούτε επιθυμία καί όρεξις ούδέ παιδοποιόν σπέρμα έν τφ θεφ. έστωσαν τοίνυν σαρκοειδείς, άλλά κρείττους μέν θυμού καί οργής, ϊνα μή Αθηνά μέν βλέπηται "σκυζομένη Διί πατρί, χόλος δέ μιν άγριος ήρει", "Ηρα δέ θεωρήται "Ήρη δ' ούκ έχαδε στήθος χόλον, άλλά προσηύδα", κρείττους δέ λύπης, ώ πόποι, ή φίλον άνδρα διωκόμενον περί τείχος όφθαλμοίσιν όρώμαι· έμόν δ' ολοφύρεται ήτορ. έγώ μέν γάρ καί άνθρώπους άμαθείς καί σκαιούς λέγω τούς οργή καί λύπη είκοντας· όταν δέ ό "πατήρ άνδρών τε θεών τε" όδύρηται μέν τόν υιόν aS aS έγών, ότε μοι Σαρπηδόνα φίλτατον άνδρών μοίρ' ύπό Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμήναι, άδυνατή δέ όδυρόμενος τού κινδύνου έξαρπάσαι Σαρπηδών Διός υιός, ό δ' ούδ' φ παιδί άμύνει, τίς ούκ άν τούς έπί τοίς τοιούτοις μύθοις φιλόθεους, μάλλον δέ άθέους, τής άμαθίας καταμέμψαιτο; έστωσαν σαρκοειδείς, άλλά μή τιτρωσκέσθω μηδέ Αφροδίτη ύπό Διομήδους τό σώμα, 9 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας "ούτά με Τυδέος υιός ύπέρθυμος Διομήδης", ή ύπό Άρεως τήν ψυχήν, ώς εμέ χωλόν έόντα Διός θυγάτηρ Αφροδίτη αίέν άτιμάζει, φιλέει δ' άΐδηλον Άρηα. ... "διά δέ χρόα καλόν έδαψεν", ό δεινός έν πολέμοις, ό σύμ­ μαχος κατά Τιτάνων του Διός, άσθενέστερος Διομήδους φαίνεται, "μαίνετο δ' ώς ότ' Άρης έγχέσπαλος" -σιώπησον, Όμηρε, θεός ού μαίνεται· σύ δέ μοικαί μιαιφόνον καί βροτολοιγόν, "Αρες, Άρες βροτολοιγέ, μιαιφόνε", διηγή τόν θεόν καί τήν μοιχείαν αύτού διέξει καί τά δεσμά· τώ δ' ές δέμνια βάντε κατέδραθον, άμφί δέ δεσμοί τεχνήεντες έχυντο πολύφρονος Ήφαίστοιο, ούδέ τικινήσαι μελέων ήν. ού καταβάλλουσι τόν πολύν τούτον άσεβή λήρον περί τών θεών; Ούρανός έκτέμνεται, δείται καί καταταρταρούται Κρόνος, έπανίσταVται Τιτάνες, Στύξ άποθνήσκει κατά τήν μάχην-ήδη καί θνητούς αύτούς δεικνύουσιν-έρώσιν άλλήλων, έρώσιν άνθρώπων· Αινείας, τόν ύπ' Αγχίση τέκε δϊ' Αφροδίτη, Ίδης έν κνημοίσι θεά βροτώ εύνηθεισα. ούκ έρώσιν, ού πάσχουσιν· ή γάρ θεοί καί ούχ άψεται αύτών έπιθυμία ... κάν σάρκα θεός κατά θείαν οικονομίαν λάβη, ήδη δούλος έστιν έπιθυμίας; ού γάρ πώποτέ μ' ώδε θεάς έρος ούδέ γυναικός θυμόν ένί στήθεσσι περιπροχυθείς έδάμασσεν, ούδ' όπότ' ήρασάμην Ίξιονίης άλόχοιο, ούδ' ότε περ Δανάης καλλισφύρου Ακρισιώνης, ούδ' ότε Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοίο, ούδ' ότε περ Σεμέλης, ούδ' Αλκμήνης ένί ©ήβη, ούδ' ότε Δήμητρας καλλιπλοκάμοιο άνάσσης, ούδ' ότε περ Λητούς έρικυδέος, ούδέ σεύ αύτής. γενητός έστιν, φθαρτός έστιν, ούδέν έχων θεού, άλλά καί θητεύουσιν άνθρώποις· ώ δώματ' Αδμήτεια, έν οίς έτλην έγώ θήσσαν τράπεζαν αίνέσαι θεός περ ών, καί βουκολούσιν· έλθών δ' ές αίαν τήνδ' έβουφόρβουν ξένω, 9< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί τόνδ' εσωζον οίκον. ούκούν κρείττων Άδμητος τού θεού. ώ μάντι καί σοφέ καί προειδώς τοις άλλοις τά έσόμενα, ούκ έμαντεύσω τού ερωμένου τόν φόνον, άλλά καί έκτεινας αύτοχειρί τόν φίλον· κάγώ τό Φοίβου θειον άψευδές στόμα ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη, ώς ψευδόμαντιν κακίζει τόν Απόλλω ό Αισχύλος, ό δ' αύτός ύμνων, αύτός έν θοίνη παρών, αύτός τάδ' είπών, αύτός έστιν ό κτανών τόν παίδα τόν έμόν. Άλλά ταύτα μέν ίσως πλάνη ποιητική, φυσικός δέ τις επ' αύτοις καί τοιοϋτος λόγος· "Ζεύς άργής", ώς φησιν Εμπεδοκλής, "Ήρη τε φερέσβιος ήδ' Αίδωνεύς Νήστίς θ', ή δακρύοις τέγγεικρούνωμα βρότειον". εί τοίνυν Ζεύς μέν τό πϋρ, Ήρα δέ ή γή καί ό άήρ Αίδωνεύς καί τό ύδωρ Νήστις, στοιχεία δέ ταύτα, τό πϋρ, τό ύδωρ, ό άήρ, ούδείς αύτών θεός, ούτε Ζεύς, ούτε Ήρα, ούτε Αίδωνεύς- άπό γάρ τής ύλης διακριθείσης ύπό του θεού ή τούτων σύστασίς τε καίγένεσις, πϋρ καί ύδωρ καί γαία καί ήέρος ήπιον ύψος, καί φιλίη μετά τοίσιν. ά χωρίς τής φιλίας ού δύναται μένειν ύπό του νείκους συγχεόμενα, πώς άν ούν ε’ίποι τις ταύτα είναι θεούς; άρχικόν ή φιλία κατά τόν Έμπεδοκλέα, άρχόμενα τά συγκρίματα, τό δέ άρχικόν κύριονώστε, εάν μίαν καί τήν <αύτήν> τού τε άρχομένου καί τού άρχοντος δύναμιν θώμεν, λήσομεν έαυτούς ισότιμον τήν ύλην τήν φθαρτήν καί ρευστήν καί μεταβλητήν τώ άγενήτψ καί άϊδίφ καί διά παντός συμφώνψ ποιοϋντες θεώ. Ζεύς ή ζέουσα ούσία κατά τούς Στωϊκούς, Ήρα ό άήρ, καί τού ονόματος εί αύτό αύτώ έπισυνάπτοιτο συνεκφωνούμενου, Ποσειδών ή πόσις. άλλοι δέ άλλως φυσιολογοϋσιν· οί μέν γάρ άέρα διφυή άρσενόθηλυν τόν Δία λέγουσιν, οί δέ καιρόν εις εύκρασίαν τρέποντα τόν χρόνον, διό καί μόνος Κρόνον διέφυγεν. άλλ έπί μέν τών άπό τής Στοάς έστιν 9 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας είπείν- εί ένα τόν άνωτάτω θεόν άγένητόν τε και άΐδιον νομίζετε, συγκρίματα δέ εις ά ή τής ύΛης άλλαγή, καί τό πνεύμα του θεού διά τής ύΛης κεχωρηκός κατά τάς παραλλάξεις αύτής άλλο καί άλλο όνομα μεταλαγχάνειν φατέ, σώμα μέν τά είδη τής ύλης τού θεού γενήσεται, φθειρόμενων δέ τών στοιχείων κατά τήν έκπύρωσιν άνάγκη συμφθαρήναι όμού τοίς εϊδεσι τά ονόματα, μόνου μένοντος τού πνεύματος τού θεού, ών ούν σωμάτων φθαρτή ή κατά τήν ύλην παραλλαγή, τίς άν ταύτα πιστεύσαι θεούς; πρός δέ τούς λέγοντας τόν μέν Κρόνον χρόνον, τήν δέ 'Ρέαν γήν, τήν μέν συλλαμβάνουσαν έκ τού Κρόνου καί άποτίκτουσαν, ένθεν καί μήτηρ πάντων νομίζεται, τόν δέ γεννώντα καί καταναλίσκοντα, καί είναι τήν μέν τομήν τών άναγκαίων ομιλίαν τού άρρενος πρός τό θήλυ, τέμνουσαν καίκαταβάλλουσαν σπέρμα εις μήτραν καίγεννώσαν άνθρωπον έν έαυτφ τήν επιθυμίαν, ό έστιν Αφροδίτη, έχοντα, τήν δέ μανίαν τού Κρόνου τροπήν καιρού φθείρουσαν έμψυχα καί άψυχα, τά δέ δεσμά καί τόν Τάρταρον χρόνον ύπό καιρών τρεπόμενον καί άφανή γινόμενον, πρός τοίνυν τούτους φαμέν· είτε χρόνος έστιν ό Κρόνος, μεταβάλλει, είτε καιρός, τρέπεται, είτε σκότος ή πάγος ή ούσία ύγρά, ούδέν αύτών μένει· τό δέ θειον καί άθάνατον καί άκίνητον καί άναλλοίωτον- ούτε άρα ό Κρόνος ούτε τό επ' αύτφ ε’ίδωλον θεός. περί δέ τού Διός, εί μέν άήρ έστι γεγονώς έκ Κρόνου, ού τό μέν άρσεν ό Ζεύς, τό δέ θήλυ Ήρα (διό καί άδελφή καί γυνή), άλλοιούται, εί δέ καιρός, τρέπεται· ούτε δέ μεταβάλλει ούτε μεταπίπτει τό θειον. τί δέ <δεί ύμίν έπί> πλέον Λέγοντα ένοχλείν, οΐάμεινον τά παρ' έκάστοις τών πεφυσιολογηκότων ο’ίδατε, ποια περί τής φύσεως ένόησαν οί συγγραψάμενοι ή περί τής Αθηνάς, ήν φρόνησιν διά πάντων διήκουσάν φασιν, ή περί τής Τσιδος, ήν φύσιν αίώνος, έξ ής πάντες έφυσαν καί δι' ής πάντες είσίν, λέγουσιν, ή περί τού Όσίριδος, ού σφαγέντος ύπό Τυφώνος τού άδελφοΰ περί πελώρου τού υιού ή Ίσις ζητούσα τά μέλη καί εύρούσα ήσκησεν εις ταφήν, ή ταφή έως νύν Οσιριακή καλείται; άνω κάτω γάρ περί τά είδη τής ύλης στρεφόμενοι 1 Τού αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άποπίπτουσιν του λόγφ θεωρητού θεού, τά δέ στοιχεία καί τά μόρια αύτών θεοποιούσιν, άλλοτε άλλα ονόματα αύτοις τιθέμενοι, τήν μέν τού σίτου σποράν Όσιριν (οθεν φασί μυστικώς έπί τή άνευρέσει τών μελών ή τών καρπών έπιλεχθήναι τή Τσιδι "εύρήκαμεν, συγ­ χαίρομε ν"), τόν δέ τής άμπέλου καρπόν Διόνυσον καί Σεμέλην αύτήν τήν άμπελον καί κεραυνόν τήν τού ήλιου φλόγα. καίτοι γε πάντα μάλλον ή θεολογούσιν οι τούς μύθους .... θεοποιούντες, ούκ είδότες ότι οίς άπολογούνται ύπέρ τών θεών, τούς έπ' αύτοις λόγους βεβαιούσιν. τί ή Εύρώπη καί ό Ταύρος καί ό Κύκνος καί ή Λήδα προς γήν καί άέρα, ίν' ή προς ταύτας μιαρά τού Διός μΈξις ή γής καί άέρος; άλλά άποπίπτοντες τού μεγέθους τού θεού καί ύπερκύψαι τφ λόγφ (ού γάρ έχουσιν συμ­ πάθειαν εις τόν ούράνιον τόπον) ού δυνάμενοι, έπί τά είδη τής ύλης συντετήκασιν καί καταπίπτοντες τάς τών στοιχείων τροπάς θεο­ ποιούσιν, όμοιον εί καί ναύν τις, έν ή έπλευσεν, άντί τού κυβερνήτου άγοι. ώς δέ ούδέν πλέον νεώς, κάν ή πάσιν ήσκημένη, μή έχούσης τόν κυβερνήτην, ούδέ τών στοιχείων όφελος διακεκοσμημένων δίχα τής παρά τού θεού προνοίας. ή τε γάρ ναύς καθ' έαυτήν ού πλευσείται τά τε στοιχεία χωρίς τού δημιουργού ού κινηθήσεται. Εϊποιτε άν ούν συνέσει πάντας ύπερέχοντες· τίνι ούν τφ λόγφ ένια τών ειδώλων ένεργεΐ, εί μή είσίν θεοί, έφ' οίς ίδρυόμεθα τά άγάλματα; ού γάρ είκός τάς άψύχους καί άκινήτους εικόνας καθ' έαυτάς ίσχύειν χωρίς τού κινούντος. τό μέν δή κατά τόπους καί πόλεις καί έθνη γίγνεσθαι τινας έπ' όνόματι ειδώλων ένεργείας ούδ' ήμείς άντιλέγομεν· ού μήν εί ώφελήθησάν τινες καί αύ έλυπήθησαν έτεροι, θεούς νοούμεν τούς έφ' έκάτερα ένεργήσαντας, άλλά καί φ λόγφ νομίζετε ίσχύειν τά είδωλα καί τίνες οί ένεργούντες έπιβατεύοντες αύτών τοίς όνόμασιν, έπ' άκριβές έξητάκαμεν. άναγκαίον δέ μοι μέλλοντι δεικνύειν, τίνες οί έπί τοίς είδώλοις ένεργούντες καί ότι μή θεοί, προσχρήσασθαί τισι καί τών άπό φιλοσοφίας μάρτυσιν. πρώτος Θαλής διαιρεί, ώς οί τά έκείνου L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άκριβούντες μνημονεύουσιν, εις θεόν, εις δαίμονας, εις ήρωας. άΛΛά "θεόν" μέν "τόν νουν του κόσμου" άγει, "δαίμονας" δέ "ούσίας" νοεί "ψυχικάς καί ήρωας τάς κεχωρισμένας ψυχάς" τών άνθρώπων, "άγαθούς μέν τάς άγαθάς, κακούς δέ τάς φαύλους". Πλάτων δέ τά άλλα έπέχων καί αύτός εις τε τόν άγένητον θεόν καί τούς ύπό τού άγενήτου εις κόσμον τού ούρανού γεγονότας, τούς τε πλανήτας καί τούς απλανείς άστέρας, καί εις δαίμονας τέμνει- περί ών δαιμόνων αύτός άπαξιών λέγειν, τοίς περί αύτών είρηκόσιν προσέχειν άξιοι- "περί δέ τών άλλων δαιμόνων είπεϊν καί γνώναι τήν γένεσιν μεϊζον ή καθ' ήμάς, πειστέον δέ τοίς είρηκόσιν έμπροσθεν, έγγόνοις μέν θεών ούσιν, ώς έφασαν, σαφώς γέ που τούς έαυτών προγόνους είδότων- άδύνατον ούν θεών παισίν άπιστεϊν, κάνπερ άνευ είκότων καί άναγκαίων άποδείξεων λέγωσιν, άλλά ώς οικεία φασκόντων άπαγγέλλειν επομένους τώ νόμψ πιστευτέον. ούτως ούν κατ' έκείνους καί ήμίν ή γένεσις περί τούτων τών θεών έχέτω καίλεγέσθω. Τής τε καί Ούρανού παίδες Ωκεανός τε καίΤηθύς έγεννήθησαν, τούτων δέ Φόρκος Κρόνος τε καί'Ρέα καί όσοι μετά τούτων, έκ δέ Κρόνου τε καί'Ρέας Ζεύς Ήρα τε καί πάντες, ούς ίσμεν πάντας άδελφούς λεγομένους αύτών έτι τε τούτων άλλους έκγόνους." άρ' ούν ό τόν άΐδιον νώ και λογά) καταλαμβανόμενον περινοήσας θεόν καί τά έπισυμβεβηκότα αύτφ έξειπών, τό όντως όν, τό μονοφυές, τό άγαθόν άπ' αύτού άποχεόμενον, όπερ έστιν άλήθεια, καί περί "πρώτης δυνάμεως"·... καί "περί τόν πάντων βασιλέα πάντα έστιν καί έκείνου ένεκεν πάντα καί έκείνο αίτιον πάντων" καί περί δευτέρου καί τρίτου "δεύτερον δέ περί τά δεύτερα καί τρίτον περί τά τρίτα", περί τών έκ τών αισθητών, γής τε καί ούρανού, λεγομένων γεγονέναι μείζον ή καθ' έαυτόν τάληθές μαθεϊν ένόμισεν; ή ούκ έστιν είπεϊν. άλλ' έπεί άδύνατον γεννάν καί άποκυΐσκεσθαι θεούς ένόμισεν έπομένων τοίς γιγνομένοις τελών καί έτι τούτου άδυνατώτερον μεταπεϊσαι τούς πολλούς άβασανίστως τούς μύθους παραδεχόμενους, διά ταύτα μείζον ή καθ' έαυτόν γνώναι καί είπεϊν έφη περί τής τών άλλων δαιμόνων γενέσεως, ούτε μαθεϊν ούτε έξειπείν γεννάσθαι θεούς δυνάμενος. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας καί τό είρημένον αύτφ "ό δή μέγας ήγεμών έν ούρανφ Ζεύς, έλαύνων πτηνόν άρμα, πρώτος πορεύεται διακόσμων πάντα καί επιμελούμενος, τφ δέ έπεται στρατιά θεών τε καί δαιμόνων" ούκ έπί τού άπό Κρόνου λεγομένου έχει Διός· έστιγάρ έν τουτψ όνομα τφ ποιητή τών όλων. δηλοί δέ καί αύτός ό Πλάτων· έτέρψ σημαντικφ προσειπεΐν αύτόν ούκ έχων, τφ δημώδει όνόματι ούχ ώς ίδίφ τού θεού, άλλ' εις σαφήνειαν, ότι μή δυνατόν εις πάντας φέρειν τόν θεόν, κατά δύναμιν προσεχρήσατο, έπικατηγορήσας τό "μέγας", ϊνα διαστείλη τόν ούράνιον άπό τού χαμάθεν, τόν άγένητον άπό τού γενητού, τού νεωτέρου μέν ούρανού καί γής, νεωτέρου δέ Κρητών, οΐ έξέκλεψαν αύτόν μή άναιρεθήναι ύπό τού πατρός. Τί δέ δει προς ύμάς πάντα λόγον κεκινηκότας ή ποιητών μνημονεύειν ή καί έτέρας δόξας έξετάζειν, τοσούτον είπείν έχοντι· εί καί μή ποιηταί καί φιλόσοφοι ένα μέν είναι έπεγίνωσκον θεόν, περί δέ τούτων οί μέν ώς περί δαιμόνων, οί δέ ώς περί ύλης, οί δέ ώς περί άνθρώπων γενομένων έφρόνουν, ήμείς [τε] άν εικότως έξενηλατούμεθα, διαιρετικφ λογά) καί περί θεού καί ύλης καί περί τής τούτων αύτών ούσίας κεχρημένοι; ώς γάρ θεόν φαμεν καί υιόν τόν λόγον αύτού καί πνεύμα άγιον, ένούμενα μέν κατά δύναμιν <διαιρούμενα δέ κατά τάξιν είς> τόν πατέρα, τόν υιόν, τό πνεύμα, ότι νούς, λόγος, σοφία ό υιός τού πατρός καί άπόρροια ώς φώς άπό πυρός τό πνεύμα, ούτως καί έτέρας είναι δυνάμεις κατειλήμμεθα περί τήν ύλην έχούσας καί δι' αύτής, μίαν μέν τήν άντίθεον, ούχ ότι άντιδοξούν τί έστι τφ θεφ ώς τή φιλία τό νείκος κατά τόν Έμπεδοκλέα καί τή ήμέρμ νύξ κατά τά φαινόμενα (έπεί κάν εί άνθειστήκει τι τφ θεφ, έπαύσατο τού είναι, λυθείσης αύτού τή τού θεού δυνάμει καί ίσχύι τής συστάσεως), άλλ' ότι τφ τού θεού άγαθφ, ό κατά συμβεβηκός έστιν αύτφ καί συνυπάρχον ώς χρόα σώματι, ού άνευ ούκ έστιν (ούχ ώς μέρους όντος, άλλ' ώς κατ' άνάγκην συνόντος παρακολουθήματος, ήνωμένου καί συγκεχρωσμένου ώς τφ πυρί ξανθφ είναι καί τφ αίθέρι κυανφ), έναντίον έστί τό περί τήν ύλην έχον πνεύμα, γενόμενον μέν ύπό τού θεού, καθό L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας <καί> οί λοιποί ύπ' αύτού γεγόνασιν άγγελοι, καί τήν έπί τή ύλη καί τοις τής ύλης ε’ίδεσι πεπιστευμένον διοίκησιν. τούτων γάρ ή τών άγγέλων σύστασις τώ θεώ έπί προνοίμ γέγονε τοις ύπ' αύτού διακεκοσμημένοις, ίν' ή τήν μέν παντελικήν καί γενικήν ό θεός <έχων> τών όλων πρόνοιαν, τήν δέ έπί μέρους οί έπ' αύτοίς ταχθέντες άγγελοι. ώς δέ καί έπί τών άνθρώπων αύθαίρετον καί τήν άρετήν καί τήν κακίαν έχόντων (έπεί ούκ άν ούτ' έτιμάτε τούς άγαθούς ούτ' έκολάζετε τούς πονηρούς, εί μή έπ' αύτοίς ήν καί ή κακία καί ή άρετή) [καί] οί μέν σπουδαίοι περί ά πιστεύονται ύφ' ύμών, οί δέ άπιστοι εύρίσκονται, καί τό κατά τούς άγγέλους έν όμοίψ καθέστηκεν. οί μέν γάρ άλλοι-αύθαίρετοι δή γεγόνασιν ύπό τού θεού-έμειναν έφ' οίς αύτούς έποίησεν καί διέταξεν ό θεός, οί δέ ένύβρισαν καί τή τής ούσίας ύποστάσει καί τή άρχή ούτός τε ό τής ύλης καί τών έν αύτή ειδών άρχων καί έτεροι τών περί τό πρώτον τούτο στερέωμα (ϊστε δέ μηδέν ήμάς άμάρτυρον λέγειν, ά δέ τοις προφήταις έκπεφώνηται μηνύειν), έκείνοι μέν εις έπιθυμίαν πεσόντες παρθένων καίήττους σαρκός εύρεθέντες, ούτος δέ άμελήσας καί πονηρός περί τήν τών πεπιστευμένων γενόμενος διοίκησιν. έκ μέν ούν τών περί τάς παρθένους έχόντων οί καλούμενοι έγεννήθησαν γίγαντες· εί δέ τις έκ μέρους εϊρηται περί τών γιγάντων καί ποιηταίς λόγος, μή θαυμάσητε, τής κοσμικής ... σοφίας όσον άλήθεια πιθανού διαφέρει διαλλαττουσών καί τής μέν ούσης έπουρανίου, τής δέ έπιγείου καί κατά τόν άρχοντα τής ύλης· ϊσμεν ψεύδεα πολλά λέγειν έτύμοισιν όμοια. ούτοι τοίνυν οί άγγελοι οί έκπεσόντες τών ούρανών, περί τόν άέρα έχοντες καί τήν γήν, ούκέτι εις τά ύπερουράνια ύπερκύψαι δυνάμενοι, καί αί τών γιγάντων ψυχαί οί περί τόν κόσμον είσί πλανώμενοι δαίμονες, όμοιας κινήσεις, οί μέν αίς έλαβον συστάσεσιν, οί δαίμονες, οί δέ, αίς έσχον έπιθυμίαις, οί άγγελοι, ποιούμενοι. ό δέ τής ύλης άρχων, ώς έστιν έξ αύτών τών γινομένων ίδείν, Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας εναντία τώ άγαθφ τού θεού επιτροπεύει καί διοικεί. ποΛΛάκι μοι πραπίδων διήΛθε φροντίς, είτε τύχα είτε δαίμων τά βρότεια κραίνει, παρά τ' έΛπίδα καί παρά δίκαν τούς μέν άπ' οίκων δ' έναπίπτοντας άτάρ θεού, τούς δ' εύτυχούντας άγει. <εί> τό παρ' έΛπίδα καί δίκην ευ πράττειν ή κακώς έν άφασίμ τόν Εύριπίδην έποίησεν, τίνος ή τοιαύτη τών περίγειων διοίκησις, έν ή ε’ίποι τις άν· πώς ούν τάδ' είσορώντες ή θεών γένος είναι Λέγωμεν ή νόμοισι χρώμεθα; τούτο καί τόν Αριστοτέλη άπρονόητα είπειν τά κατωτέρω τού ούρανού έποίησεν, καίτοι τής άϊδίου επ' ’ίσης ήμίν μενούσης πρό­ νοιας τού θεού, ή γή δ' άνάγκη, κάν θέλη κάν μή θέλη, φύουσα ποιαν τάμά πιαίνει βοτά, τής δ' έπί μέρους προς άλήθειαν, ού προς δόξαν, χωρούσης έπί τούς άξιους καί τών Λοιπών κατά τό κοινόν συστάσεως νόμψ Λόγου προνοουμένων. άλλ' έπεί αί άπό τουναντίου πνεύματος δαιμονικαί κινήσεις καί ένέργειαι τάς άτάκτους ταύτας έπιφοράς παρέχουσιν, ήδη καί τούς άνθρώπους άλλον άλλως, καί καθ' ένα καί κατά έθνη, μερικώς καί κοινώς, κατά τόν τής ύλης Λόγον καί τής προς τά θεία συμπάθειας, ένδοθεν καί έξωθεν κινούσαι, διά τούτο τινες, ών δόξαι ού μικραί, ένόμισαν ού τάξει τινί τό πάν τούτο συνεστάναι, άλλ άΛόγω τύχη άγεσθαι καί φέρεσθαι, ούκ είδότες ότι τών μέν περί τήν τού παντός κόσμου σύστασιν ούδέν άτακτον ούδέ άπημεΛημένον, άλλ έκαστον αυτών γεγονός Λόγφ, διό ούδέ τήν ώρισμένην έπ' αύτοις παραβαίνουσι τάξιν, ό δέ άνθρωπος κατά μέν τόν πεποιηκότα καί αύτός εύτάκτως έχει καί τή κατά τήν γένεσιν φύσε ι ένα καί κοινόν [έπ]έχούση Λόγον καί τή κατά τήν πΛάσιν διαθέσει ού παραβαινούση τόν έπ' αύτή νόμον καί τώ τού βίου τέΛει ίσω καί κοινφ μένοντι, κατά δέ τόν ίδιον έαυτφ Λόγον καί τήν τού έπέχοντος άρχοντος καί τών παρακοΛουθούντων δαιμόνων ένέργειαν άλλος άλλως φέρεται καί κινείται, κοινόν 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας πάντες τόν έν αύτοίς έχοντες Λογισμόν. Καί οί μέν περί τά είδωλα αύτούς έλκοντες οί δαίμονες είσιν οί προειρημένοι, οί προστετηκότες τφ άπό τών ιερείων αϊματι καί ταύτα περιΛιχμώμενοι· οί δέ τοίς πολλοίς άρέσκοντες θεοί καί ταίς είκόσιν έπονομαζόμενοι, ώς έστιν έκ τής κατ' αύτούς ιστορίας είδε ναι, άνθρωποι γεγόνασιν. καί τούς μέν δαίμονας είναι τούς έπιβατεύοντας τοίς όνόμασιν πίστις ή έκάστου αύτών ένέργεια. οί μέν γάρ άποτέμνουσι τά αιδοία, οί περί τήν 'Ρέαν, οί δέ έγκόπτουσιν ή έντέμνουσιν, οί περί τήν Άρτεμιν. (καί ή μέν έν Ταύροις φονεύει τούς ξένους.) έώ γάρ τούς ταίς μαχαίραις καί τοίς άστραγάλοις αίκιζομένους αύτούς Λέγειν ... καί όσα είδη δαιμόνων. ού γάρ θεού κινείν έπί τά παρά φύσιν· "όταν ό δαίμων άνδρί πορσύνη κακά, τόν νούν έβλαψε πρώτον", ό δέ θεός τελείως άγαθός ών άϊδίως άγαθοποιός έστιν. τού τοίνυν άλλους μέν είναι τούς ένεργούντας, έφ' έτέρων δέ άνίστασθαι τάς εικόνας, έκείνο μέγιστον τεκμήριον, Τρωάς καί Πάριον· ή μέν Νερυλλίνου εικόνας έχει-ό άνήρ τών καθ' ήμάς-τό δέ Πάριον Αλεξάνδρου καί Πρωτέως· τού Αλεξάνδρου έτι έπί τής άγοράς καί ό τάφος καί ή είκών. οί μέν ούν άλλοι άνδριάντες τού Νερυλλίνου κόσμημά είσι δημόσιον, εϊπερ καί τούτοις κοσμείται πόλις, εις δέ αύτών καί χρηματίζειν καί ίάσθαι νοσούντας νομίζεται, καί θύουσί τε δι' αύτά καί χρυσφ περιαλείφουσιν καί στεφανούσιν τόν άνδριάντα οί Τρωαδείς. ό δέ τού Αλεξάνδρου καί ό τού Πρωτέως (τούτον δ' ούκ άγνοεΐτε -ίψαντα έαυτόν εις τό πύρ περί τήν ’Ολυμπίαν), ό μέν καί αύτός λέγεται χρηματίζειν, τφ δέ τού Αλεξάνδρου-'Άύσπαρι, είδος άριστε, γυναιμανές"-δημοτελείς άγονται θυσίαι καί έορταί ώς έπηκόψ θεφ. πότερον ούν ό Νερυλλίνος καί ό Πρωτεύς καί ό Αλέξανδρός είσιν οί ταύτα ένεργούντες περί τά άγάλματα ή τής ύλης ή σύστασις; άλλ' ή μέν ύλη χαλκός έστιν, τί δέ χαλκός δύναταικαθ' αύτόν, ον μεταποιήσαι πάλιν εις έτερον σχήμα έξεστιν, ώς τόν ποδονιπτήρα ό παρά τφ Ήροδότψ Άμασις; ό δέ Νερυλλίνος καί ό Πρωτεύς καί ό Αλέξανδρος τί πλέον τοίς L Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νοσούσιν; ά γάρ ή είκών λέγεται νυν ένεργειν, ένήργει και ζώντος καί νοσουντος Νερυλλίνου. Τί ούν; πρώτα μέν αί τής ψυχής άλογοι και ίνδαλματώδεις περί τάς δόξας κινήσεις άλλοτ' άλλα είδωλα τά μέν άπό τής ύλης έλκουσι, τά δέ αύταις άναπλάττουσιν καί κυούσιν. πάσχει δέ τούτο ψυχή μάλιστα του ύλικού προσλαβούσα καί έπισυγκραθείσα πνεύματος, ού πρός τά ούράνια καί τόν τούτων ποιητήν άλλά κάτω προς τά έπίγεια βλέπουσα, καθολικώς είπείν, ώς μόνον αίμα καί σάρξ, ούκέτι πνεύμα καθαρόν γιγνομένη. αί ούν άλογοι αύται καί ίνδαλματώδεις τής ψυχής κινήσεις είδωλομανείς άποτίκτουσι φαντασίας· όταν δέ άπαλή καί εύάγωγος ψυχή, άνήκοος μέν καί άπειρος λόγων έρρωμένων, άθεώρητος δέ τού άληθούς, άπερινόητος δέ τού πατρός καί ποιητού τών όλων, έναποσφραγίσηταιψευδείς περί αύτής δόξας, οί περί τήν ύλην δαίμονες, λίχνοι περί τάς κνίσας καί τό τών ιερείων αίμα όντες, άπατηλοί δέ άνθρώπων, προσλαβόντες τάς ψευδοδόξους ταύτας τών πολλών τής ψυχής κινήσεις, φαντασίας αύτοίς ώς άπό τών ειδώλων καί άγαλμάτων έπιβατεύοντες αυτών τοίς νοήμασιν είσρείν παρέχουσιν, καί όσα καθ' αύτήν, ώς άθάνατος ούσα, λογικώς κινείται ψυχή ή προμηνύουσα τά μέλλοντα ή θεραπεύουσα τά ένεστηκότα, τούτων τήν δόξαν καρπούνται οί δαίμονες. Άναγκαίον δέ ίσως κατά τά προειρημένα περί τών ονομάτων ολίγα είπείν. Ηρόδοτος μέν ούν καί Αλέξανδρος ό τού Φιλίππου έν τή πρός τήν μητέρα έπιστολή (έκάτεροιδέ έν τή Ήλιουπόλει καί έν Μέμφιδι καί Θήβαις εις λόγους τοίς ίερεύσιν άφϊχθαι λέγονται) φασι παρ' έκείνων άνθρώπους αύτούς γενέσθαι μαθείν. Ηρό­ δοτος· "ήδη ών τών αί εικόνες ήσαν, τοιούτους άπεδείκνυσάν σφεας [αύτούς] έόντας, θεών δέ πολλόν άπηλλαγμένους. τό δέ πρότερον τών άνδρών τούτων θεούς είναι τούς έν Αίγύπτψ άρχοντας, οίκέοντας άμα τοίς άνθρώποισιν, καί τούτων άεί ένα τόν κρατέοντα είναι- ύστερον δέ αύτής βασιλεύσαι Ώρον τόν Όσίρεως παίδα, τόν Απόλλωνα Έλληνες όνομάζουσιν· τούτον καταπαύσαντα Τυφώνα II Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας βασιλεύσαι ύστατον Αίγυπτου. Όσιρις δέ έστι Διόνυσος κατά Ελλάδα γλώσσαν." οϊ τε ούν άλλοι καί τελευταίος βασιλείς Αίγυπτου· παρά δέ τούτων εις Έλληνας ήλθε τά ονόματα τών θεών. Απόλλων ό Διονύσου καί ’Ίσιδος· ό αύτός Ηρόδοτος· "Απόλλωνα δέ καί Άρτεμιν Διονύσου καί ’Ίσιδος λέγουσιν είναι παίδας, Λητώ δέ τροφόν αύτοισ<ι καί> σώτειραν γενέσθαι." ούς ούρανίους γεγονότας πρώτους βασιλέας έσχον, πη μέν άγνοίμ τής άληθούς περί τό θειον εύσεβείας, πη δέ χάριτι τής άρχής θεούς όμού ταίς γυναιξίν αύτών ήγον. "τούς μέν νυν καθαρούς βοϋς τούς έρσενας καί τούς μόσχους οί πάντες Αιγύπτιοι θύουσι, τάς δέ θηλείας ού σφιν έξεστι θύειν, άλλά ίραί είσι τής ’Ίσιδος· <τό γάρ τής Τσιδος> άγαλμα έόν γυναικήιον βούκερών έστι, καθάπερ οί Έλληνες τήν Ίούν γράφουσιν". τινες δ' άν μάλλον ταύτα πιστευθεϊεν λέγοντες ή οί κατά διαδοχήν γένους παίς παρά πατρός, ώς τήν ίερωσύνην καί τήν ιστορίαν διαδεχόμενοι; ού γάρ τούς σεμνοποιούντας ζακόρους τά είδωλα είκός άνθρώπους αύτούς γενέσθαι ψεύδεσθαι. εί τοίνυν Ηρόδοτος έλεγεν περί τών θεών ώς περί άνθρώπων ίστορείν Αιγυπτίους, καίλέγοντι τφ Ήροδότψ "τά μέν νυν θεία τών άφηγημάτων, οία ήκουον, ούκ είμί πρόθυμος διηγείσθαι, έξω ή τά ονόματα αύτέων μούνα" έλάχιστα μή πιστεύειν ώς μυθοποιφ έδει· έπεί δέ Αλέξανδρος καί Ερμής ό Τρισμέγιστος έπικαλούμενος συνάπτων τό ίδιον αύτοϊς γένος καί άλλοι μυρίοι, ϊνα μή καθ' έκαστον καταλέγοιμι, ούδέ λόγος έτι καταλείπεται βασιλείς όντας αύτούς μή νενομίσθαι θεούς. καί ότι μέν άνθρωποι, δηλοϋσιν μέν καί Αιγυπτίων οί λογιώτατοι, οϊ θεούς λέγοντες αιθέρα, γήν, ήλιον, σελήνην, τούς άλλους άνθρώπους θνητούς νομίζουσιν καί ιερά τούς τάφους αύτών· δηλοι δέ καί Απολλόδωρος έν τφ περί θεών. Ηρόδοτος δέ καί τά παθήματα αύτών φησι μυστήρια· "έν δέ Βουσίρι πόλει ώς άνάγουσι τή Τσι τήν έορτήν, ε’ίρηται πρότερόν μοι. τύπτονται γάρ δή μετά τήν θυσίην πάντες καί πάσαι, μυριάδες κάρτα πολλαί άνθρώπων. τόν δέ L Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τύπτονται τρόπον, ού μοι όσιόν έστιν λέγειν." εί θεοί, καί άθάνατοι, εί δέ τύπτονται καί τά πάθη έστιν αυτών μυστήρια, άνθρωποι. ό αύτός Ηρόδοτος· "είσί δέ καί αί ταφαί τού ούχ όσιον ποιούμαι έπί τοιούτψ πράγματι έξαγορεύειν τό όνομα, έν Σάι έν τφ ίερώ τής Αθηναίης, όπισθεν τού νηού, παντός τής Αθηναίης έχόμενον τοίχου, λίμνη δ' έστιν έχομένη λίθινη κρηπίδι κεκοσμημένη έν κύκλω, μέγεθος, ώς έμοί δοκέει, όση περ έν Δήλα) ή τροχοειδής καλεσμένη, έν δέ τή λίμνη ταύτη τά δείκηλα τών παθέων αύτού νυκτός <ποιούσι τά> καλέουσι μυστήρια Αιγύπτιοι". καί ού μόνον ό τάφος τού Όσίριδος δείκνυται, άλλά καί ταριχεία· "έπεάν σφισιν κομισθή νεκρός, δεικνύασι τοίσι κομίσασι παραδείγματα νεκρών ξύλινα τή γραφή μεμιμημένα· καί τήν μέν σπουδαιοτάτην αύτέων φασίν είναι τού ούχ όσιον ποιούμαι ούνομα έπί τοιούτψ πράγματι όνομάζειν." Αλλά καί Ελλήνων οί περί ποίησιν καί ιστορίαν σοφοί περί μέν Ήρακλέους σχέτλιος, ούδέ θεών όπιν ήδέσατ' ούδέ τράπεζαν τήν ήν οί παρέθηκεν· έπειτα δέ πέφνε καί αύτόν, Τφιτον. τοιούτος ών εικότως μέν έμαίνετο, εικότως δέ άνάψας πυράν κατέκαυσεν αύτόν. περί δέ Ασκληπιού Ησίοδος μέν· "πατήρ άνδρών τε θεών τε χώσατ', άπ' Ούλύμπου δέ βαλών ψολόεντι κεραυνφ έκτανε Λητοΐδην φίλον σύν θυμόν όρίνων. Πίνδαρος δέ άλλά κέρδει καί σοφία δέδεται. έτραπε κάκείνον άγάνορι μισθφ χρυσός έν χερσί φανείς. χερσί δ' άρα Κρονίων ·ίψας δι' άμφοίν άμπνοάν στέρνων καθείλεν ώκέως, αϊθων δέ κεραυνός ένέσκηψε μόρον. ή τοίνυν θεοίήσαν, καί ούτε αύτούς προς χρυσόν είχον ώ χρυσέ, δεξίωμα κάλλιστον βροτοίς, <ώς> ούτε μήτηρ ήδονάς τοιάσδ' έχει, ού παίδες (άνεπιδεές γάρ καίκρείττον έπιθυμίας τό θειον) ούτε άπέθνησκον· II Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ή άνθρωποι γεγονότες καί πονηροί δι' άμαθίαν ήσαν καί χρημάτων έλάττους. τί <δεί> με πολλά λέγειν ή Κάστορος ή Πολυδεύκους μνημονεύοντα ή Άμφιάρεω, οί, ώς είπείν λογω, χθες καί πρφην άνθρωποι έξ άνθρώπων γεγονότες θεοί νομίζονται, οπότε καί Ίνώ μετά τήν μανίαν καί τά έπί τής μανίας πάθη θεόν δοξάζουσι γεγονέναι πόντου πλάνητες Λευκοθέαν έπώνυμον καί τόν παίδα αύτής σεμνός Παλαίμων ναυτίλοις κεκλήσεται; είγάρ καί ώς άπόπτυστοι καί θεοστυγείς δόξαν έσχον είναι θεοί καί ή θυγάτηρ τής Δερκετούς Σεμίραμις, λάγνος γυνή καί μιαιφόνος, έδοξε Συρία θεός καί διά τήν Δερκετώ <τούς ίχθυς> καί τάς περιστεράς διά τήν Σεμίραμιν σέβουσι Σύροι (τό γάρ άδύνατον, εις περιστεράν μετέβαλεν ή γυνή· ό μύθος παρά Κτησίμ), τί θαυμαστόν τούς μέν έπί άρχή καί τυραννίδι ύπό τών κατ' αύτούς κληθήναι θεούς-Σίβυλλα (μέμνηται δ' αύτής καί Πλάτων)· δή τότε δή δεκάτη γενεή μερόπων άνθρώπων, έξ ou δή κατακλυσμός έπί προτέρους γένετ' άνδρας, καί βασίλευσε Κρόνος καίΤιτάν Ίαπετός τε, Γαίης τέκνα φέριστα καί Ούρανού, ούς έκάλεσσαν άνθρωποι Γαίάν τε καί Ούρανόν ούνομα θέντες, ούνεκα οί πρώτιστοι έσαν μερόπων άνθρώπωντούς δ' έπ' ίσχύι, ώς Ήρακλέα καί Περσέα, τούς δ' έπί τέχνη, ώς Ασκληπιόν; οις μέν ούν ή αύτοί οί άρχόμενοι τιμής μετεδίδοσαν ή αύτοί οί άρχοντες, οί μέν φόβψ, οί δέ καί αίδοι μετειχον τού ονόματος (καί Άντίνους φιλανθρωπίμ τών ύμετέρων προγόνων πρός τούς ύπηκόους έτυχε νομίζεσθαι θεός)· οί δέ μετ' αύτούς άβασανίστως παρεδέξαντο. Κρήτες άείψεύσται· καί γάρ τάφον, ώ άνα, σείο Κρήτες έτεκτήναντο· σύ δ' ού θάνες. πιστεύων, Καλλίμαχε, ταϊς γοναίς τού Διάς άπιστεις αύτού τώ τάφψ καί νομίζων έπισκιάσειν τάληθές καί τοις άγνοούσικηρύσσεις τόν τεθνηκότα κάν μέν τό άντρον βλέπης, τόν 'Ρέας ύπομιμνήσκη 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τόκον, άν δέ τήν σορόν ιδης, έπισκοτεις τφ τεθνηκότι, ούκ είδώς ότι μόνος άΐδιος ό άγένητος θεός. ή γάρ άπιστοι οί ύπό τών πολλών καί ποιητών Λεγόμενοι μύθοι περί τών θεών καί περισσή ή περί αύτούς εύσέβεια (ού γάρ είσίν ών ψευδείς οί Λόγοι), ή εί άΛηθείς αί γενήσεις, οί έρωτες, αί μιαιφονίαι, αί κΛοπαί, αί έκτομαί, οί κεραυνοί, ούκέτ' είσίν, παυσάμενοι είναι, έπεί καί έγένοντο ούκ όντες. τις γάρ τοις μέν πιστεύειν Λόγος, τοίς δέ άπιστεϊν, έπιτό σεμνότερον περί αύτών τών ποιητών ίστορηκότων; ού γάρ άν δι' ούς ένομίσθησαν θεοί σεμνοποιήσαντας τήν κατ' αύτούς ιστορίαν, ούτοιτά πάθη τά αύτών έψεύσαντο. Ώς μέν ούν ούκ έσμέν άθεοι θεόν άγοντες τόν ποιητήν τούδε τού παντός καί τόν παρ' αύτού Λόγον, κατά δύναμιν τήν έμήν, εί καί μή προς άξίαν, έλήλεγκται. Έτι δέ καί τροφάς καί μίξεις Λογοποιούσιν άθεους καθ' ήμών, ίνα τε μισείν νομίζοιεν μετά Λόγου καί οίόμενοι τφ δεδίττεσθαιή τής ένστάσεως άπάξειν ή μάς τού βίου ή πικρούς καί άπαραιτήτους τή τών αιτιών ύπερβοΛή τούς άρχοντας παρασκευάσειν, προς είδότας παίζοντες, ότι άνωθεν πως έθος καί ούκ έφ' ήμών μόνον κατά τινα θειον νόμον καί Λόγον παρηκοΛούθηκε προσπολεμείν τήν κακίαν τή άρετή. ουτω καί Πυθαγόρας μέν άμα τριακοσίοις έταίροις κατεφΛέχθη πυρί, Ηράκλειτος δέ καί Δημόκριτος, ό μέν τής Έφεσίων πόλεως ήΛαύνετο, ό δέ τής Αβδηριτών έπικατηγορούμενος μεμηνέναι, καί Σωκράτους Αθηναίοι θάνατον κατέγνωσαν. άλλ ώς έκείνοι ούδέν χείρους εις άρετής Λόγον διά τήν τών πολλών δόξαν, ούδ' ήμίν ούδέν έπισκοτεί προς ορθότητα βίου ή παρά τινων άκριτος βλασφημία· εύδοξούμεν γάρ παρά τφ θεφ. πλήν άλλά καί προς ταύτα άπαντήσω τά εγκλήματα, ύμίν μέν ούν καί δι' ών ε’ίρηκα εύ οιδα άπολελογήσθαι έμαυτόν. συνέσειγάρ πάντας ύπερφρονουντες, οις ό βίος ώς προς στάθμην τόν θεόν κανονίζεται, όπως άνυπαίτιος καί άνεπίληπτος έκαστος ήμών άνθρωπος αύτφ γένοιτο, ϊστε τούτους μηδ' εις έννοιάν ποτέ τού βραχυτάτου έλευσομένους άμαρτήματος. 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας εί μέν γάρ ένα τόν ενταύθα βίον βιώσεσθαι έπεπείσμεθα, κάν ύποπτεύειν ένήν δουλεύοντας σαρκί καί αϊματι ή κέρδους ή έπιθυμίας έλάττους γενομένους άμαρτείν· έπεί δέ έφεστηκέναι μέν οίς έννοούμεν, οίς λαλούμεν καί νύκτως) καί μεθ' ημέραν τόν θεόν οϊδαμεν, πάντα δέ φως αύτόν όντα καί τά έν τή καρδία ήμών όράν, πεπείσμεθα <δέ> τού ένταύθα άπαλλαγέντες βίου βίον έτερον βιώσεσθαι άμείνονα ή κατά τόν ένθάδε καί έπουράνιον, ούκ έπίγειον, ώς άν μετά θεού καί σύν θεφ άκλινείς καί άπαθείς τήν ψυχήν ούχ ώς σάρκες κάν έχωμεν, άλλ' ώς ούράνιον πνεύμα μένω μεν, ή συγκαταπίπτοντες τοίς λοιποίς χείρονα καί διά πυράς (ού γάρ καί ήμάς ώς πρόβατα ή ύποζύγια, πάρεργον καί ϊνα άπολοίμεθα καί άφανισθείημεν, έπλασεν ό θεός), έπί τούτοις ούκ είκός ήμάς έθελοκακείν ούδ' αύτούς τώ μεγαλω παραδιδόναι κολασθησομένους δικαστή. Τούς μέν ούν θαυμαστόν ούδέν λογοποιείν περίήμών ά περί τών σφετέρων λέγουσι θεών (καί <γάρ> τά πάθη αύτών δεικνύουσι μυστήρια· χρήν δ' αύτούς, εί δεινόν τό έπ' άδειας καί άδιαφόρως μίγνυσθαικρίνειν έμελλον, ή τόν Δία μεμισηκέναι, έκ μητρός μέν 'Ρέας θυγατρός δέ Κόρης πεπαιδοποιημένον, γυναικί δέ τή ιδία άδελφή χρώμενον, ή τόν τούτων ποιητήν Όρφέα, ότι καί άνόσιον ύπέρ τόν Θυέστην καί μιαρόν έποίησεν τόν Δία· καί γάρ ούτος τή θυγατρίκατά χρησμόν έμίγη, βασιλεύσαι θέλων καί [Θυέστης] έκδικηθήναι)· ήμείς δέ τοσούτον <τού> άδιάφοροι είναι άπέχομεν, ώς μηδέ ίδείν ήμίν προς έπιθυμίαν έξείναι. "ό" γάρ "βλέπων", φησί, "γυναίκα προς τό έπιθυμήσαι αύτής ήδη μεμοίχευκεν έν τή καρδία αύτού". οίς ούν μηδέν πλέον έξεστιν όράν ή έφ' ά έπλασεν τούς οφθαλμούς ό θεός, ήμίν φώς αύτούς είναι, καί οις τό ίδείν ήδέως μοιχεία, έφ' έτερα τών οφθαλμών γεγονότων, μέχρις έννοιας κριθησομένοις, πώς άν ούτοιάπιστηθείεν σωφρονείν; ού γάρ προς άνθρωπικούς νόμους ό λόγος ήμίν, ους άν τις γενόμενος πονηρός καί λάθοι (έν άρχή δέ ύμίν, δεσπόται, θεοδίδακτον είναι τόν καθ' ήμάς λόγον έπιστούμην), 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς "Έλληνας άλλ' έστιν ήμίν νόμος * * * * ή δικαιοσύνης μέτρον έποίησεν αύτούς καί τούς πέλας έχειν. διά τούτο καί καθ' ήΛικίαν τούς μέν υιούς καί θυγατέρας νοούμεν, τούς δέ άδεΛφούς έχομεν καί άδεΛφάς καί τοίς προβεβηκόσι τήν τών πατέρων καί μητέρων τιμήν άπονέμομεν. οΰς ούν άδεΛφούς καί άδεΛφάς καί τά Λοιπά τού γένους νοούμεν ονόματα, περί πολλού ήμίν άνύβριστα καί άδιάφθορα αύτών τά σώματα μένειν, πάλιν ήμίν Λέγοντος τού Λόγου· "έάν τις διά τούτο έκ δευτέρου καταφιΛήση, ότιήρεσεν αύτφ" καί έπιφέροντος ούτως ούν άκριβώσασθαι τό φίλημα μάλλον δέ τό προσκύνημα δει, ώς, ε’ί που μικρόν τή διανοίμ παραθολωθείη, έξω ήμάς τής αιωνίου τιθέντος ζωής. ’Ελπίδα ούν ζωής αιωνίου έχοντες, τών έν τούτφ τφ βίφ καταφρονούμεν μέχρι καί τών τής ψυχής ήδέων, γυναίκα μέν έκαστος ήμών ήν ήγάγετο κατά τούς ύφ' ήμών τεθειμένους νόμους νομίζων καί ταύτην μέχρι τού παιδοποιήσασθαι. ώς γάρ ό γεωργός καταβαλών εις γήν τά σπέρματα άμητον περιμένει ούκ έπισπείρων, καί ήμίν μέτρον έπιθυμίας ή παιδοποιία. εύροις δ' άν πολλούς τών παρ' ήμίν καί άνδρας καί γυναίκας καταγηράσκοντας άγάμους έλπίδιτού μάλλον συνέσεσθαιτφ θεφ. εί δέ τό έν παρθενίμ καί έν εύνουχίμ μείναι μάλλον παρίστησι τφ θεφ, τό δέ μέχρις έννοιας καί έπιθυμίας έλθείν άπάγει, ών τάς έννοιας φεύγομεν, πολύ πρότερον τά έργα παραιτούμεθα. ού γάρ <έν> μελέτη λόγων άλλ' έπιδείξει καί διδασκαλίμ έργων τά ήμέτερα ή οίός τις έτέχθη μένειν ή έφ' ένί γάμφ· ό γάρ δεύτερος εύπρεπής έστι μοιχεία. "ος" γάρ "άν άπολύση", φησί, "τήν γυναίκα αύτού καίγαμήση άλλην, μοιχάται", ούτε άπολύειν έπιτρέπων ής έπαυσέ τις τήν παρθενίαν ούτε έπιγαμείν. ό γάρ άποστερών έαυτόν τής προτέρας γυναικός, καί εί τέθνηκεν, μοιχός έστιν παρακεκαλυμμένος, παραβαίνων μέν τήν χείρα τού θεού, ότι έν άρχή ό θεός ένα 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άνδρα έπλασεν καί μίαν γυναίκα, λύων δέ τήν σάρκα προς σάρκα κατά τήν ένωσιν προς μίξιν τού γένους κοινωνίαν. Άλλ' οί τοιούτοι (ώ, τί άν εϊποιμι τά άπόρρητα;) άκούομεν τά τής παροιμίας "ή πόρνη τήν σώφρονα". οί γάρ άγοράν στήσαντες πορνείας καί καταγωγάς άθέσμους πεποιημένοι τοίς νέοις πάσης αίσχράς ήδονής καί μηδέ τών άρσένων φειδόμενοι, άρσενες έν άρσεσι τά δεινά κατεργαζόμενοι, όσων σεμνότερα καί εύειδέστερα σώματα, παντοίως αύτά ύβρίζοντες, άτιμούντες καί τό ποιητόν τού θεού καλόν (ού γάρ αύτοποίητον έπίγής τό κάλλος, άλλά ύπό χειρός καί γνώμης πεμπόμενον τού θεού), ούτοι δέ ά συνίσασιν αύτοίς καί τούς σφετέρους λέγουσι θεούς, έπ' αύτών ώς σεμνά καί τών θεών άξια αύχούντες, ταύτα ήμάς λοιδορούνται, κακίζοντες οί μοιχοί καί παιδερασταί τούς εύνούχους καί μονογάμους, οί δίκην ιχθύων ζώντες (καί γάρ ούτοι καταπίνουσι τόν έμπεσόντα, έλαύνοντες ό ισχυρότερος τόν άσθενέστερον, καί τούτο έστι σαρκών άπτεσθαι άνθρωπικών, τό κειμένων νόμων, οΰς ύμείς καί οί ύμέτεροι πρόγονοι προς πάσαν δικαιοσύνην έξετάσαντες έθήκατε, παρά τούτους αύτούς βιάζεσθαι, ώς μηδέ τούς ύφ' ύμών καταπεμπομένους ήγεμονας τών έθνών έξαρκείν ταίς δίκαις) οίς ούδέ παιομένοις μή παρέχειν έαυτούς ούδέ κακώς άκούουσιν μή εύλογείν έξεστιν· ού γάρ άπαρκεί δίκαιον είναι (έστι δέ δικαιοσύνη ίσα ϊσοις άμείβειν), άλλ' άγαθοίς καί άνεξικάκοις είναι πρόκειται. Τίς άν ούν ευ φρονών εϊποι τοιούτους όντας ήμάς άνδροφόνους είναι; ού γάρ έστι πάσασθαι κρεών άνθρωπικών μή πρότερον άποκτείνασί τινα. τό πρότερον ούν ψευδόμενοι... τό δεύτερον, κάν μέν τις αύτούς έρηται, εί έωράκασιν ά λέγουσιν, ούδείς έστιν ούτως άπηρυθριασμένος ώς είπείν ίδείν. καίτοικαί δούλοι είσιν ήμίν, τοίς μέν καί πλείους τοίς δέ έλάττους, οΰς ούκ έστι λαθείν· άλλά καί τούτων ούδείς καθ' ήμών τά τηλικαυτα ούδέ κατεψεύσατο. ους γάρ ϊσασιν ούδ' ίδειν κάν δικαίως φονευό- 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μενον ύπομένοντας, τούτων τίς άν κατείποιή άνδροφονίαν ή άνθρωποβορίαν; τίς ούχή τών περί σπουδής τάς δι' όπλων άγωνίας καί διά θηρίων καί μάλιστα τάς ύφ' ύμών άγομένας έχει; άλλ' ήμείς πλησίον είναι τό ίδεϊν |τό] φονευόμενον τού άποκτείναι νομίζοντες, άπηγορεύσαμεν τάς τοιαύτας θέας, πώς ούν οι μηδέ όρώντες ίνα μή έαυτοΐς άγος καί μίασμα προστριψαίμεθα, φονεύειν δυνάμεθα; καί οΐ τάς τοίς άμβλωθριδίοις χρωμένας άνδροφονείν τε καί λόγον ύφέξειν τής έξαμβλώσεως τφ θεφ φαμεν, κατά ποιον άνδροφονούμεν λόγον; ού γάρ τού αύτού νομίζειν μέν καί τό κατά γαστρός ζφον είναι καί διά τούτο αύτού μέλειν τφ θεφ, καί παρεληλυθότα είς τόν βίον φονεύειν, καί μή έκτιθέναι μέν τό γεννηθέν, ώς τών έκτιθέντων τεκνοκτονούντων, πάλιν δέ τό τραφέν άναιρείν· άλλ' έσμέν πάντα πανταχού όμοιοι καί ίσοι, δουλεύοντες τφ λογά) καί ού κρατούντες αύτού. Τίς άν ούν άνάστασιν πεπιστευκώς [έπί] σώμασιν άναστησομένοις έαυτόν παράσχοι τάφον; ού γάρ τών αύτών καί άναστήσεσθαιήμών πεπείσθαι τά σώματα καί έσθίειν αύτά ώς ούκ άναστησόμενα, καί άποδώσειν μέν νομίζειν τήν γήν τούς ίδιους νεκρούς, οΰς δέ τις αύτός έγκατέθαψεν αύτφ, μή άπαιτήσεσθαι. τούναντίον μέν ούν είκός τούς μέν μήτε λόγον ύφέξειν τού ένταύθα ή πονηρού ή χρηστού βίου μήτε άνάστασιν είναι οίομένους, συναπόλλυσθαι δέ τφ σώματι καί τήν ψυχήν καί οιον έναποσβέννυσθαι λογιζομένους, μηδενός άν άποσχέσθαι τολμήματος· τούς δέ μηδέν άνεξέταστον έσεσθαι παρά τφ θεφ, συγκολασθήσεσθαι δέ καί τό ύπουργήσαν σώμα ταϊς άλόγοις όρμαίς τής ψυχής καί έπιθυμίαις πεπεισμένους, ούδείς λόγος έχει ούδέ τών βραχυτάτων τι άμαρτείν. εί δέ τψ λήρος πολύς δοκεί τό σαπέν καί διαλυθέν καί άφανισθέν σώμα συστήναι πάλιν, κακίας μέν ούκ άν εικότως δόξαν άποφεροίμεθα διά τούς ού πιστεύοντας, άλλ' εύηθείας· οίς γάρ άπατώμεν έαυτούς λόγοις άδικούμεν ούδένα· ότι μέντοι ού καθ' ήμάς μόνον άναστήσεται τά σώματα, άλλά καί κατά πολλούς τών φιλοσόφων, περίεργον έπί τού παρόντος δεικνύειν, ϊνα μή έξαγω- 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νίους τοις προκειμένοις έπεισάγειν δοκώμεν λόγους, ή περί νοητών καί αισθητών καί τής τοιοΰτων συστάσεως λέγοντες ή ότι πρεσβύτερα τά άσώματα τών σωμάτων καί τά νοητά προάγει τών αισθητών κάν πρώτοις περιπίπτωμεν τοις αίσθητοίς, συνισταμένων έκ μέν τών άσωμάτων κατά τήν έπισύνθεσιν τών νοητών σωμάτων, έκ δέ τών νοητών <τών αίσθητών>· ού γάρ κωλύει κατά τόν Πυθαγόραν καί τόν Πλάτωνα γενομένης τής διαλύσεως τών σωμάτων έξ ών τήν άρχήν συνέστη, άπό τών αύτών αύτά καί πάλιν συστήναι. Αλλ' άνακείσθω μέν ό περί τής άναστάσεως λόγος, ύμείς δέ, ώ πάντα έν πάσι φύσει καί παιδεία χρηστοί καί μέτριοι καί φιλ­ άνθρωποι καί τής βασιλείας άξιοι, διαλελυμένω μέν τά έγκλήματα έπιδεδειχότι δέ ότι καί θεοσεβείς καί έπιεικείς καί τάς ψυχάς κεκολασμένοι, τήν βασιλικήν κεφαλήν έπινεύσατε. τίνες γάρ καί δικαιότεροι ών δέονται τυχείν ή οϊτινες περί μέν τής άρχής τής ύμετέρας εύχόμεθα, ϊνα παίς μέν παρά πατρός κατά τό δικαιότατον διαδέχησθε τήν βασιλείαν, αύξην δέ καί έπίδοσιν καί ή άρχή ύμών, πάντων ύποχειρίων γιγνομένων, λαμβάνη; τούτο δ' έστί καί προς ήμών, όπως ήρεμον καί ήσύχιον βίον διάγοιμεν, αύτοί δέ πάντα τά κεκελευσμένα προθύμως ύπηρετοιμεν. 1 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας TOT ΑΤΤΟΤ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΝΕΚΡΩΝ Παντί δογματικοίΛόγψ τής έν τούτοις άΛηθείας έχομένψ παραφύεταί τι ψεύδος- παραφύεται δέ ούκ έξ ύποκειμένης τίνος άρχής κατά φύσιν όρμώμενον ή τής κατ' αύτό όπερ έστιν έκαστον αίτιας, άΛΛ' ύπό τών τήν έκθεσμον σποράν έπί διαφθορμ τής άΛηθείας τετιμηκότων σπουδαζόμενον. τούτο δ' έστιν εύρείν πρώτον μέν έκ τών πάλαι ταϊς περί τούτων φροντίσιν έσχοΛακότων καί τής έκείνων πρός τε τούς έαυτών πρεσβυτέρους καί τούς όμοχρόνους γενομένης διαφοράς, ούχ ήκιστα δέ έξ αύτής τής τών έν μέσψ στρεφομένων ταραχής, ούδέν γάρ τών άΛηθών οί τοιουτοι κατέΛιπον άσυκοφάντητον, ού τήν ούσίαν τού θεού, ού τήν γνώσιν, ού τήν ένέργειαν, ού τά τούτοις έφεξής καθ' ειρμόν επόμενα καί τόν τής εύσεβείας ήμίν ύπογράφοντα Λόγον- άλλ' οί μέν πάντη καί καθάπαξ άπογινώσκουσιν τήν περί τούτων άΛήθειαν, οί δέ πρός τό δοκούν αύτοίς διαστρέφουσιν, οί δέ καί περί τών έμφανών άπορείν έπιτηδεύουσιν. όθεν οίμαι δείν τοις περί ταύτα πονουμένοις Λόγων διττών, τών μέν ύπέρ τής άΛηθείας, τών δέ περί τής άΛηθείαςκαί τών μέν ύπέρ τής άΛηθείας πρός τούς άπιστουντας ή τούς άμφιβάΛΛοντας, τών δέ περί τής άΛηθείας πρός τούς εύγνωμονούντας καί μετ' εύνοιας δεχομένους τήν άΛήθειαν. ών ένεκεν χρή τούς περί τούτων έξετάζειν έθέΛοντας τήν έκάστοτε προκειμένην χρείαν σκοπείν καί ταύτη τούς Λόγους μετρείν τήν τε περί τούτων τάξιν μεθαρμόζειν πρός τό δέον καί μή τφ δοκείν τήν αύτήν πάντοτε φυΛάττειν άρχήν άμεΛείν τού προσήκοντος καί τής έπιβαΛΛούσης έκάστψ χώρας. ώς μέν γάρ πρός άπόδειξιν καί τήν φυσικήν άκοΛουθίαν, πάντοτε πρωτοστατούσαν οί περί αύτής Λόγοι τών ύπέρ αύτής, ώς δέ πρός τό χρειωδέστερον, άνεστραμμένως οί ύπέρ αύτής τών περί αύτής. ούτε γάρ γεωργός δύναιτ' άν προσηκόντως καταβάΛΛειν τή γή τά σπέρματα, μή προεξεΛών τά τής άγριας ύΛης καί<τά> τοις καταβαΛΛομένοις ήμέροις σπέρμασιν Λυμαινόμενα, ούτε ιατρός ένείναί τι τών ύγιεινών φαρμάκων τφ δεομένω θεραπείας σώματι, μή τήν ένουσαν κακίαν προκαθήρας ή τήν 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛληνας έπιρρέουσαν έπισχών· ούτε μήν ό τήν άλήθειαν διδάσκειν έθέλων περί τής άΛηθείας Λέγων πείσαι δύναιτ' άν τινα ψευδοδοξίας τίνος ύποικουρούσης τή τών άκουόντων διανοίμ καί τοίς Λόγοις άντιστατούσης. διό πρός τό χρειωδέστερον άφορώντες καίήμείς προτάσσομεν έσθ' ότε τούς ύπέρ τής άΛηθείας Λόγους τών περί τής άΛηθείας· κατά τόν αύτόν δέ τρόπον ποιήσαικαί νύν έπί τών τής άναστάσεως Λόγων ούκ άχρεΐον φαίνεται σκοπούσι τό δέον, καί γάρ έν τούτοις εύρίσκομεν τούς μέν άπιστούντας πάντη, τινάς δέ άμφιβάλΛοντας καί τών γε τάς πρώτας ύποθέσεις δεξαμένων τινάς έπ' ίσης τοίς άμφιβάλΛουσιν άπορούντας· τό δέ πάντων παραλογώτατον ότι ταύτα πάσχουσιν ούδ' ήντιναούν έχοντες έκ τών πραγμά­ των άπιστίας άφορμήν ούδ' αιτίαν εύρίσκοντες είπείν εύλογον, δι' ήν άπιστούσιν ή διαπορούσιν. Σκοπώμεν δέ ούτωσί. πάσα άπιστία μή προχείρως καί κατά τινα δόξαν άκριτον έγγινομένη τισίν άλΛά μετά τίνος αιτίας ισχυρός καί τής κατά τήν άλήθειαν άσφαλείας τότε τόν είκότα σφζει Λόγον, όταν αύτό τό πράγμα περί ού άπιστούσιν άπιστον είναι δοκή· τό γάρ τοι τοίς ούκ ούσιν άπίστοις άπιστείν άνθρώπων έργον ούχ ύγιαινούση κρίσει περί τήν άλήθειαν χρωμένων. ούκούν χρή καί τούς περί τής άναστάσεως άπιστούντας ή διαπορούντας μή πρός τό δοκούν αύτοίς άκρίτως καί τό τοις άκολάστοις κεχαρισμένον τήν περί ταύτης έκφέρειν γνώμην, άλΛ' ή μηδεμιάς αιτίας έξάπτειν τήν τών άνθρώπων γένεσιν (ό δή καί Λίαν έστίν εύεξέλεγκτον) ή τφ θεφ τήν τών όντων άνατιθέντας αιτίαν εις τήν τούδε τού δόγματος άποβλέπειν ύπόθεσιν καί διά ταύτης δεικνύναι τήν άνάστασιν ούδαμόθεν έχουσαν τό πιστόν. τούτο δέ ποιήσουσιν, έάν δείξαι δυνηθώσιν ή άδύνατον όν τφ θεφ ή άβούλητον τά νεκρωθέντα τών σωμάτων ή καί πάντη διαλυθέντα πάλιν ένώσαι καί συναγαγείν πρός τήν τών αύτών άνθρώπων σύστασιν. έάν δέ τούτο μή δύνωνται, παυσάσθωσαν τής άθέου ταύτης άπιστίας καί τού βλασφημείν ά μή θέμις· ότι γάρ ούτε τό άδύνατον Λέγοντες άληθεύουσιν ούτε τό άβούλητον, έκ τών -ηθησομένων γενήσεται φανερόν. 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Τό άδύνατόν τινι γινώσκεται κατ' άΛήθειαν τοιούτον ή έκ τού μή γινώσκειν τό γενησόμενον ή έκ του δύναμιν άρκούσαν μή έχειν προς τό ποιήσαι καλώς τό έγνωσμένον. ό τε γάρ άγνοών τι τών γενέσθαι δεόντων ούκ άν ούτ' έγχειρήσαι ούτε ποιήσαι δυνηθείη τό παράπαν όπερ άγνοεί, ό τε γινώσκων καλώς τό ποιηθησόμενον καί πόθεν γένοιτ' άν και πώς, δύναμιν δέ ή μηδ' ολως έχων προς τό ποιήσαι τό γινωσκόμενον ή μή άρκούσαν έχων, ούκ άν έγχειρήσειεν τήν άρχήν, εί σωφρονοί και τήν ιδίαν έπισκέψαιτο δύναμιν, έγχειρήσας δέ άπερισκέπτως ούκ άν έπιτεΛέσειεν τό δόξαν. άΛΛ' ούτε άγνοείν τόν θεόν δυνατόν τών άναστησομένων σωμάτων τήν φύσιν κατά τε μέρος όΛον καί μόριον ούτε μήν οποί χωρεί τών Λυομένων έκαστον καί ποιον τού στοιχείου μέρος δέδεκται τό Λυθέν καί χωρήσαν προς τό συγγενές, κάν πάνυ παρ' άνθρώποις άδιάκριτον είναι δοκή τό τφ παντί πάΛιν προσφυώς ήνωμένον. φ γάρ ούκ ήγνόητο προ τής οικείας έκάστου συστάσεως ούτε τών γενησομένων στοιχείων ή φύσις, έξ ών τά τών άνθρώπων σώματα, ούτε τά μέρη τούτων, έξ ών έμεΛΛεν Λήψεσθαι τό δόξαν προς τήν τού άνθρωπε ίου σώματος σύστασιν, εύδηΛον ώς ούδέ μετά τό διαΛυθήναι τό πάν άγνοηθήσεται πού κεχώρηκεν έκαστον ών είΛηφεν προς τήν έκάστου συμπΛήρωσιν. όσον μέν γάρ κατά τήν νύν κρατούσαν παρ' ή μίν τών πραγμάτων τάξιν καί τήν έφ' έτέρων κρίσιν, μείζον τό τά μή γενόμενα προγινώσκειν· όσον δέ προς τήν άξίαν τού θεού καί τήν τούτου σοφίαν, άμφότερα κατά φύσιν καί -φδιον έπ' ίσης τφ τά μή γενόμενα προγινώσκειν τό καί διαΛυθέντα γινώσκειν. Καί μήν καί τήν δύναμιν ώς έστιν άρκούσα προς τήν τών σωμάτων άνάστασιν, δείκνυσιν ή τούτων αύτών γένεσις. εί γάρ μή όντα κατά τήν πρώτην σύστασιν έποίησεν τά τών άνθρώπων σώματα καί τάς τούτων άρχάς, καί διαΛυθέντα καθ' ον άν τύχη τρόπον, άναστήσει μετά τής ίσης εύμαρείας· έπ' ίσης γάρ αύτφ καί τούτο δυνατόν. καί τφ Λόγψ βΛάβος ούδέν, κάν έξ ύΛης ύποθώνταί τινες τάς πρώτας άρχάς, κάν έκ τών στοιχείων ώς πρώτων τά σώματα τών άνθρώπων, κάν έκ σπερμάτων, ής γάρ έστι δυνά- 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας μεως και τήν παρ' αύτοίς νενομισμένην άμορφον ουσίαν μορφώσαι και τήν άνείδεον και άδιακόσμητον πολλοίς καί διαφόροις είδεσιν κοσμήσαι καί τά μέρη τών στοιχείων εις έν συναγαγεΐν καί τό σπέρμα έν όν και άπλούν εις πολλά διελείν και τό άδιάρθρωτον διαρθρώσαι καί τφ μή ζώντι δούναι ζωήν, τής αύτής έστιν και τό διαλελυμένον ένώσαι και τό κείμενον άναστήσαι καί τό τεθνηκός ζψοποιήσαι πάλιν καί τό φθαρτόν μεταβαλείν εις άφθαρσίαν. τού αύτού δ' άν ε’ίη και τής αύτής δυνάμεως και σοφίας καί τό διατεθρυμμένον <είς> πλήθη ζφων παντοδαπών όπόσα τοις τοιούτοις σώμασιν έπιτρέχειν ε’ίωθεν καί τόν έκ τούτων άγείρειν κόρον, διακρίναι μέν έκείθεν, ένώσαι δέ πάλιν τοις οίκείοις μέρεσι καί μορίοις, κάν εις έν έξ έκείνων χωρήση ζφον, κάν εις πολλά, κάν έντεύθεν εις έτερα, κάν αύτοίς έκείνοις συνδιαλυθέν έπί τάς πρώτας άρχάς ένεχθή κατά τήν φυσικήν εις ταύτας άνάλυσιν· ό δή καί μάλιστα ταράττειν έδοξέν τινας καί τών έπί σοφίμ θαυμαζομένων, ίσχυράς ούκ οίδ' όπως ήγησαμένων τάς παρά τών πολλών φερομένας διαπορήσεις. Ούτοι δέ γέ φασιν πολλά μέν σώματα τών έν ναυαγίοις ή ποταμοίς δυσθανάτων ίχθύσιν γενέσθαι τροφήν, πολλά δέ τών έν πολέμοις θνησκόντων ή κατ' άλλην τινά τραχυτέραν αιτίαν καί πραγμάτων περίστασιν ταφής άμοιρούντων τοις προστυγχάνουσιν ζφοις προκείσθαι βοράν. τών ούν ούτως άναλισκομένων σωμάτων καί τών ταύτα συμπληρούντων μερών καί μορίων εις πολύ πλήθος ζφων διαθρυπτομένων καί διά τής τροφής τοις τών τρεφομένων σώμασιν ένουμένων, πρώτον μέν τήν διάκρισιν τούτων φασίν άδύνατον, προς δέ ταύτη τό δεύτερον άπορώτερον. τών γάρ τά σώματα τών άνθρώπων έκβοσκηθέντων ζφων, όπόσα προς τροφήν άνθρώποις έπιτήδεια, διά τής τούτων γαστρός ιόντων καί τοις τών μετειληφότων σώμασιν ένουμένων, άνάγκην είναι πάσαν τά μέρη τών άνθρώπων, όπόσα τροφή γέγονεν τοις μετειληφόσι ζφοις, προς έτερα τών άνθρώπων μεταχωρείν σώματα, τών μεταξύ τούτοις τραφέντων ζφων τήν έξ ών έτράφησαν τροφήν διαπορθμευόντων εις έκείνους τούς άνθρώπους ών έγένετο τροφή. 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας είτα τούτοις έπιτραγψδούσιν τάς έν λιμοίς και μανίαις τολμηθείσας τεκνοφαγίας και τούς κατ' επιβουλήν έχθρών ύπό τών γεννησαμένων έδηδεμένους παιδας και τήν Μηδικήν τράπεζαν εκείνην καί τά τρα­ γικά δείπνα Θυέστου καί τοιαύτας δή τινας έπισυνείρουσι παρ' Έλλησιν καί βαρβάροις καινουργήθείσας συμφοράς εκ τε τούτων κατασκευάζουσιν, ώς νομίζουσιν, άδύνατον τήν άνάστασιν, ώς ού δυναμένων τών αύτών μερών έτέροις τε καί έτέροις συναναστήναι σώμασιν, άλλ' ήτοι τά τών προτέρων συστήναι μή δύνασθαι, μετεληλυθότων τών ταύτα συμπληρούντων μερών προς ετέρους, ή τούτων άποδοθέντων τοις προτέροις ένδεώς έξειν τά τών ύστέρων. Έμοί δέ δοκούσιν οί τοιούτοι πρώτον μέν τήν τού δημιουργήσαντος καί διοικούντος τόδε τό πάν άγνοειν δύναμίν τε καί σοφίαν, έκάστου ζφου φύσει καί γένει τήν προσφυή καί κατάλληλον συναρμόσαντος τροφήν καί μήτε πάσαν φύσιν προς ένωσιν ή κράσιν παντός σώματος ίέναι δικαιώσαντος μήτε προς διάκρισιν τών ένωθέντων άπόρως έχοντος, άλλά καί τή καθ' έκαστον φύσει τών γενομένων τό δράν ή πάσχειν ά πέφυκεν έπιτρέποντος άλλο δέ κωλύοντος καί πάν ό βούλεται καί προς ό βούλεται συγχωρούντος ή μεταστρέφοντας, προς δέ τοις είρημένοις μηδέ τήν έκάστου τών τρεφόντων ή τρεφομένων έπεσκέφθαι δύναμίν τε καί φύσιν. ή γάρ άν έγνωσαν ότι μή πάν ό προσφέρεταί τις ύπενδόσει τής έξωθεν άνάγκης, τούτο γίνεται τφ ζφψ τροφή προσφυής· άλλά τά μέν άμα τφ προσομιλήσαι τοις περιπτυσσομένοις τής κοιλίας μέρεσι φθείρεσθαι πέφυκεν έμούμενά τε καί διαχωρούμενα ή τρόπον έτερον διαφορούμενα, ώς μηδέ κατά βραχύ τήν πρώτην καί κατά φύσιν ύπομειναι πέψιν, ή που γε τήν εις τό τρεφόμενον σύγκρασιν, ώσπερ ούν ούδέ πάν τό πεφθέν καί τήν πρώτην δεξάμενον μεταβολήν τοις τρεφομένοις μορίοις προσπελάζει πάντως, τινών μέν κατ' αύτήν τήν γαστέρα τής θρεπτικής δυνάμεως άποκρινομένων, τών δέ κατά τήν δευτέραν μεταβολήν καί τήν έν ήπατι γινομένην πέψιν διακρινομένων καί προς έτερόν τι μεταχωρούντων ό τήν τού τρέφειν έκβέβηκεν δύναμίν, καί αύτής γε τής έν ήπατι γινομένης μεταβολής ού πάσης εις τροφήν άνθρώποις χωρούσης, άλλ' εις 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ά πέφυκεν περιττώματα διακρινομένης τής τε καταΛειφθείσης τροφής έν αύτοίς έσθ' ότε τοίς τρεφομένοις μέρεσι και μορίοις πρός έτερόν τι μεταβαΛΛούσης κατά τήν επικράτειαν τού πΛεονάζοντος ή περιττεύοντος καί φθείρειν πως ή πρός εαυτό τρέπειν τό πΛησιάσαν είωθότος. ΠοΛΛής ούν ούσης έν πάσι τοίς ζφοις τής φυσικής διαφοράς καί αύτής γε τής κατά φύσιν τροφής έκάστψ γένει ζφων καί τφ τρεφομένψ σώματι συνεξαΛΛαττομένης, τριττής δέ κατά τήν έκάστου ζφου τροφήν γινομένης καθάρσεως καί διακρίσεως, δει πάντως φθείρεσθαι μέν καί διαχωρείν ή πέφυκεν ή πρός έτερόν τι μεταβάΛΛειν πάν όπόσον άΛΛότριον εις τήν τού ζφου τροφήν ώς συγκραθήναι μή δυνάμενον, συμβαίνουσαν δέ καί κατά φύσιν είναι τήν τού τρέφοντας σώματος δύναμιν ταις τού τρεφομένου ζφου δυνάμεσιν καί ταύτην έΛθούσαν δι' ών πέφυκεν κριτηρίων καί καθαρθείσαν άκριβώς τοίς φυσικοις καθαρσίοις ε ιΛικρινεστάτην γενέσθαι πρόσΛηψιν εις ούσίαν· ήν δή καί μόνην έπαΛηθεύων άν τις τοίς πράγμασιν όνομάσειεν τροφήν ώς άποβάΛΛουσαν πάν όπόσον άΛΛότριον καί βλαβερόν εις τήν τού τρεφομένου ζώου σύστασιν καί τόν ποΛύν έκείνον όγκον έπεισαχθέντα πρός τήν τής γαστρός άποπΛήρωσιν καί τήν τής όρέξεως θεραπείαν. άΛΛά ταύτην μέν ούκ άν τις άμφισβητήσειεν ένούσθαι τώ τρεφομένψ σώματι συνδιαπΛεκομένην τε καί περιπΛαττομένην πάσι τοίς τούτου μέρεσιν καί μορίοις· τήν δ' έτέρως έχουσαν καί παρά φύσιν φθείρεσθαι μέν ταχέως, ήν έρρωμενεστέρα συμμίξη δυνάμει, φθείρειν δέ σύν εύμαρεία τήν κρατηθείσαν εις τε μοχθηρούς έκτρέπεσθαι χυμούς καί φαρμακώδεις ποιότητας ώς μηδέν οίκείον ή φίΛον τφ τρεφομένψ σώματι φέρουσαν. καί τούτου τεκμήριον μέγιστον τό ποΛΛοίς τών τρεφομένων ζφων έκ τούτων έπακοΛουθεϊν άλγος ή κίνδυνον ή θάνατον, ήν ύπό σφοδροτέρας όρέξεως τή τροφή καταμε μιγμένον συνεφεΛκύσηταί τι φαρμακώδες καί παρά φύσιν· ό δή καί πάντως φθαρτικόν άν ειη τού τρεφομένου σώματος, ε’ίγε τρέφεται μέν τά τρεφόμενα τοίς οίκείοις καί κατά φύσιν, 1. Τον άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φθείρεται δέ τοίς έναντίοις. εϊπερ ούν τή διαφορά τών τή φύσει διαφερόντων ζφων ή κατά φύσιν συνδιήρηται τροφή καί ταύτης γε αυτής ούτε πάν όπερ άν προσενέγκηται τό ζώον ούτε τό τυχόν έκ τούτου τήν προς τό τρεφόμενον σώμα δέχεται σύγκρασιν, άλλ' αύτό μόνον τό διά πάσης πέψεως κεκαθαρμένον καί μεταβεβληκός είλικρινώς προς τήν τού ποιού σώματος ένωσιν καί τοις τρεφομένοις μέρεσιν εύάρμοστον, εύδηλον ώς ούδέν τών παρά φύσιν ένωθείη ποτ' άν τούτοις οίς ούκ έστιν τροφή προσφυής καί κατάλληλος, άλλ' ήτοι κατ' αύτήν τήν κοιλίαν διαχωρεί πριν έτερόν τινα γεννήσαι χυμόν ώμον καί διεφθαρμένον, ή συστάν έπί πλείον τίκτει πάθος ή νόσον δυσίατον, συνδιαφθείρουσαν καί τήν κατά φύσιν τροφήν ή καί αύτήν τήν τής τροφής δεομένην σάρκα. άλλά κάν άπωσθή ποτέ φαρμάκοις τισίν ή σιτίοις βελτίοσιν ή ταίς φυσικαίς δυνάμεσι νικηθέν, μετ' ούκ ολίγης έξερρύη τής βλάβης ώς μηδέν φέρον τοίς κατά φύσιν ειρηνικόν διά τό προς τήν φύσιν άσύγκρατον. Όλως δέ κάν συγχωρήση τις τήν έκ τούτων είσιουσαν τροφήν (προσειρήσθω δέ τούτο συνηθέστερον), καίπερ ούσαν παρά φύσιν, διακρίνεσθαι καί μεταβάλλειν εις έν τι τών ύγραινόντων ή ξηραινόντων ή θερμαινόντων ή ψυχόντων, ούδ' ούτως έκ τών συγχωρηθέντων αύτοίς γενήσεταί τι προύργου, τών μέν άνισταμένων σωμάτων έκ τών οικείων μερών πάλιν συνισταμένων, ούδενός δέ τών είρημένων μέρους όντος ούδέ τήν ώς μέρους έπέχοντος σχέσιν ή τάξιν, ού μήν ούδέ παραμένοντος πάντοτε τοίς τρεφομένοις τού σώματος μέρεσιν ή συνανισταμένου τοις άνισταμένοις, ούδέν συντελούντος έτι προς τό ζήν ούχ αίματος ού φλέγματος ού χολής ού πνεύματος, ούδέ γάρ ών έδεήθη ποτέ τά τρεφόμενα σώματα, δεηθήσεται καί τότε, συνανηρημένης τή τών τρεφομένων ένδείμ καί φθορά τής έξ ών έτρέφετο χρείας. έπειτ' εί καί μέχρι σαρκός φθάνειν τήν έκ τής τοιαύτης τροφής μεταβολήν ύποθοίτό τις, ούδ' ούτως άνάγκη τις έσται τήν νεωστί μεταβληθείσαν έκ τής τοιάσδε τροφής σάρκα προσπελάσασαν έτέρου τίνος άνθρώπου σώματι πάλιν ώς μέρος εις τήν έκείνου τελείν συμπλήρωσιν, τώ μήτε αύτήν 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τήν προσλαμβάνουσαν σάρκα πάντοτε φυλάττειν ήν προσείληφεν, μήτε τήν ένωθεισαν ταύτην μόνιμον είναι καί παραμένειν ή προσετέθη, πολλήν δέ καί τήν έπί θάτερα δέχεσθαι μεταβολήν, ποτέ μέν πόνοις ή φροντίσιν διάφορου με νην, άλλοτε δέ λύπαις ή καμάτοις ή νόσοις συντηκομένην, καί ταίς έξ έγκαύσεως ή περιψύξεως έπιγινομέναις δυσκρασίαις, μή συμμεταβαλλομένων σαρκί καί πιμελή τών [δημών] έν τώ μένειν άπερ έστί τήν τροφήν δεχομένων. τοιούτων δέ γενομένων έπί τής σαρκός παθημάτων, πολύ γ' έτι μάλλον εύροι τις άν ταύτα πάσχουσαν τήν έξ άνοικείων τρεφομένην σάρκα, νυν μέν εις όγκον προϊούσαν καί πιαινομένην έξ ών προσεί­ ληφεν, είτα πάλιν άποπτύουσαν ον άν τύχη τρόπον καί μειουμένην ή μια τινι τών έμπροσθεν -ηθεισών ή πλείοσιν· μόνην δέ παραμένειν τοίς μέρεσιν ά συνδείν ή στέγειν ή θάλπειν πέφυκεν, τήν ύπό τής φύσεως έξειλεγμένην καί τούτοις προσπεφυκυιαν οις τήν κατά φύσιν συνεξέπλησεν ζωήν καί τούς έν τή ζωή πόνους. άλλ' (ούτε γάρ καθ' ό δει κρινομένων τών έναγχος έξητασμένων ούτε κατά συγχώρησιν παραδεχθέντων τών έπ' έκείνοις γεγυμνασμένων άληθές δεικνύναι δυνατόν τό προς αύτών λεγόμενον) ούκ άν συγκραθείη ποτέ τά τών άνθρώπων σώματα τοις τής αύτής ούσι φύσεως, καν ύπ' άγνοιας ποτέ κλαπώσι τήν αισθησιν δι' έτέρου τίνος μετασχόντες τοιούτου σώματος, κάν αύτόθεν ύπ' ένδειας ή μανίας όμοειδούς τίνος μιανθώσιν σώματι· ε’ίγε μή λελήθασιν ήμάς άνθρωποειδείς τινες όντες Θήρες ή μικτήν έχοντες φύσιν έξ άνθρώ­ πων καί θηρίων, οίους πλάττειν είώθασιν οί τολμηρότεροι τών ποιητών. Καί τί δει λέγειν περί τών μηδενί ζφω προς τροφήν άποκληρωθέντων σωμάτων μόνην δέ τήν εις γήν ταφήν έπί τιμή τής φύσεως μεμοιραμένων, όπου γε μηδ' άλλο τι τών ζώων τοίς έκ ταύτού είδους εις τροφήν άπεκλήρωσεν ό ποιήσας, κάν [έν] άλλοις τισί τών έτερογενών τροφή γίνηται κατά φύσιν; εί μέν ούν έχουσιν δεικνύναι σάρκας άνθρώπων άνθρώποις εις βρώσιν άποκληρωθείσας, ούδέν κωλύσει τάς άλληλοφαγίας είναι κατά φύσιν ώσπερ άλλο τι τών τή φύσει συγκεχωρημενών καί τούς γε τά τοιαύτα λέγειν 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛληνας τολμώντας τοίς τών φιλτάτων έντρυφάν σώμασιν ώς οίκειοτέροις ή καί τούς εύνουστάτους σφίσιν τούτοις αύτοίς έστιάν. εί δέ τούτο μέν ούδ' είπειν εναγές, τό δέ σαρκών άνθρώπων άνθρώπους μετασχειν έχθιστόν τι καί παμμίαρον καί πάσης έκθέσμου καί παρά φύσιν βρώσεως ή πράξεως έναγέστερον, τό δέ παρά φύσιν ούκ άν ποτέ χωρήσειεν εις τροφήν τοίς ταύτης δεομένοις μέρεσιν καί μορίοις, τό δέ μή χωρούν εις τροφήν ούκ άν ένωθείη τούτοις ά μηδέ τρέφειν πέφυκεν, ούδέ τά τών άνθρώπων σώματα συγκραθείη ποτ' άν τοίς όμοίοις σώμασιν, οις έστιν εις τροφήν παρά φύσιν, κάν πολΛάκις διά τής τούτων ϊη γαστρός κατά τινα πικροτάτην συμ­ φοράν· άποχωρούντα δέ τής θρεπτικής δυνάμεως καί σκιδνάμενα προς έκείνα πάλιν έξ ών τήν πρώτην έσχεν σύστασιν, ένούται μέν τούτοις έφ' όσον άν έκαστον τύχη χρόνον, έκείθεν δέ διακριθέντα πάλιν σοφίμ καί δυνάμει τού πάσαν ζφου φύσιν σύν ταίς οίκείαις δυνάμεσι συγκρίναντος ένούται προσφυώς έκαστον έκάστψ, κάν πυρί καυθή, κάν ύδατι κατασαπή, κάν ύπό θηρίων ή τών έπιτυχόντων ζφων καταδαπανηθή, κάν τού παντός σώματος έκκοπέν προδιαλυθή τών άλλων μερών· ένωθέντα δέ πάλιν άΛΛήλοις τήν αύτήν ϊσχει χώραν προς τήν τού αύτού σώματος άρμονίαν τε καί σύστασιν καί τήν τού νεκρωθέντος ή καί πάντη διαλυθέντος άνάστασιν καί ζωήν. ταύτα μέν ούν έπί πλείον μηκύνειν ούκ εύκαιρον· όμολογουμένην γάρ έχει τήν έπίκρισιν τοίς γε μή μιξοθήροις. ΠολΛών δέ όντων τών εις τήν προκειμένην έξέτασιν χρησιμωτέρων, παραιτούμαι δή νύν τούς καταφεύγοντας έπί τά τών άνθρώπων έργα καί τούς τούτων δημιουργούς άνθρώπους, οΐ τά συντριβέντα τών έργων ή χρονω παλαιωθέντα ή καί άλλως διαφθαρέντα καινουργείν άδυνατούσιν, ειτα έξ όμοιου τοίς κεραμεύσι καί τέκτοσι δεικνύναι πειρωμένους τό καί τόν θεόν μήτ' άν βουληθήναι μήτε βουληθέντα δυνηθήναι νεκρωθέν ή καί διαλυθέν άναστήσαι σώμα, καί μή λογιζομένους ότι διά τούτων <έπ' ϊσης> τοίς χειρίστοις έξυβρίζουσιν εις θεόν, συνεξισούντες τών πάντη διεστη- 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας κότων τάς δυνάμεις, μάλλον δέ και τών ταύταις χρωμενών τάς ουσίας και τά τεχνητά τοίς φυσικοίς. περί μέν ούν τούτων σπουδάζειν ούκ άνεπιτίμητον· ηλίθιον γάρ ώς άληθώς τό τοίς έπιπολαίοις καί ματαίοις άντιλέγειν. μακρφ γε μην ένδοξότερον και πάντων άληθέστατον τό φήσαι τό παρ' άνθρώποις άδύνατον παρά θεφ δυνατόν, εί δέ δι' αύτών τούτων ώς ενδόξων καί διά πάντων τών μικρφ πρόσθεν έξητασμένων δείκνυσιν ό Λόγος δυνατόν, εύδηλον ώς ούκ άδύνατον. άλλά μήν ούδ' άβούΛητον. Τό γάρ άβούΛητον ή ώς άδικον αύτφ έστιν άβούΛητον ή ώς άνάξιον. καί πάΛιν τό άδικον ή περί αύτόν θεωρείται τόν άναστησόμενον ή περί άλλον τινά παρ' αύτόν. άλλ' ότι μέν ούδείς άδικείται τών έξωθεν καί τών έν τοίς ούσιν άριθμουμένων, πρόδηλον. ούτε γάρ αί νοηταί φύσεις έκ τής τών άνθρώπων άναστάσεως άδικηθείεν άν· ούδέ γάρ έμπόδιόν τι ταύταις προς τό είναι, ού βλάβος, ούχ ύβρις ή τών άνθρώπων άνάστασις· ού μήν ούδέ τών άλογων ή φύσις ούδέ τών άψύχων· ούδέ γάρ έσται μετά τήν άνάστασιν, περί δέ τό μή όν ούδέν άδικον. εί δέ καί είναι τις ύποθοίτο διά παντός, ούκ άν άδικηθείη ταύτα τών άνθρωπίνων σωμάτων άνανεωθέντων· εί γάρ νύν ύπείκοντα τή φύσει τών άνθρώπων [καί] τής τούτων χρείας όντων ένδεών ύπό τε ζυγόν ήγμένα καί δουλείαν παντοίαν ούδέν άδικείται, πολύ μάλλον, άφθάρτων καί άνενδεών γενομένων καί μηκέτι δεομένων τής τούτων χρείας, έλευθερωθέντα δέ πάσης δουλείας, ούκ άδικηθήσεται. ούδέ γάρ, εί φωνής μετείχεν, ήτιάσατο άν τόν δημιουργόν ώς παρά τό δίκαιον έλαττούμενα τών άνθρώπων, ότι μή τής αύτής τούτοις τετύχηκεν άναστάσεως. ών γάρ ή φύσις ούκ ίση, τούτοις ούδέ τό τέλος ίσον ό δίκαιος έπιμετρεί. χωρίς δέ τούτων, παρ' οίς ούδεμία τού δικαίου κρίσις, ούδέ μέμψις άδικίας. ού μήν ούδ' εκείνο φήσαι δυνατόν ώς περί αύτόν θεωρείται τις άδικία τόν άνιστάμενον άνθρωπον, έστι μέν γάρ 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ούτος έκ ψυχής καί σώματος, ούτε δέ εις ψυχήν ούτε εις σώμα δέχεται τήν άδικίαν. ούτε γάρ τήν ψυχήν άδικείσθαι φήσει τις σωφρονών· λήσεται γάρ ταύτη συνεκβάλλων καί τήν παρούσαν ζωήν· είγάρ νύν έν φθαρτφ καί παθητφ κατοικούσα σώματι μηδέν ήδίκηται, πολύ μάλλον άφθάρτω καί άπαθεί συζώσα ούκ άδικηθήσεται. άλλ' ούδέ τό σώμα άδικείταί τι· είγάρ νύν φθαρτόν άφθάρτψ συνόν <άδικηθή>σεται. ού μήν ούδ' έκείνο φαίη τις άν ώς άνάξιον έργον τού θεού τό διαλυθέν άναστήσαι σώμα καί συναγαγείν· είγάρ τό χείρον ούκ άνάξιον, τούτ' έστι τό φθαρτόν ποιήσαι σώμα καί παθητόν, πολύ μάλλον τό κρείττον ούκ άνάξιον, όπερ έστιν άφθαρτον καί άπαθές. Εί δέ διά τών κατά φύσιν πρώτων καί τών τούτοις επομένων δέδεικται τών έξητασμένων έκαστον, εύδηλον ότι καί δυνατόν καί βουλητόν καί άξιον τού δημιουργήσαντος έργον ή τών διαλυθέντων σωμάτων άνάστασις· διά γάρ τούτων έδείχθη ψεύδος τό τούτοις άντικείμενον καί τό τών άπιστούντων παράλογον. τίγάρ δει λέγειν περί τής έκάστου τούτων προς έκαστον άντιστροφής καί τής προς άλληλα συνάφειας, εϊγε δει καί συνάφειαν είπεϊν ώς έτερότητί τινι κεχωρισμένων, ούχί δέ καί τό δυνατόν λέγειν βουλητόν καί τό τφ θεφ βουλητόν πάντως είναι δυνατόν καί κατά τήν τού βουλή θέντος άξίαν; Καί ότι μέν έτερος ό περί τής άληθείας λόγος, έτερος δέ ό ύπέρ τής άληθείας, εϊρηται διά τών προλαβόντων μετρίως οίς τε διενήνοχεν έκάτερος καί πότε καί προς τίνας έχει τό χρήσιμον· κωλύει δέ ίσως ούδέν τής τε κοινής άσφαλείας ένεκεν καί τής τών είρημένων προς τά λειπόμενα συνάφειας άπ' αύτών τούτων καί τών τούτοις προσηκόντων πάλιν ποιήσασθαι τήν άρχήν. προσήκεν δέ τφ μέν τό πρώτευειν κατά φύσιν, τφ δέ τό δορυφορείν τόν πρώτον οδοποιέίν τε καί προανείργειν πάν όπόσον έμποδών καί πρόσαντες. ό μέν γάρ περί τής άληθείας λόγος άναγκαίος ών πάσιν άνθρώποις προς άσφάλειαν καί σωτηρίαν πρωτοστατεί καί τή φύσει καί τή τάξει καί τή χρείμ· τή φύσει μέν, ώς τήν τών πραγμάτων γνώσιν παρεχόμενος, τή τάξει δέ, ώς έν τούτοις καί άμα τούτοις ύπάρχων 1. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ών γίνεται μηνυτής, τή χρείμ δέ, ώς τής άσφαΛείας καί τής σωτηρίας τοις γινώσκουσι γινόμενος πρόξενος. ό δ' ύπέρ τής άΛηθείας φύσει τε καί δυνάμει καταδεέστερος, έΛαττον γάρ τό τό ψεύδος έΛέγχειν τού τήν άΛήθειαν κρατύνειν· καί τάξει δεύτερος, κατά γάρ τών ψευδοδοξούντων έχει τήν ίσχύν· ψευδοδοξίμ δέ έξ έπισποράς έπεφύη καί παραφθοράς· άΛΛά δή καί τούτων ούτως έχόντων προτάττεται ποΛΛάκις καί γίνεται ποτέ χρειωδέστερος ώς άναιρών καί προδιακαθαίρων τήν ένοχΛούσάν τισιν άπιστίαν καί τοϊς άρτι προσιούσι τήν άμφιβοΛίαν ή ψευδοδοξίαν. καί πρός έν μέν έκάτερος άναφέρεται τέλος- εις γάρ τήν εύσέβειαν έχει τήν άναφοράν ό τε τό ψεύδος έΛέγχων καί ό τήν άΛήθειαν κρατύνων· ού μήν καί καθάπαξ έν είσιν, άΛΛ' ό μέν άναγκαϊος, ώς έφην, πάσι τοις πιστεύουσι καί τοϊς τής άΛηθείας καί τής ίδιας σωτηρίας φροντίζουσιν, ό δέ έστιν ότε καί τισιν καί πρός τινας γίνεται χρειωδέσ­ τερος. καί ταύτα μέν ήμϊν κεφαΛαιωδώς προειρήσθω πρός ύπόμνησιν τών ήδη Λεχθέντων· ίτέον δέ έπί τό προκείμενον, καί δεικτέον άΛηθή τόν περί τής άναστάσεως Λόγον άπό τε τής αιτίας αύτής, καθ' ήν καί δι' ήν ό πρώτος γέγονεν άνθρωπος οί τε μετ' εκείνον, εί καί μή κατά τόν όμοιον γεγόνασι τρόπον, άπό τε τής κοινής πάντων άνθρώπων ώς ανθρώπων φύσεως, έτι δέ άπό τής τού ποιήσαντος έπί τούτοις κρίσεως, καθ' όσον έκαστος έζησε χρόνον καί καθ' ους έποΛιτεύσατο νόμους, ήν ούκ άν τις άμφισβητήσειεν είναι δικαίαν. Έστι δέ ό μέν άπό τής αιτίας Λόγος, έάν έπισκοπώμεν πότερον απλώς καί μάτην γέγονεν άνθρωπος ή τίνος ένεκεν· εί δέ τίνος ένεκεν, πότερον έπί τφ γενόμενον αύτόν ζήν καί διαμένειν καθ' ήν έγένετο φύσιν ή διά χρείαν τινός· εί δέ κατά χρείαν, ήτοι τήν αύτού τού ποιήσαντος ή άλλου τινός τών αύτφ προσηκόντων καί πΛείονος φροντίδος ήξιωμένων. ό δή καί κοινότερον σκοπούντες εύρίσκομεν ότι πάς εύ φρονών καί Λογική κρίσει πρός τό ποιείν τι κινούμενος ούδέν ών κατά πρόθεσιν ένεργεΐ ποιεί μάτην, άλλ' ήτοι 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τής ιδίας ένεκεν χρήσεως ή διά χρείαν άλλου τίνος ών πεφρόντικεν ή δι' αυτό τό γινόμενον, όλκή τινι φυσική καί στοργή πρός τήν αύτού γένεσιν κινούμενος· οίον (λεγέσθω γάρ δι' είκόνος τίνος, ϊνα σαφές γένηται τό πςιοκείμενον) άνθρωπος ποιεί μέν οίκον διά τήν ιδίαν χρείαν, ποιεί δέ βουσί καί καμήλοις ή τοις άλλοις ζφοις, ών έστιν ένδεής, τήν έκάστψ τούτων άρμόζουσαν σκεπήν ούκ ιδίας ένεκεν χρήσεως κατά τό φαινόμενον, άλλά κατά μέν τό τέλος διά τούτο, κατά δέ τό προσεχές διά τήν τούτων ών πεφρόντικεν επιμέ­ λειαν· ποιείται δέ καί παίδας ούτε διά χρείαν ιδίαν ούτε δι' έτερόν τι τών αύτφ προσηκόντων, άλλ' έπί τφ ειναί τε καί διαμένειν καθόσον οιόν τε τούς ύπ' αύτού γεννωμένους, τή τών παίδων καί τών έγγόνων διαδοχή τήν εαυτού τελευτήν παραμυθούμενος καί ταύτη τό θνητόν άπαθανατίζειν οιόμενος. άλλά ταύτα μέν ύπό τούτων· ό μέντοι θεός ούτ' άν μάτην έποίησεν τόν άνθρωπον· έστι γάρ σοφός, ούδέν δέ σοφίας έργον μάταιον· ούτε διά χρείαν ιδίαν· παντός γάρ έστιν άπροσδεής, τφ δέ μηδενός δεομένιρ τό παράπαν ούδέν τών ύπ' αύτού γενομένων συντελέσειεν άν εις χρείαν ιδίαν, άλλ' ούδέ διά τινα τών ύπ' αύτού γενομένων έργων έποίησεν άνθρωπον, ούδέν γάρ τών λογά) καί κρίσει χρωμένων ούτε τών μειζόνων ούτε τών καταδεεστέρων γέγονεν ή γίνεται πρός ετέρου χρείαν, άλλά διά τήν ιδίαν αύτών τών γενομένων ζωήν τε καί διαμονήν. ούδέ γάρ ό λόγος εύρίσκει τινά χρείαν τής τών άνθρώπων γενέσεως αιτίαν, τών μέν άθανάτων άνενδεών οντων καί μηδεμιάς μηδαμώς παρ' άνθρώπων συντέλειας πρός τό είναι δεομένων, τών δέ άλογων άρχομένων κατά φύσιν καί τάς πρός ο πέφυκεν έκαστον χρείας άνθρώποις άποπληρούντων άλλ' ούκ αύτών τούτοις χρήσθαι πεφυκότων· θέμις γάρ ούτε ήν ούτε έστι τό άρχον καί ήγεμονούν ύπάγειν εις χρήσιν τοίς έλάττοσιν ή τό λογικόν ύποτάττειν άλόγοις, ούσιν πρός τό άρχειν άνεπιτηδείοις. ούκούν εί μήτε άναιτίως καί μάτην γέγονεν άνθρωπος (ούδέν γάρ τών ύπό θεού γενομένων μάταιον κατά γε τήν τού ποιήσαντος γνώμην) μήτε χρείας ένεκεν αύτού τού ποιήσαντος ή άλλου τίνος τών ύπό θεού γενομένων ποιημάτων, 1. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας εύδηΛον ότι κατά μέν τόν πρώτον καί κοινότερον Λόγον δι' εαυτόν καί τήν έπί πάσης τής δημιουργίας θεωρουμένην άγαθότητα καί σοφίαν έποίησεν ό θεός άνθρωπον, κατά δέ τόν προσεχέστερον τοίς γενομένοις Λόγον διά τήν αύτών τών γενομένων ζωήν, ούκ έπί μικρόν έξαπτομένην είτα παντελώς σβεννυμένην. έρπετοίς γάρ, οίμαι, καί πτηνοίς καί νηκτοίς ή καί κοινότερον είπειν πάσι τοίς άΛόγοις τήν τοιαύτην ζωήν άπένειμεν θεός, τοίς δέ αύτόν εν έαυτοίς άγαΛματοφορούσι τόν ποιητήν νούν τε συνεπιφερομένοις καί Λογικής κρίσεως μεμοιραμένοις τήν εις άεί διαμονήν άπεκΛήρωσεν ό ποιήσας, ϊνα γινώσκοντες τόν εαυτών ποιητήν καί τήν τούτου δύναμιν τε καί σοφίαν νόμψ τε συνεπόμενοι καί δίκη τούτοις συνδιαιωνίζωσιν άπόνως, οίς τήν προΛαβούσαν έκράτυναν ζωήν καίπερ έν φθαρτοϊς καίγηίνοις όντες σώμασιν. όπόσα μέν γάρ άλλον του χάριν γέγονεν, παυσαμένων έκείνων ών ένεκεν γέγονεν, παύσεται εικότως καί αύτά τά γενόμενα τού είναι καί ούκ άν διαμένοι μάτην, ώς άν μηδεμίαν έν τοίς ύπό θεού γενομένοις τού ματαίου χώραν έχοντος· τά γε μήν δι' αύτό τό είναι καί ζήν καθώς πέφυκεν γενόμενα, ώς αύτής τής αιτίας τή φύσει συνειΛημμένης καί κατ' αύτό μόνον τό είναι θεωρουμένης, ούδεμίαν ούδέποτε δέξαιτ' άν τήν τό είναι παντελώς άφανίζουσαν αιτίαν. ταύτης δέ έν τώ είναι πάντοτε θεωρουμένης, δει σφζεσθαι πάντως καί τό γενόμενον ζψον, ένεργοϋν τε καί πάσχον ά πέφυκεν, έκατέρου τούτων έξ ών γέγονεν τά παρ' έαυτού συνεισφέροντας καί τής μέν ψυχής ούσης τε καί διαμενούσης όμαλώς έν ή γέγονεν φύσει καί διαπονούσης ά πέφυκεν (πέφυκεν δέ ταίς τού σώματος έπιστατείν όρμαίς καί τό προσπίπτον άεί τοίς προσήκουσι κρίνειν καί μετρείν κριτηρίοις καί μέτροις), τού δέ σώματος κινουμένου κατά φύσιν προς ά πέφυκεν καί τάς άποκληρωθείσας αυτώ δεχομένου μεταβολάς, μετά δέ τών άλλων τών κατά τάς ήλικίας ή κατ' είδος ή μέγεθος τήν άνάστασιν. είδος γάρ τι μεταβολής καί πάντων ύστατον ή άνάστασις ή τε τών κατ' έκείνον τόν χρόνον περιόντων έτι προς τό κρείττον μεταβολή. 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Έπί δέ τούτοις τεθαρρηκότες ού μείον ή τοίς ήδη γενομένοις καί τήν εαυτών έπισκοπούντες φύσιν, τήν τε μετ' ένδειας καί φθοράς ζωήν στέργομεν ώς τώ παρόντι βίω προσήκουσαν καί τήν έν άφθαρσίμ διαμονήν έλπίζομεν βεβαίως· ήν ού παρά άνθρώπων άναπλάττομεν μάτην ψευδέσιν έαυτούς βουκολούντες έλπίσιν, άπλανεστάτψ δέ πεπιστεύκαμεν εχεγγυω, τή τού δημιουργήσαντος ή μάς γνώμη, καθ' ήν έποίησεν άνθρωπον έκ ψυχής άθανάτου καί σώματος νουν τε συγκατεσκεύασεν αύτώ καί νόμον έμφυτον έπί σωτηρίμ καί φυλακή τών παρ' αύτού διδομένων, έμφρονι δέ βίω καί ζωή λογική προσηκόντων, εύ είδότες ώς ούκ άν τοιούτον κατεσκεύασεν ζώον καί πάσι τοίς προς διαμονήν έκόσμησεν, εί μή διαμένειν έβούλετο τό γενόμενον. εί τοίνυν ό τούδε τού παντός δημιουργός έποίησεν άνθρωπον έπίτώ ζωής έμφρονος μετασχείν καί γενόμενον θεωρόν τής τε μεγαλόπρεπείας αύτού καί τής έπί πάσι σοφίας τή τούτων θεωρίμ συνδιαμένειν άεί κατά τήν έκείνου γνώμην καί καθ' ήν εϊΛηχεν φύσιν, ή μέν τής γενέσεως αιτία πιστούται τήν εις άεί διαμονήν, ή δέ διαμονή τήν άνάστασιν, ής χωρίς ούκ άν διαμείνειεν άνθρωπος, έκ δέ τών είρημενών εύδηλον ώς τή τής γενέσεως αίτίμ καί τή γνώμη τού ποιήσαντος δείκνυται σαφώς ή άνάστασις. Τοιαύτης δέ τής αιτίας ούσης, καθ' ήν εις τόνδε παρήκται τόν κόσμον άνθρωπος, άκόλουθον άν εϊη τόν τούτοις κατά φύσιν ή καθ' ειρμόν έπόμενον διασκέψασθαι λόγον· έπεται δέ κατά τήν έξέτασιν τή μέν αιτία τής γενέσεως ή τών γεννηθέντων άνθρώπων φύσις, τή δέ φύσει τών γενομένων ή τού ποιήσαντος έπί τούτοις δίκαια κρίσις τούτοις τε πάσι τό τού βίου τέλος, έξητασμένων δέ ήμίν τών προτεταγμένων έπισκεπτέον εξής τήν τών άνθρώπων φύσιν. Ή τών τής άληθείας δογμάτων ή τών όπωσούν εις έξέτασιν προβαΛλομένων άπόδειξις τήν άπλανή τοίς λεγομένοις έπιφέρουσα πίστιν ούκ έξωθεν ποθεν έχει τήν άρχήν ούδ' έκ τών τισι δοκούντων ή δεδογμένων, άλΛ' έκ τής κοινής καί φυσικής έννοιας ή τής προς τά πρώτα τών δευτέρων άκολουθίας. ή γάρ περί τών πρώτων έστι δογμάτων καί δει μόνης ύπομνήσεως τής τήν φυσικήν άνα- 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας κινούσης έννοιαν ή περί τών κατά φύσιν επομένων τοις πρώτοις και τής φυσικής άκοΛουθίας καί δει τής έπί τούτοις τάξεως, δεικνύντας τί τοις πρώτοις ή τοις προτεταγμένοις άκοΛουθεί κατ' άΛήθειαν, έπί τφ μήτε τής άΛηθείας ή τής κατ' αύτήν άσφαλείας άμελείν μήτε τά τή φύσει τεταγμένα και διωρισμένα συγχείν ή τόν φυσικόν ειρμόν διασπάν. όθεν, οιμαι, [χρήν] δίκαιον περί τών προκειμένων έσπουδακότας και κρίνε ιν έμφρόνως θέλοντας είτε γίνεται τών άνθρωπίνων σωμάτων άνάστασις είτε μή, πρώτον μέν έπισκοπειν καλώς τών προς τήν τούδε δείξιν συντελούντων τήν δύναμιν καί ποιαν έκαστον είληχεν χώραν καί τί μέν τούτων πρώτον τί δέ δεύτερον ή τρίτον τί δ' έπί τούτοις ύστατον· ταύτα δέ διαταξαμένους χρή πρώτην μέν τάξαι τήν αιτίαν τής τών άνθρώπων γενέσεως, τούτ' έστιν τήν τού δημιουργήσαντος γνώμην καθ' ήν έποίησεν άνθρωπον, ταύτη δέ προσφυώς έπισυνάψαι τήν τών γενομένων άνθρώπων φύσιν, ούχ ώς τή τάξει δευτερεύουσαν, διά δέ τό μή δύνασθαι κατά ταύτόν άμφοτέρων γενέσθαι τήν κρίσιν, κάν ότι μάλιστα συνυπάρχωσιν άλλήλαις καί προς τό προκείμενον τήν ίσην παρέχωνται δύναμιν. διά δέ τούτων, ώς πρώτων καί τήν έκ δημιουργίας έχόντων άρχήν, έναργώς δεικνυμένης τής άναστάσεως, ούδέν ήττον καί διά τών τής προνοίας λόγων έστι λαβείν τήν περί ταύτης πίστιν, λέγω δέ διά τής έκάστψ τών άνθρώπων όφειλομένης κατά δικαίαν κρίσιν τιμής ή δίκης καί τού κατά τόν άνθρώπινον βίον τέλους. πολλοί γάρ τόν τής άναστάσεως λόγον διαλαμβάνοντες τφ τρίτψ μονά) τήν πάσαν έπήρεισαν αιτίαν, νομίσαντες τήν άνάστασιν γίνεσθαι διά τήν κρίσιν. τούτο δέ περιφανώς δείκνυται ψεύδος έκ τού πάντας μέν άνίστασθαι τούς άποθνήσκοντας άνθρώπους, μή πάντας δέ κρίνεσθαι τούς άναστάντας· είγάρ μόνον τό κατά τήν κρίσιν δίκαιον τής άναστάσεως ήν αίτιον, έχρήν δήπου τούς μηδέν ήμαρτηκότας ή κατορθώσαντας μηδ' άνίστασθαι, τούτ' έστι τούς κομιδή νέους παίδας· έξ ών δέ πάντας άνίστασθαι τούς τε άλλους καί δή καί τούς κατά τήν πρώτην ήλικίαν τελευτήσαντας καί αύτοί δικαιούσιν, ού διά τήν κρίσιν ή 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας άνάστασις γίνεται κατά πρώτον Λόγον, άΛΛά διά τήν τού δημιουργήσαντος γνώμην καί τήν τών δημιουργηθέντων φύσιν. Αρκούσης δέ καί μόνης τής έπί τή γενέσει τών άνθρώπων θεωρουμένης αιτίας δείξαι τήν άνάστασιν κατά φυσικήν άκοΛουθίαν έπομένην τοίς διαΛυθείσι σώμασιν, δίκαιον ίσως πρός μηδέν άποκνήσαι τών προτεθέντων, άκοΛούθως δέ τοίς είρημένοις καί τάς έξ έκάστου τών έπομένων άφορμάς ύποδείξαι τοις έξ αύτών συνιδείν μή δυναμένοις καί πρό γε τών άλλων τήν τών γενομένων άνθρώπων φύσιν, έπί τήν αύτήν άγουσαν έννοιαν καί τήν ίσην παρέχουσαν περί τής άναστάσεως πίστιν. είγάρ πάσα κοινώς ή τών άνθρώπων φύσις έκ ψυχής άθανάτου καί τού κατά τήν γένεσιν αύτή συναρμοσθέντος σώματος έχει τήν σύστασιν καί μήτε τή φύσει τής ψυχής καθ' έαυτήν μήτε τή φύσει τού σώματος χωρίς άπεκΛήρωσεν θεός τήν τοιάνδε γένεσιν ή τήν ζωήν καί τόν σύμπαντα βίον, άλλά τοίς έκ τούτων γενομένοις άνθρώποις, ϊν', έξ ών γίνονται καί ζώσι, διαβιώσαντες εις έν τι καί κοινόν καταΛήξωσιν τέλος, δει, πάντως ένός όντος έξ άμφοτέρων ζφου τού καί πάσχοντος όπόσα πάθη ψυχής καί όπόσα τού σώματος ένεργούντός τε καί πράττοντος όπόσα τής αισθητικής ή τής Λογικής δείται κρίσεως, πρός έν τι τέλος άναφέρεσθαι πάντα τόν έκ τούτων ειρμόν, ινα πάντα καί διά πάντων συντρέχη πρός μίαν άρμονίαν καί τήν αύτήν συμπάθειαν, άνθρώπου γένεσις, άνθρώπου φύσις, άνθρώπου ζωή, άνθρώπου πράξεις καί πάθη καί βίος καί τό τή φύσει προσήκον τέΛος. εί δέ μία τίς έστιν άρμονία τού ζφου παντός καί συμ­ πάθεια, καί τών έκ ψυχής φυόμενων καί τών διά τού σώματος έπιτεΛουμένων, έν είναι δει καί τό έπί πάσι τούτοις τέΛος. έν δέ τέΛος έσται κατ' άΛήθειαν, τού αύτού ζφου κατά τήν έαυτού σύστασιν όντος, ούπέρ έστιν τέΛος τό τέΛος. τό αύτό δέ ζφον έσται καθαρώς, τών αύτών όντων πάντων έξ ών ώς μερών τό ζφον. τά αύτά δέ κατά τήν ίδιάζουσαν ένωσιν έσται, τών διαΛυθέντων πάλιν ένωθέντων πρός τήν τού ζφου σύστασιν. ή δέ τών αύτών άνθρώπων σύστασις έξ άνάγκης έπομένην δείκνυσιν τήν τών νεκρωθέντων καί 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας διαλυθέντων σωμάτων άνάστασιν· ταύτης γάρ χωρίς ούτ' άν ένωθείη τά αύτά μέρη κατά φύσιν άλλήλοις ούτ' άν συσταίη τών αύτών άνθρώπων ή φύσις. εί δέ καί νούς καί λόγος δέδοται τοίς άνθρώποις προς διάκρισιν νοητών, ούκ ούσιών μόνον άλλά καί τής τού δόντος άγαθότητος καί σοφίας καί δικαιοσύνης, άνάγκη, διαμενόντων ών ένεκεν ή λογική δέδοται κρίσις, καί αύτήν διαμένειν τήν έπί τούτοις δοθεϊσαν κρίσιν· ταύτην δέ διαμένειν άδύνατον, μή τής δεξαμένης αύτήν καί τά έν οίς έστι διαμενούσης φύσεως. ό δέ καί νουν καί λόγον δεξάμενός εστιν άνθρωπος, ού ψυχή καθ' έαυτήν· άνθρωπον άρα δει τόν έξ άμφοτέρων όντα διαμένειν εις άεί, τούτον δέ διαμένειν άδύνατον μή άνιστάμενον. άναστάσεως γάρ μή γινομένης, ούκ άν ή τών άνθρώπων ώς ανθρώπων διαμένοι φύσις· τής δέ τών άνθρώπων φύσεως μή διαμενούσης, μάτην μέν ή ψυχή συνήρμοσται τή τού σώματος ένδείμ καί τοίς τούτου πάθεσιν, μάτην δέ τό σώμα πεπέδηται προς τό τυγχάνειν ών ορέγεται, ταϊς τής ψυχής ήνίαις ύπεϊκον καί χαλιν αγωγού με νον, μάταιος δέ ό νούς, ματαία δέ φρόνησις καί δικαιοσύνης παρατήρησις ή καί πάσης άρετής άσκησις καί νόμων θέσις καί διάταξις καί συνόλως είπείν πάν ότι περ έν άνθρώποις καί δι' άνθρώπους καλόν, μάλλον δέ καί αύτή τών άνθρώπων ή γένεσίς τε καί φύσις. εί δέ πάντων καί πανταχόθεν άπελήλαται τών έργων τού θεού καί τών ύπ' έκείνου διδομένων δωρεών τό μάταιον, δει πάντως τφ τής ψυχής άτελευτήτω συνδιαιωνίζειν τήν τού σώματος διαμονήν κατά τήν οίκείαν φύσιν. Ξενιζέσθω δέ μηδείς εί τήν θανάτψ καί φθορά διακοπτομένην ζωήν όνομάζομεν διαμονήν, λογιζόμενος ώς ούχ εις τού προσρήματος ό λόγος, ούχ έν τής διαμονής τό μέτρον, ότι μηδέ τών διαμενόντων φύσις μία. εϊπερ γάρ κατά τήν οίκείαν φύσιν έκαστον τών διαμενόντων έχει τήν διαμονήν, ούτ' έπί τών καθαρώς άφθάρτων καί άθανάτων ευροι τις άν ίσάζουσαν τήν διαμονήν, τφ μηδέ 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τάς ούσίας τών κρειττόνων συνεξισούσθαι ταίς καθ' ύπόβασιν διαφερούσαις, ούτ' επί τών άνθρώπων τήν ομαλήν εκείνην καί άμετάβλητον έπιζητεΐν άξιον, άτε δή τών μέν έξ άρχής γενομένων άθανάτων καί διαμενόντων μόνη τή γνώμη τού ποιήσαντος άτεΛευτήτως, τών δέ άνθρώπων κατά μέν τήν ψυχήν άπό γενέσεως έχόντων τήν άμετάβΛητον διαμονήν, κατά δέ τό σώμα προσΛαμβανόντων έκ μεταβολής τήν άφθαρσίαν· όπερ ό τής άναστάσεως βούλεται Λόγος· προς ήν άποβλέποντες τήν τε διάλυσιν τού σώματος ώς έπομένην τή μετ' ένδειας και φθοράς ζωή περιμένομεν καί μετά ταύτην τήν μετ' άφθαρσίας έλπίζομεν διαμονήν, ούτε τή τών άλογων τελευτή συνεξισούντες τήν ήμετέραν τελευτήν ούτε τή τών άθανάτων διαμονή τήν τών άνθρώπων διαμονήν, ϊνα μή Λάθωμεν ταύτη συνεξισούντες καί τήν τών άνθρώπων φύσιν καί ζωήν οίς μή προσήκεν. ού τοίνυν έπί τούτω δυσχεραίνειν άξιον, εί τις άνωμαλία θεωρείται περί τήν τών άνθρώπων διαμονήν, ούδ' έπειδή χωρισμός ψυχής άπό τού σώματος μερών καί μορίων διάλυσις τήν συνεχή διακόπτει ζωήν, διά τούτ' άπογινώσκειν χρή τήν άνάστασιν. ούδέ γάρ έπειδή τήν κατά συναίσθησιν ζωήν διακόπτειν δοκούσιν αι κατά τόν ύπνον φυσικώς έγγινόμεναι παρέσεις τών αισθήσεων καί τών φυσικών δυνάμεων, ίσομέτροις χρόνου διαστήμασιν ύπνούντων τών άνθρώπων καί τρόπον τινά πάλιν άναβιωσκόντων, τήν αύτήν παραιτούμεθα λέγειν ζωήν· παρ' ήν αιτίαν, οιμαι, τινές άδελφόν τού θανάτου τόν ύπνον όνομάζουσιν, ούχ ώς έκ τών αύτών προγόνων ή πατέρων φύντας γενεαΛογούντες, άλλ' ώς τών όμοιων παθών τοίς τε θανούσι καί τοίς ύπνούσιν έγγινομένων, ένεκα γε τής ήρε μίας καί τού μηδενός έπαισθάνεσθαι τών παρόντων ή γινομένων, μάλλον δέ μηδέ τού είναι καί τής ιδίας ζωής. εϊπερ ούν τήν τών άνθρώπων ζωήν τοσαύτης γέμούσαν άνωμαλίας άπό γενέσεως μέχρι διαλύσεως καί διακοπτομένην πάσιν οίς προείπομεν, ού παραιτούμεθα τήν αύτήν Λέγειν ζωήν, ούδέ τήν έπέκεινα τής διαλύσεως ζωήν, ήτις έαυτή συνεισάγει τήν άνάστασιν, άπογινώσκειν όφείλομεν, κάν έπί ποσόν 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας διακόπτηται τφ χωρισμφ τής ψυχής άπό τού σώματος. αύτη γάρ τών άνθρώπων ή φύσις άνωθεν και κατά γνώμην τού ποιήσαντος συγκεκληρωμένην έχουσα τήν άνωμαλίαν, άνώμαλον έχει τήν ζωήν καί τήν διαμονήν, ποτέ μέν ύπνψ ποτέ δέ θανάτψ διακοπτομένην καί ταίς καθ' έκάστην ήλικίαν μεταβολαϊς, ούκ έμφαινομένων έναργώς τοίς πρώτοις τών ύστερον έπιγινομένων. ή τίς άν έπίστευσεν μή τή πείρ<χ δεδιδαγμένος, έν όμοιομερεικαί άδιαπλάστψ τφ σπέρματι τοσούτων καί τηλικούτων άποκεισθαι δυνάμεων ή τοσαύτην έπισυνισταμένων καί πηγνυμενών όγκων διαφοράν, όστέων φημί καί νεύρων καί χόνδρων, έτι δέ μυών καί σαρκών καί σπλάγχνων καί τών λοιπών τού σώματος μερών; ούτε γάρ έν ύγροίς έτι τοίς σπέρμασι τούτων έστιν ίδείν ούδέν ούτε μήν τοίς νηπίοις έμφαίνεταί τι τών τοίς τελείοις έπιγινομένων ή τή τών τελείων ήλικίμ τά τών παρηβηκότων ή τούτοις τά τών γεγηρακότων. άλλά δή καίτοι τών είρη μενών τινών μέν ούδ' όλως τινών δέ άμυδρώς έμφαινόντων τήν φυσικήν άκολουθίαν καί τάς τή φύσει τών άνθρώπων έπιγινομένας μεταβολάς, όμως ϊσασιν όσοι μή τυφλώττουσιν ύπό κακίας ή -ςιθυμίας περί τήν τούτων κρίσιν, ότι δει πρώτον μέν γενέσθαι τών σπερμάτων καταβολήν, διαρθρωθέντων δέ τούτων καθ' έκαστον μέρος καί μόριον καί προελθόντων εις φώς τών κυηθέντων έπιγίνεται μέν ή κατά τήν πρώτην ήλικίαν αύξησις ή τε κατ' αύξησιν τελείωσις, τελειωθέντων δέ ύφεσις τών φυσικών δυνάμεων μέχρι γήρως, είτα πεπονηκότων τών σωμάτων ή διάλυσις. ώσπερ ούν έπί τούτων, ούτε τού σπέρ­ ματος έγγεγραμμένην έχοντας τήν τών άνθρώπων φυήν ή μορφήν ούτε τής ζωής τήν εις τάς πρώτας άρχάς διάλυσιν, ό τών φυσικώς γινομένων ειρμός παρέχει τήν πίστιν τοίς ούκ έξ αύτών τών φαι­ νομένων έχουσι τό πιστόν, πολύ μάλλον ό λόγος έκ τής φυσικής άκολουθίας άνιχνεύων τήν άλήθειαν πιστούται τήν άνάστασιν, άσφαλέστερος ών καί κρείττων τής πείρας προς πίστωσιν άληθείας. Τών πρφην ήμίν εις έξέτασιν προτεθέντων λόγων καί τήν άνάστασιν πιστουμένων πάντες μέν είσιν ομογενείς, ώς έκ τής 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αύτής φύντες άρχής· άρχή γάρ αύτοις ή τών πρώτων άνθρωπων έκ δημιουργίας γένεσις· άλλ' οί μέν έξ αυτής κρατύνονται τής πρώτης άρχής έξ ήσπερ έφυσαν, οί δέ παρεπόμενοι τή τε φύσει καί τώ βίψ τών άνθρώπων έκ τής τού θεού περί ήμάς προνοίας Λαμβάνουσιν τήν πίστιν· ή μέν γάρ αιτία, καθ' ήν καί δι' ήν γεγόνασιν άνθρωποι, συνεζευγμένη τή φύσει τών άνθρώπων έκ δημιουργίας έχει τήν ίσχύν, ό δέ τής δικαιοσύνης Λόγος, καθ' ον κρίνει θεός τούς εύ ή κακώς βεβιωκότας άνθρώπους, έκ τού τούτων τέλους- φύονται μέν γάρ έκείθεν, ήρτηνται δέ μάλλον τής προνοίας. δεδειγμένων δέ ήμίν τών πρώτων ώς οίόν τε, καλώς άν έχοι καί διά τών ύστέρων δείξαι τό προκείμενον, λέγω δέ διά τής όφειλομένης έκάστψ τών άνθρώπων κατά δικαίαν κρίσιν τιμής ή δίκης καί τού κατά τόν άνθρώπινον βίον τέλους, αύτών δέ τούτων προτάξαι τόν κατά φύσιν ήγούμενον καί πρώτον γε διασκέψασθαι τόν περί τής κρίσεως Λόγον, τοσούτον μόνον ύπειπόντας φροντίδιτής προσηκούσης τοΐς προκειμένοις άρχής καί τάξεως ότι δεϊ τούς ποιητήν τόν θεόν τούδε τού παντός παραδεξαμένους τή τούτου σοφίμ καί δικαιοσύνη τήν τών γενομένων άπάντων άνατιθέναι φυλακήν τε καί πρόνοιαν, εί γε ταίς ίδίαις άρχαίς παραμένειν έθέλοιεν, ταύτα δέ περί τούτων φρονούντας μηδέν ήγείσθαι μήτε τών κατά γήν μήτε τών κατ' ούρανόν άνεπιτρόπευτον μηδ' άπρονόητον, άλλ' έπί πάν άφανές ομοίως καί φαινόμενον μικρόν τε καί μεϊζον διήκουσαν γινώσκειν τήν παρά τού ποιήσαντος έπιμέλειαν. δείταιγάρ πάντα τά γενόμενα τής παρά τού ποιήσαντος έπιμελείας, ιδίως δέ έκαστον καθ' ό πέφυκεν καί προς ό πέφυκεν- άχρείου γάρ οιμαι φιλοτιμίας τό κατά γένη διαιρείν νύν ή τό πρόσφορον έκάστη φύσει καταλέγειν έθέλειν. ό γε μήν άνθρωπος, περί ού νύν πρόκειται λέγειν, ώς μέν ένδεής δείται τροφής, ώς δέ θνητός διαδοχής, ώς δέ λογικός δίκης, εί δέ τών είρημένων έκαστον έστιν άνθρώπψ κατά φύσιν καί δείται μέν τροφής διά τήν ζωήν, δείται δέ διαδοχής διά τήν τού γένους διαμονήν, δείται δέ δίκης διά τό τής τροφής καί τής διαδοχής έννομον, άνάγκη δήπου, τής τροφής καί τής διαδοχής έπί τό συναμφότερον φερομένης, έπί τούτο φέρεσθαι καί τήν δίκην, λέγω δέ 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας συναμφότερον τόν έκ ψυχής καί σώματος άνθρωπον, καί τόν τοιούτον άνθρωπον γίνεσθαι πάντων τών πεπραγμένων ύπόδικον τήν τε έπί τούτοις δέχεσθαι τιμήν ή τιμωρίαν. εί δέ κατά του συναμφοτέρου φέρει τήν έπί τοίς είργασμένοις δίκην ή δικαία κρίσις καί μήτε τήν ψυχήν μόνην δει κομίσασθαι τά έπίχειρα τών μετά του σώματος είργασμένων (άπροσπαθής γάρ αύτη καθ' έαυτήν τών περί τάς σωματικάς ήδονάς ή τροφάς καί θεραπείας γινομένων πλημμελημάτων) μήτε τό σώμα μόνον (άκριτον γάρ τούτο καθ' εαυτό νόμου καί δίκης), ό δέ έκ τούτων άνθρωπος τήν έφ' έκάστψ τών είργασμένων αύτφ δέχεται κρίσιν, τούτο δέ ούτε κατά τήνδε τήν ζωήν εύρίσκει συμβαίνον ό λόγος (ού γάρ σφζεται τό κατ' άξίαν έν τφ παρόντι βίφ διά τό πολλούς μέν άθεους καί πάσαν άνομίαν καί κακίαν έπιτηδεύοντας μέχρι τελευτής διατελείν κακών άπειράτους καί τούναντίον τούς κατά πάσαν άρετήν έξητασμένον τόν εαυτών βίον έπιδειξαμένους έν όδύναις ζήν, έν έπηρείαις, έν συκοφαντίαις, αίκίαις τε καί παντοίαις κακοπαθείαις) ούτε δέ μετά θάνατον (ούδέ γάρ έστιν έτι τό συναμφότερον χωριζομένης μέν τής ψυχής άπό τού σώματος, σκεδαννυμένου δέ καί αύτού τού σώματος εις έκείνα πάλιν έξ ών συνεφορήθη καί μηδέν έτι σφζοντος τής προτέρας φυής ή μορφής, ή πού γε τήν μνήμην τών πεπραγμένων), εύδηλον παντί τό λειπόμενον, ότι δει κατά τόν άπόστολον τό φθαρτόν τούτο καί σκεδαστόν ένδύσασθαι άφθαρσίαν, ίνα ζωοποιηθέντων έξ άναστάσεως τών νεκρωθέντων καί πάλιν ένωθέντων τών κεχωρισμένων ή καί πάντη διαλελυμένων, έκαστος κομίσηται δικαίως ά διά τού σώματος έπραξεν είτε άγαθά είτε κακά. Προς μέν ούν τούς όμολογούντας τήν πρόνοιαν καί τάς αύτάς ήμίν παραδεξαμένους άρχάς, είτα τών οικείων ύποθέσεων ούκ οίδ' όπως έκπίπτοντας, τοιούτοις χρήσαιτ' άν τις λόγοις καί πολλφ πλείοσι τούτων, ε’ί γε πλατύνειν έθέλοι τά συντόμως καί κατ' έπιδρομήν είρημένα. προς δέ γε τούς περί τών πρώτων διαφερομένους ίσως άν έχοι καλώς έτέραν ύποθέσθαι προ τούτων άρχήν, συνδιαπορούντας αύτοις περί ών δοξάζουσιν καί τοιαύτα συνδιασκεπτομένους· άρά γε πάντη καθάπαξ ή τών άνθρώπων παρώπται 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ζωή καί σύμπας ό βίος, ζόφος δέ τις βαθύς κατακέχυται τής γής άγνοίμ καί σιγή κρύπτων αύτούς τε τούς άνθρώπους καί τάς τούτων πράξεις, ή πολύ τούτων άσφαΛέστερον τό δοξάζειν ότι τοις έαυτού ποιήμασιν έφέστηκεν ό ποιήσας, πάντων τών όπωσούν όντων ή γινομένων έφορος, έργων τε καί βουλευμάτων κριτής, εί μέν γάρ μηδεμία μηδαμού τών άνθρώποις πεπραγμένων γίνοιτο κρίσις, ούδέν έξουσι πΛείον τών άλογων άνθρωποι· μάλλον δέ κάκείνων πράξουσιν άθλιώτερον οί τά πάθη δουλαγωγούντες καί φροντίζοντες εύσεβείας καί δικαιοσύνης ή τής άλλης άρετής, ό δέ κτηνώδης ή θηριώδης βίος άριστος, άρετή δέ άνόητος, δίκης δέ άπειΛή γέλως πλατύς, τό δέ πάσαν θεραπεύειν ήδονήν άγαθών τό μέγιστον, δόγμα δέ κοινόν τούτων άπάντων καί νόμος εις τό τοϊς άκολάστοις καίλάγνοις φίλον "φάγωμεν [δέ] καί πίωμεν, αύριον γάρ άποθνήσκομεν". τού γάρ τοιούτου βίου τέλος ούδέ ήδονή κατά τινας, άλλ' άναισθησία παντελής. εί δέ έστι τις τφ ποιήσαντι τούς άνθρώπους τών ιδίων ποιημάτων φροντίς καί σφζεταί που τών ευ ή κακώς βεβιωμένων ή δίκαια κρίσις, ήτοι κατά τόν παρόντα βίον ζώντων έτι τών κατ' άρετήν ή κακίαν βεβιωκότων ή μετά θάνατον έν χωρισμφ καί διαλύσει τυγχανόντων. άλλά κατ' ούδέτερον τών είρημένων εύρείν δυνατόν σφζομένην τήν δικαίαν κρίσιν· ούτε γάρ οί σπουδαίοι κατά τήν παρούσαν ζωήν φέρονται τά τής άρετής έπίχειρα ούτε μήν οί φαύλοι τά τής κακίας. παρίημι γάρ ΛέγεIV ότι σφζομένης τής φύσεως έν ή νύν έσμέν, ούδ' ή θνητή φύσις ένεγκειν οια τε τήν σύμμετρον δίκην πλειόνων ή βαρυτέρων φερομένην πλημμελημάτων. ό τε γάρ μυρίους έπί μυρίοις άνελών άδίκως Ληστής ή δυνάστης ή τύραννος ούκ άν ένί θανάτφ λύσειεν τήν έπί τούτοις δίκην ό τε μηδέν περί θεού δοξάζων άληθές, ύβρει δέ πάση καί [Βλασφημία συζών καί παρορών μέν τά θεία, καταλύων δέ νόμους, ύβρίσας δέ παίδας όμού καί γυναίκας, κατασκάψας δέ πόλεις άδίκως, έμπρήσας δέ οίκους μετά τών ένοικούντων καί δηώσας χώραν καί τούτοις συναφανίσας δήμους καί Λαούς ή καί σύμπαν έθνος, πώς άν έν φθαρτφ τφ σώματι πρός τήν τούτοις 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας σύμμετρον άρκέσειεν δίκην, προλαμβάνοντας του θανάτου τό κατ' άξίαν καί μηδέ πρός έν τι τών είργασμένων τής θνητής έξαρκούσης φύσεως; ούτ' ούν κατά τήν παρούσαν ζωήν ή κατ' άξίαν δείκνυται κρίσις ούτε μετά θάνατον. Ήτοι γάρ παντελής έστι σβέσις τής ζωής ό θάνατος συνδιαλυομένης τώ σώματι τής ψυχής καί συνδιαφθειρομένης, ή μένει μέν ή ψυχή καθ' έαυτήν άλυτος άσκέδαστος άδιάφθορος, φθείρεται δέ καί διαλύεται τό σώμα, ούδεμίαν έτι σώζον ούτε μνήμην τών είργασμένων ούτ' α’ίσθησιν τών επ' αύτή παθημάτων. σβεννυμένης μέν γάρ παντελώς τής τών άνθρώπων ζωής, ούδεμία φανήσεται τών άνθρώπων ού ζώντων φροντίς, ού τών κατ' άρετήν ή κακίαν βεβιωκότων [ή] κρίσις, έπεισκυκληθήσεται δέ πάλιν τά τής άνομου ζωής καί τών ταύτη συνεπομένων άτοπων τό σμήνος τό τε τής άνομίας ταύτης κεφάλαιον, άθεότης. εί δέ φθείροιτο μέν τό σώμα καίχωροίη πρός τό συγγενές τών λελυμένων έκαστον, μένοι δέ ή ψυχή καθ' έαυτήν ώς άφθαρτος, ούδ' ούτως έξει χώραν ή κατ' αύτής κρίσις, μή προσούσης δικαιοσύνης· έπεί μηδέ θεμιτόν ύπολαμβάνειν έκ θεού καί παρά θεού γίνεσθαί τινα κρίσιν, ή μή πρόσεστι τό δίκαιον, ού πρόσεστι δέ τή κρίσει τό δίκαιον μή σψζομένου τού διαπραξαμένου τήν δικαιοσύνην ή τήν άνομίαν· ό γάρ διαπραξάμενος έκαστον τών κατά τόν βίον έφ' οις ή κρίσις, άνθρωπος ήν, ού ψυχή καθ' έαυτήν. τό δέ σύμπαν είπείν, ό λόγος ούτος επ' ούδενός φυλάξει τό δίκαιον. Κατορθωμάτων τε γάρ τιμωμένων, άδικηθήσεται τό σώμα σαφώς έκ τού κοινωνήσαι μέν τή ψυχή τών έπί τοίς σπουδαζομένοις πόνων, μή κοινωνήσαι δέ τής έπί τοίς κατορθωθείσι τιμής, καί συγγνώμης μέν τυγχάνειν πολλάκις τήν ψυχήν έπί τινων πλημ­ μελημάτων διά τήν τού σώματος ένδειάν τε καί χρείαν, έκπίπτειν δέ αύτό τό σώμα τής έπί τοίς κατορθωθείσι κοινωνίας, ύπέρ ών τούς έν τή ζωή συνδιήνεγκεν πόνους. καί μήν καί πλημμελη­ μάτων κρινομένων ού σφζεται τή ψυχή τό δίκαιον, είγε μόνη 1 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τίνοι δίκην υπέρ ών ένοχλούντος τού σώματος καί προς τάς οικείας ορέξεις ή κινήσεις έΛκοντος έπΛημμέΛησεν ποτέ μέν κατά συναρπαγήν καί κλοπήν, ποτέ δέ κατά τινα βιαιοτέραν όΛκήν, άλλοτε δέ κατά συνδρομήν έν χάριτος μέρει καί θεραπείας τής τούτου συστάσεως. ή πώς ούκ άδικον τήν ψυχήν κρίνεσθαι καθ' έαυτήν ύπέρ ών ούδ' ήντινούν έχει κατά τήν έαυτής φύσιν ούκ όρεξιν ού κίνησιν ούχ ορμήν, οίον Λαγνείας ή βίας ή πλεονεξίας [άδικίας] καί τών έπίτούτοις άδικημάτων; είγάρ τά πΛείστα τών τοιούτων γίνεται κακών εκ τού μή κατακρατείν τούς άνθρώπους τών ένοχλούντων παθών, ενοχλούνται δέ ύπό τής τού σώματος ένδειας καί χρείας καί τής περί τούτο σπουδής καί θεραπείας (τούτων γάρ ένεκεν πάσα ή κτήσις καί προ ταύτης ή χρήσις, έτι δέ γάμος καί όσαι κατά τόν βίον πράξεις, έν οίς καί περί ά θεωρείται τό τε πλημμελές καί τό μή τοιούτον), πού δίκαιον έν οίς πρωτοπαθεί τό σώμα καί τήν ψυχήν έλκει προς συμπάθειαν καί κοινωνίαν τών έφ' ά κινείται πράξεων, αυτήν κρίνεσθαι μόνην, καί τάς μέν ορέξεις καί τάς ήδονάς, έτι δέ φόβους καί λύπας, έφ' ών πάν τό μή μέτριον υπό­ δικον, από τού σώματος έχειν τήν κίνησιν, τάς δέ έκ τούτων άμαρτίας καί τάς έπί τοίς ήμαρτημένοις τιμωρίας έπί τήν ψυχήν φέρεσθαι μόνην τήν μήτε δεομένην τοιούτου τίνος μήτε όρεγομένην μήτε φοβουμένην ή πάσχουσάν τι τοιούτον καθ' έαυτήν οίον πάσχειν πέφυκεν άνθρωπος; άλλά κάν μή μόνου τού σώματος, άνθρώπου δέ θώμεν είναι τά πάθη, Λέγοντες όρθώς διά τό μίαν έξ άμφοτέρων είναι τήν τούτου ζωήν, ού δήπου γε καί τή ψυχή ταύτα προσήκειν φήσομεν, όπόταν καθαρώς τήν ιδίαν αύτής έπισκοπώμεν φύσιν. εί γάρ πάσης καθάπαξ τροφής έστιν άνενδεής, ούκ άν όρεχθείη ποτέ τούτων ών ούδαμώς δείται προς τό είναι, ούδ' άν όρμήσειεν έπί τι τούτων οίς μηδ' όλως χρήσθαι πέφυκεν· άλλ' ούδ' άν λυπηθείη δι' άπορίαν χρημάτων ή κτημάτων ώς ούδέν αύτή προσηκόντων, εί δέ καί φθοράς έστι κρείττων, ούδέν φοβείται τό παράπαν ώς φθαρτικόν έαυτής· ού γάρ δέδοικεν ού λιμόν ού νόσον ού πήρωσιν ού Λώβην ού πύρ ού σίδηρον, έπεί μηδέ παθείν έκ τούτων δύναταί τι βλαβερόν μηδ' άλγεινόν, ούχάπτομένων αύτής τό παράπαν ούτε 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σωμάτων ούτε σωματικών δυνάμεων. εί δέ τό τά πάθη ταϊς ψυχαίς ιδιαζόντως προσάπτειν άτοπον, τό τάς έκ τούτων άμαρτίας καί τάς έπί ταύταις τιμωρίας έπί μάνας φέρειν τάς ψυχάς ύπερβαΛΛόντως άδικον καί τής τού θεού κρίσεως άνάξιον. Πρός δέ τοίς είρημένοις πώς ούκ άτοπον τήν μέν άρετήν καί τήν κακίαν μηδέ νοηθήναι δύνασθαι χωρίς έπί τής ψυχής (άνθρώπου γάρ άρετάς είναι γινώσκομεν τάς άρετάς, ώσπερ ούν καί τήν ταύταις άντικειμένην κακίαν ού ψυχής κεχωρισμένης τού σώματος καί καθ' έαυτήν ούσης), τήν δέ έπί τούτοις τιμήν ή τιμωρίαν έπί μόνης φέρεσθαι τής ψυχής; ή πώς άν τις καί νοήσειεν έπίψυχής μόνης άνδρείαν ή καρτερίαν, ούκ έχούσης ού θανάτου φόβον ού τραύματος ού πηρώσεως ού ζημίας ούκ αίκίας ού τών έπί τούτοις άΛγημάτων ή τής έκ τούτων κακοπαθείας; πώς δέ έγκράτειαν καί σωφροσύνην, ούδεμιάς έΛκούσης αύτήν έπιθυμίας πρός τροφήν ή μίξιν ή τάς άΛΛας ήδονάς τε καί τέρψεις ούδ' άλλον τίνος ούτ' έσωθεν ένοχΛούντος ούτ' έξωθεν έρεθίζοντος; πώς δέ φρόνησιν, ούχύποκειμένων αύτή πρακτέων καί μή πρακτέων ούδ' αιρετών καί φευκτών, μάΛΛον δέ μηδεμιάς ένούσης αύτή κινήσεως τό παράπαν ή φυσικής ορμής έπί τι τών πρακτέων; πού δέ άλως ψυχαίς ή πρός άΛΛήΛας δικαιοσύνη προσφυής ή πρός άλλο τι τών ομογενών ή τών έτερογενών, ούκ έχούσαις ούτε πόθεν ούτε δι' ών ούτε πώς άπονείμωσι τό κατ' άξίαν ή κατ' άναΛογίαν ίσον έξηρημένης τής εις θεόν τιμής, ούδ' άλλως έχούσαις ορμήν ή κίνησιν πρός χρήσιν ιδίων ή πρός άποχήν άΛΛοτρίων, τής μέν χρήσεως τών κατά φύσιν καί τής άποχής έπί τών χρήσθαι πεφυκότων θεωρουμένης, τής δέ ψυχής μήτε δεομένης τίνος μήτε χρήσθαι τισίν ή τινί πεφυκυίας καί διά τούτο μηδέ τής Λεγομένης ίδιοπραγίας τών μερών έπί τής ούτως έχούσης ψυχής εύρεθήναι δυναμένης; Καί μήν κάκείνο πάντων παραΛογώτατον, τό τούς μέν θεσ- 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς 'Έλληνας πισθέντας νόμους έπ' άνθρώπους φέρειν, τών δέ νομίμως ή παρανόμως πεπραγμένων τήν δίκην έπί μόνας τρέπειν τάς ψυχάς. εί γάρ ό τούς νόμους δεξάμενος αύτός δέξαιτ' άν δικαίως καί τής παρανομίας τήν δίκην, έδέξατο δέ τούς νόμους άνθρωπος, ού ψυχή καθ' έαυτήν, άνθρωπον δει καί τήν ύπέρ τών ήμαρτημένων ύποσχείν δίκην, ού ψυχήν καθ' έαυτήν· έπεί μή ψυχαίς έθέσπισεν θεός άπέχεσθαι τών ούδέν αύταίς προσηκόντων, οιον μοιχείας φόνου κλοπής άρπαγής τής κατά τών γεννησάντων άτιμίας πάσης τε κοινώς τής έπ' άδικίμ καί βλάβη τών πέλας γινομένης έπιθυμίας. ούτε γάρ τό "τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα" ψυχαίς μόνον εύάρμοστον, ού προσηκόντων αύταίς τών τοιούτων ονομάτων· ού γάρ ψυχαί ψυχάς γεννώσαι τήν τού πατρός ή τής μητρός οίκειούνται προσηγορίαν, άλλ' άνθρώπους άνθρωποι· ούτε ούν τό "ού μοιχεύσεις" έπί ψυχών λεχθείη ποτ' άν ή νοηθείη δεόντως, ούκ ούσης έν αύταίς τής κατά τό άρσεν καί θήλυ διαφοράς ούδέ προς μίξιν τίνος έπιτηδειότητος ή προς ταύτην όρέξεως. όρέξεως δέ τοιαύτης ούκ ούσης, ούδέ μίξιν είναι δυνατόν· παρ' οίς δέ μίξις όλως ούκ έστιν, ούδέ ένθεσμος μίξις, όπερ έστιν γάμος· έννόμου δέ μίξεως ούκ ούσης, ούδέ τήν παράνομον καί τήν έπ' άλλοτρίμ γυναικίγινομένην όρεξιν ή μίξιν είναι δυνατόν, τούτο γάρ έστι μοιχεία. άλλ' ούδέ τό κλοπήν άπαγορεύειν ή τήν τού πλείονος έπιθυμίαν ψυχαίς προσφυές· ούδέ γάρ δέονται τούτων ών οί δεόμενοι διά φυσικήν ένδειαν ή χρείαν κλέπτειν είώθασιν καί ληστεύειν, οιον χρυσόν ή άργυρον ή ζώον ή άλλο τι τών προς τροφήν ή σκέπην ή χρήσιν έπιτηδείων· άχρείον γάρ άθανάτψ φύσει πάν όπόσον τοίς ένδεέσιν όρεκτόν ώς χρήσιμον. άλλ' ό μέν έντελέστερος περί τούτων λόγος άφείσθω τοίς σπουδαιότερον έκαστον σκοπείν βουλομένοις ή φιλοτιμότερον διαγωνίζεσθαι προς τούς διαφερομένους, ήμίν δέ άρκούντων τών άρτίως είρημένων καί τών συμφώνως τούτοις τήν άνάστασιν πιστουμένων τό τοίς αύτοίς έπί πλείον ένδιατρίβειν ούκέτ' άν έχοι καιρόν· ού γάρ τό μηδέν παραλιπείν τών ένόντων είπείν πεποιήμεθα σκοπόν, άλλά τό κεφα- 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας λαιωδώς ύποδείξαι τοις συνελθούσιν ά χρή περί τής άναστάσεως φρονειν καί τή δυνάμει τών παρόντων συμμετρήσαι τάς έπί τούτο φερούσας άφορμάς. Έξητασμένων δέ ποσώς τών προτεθέντων υπόλοιπον άν ε’ίη καί τόν άπό του τέλους διασκέψασθαι λόγον, ήδη μέν τοις είρημένοις έμφαινόμενον, τοσαύτης δέ μόνον έπιστασίας καί προσ­ θήκης δεόμενον, ώς μή δοκείν τι τών μικρφ <πρόσθεν> είρημένων άμνημόνευτον καταλιπόντα παραβλάψαι τήν ύπόθεσιν ή τήν έξ άρχής γενομένην διαίρεσιν. τούτων τε ούν ένεκεν καί τών έπί τούτοις έγκληθησομένων καλώς άν έχοι τοσούτον έπισημήνασθαι μόνον ότι δει καί τών έκ φύσεως συνισταμένων καί τών κατά τέχνην γινομένων οίκείον έκάστου τέλος είναι, τούτο που καί τής κοινής πάντων έννοιας έκδιδασκούσης ή μάς καί τών έν όφθαλμοίς στρεφομένων έπιμαρτυρούντων. ή γάρ ού θεωρούμεν έτερόν τι τοις γεωργούσιν, έτερον δέ τοις ίατρεύουσιν ύποκείμενον τέλος, καί πάλιν άλλο μέν τι τών έκ γής φυομένων, άλλο δέ τών έπ' αύτής τρεφομένων ζφων καί κατά τινα φυσικόν ειρμόν γεννωμένων; εί δέ τούτ' έστιν έναργές καί δει πάντως ταίς φυσικαις ή τεχνικαίς δυνάμεσι καί ταις έκ τούτων ένεργείαις τό κατά φύσιν έπεσθαι τέλος, άνάγκη πάσα καί τό τών άνθρώπων τέλος ώς ίδιαζούσης όν φύσεως έξηρήσθαι τής τών άλλων κοινότητος· έπεί μηδέ θεμιτόν ταύτόν ύποθέσθαι τέλος τών τε λογικής κρίσεως άμοιρούντων καί τών κατά τόν έμφυτον νόμον καί λόγον ένεργούντων έμφρονί τε ζωή καί δίκη χρωμένων. ούτ' ούν τό άλυπον οίκείον τούτοις άν ε’ίη τέλος, μετείη γάρ άν τούτου καί τοις παντελώς άναισθητούσιν· άλλ' ούδέ τών τό σώμα τρεφόντων ή τερπόντων άπόλαυσις καί πλήθος ήδονών· ή πρωτεύειν άνάγκη τόν κτηνώδη βίον, άτελή δ' είναι τόν κατ' άρετήν. κτηνών γάρ οιμαι καί βοσ­ κημάτων οίκείον τούτο τέλος, ούκ άνθρώπων άθανάτω ψυχή καί λογική κρίσει χρωμένων. 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ού μήν ούδέ μακαριστής ψυχής κεχωρισμένης σώματος· ούδέ γάρ τήν θατέρου τούτων έξ ών συνέστηκεν άνθρωπος έσκοπούμεν ζωήν ή τέλος, άλλά τού συνεστώτος έξ άμφοϊν- τοιούτος γάρ πάς ό τόνδε τόν βίον λαχών άνθρωπος και δει τής τούτου ζωής ειναί τι τέλος οίκείον. εί δέ τού συναμφοτέρου τό τέλος, τούτο δέ ούτε ζώντων αύτών έτι κατά τόνδε τόν βίον εύρεθήναι δυνατόν διά τάς πολλάκις ήδη -ηθείσας αιτίας ούτε μήν έν χωρισμφ τυγχανούσης τής ψυχής, τφ μηδέ συνεστάναι τόν τοιούτον άνθρωπον διαλυθέντος ή καί πάντη σκεδασθέντος τού σώματος κάν ή ψυχή διαμένη καθ' έαυτήν, άνάγκη πάσα κατ' άλλην τινά τού συναμφοτέρου καί τού αύτού ζώου σύστασιν τό τών άνθρώπων φανήναι τέλος. τούτου δ' έξ άνάγκης επομένου, δει πάντως γενέσθαι τών νεκρωθέντων ή καί πάντη διαλυθέντων σωμάτων άνάστασιν καί τούς αύτούς άνθρώπους συστήναι πάλιν· έπειδή γε τό μέν τέλος ούχ άπλώς ούδέ τών έπιτυχόντων άνθρώπων ό τής φύσεως τίθεται νόμος, άλλ' αύτών έκείνων τών κατά τήν προλαβούσαν ζωήν βεβιωκότων, τούς δ' αύτούς άνθρώπους συστήναι πάλιν άμήχανον, μή τών αύτών σωμάτων ταίς αύταίς ψυχαίς άποδοθέντων. τό δ' αύτό σώμα τήν αύτήν ψυχήν άπολαβειν άλλως μέν άδύνατον, κατά μόνην δέ τήν άνάστασιν δυνατόν· ταύτης γάρ γενομένης καί τό τή φύσει τών άνθρώπων προσφοράν επακολουθεί τέλος. τέλος δέ ζωής έμφρονος καί λογικής κρίσεως ούκ άν άμάρτοι τις είπών τό τούτοις άπερισπάστως συνδιαιωνίζειν οις μάλιστα καί πρώτως ό φυσικός συνήρμοσται λόγος, τή τε θεωρία τού δόντος καί τών έκείνω δεδογμένων άπαύστως έπαγάλλεσθαι· κάν οί πολλοί τών άνθρώπων έμπαθέστερον καί σφοδρότερον τοίς τήδε προσπεπονθότες άστοχοι τούτου διατελώσιν. ού γάρ άκυροι τήν κοινήν άποκλήρωσιν τό πλήθος τών άποπιπτόντων τού προσήκοντος αύτοίς τέλους, ίδιαζούσης τής έπί τούτοις έξετάσεως καί τής έκάστψ συμμετρουμένης ύπέρ τών εύ ή κακώς βεβιωμένων τιμής ή δίκης. 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΛΥΚΟΝ ΣτωμύΛον μέν ούν στόμα και φράσις εύεπής τέρψιν παρέχει και έπαινον προς κενήν δόξαν άθΛίοις άνθρώποις έχουσι τόν νουν κατεφθαρμένον· ό δέ τής άΛηθείας έραστής ού προσέχει Λόγοις μεμιαμμένοις, άΛΛά έξετάζει τό έργον τού Λόγου τί καί όποιον έστιν. έπειδή ούν, ώ εταϊς>ε, κατέπληξάς με Λόγοις κενοίς καυχησάμενος έν τοίς θεοίς σου τοίς Λιθίνοις καί ξυλίνοις, έλατοίς τε καί χωνευτοίς καί πΛαστοίς καί γραπτοίς, οι ούτε βλέπουσιν ούτε άκούουσιν (είσι γάρ εϊδωΛα καί έργα χειρών άνθρώπων), έτι δέ φής με καί χριστιανόν ώς κακόν τούνομα φορούντα, έγώ μέν ούν όμοΛογώ είναι χριστιανός, καί φορώ τό θεοφιλές όνομα τούτο έλπίζων εύχρηστος είναι τφ θεφ. ού γάρ ώς συ ύπολαμβάνεις, χαλεπόν είναι τούνομα τού θεού, ούτως έχει· ίσως δέ έτι αύτός σύ άχρηστος ών τφ θεφ περί τού θεού ούτως φρονείς. ΑΛΛά καί έάν φής· "Δείξόν μοι τόν θεόν σου", κάγώ σοι ε’ίποιμι άν· "Δείξόν μοι τόν άνθρωπόν σου κάγώ σοι δείξω τόν θεόν μου." έπεί δείξόν βλέποντας τούς οφθαλμούς τής ψυχής σου, καί τά ώτα τής καρδίας σου άκούοντα. ώσπερ γάρ οί βλέποντες τοίς όφθαλμοίς τού σώματος κατανοούσι τήν τού βίου καί έπίγειον πραγματείαν, άμα δοκιμάζοντες τά διαφέροντα, ήτοι φώς ή σκότος, ή λευκόν ή μέλαν, ή άειδές ή εύμορφον, ή εύρυθμον καί εύμετρον ή άρυθμον καί άμετρον ή ύπέρμετρον ή κόλουρον, ομοίως δέ καί τά ύπ' άκοήν πίπτοντα, ή οξύφωνα ή βαρύφωνα ή ήδύφωνα, ούτως έχοι άν καί περί τά ώτα τής καρδίας καί τούς οφθαλμούς τούς τής ψυχής δύνασθαι θεόν θεάσασθαι. βλέπεται γάρ θεός τοίς δυναμένοις αύτόν όράν, έπαν έχωσι τούς οφθαλμούς άνεψγμένους τής ψυχής, πάντες μέν γάρ έχουσι τούς οφθαλμούς, άΛΛά ένιοι ύποκεχυμένους καί μή βλέποντας τό φώς τού ήλιου, καί ού παρά τό μή βλέπειν τούς τυφλούς ήδη καί ούκ έστιν τό φώς τού ήλιου φαίνον, άλλά έαυτούς αίτιάσθωσαν οί τυφλοί καί τούς έαυτών οφθαλμούς, ούτως καί σύ, ώ άνθρωπε, έχεις ύποκεχυμένους τούς οφθαλμούς τής ψυχής σου ύπό τών άμαρτημάτων καί τών πράξεών σου τών πονηρών. Ώσπερ έσοπτρον έστιΛβωμένον, ούτως δει τόν άνθρωπον έχειν καθαράν ψυχήν, έπαν ούν ή ιός έν τφ έσόπτρψ, ού δύναται όράσθαι τό πρόσωπον τού άνθρώπου έν τφ έσόπτρψ· ούτως καί όταν ή 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άμαρτία έν τώ άνθρώπψ, ού δύναται ό τοιούτος άνθρωπος θεωρεϊν τόν θεόν, δε ιξόν ούν και σύ σε αυτόν, εί ούκ εί μοιχός, εί ούκ εί πόρνος, εί ούκ εί κλέπτης, εί ούκ εί άρπαξ, εί ούκ εί άποστερητής, εί ούκ εί άρσενοκοίτης, εί ούκ ει ύβριστής, εί ούκ εί λοίδορος, εί ούκ οργίλος, εί ού φθονερός, εί ούκ άλαζών, εί ούχ ύπερόπτης, εί ού πλήκτης, εί ού φιλάργυρος, εί ού γονεύσιν άπειθής, εί ού τά τέκνα σου πωλεϊς. τοίς γάρ ταύτα πράσσουσιν ό θεός ούκ έμφανίζεται, έάν μή πρώτον έαυτούς καθαρίσωσιν άπό παντός μολυσμού. Καί σοί ούν άπαντα έπισκοτεϊ, καθάπερ ύλης έπιφορά έπάν γένηται τοίς όφθαλμοίς προς τό μή δύνασθαι άτενίσαι τό φως τού ήλιου- ούτως καί σοί, ώ άνθρωπε, έπισκοτούσιν αί άσέβειαι προς τό μή δύνασθαί σε όράν τόν θεόν. Έρείς ούν μοι- "Σύ ό βλέπων διήγησαί μοι τό είδος τού θεού." άκουε, ώ άνθρωπε- τό μέν είδος τού θεού άρρητον καί άνέκφραστόν έστιν, μή δυνάμενον όφθαλμοίς σαρκίνοις όραθήναι. δόξη γάρ έστιν άχώρητος, μεγέθει άκατάληπτος, ύψει άπερινόητος, ίσχύϊ άσύγκριτος, σοφίμ άσυμβίβαστος, άγαθωσύνη άμίμητος, καλοποιΐα άνεκδιήγητος. είγάρ φως αύτόν εϊπω, ποίημα αύτού λέγω- είλόγον εϊπω, άρχήν αύτού λέγω- νούν έάν εϊπω, φρόνησιν αύτού λέγωπνεύμα έάν εϊπω, άναπνοήν αύτού λέγω- σοφίαν έάν εϊπω, γέννημα αύτού λέγω- ϊσχυν έάν εϊπω, κράτος αύτού λέγω- δύναμιν έάν εϊπω, ένέργειαν αύτού λέγω- πρόνοιαν έάν εϊπω, άγαθωσύνην αύτού λέγωβασιλείαν έάν εϊπω, δόξαν αύτού λέγω- κύριον έάν εϊπω, κριτήν αύτόν λέγω- κριτήν έάν εϊπω, δίκαιον αύτόν λέγω- πατέρα έάν εϊπω, τά πάντα αύτόν λέγω- πύρ έάν εϊπω, τήν οργήν αύτού λέγω. Έρεϊς ούν μοι- "’Οργίζεται θεός;" μάλιστα- οργίζεται τοϊς τά φαύλα πράσσουσιν, άγαθός δέ καί χρηστός καί οίκτίρμων έστιν έπί τούς αγαπώντας καί φοβουμένους αύτόν- παιδευτής γάρ έστιν τών θεοσεβών καί πατήρ τών δικαίων, κριτής δέ καί κολαστής τών άσεβών. Άναρχος δέ έστιν, ότι άγένητός έστιν- αναλλοίωτος δέ, καθότι αθάνατός έστιν. θεός δέ λέγεται διά τό τεθεικέναι τά πάντα έπί τή έαυτού άσφαλείμ, καί διά τό θέειν- τό δέ θέειν έστιν τό τρέχειν καί κινεϊν καί ένεργεϊν καί τρέφειν καί προνοεϊν καί κυβερνάν καί ζωοποιεϊν τά πάντα, κύριος δέ έστιν διά τό κυριεύειν αύτόν τών όλων, πατήρ δέ διά τό είναι αύτόν προ τών όλων, δημιουργός δέ καί 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ποιητής διά τό αύτόν είναι κτίστην καί ποιητήν τών όλων, ύψιστος δέ διά τό είναι αύτόν άνώτερον τών πάντων, παντοκράτωρ δέ ότι αύτός τά πάντα κρατεί καί έμπεριέχει. Τά γάρ ύψη τών ούρανών καί τά βάθη τών άβύσσων καί τά πέρατα τής οικουμένης έν τή χειρί αύτού έστιν, καί ούκ έστιν τόπος τής καταπαύσεως αύτού. ούρανοί μέν γάρ έργον αύτού είσιν, γή ποίημα αύτού έστιν, θάλασσα κτίσμα αύτού έστιν, άνθρω­ πος πλάσμα καί είκών αύτού έστιν, ήλιος καί σελήνη καί άστέρες στοιχεία αύτού είσιν, εις σημεία καί εις καιρούς καί εις ή μέρας καί εις ένιαυτούς γεγονότα, προς ύπηρεσίαν καί δου­ λείαν άνθρώπων· καί τά πάντα ό θεός έποίησεν έξ ούκ όντων εις τό είναι, ίνα διά τών έργων γινώσκηται καί νοηθή τό μέγεθος αύτού. Καθάπερ γάρ ψυχή έν άνθρώπψ ού βλέπεται, άόρατος ούσα άνθρώποις, διά δέ τής κινήσεως τού σώματος νοείται ή ψυχή, ούτως έχοι άν καί τόν θεόν μή δύνασθαι όραθήναι ύπό οφθαλμών άνθρωπίνων, διά δέ τής προνοίας καί τών έργων αύτού βλέπεται καί νοείται, ον τρόπον γάρ καί πλοίον θεασάμενός τις έν θαλάσση κατηρτισμένον καί τρέχον καί κατερχόμενον εις λιμένα δήλον ότι ήγήσεται είναι έν αύτφ κυβερνήτην τόν κυβερνώντα αυτό, ούτως δει νοειν είναι τόν θεόν κυβερνήτην τών όλων, είκαί ού θεωρείται όφθαλμοίς σαρκίνοις διά τό αύτόν άχώρητον είναι, είγάρ τφ ήλίφ έλαχίστω όντι στοίχείφ ού δύναται άνθρωπος άτενίσαι διά τήν ύπερβάλλουσαν θέρμην καί δύναμιν, πώς ούχί μάλλον τή τού θεού δόξη άνεκφράστψ ούση άνθρωπος θνητός ού δύναται άντωπήσαι; ον τρόπον γάρ ·όα, έχουσα φλοιόν τόν περιέχοντα αύτήν, ένδον έχει μονάς καί θήκας πολλάς διαχωριζομένας διά ύμένων καί πολλούς κόκκους έχει τούς έν αύτή κατοικούντας, ούτως ή πάσα κτίσις περιέχεται ύπό πνεύματος θεού, καί τό πνεύμα τό περιέχον σύν τή κτίσει περιέχεται ύπό χειρός θεού· ώσπερ ούν ό κοκκος τής ·όας ένδον κατσικών ού δύναται όράν τά έξω τού λέπους, αύτός ών ένδον, ούτως ούδέ άνθρωπος έμπεριεχόμενος μετά πάσης τής κτίσεως ύπό χειρός θεού ού δύναται θεωρείν τόν θεόν. Είτα βασιλεύς μέν έπίγειος πιστεύεται είναι, καίπερ μή πάσιν βλεπόμενος, διά δέ νόμων καί διατάξεων αύτού καί έξουσιών καί 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δυνάμεων και εικόνων νοείται, τόν δέ θεόν ού βούλει συ νοείσθαι διά έργων και δυνάμεων; Κατανόησαν, ώ άνθρωπε, τά έργα αύτού, καιρών μέν κατά χρόνους άλλαγήν καί άέρων τροπάς, στοιχείων τόν εύτακτον δρόμον, ήμερων τε καί νυκτών καί μηνών καί ένιαυτών τήν εύτακτον πορείαν, σπερμάτων τε καί φυτών καί καρπών τήν διάφορον καλ­ λονήν, τήν τε πολυποίκιλαν γονήν κτηνών τετραπόδων καί πετεινών καί ερπετών καί νηκτών, ένύδρων τε καί έναλίων, ή τήν έν αύτοις τοίς ζώοις δεδομένην σύνεσιν προς τό γεννάν καί έκτρέφειν, ούκ εις ιδίαν χρήσιν, άλλά εις τό έχειν τόν άνθρωπον, τήν τε πρόνοιαν ήν ποιείται ό θεός έτοιμάζων τροφήν πάση σαρκί, ή τήν ύποταγήν ήν ώρικεν ύποτάσσεσθαι τά πάντα τή άνθρωπότητι, πηγών τε γλυκερών καί ποταμών άενάων ·ύσιν, δρόσων τε καί όμβρων καί ύετών τήν κατά καιρούς γινομένην έπιχορηγίαν, τήν ούρανίων παμποίκιλον κίνησιν, Εωσφόρον άνατέλλοντα μέν καί προσημαίνοντα έρχεσθαι τόν τέλειον φωστήρα, σύνδεσμόν τε Πλείαδος καί Ώρίωνος, Άρκτούρόν τε καί τήν λοιπών άστρων χορείαν γινομένην έν τώ κύκλω τού ούρανού, οις ή πολυποίκιλος σοφία τού θεού πάσιν ίδια ονόματα κέκληκεν. Ούτος θεός μόνος ό ποιήσας έκ σκότους φώς, ό έξαγαγών φώς έκ θησαυρών αύτού, ταμείά τε νότου καί θησαυρούς άβύσσου καί όρια θαλασσών χιόνων τε καί χαλαζών θησαυ­ ρούς, συνάγων ύδατα έν θησαυροίς άβύσσου καί συνάγων τό σκότος έν θησαυροίς αύτού καί έξάγων τό φώς τό γλυκύ καί τό ποθεινόν καί έπιτερπές έκ θησαυρών αύτού, άνάγων νεφέλας έξ εσχάτου τής γής καί άστραπάς πληθύνων εις ύετόν, ό άποστέλλων τήν βροντήν εις φόβον καί προκαταγγέλλων τόν κτύπον τής βροντής διά τής άστραπής, ίνα μή ψυχή αίφνιδίως ταραχθείσα έκψύξη, άλλά μήν καί τής άστραπής τής κατερχομένης έκ τών ούρανών τήν αύτάρκειαν έπιμετρών προς τό μή έκκαύσαι τήν γην εί γάρ λάβοι τήν κατεξουσίαν ή άστραπή, έκκαύσει τήν γήν, εί δέ καί ή βροντή, καταστρέψει τά έν αύτή. Ούτός μου θεός ό τών όλων κύριος, ό τανύσας τόν ούρανόν μόνος καί θείς τό εύρος τής ύπ' ούρανόν, ό συνταράσσων 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας τό κύτος τής θαλάσσης και ήχων τά κύματα αύτής, ό δεσπόζων τού κράτους αύτής και τόν σάλον τών κυμάτων καταπραύνων, ό θεμελιώσας τήν γήν έπί τών ύδάτων καί δούς πνεύμα τό τρέφον αύτήν, ού ή πνοή ζωογονεί τό πάν, ός εάν συσχή τό πνεύμα παρ' έαυτφ έκλείψει τό πάν. Τούτον λαλείς, άνθρωπε, τούτου τό πνεύμα άναπνείς, τούτον άγνοείς. τούτο δέ σοι συμβέβηκεν διά τήν τύφλωσιν τής ψυχής και πήρωσιν τής καρδίας σου. άλλά εί βούλει, δύνασαι θεραπευθήναι· έπίδος σεαυτόν τφ ίατρφ και παρακεντήσει σου τούς οφθαλμούς τής ψυχής καί τής καρδίας. τις έστιν ό ιατρός; ό θεός, ό θεραπεύων καί ζωοποιών διά τού λόγου καί τής σοφίας, ό θεός διά τού λόγου αύτού καί τής σοφίας έποίησε τά πάντα· τφ γάρ λόγω αύτού έστερεώθησαν οί ούρανοί καί τφ πνεύματι αύτού πάσα ή δύναμις αύτών. κρατίστη έστιν ή σοφία αύτού· ό θεός τή σοφίμ έθεμελίωσε τήν γήν, ήτοίμασε δέ ούρανούς φρονή­ σει, έν αίσθήσει άβυσσοι έρράγησαν, νέφη δέ έρρύησαν δρόσους. Εί ταύτα νοείς, άνθρωπε, άγνώς καί όσίως καί δικαίως ζών, δύνασαι όράν τόν θεόν, προ παντός δέ προηγείσθω σου έν τή καρδία πίστις καί φόβος ό τού θεού, καί τότε συνήσεις ταύτα. όταν άπόθη τό θνητόν καί ένδύση τήν άφθαρσίαν, τότε όψη κατά άζίαν τόν θεόν, άνεγείρει γάρ σου τήν σάρκα άθάνατον σύν τή ψυχή ό θεός· καί τότε όψη γενόμενος άθάνατος τόν άθάνατον, εάν νύν πιστεύσης αύτφ καί τότε έπιγνώση ότι άδίκως κατελάλησας αύτού. Αλλά άπιστείς νεκρούς έγείρεσθαι. όταν έσται, τότε πιστεύσεις θέλων καί μή θέλων· καί ή πίστις σου εις άπιστίαν λογισθήσεται, εάν μή νύν πιστεύσης. πρός τί δέ καί άπιστείς; ή ούκ οίδας ότι άπάντων πραγμάτων ή πίστις προηγείται; τίς γάρ δύναται θερίσαι γεωργός, εάν μή πρώτον πιστεύση τό σπέρμα τή γή; ή τίς δύναται διαπεράσαι τήν θάλασσαν, εάν μή πρώτον έαυτόν πιστεύση τφ πλοία) καί τφ κυβερνήτη; τίς δέ κάμνων δύναται θεραπευθήναι, εάν μή πρώτον έαυτόν πιστεύση τφ ίατρφ; ποιαν δέ τέχνην ή έπιστή μην δύναται τις μαθείν, εάν μή πρώτον έπιδφ έαυτόν καί πιστεύση τφ διδασκάλω; εί ούν γεωργός πιστεύει τή γή καί ό πλέων τφ πλοίψ, καί ό κάμνων τφ ίατρφ, σύ ού βούλει έαυτόν πιστεύσαι τφ θεφ, 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τοσούτους άρραβώνας έχων παρ' αύτού; πρώτον μέν ότι έποίησεν σε έξ ούκ οντος εις τό είναι, είγάρ ό πατήρ σου ούκ ήν ούδέ ή μήτηρ, πολύ μάλλον ούδέ σύ ής ποτέ, καί έπλασέν σε έξ ύγράς ούσίας μικράς καί έλαχίστης -ανίδος, ήτις ούδέ αύτή ήν ποτέ· καί προήγαγέν σε ό θεός εις τόνδε τόν βίον. είτα πιστεύεις τά ύπό άνθρώπων γινόμενα άγάΛματα θεούς είναι καί άρετάς ποιείν. τφ δέ ποιήσαντί σε θεφ άπιστείς δύνασθαί σε καί μεταξύ ποιήσαι; Καί τά μέν ονόματα ών φής σέβεσθαι θεών όνόματά έστιν νεκρών άνθρώπων. καί τούτων τίνων καί ποταπών; ούχί Κρόνος μέν τεκνοφάγος εύρίσκεται καί τά εαυτού τέκνα άναλίσκων; εί δέ καί Δία τόν παίδα αύτού ε’ίποις, κατάμαθε κάκείνου τάς πράξεις καί τήν άναστροφήν. πρώτον μέν έν Ίδη ύπό αίγός άνετράφη, καί ταύτην σφάξας κατά τούς μύθους καί έκδείρας έποίησεν έαυτφ ένδυμα, τάς δέ Λοιπάς πράξεις αύτού, περί τε άδελφοκοιτίας καί μοιχείας καί παιδοφθορίας, άμεινον Όμηρος καί οί Λοιποί ποιηταί περί αύτού έξηγούνται. τί μοι τό Λοιπόν καταΛέγειν περί τών υιών αύτού, ΉρακΛέα μέν εαυτόν καύσαντα, Διόνυσον δέ μεθύοντα καί μαινόμενον, καί Απόλλωνα τόν Αχιλλέα δεδιότα καί φεύγοντα καί τής Δάφνης έρώντα καί τόν Υακίνθου μόρον άγνοούντα, ή Αφροδίτην τήν τιτρωσκομένην, καί Άρεα τόν βροτοΛοιγόν, έτι δέ καί ίχώρα -έοντα τούτων τών Λεγομένων θεών; Καί ταύτα μέν μέτριον είπείν, όπου γε θεός εύρίσκεται μεμελισμένος ό καλούμενος Όσιρις, ού καί κατ' έτος γίνονται τελεταί ώς άποΛΛυμένου καί εύρισκομένου καί κατά μέΛος ζητουμένου· ούτε γάρ εί άπόλλυται νοείται, ούτε εί εύρίσκεται δείκνυται. τί δέ μοι Λέγειν Άττιν άποκοπτόμενον ή Άδωνιν έν ύΛη -εμβόμενον καί κυνηγετούντα καί τιτρωσκόμενον ύπό συός, ή Ασκληπιόν κεραυνούμενον, καί Σάραπιν τόν άπό Σινώπης φυγάδα εις Αλεξάνδρειαν γεγονότα, ή τήν Σκυθίαν Άρτεμιν καί αύτήν φυγάδα γεγονυίαν καί άνδροφόνον καίκυνηγέτιν καί τού Ένδυμίωνος έρασθείσαν; Ταύτα γάρ ούχ ήμείς φαμεν, άλλά οί καθ' ύμάς συγγραφείς καί ποιηταί κηρύσσουσιν. Τί μοιΛοιπόν καταΛέγειν τό πλήθος ών σέβονται ζώων Αιγύπ­ τιοι, έρπετών τε καί κτηνών καί θηρίων καί πετεινών καί ένύδρων νηκτών, έτι δέ καί ποδόνιπτρα καί ήχους αισχύνης; εί δέ καί 1 Του άγιου ’Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ΈΛΛηνας εϊποις καί τά Λοιπά έθνη, σέβονται Λίθους καί ξύΛα καί τήν Λοιπήν ύΛην, ώς έφθημεν είρηκέναι, άπεικονίσματα νεκρών άνθρώ­ πων. Φειδίας μέν γάρ εύρίσκεται έν Πείση ποιών Ήλείοις τόν ΌΛύμπιον Δία, καί Αθηναίοις έν άκροπόΛει τήν Άθηνάν. Πεύσομαι δέ σου κάγώ, ώ άνθρωπε, πόσοι Ζήνες εύρίσκονται· Ζευς μέν γάρ έν πρώτοις προσαγορεύεται ΌΛύμπιος καί Ζευς Λατεάριος καί Ζευς Κάσσιος καί Ζευς Κεραύνιος καί Ζεύς Προπάτωρ καί Ζεύς Παννύχιος καί Ζεύς Πολιούχος καί Ζεύς Καπετώλιος. καί ό μέν Ζεύς παίς Κρόνου, βασιλεύς Κρητών γενόμενος, έχει τάφον έν Κρήτη· οί δέ Λοιποί ίσως ούδέ ταφής κατηξιώθησαν. εί δέ καί εϊποις τήν μητέρα τών Λεγομένων θεών, μή μοιγένοιτο διά στόματος τάς πράξεις αύτής έξειπείν (άθέμιτον γάρ ήμίν τά τοιαύτα καί όνομάξειν), ή τών θεραπόντων αύτής τάς πράξεις ύφ' ών θεραπεύεται, όπόσα τε τέΛη καί εισφοράς παρέχει τφ βασιΛεί αύτή τε καί οί υιοί αύτής. Ού γάρ είσιν θεοί, άΛΛά είδωλα, καθώς προειρήκαμεν, έργα χειρών άνθρώπων καί δαιμόνια άκάθαρτα. γένοιντο δέ τοιούτοι οί ποιούντες αύτά καί οί έλπίξοντες έπ' αύτοίς. Τοιγαρούν μάΛΛον τιμήσω τόν βασιΛέα, ού προσκυνών αύτφ, άΛΛά εύχόμενος ύπέρ αύτού. θεφ δέ τφ όντως θεφ καί άΛηθεί προσκυνώ, είδώς ότι ό βασιΛεύς ύπ' αύτού γέγονεν. έρείς ούν μοι· "Διά τί ού προσκυνεΐς τόν βασιλέα;" ότι ούκ εις τό προσκυνείσθαι γέγονεν, άΛΛά εις τό τιμάσθαι τή νομίμψ τιμή, θεός γάρ ούκ έστιν, άΛΛά άνθρωπος, ύπό θεού τεταγμένος, ούκ εις τό προσκυνείσθαι, άΛΛά εις τό δικαίως κρίνειν. τρόπψ γάρ τινι παρά θεού οικονομίαν πεπίστευται· καί γάρ αύτός ούς έχειύφ' έαυτόν τεταγμένους ού βούΛεται βασιλείς καΛείσθαι· τό γάρ βασιλεύς αύτού έστιν όνομα, καί ούκ άΛΛω έξόν έστιν τούτο καλείσθαι· ούτως ούδέ προσκυνείσθαι άΛΛ' ή μόνω θεφ. Ώστε κατά πάντα πλανάσαι, ώ άνθρωπε, τόν δέ βασιλέα τίμα εύνοών αύτφ, ύποτασσόμενος αύτφ, εύχόμενος ύπέρ αύτού. τούτο γάρ ποιών ποιείς τό θέλημα τού θεού, λέγειγάρ ό νόμος ό τού θεού· "Τίμα υίέ θεόν καί βασιλέα, καί μηδένι αύτών άπειθής ής· έξαίφνης γάρ τίσονται τούς έχθρούς αύτών." 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Περί δέ του σε καταγελάν μου, καλούντά με χριστιανόν, ούκ οίδας ό Λέγεις, πρώτον μέν ότι τό χριστόν ήδύ καί εύχρηστον καί άκαταγέλαστόν έστιν. ποιον γάρ πλοίον δύναται εύχρηστον είναι καί σώζεσθαι, έάν μή πρώτον χρισθή; ή ποιος πύργος ή οικία εύμορφος καί εύχρηστος έστιν, έπάν ού κέχρισται; τίς δέ άνθρωπος είσελθών εις τόνδε τόν βίον ή άθλών ού χρίεται έλαί<φ; ποιον δέ έργον ή κόσμιον δύναται εύμορφίαν έχειν, έάν μή χρισθή καί στιλβωθή; είτα άήρ μέν καί πάσα ή ύπ' ούρανόν τρόπω τινί χρίεται φωτί καί πνεύματι. σύ δέ ού βούλει χρισθήναι έλαιον θεού; τοιγαρούν ήμείς τούτου εϊνεκεν καλούμεθα χριστιανοί ότι χριόμεθα έλαιον θεού. Αλλά καί τό άρνείσθαί σε νεκρούς έγείρεσθαι· φής γάρ· "Δείξόν μοι κάν ένα έγερθέντα έκ νεκρών, ϊνα ίδών πιστεύσω"· πρώτον μέν τί μέγα, εί θεασάμενος τό γεγονός πιστεύσης; είτα πιστεύεις μέν Ήρακλέα καύσαντα έαυτόν ζήν καί Ασκληπιόν κεραυνοθέντα έγηγέρθαι. τά δέ ύπό τού θεού σοι λεγάμενα άπιστείς; ίσως καί έπιδείξω σοι νεκρόν έγερθέντα καί ζώντα, καί τούτο άπιστήσεις. Ό μέν ούν θεός σοι πολλά τεκμήρια έπιδείκνυσιν εις τό πιστεύειν αύτώ. είγάρ βούλει, κατανόησαν τήν τών καιρών καί ήμερών καί νυκτών τελευτήν, πώς καί αύτά τελευτμ καί άνίσταται. τί δέ καί ούχί ή τών σπερμάτων καί καρπών γινομένη έξανάστασις, καί τούτο εις τήν χρήσιν τών άνθρώπων; είγάρ τύχοι είπείν, κόκκος σίτου ή τών λοιπών σπερμάτων, έπάν βληθή εις τήν γήν, πρώτον άποθνήσκει καί λύεται, είτα έγείρεται καί γίνεται στάχυς. ή δέ τών δένδρων καί άκροδρύων φύσις, πώς ούχί κατά πρόσταγμα θεού έξ άφανούς καί άοράτου κατά καιρούς προσφέρουσιν τούς καρπούς; έτι μήν ενίοτε καί στρουθίον ή τών λοιπών πετεινών, καταπιόν σπέρμα μηλέας ή συκής ή τίνος έτέρου, ήλθεν έπί τινα Λόφον πετρώδη ή τάφον καί άφώδευσεν, κάκείνο δραξάμενον άνέφυ δένδρον, τό ποτέ καταποθέν καί διά τοσαύτης θερμασίας διελθόν. ταύτα δέ πάντα ένεργει ή τού θεού σοφία, εις τό έπιδείξαι καί διά τούτων ότι δυνατός έστιν ό θεός ποιήσαι τήν καθολικήν άνάστασιν άπάντων άνθρώπων. Εί δέ καί θαυμασιώτερον θέαμα θέλεις θεάσασθαι γινόμενον πρός άπόδειξιν άναστάσεως, ού μόνον τών έπιγείων πραγμάτων άλλά καί τών έν ούρανφ, κατανόησαν τήν άνάστασιν τής σελήνης τήν κατά 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μήνα γενομένην, πώς φθίνει άποθνήσκει άνίσταται πάλιν. έτι άκουσον και έν σοί αύτφ έργον άναστάσεως γινόμενον, κάν άγνοεις, ώ άνθρωπε, ίσως γάρ ποτέ νόσω περιπεσών άπώλεσάς σου τάς σάρκας καί τήν ίσχύν καί τό είδος, ελέους δέ τυχών παρά θεού καί ίάσεως πάλιν άπέλαβές σου τό σώμα καί τό είδος καί τήν ίσχύν· καί ώσπερ ούκ έγνως πού έπορεύθησάν σου αί σάρκες άφανεϊς γενόμεναι, ούτως ούκ έπίστασαι ούδέ πόθεν έγένοντο ή πόθεν ήλθον. άλλά έρείς· "Έκ τροφών καί χυμών έξαιματουμένων." καλώς άλλά καί τούτο έργον θεού καί ούτω δημιουργήσαντος, καί ούκ άλλου τινός. Μή ούν άπίστει, άλλά πίστευε, καί γάρ έγώ ήπίστουν τούτο έσεσθαι, άλλά νύν κατανοήσας αύτά πιστεύω, άμα καί έπιτυχών ίεραϊς γραφαίς τών άγιων προφητών, οι καί προείπον διά πνεύματος θεού τά προγεγονότα ω τρόπω γέγονεν καί τά ενεστώτα τίνι τρόπω γίνεται καί τά έπερχόμενα ποια τάξει άπαρτισθήσεται. άπόδειξιν ούν λαβών τών γινομένων καί προαναπεφωνημένων ούκ άπιστώ, άλλά πιστεύω πειθαρχών θεφ· φ, εί βούλει, καί σύ ύποτάγηθι πιστεύων αύτώ, μή νύν άπιστήσας πεισθής άνιώμενος, τότε έν αίωνίοις τιμωρίαις. Ών τιμωριών προειρημένων ύπό τών προφητών μεταγενέστεροι γενόμενοι οί ποιηταί καί φιλόσοφοι έκλεψαν έκ τών άγιων γραφών, εις τό δόγματα αύτών άξιόπιστα γενηθήναι. πλήν καί αύτοί προείπον περί τών κολάσεων τών μελλουσών έσεσθαι έπί τούς άσεβείς καί άπιστους, όπως ή έμμάρτυρα πάσιν, προς τό μή είπειν τινας ότι ούκ ήκούσαμεν ούδέ έγνωμεν. Εί δέ βούλει, καί σύ έντυχε φιλοτίμως ταις προφητικαίς γραφαίς· καί αύταί σε τρανότερον όδηγήσουσιν προς τό έκφυγείν τάς αιωνίους κολάσεις καί τυχείν τών αιωνίων άγαθών τού θεού, ό γάρ δούς στόμα εις τό λαλείν καί πλάσας ούς εις τό άκούειν καί ποιήσας οφθαλμούς εις τό όράν εξετάσει τά πάντα καί κρίνει τό δίκαιον, άποδιδούς έκάστφ κατά άξίαν τών μισθών, τοίς μέν καθ' ύπομονήν διά έργων άγαθών ζητούσι τήν άφθαρσίαν δωρήσεται ζωήν αιώνιον, χαράν, ειρήνην, άνάπαυσιν καί πλήθη άγαθών, ών ούτε οφθαλμός ειδεν ούτε ούς ήκουσεν ούτε έπί καρδίαν άνθρώπου άνέβη· τοις δέ άπίστοις καίκαταφρονηταίς καί άπειθούσι τή άληθείμ, πειθομένοις δέ 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τή άδικίψ έπάν έμφύρωνται μοιχείαις καί πορνείαις καί άρσενοκοιτίαις καί πλεονεξίαις καί ταις άθεμίτοις είδωλολατρείαις, έσται οργή καί θύμος, θλίψις καί στενοχώρια- καί τό τέλος τούς τοιούτους καθέξει πύρ αιώνιον. ’Επειδή προσέθηκας, ώ εταίρε, "Δείξόν μοι τόν θεόν σου", ούτός μου θεός, καί συμβουλεύω σοι φοβεΐσθαι αύτόν καί πιστεύειν αύτφ. ’Επειδή προ τούτων τών ήμερων έγένετο λόγος ήμίν, ώ άγαθώτατε Αύτόλυκε, πυθομένου σου τις μου ό θεός καί δι' ολίγου παρασχόντος σου τά ώτα τή όμιλίτχ ήμών, περί τής θεοσεβείας μου έξεθέμην σοι- έτι δέ καί άποταξάμενοι έαυτοίς μετά πλείστης φιλίας έπορεύθημεν έκαστος εις τόν εαυτού οίκον, καίπερ σκληρώς τά πρώτά σου έχοντος προς ήμάς- οίδας γάρ καί μέμνησαι ότι ύπέλαβες μωρίαν είναι τόν λόγον ήμών. σού ούν μετά ταύτα προτρεψαμένου με, κάν ιδιώτης ώ τώ λόγω, πλήν βούλομαι σοι καί νύν διά τούδε τού συγγράμματος άκριβέστερον έπιδεΐξαι τήν ματαιοπονίαν καί ματαίαν θρησκείαν έν ή κατέχη, άμα καί δι' ολίγων τών κατά σε ιστοριών ών άναγινώσκεις, ίσως δέ ούδέπω γινώσκεις, τό άληθές φανερόν σοι ποιήσαι. Καί γάρ γέλοιόν μοι δοκεί λιθοξόους μέν καί πλάστας ή ζω­ γράφους ή χωνευτάς πλάσσειν τε καί γράφειν καίγλύφειν καί χωνεύειν καί θεούς κατασκευάζειν, οί, έπαν γένωνται ύπό τών τεχνιτών, ούδέν αύτούς ήγούνται- όταν δέ άγορασθώσιν ύπό τινων καί άνατεθώσιν εις ναόν καλούμενον ή οικόν τινα, τούτοις ού μόνον θύουσιν οί ώνησάμενοι, άλλά καί οί ποιήσαντες καί πωλήσαντες έρχονται μετά σπουδής καί παρατάξεως θυσιών τε καί σπονδών εις τό προσκυνείν αύτοίς καί ήγούνται θεούς αύτούς, ούκ είδότες ότι τοιούτοί είσιν όποιοι καί ότε έγένοντο ύπ' αύτών ήτοι λίθος ή χαλκός, ή ξύλον ή χρώμα, ή καί έτερα τις ύλη. Τούτο δή καί ύμίν συμβέβηκεν τοίς άναγινώσκουσι τάς ιστορίας καί γενεαλογίας τών λεγομένων θεών, όπόταν γάρ επιτυγχάνετε ταις γενέσεσιν αύτών, ώς άνθρώπους αύτούς νοείτε- ύστερον δέ θεούς προσαγορεύετε καί θρησκεύετε αύτοίς, ούκ έφιστάνοντες ούδέ συνιέντες ότι οίους αύτούς άνέγνωτε γεγονέναι τοιούτοί καί έγεννή- 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας θησαν. Καί τών μέν τότε θεών, εϊπερ έγεννώντο, γένεσις πολλή ηύρίσκετο. τό δέ νυν που θεών γένεσις δείκνυται; είγάρ τότε έγέννων καί έγεννώντο, δήλον ότι έχρήν καί έως του δεύρο γίνεσθαι θεούς γεννητούς· εί δέ μή γε, άσθενές τό τοιούτο νοηθήσεσθαι· ή γάρ έγήρασαν, διό ούκ έτι γεννώσιν, ή άπέθανον καί ούκ έτι είσίν. εί γάρ έγεννώντο θεοί, έχρήν καί έως τού δεύρο γεννάσθαι, καθάπερ γάρ καί άνθρωποι γεννώνται· μάλλον δέ καί πλείονες θεοί ώφειλον είναι τών άνθρώπων, ώς φησιν Σίβυλλα· Εί δέ θεοί γεννώσι καί άθάνατοίγε μένουσι, πλείονες άνθρώπων γεγεννημένοι άν θεοίήσαν, ούδέ τόπος στήναι θνητοΐς ούκ άν ποθ' ύπήρξεν. εί γάρ άνθρώπων θνητών καί όλιγοχρονίων όντων τά γεννώμενα τέκνα έως τού δεύρο δείκνυται, καί ού πέπαυται τό μή γεννάσθαι άνθρώπους, διό πληθύουσι πόλεις καί κώμαι, έτι μήν καί χώραι κατοικούνται, πώς ούχί μάλλον έχρήν θεούς τούς μή άποθνήσκοντας κατά τούς ποιητάς γεννάν καί γεννάσθαι, καθώς φάτε θεών γένεσιν γεγενήσθαι; προς τί δέ τότε μέν τό όρος τό καλούμενον Όλυμπος ύπό θεών κατφκείτο, νυνί δέ έρημον τυγχάνει; ή τίνος εϊνεκεν τότε μέν ό Ζεύς έν τή Ίδη κατφκει (έγινώσκετο οίκών έκεί κατά τόν Όμηρον καί τούς λοιπούς ποιητάς) νύνι δέ άγνοείται; διά τί δέ καί ούκ ήν πανταχόσε, άλλά έν μέρειγής εύρίσκετο; ή γάρ τών λοιπών ή μέλει, ή άδύνατος ήν τού πανταχόσε είναι καί τών πάντων προνοείν. είγάρ ήν, εί τύχοι είπείν, έν τόπψ άνατολικφ, ούκ ήν έν τόπψ δυτικψ- εί δέ αύ πάλιν έν τοίς δυτικοίς ήν, ούκ ήν έν τοίς άνατολικοίς. Θεού δέ τού ύψίστου καί παντοκράτορας καί τού όντως θεού τούτο έστιν μή μόνον τό πανταχόσε είναι, άλλά καί πάντα έφοράν καί πάντων άκούειν, έτι μήν μηδέ τό έν τόπψ χωρείσθαι- εί δέ μή γε, μείζων ό χωρών τόπος αύτού εύρεθήσεται· μείζον γάρ έστιν τό χωρούν τού χωρουμένου· Θεός γάρ ού χωρείται, άλλά αύτός έστι τόπος τών όλων. Προς τί δέ καί καταλέλοιπεν ό Ζεύς τήν Τδην; πότερον τελευτήσας, ή ούκ έτι ήρεσεν αυτώ έκείνο τό όρος; πού δέ καί έπορεύθη; εις ούρανούς; ούχί. άλλά έρείς εις Κρήτην; ναί· όπου καί τάφος αύτφ έως τού δεύρο δείκνυται. πάλιν φήσεις εις Πείσαν, ό κλέων 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έως του δεύρο τάς χεϊρας Φειδίου. Έλθωμεν τοίνυν έπί τά συγγράμματα τών φιλοσόφων καί ποιητών. Ένιοι μέν τής στοάς άρνούνται καί τό έξ όλου θεόν είναι, ή, εί καί έστιν, μηδενός φασιν φρόντιζειν τόν θεόν πλήν εαυτού, καί ταύτα μέν παντελώς Επικούρου καί Χρύσιππού ή άνοια άπεφήνατο. έτεροι δέ φασιν αύτοματισμόν τών πάντων είναι, καί τόν κόσμον άγένητον καί φύσιν άΐδιον, καί τό σύνολον πρόνοιαν μή ε ίναι θεού έτόλμησαν έξειπείν, άλλά θεόν είναι μόνον φασιν τήν έκάστου συνείδησιν. άλλοι δ' αύ τό δι' όλου κεχωρηκός πνεύμα θεόν δογματίζουσιν. Πλάτων δέ καί οί τής αίρέσεως αύτού θεόν μέν όμολογούσιν άγένητον καί πατέρα καί ποιητήν τών όλων είναι- είτα ύποτίθενται θεόν καί ύλην άγένητον καί ταύτην φασιν συνηκμακέναι τφ θεφ. εί δέ θεός άγένητος καί ύλη άγένητος, ούκ έτι ό θεός ποιητής τών όλων έστιν κατά τούς Πλατωνικούς, ούδέ μήν μοναρχία θεού δείκνυται, όσον τό κατ' αύτούς. έτι δέ καί ώσπερ ό θεός, άγένητος ών, καί άναλλοίωτός έστιν, ούτως, εί καί ή ύλη άγένητος ήν, καί άναλλοίωτος καί ισόθεος ήν- τό γάρ γενητόν τρεπτόν καί άλλοιωτόν, τό δέ άγένητον άτρεπτον καί άναλλοίωτον. Τί δέ μέγα, εί ό θεός έξ ύποκειμένης ύλης έποίει τόν κόσμον; καίγάρ τεχνίτης άνθρωπος, έπάν ύλην λάβη άπό τίνος, έξ αύτής όσα βούλεται ποιεί, θεού δέ ή δύναμις έν τούτω φανερούται ίνα έξ ούκ όντων ποιή όσα βούλεται, καθάπερ καί τό ψυχήν δούναι καί κίνησιν ούχ έτέρου τινός έστιν άλλ' ή μόνου θεού, καί γάρ άνθρωπος εικόνα μέν ποιεί, λόγον δέ καί πνοήν ή αίσθησιν ού δύναται δούναι τφ ύπ' αύτού γενομένιρ. θεός δέ τούτου πλείον τούτο κέκτηται, τό ποιεΐν λογικόν, έμπνουν, αισθητικόν, ώσπερ ούν έν τούτοις πάσιν δυνατώτερός έστιν ό θεός τού άνθρώπου, ούτως καί τό έξ ούκ όντων ποιεΐν καί πεποιηκέναι τά όντα, καί όσα βούλεται καί ώς βούλεται. Ώστε άσύμφωνός έστιν ή γνώμη κατά τούς φιλοσόφους καί συγγράφεις, τούτων γάρ ταύτα άποφηναμένων, εύρίσκεται ό ποιη­ τής Όμηρος έτέρμ ύποθέσει είσάγων γένεσιν ού μόνον κόσμου άλλά καί θεών, φησίν γάρ πουΩκεανόν τε, θεών γένεσιν, καί μητέρα Τηθύν, έξ ού δή πάντες ποταμοί καί πάσα θάλασσα. 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ά δή λέγων ούκ έτι θεόν συνιστά. τίς γάρ ούκ έπίσταται τόν Ωκεανόν ύδωρ είναι; εί δέ ύδωρ, ούκ άρα θεός, ό δέ θεός, εί τών όλων ποιητής έστιν, καθώς καί έστιν, άρα καί τού ύδατος καί τών θαλασσών κτίστης έστίν. Ησίοδος δέ καί αύτός ού μόνον θεών γένεσιν έξειπεν, άλλά καί αύτού τού κόσμου, καί τόν μέν κόσμον γενητόν είπών ήτόνησεν είπείν ύφ' ού γέγονεν. έτι μήν καί θεούς έφησεν Κρόνον καί τόν έξ αύτού Δία, Ποσειδώνά τε καί Πλούτωνα, καί τούτους μεταγενεσ­ τέρους εύρίσκομεν τού κόσμου, έτι δέ καί τόν Κρόνον πολεμεισθαι ύπό τού Διός τού ίδιου παιδός ιστορεί, ούτως γάρ φησιν· Κάρτεϊ νικήσας πατέρα Κρόνον· εύ δέ έκαστα άθανάτοις διέταξεν όμως καί έπέφραδε τιμάς. είτα έπιφέρει λέγων τάς τού Διός θυγατέρας, ας καί Μούσας προσαγορεύει, ών ικέτης εύρίσκεται βουλόμενος μαθείν παρ' αύτών τίνι τρόπψ τά πάντα γεγένηται. λέγει γάρ· Χαίρετε, τέκνα Διός, δότε δ' ίμερόεσσαν άοιδήν. κλείετε δ' άθανάτων μακάρων γένος αίέν έόντων, οΐγής έξεγένοντο καί ούρανού άστερόεντος, νυκτός τε δνοφερής, ούς άλμυρός έτρεφε πόντος, είπατε δ' ώς τά πρώτα θεοί καί γαια γένοντο, καί ποταμοί καί πόντος άπείριτος, οιδματι θύων, άστρα τε λαμπετόωντα καί ούρανός εύρύς ύπερθεν, ώς τ' άφενος δάσσαντο καί ώς τιμάς διέλοντο, ήδέ καί ώς τά πρώτα πολύπτυχον έσχον Όλυμπον, ταύτά μοι έσπετε Μούσαι Ολύμπια δώματ' έχουσαι έξ άρχής, καί είπαθ' ό τι πρώτον γένετ' αύτών. πώς δέ ταύτα ήπίσταντο αί Μούσαι, μεταγενέστεραι ούσαι τού κόσμου; ή πώς ήδύναντο διηγήσασθαι τώ Ήσιόδω, όπου δή ό πατήρ αύτών ούπω γεγένηται; Καί ύλην μέν τρόπψ τινί ύποτίθεται, καί κόσμου ποίησιν, λέγων· Ήτοι μέν πρώτιστα χάος γένετ', αύτάρ έπειτα γαΓ εύρύστερνος, πάντων έδος άσφαλές αίεί άθανάτων, οΐ έχουσι κάρη νιφόεντος Όλύμπου, Τάρταρά τ' ήερόεντα, μυχόν χθονός εύρυοδείης, 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ήδ' Έρος, ός κάλλιστος έν άθανάτοισι θεοίσι, λυσιμελής, πάντων τε θεών πάντων τ' άνθρώπων δάμναται έν στήθεσσι νόον και έπίφρονα βουλήν, έκ Χάεος δ' Έρεβός τε μέλαινά τε Νύξ έγένοντο. Γαία δέ τοι πρώτον μέν έγείνατο ίσον έωυτή Ουρανόν άστερόενθ', ϊνα μιν περί πάντα καλύπτη, όφρ' εϊη μακάρεσσι θεοις έδος άσφαλές αίεί· γείνατο δ' ούρεα μακρά, θεάν χαρίεντας έναύλους Νυμφέων, αΐ ναίουσιν άν' ούρεα βησσήεντα· ήδέ και άτρύγετον πέλαγος τέκεν οϊδματι θύον, πόντον, άτερ φιλότητος έφιμέρου· αύτάρ έπειτα Ούρανφ εύνηθείσα τέκ' Ωκεανόν βαθυδίνην. καί ταύτα είπών ούδέ ούτως έδήλωσεν ύπό τίνος έγένοντο. εί γάρ έν πρώτοις ήν χάος, καί ύλη τις προύπέκειτο άγένητος ούσα, τίς άρα ήν ό ταύτην μετασκευάζων καί μεταρρυθμίζων καί μεταμορφών; πότερον αύτή έαυτήν ή ύλη μετεσχημάτιζεν καί έκόσμει; ό γάρ Ζεύς μετά χρόνον πολύν γεγένηται, ού μόνον τής ύλης άλλά καί τού κόσμου καί πλήθους άνθρώπων· έτι μήν καί ό πατήρ αύτού Κρόνος, ή μάλλον ήν κύριόν τι τό ποιήσαν αύτήν, λέγω δέ θεός, ό καί κατακοσμήσας αύτήν; Έτι μήν κατά πάντα τρόπον φλυαρών εύρίσκεται καί έναντία έαυτφ λέγων. είπών γάρ γήν καί ούρανόν καί θάλασσαν έξ αύτών τούς θεούς βούλεται γεγονέναι, καί έκ τούτων άνθρώπους δεινοτάτους τινάς συγγενείς θεών καταγγέλλει, Τιτάνων γένος καί Κυκλώ­ πων καί Γιγάντων πληθύν, τών τε κατά Αίγυπτον δαιμόνων, ή ματαίων άνθρώπων, ώς μέμνηται Απολλωνίδης, ό καί Όράπιος έπικληθείς, έν βίβλψ τή έπιγραφομένη Σεμενουθί καί ταις λοιπαίς κατ' αύτόν ιστορίαις περί τε τής θρησκείας τής Αιγυπτιακής καί τών βασιλέων αύτών. Τί δέ μοι λέγε IV τούς κατά Έλληνας μύθους καί τήν έν αύτοίς ματαιοπονίαν, Πλούτωνα μέν σκότους βασιλεύοντα, καίΠοσειδώνα ύπό πόντων δύνοντα καί τή Μελανίππη περιπλεκόμενον καί υιόν άνθρωποβόρον γεννήσαντα, ή περί τών τού Διός παίδων όπόσα οί συγγραφείς έτραγώδησαν; καί ότι ούτοι άνθρωποι καί ού θεοί έγεννήθησαν, τό γένος αύτών αύτοί καταλέγουσιν. Αριστοφάνης δέ ό κωμικός έν ταίς έπιγραφομέναις Όρνισιν, 1. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας έπιχειρήσας περί τής τού κόσμου ποιήσεως, έφη έν πρώτοις ώόν γεγενήσθαι τήν σύστασιν τού κόσμου, λέγων· Πρώτιστα τεκών μελανόπτερος ώόν. Αλλά καί Σάτυρος ίστορών τούς δήμους Αλεξανδρέων, άρξάμένος άπό Φιλοπάτορος τού καί Πτολεμαίου προσαγορευθεντός, τούτου μηνύει Διόνυσον αρχηγέτην γεγονέναι· διό καί φυλήν ό Πτολεμαίος πρώτηV κατέστησεν. λέγει ούν ό Σάτυρος ούτως· "Διονύσου και Αλθαίας τής Θεστίου γεγενήσθαι Δηϊάνειραν, τής δέ καί Ήρακλέους τού Διός Ύλλον, τού δέ Κλεοδαιον, τού δέ Αριστόμαχον, τού δέ Τήμενον, τού δέ Κείσον, τού δέ Μάρωνα, τού δέ Θέστιον, τού δέ Ακοόν, τού δέ Αριστοδαμίδαν, τού δέ Καρανόν, τού δέ Κοινόν, τού δέ Τυρίμμαν, τού δέ Περδίκκαν, τού δέ Φίλιππον, τού δέ Αέροπον, τού δέ Αλκέταν, τού δέ Αμύνταν, τού δέ Βόκρον, τού δέ Μελέαγρον, τού δέ Αρσινόην, τής δέ καί Λάγου Πτολεμαίον τόν καί Σωτήρα, τού δέ καί Βερενίκης Πτολεμαίον τόν Φιλάδελφον, τού δέ καί Αρσινόης Πτολεμαίον τόν Εύεργέτην, τού δέ καί Βερενίκης τής Μάγα τού έν Κυρήνη βασιλεύσαντος Πτολεμαίον τόν Φιλοπάτορα. ή μέν ούν προς Διόνυσον τοίς έν Αλεξανδρείμ βασιλεύσασιν συγγένεια ούτως περιέχει, όθεν καί έν τή Διονυσίμ φυλή δήμοι είσιν κατακεχωρισμένοι. Αλθη'ίς άπό τής γενομένης γυναικός Διονύσου, θυγατρός δέ Θεστίου, Αλθαίας. Δηϊανειρίς άπό τής θυγατρός Διονύσου καί Αλθαίας, γυναικός δέ Ήρακλέους. όθεν καί τάς προσωνυμίας έχουσιν οί κατ' αύτούς δήμοι· Αριαδνίς άπό τής θυγατρός Μίνω, γυναικός δέ Διονύσου, παιδός πατροφίλης τής μιχθείσης Διονύσω έν μορφή Πρύμνιδι, Θεστίς άπό Θεστίου τού Αλθαίας πατρός, Θοαντίς άπό Θοαντός παιδός Διονύσου, Σταφυλίς άπό Σταφύλου υιού Διονύσου, Εύαινίς άπό Εύνόος υιού Διονύσου, Μαρωνίς άπό Μάρωνος υιού Αριάδνης καί Διονύσου, ούτοι γάρ πάντες υιοί Διονύσου." Αλλά καί έτέραι πολλαί όνομασίαι γεγόνασιν καί είσιν έως τού δεύρο, άπό Ήρακλέους Ήρακλείδαι καλούμενοι, καί άπό Απόλλωνος Απολλωνίδαι καί Απολλώνιοι, καί άπό Ποσειδώνος Ποσειδώνιοι, καί άπό Διός Δίοι καί Διογέναι. Καί τί μοι τό λοιπόν τό πλήθος τών τοιούτων ονομασιών καί γενεαλογιών καταλέγειν; ώστε κατά πάντα τρόπον έμπαίζονται οί L Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας συγγραφείς πάντες καί ποιηταί καί φιλόσοφοι λεγόμενοι, έτι μην καί οί προσέχοντες αύτοίς. μύθους γάρ μάλλον καί μωρίας συνέταξαν περί τών κατ' αύτούς θεών· ού γάρ άπέδειξαν αύτούς θεούς άλλά άνθρώπους, οΰς μέν μεθύσους, έτέρους δέ πόρνους καί φονείς. Αλλά καί περί τής κοσμογονίας άσύμφωνα άλλήλοις καί φαύλα έξείπον. πρώτον μέν ότι τινές άγένητόν τόν κόσμον άπεφήναντο, καθώς καί έμπροσθεν έδηλώσαμεν, καί οί μέν άγένητόν αύτόν καί άίδιον φύσιν φάσκοντες ούκ άκόλουθα ειπον τοϊς γενητόν αύτόν δογματίσασιν. είκασμφ γάρ ταύτα καί άνθρωπίνη έννοίμ έφθέγξαντο, καί ού κατά άΛήθειαν. Έτεροι δ' αύ ειπον πρόνοιαν είναι, καί τά τούτων δόγματα άνέλυσαν. Άρατος μέν ούν φησιν· Έκ Διός άρχώμεσθα, τόν ούδέποτ' άνδρες έώμεν άρρητον, μεσταί δέ Διός πάσαι μέν άγυιαί, πάσαι δ' άνθρώπων άγοραί, μεστή δέ θάλασσα καί λιμένες· πάντη δέ Διός κεχρήμεθα πάντες. τού γάρ καί γένος έσμέν· ό δ' ήπιος άνθρώποισιν δεξιά σημαίνει, λαούς δ' έπί έργον έγείρει μιμνήσκων βιότοιο· λέγει δ' ότε βώλος άρίστη βουσί τε καί μακέλησι, Λέγει δ' ότε δεξιαί ώραι καί φυτά γυρώσαι καί σπέρματα πάντα βαλέσθαι. τίνι ούν πιστεύσωμεν, πότερον Αράτω ή Σοφοκλεί Λέγοντι· Πρόνοια δ' έστιν ούδενός, είκή κράτιστόν ζήν όπως δύναιτό τις; Όμηρος δέ πάλιν τούτψ ού συνήδει. Λέγει γάρ· Ζεύς δ' άρετήν άνδρεσσιν όφέλλει τε μινύθει τε. καί Σιμωνίδης· Ούτις άνευ θεών άρετάν Λάβεν, ού πόλις, ού βρότος· θεός ό παμμήτις, άπήμαντον δ' ούδέν έστιν έν αύτοίς. όμοίως καί Εύριπίδης· Ούκ έστιν ούδέν χωρίς άνθρώποις θεού, καί Μένανδρος· Ούκ άρα φροντίζει τις ήμών ή μόνος θεός, καί πάλιν Εύριπίδης· L Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας Σώσαι γάρ όπόταν τώ θεψ δοκή, πολλάς προφάσεις δίδωσιν εις σωτηρίαν, και ΘέστιοςΘεού θέλοντος σώζη, κάν έπί -ιπός πλέης. και τά τοιαύτα μυρία είπόντες άσύμφωνα έαυτοίς έξειπον. ό γούν Σοφοκλής άπρονοησίαν εϊρων έν έτέρψ λέγειΘεού δέ πληγήν ούχ ύπερπηδά βροτός. Πλήν καί πληθύν είσήγαγον ή καί μοναρχίαν ειπον, καί πρόνοιαν είναι τοίς λέγουσιν άπρονοησίαν τάναντία είρήκασιν. όθεν Εύριπίδης ομολογεί λέγωνΣπουδάζομεV δέ πολλ’ ύπ' έλπίδων, μάτην πόνους έχοντες, ούδέν είδότες. Και μή θέλοντες όμολογούσιν τό άληθές μή έπίστασθαι- ύπό δαιμόνων δέ έμπνευσθέντες καί ύπ' αύτών φυσιωθέντες ά ειπον δι' αύτών ειπον. ήτοι γάρ οί ποιηταί, Όμηρος δή καί Ησίοδος ώς φασιν ύπό Μουσών έμπνευσθέντες, φαντασία καί πλάνη έλάλησαν, καί ού καθαρώ πνεύματι άλλά πλάνω. έκ τούτου δέ σαφώς δείκνυται, εί καί οί δαιμονώντες ένίοτε καί μέχρι τού δεύρο έξορκίζονται κατά τού ονόματος τού όντως θεού, καί ομολογεί αύτά τά πλάνα πνεύματα είναι δαίμονες, οί καί τότε εις έκείνους ένεργήσαντες, πλήν ένίοτέ τινες τή ψυχή έκνήψαντες έξ αύτών ειπον άκόλουθα τοίς προφήταις, όπως εις μαρτύριον αύτοίς τε καί πάσιν άνθρώποις περί τε θεού μοναρχίας καί κρίσεως καί τών λοιπών ών έφασαν. Οί δέ τού θεού άνθρωποι, πνευματοφόροι πνεύματος άγιου καί προφήται γενόμενοι, ύπ' αύτού τού θεού έμπνευσθέντες καί σοφισθέντες, έγένοντο θεοδίδακτοι καί όσιοι καί δίκαιοι, διό καί κατηξιώθησαν τήν άντιμισθίαν ταύτην λαβειν, όργανα θεού γενόμενοι καί χωρήσαντες σοφίαν τήν παρ' αύτού, δι' ής σοφίας ειπον καί τά περί τής κτίσεως τού κόσμου, καί τών λοιπών άπάντων. καί γάρ περί λοιμών καί λιμών καί πολέμων προείπον. καί ούχ εις ή δύο άλλά πλείονες κατά χρόνους καί καιρούς έγενήθησαν παρά Έβραίοις, άλλά καί παρά Έλλησιν Σίβυλλα καί πάντες φίλα άλλήλοις καί σύμφωνα ε ίρήκασιν, τά τε προ αύτών γεγενημένα καί τά κατ' αύτούς γεγονότα καί τά καθ' ήμάς νυνί τελειούμενα- διό καί πεπείσμεθα καί περί τών μελλόντων ούτως έσεσθαι, καθώς καί τά 1< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας πρώτα άπήρτισται. Καί πρώτον μέν συμφώνως έδίδαξαν ήμάς, ότι έξ ούκ όντων τά πάντα έποίησεν. ού γάρ τι τφ θεφ συνήκμασεν· άΛΛ' αύτός έαυτού τόπος ών καί άνενδεής ών καί ύπάρχων προ τών αιώνων ήθέΛησεν άνθρωπον ποιήσαι φ γνωσθή· τούτψ ούν προητοίμασεν τόν κόσμον, ό γάρ γενητός καί προσδεής έστιν, ό δέ άγένητος ούδένος προσδείται. Έχων ούν ό θεός τόν έαυτού Λόγον ένδιάθετον έν τοίς ίδίοις σπΛάγχνοις έγέννησεν αύτόν μετά τής έαυτού σοφίας έξερευξάμενος προ τών όΛων. τούτον τόν Λόγον έσχεν ύπουργόν τών ύπ' αύτού γεγενημένων, καί δι' αύτού τά πάντα πεποίηκεν. ούτος Λέγεται άρχή, ότι άρχει καί κυριεύει πάντων τών δι' αύτού δεδημιουργημένων. ούτος ούν, ών πνεύμα θεού καί άρχή καί σοφία καί δύναμις ύψίστου, κατήρχετο εις τούς προφήτας καί δι' αύτών έΛάΛει τά περί τής ποιήσεως τού κόσμου καί τών Λοιπών άπάντων. ού γάρ ήσαν οί προφήται ότε ό κόσμος έγίνετο, άΛΛ' ή σοφία ή τού θεού ή έν αύτφ ούσα καί ό Λόγος ό άγιος αύτού ό άεί συμπαρών αύτφ. διό δή καί διά ΣοΛομώνος προφήτου ούτως Λέγει· "Ήνίκα δ' ήτοίμασεν τόν ούρανόν, συμπαρήμην αύτφ, καί ώς ισχυρά έποίει τά θεμέΛια τής γής, ήμην παρ' αύτφ άρμόζουσα." Μωσής δέ ό καί ΣοΛομώνος προ ποΛΛών έτών γενόμενος, μάΛΛον δέ ό Λόγος ό τού θεού ώς δι' οργάνου δι' αύτού φησιν· "Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν." πρώτον άρχήν καί ποίησιν ώνόμασεν, είθ' ούτως τόν θεόν συνέστησεν· ού γάρ άργώς χρή καί έπί κενφ θεόν όνομάζειν. προήδειγάρ ή θεία σοφία μέΛΛειν φΛυαρείν τινας καί πΛηθύν θεών όνομάζειν τών ούκ όντων. όπως ούν ό τφ όντι θεός διά έργων νοηθή, καί ότι έν τφ Λογά) αύτού ό θεός πεποίηκεν τόν ούρανόν καί τήν γήν καί τά έν αύτοίς, έφη· "Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν." είτα είπών τήν ποίησιν αύτών δηΛοί ήμίν· "Ή δέ γή ήν άόρατος καί ακατασκεύασ­ τος καί σκότος έπάνω τής άβύσσου, καί πνεύμα θεού έπεφέρετο έπάνω τού ύδατος." Ταύτα έν πρώτοις διδάσκει ή θεία γραφή, τρόπψ τινίύΛην γενητήν, ύπό τού θεού γεγονυΐαν, άφ' ής πεποίηκεν καί δεδημιούργηκεν ό θεός τόν κόσμον. 1< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Αρχή δέ τής ποιήσεως φως έστιν, έπειδή τά κοσμούμενα τό φως φανεροί, διό Λέγει· "Καί ειπεν ό θεός· Γενηθήτω φως. καί έγένετο φως. καί ϊδεν ό θεός τό φως ότι καλόν." δηλονότι καλόν άνθρώπψ γεγονός. "Καί διεχώρισεν άνά μέσον τού φωτός καί άνά μέσον τού σκότους, καί έκάλεσεν ό θεός τό φως ή μέραν, καί τό σκότος έκάλεσε νύκτα, καί έγένετο έσπέρα καί έγένετο πρωί, ή μέρα μία. καί ειπεν ό θεός· Γενηθήτω στερέωμα έν μέσψ τού ύδατος, καί έστω διαχωρίζον άνά μέσον ύδατος καί ύδατος. καί έγένετο ούτως, καί έποίησεν ό θεός τό στερέωμα, καί διεχώρισεν άνά μέσον τού ύδατος ό ήν ύποκάτω τού στερεώματος, καί άνά μέσον τού ύδατος τού έπάνω τού στερεώματος, καί έκάλεσεν ό θεός τό στερέωμα ούρανόν· καί ϊδεν ό θεός ότι καλόν, καί έγένετο έσπέρα καί έγένετο πρωί, ή μέρα δευτέρα. καί ειπεν ό θεός· Συναχθήτω τό ύδωρ τό ύποκάτω τού ούρανού εις συναγωγήν μίαν, καί όφθήτω ή ξηρά, καί έγένετο ούτως, καί συνήχθη τό ύδωρ εις τάς συναγωγάς αύτών, καί ώφθη ή ξηρά, καί έκάλεσεν ό θεός τήν ξηράν γην, καί τά συστήματα τών ύδάτων έκάλεσεν θαλάσσας. καί ϊδεν ό θεός ότι καλόν, καί ειπεν ό θεός· Βλαστησάτω ή γή βοτάνην χόρτου σπεϊρον σπέρμα κατά γένος καί καθ' ομοιότητα, καί ξύλον κάρπιμον ποιούν κάρπον, ού τό σπέρμα αύτού έν αύτφ εις ομοιότητα, καί έγένετο ούτως, καί έξήνεγκεν ή γή βοτάνην χόρτου σπεϊρον σπέρμα κατά γένος, καί ξύλον κάρπιμον ποιούν κάρπον, ού τό σπέρμα έν αύτφ κατά γένος έπί τής γής. καί ϊδεν ό θεός ότι καλόν, καί έγένετο έσπέρα καί έγένετο πρωί, ήμέρα τρίτη, καί ειπεν ό θεός· Γενηθήτωσαν φωστήρες έν τφ στερεώματι τού ούρανού, εις φαύσιν έπί τής γής καί διαχώριζειν άνά μέσον τής ήμέρας καί άνά μέσον τής νυκτός, καί έστωσαν εις σημεία καί εις καιρούς καί εις ήμέρας καί εις ένιαυτούς, καί έστωσαν εις φαύσιν έν τφ στερεώματι τού ούρανού φαίνειν έπί τής γής. καί έγένετο ούτως, καί έποίησεν ό θεός τούς δύο φωστήρας τούς μεγάλους, τόν φωστήρα τόν μέγαν εις άρχάς τής ήμέρας, καί τόν φωστήρα τόν έλάσσω εις άρχάς τής νυκτός, καί τούς άστέρας. καί έθετο αύτούς ό θεός έν τφ στερεώματι τού ούρανού, ώστε φαίνειν έπί τής γής, καί άρχειν τής ήμέρας καί τής νυκτός, καί διαχωρίζειν άνά μέσον τού φωτός καί άνά μέσον τού σκότους, καί ϊδεν ό θεός ότι καλόν. 1< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί, ήμερα τετάρτη. καί ειπεν ό θεός· Έξαγαγέτω τά ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών καί πετεινά πετάμενα έπί τής γής κατά τό στερέωμα του ούρανού. καί έγένετο ούτως, καί έποίησεν ό θεός τά κήτη τά μέγαλα καί πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών, ά έξήγαγεν τά υδατα κατά γένη αύτών, καί πάν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος, καί ϊδεν ό θεός ότι καλά, καί εύλόγησεν αύτά ό θεός λέγων· Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε, καί πληρώσατε τά υδατα τής θαλάσσης, καί τά πετεινά πληθυνέτω έπί τής γής. καί έγένετο εσπέρα καί έγένετο πρωί, ή μέρα πέμπτη, καί ειπεν ό θεός· Έξαγαγέτω ή γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα καί ερπετά καί θηρία τής γής κατά γένος, καί έγένετο ούτως, καί έποίησεν ό θεός τά θηρία τής γής κατά γένος καί τά κτήνη κατά γένος, καί πάντα τά έρπετά τής γής. καί ίδεν ό θεός ότι καλόν, καί ειπεν ό θεός· Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν, καί άρχέτωσαν τών ιχθύων τής θαλάσσης καί τών πετεινών τού ούρανού καί τών κτηνών καί πάσης τής γής καί πάντων τών ερπετών τών έρπόντων έπί τής γής. καί έποίησεν ό θεός τόν άνθρωπον, κατ' εικόνα θεού έποίησεν αυτόν, άρσεν καί θήλυ έποίησεν αύτούς. καί εύλόγησεν αύτούς ό θεός λέγων· Αύξάνεσθε καί πληθύ­ νεσθε, καί πληρώσατε τήν γήν, καί κατακυριεύσατε αύτής, καί άρχετε τών ιχθύων τής θαλάσσης καί τών πετεινών τού ούρανού καί πάντων τών κτηνών καί πάσης τής γής καί πάντων τών ερπετών τών έρπόντων έπί τής γής. καί ειπεν ό θεός· Ιδού δέδωκα ύμίν πάν χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ό έστιν έπάνω πάσης τής γής καί πάν ξύλον, ό έχει έν αύτφ καρπόν σπέρματος σπορίμου, ύμιν έσται εις βρώσιν, καί πάσιν τοίς θηρίοις τής γής καί πάσιν τοις πετεινοίς τού ούρανού καί παντί έρπετώ έρποντι έπί τής γής, ό έχει έν αύτώ πνοήν ζωής, πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. καί έγένετο ούτως, καί ίδεν ό θεός πάντα όσα έποίησεν, καί ιδού καλά λίαν, καί έγένετο έσπέρα καί έγένετο πρωί, ή μέρα έκτη, καί συνετελέσθησαν ό ούρανός καί ή γή καί πάς ό κόσμος αύτών. καί συνετέλεσεν ό θεός έν τή ήμέρμ τή έκτη τά έργα αύτού ά έποίησεν, καί κατέπαυσεν έν τή ήμέρμ τή έβδομη άπό πάντων τών έργων αύτού ών έποίησεν. καί εύλόγησεν ό θεός τήν ή μέραν τήν έβδόμην, καί ήγίασεν αύτήν, ότι έν αύτή κατέπαυσεν απο πάντων τών έργων αύτού ών ήρξατο ό θεός ποιήσαι." L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τής μέν ούν έξαημέρου ούδείς άνθρώπων δυνατός κατ' άξίαν τήν έξήγησιν και τήν οικονομίαν πάσαν έξειπείν, ούδέ εί μυρία στόματα έχοι και μυρίας γλώσσας άλλ' ούδέ εί μυρίοις έτεσιν βιώσει τις έπιδημών έν τφδε τώ βίω, ούδέ ούτως έσται ικανός προς ταύτα άξίως τι είπείν, διά τό ύπερβάλλον μέγεθος καί τόν πλούτον τής σοφίας τού θεού τής ούσης έν ταύτη τή προγεγραμμένη έζαημέρω. Πολλοί μέν ούν τών συγγραφέων έμιμήσαντο καίήθέλησαν περί τούτων διήγησιν ποιήσασθαι, καίτοι λαβόντες έντευθεν τάς άφορμάς, ήτοι περί κόσμου κτίσεως ή περί φύσεως άνθρώπου, καί ούδέ τό τυχόν έναυσμα άξιόν τι τής άληθείας έξείπον. δοκεί δέ τά ύπό τών φιλοσόφων ή συγγραφέων καί ποιητών είρημένα άξιόπιστα μέν είναι, παρά τό φράσει κεκαλλιωπίσθαι· μωρός δέ καί κενός ό λόγος αύτών δείκνυται, ότι πολλή μέν πληθύς τής φλυαρίας αύτών έστιν, τό τυχόν δέ τής άληθείας έν αύτοίς ούχ εύρίσκεται. καί γάρ εί τι δοκεί άληθές δι' αύτών έκπεφωνήσθαι, σύγκρασιν έχειτή πλάνη, καθάπερ φάρμακόν τι δηλητήριον συγκραθέν μέλιτιή οίνω ή έτέρψ τινί τό πάν ποιεί βλαβερόν καί άχρηστον, ούτως καί ή έν αύτοίς πολυλογία εύρίσκεται ματαιοπονία καί βλάβη μάλλον τοις πειθομένοις αύτή. έτι μήν καί περί τής έβδομης ή μέρας, ήν πάντες μέν άνθρωποι όνομάζουσιν, οί δέ πλείους άγνοούσιν· ότι παρ' Έβραίοις ό καλείται σάββατον ελληνιστί ερμηνεύεται έβδομάς, ήτις εις πάν γένος άνθρώπων ονομάζεται μέν, δι' ήν δέ αιτίαν καλουσιν αύτήν ούκ έπίστανται. Τό δέ είπείν Ησίοδον τόν ποιητήν έκ Χάους γεγενήσθαί Έρεβος καί τήν Τήν καί Έρωτα κυριεύοντα τών κατ' αύτόν τε θεών καί άνθρώπων, μάταιον καί ψυχρόν τό ρήμα αύτού καί άλλότριον πάσης άληθείας δείκνυται· θεόν γάρ ού χρή ύφ' ήδονής νικάσθαι, όπου γε καί οί σώφρονες άνθρωποι άπέχονται πάσης αίσχράς ήδονής καί έπιθυμίας κακής. Αλλά καί τό έκ τών έπιγείων κάτωθεν άρξασθαι λέγειν τήν ποίησιν τών γεγενημένων άνθρώπινον καί ταπεινόν καί πάνυ άσθενές τό έννόημα αύτού ώς προς θεόν έστιν. άνθρωπος γάρ κάτω ών L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άρχεται έκ τής γης οίκοδομεϊν, και ού προς τάξιν δύναται καί τήν οροφήν ποιήσαι εάν μή τύν θεμέλιον ύπόθηται. θεού δέ τό δυνατόν έν τούτω δείκνυται ινα πρώτον μέν έξ ούκ όντων ποιή τά γινόμενα, και ώς βούλεται, τά γάρ παρά άνθρώποις άδύνατα δυνατά έστιν παρά θεφ. διό και ό προφήτης πρώτον εϊρηκεν τήν ποίησιν τού ούρανού γεγενήσθαί τρόπον έπέχοντα οροφής, λέγων· "Έν αρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν", τουτέστιν διά τής άρχής γεγενήσθαί τόν ούρανόν, καθώς έφθημεν δεδηλωκέναι. Τήν δέ λέγει δυνάμει έδαφος καί θεμέλιον, άβυσσον δέ τήν πληθύν τών ύδάτων, καί σκότος διά τό τόν ούρανόν γεγονότα ύπό τού θεού έσκεπακέναι καθαπερε'ι πώμα τά ύδατα σύν τή γή, πνεύμα δέ τό έπιφερόμενον έπάνω τού ύδατος ό έδωκεν ό θεός εις ζωογόνησιν τή κτίσει, καθάπερ άνθρώπψ ψυχήν, τφ λεπτφ τό λεπτόν συγκεράσας (τό γάρ πνεύμα λεπτόν καί τό ύδωρ λεπτόν), όπως τό μέν πνεύμα τρέφη τό ύδωρ, τό δέ ύδωρ σύν τφ πνεύματι τρέφη τήν κτίσιν δίίκνούμενον πανταχόσε. έν μέν τό πνεύμα φωτός τόπον έπέχον έμεσίτευεν τού ύδατος καί τού ούρανού, ίνα τρόπψ τινί μή κοινωνή τό σκότος τφ ούρανφ εγγυτέρψ όντι τού θεού, προ τού είπεϊν τόν θεόν· "Γενηθήτω φώς." ώσπερ ούν καμάρα ό ούρανός ών συνείχε τήν ύλην βώλψ έοικυϊαν. καί γάρ εϊρηκεν περί τού ούρανού έτερος προφήτης όνόματι Ήσαΐας, λέγων· "Θεός ούτος ό ποιήσας τόν ούρανόν ώς καμάραν καί διατείνας ώς σκηνήν κατοικεϊσθαι." Ή διάταξις ούν τού θεού, τούτο έστιν ό λόγος αύτού, φαίνων ώσπερ λύχνος έν οίκήματι συνεχομένψ, έφώτισεν τήν ύπ' ούρανόν, χωρίς μέν τού κόσμου ποιήσας. καί τό μέν φώς ό θεός έκάλεσεν ή μέραν, τό δέ σκότος νύκτα· έπεί τοί γε άνθρωπος ούκ άν ήδει καλεϊν τό φώς ή μέραν ή τό σκότος νύκτα, άλλ' ούδέ μέν τά λοιπά, εί μή τήν ονομασίαν είλήφει άπό τού ποιήσαντος αύτά θεού. Τή μέν ούν πρώτη ύποθέσει τής ιστορίας, καί γενέσεως τού κόσμου, εϊρηκεν ή άγια γραφή ού περί τούτου τού στερεώματος άλλά περί έτέρου ούρανού τού άοράτου ήμϊν όντος, με θ' ον ούτος ό ορατός ήμϊν ούρανός κέκληται στερέωμα, έφ' ω άνείληπται τό ήμισυ τού ύδατος, όπως ή τή άνθρωπότητι εις ύετούς καί όμβρους καί δρόσους, τό δέ ήμισυ ύδατος ύπελείφθη έν τή γή εις ποτάμους 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας καί πηγάς καί θαλάσσας. έτι ούν συνέχοντος τού ύδατος τήν γην, μάλιστα κοίλους τόπους, έποίησεν ό θεός διά τού λόγου αύτού τό ύδωρ συναχθήναι εις συναγωγήν μίαν, καί ορατήν γενηθήναι τήν ξηράν, πρότερον γεγονυίαν αύτήν άόρατον. ορατή ούν ή γή γενομένη έτι ύπήρχεν άκατασκεύαστος. κατεσκεύασεν ούν αύτήν καί κατεκόσμησεν ό θεός διά παντοδαπών χλοών καί σπερμάτων καί φυτών. Σκόπει τό λοιπόν τήν έν τούτοις ποικιλίαν καί διάφορον καλ­ λονήν καί πληθύν, καί ότι δι' αύτών δείκνυται ή άνάστασις, εις δείγμα τής μελλούσης έσεσθαι άναστάσεως άπάντων άνθρώπων. τις γάρ κατανοήσας ού θαυμάσει έκ συκής κεγχραμίδος γίνεσθαι συκήν, ή τών λοιπών σπερμάτων ελάχιστων φύειν παμμεγέθη δένδρα; Τόν δέ κόσμον έν όμοιώματι ήμιν λέγομεν είναι τής θαλάσσης, ώσπερ γάρ θάλασσα, εί μή ειχεν τήν τών ποταμών καί πηγών έπίρρυσιν καί έπιχορηγίαν εις τροφήν, διά τήν άλμυρότητα αύτής πάλαι άν έκπεφρυγμένη ήν, ούτως καί ό κόσμος, εί μή έσχήκει τόν τού θεού νόμον καί τούς προφήτας -έοντας καί πηγάζοντας τήν γλυκύτητα καί εύσπλαγχνίαν καί δικαιοσύνην καί διδαχήν τών άγιων εντολών τού θεού, διά τήν κακίαν καί άμαρτίαν τήν πληθύουσαν έν αύτφ ήδη άν έκλελοίπει. Καί καθάπερ έν θαλάσση νήσοι είσιν αί μέν οίκηταί καί ένυδροι καί καρποφόροι, έχουσαι όρμους καί λιμένας προς τό τούς χειμα­ ζόμενους έχεIV έν αύτοίς καταφυγάς, ούτως δέδωκεν ό θεός τώ κόσμω κυμαινομένω καί χειμαζομένω ύπό τών άμαρτημάτων τάς συναγωγάς, λεγομένας δέ έκκλησίας άγιας, έν αίς καθάπερ λιμέσιν εύόρμοις έν νήσοις αί διδασκαλίαι τής άληθείας είσίν, προς ας καταφεύγουσιν οί θέλοντες σώζεσθαι, έρασταί γινόμενοι τής άληθείας καί βουλόμενοι έκφυγείν τήν οργήν καί κρίσιν τού θεού, καί ώσπερ αύ νήσοι είσιν έτεραι πετρώδεις καί άνυδροι καί άκαρποι καί θηριώδεις καί άοίκητοι έπί βλάβη τών πλεόντων καί χειμαζομένων, έν αίς περιπείρεται τά πλοία καί έξαπόλλυνται έν αύταίς οί κατερχόμενοι, ούτως είσίν αί διδασκαλίαι τής πλάνης, λέγω δέ τών αιρέσεων, 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας αϊ έξαπολλύουσιν τούς προσιόντας αύταίς. ού γάρ οδηγούνται ύπό τού Λόγου τής άΛηθείας, άλλά καθάπερ πειράται, έπάν πληρώσωσιν τάς ναός, έπί τούς προειρημένους τόπους περιπείρουσιν όπως έξαπολέσωσιν αύτάς, ούτως συμβαίνει καί τοις πΛανωμένοις άπό τής άΛηθείας έξαπόΛΛυσθαι ύπό τής πΛάνης. Τετάρτη ήμέρμ έγένοντο οί φωστήρες, έπειδή ό θεός προγνώστης ών ήπίστατο τάς φλυαρίας τών ματαίων φιλοσόφων, ότιήμελλον Λέγειν άπό τών στοιχείων είναι τά έπί τής γής φυόμενα, πρός τό άθετεϊν τόν θεόν· ϊν' ούν τό άληθές δειχθή, προγενέστερα γεγονεν τά φυτά καί τά σπέρματα τών στοιχείων· τά γάρ μεταγενέστερα ού δύναται ποιείν τά αύτών προγενέστερα, ταύτα δέ δείγμα καί τύπον έπέχει μεγάλου μυστηρίου, ό γάρ ήλιος έν τύπω θεού έστιν, ή δέ σελήνη άνθρώπου. καί ώσπερ ό ήλιος πολύ διαφέρει τής σελήνης δυνάμει καί δόξη, ούτως πολύ διαφέρει ό θεός τής άνθρωπότητος καί καθάπερ ό ήλιος πλήρης πάντοτε διαμένει μή έλάσσων γινόμενος, ούτως πάντοτε ό θεός τέλειος διαμένει, πλήρης ών πάσης δυνάμεως καί συνέσεως καί σοφίας καί αθανασίας καί πάντων τών άγαθών· ή δέ σελήνη κατά μήνα φθίνει καί δυνάμει άποθνήσκει, έν τύπψ ούσα άνθρώπου, έπειτα άναγεννάται καί αύξει εις δείγμα τής μελΛούσης έσεσθαι άναστάσεως. Ωσαύτως καί αί τρεις ήμέραι προ τών φωστήρων γεγονυίαι τύποι είσίν τής τριάδας, τού θεού καί τού λόγου αύτού καί τής σοφίας αύτού. τετάρτψ δέ τόπω έστιν άνθρωπος ό προσδεής τού φωτός, ϊνα ή θεός, λόγος, σοφία, άνθρωπος, διά τούτο καί τετάρτη ήμέρμ έγενήθησαν φωστήρες. Ή δέ τών άστρων θέσις οικονομίαν καί τάξιν έχει τών δικαίων καί εύσεβών καί τηρούντων τόν νόμον καί τάς έντολάς τού θεού, οί γάρ έπιφανεϊς άστέρες καί λαμπροί είσιν εις μίμησιν τών προφητών· διά τούτο καί μένουσιν άκλινεϊς, μή μεταβαίνοντες τόπον έκ τόπου, οί δέ έτέραν έχοντες τάξιν τής λαμπρότητας τύποι είσίν τού λαού τών δικαίων, οί δ' αύ μεταβαίνοντες καί φεύγοντες τόπον έκ τόπου, οί καί πλάνητες καλούμενοι, καί αύτοί τύπος τυγχάνουσιν τών άφισταμένων άνθρώπων άπό τού θεού, καταλιπόντων τόν νόμον καί τά προστάγματα αύτού. 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τή δέ πέμπτη ήμέρμ τά έκ τών ύδάτων έγενήθη ζώα, δι' ών καί έν τούτοις δείκνυταιή πολυποίκιλος σοφία του θεού, τις γάρ δύναιτ' άν τήν έν αύτοις πληθύν καίγονήν παμποίκιλον έξαριθμήσαι; έτι μήν καί εύλογήθη ύπό τού θεού τά έκ τών ύδάτων γενόμενα, όπως ή καί τούτο εις δείγμα τού μέλλειν λαμβάνειν τούς άνθρώπους μετάνοιαν καί άφεσιν άμαρτιών διά ύδατος καί λουτρού παλιγγενεσίας πάντας τούς προσιόντας τή άληθείμ καί άναγεννωμένους καίλαμβάνοντας εύλογίαν παρά τού θεού. Αλλά καί τά κήτη καί τά πετεινά τά σαρκοβόρα εν όμοιώματι τυγχάνει τών πλεονεκτών καί παραβατών, ώσπερ γάρ έκ μιάς φύσεως όντα τά ένυδρα καί τά πετεινά, ένια μέν μένει έν τφ κατά φύσιν μή άδικούντα τά έαυτών άσθενέστερα, άλλά τηρεί νόμον τού θεού καί άπό τών σπερμάτων τής γής έσθίει, ένια δέ έξ αύτών παραβαίνει τόν νόμον τού θεού σαρκοβορούντα, καί άδικεί τά έαυτών άσθενέστερα, ούτως καί οί δίκαιοι φυλάσσοντες τόν νόμον τού θεού ούδένα δάκνουσιν ή άδικούσιν, όσίως καί δικαίως ζώντες, οί δέ αρπαγές καί φονείς καί άθεοι έοίκασιν κήτεσιν καί θηρίοις καί πετεινοίς τοίς σαρκοβόροις· δυνάμει γάρ καταπίνουσιν τούς άσθενεστέρους έαυτών. Ή μέν ούν τών ένύδρων καί έρπετών γονή, μετεσχηκυια τής εύλογίας τού θεού, ούδέν ίδιον πάνυ κέκτηται. Έκτη δέ ήμέρμ ό θεός ποιήσας τά τετράποδα καί τά θηρία καί έρπετά τά χερσαία τήν προς αύτά εύλογίαν παρασιωπά, τηρών τφ άνθρώπψ τήν εύλογίαν, ον ήμελλεν έν τή έκτη ήμερα ποιεΐν. Άμα καί εις τύπον έγένοντο τά τε τετράποδα καί θηρία ένίων άνθρώπων τών τόν θεόν άγνοούντων καί άσεβούντων καί τά έπίγεια φρονούντων καί μή μετανοούντων. οίγάρ έπιστρέφοντες άπό τών άνομιών καί δικαίως ζώντες ώσπερ πετεινά άνίπτανται τή ψυχή, τά άνω φρονούντες καί εύαρεστούντες τφ θελήματι τού θεού, οί δέ τόν θεόν άγνοούντες καί άσεβούντες όμοιοι είσιν όρνέοις τά πτερά μέν έχουσιν, μή δυναμένοις δέ άνίπτασθαι καί τά άνω τρέχειν τής θειότητος. ούτως καί οί τοιούτοι άνθρωποι μέν λέγονται, τά δέ χαμαιφερή καί τά έπίγεια φρονούσιν, καταβαρούμενοι ύπό τών άμαρτιών. Θηρία δέ ώνόμασται τά ζώα άπό τού θηρεύεσθαι, ούχ ώς κακά 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άρχήθεν γεγενημένα ή ιοβόλα, ου γάρ τι κακόν άρχήθεν γέγονεν άπό θεού άλλά τά πάντα καλά καί καλά λίαν, ή δέ άμαρτία ή περί τόν άνθρωπον κεκάκωκεν αύτά· του γάρ άνθρώπου παραβάντος καί αύτά συμπαρέβη. ώσπερ γάρ δεσπότης οικίας εάν αύτός εύ πράσση, άναγκαίως καί οί οίκέται εύτάκτως ζώσιν, εάν δέ ό κύριος άμαρτάνη, καί οί δούλοι συναμαρτάνουσιν, τφ αύτφ τρόπψ γέγονεν καί τά περί τόν άνθρωπον κύριον όντα άμαρτήσαι, καί τά δούλα συνήμαρτεν. όπόταν ούν πάλιν ό άνθρωπος άναδράμη εις τό κατά φύσιν μηκέτι κακοποιών, κάκείνα άποκατασταθήσεται εις τήν άρχήθεν ήμερότητα. Τά δέ περί τής τού άνθρώπου ποιήσεως, άνέκφραστός έστιν ώς προς άνθρωπον ή κατ' αύτόν δημιουργία, καίπερ σύντομον έχει ή θεία γραφή τήν κατ' αύτόν έκφώνησιν. έν τφ γάρ είπεϊν τόν θεόν· "Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσιν τήν ήμετέραν", πρώτον μηνύει τό άξίωμα τού άνθρώπου. πάντα γάρ λόγω ποιήσας ό θεός καί τά πάντα πάρεργα ήγησάμενος μόνον ιδίων έργον χειρών άξιον ήγείται τήν ποίησιν τού άνθρώπου. έτι μήν καί ώς βοήθειας χρήζων ό θεός εύρίσκεται λέγων· "Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσιν." ούκ άλλψ δέ τινι εϊρηκεν· "Ποιήσω­ μεν", άλλ' ή τφ έαυτού λογω καί τή έαυτού σοφίηι. ποιήσας δέ αύτόν καί εύλογήσας εις τό αύξάνεσθαι καί πληρώσαι τήν γήν ύπέταξεν αύτφ ύποχείρια καί ύπόδουλα τά πάντα, προσέταξεν δέ καί έχειν τήν δίαιταν αύτόν άρχήθεν άπό τών καρπών τής γής καί τών σπερμάτων καί χλοών καί άκροδρύων, άμα καί συνδίαιτα κελεύσας είναι τά ζώα τφ άνθρώπφ εις τό καί αύτά έσθίειν άπό τών σπερμάτων άπάντων τής γής. Ούτως συντελέσας ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν καί τήν θάλασσαν καί πάντα όσα έν αύτοίς έν τή έκτη ήμερα κατέπαυσεν έν τή έβδομη ήμερα άπό πάντων τών έργων αύτού ών έποίησεν. ειθ' ούτως άνακεφαλαιούται λέγουσα ή άγια γραφή· Άύτη βίβλος γενέσεως ούρανού καί τής γής, ότε έγένετο ήμέρμ ή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν, καί πάν χλωρόν άγρού προ τού γενέσθαι, καί πάντα χόρτον άγρού προ τού άνατείλαι- ού γάρ έβρεξεν ό θεός έπί τήν γήν, καί άνθρωπος ούκ ήν έργάζεσθαι τήν γήν." διά τούτου έμήνυσεν ήμίν ότι καί ή γή πάσα κατ' έκείνο καιρού έποτίζετο ύπό πηγής θείας, καί ούκ ειχεν χρείαν έργάζεσθαι αύτήν άνθρωπον, 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άλλά τά πάντα αύτοματισμφ άνέφυεν ή γή κατά τήν εντολήν τού θεού, προς τό μή κοπιάν εργαζόμενον τόν άνθρωπον. Όπως δέ και ή πλάσις δειχθή, προς τό μή δοκείν είναι ζήτημα έν άνθρώποις άνεύρετον, έπειδή εϊρητο ύπό τού θεού· "Ποιήσωμεν άνθρωπον" καίούπω ή πλάσις αύτού πεφανέρωται, διδάσκει ήμάς ή γραφή λέγουσα· "Πηγή δέ άνέβαινεν έκ τής γής και έπότιζεν πάν τό πρόσωπον τής γής, καί έπλασεν ό θεός τόν άνθρωπον χούν άπό τής γής, και ένεφύσησεν εις τό πρόσωπον αύτού πνοήν ζωής, και έγένετο ό άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν." όθεν καί άθάνατος ή ψυχή ώνόμασται παρά τοΐς πλείοσι. μετά δέ τό πλάσαι τόν άνθρω­ πον ό θεός έξελέξατο αύτφ χωρίον έν τοίς τόποις τοίς άνατολικοίς, διάφορον φωτί, διαυγές άέρι λαμπροτέρψ, φυτοίς παγκάλοις, έν φ έθετο τόν άνθρωπον. Τά δέ ·ητά τής ιστορίας τής ίεράς ή γραφή ούτως περιέχει· "Καί έφύτευσεν ό θεός τόν παράδεισον έν Έδέμ κατά άνατολάς και έθετο έκεί τόν άνθρωπον ον έπλασεν. και έξανέτειλεν ό θεός <έτι> έκ τής γής πάν ξύλον, ώραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν, καί τό ξύλον τής ζωής έν μέσψ τού παραδείσου και τό ξύλον τού είδέναι γνωστόν καλού καί πονηρού, ποταμός δέ έκπορεύεται έξ Έδέμ ποτίζειν τόν παράδεισον· έκείθεν άφορίζεται εις τέσσαρας άρχάς. όνομα τω ένί Φεισών· ούτος ό κύκλων πάσαν τήν γήν Εύιλάτ· έκεί ούν έστιν τό χρυσίον. τό δέ χρυσίον τής γής έκείνης καλόν κάκεί έστιν ό άνθραξ καί ό λίθος ό πράσινος, καί όνομα τω ποταμφ τφ δευτέρω Γεών· ούτος κύκλοι πάσαν τήν γήν Αιθιοπίας, καί ό ποταμός ό τρίτος Τίγρις· ούτος ό πορευόμενος κατέναντι Ασσυριών, ό δέ ποταμός ό τέταρτος Εύφράτης. καί έλαβεν κύριος ό θεός τόν άνθρωπον ον έπλασεν, καί έθετο αύτόν έν τω παραδείσψ έργάζεσθαι αύτόν καί φυλάσσειν. καί ένετείλατο ό θεός τφ Αδάμ, λέγων· Από παντός ξύλου τού έν τφ παραδείσψ βρώσει φαγεί· άπό δέ τού ξύλου τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν ού φάγεσθε άπ' αύτού· ή δ' άν ήμέρμ φάγησθε άπ' αύτού θανάτψ άποθανείσθε. καί είπεν κύριος ό θεός· Ού καλόν είναι τόν άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αύτω βοηθόν κατ' αύτόν. καί έπλασεν ό θεός έτι έκ τής γής πάντα τά θηρία τού άγρού καί πάντα τά πετεινά τού ούρανού, καί ήγαγεν αύτά προς τόν Αδάμ. καί πάν ό άν έκάλεσεν αύτά Αδάμ, ψυχήν 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ζώσαν, τούτο όνομα αύτού. καί έκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοίς κτήνεσιν καί πάσι τοίς πετεινοΐς τού ούρανού καί πάσι τοίς θηρίοις τού άγρού· τφ δέ Αδάμ ούχ εύρέθη βοηθός όμοιος αύτφ. καί έπέβαλεν ό θεός έκστασιν έπί τόν Αδάμ καί ύπνωσιν καί έλαβεν μίαν τών πλευρών αύτού καί άνεπλήρωσεν σάρκα άντ' αύτής. καί φκοδόμησεν κύριος ό θεός τήν πλευράν, ήν έλαβεν άπό τού Αδάμ, εις γυναίκα, καί ήγαγεν αύτήν πρός τόν Αδάμ. καί ειπεν Αδάμ· Τούτο νύν όστούν έκ τών όστών μου καί σάρξ έκ τής σαρκός μου· αύτη κληθήσεται γυνή, ότι έκ τού άνδρός αύτής έλήφθη αύτή. ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τόν πατέρα καί τήν μητέρα αύτού καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αύτού καί έσονται οί δύο εις σάρκα μίαν, καί ήσαν οί δύο γυμνοί, ό τε Αδάμ καί ή γυνή αύτού, καί ούκ ήσχύνοντο. "Ό δέ όφις ήν φρονιμώτερος πάντων τών θηρίων τών έπί τής γής, ών έποίησεν κύριος ό θεός, καί ειπεν ό όφις τή γυναικί· Τί ότι ειπεν ό θεός· Ού μή φάγητε άπό παντός ξύλου τού παραδείσου; καί ειπεν ή γυνή τφ όφει- Από παντός ξύλου τού παραδείσου φαγόμεθα, άπό δέ καρπού τού ξύλου, ό έστιν έν μέσψ τού παρα­ δείσου, ειπεν ό θεός· Ού μή φάγησθε άπ' αύτού ούδέ μή άψησθε αύτού, ίνα μή άποθάνητε. καί ειπεν ό όφις τή γυναικί· Ού θανάτψ άποθανεϊσθε· ήδειγάρ ό θεός ότι έν ή άν ήμέρμ φάγητε άπ' αύτού διανοιχθήσονται ύμών οί οφθαλμοί, καί έσεσθε ώς θεοί, γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν, καί ϊδεν ή γυνή ότι καλόν τό ξύλον εις βρώσιν, καί ότι άρεστόν τοίς όφθαλμοις ίδεϊν καί ώραϊόν έστιν τού κατανοήσαι καί λαβούσα τού καρπού αύτού έφαγεν καί έδωκεν καί τφ άνδρί αύτής μεθ' έαυτής, καί έφαγον. καί διηνοίχθησαν οί οφθαλμοί τών δύο καί έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, καί έρραψαν φύλλα συκής καί έποίησαν έαυτοϊς περιζώματα, καίήκουσαν τής φωνής κυρίου τού θεού, περιπατούντος έν τφ παραδείσψ τό δειλινόν, καί έκρύβησαν ό τε Αδάμ καί ή γυνή αύτού άπό προσώπου τού θεού έν μέσψ τού ξύλου τού παραδείσου, καί έκάλεσεν κύριος ό θεός τόν Αδάμ καί ειπεν αύτφ· Πού εί <Αδάμ>; καί ειπεν αύτφ· Τήν φωνήν σου ήκουσα έν τφ παραδείσψ, καί έφοβήθην ότι γυμνός είμι καί έκρύβην. καί ειπεν αύτφ· Τίς άνήγγειλέ σοι ότι γυμνός εί, εί μή άπό τού ξύλου, ού ένετειλάμην σοι τούτου μόνου μή φαγεϊν, άπ' αύτού έφαγες; 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας καί ειπεν Αδάμ· Ή γυνή, ήν έδωκάς μοι, αύτή μοι έδωκεν άπό τού ξύΛου, καί έφαγον. καί ειπεν ό θεός τή γυναικί· Τί τούτο έποίησας; καί ειπεν ή γυνή· Ό όφις ήπάτησέν με καί έφαγον. καί ειπεν κύριος ό θεός τφ όφει- Ότι έποίησας τούτο, έπικατάρατος σύ άπό πάντων τών θηρίων τών έπί τής γής, έπί τφ στήθει καί τή κοιΛίμ σου πορεύση καί γήν φαγή πάσας τάς ή μέρας τής ζωής σου. καί έχθραν ποιήσω άνά μέσον σου καί άνά μέσον τής γυναικός καί άνά μέσον τού σπέρματός σου καί τού σπέρματος αύτής· αύτός σου τηρήσει τήν κεφαΛήν, καί σύ αύτού τηρήσεις τήν πτέρναν, καί τή γυναικί ειπεν· ΠΛηθύνων πΛηθυνώ τάς Λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου· έν Λύπη τέξη τέκνα, καί προς τόν άνδρα σου ή άποστροφή σου, καί αύτός σου κυριεύσει, τφ δέ Αδάμ ειπεν· Ότι ήκουσας τής φωνής τής γυναικός σου καί έφαγες άπό τού ξύΛου ού ένετειΛάμην σοι μόνου τούτου μή φαγείν, άπ' αύτού έφαγες, έπικατάρατος ή γή έν τοίς έργοις σου· έν Λύπη φαγή αύτήν πάσας τάς ήμέρας τής ζωής σου, άκάνθας καί τριβόΛους άνατεΛει σοι, καί φαγή τόν χόρτον τού άγρού σου. έν ίδρώτι τού προσώπου σου φαγή τόν άρτον σου έως τού άποστρέψαι σε εις τήν γήν έξ ής έΛήφθης ότι γή εί καί εις γήν άπεΛεύση." Τής μέν ούν ιστορίας τού άνθρώπου καί τού παραδείσου τά ·ητά τής άγιας γραφής ούτως περιέχει. Έρεΐς ούν μοι· "Σύ φής τόν θεόν έν τόπψ μή δείν χωρείσθαι, καί πώς νυν Λέγεις αύτόν έν τφ παραδείσψ περιπατείν;" Ακούε ό φημι. ό μέν θεός καί πατήρ τών όΛων άχώρητός έστιν καί έν τόπψ ούχ εύρίσκεται· ού γάρ έστιν τόπος τής καταπαύσεως αύτού. ό δέ Λόγος αύτού, δι' ού τά πάντα πεποίηκεν, δύναμις ών καί σοφία αύτού, άναΛαμβάνων τό πρόσωπον τού πατρός καί κυρίου τών όΛων, ούτος παρεγένετο εις τόν παράδεισον έν προσώπψ τού θεού καίώμίΛει τφ Αδάμ. καίγάρ αύτή ή θεία γραφή διδάσκει ή μάς τόν Αδάμ Λέγοντα τής φωνής άκηκοέναι. φωνή δέ τί άλλο έστιν άΛΛ' ή ό Λόγος ό τού θεού, ός έστιν καί υιός αύτού; ούχ ώς οί ποιηταί καί μυθογράφοι Λέγουσιν υιούς θεών έκ συνουσίας γεννωμένους, άλλά ώς άΛήθεια διηγείται τόν Λόγον τόν όντα διά παντός ένδιάθετον έν καρδίμ θεού, προ γάρ τι γίνεσθαι τούτον ειχεν σύμβουλον, έαυτού νούν καί φρόνησιν όντα, οπότε δέ ήθέΛησεν ό θεός 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ποιήσαι όσα έβουΛεύσατο, τούτον τόν Λόγον έγέννησεν προφορικόν, πρωτότοκον πάσης κτίσεως, ού κενωθείς αυτός τού Λόγου, άλλά Λόγον γεννήσας καί τφ Λόγω αύτου διά παντός όμιΛών. όθεν διδάσκουσιν ήμάς αί άγιαι γραφαί καί πάντες οί πνευματοφόροι, έξ ών Ιωάννης Λέγει· "Έν άρχή ήν ό Λόγος, καί ό Λόγος ήν πρός τόν θεόν·" δεικνύς ότι έν πρώτοις μόνος ήν ό θεός καί έν αύτφ ό Λόγος, έπειτα Λέγει· "Καί θεός ήν ό Λόγος· πάντα δι' αύτού έγένετο, καί χωρίς αύτού έγένετο ούδέν." θεός ούν ών ό Λόγος καί έκ θεού πεφυκώς, όπόταν βούΛηται ό πατήρ τών όΛων, πέμπει αύτόν εις τινα τόπον, ός παραγινόμενος καί άκούεται καί όράται, πεμπόμενος ύπ' αύτου καί έν τόπψ εύρίσκεται. Τόν ούν άνθρωπον ό θεός πεποίηκεν έν τή έκτη ή μέρα, τήν δέ πΛάσιν αύτού πεφανέρωκεν μετά τήν έβδόμην ή μέραν, οπότε καί τόν παράδεισον πεποίηκεν, εις τό έν κρείσσονι τόπψ καί χωρίψ διαφόρψ αύτόν είναι, καί ότι ταύτά έστιν άΛηθή, αύτό τό έργον δείκνυσιν. πώς γάρ ουκ έστιν κατανοήσαι τήν μέν ώδινα, ήν πάσχουσιν έν τφ τοκετφ αί γυναίκες, καί μετά τούτο Λήθην τού πόνου ποιούνται, όπως πΛηρωθή ό του θεού Λόγος είς τό αύξάνεσθαι καί πΛηθύνεσθαι τό γένος τών άνθρώπων; τί δ' ούχι καί τήν τού όφεως κατάκρισιν, πώς στυγητός τυγχάνει έρπων έπί τή κοιΛίμ καί έσθίων γήν, όπως καί τούτο ή είς άπόδειξιν ήμίν τών προειρη­ μένων; ΈξανατείΛας ούν ό θεός έκ τής γής έτι πάν ξύΛον, ώραίον είς όρασιν καί καΛόν είς βρώσιν. έν γάρ πρώτοις μόνα ήν τά έν τή τρίτη ήμέρμ γεγενημένα, φυτά καί σπέρματα καί χΛόαι· τά δέ έν τφ παραδείσψ έγενήθη διαφόρω καΛΛονή καί ώραιότητι, όπου γε καί φυτεία ώνόμασται ύπό θεού πεφυτευμένη. καί τά μέν Λοιπά φυτά όμοια καί ό κόσμος έσχηκεν· τά δέ δύο ξύλα, τό τής ζωής καί τό τής γνώσεως, ούκ έσχηκεν έτέρα γή άλλ' ή έν μόνω τφ παραδείσω. ότι δέ καί ό παράδεισος γή έστιν καί έπί τής γής πεφύτευται, ή γραφή Λέγει· "Καί έφύτευσεν ό θεός παράδεισον έν Έδέμ κατά άνατοΛάς, καί έθετο έκεί τόν άνθρωπον· καί έξανέτειΛεν ό θεός έτι άπό τής γής πάν ξύΛον ώραίον είς όρασιν καί καΛόν είς βρώσιν." τό ούν έτι έκ τής γής καί κατά άνατοΛάς σαφώς διδάσκει ήμάς ή θεία γραφή τόν 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας παράδεισον υπό τούτον τόν ούρανόν, ύφ' ον καί άνατολαί και γή είσιν. Έδέμ δέ έβραϊστί τό είρημένον ερμηνεύεται τρυφή. Ποταμόν δέ σεσήμακεν έκπορεύεσθαι έξ Έδέμ ποτίζειν τόν παρά­ δεισον, κάκείθεν διαχωρίζεσθαι εις τέσσαρας άρχάς· ών δύο οί καλούμενοι Φεισών καί Γεών ποτίζουσιν τά άνατολικά μέρη, μάλιστα ό Γεών, ό κύκλων πάσαν γην ΑΙΘιοπίας, ον φασιν έν τή Αίγύπτω άποφαίνεσθαι τόν καλούμενον Νείλον, οί δέ άλλοι δύο ποταμοί φανερώς γινώσκονται παρ' ήμϊν, οί καλούμενοι Τίγρις καί Εύφράτης· ούτοι γάρ γειτνιώσιν έως τών ήμετέρων κλιμάτων. Θείς δέ ό θεός τόν άνθρωπον, καθώς προειρήκαμεν, έν τώ παραδείσψ εις τό έργάζεσθαι καί φυλάσσειν αύτόν, ένετείλατο αύτφ άπό πάντων τών καρπών έσθίειν, δηλονότι καί άπό τού τής ζωής, μόνον δέ έκ τού ξύλου τής γνώσεως ένετείλατο αύτφ μή γεύσασθαι. μετέθηκεν δέ αύτόν ό θεός έκ τής γής, έξ ής έγεγόνει, είς τόν παρά­ δεισον, διδούς αύτω άφορμήν προκοπής, όπως αύξάνων καί τέλειος γενόμενος, έτι δέ καί θεός άναδειχθείς, ούτως καί είς ούρανόν άναβή (μέσος γάρ ό άνθρωπος έγεγόνει, ούτε θνητός όλοσχερώς ούτε άθάνατος τό καθόλου, δεκτικός δέ έκατέρων· ούτως καί τό χωρίον ό παράδεισος, ώς προς καλλονήν, μέσος τού κόσμου καί τού ούρανού γεγένηται), έχων άϊδιότητα. τό δέ είπείν έργάζεσθαι ούκ άλλην τινά έργασίαν δηλοί άλλ' ή τό φυλάσσειν τήν έντολήν τού θεού, όπως μή παρακούσας άπολέση εαυτόν, καθώς καί άπώλεσεν διά άμαρτίας. Τό μέν ξύλον τό τής γνώσεως αύτό μέν καλόν καί ό καρπός αύτού καλός, ού γάρ, ώς οίονταί τινες, θάνατον ε ίχεν τό ξύλον, άλλ' ή παρακοή, ού γάρ τι έτερον ήν έν τφ καρπφ ή μόνον γνώσις. ή δέ γνώσις καλή, έπάν αύτή οίκείως τις χρήσηται. τή δέ ούση ήλικία όδε Αδάμ έτη νήπιος ήν· διό ούπω ήδύνατο τήν γνώσιν κατ' άξίαν χωρείν. καί γάρ νύν έπάν γενηθή παιδίον, ούκ ήδη δύναται άρτον έσθίειν, άλλά πρώτον γάλακτι άνατρέφεται, έπειτα κατά πρόσβασιν τής ήλικίας καί έπί τήν στερεάν τροφήν έρχεται, ούτως άν γεγόνει καί τφ Αδάμ. διό ούχ ώς φθόνων αύτω ό θεός, ώς οίονταί τινες, έκέλευσεν μή έσθίειν άπό τής γνώσεως. έτι μήν καί έβούλετο δοκιμάσαι αύτόν, εί ύπήκοος γίνεται τή εντολή αύτού. άμα δέ καί έπί πλείονα χρόνον έβούλετο άπλουν καί άκέραιον διαμεϊναι 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τόν άνθρωπον νηπιάζοντα. τούτο γάρ όσιόν έστιν, ού μόνον παρά θεφ άλλά καί παρά άνθρώποις, τό έν άπΛότητι καί ακακία ύποτάσσεσθαι τοις γονεύσιν. εί δέ χρή τά τέκνα τοίς γονεύσιν ύποτάσσεσθαι, πόσψ μάλλον τφ θεφ καί πατρί τών όλων; έτι μήν καί άσχημόν έστιν τά παιδία τά νήπια ύπέρ ήΛικίαν φρονείν. καθάπερ γάρ τή ήΛικίμ τις προς τάξιν αύξει, ούτως καί έν τφ φρονείν. άλλως τε έπάν νόμος κελεύση άπέχεσθαι άπό τίνος καί μή ύπακούη τις, δήΛον ότι ούχ ό νόμος κόΛασιν παρέχει, άλλά ή άπείθεια καί ή παρακοή, καίγάρ πατήρ ιδία) τέκνψ ένίοτε προστάσσει άπέχεσθαι τινων, καί έπάν ούχ ύπακούη τή πατρική έντοΛή, δέρεται καί έπιτιμίας τυγ­ χάνει διά τήν παρακοήν· καί ούκ ήδη αύτά τά πράγματα πΛηγαί είσιν, άλλ' ή παρακοή τφ άπειθουντι ύβρεις περιποιείται. Ούτως καί τφ πρωτοπλάστψ ή παρακοή περιεποιήσατο έκβΛηθήναι αύτόν έκ τού παραδείσου· ού μέντοι γε ώς κακού τι έχοντος τού ξύλου τής γνώσεως, διά δέ τής παρακοής ό άνθρωπος έξήντλησεν πόνον, οδύνην, Λύπην, καί τό τέλος ύπό θάνατον έπεσεν. Καί τούτο δέ ό θεός μεγάλην εύεργεσίαν παρέσχεν τφ άνθρώπψ, τό μή διαμείναι αύτόν εις τόν αιώνα έν άμαρτία όντα, άλλά τρόπω τινί έν όμοιώματι έξορισμού έξέβαλλεν αύτόν έκ τού παραδείσου, όπως διά τής έπιτιμίας τακτφ άποτίσας χρόνω τήν άμαρτίαν καί παιδευθείς έξ ύστερου άνακληθή. διό καί πλασθέντος τού άνθρώπου έν τφ κόσμψ τούτψ μυστηριωδώς έν τή Γενέσει γέγραπται, ώς δίς αύτού έν τφ παραδείσψ τεθέντος· ϊνα τό μέν άπαξ ή πεπληρωμένον ότε έτέθη, τό δέ δεύτερον μέλλη πληρουσθαι μετά τήν άνάστασιν καίκρίσιν. ού μήν άλλά καί καθάπερ σκεύος τι, έπάν πλασθέν αιτίαν τινά σχή, άναχωνεύεται ή άναπΛάσσεται εις τό γενέσθαι καινόν καί ολόκληρον, ούτως γίνεται καί τφ άνθρώπψ διά θανάτου· δυνάμει γάρ τέθραυσται ϊνα έν τή άναστάσει ύγιής εύρεθή, λέγω δέ άσπιλος καί δίκαιος καί άθάνατος. Τό δέ καλέσαι καί είπεϊν τόν θεόν· "Πού εί Άδάμ;" ούχ ώς άγνοών τούτο έποίει ό θεός, άλλά μακρόθυμος ών άφορμήν έδίδου αύτφ μετάνοιας καί έξομολογήσεως. Αλλά ψήσει ούν τις ήμίν- "Θνητός φύσει έγένετο ό άνθρωπος;" ούδαμώς. "Τί ούν άθάνατος;" ούδέ τούτο φαμεν. Αλλά έρεϊ τις· 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Όύδέν ούν έγένετο;" ούδέ τούτο λέγομεν. ούτε ούν φύσει θνητός έγένετο ούτε άθάνατος. είγάρ άθάνατον αύτόν άπ' άρχής πεποιήκει, θεόν αύτόν πεποιήκει· πάλιν εί θνητόν αύτόν πεποιήκει, έδόκει άν ό θεός αίτιος είναι τού θανάτου αύτού. ούτε ούν άθάνατον αύτόν έποίησεν ούτε μήν θνητόν, άλλά, καθώς έπάνω προειρήκαμεν, δεκτι­ κόν άμφοτέρων, ϊνα εί ·έψη έπί τά τής άθανασίας τηρήσας τήν έντολήν τού θεού, μισθόν κομίσηται παρ' αύτού τήν άθανασίαν καί γένηται θεός, εί δ' αύ τραπή έπί τά τού θανάτου πράγματα παρακούσας τού θεού, αύτός έαυτω αίτιος ή τού θανάτου, έλεύθερον γάρ καί αύτεξούσιον έποίησεν ό θεός τόν άνθρωπον, ό ούν έαυτφ περιεποιήσατο δι' άμελείας καί παρακοής, τούτο ό θεός αύτώ νυνί δωρείται διά ιδίας φιλανθρωπίας καί έλεημοσύνης, ύπακούοντος αύτώ τού άνθρώπου. καθάπερ γάρ παρακούσας ό άνθρωπος θάνατον έαυτω έπεσπάσατο, ούτως ύπακούσας τώ θελήματι τού θεού ό βουλόμενος δύναται περιποιήσασθαι έαυτω τήν αιώνιον ζωήν, έδωκεν γάρ ό θεός ήμίν νόμον καί έντολάς άγιας, ας πάς ό ποιήσας δύναται σωθήναι καί τής άναστάσεως τυχών κληρονομήσαι τήν άφθαρσίαν. Εκβληθείς δέ Αδάμ έκ τού παραδείσου, ούτως έγνω Εύαν τήν γυναίκα αύτου, ήν ό θεός έποίησεν αύτψ εις γυναίκα έκ τής πλευράς αύτού. καί τούτο δέ ούχ ώς μή δυνάμενος κατ' ιδίαν πλάσαι τήν γυναίκα αύτού, άλλά προηπίστατο ό θεός ότι ή μέλλον οί άνθρωποι πληθύν θεών όνομάζειν. προγνώστης ούν ών καί είδώς ότι ή πλάνη ήμελλεν διά τού όφεως όνομάζειν πληθύν θεών τών ούκ όντων (ενός γάρ όντος θεού, έκτοτε ήδη έμελέτα ή πλάνη πληθύν θεών ύποσπείρειν καίλέγειν· "Έσεσθε ώς θεοί"), μήπως ούν ύπολημφθή ώς ότι όδε μέν ό θεός έποίησεν τόν άνδρα, έτερος δέ τήν γυναίκα, διά τούτο έποίησεν τούς δύο άμφω· ού μήν άλλά καί <έπλασεν τόν άνδρα μόνον έκ γής ϊνα> διά τούτου δειχθή τό μυστήριον τής μοναρχίας τής κατά τόν θεόν, άμα δ' έποίησεν ό θεός τήν γυναίκα αύτού <έκ τής πλευράς αύτού> ϊνα πλείων ή ή εύνοια εις αύτήν. Προς μέν ούν τήν Εύαν ό Αδάμ είπών· "Τούτο νύν όστουν έκ τών οστών μου καί σάρξ έκ τής σαρκός μου", έτι καί έπροφήτευσεν λέγων· "Τούτου ένεκεν καταλείψει άνθρωπος τόν πατέρα αύτου καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται προς τήν γυναίκα αύτού, καί 1 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έσονται οί δύο εις σάρκα μίαν"· ό δή καί αύτό δείκνυται τελειούμενον έν ήμίν αύτοίς. τίς γάρ ό νομίμως γαμών ού καταφρονεί μητρός καί πατρός καί πάσης συγγένειας καί πάντων τών οικείων, προσκολλώ μένος καί ένούμενος τή έαυτού γυναικί, ευνοών μάλλον αύτή; διό καί μέχρι θανάτου πολλάκις ύπεύθυνοι γίνονται τινες διά τάς εαυτών γαμετάς. Ταύτην τήν Εύαν, διά τό άρχήθεν πλανηθήναι ύπό τού όφεως καί άρχηγόν άμαρτίας γεγονέναι, ό κακοποιός δαίμων, ό καί σατάν καλούμενος, ό τότε διά τού όφεως Λαλήσας αύτή, έως καί τού δεύρο ένεργών έν τοις ένθουσιαζομένοις ύπ' αύτού άνθρώποις, Εύάν έκκαλείται. δαίμων δέ καί δράκων καλείται διά τό αποδεδρακέναι αύτόν άπό τού θεού· άγγελος γάρ ήν έν πρώτοις. καί τά μέν περί τούτου πολύς ό λόγος· διό τανύν παραπέμπομαι τήν περί αύτών διήγησιν· καί γάρ έν έτέροις ήμίν γεγένηται ό περί αύτού Λόγος. Έν τώ ούν γνώναι τόν Αδάμ τήν γυναίκα αύτού Εύαν συλλαβοϋσα έτεκεν υιόν, φ τούνομα Κάϊν. καί είπεν"Έκτησάμην άνθρωπον διά τού θεού." καί προσέθετο έτι τεκείν δεύτερον, φ όνομα Αβελ. ήρξατο ποιμήν είναι προ­ βάτων· Κάϊν δέ είργάζετο τήν γήν. τά μέν ούν κατ' αύτούς πλείω έχει τήν ιστορίαν, ού μήν άλλά καί τήν οικονομίαν τής έξηγήσεως· διό τά τής ιστορίας τούς φιλομαθείς δύναται άκριβέστερον διδάξαι αύτή ή βίβλος ήτις έπιγράφεται Γένεσις κόσμου. Όπότε ούν έθεάσατο ό σατανάς ού μόνον τόν Αδάμ καί τήν γυναίκα αύτού ζώντας, άλλά καί τέκνα πεποιηκότας, έφ' ών ούκ ίσχυσεν θανατώσαι αύτούς φθόνω φερόμενος, ήνίκα έώρα τόν Άβελ εύαρεστούντα τφ θεφ, ένεργήσας εις τόν άδελφόν αύτού τόν καλούμενον Κάϊν έποίησεν άποκτεϊναι τόν άδελφόν αύτού τόν Άβελ. καί ούτως άρχή θανάτου έγένετο εις τόνδε τόν κόσμον όδοιπορείν έως τού δεύρο έπί πάν γένος άνθρώπων. Ό δέ θεός έλεήμων ών καί βουλόμενος άφορμήν μετάνοιας καί έξομολογήσεως παρασχεϊν τφ Κάϊν, καθάπερ καί τώ Αδάμ, είπεν"Πού Άβελ ό άδελφός σου;" ό δέ Κάϊν άπεκρίθη άπειθώς τφ θεφ είπών· Όύ γινώσκω- μή φύλαξ είμί τού άδελφού μου;" ούτως όργισθείς αύτφ ό θεός έφη· "Τί έποίησας τούτο; φωνή αίματος τού άδελφού σου βοά πρός με έκ τής 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας γης. και νύν επικατάρατος σύ άπό τής γης, ή έχανεν δέξασθαι τό αίμα τού άδελφού σου έκ χειρός σου· στενών καί τρέμων έση έπί τής γής." διό έκτοτε φοβηθεισα ή γή ούκέτι άνθρώπου αίμα παραδέχεται, άλλ' ούδέ τίνος ζώου· ή φανερόν ότι ούκ έστιν αύτή αιτία, άλλ ό παραβάς άνθρωπος. Ό ούν Κάϊν καί αύτός έσχεν υιόν ω όνομα Ένώχ. καί ώκοδόμησεν πόλιν, ήν έπωνόμασεν έπί τω όνόματι τού υιού αύτού Ένώχ. άπό τότε άρχή έγένετο τού οίκοδομείσθαι πόλεις, καί τούτο προ κατακλυσμού, ούχ ώς Όμηρος ψεύδεται λέγων· Ού γάρ πω πεπόλιστο πόλις μερόπων άνθρώπων. Τφ δέ Ένώχ έγενήθη υιός όνόματι Γαϊδάδ· έγέννησεν τόν καλού με νον Μεήλ, καί Μεήλ τόν Μαθουσάλα, καί Μα­ θουσάλα τόν Λάμεχ. ό δέ Λάμεχ έλαβεν έαυτψ δύο γυναίκας, αίς ονόματα Άδά καί Σελά, έκτοτε άρχή έγένετο τής πολυμιξίας, άλλά καί τής μουσικής, τω γάρ Λάμεχ έγένοντο τρεις υιοί, Ώβήλ, Ίουβάλ, Θοβέλ. καί ό μέν Ώβήλ, έγένετο άνήρ έν σκηναϊς κτηνοτροφών, Ίουβάλ δέ έστιν ό καταδείξας ψαλτήριον καί κιθάραν, Θοβέλ δέ έγένετο σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού καί σιδήρου, έως μέν ούν τούτου έσχεν τόν κατάλογον τό σπέρμα τού Κάϊν· καί τό λοιπόν εις λήθην αύτού γέγονεν τό σπέρμα τής γενεαλογίας, διά τό άδελφοκτονήσαι αύτόν τόν άδελφόν. Εις τόν τόπον δέ τού Άβελ έδωκεν ό θεός συλλαβεϊν τήν Εύαν καί τεκείν υιόν, ός κέκληται Σήθ· άφ' ού τό λοιπόν γένος τών άνθρώπων οδεύει μέχρι τού δεύρο, τοίς δέ βουλομένοις καί φιλομαθέσιν καί περί πασών τών γενεών εύκολόν έστιν έπιδεϊξαι διά τών άγιων γραφών, καί γάρ έκ μέρους ήμϊν γεγένηται ήδη λόγος έν έτέρψ λογά), ώς έπάνω προειρήκαμεν, τής γενεαλογίας ή τάξις έν τή πρώτη βίβλψ τή περί ιστοριών. Ταύτα δέ πάντα ήμάς διδάσκει τό πνεύμα τό άγιον, τό διά Μωσέως καί τών λοιπών προφητών, ώστε τά καθ' ήμάς τούς θεοσεβείς άρχαιότερα γράμματα τυγχάνει, ού μήν άλλά καί Αληθέ­ στερα πάντων συγγραφέων καί ποιητών δείκνυται όντα, άλλά μήν καί τά περί τής μουσικής έφλυάρησάν τινες εύρετήν Απόλλωνα γεγενήσθαί, άλλοι δέ Όρφέα άπό τής τών όρνεων ήδυφωνίας φασιν 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας έξευρηκέναι τήν μουσικήν, κενός δέ καί μάταιος ό λόγος αύτών δείκνυται· μετά γάρ πολλά έτη του κατακλυσμού ούτοι έγένοντο. τά δέ περί τού Νώε, ός κέκληται ύπό ένίων Δευκαλίων, έν τή βίβλψ ή προειρήκαμεν ή διήγησις ήμίν γεγένηται ή, εί βούλει, καί σύ δύνασαι έντυχείν. Μετά τόν κατακλυσμόν άρχή πάλιν έγένετο πόλεων καί βασιλέων τόν τρόπον τούτον, πρώτη πόλις Βαβυλών, καίΌρέχ καί Αρχάθ καί Χαλανή έν τή γή Σενναάρ. καί βασιλεύς έγένετο αύτών όνόματι Νεβρώθ. έκ τούτων έξήλθεν όνόματι Ασσούρ· όθεν καί Ασσύριοι προσαγορεύονται. Νεβρώθ δέ φκοδόμησεν πόλεις τήν Νινευή καί τήν Έοβοώμ καί τήν Καλάκ καί τήν Δασέν άνά μέσον Νινευή καί άνά μέσον Καλάκ. ή δέ Νινευή έγενήθη έν πρώτοις πόλις μεγάλη, έτερος δέ υιός τού Σήμ υιού τού Νώε όνόματι Μεστραείν έγέννησεν τούς Λουδουείμ καί τούς καλουμένους Ένεμιγείμ καί τούς Λαβιείμ καί τούς Νεφθαλείμ καί τούς Πατροσωνιείμ καί τούς Χασλωνιείμ, όθεν έξήλθεν Φυλιστιείμ. Τών μέν ούν τριών υιών τού Νώε καί τής συντέλειας αύτών καί γενεαλογίας, έγένετο ήμίν ό κατάλογος έν έπιτομή έν ή προειρήκαμεν βίβλψ. καί νύν δέ τά παραλελειμμένα έπιμνησθησόμεθα περί τε πόλεων καί βασιλέων, τών τε γεγενημένων οπότε ήν χείλος έν καί μία γλώσσα, προ τού τάς διαλέκτους μερισθήναι αύται αί προγεγραμμέναι έγενήθησαν πόλεις, έν δέ τφ μέλλειν αύτούς διαμερίζεσθαι, συμβούλιον έποίησαν γνώμη ιδία, καί ού διά θεού, οίκοδομήσαι πόλιν καί πύργον, ού ή άκρα φθάση εις τόν ούρανόν άφικέσθαι, όπως ποιήσωσιν έαυτοίς όνομα δόξης. έπειδή ούν παρά προαίρεσιν θεού βαρύ έργον έτόλμησαν ποιήσαι, κατέβαλεν αύτών ό θεός τήν πόλιν καί τόν πύργον κατέστρωσεν. έκτοτε ένήλλαξεν τάς γλώσσας τών άνθρώπων, δούς έκάστψ διάφορον διάλεκτον. Σίβυλλα μέν ούτως σεσήμακεν, καταγγέλλουσα οργήν τφ κόσμω μέλλειν έρχεσθαι. Έφη δέ ούτως· Αλλ' όπόταν μεγάλοιο θεού τελέωνται άπειλαί, άς ποτ' έπηπείλησε βροτοίς, ότε πύργον έτευξαν χώρη έν Ασσυρίη. ομόφωνοι δ' ήσαν άπαντες, 7. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας και βούλοντ' άναβήναι εις ούρανόν άστερόεντα. αύτίκα δ' άθάνατος μεγάλην έπέθηκεν άνάγκην πνεύμασιν· αύτάρ έπειτ' άνεμοι μέγαν ύψόθι πύργον •ίψαν καί θνητοισιν επ' άλλήλοις έριν ώρσαν. αύτάρ έπεί πύργος τ' έπεσεν, γλώσσαί τ' άνθρώπων εις πολλάς θνητών έμερίσθησαν διαλέκτους. καί τά έξης, ταύτα μέν ούν έγενήθη έν γη Χαλδαίων. Έν δέ τή γη Χαναάν έγένετο πόλις ή όνομα Χαρράν. κατ' έκείνους δέ τούς χρόνους πρώτος βασιλεύς Αίγύπτου έγένετο Φαραώ, ός καί Νεχαώθ κατά Αιγυπτίους ώνομάσθη· καί ούτως οί καθεξής βασιλείς έγένοντο. έν δέ τή γή Σενναάρ, έν τοίς καλού μένοις Χαλδαίοις, πρώτος βασιλεύς έγένετο Άριώχ· μετά δέ τούτον έτερος Έλλάσαρ, καί μετά τούτον Χοδολλαγόμορ βασιλεύς Αίλάμ, καί μετά τούτον Θαργάλ βασιλεύς έθνών τών καλουμένων Ασσυριών. άλλαι δέ πόλεις έγένοντο πέντε έν τή μερίδι τού Χάμ υιού Νώε· πρώτη ή καλουμένη Σόδομα, έπειτα Γόμορρα, Αδαμά καί Σεβωείν καί Βαλάκ, ή καί Σηγώρ έπικληθείσα. καί τά ονόματα τών βασιλέων αύτών έστιν ταύτα· Βαλλάς βασι­ λεύς Σοδόμων, Βαρσάς βασιλεύς Γομόρρας, Σενναάρ βασιλεύς Αδάμας, Ύμοόρ βασιλεύς Σεβωείν, Βαλάχ βασιλεύς Σηγώρ, τής καί Βαλάκ κεκλημένης. ούτοι έδούλευσαν τώ Χοδολλαγόμορ βασιλει τών Ασσυριών έως έτών δύο καί δέκα, έν δέ τώ τρισκαιδεκάτψ έτει άπό τού Χοδολλαγόμορ άπέστησαν. καί ούτως έγένετο τότε τούς τέσσαρας βασιλείς τών Ασσυριών συν άψα ι πόλεμον προς τούς πέντε βασιλείς, αύτη άρχή έγένετο πρώτη τού γίνεσθαι πολέμους έπί τής γής. καί κατέκοψαν τούς γίγαντας Καραναείν, καί έθνη ισχυρά άμα αύτοίς, καί τούς Όμμαίους έν αύτή τή πόλει, καί τούς Χορραίους τούς έν τοίς όρεσιν έπονομαζομένοις Σηείρ έως τής καλουμένης Τερεβίνθου τής Φαράν, ή έστιν έν τή έρήμψ. Κατά δέ τόν αύτόν καιρόν έγένετο βασιλεύς δίκαιος όνόματι Μελχισεδέκ έν πόλει Σαλήμ, τή νύν καλουμένη Ιεροσόλυμα· ούτος ίερεύς έγένετο πρώτος πάντων ιερέων τού θεού τού ύψίστου. άπό τούτου ή πόλις ώνομάσθη Ιερουσαλήμ, ή προειρημένη Ιερο­ σόλυμα· άπό τούτου εύρέθησαν καί ιερείς γινόμενοι έπί πάσαν τήν γήν. μετά δέ τούτον έβασίλευσεν Αβιμέλεχ έν Γεράροις· μετά δέ 7. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τούτον έτερος Αβιμέλεχ· έπειτα έβασίλευσεν Έφρων καί ό Χετταίος έπικληθείς. τά μέν ούν περί τούτων πρότερον γεγενημενών βασιλέων ούτως τά ονόματα περιέχει· τών δέ κατά Ασσυρίους πολλών ετών μεταξύ οί λοιποί βασιλείς παρεσιγήθησαν τού άναγραφήναι· πάντων έσχάτων καθ' ήμάς χρόνων άπομνημονεύονται γεγονότες βασιλείς τών Ασσυριών Θεγλαφάσαρ, μετά δέ τούτον Σελαμανάσαρ, είτα Σενναχαρείμ. τού δέ τρίαρχος έγένετο Αδραμέλεχ Αίθίοψ, ός καί Αίγύπτου έβασίλευσεν· καίπερ ταύτα, ώς προς τά ήμέτερα γράμματα, πάνυ νεώτερά έστιν. Εντεύθεν ούν κατανοείν τάς ιστορίας έστιν τοις φιλομαθέσιν καί φιλαρχαίοις, ότι ού πρόσφατά έστιν τά ύφ' ήμών λεγάμενα διά τών άγιων προφητών, ολίγων γάρ όντων έν πρώτοις τών τότε άνθρώπων έν τή Αραβική γη καί Χαλδαϊκή, μετά τό διαμερισθήναι τάς γλώσσας αύτών, προς μέρος ήρξαντο πολλοί γίνεσθαι καί πληθύνεσθαι έπί πάσης τής γής. καί οι μέν έκλιναν οίκειν προς άνατολάς, οί δέ έπί τά μέρη τά τής μεγάλης ήπείρου καί τά προς βόρειον, ώστε διατείνειν μέχρι τών Βριττανών έν τοις άρκτικοίς κλίμασιν, έτεροι δέ γήν Χαναναίαν, καί Ίουδαίαν καί Φοινίκην έπικληθεϊσαν, καί τά μέρη τής Αιθιοπίας καί Αίγύπτου καί Λιβύης καί τήν καλουμένην διακεκαυμένην καί τά μέχρι δυσμών κλίματα παρατείνοντα, οί δέ λοιποί τά άπό τής παραλίου καί τής Παμφυλίας καί τήν Ασίαν καί τήν Ελλάδα καί τήν Μακεδονίαν καί τό λοιπόν τήν Ιταλίαν καί τάς καλουμένας Γαλλείας καί Σπανίας καί Γερ­ μανίας, ώστε ούτως τά νύν εμπεπλήσθαι τήν σύμπασαν τών κατοικούντων αύτήν. τριμερούς ούν γεγενημένης τής κατοικήσεως τών άνθρώπων έπί τής γής κατ' άρχάς, έν τε άνατολή καί μεσημβρίμ καί δύσει, μετέπειτα καί τά λοιπά μέρη κατψκήθη τής γής, χυδαίων τών άνθρώπων γενομένων. Ταύτα δέ μή έπιστάμενοι οί συγγραφείς βούλονται τόν κόσμον σφαιροειδή λέγειν καί ώσπερεί κύβω συγκρίνειν αύτόν. πώς δέ δύνανται ταύτα άληθή φάσκειν, μή έπιστάμενοι τήν ποίησιν τού κόσμου μήτε τήν κατοίκησιν αύτού; προς μέρος αύξανομένων τών άνθρώπων καί πληθυνομένων έπί τής γής, ώς προειρήκαμεν, ούτως κατωκήθησαν καί αί νήσοι τής θαλάσσης καί τά λοιπά κλίματα. 7. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Τίς ούν προς ταύτα ϊσχυσεν τών καλούμενων σοφών καί ποιητών ή ιστοριογράφων τό άΛηθές είπείν ποΛύ μεταγενεστέρων αύτών γεγενημενών καί πΛηθύν θεών είσαγαγόντων, οϊτινες μετά τοσαύτα έτη αύτοί έγεννήθησαν τών πόλεων, έσχατοι καί τών βασιλέων καί εθνών καί πολέμων; έχρήν γάρ αύτούς μεμνήσθαι πάντων καί τών προ κατακλυσμού γεγονότων, περί τε κτίσεως κόσμου καί ποιήσεως άνθρώπου, τά τε έξης συμβάντα άκριβώς έξειπείν τούς παρ' Αίγυπτίοις προφήτας ή Χαλδαίους τούς τε άλλους συγγραφείς, ε’ίπερ θείω καί καθαρφ πνεύματι έλάλησαν καί τά δι' αύτών -ηθέντα άληθή άνήγγειλαν· καί ού μόνον τά προγενόμενα ή ενεστώτα άλλά καί τά έπερχόμενα τφ κόσμιρ έχρήν αύτούς προκαταγγείλαι. διό δείκνυται πάντας τούς Λοιπούς πεπλανήσθαι, μόνους δέ Χριστιανούς τήν άλήθειαν κεχωρηκέναι, οϊτινες ύπό πνεύματος άγιου διδασκόμεθα, τού λαλήσαντος έν τοίς άγίοις προφήταις, καί τά πάντα προκαταγγέλλοντος. Καί τό λοιπόν έστω σοι φιλοφρόνως ερευνάν τά τού θεού, Λέγω δέ τά διά τών προφητών -ηθέντα, όπως συγκρίνας τά τε ύπό ήμών λεγάμενα καί τά ύπό τών Λοιπών δυνήσει εύρεϊν τό άΛηθές. Τά μέν ούν ονόματα τών καλούμένων θεών ότι παρ' αύτοις ονόματα άνθρώπων εύρίσκεται, καθώς έν τοίς έπάνω έδηλώσαμεν, έξ αύτών τών ιστοριών ών συνέγραψαν άπεδείξαμεν. αί δέ εικόνες αύτών τό καθ' ή μέραν έως τού δεύρο έκτυπούνται, είδωλα, έργα χειρών άνθρώπων. καί τούτοις μέν λατρεύει τό πλήθος τών ματαίων άνθρώπων τόν δέ ποιητήν καί δημιουργόν τών όλων καί τροφέα πάσης πνοής άθετούσιν, πειθόμενοι δόγμασιν ματαίοις διά πλάνης πατροπαραδότου γνώμης άσυνέτου. Ό μέντοι γε θεός καί πατήρ καί κτίστης τών όλων ούκ έγκατέλιπεν τήν άνθρωπότητα, άλλά έδωκεν νόμον καί έπεμψεν προφήτας άγιους προς τό καταγγεϊλαι καί διδάξαι τό γένος τών άνθρώπων, εις τό ένα έκαστον ήμών άνανήψαι καί επιγνώναι ότι εις έστιν θεός- οϊ καί έδίδαξαν άπέχεσθαι άπό τής αθεμίτου είδωλολατρείας καί μοιχείας καί φόνου, πορνείας, κλοπής, φιλαργυρίας, όρκου ψεύδους, οργής καί πάσης άσελγείας καί άκαθαρσίας καί πάντα όσα άν μή βούληται άνθρωπος έαυτώ γίνεσθαι ϊνα μηδέ άλλα) ποιή, καί ούτως 7. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ό δικαιοπραγών έκφύγη τάς αιωνίους κολάσεις καί καταξιωθή τής αιωνίου ζωής παρά τού θεού. Ό μέν ούν θειος νόμος ού μόνον κωΛύει τό είδώΛοις προσκυνειν, άΛΛά καί τοίς στοίχείοις, ήΛίψ σεΛήνη ή τοίς Λοιποίς άστροις, άΛΛ' ούτε τφ ούρανφ ούτε γή ούτε θαΛάσση ή πηγαϊς ή ποταμοίς θρησκεύειν· άΛΛ' ή μονά) τφ όντως θεφ καί ποιητή τών όΛων χρή Λατρεύειν έν όσιότητι καρδίας καί είΛικρινει γνώμη. διό φησιν ό άγιος νόμος· Όύ μοιχεύσεις, ού φονεύσεις, ού κΛέψεις, ού ψευδο­ μαρτυρήσεις, ούκ επιθυμήσεις τήν γυναίκα τού πΛησίον σου." ομοίως καί οί προφήται. ΣοΛομών μέν ούν καί τό δι' έννεύματος μή άμαρτάνειν διδάσκει ήμάς, Λέγων· Όί όφθαΛμοί σου όρθά βΛεπέτωσαν, τά δέ βΛέφαρά σου νευέτω δίκαια." Καί Ώσηέ δέ καί αύτός προφήτης περί μοναρχίας θεού ΛέγειΌύτος ό θεός ύμών ό στερεών τόν ούρανόν καί κτίζων τήν γήν, ού αί χείρες κατέδειξαν πάσαν τήν στρατιάν τού ούρανού, καί ού παρέδειξεν ύμίν αύτά τού όπίσω αύτών πορεύεσθαι." Ήσαίας δέ καί αύτός φησιν· Όύτως Λέγει κύριος ό θεός, ό στερεώσας τόν ούρανόν καί θεμεΛιώσας τήν γήν καί τά έν αύτή, καί δίδους πνοήν τφ Λαφ τφ έπ' αύτής καί πνεύμα τοίς πατούσιν αύτήν. ούτος κύριος ό θεός ύμών." καί πάΛιν δι' αύτού· "Έγώ, φησιν, έποίησα γήν καί άνθρωπον έπ' αύτή, εγώ τή χειρί μου έστερέωσα τόν ούρανόν." καί έν έτέρψ κεφαΛαίφ· Όύτος ό θεός ύμών ό κατασκευάσας τά άκρα τής γής· ού πεινάσει ούδέ κοπιάσει, ούδέ έστιν έξεύρησις τής φρονήσεως αύτού." ομοίως καί Ιερεμίας <ός> καί φησιν- "Ό ποιήσας τήν γήν έπί τή ίσχύϊ αύτού, άνορθώσας τήν οικουμένην έν τή σοφίμ αύτού, καί έν τή φρονήσει αύτού έξέτεινεν τόν ούρανόν καί πΛήθος ύδατος έν ούρανφ καί άνήγαγεν νεφέΛας έξ εσχάτου τής γής, άστραπάς εις ύετόν έποίησεν καί έξήγαγεν άνέμους έκ θησαυρών αύτού." Όράν έστιν πώς φίΛα καί σύμφωνα έΛάΛησαν πάντες οί προφήται, ένί καί τφ αυτφ πνεύματι έκφωνήσαντες περί τε μοναρχίας θεού καί τής τού κόσμου γενέσεως καί τής άνθρώπου ποιήσεως. ού μήν άΛΛά καί ώδιναν, πενθούντες τό άθεον γένος τών άνθρώπων, καί τούς δοκούντας είναι σοφούς διά τήν έν αύτοίς πΛάνην καί πώρωσιν τής καρδίας κατήσχυναν. ό μέν ’Ιερεμίας έφη· "Έμωράνθη πάς L Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας άνθρωπος άπό γνώσεως αύτού, κατησχύνθη πάς χρυσοχόος άπό τών γλυπτών αύτού, είς μάτην άργυροκόπος άργυροκοπεί, ούκ έστιν πνεύμα έν αύτοίς, έν ήμέρμ έπισκοπής αύτών άπολούνται." τό αύτό καί ό Δαυίδ λέγει- "Έφθάρησαν καί έβδελύχθησαν έν έπιτηδεύμασιν αύτών, ούκ έστιν ποιών χρηστότητα, ούκ έστιν έως ένός- πάντες έξέκλιναν, άμα ήχρειώθησαν." ομοίως καίΆββακούμ"Τί ώφελεί γλυπτόν άνθρωπον, ότι έγλυψεν αύτό φαντασίαν ψευδή; ούαί τφ λέγοντι τφ λίθω έξεγέρθητι, καί τφ ξύλω ύψώθητι." ομοίως ειπον καί οί λοιποί τής άληθείας προφήται. Καί τί μοι τό πλήθος καταλέγειν τών προφητών, πολλών όντων καί μυρία φίλα καί σύμφωνα είρηκότων; οί γάρ βουλόμενοι δύνανται έντυχόντες τοίς δι' αύτών είρημένοις άκριβώς γνώναι τό άληθές καί μή παράγεσθαι ύπό διανοίας καί ματαιοπονίας. ούτοι ούν οΰς προειρήκαμεν προφήται έγένοντο έν Έβραίοις, άγράμματοι καί ποιμένες καί ίδιώται. Σίβυλλα δέ, έν Έλλησιν καί έν τοίς λοιποίς έθνεσιν γενομένη προφήτις, έν άρχή τής προφητείας αύτής ονειδίζει τό τών άνθρώπων γένος, λέγουσαΆνθρωποι θνητοί καί σάρκινοι, ούδέν έόντες, πώς ταχέως ύψούσθε, βίου τέλος ούκ έσορώντες, ού τρέμετ' ούδέ φοβεϊσθε θεόν, τόν έπίσκοπον ύμών, υψιστον γνώστην, πανεπόπτην, μάρτυρα πάντων, παντοτρόφον κτίστην, όστις γλυκύ πνεύμ' έν άπασιν κάτθετο, χήγητήρα βροτών πάντων έποίησεν; εις θεός, ός μόνος άρχει, ύπερμεγέθης, άγένητος, παντοκράτωρ, άόρατος, ορών μόνος αύτός άπαντα, αύτός δ' ού βλέπεται θνητής ύπό σαρκός άπάσης. τίς γάρ σάρξ δύναται τόν έπουράνιον καί άληθή όφθαλμοίσιν ίδεΐν θεόν άμβροτον, ός πόλον οίκει; άλλ' ούδ' άκτίνων κατεναντίον ήελίοιο άνθρωποι στήναι δυνατοί, θνητοί γεγαώτες, άνδρες έν όστήεσσι, φλέβες καί σάρκες έόντες. αύτόν τόν μόνον όντα σέβεσθ' ήγήτορα κόσμου, ός μόνος είς αιώνα καί έξ αίώνος έτύχθη. αύτογενής, άγένητος, άπαντα κρατών διαπαντός, 7. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας πάσι βροτοίσι νέμων το κριτήριον έν φά'ί κοινφ. της κακοβουλοσύνης δέ τον άξιον έξετε μισθόν, οττι θεόν προλιπόντες αληθινόν άεναόν τε δοξάζειν, αύτφ τε θύειν ίεράς έκατόμβας, δαίμοσι τάς θυσίας έποιήσατε τοισιν έν άδη· τύφφ και μανίη δέ βαδίζετε, και τρίβον ορθήν εύθειαν προλιπόντες άπήλθετε, και δι' άκανθων και σκολόπων έπλανάσθε. βροτοι παύσασθε μάταιοι •εμβόμενοι σκοτίη και άφεγγέϊ νυκτι μελαίνη, και λίπετε σκοτίην νυκτός, φωτος δέ λάβεσθε. ουτος ιδού πάντεσσι σαφής άπλάνητος ύπάρχει. έλθετε, μή σκοτίην δέ διώκετε και γνόφον αίεί· ήελίου γλυκυδερκές ίδού φάος έξοχα λάμπει. γνωτε δέ κατθέμενοι σοφίην έν στήθεσιν ύμων· εις θεός έστι, βροχάς, ανέμους, σεισμούς έπιπέμπων, άστεροπάς, λιμούς, λοιμούς και κήδεα λυγρά και νιφετούς, κρύσταλλα. τί δή καθ' έν έξαγορεύω; ούρανού ήγειται, γαίης κρατεί, αύτός ύπάρχει. και προς τούς γενητούς λεγομένους έφη· Εί δέ γενητόν ολως και φθείρεται, ού δύνατ' άνδρός έκ μηρων μήτρας τε θεός τετυπωμένος είναι. άλλά θεός μόνος εις πανυπέρτατος, ος πεποίηκεν ούρανόν ήέλιόν τε και άστέρας ήδέ σελήνην, καρποφόρον γαιάν τε και ύδατος οϊδματα πόντου, ούρεα θ' ύψήεντα και άέναα χεύματα πηγων· των τ' ένύδρων πάλι γεννμ άνήριθμον πολύ πληθος. έρπετα δέ γαίης κινούμενα ψυχοτροφειται, ποικίλα τε πτηνων λιγυρόθροα, τραυλίζοντα, ξουθά, λιγυπτερόφωνα, ταράσσοντ' άέρα ταρσοις, έν δέ νάπαις ορέων άγρίαν γένναν θέτο θηρων· ήμιν τε κτήνη ύπέταξεν πάντα βροτοισιν, πάντων δ' ήγητηρα κατέστησεν θεότευκτον, άνδρι δ' ύπαίταξεν παμποίκιλα κού καταληπτά. τίς γάρ σάρξ δύναται θνητών γνώναι τάδ' άπαντα; άλλ' αύτός μόνος οίδεν ό ποιήσας τάδ' άπ' άρχης άφθαρτος κτίστης αιώνιος, αιθέρα ναίων, 1< Του αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τοίς άγαθοίς αγαθόν προφέρων πολύ πλείονα μισθόν, τοίς δέ κακοίς άδικοις τε χόλον καί θυμόν έγείρων, καί πόλεμον καί λοιμόν ϊδ' άλγεα δακρυόεντα. άνθρωποι, τί μάτην ύψούμενοι έκριζούσθε; Αίσχύνθητε γαλάς καί κνώδαλα θειοποιούντες. ού μανίη καί λύσσα φρένων αϊσθησιν άφαιρεί, εί λοπάδας κλέπτουσι θεοί, συλούσι δέ χύτρας; αντί δέ χρυσήεντα πόλον κατά πίονα ναίειν σητόβρωτα δέδορκε, πυκναίς δ' άράχναις δεδίασται· προσκυνέοντες όψεις κύνας α’ιλούρους, ανόητοι, καί πετεηνά σέβεσθε καί έρπετά θηρία γαίης καί λίθινα ξόανα καί αγάλματα χειροποίητα, καί παρ' όδοΐσι λίθων συγχώσματα· ταύτα σέβεσθε άλλα τε πολλά μάταια, ά δη κ' αισχρόν άγορεύειν, είσι θεοί μερόπων δόλω ήγητήρες άβούλων τών δη κάκ στόματος χεϊται θανατηφόρος ιός. ός δ' έστι ζωή τε καί άφθιτον άέναον φώς, καί μέλιτος γλυκερώτερον άνδράσι χάρμα έκπροχέει τώ δή μόνω αύχένα κάμπτειν, καί τρίβον αίώνεσσιν έν εύσεβέεσσ' ανακλίνοις. ταύτα λιπόντες άπαντα, δίκης μεστόν τό κύπελλον ζωρότερον, στιβαρόν, βεβαρημένον, ευ μάλ' άκρητον, είλκύσατ' άφροσύνη μεμανηότι πνεύματι πάντες· κού θέλετ' έκνήψαι καί σώφρονα προς νόον έλθείν, καί γνώναι βασιλήα θεόν, τόν πάντ' εφορώντα. τούνεκεν αίσθομένοιο πυράς σέλας έρχετ' εφ' ύμάς· λαμπάσι καυθήσεσθε δι' αίώνος τό πανήμαρ, ψευδέσιν αίσχυνθέντες έπ' είδώλοισιν άχρήστοις. οί δέ θεόν τιμώντες άληθινόν άέναόν τε ζωήν κληρονομούσι, τόν αίώνος χρόνον αύτοί οίκούντες παραδείσου όμώς έριθηλέα κήπον, δα ινύ με voi γλυκύ V άρτον άπ' ούρανού άστερόεντος. ότι μέν ούν ταύτα άληθή καί ώφέλιμα καί δίκαια καί προφιλή πάσιν άνθρώποις τυγχάνει, δήλόν έστιν, καί ότι οί κακώς δράσαντες άναγκαίως έχουσιν κατ' άξίαν τών πράξεων κολασθήναι. 1. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Ήδη δέ καί τών ποιητών τινες ώσπερεί λόγια έαυτοίς έξείπον ταύτα καί εις μαρτύριον τοίς τά άδικα πράσσουσι Λέγοντες ότι μέλλουσιν κολάζεσθαι. Αισχύλος έφη· Δράσαντι γάρ τοι καί παθείν οφείλεται. Πίνδαρος δέ καί αύτός έφη· Έπεί •έζοντά τι καί παθείν έοικεν. ώσαύτως καί Εύριπίδης· Ανάσχου πάσχων· δρών γάρ έχαιρες. νόμου τόν έχθρόν δράν, όπου λάβης, κακώς. καί πάλιν ό αύτός· Εχθρούς κακώς δράν άνδρός ήγούμαι μέρος. ομοίως καί Αρχίλοχος· Έν δ' έπίσταμαι μέγα, τόν κακώς δρώντα δεινοίς άνταμείβεσθαι κακοίς. Καί ότι ό θεός τά πάντα έφορμ καί ούδέν αύτόν Λανθάνει, μακρόθυμος δέ ών άνέχεται έως ού μέλλει κρίνειν, καί περί τούτου Διονύσιος εϊρηκεν· Ό τής Δίκης οφθαλμός ώς δι' ήσύχου λεύσσων προσώπου πάνθ' όμώς άεί βλέπει. Καί ότι μέλλει ή τού θεού κρίσις γίνεσθαι καί τά κακά τούς πονηρούς αίφνιδίως καταλαμβάνειν, καί τούτο Αισχύλος έσήμανεν λέγων· τό τοι κακόν ποδώκες έρχεται βροτοίς, κατ' άμπλάκημα τώ περώντιτήν θέμιν. όρμς Δίκην άναυδον, ούχ όρωμένην εύδοντι καί στείχοντι καί καθημένψέξης όπάζει δόχμιον, άλλοθ' ύστερον, ούκ έγκαλύπτει νύξ κακώς είργασμένον· δ τι δ' άν ποιής δεινόν νόμιζ' όράν τινά. τί δ' ούχί καί ό Σιμωνίδης; Ούκ έστιν κακόν άνεπιδόκητον άνθρώποις· όλίγω δέ χρονω πάντα μεταρρίπτει θεός. πάλιν Εύριπίδης· Ούδέποτ' εύτυχίαν κακού άνδρός ύπέρφρονά τ' όλβον 7. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας βέβαιον είκάσαι χρεών, ούδ' άδικων γενεάν· ό γάρ ούδένος έκφύς χρόνος δείκνυσιν άνθρώπων κακότητας. έτι ό Εύριπίδης· Ού γάρ άσύνετον τό θειον, άλλ' έχει συνιέναι τούς κακώς παγέντας όρκους καί κατηναγκασμένους. καί ό ΣοφοκλήςΕί δείν' όρεξας, δεινά καί παθείν σε δει. Ήτοι ούν περί άδικου όρκου ή καί περί άλλου τινός πταίσματος ότι μέλλει ό θεός έξετάζειν, καί αύτοί σχεδόν προειρήκασιν, ή καί περί έκπυρώσεως κόσμου θέλοντες καί μή θέλοντες άκόλουθα έξείπαν τοϊς προφήταις, καίπερ πολύ μεταγενέστεροι γενόμενοι καί κλέψαντες ταύτα έκ τού νόμου καί τών προφητών. Καί τί γάρ ήτοι έσχατοι ή καί πρώτοι έγένοντο; πλήν ότι γούν καί αύτοί άκόλουθα τοις προφήταις ειπον. περί μέν ούν έκπυρώσεως Μαλαχίας ό προφήτης προείρηκεν· "Ιδού ήμέρα έρχεται κυρίου ώς κλίβανος καιόμενος, καί άνάψει πάντας τούς άσεβείς." καί Ήσάίας· "Ήξειγάρ όργή θεού <ώς πύρ καώ ώς χάλαζα συγκαταφερομένη βίμ καί ώς ύδωρ σύρον έν φάραγγι." Τοίνυν Σίβυλλα καί οί Λοιποί προφήται, άλλά μήν καί οί ποιηταί καί φιλόσοφοι καί αύτοί δεδηλώκασιν περί δικαιοσύνης καί κρίσεως καί κολάσεως- έτι μήν καί περί προνοίας, ότι φροντίζει ό θεός ού μόνον περί τών ζώντων ήμών άλλά καί τών τεθνεώτων, καίπερ άκοντες έφασαν· ήλέγχοντο γάρ ύπό τής άΛηθείας. καί τών μέν προφητών Σολομών περί τών τεθνηκότων είπεν- "Έσται ϊασις ταίς σαρξίν καί επιμέλεια τών όστέων." τό δ' αύτό καί Δαυίδ· "ΆγαλΛιάσεται όστά τεταπεινωμένα." τούτοις άκόλουθα εϊρηκεν καί Τιμοκλής, λέγων· Τεθνεώσιν έλεος έπιεικής θεός. καί περί πλήθους ούν θεών οί συγγραφείς είπόντες καθήλθον εις μοναρχίαν, καί περί άπρονοησίας λέγοντες ειπον περί προνοίας καί περί άκρισίας φάσκοντες ώμολόγησαν έσεσθαι κρίσιν, καί οί μετά θάνατον άρνούμενοι είναι αϊσθησιν ώμολόγησαν. Όμηρος μέν ούν είπών· Ψυχή δ' ήΰτ' όνειρος άποπταμένη πεπότηται, 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έν έτέρψ λέγει· Ψυχή δ' έκ -εθέων πταμένη Άϊδόσδε βεβήκει, καί πάλιν· Θάπτε με όττι τάχιστα πύλας Αΐδαο περήσω. Τά δέ περί τών λοιπών, ους άνέγνωκας, ήγούμαί σε άκριβώς έπίστασθαι φ τρόπψ είρήκασιν. ταύτα δέ πάντα συνήσει πάς ό ζητών τήν σοφίαν του θεού καί ευαρεστών αύτφ διά πίστεως καί δικαιοσύνης καί άγαθοεργίας. καί γάρ τις ειπεν προφήτης ών προεγράψαμεν, όνόματι Ώσηέ· "Τίς σοφός καί συνήσει ταύτα, συνετός καί γνώσεται; ότι εύθείαι αί οδοί τού κυρίου, καί δίκαιοι είσελεύσονται έν αύταίς, οί δέ άσεβείς άσθενήσουσιν έν αύταΐς." χρή ούν τόν φιλομαθή καί φιλομαθείν. πειράθητι ούν πυκνότερον συμβαλείν, όπως καί ζώσης άκούσας φωνής άκριβώς μάθης τάληθές. Θεόφιλος Αύτολύκφ χαίρειν. Επειδή οι συγγράφεις βούλονται πληθύν βίβλων συγγράφειν προς κενήν δόξαν, οί μέν περί θεών καί πολέμων ή χρόνων, τινές δέ καί μύθων άνωφελών καί τής λοιπής ματαιοπονίας, ής ήσκεις καί σύ έως τού δεύρο, κάκείνου μέν τού καμάτου ούκ όκνείς άνεχόμενος, ήμίν δέ συμβαλών έτι λήρον ήγή τυγχάνειν τόν λόγον τής άληθείας, οίόμενος προσφάτους καί νεωτερικάς είναι τάς παρ' ήμίν γραφάς, διό δή κάγώ ούκ όκνήσω άνακεφαλαιώσασθαί σοι παρέχοντος θεού τήν άρχαιότητα τών παρ' ήμίν γραμμάτων, ύπόμνημά σοι ποιού­ μενος δι' ολίγων, όπως μή όκνήσης έντυγχάνειν αύτφ, έπιγνφς δέ τών λοιπών συνταξάντων τήν φλυαρίαν. Έχρήν γάρ τούς συγγράφοντας αύτούς αύτόπτας γεγενήσθαι περί ών διαβεβαιούνται, ή άκριβώς μεμαθηκέναιύπό τών τεθεαμένων αυτά, τρόπω γάρ τινι οί τά άδηλα συγγράφοντες άέρα δέρουσιν. Τί γάρ ώφέλησεν Όμηρον συγγράψαι τόν Ίλιακόν πόλεμον καί πολλούς έξαπατήσαι, ή Ησίοδον ό κατάλογος τής θεογονίας τών παρ' αύτφ θεών όνομαζομένων, Όρφέα οί τριακόσιοι έξήκοντα πέντε θεοί, ους αύτός έπί τέλει τού βίου άθετει, έν ταίς Διαθήκαις αύτού λέγων ένα είναι θεόν; τί δέ ώφέλησεν Άρατον ή σφαιρογραφία τού κοσμικού κύκλου, ή τούς τά όμοια αύτφ είπόντας, πλήν τής κατ' άνθρωπον δόξης, ής ούδέ αύτής κατ' άξίαν έτυχον; τί δέ καί 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αληθές είρήκασιν; ή τί ώφέλησεν Εύριπίδην καί Σοφοκλέα ή τούς λοιπούς τραγωδιογράφους αί τραγφδίαι, ή Μένανδρον καί Αριστοφάνην καί τούς λοιπούς κωμικούς αί κωμψδίαι, ή Ηρόδοτον καί Θουκυδίδην αί ιστορίαι αύτών, ή Πυθαγόραν τά άδυτα καί Ήρακλέους στήλαι, ή Διογένην ή κυνική φιλοσοφία, ή ’Επίκουρον τό δογμάτιζε tv μή είναι πρόνοιαν, ή Έμπεδοκλέα τό διδάσκειν άθεότητα, ή Σωκράτην τό όμνύειν τόν κύνα καί τόν χήνα καί τήν πλάτανον καί τόν κεραυνωθέντα Ασκλήπιον καί τά δαιμόνια ά έπεκαλειτο· προς τί δέ καί έκών άπέθνησκεν, τίνα καί όποιον μισθόν μετά θάνατον άπολαβείν έλπίζων; τί δέ ώφέλησεν Πλάτωνα ή κατ' αύτόν παιδεία, ή τούς λοιπούς φιλοσόφους τά δόγματα αύτών ίνα μή τόν άριθμόν αύτών καταλέγω πολλών όντων; ταύτα δέ φαμεν εις τό έπιδείξαι τήν άνωφελή καί άθεον διάνοιαν αύτών. Δόξης γάρ κενής καί ματαίου πάντες ούτοι έρασθέντες ούτε αύτοί τό άληθές έγνωσαν ούτε μήν άλλους έπί τήν άλήθειαν προετρέψαντο. καί γάρ ά έφασαν αύτά έλέγχει αύτούς, ή άσύμφωνα είρήκασιν, καί τά ίδια δόγματα οί πλείους αύτών κατέλυσαν· ού γάρ άλλήλους μόνον άνέτρεψαν, άλλ' ήδη τινές καί τά έαυτών δόγματα άκυρα έποίησαν, ώστε ή δόξα αύτών εις άτιμίαν καί μωρίαν έχώρησεν- ύπό γάρ τών συνετών καταγινώσκονται. Ήτοι γάρ περί θεών έφασαν, αύτοί δ' ύστερον άθεότητα έδίδαξαν, ή εί καί περί κόσμου γενέσεως, έσχατον αύτοματισμόν ειπον είναι τών πάντων, άλλά καί περί προνοίας λέγοντες πάλιν άπρονόητον είναι κόσμον έδογμάτισαν. τί δ'; ούχί καί περί σεμνότητος πειρώμενοιγράφειν άσελγείας καί πορνείας καί μοιχείας έδίδαξαν έπιτελείσθαι, έτι μήν καί τάς στυγητάς άρρητοποίίας είσηγήσαντο; καί πρώτους γε τούς θεούς αύτών κηρύσσουσιν έν άρρήτοις μίξεσιν συγγίνεσθαι έν τε άθέσμοις βρώσεσιν. τίς γάρ ούκ ήδει Κρόνον τεκνοφάγον, Δία δέ τόν παίδα αύτού τήν Μήτιν καταπίνειν καί δείπνα μιαρά τοίς θεοίς έτοιμάζειν· ένθα καί χωλόν Ήφαιστόν τινα χαλκέα φασιν διακονεϊν αύτοις- τήν τε "Ηραν ιδίαν άδελφήν αύτού μή μόνον τόν Δία γαμείν, άλλά καί διά στόματος άνάγνου άρρητοποιείν; τάς τε λοιπάς περί αύτού πράξεις, όπόσας μδουσιν οί ποιηταί, είκός έπίστασαι. τί μοι λοιπόν καταλέγειν τά περίΠοσειδώνος καί Απόλλωνος ή Διονύσου καί Ήρακλέους, Αθηνάς τής 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας φιΛομόΛπου και Αφροδίτης τής άναισχύντου, άκριβέστερον πεποιηκότων ήμών έν έτέρψ τόν περί αύτών Λόγον; Ούδέ γάρ έχρήν ήμάς ταύτα άνασκευάζειν, εί μή ότι σε θεωρώ νυνί διστάζοντα περί τόν Λόγον τής άΛηθείας. φρόνιμος γάρ ών ήδέως μωρών άνέχη· έπεί τοι ούκ άν έκινήθης ύπό άνοήτων άνθρώπων κενοίς Λόγοις άπάγεσθαι καί φήμη πείθεσθαι προκατεσχηκυίη, στομάτων άθέων ψευδώς συκοφαντούντων ήμάς, τούς θεοσεβείς καί χριστιανούς καΛουμένους, φασκόντων ώς κοινάς απάν­ των ούσας τάς γυναίκας ήμών καί άδιαφόρψ μίξει ζώντας, έτι μήν καί ταίς ίδίαις άδεΛφαίς συμμίγνυσθαι, καί, τό άθεώτατον καί ώμότατον πάντων, σαρκών άνθρωπίνων έφάπτεσθαι ήμάς. άΛΛά καί ώς προσφάτου όδεύοντος τού καθ' ήμάς Λόγου, καί μηδέν έχειν ήμάς Λέγειν εις άπόδειξιν άΛηθείας τής καθ' ήμάς καί διδασκαλίας, μωρίαν δέ είναι τόν Λόγον ήμών φασιν. έγώ μέν ούν θαυμάζω μάλιστα έπί σοί, ός έν μέν τοίς Λοιποίς γενόμενος σπουδαίος καί έκζητητής άπάντων πραγμάτων, άμελέστερον ήμών άκούεις. εί γάρ σοι δυνατόν, καί νύκτωρ ούκ ώκνεις διατρίβειν έν βιβλιοθήκαις. ’Επειδή ούν πολλά άνέγνως, τί σοι έδοξεν τά Ζήνωνος ή τά Διογένους καίΚΛεάνθους όπόσα περιέχουσιν αί βίβλοι αύτών, διδάσκουσαι άνθρωποβορίας, πατέρας μέν ύπό ιδίων τέκνων έψεσθαι καί βιβρώσκεσθαι, καί ε’ί τις ού βούλοιτο ή μέλος τι τής μυσεράς τροφής άπορρίψειεν, αύτόν κατεσθίεσθαι τόν μή φαγόντα; προς τούτοις άθεωτέρα τις φωνή εύρίσκεται, ή τού Διογένους, διδάσκοντος τά τέκνα τούς έαυτών γονείς εις θυσίαν άγειν καί τούτους κατεσθίειν. τί δ'; ούχί καί Ηρόδοτος ό ιστοριογράφος μυθεύει τόν Καμβύσην τά τού Άρπάγου τέκνα σφάξαντα καί έψήσαντα παρατεθεικέναι τώ πατρί βοράν; έτι δέ καί παρά Ίνδοΐς μυθεύει κατεσθίεσθαι τούς πατέρας ύπό τών ιδίων τέκνων. Ώ τής άθέου διδασκαλίας τών τά τοιαύτα άναγραψάντων μάλλον δέ διδαξάντων, ώ τής άσεβείας καί άθεότητος αύτών, ώ τής διάνοιας τών ούτως άκριβώς φιλοσοφησάντων καί φιλοσοφίαν έπαγγελΛομένων! οίγάρ ταύτα δογματίσαντες τόν κόσμον άσεβείας ένέπλησαν. 1 Τού άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί γάρ περί άθέσμου πράξεως σχεδόν πάσιν συμπεφώνηκεν τοίς περί τόν χορόν τής φιλοσοφίας πεπλανημένοις. καί πρώτος γε Πλάτων, ό δοκών έν αύτοίς σεμνότερον πεφιλοσοφηκέναι, διαρρήδην έν τή πρώτη βίβλω τών πολιτειών έπιγραφομένη, τρόπψ τινί νομοθετεί χρήν είναι κοινάς άπάντων τάς γυναίκας, χρώμενος παραδείγματι τώ Διός καί Κρητών νομοθέτη, όπως διά προφάσεως παιδοποιΐα πολλή γίνηται έκ τών τοιούτων, καί ώς δήθεν τούς λυπουμένους διά τοιούτων ομιλιών χρήν παραμυθείσθαι. Επίκουρος δέ καί αύτός σύν τώ άθεότητα διδάσκειν συμβουλεύει καί μητράσι καί άδελφαίς συμμίγνυσθαι, καί πέρα τών νόμων τών τόδε κωλυόντων. ό γάρ Σόλων καί περί τούτου σαφώς ένομοθέτησεν, όπως έκ τού γήμαντος οί παίδες νομίμως γίνωνται, προς τό μή έκ μοιχείας τούς γεννωμέ νους είναι, ϊνα μή τόν ούκ όντα πατέρα τιμήση τις ώς πατέρα, ή τόν όντως πατέρα άτιμάση τις άγνοών ώς μή πατέρα, όπόσα τε οί λοιποί νόμοι κωλύουσιν 'Ρωμαίων τε καί Ελλήνων τά τοιαύτα πράσσεσθαι. Προς τί ούν Επίκουρος καί οί Στωϊκοί δογματίζουσιν άδελφοκοιτίας καί άρρενοβασίας έπιτελεϊσθαι, έξ ών διδασκαλιών μεστάς βιβλιοθήκας πεποιήκασιν, εις τό έκ παίδων μανθάνειν τήν άθεσμον κοινωνίαν; καί τί μοι λοιπόν κατατρίβεσθαι περί αύτών, όπου γε καί περί τών θεών παρ' αύτοίς λεγομένων τά όμοια κατηγγέλκασιν; Θεούς γάρ φήσαντες είναι πάλιν εις ούδέν αύτούς ήγήσαντο. οι μέν γάρ έξ άτόμων αύτούς έφασαν συνεστάναι, ή δ' αύ χωρεϊν εις άτόμους, καί μηδέν πλείον άνθρώπων δύνασθαι τούς θεούς φασιν. Πλάτων δέ, θεούς είπών είναι, ύλικούς αύτούς βούλεται συνιστάν. Πυθαγόρας δέ, τοσαύτα μοχθήσας περί θεών καί τήν άνω κάτω πορείαν ποιησάμενος, έσχατον ορίζει φύσιν καί αύτοματισμόν είναι φησιν τών πάντων· θεούς άνθρώπων μηδέν φροντίζειν. όπόσα δέ Κλιτόμαχος ό Ακαδημαϊκός περί άθεότητος είσηγήσατο. τί δ' ούχί καί Κριτίας καί Πρωταγόρας ό Αβδηρίτης λέγων· Είτε γάρ είσιν θεοί, ού δύναμαι περί αύτών λέγειν, ούτε όποιοι είσιν δηλώσαι· πολλά γάρ έστιν τά κωλύοντά με"; τά γάρ περί Εύημέρου τού άθεωτάτου περισσόν ήμίν καί λέγειν. πολλά γάρ περί θεών τολμήσας φθέγξασθαι έσχατον καί τό έξόλου μή είναι θεούς, άλλά τά πάντα αύτοματισμώ διοικείσθαι βούλεται. Πλάτων δέ, ό τοσαύτα 1 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας είπών περί μοναρχίας θεού καί ψυχής άνθρώπου, φάσκων άθάνατον είναι τήν ψυχήν, ούκ αύτός ύστερον εύρίσκεται εναντία έαυτφ λέγων, τάς μέν ψυχάς μετέρχεσθαι είς ετέρους άνθρώπους, ένίων δέ καί είς άλογα ζώα χωρείν; πώς ού δεινόν καί άθέμιτον δόγμα αύτού τοίς γε νούν έχουσι φανήσεται, ίνα ό ποτέ άνθρωπος πάλιν έσται λύκος ή κύων ή όνος ή άλλο τι άλογον κτήνος; τούτψ άκόλουθα καί Πυθα­ γόρας εύρίσκεται φλυαρών, προς τφ καί πρόνοιαν έκκόπτειν. Τίνι ούν αύτών πιστεύσωμεν, Φιλήμονι τφ κωμικφ λέγοντι· Οίγάρ θεόν σέβοντες έλπίδας καλάς έχουσιν είς σωτηρίαν, ή οις προειρήκαμεν Εύημέρψ καί Έπικούρψ καί Πυθαγόρα καί τοίς λοιποίς άρνουμένοις είναι θεοσέβειαν καί πρόνοιαν άναιρούσιν. περί μέν ούν θεού καί προνοίας Αρίστων έφη· Θάρσει, βοηθείν πάσι μέν τοίς άξίοις είωθεν ό θεός, τοίς δέ τοιούτοις σφόδρα. εί μή πάρεσται προεδρία τις κειμένη τοίς ζώσιν ώς δεί, τί πλέον έστιν εύσεβείν; ε’ίη γάρ ούτως, άλλά καί λίαν όρώ τούς εύσεβώς μέν έλομένους διεξάγειν πράττοντας άτόπως, τούς δέ μηδέν έτερον ή τό λυσιτελές τό κατ' αύτούς μόνον, έντιμοτέραν έχοντες ήμών διάθεσιν. έπί τού παρόντος· άλλά δεί πόρρω βλέπε ιν καί τήν άπάντων άναμένειν καταστροφήν, ούχ όν τρόπον γάρ παρ' ένίοις ϊσχυσέ τις δόξα κακοήθης τφ βίω τ' άνωφελής, φορά τις έστ' αύτόματος ή βραβεύεται ώς έτυχε· ταύτα γάρ πάντα κρίνουσιν έχειν έφόδια προς τόν ίδιον οί φαύλοι τρόπον, έστιν δέ καί τοίς ζώσιν όσίως προεδρία, καί τοις πονηροίς ώς προσήκ' έπιθυμία· χωρίς προνοίας γίνεται γάρ ούδέ έν. όπόσα τε καί άλλοι καί σχεδόν γε οί πλείους ειπον περί θεού καί προνοίας, όράν έστιν πώς άνακόλουθα άλλήλοις έφασαν· οί μέν γάρ τό έξόλου θεόν καί πρόνοιαν είναι άνεΐλον, οί δ' αύ συνέστησαν θεόν καί πάντα προνοίμ διοικείσθαι ώμολόγησαν. τόν ούν συνετόν 1 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άκροατήν καί άναγινώσκοντα πρόσεχειν άκριβώς τοίς Λεγομένοις δεί, καθώς καί ό ΣιμύΛος έφη· Κοινώς ποιητάς έθος έστιν καλείν, καί τούς περιττούς τή φύσει και τούς κακούς· έδει δέ κρίνειν. καθάπερ έν τόπψ τινι και ό ΦιΛήμων· ΧαΛεπόν άκροατής άσύνετος καθήμένος· ύπό γάρ άνοίας ούχ έαυτόν μέμφεται. χρή ούν προσέχειν καί νοείν τά Λεγάμενα κριτικώς έξετάζοντα τά ύπό τών φιλοσόφων καί τών Λοιπών ποιητών είρημένα. Άρνούμενοιγάρ θεούς είναι πάΛιν όμοΛογούσιν αύτοί, καί τούτους πράξεις άθέσμους έπιτεΛείν έφασαν. καί πρώτου γε Διάς οί ποιηταί εύφωνότερον μδουσιτάς χαλεπάς πράξεις. Χρύσιππος δέ, ό πολλά φΛυαρήσας, πώς ούχί εύρίσκεται σημαίνων τήν Ήραν στόματι μιαρφ συγγίνεσθαι τώ Δίί; τί γάρ μοι καταΛέγειν τάς άσελγείας τής μητρός θεών Λεγομένης ή Διάς τού Λατεαρίου διψώντος αίματος άνθρωπείου, ή Άττου τού άποκοπτομένου, ή ότι ό Ζεύς ό καλούμενος Τραγψδός, κατακαύσας τήν έαυτού χείρα, ώς φασιν, νύν παρά Έωμαίοις θεός τιμάται; σιγώ τά Αντινόου τεμένη καί τά τών Λοιπών καλούμενων θεών, καί γάρ ιστορούμενα τοις συνετοίς καταγέλωτα φέρει. Ήτοι ούν περί άθεότητος αύτοί ύπό τών ίδιων δογμάτων έλέγχονται οί τά τοιαύτα φιΛοσοφήσαντες, ή καί περί πολυμιξίας καί άθέσμου κοινωνίας· έτι μήν καί άνθρωποβορία παρ' αύτοίς εύρίσκεται δι' ών συνέγραψαν γραφών, καί πρώτους γε ους τετιμήκασιν θεούς ταύτα πεπραχότας άναγράφουσιν. Ημείς δέ καί θεόν όμολογούμεν, άΛΛ' ένα, τόν κτίστην καί ποιητήν καί δημιουργόν τοϋδε τού παντός κόσμου, καί προνοίμ τά πάντα διοικείσθαι έπιστάμεθα, άΛΛ' ύπ' αύτού μόνου, καί νόμον άγιον μεμαθήκαμεν, άλλά νομοθέτην έχομεν τόν όντως θεόν, ός καί διδάσκει ή μάς δικαιοπραγείν καί εύσεβείν καί καλοποιείν. Καί περί μέν εύσεβείας Λέγει· Όύκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πΛήν εμού, ού ποιήσεις σεαυτφ εϊδωΛον ούδέ παντός ομοίωμα όσα έν τώ ούρανφ άνω ή όσα έν τή γή κάτω ή όσα έν τοίς ύδασιν ύποκάτω 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τής γής. ού προσκυνήσεις αύτοίς, ούδέ μή λατρεύσεις αύτοίς· έγώ γάρ είμι κύριος ό θεός σου." Περί δέ τού καλοποιεϊν έφη· "Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται καί ίαν μακροχρόνιος έση έπί τής γής, ής έγώ δίδωμί σοι κύριος ό θεός." Έτι περί δικαιοσύνης· Όύ μοιχεύσεις, ού φονεύσεις, ού κλέψεις, ού ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή, ούκ έπιθυμήσεις τήν γυναίκα τού πλησίον σου, ούκ έπιθυμήσεις τήν οικίαν αύτού ούδέ τόν άγρόν αύτού ούδέ τόν παϊδα αύτού ούδέ τήν παιδίσκην αύτού ούδέ τού βοός αύτού ούδέ τού ύποζυγίου αύτού ούδέ παντός κτήνους αύτού, ούτε όσα έστίν τφ πλησίον σου. ού δια­ στρέψεις κρίμα πένητος έν κρίσει αύτού, άπό παντός -ήματος άδικου διαποστήσει, άθφον καί δίκαιον ούκ άποκτενείς, ού δικαιώσεις τόν άσεβή καί δώρα ού λήψη· τά γάρ δώρα άποτυφλοί οφθαλμούς βλεπόντων καί λυμαίνεται -ήματα δίκαια." Τούτου μέν ούν τού θείου νόμου διάκονος γεγένηται Μωσής, ό καί θεράπων τού θεού, παντί μέν τφ κόσμω, παντελώς δέ τοίς Έβραίοις, τοίς καί Ίουδαίοις καλουμένοις, ους κατεδουλώσατο άρχήθεν βασιλεύς Αίγύπτου, τυγχάνοντας σπέρμα δίκαιον ανδρών θεοσεβών καί όσιων, Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ· ών ό θεός μνησθείς καί ποιήσας θαυμάσια καί τέρατα διά Μωσέως παράδοξα έρρύσατο αύτούς, καί έξήγαγεν έκ τής Αίγύπτου, άγαγών αυτούς διά τής έρήμου καλουμένης· ους καί άπεκατέστησεν είς τήν Χαναναίαν γήν, μετέπειτα δέ Ίουδαίαν έπικληθείσαν, καί νόμον παρέθετο καί έδίδαξεν αύτούς ταύτα. τού μέν ούν νόμου μεγάλου καί θαυ­ μάσιου πρός πάσαν δικαιοσύνην ύπάρχοντος δέκα κεφάλαια ά προειρήκαμεν, τοιαύτά έστιν. Επειδή ούν προσήλυτοι έγενήθησαν έν γή Αίγύπτψ όντες τό γένος Εβραίοι άπό γής τής Χαλδαϊκής (κατ' έκείνο καιρού λιμού γενομένης άνάγκην έσχον μετελθείν είς Αίγυπτον σιτίων εκεί πιπρασκομένων, ένθα καί χρόνω παρφκησαν· ταύτα δέ αύτοίς συνέβη κατά προαναφώνησιν θεού), παροικήσαντες ούν έν Αίγύπτψ έτεσι τετρακοσίοις καί τριάκοντα, έν τφ τόν Μωσήν μέλλειν έξάγειν αύτούς είς τήν έρημον ό θεός έδίδαξεν αύτούς διά τού νόμου λέγων· "Προσήλυτον ού θλίψετε· ύμεϊς γάρ οίδατε τήν ψυχήν τού προσηλύτου· αύτοίγάρ προσήλυτοι ήτε έν τή γή Αίγύπτφ." 1 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Τόν μέν ούν νόμον, τόν ύπό του θεού δεδομένον αύτοίς, έν τφ παραβήναι τόν Λαόν, άγαθός ών καί οίκτίρμων ό θεός, μή βουΛόμενος διαφθείραι αύτούς, πρός τφ δεδωκέναι τόν νόμον ύστερον καί προφήτας έξέπεμψεν αύτοίς έκ τών άδεΛφών αύτών, πρός τό διδάσκειν καί άναμιμνήσκειν τά τού νόμου αύτούς καί έπιστρέφειν εις μετάνοιαν τού μηκέτι άμαρτάνειν· εί δέ έπιμένοιεν ταϊς φαύΛαις πράξεσιν, προανεφώνησαν ύποχειρίους αύτούς παραδοθήναι πάσαις ταϊς βασιΛείαις τής γής καί ότι ταύτα αύτοίς ήδη άπέβη, φανερόν μέν έστιν. Περί μέν ούν τής μετάνοιας Ήσάίας ό προφήτης κοινώς μέν πρός πάντας, διαρρήδην δέ πρός τόν Λαόν Λέγει· "Ζητήσατε τόν κύριον, καί έν τφ εύρίσκειν αύτόν έπικαΛέσασθε· ήνίκα δ' άν έγγίζη ύμίν, άποΛιπέτω ό άσεβής τάς οδούς αύτού, καί άνήρ άνομος τάς βουΛάς αύτού, καί έπιστραφήτω έπί κύριον τόν θεόν αύτού, καί έΛεηθήσεται, ότι έπί ποΛύ άφήσει τάς άμαρτίας ύμών." καί έτερος προφήτης ΈζεχιήΛ φησιν· " Εάν άποστραφή ό άνομος άπό πασών τών άνομιών ών έποίησεν καί φυΛάξη τάς έντοΛάς μου καί ποιήση τά δικαιώματά μου, ζωή ζήσεται καί ού μή άποθάνη· πάσαι αί άδικίαι αύτού ας έποίησεν ού μή μνησθώσιν, αΛΛά τή δικαιοσύνη ή έποίησεν ζήσεται, ότι ού βούλομαι τόν θάνατον τού άνομου, Λέγει κύριος, ώς έπιστρέψαι άπό τής οδού τής πονηράς καί ζήν αύτόν." πάΛιν ό Ήσάίας· "Έπιστράφητε οί τήν βαθείαν βουΛήν βουΛευόμενοικαί άνομον, ϊνα σωθήσεσθε." καί έτερος, Ιερεμίας· "Έπιστράφητε έπί κύριον τόν θεόν ύμών, ώς ό τρυγών έπί τόν κάρτεΛΛον αύτού, καί έΛεηθήσεσθε." ΠοΛΛά μέν ούν μάΛΛον δέ άναρίθμητά έστιν τά έν άγίαις γραφαίς είρημένα περί μετάνοιας, άεί τού θεού βουΛομένου έπιστρέφειν τό γένος τών άνθρώπων άπό πασών τών άμαρτιών. Έτι μήν καί περί δικαιοσύνης, ής ό νόμος εϊρηκεν, άκόΛουθα εύρίσκεται καί τά τών προφητών καί τών εύαγγεΛίων έχειν, διά τό τούς πάντας πνευματοφόρους ένί πνεύματι θεού ΛεΛαΛηκέναι. ό γούν Ήσάίας ούτως έφη· "ΑφέΛετε τάς πονηριάς άπό τών ψυχών ύμών, μάθετε καΛόν ποιείν, έκζητήσατε κρίσιν, -ύσασθε άδικούμενον, κρίνατε όρφανφ καί δικαιώσατε χήραν." έτι ό αύτός· "ΔιάΛυε, 1 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φησίν, πάντα σύνδεσμον άδικίας, λύε στραγγαλιας βίαιων συναλλαγ­ μάτων, άπόστελλε τεθραυσμένους έν αφέσει, και πάσαν συγγραφήν άδικον διάσπα, διάθρυπτε πεινώντι τόν άρτον σου καί πτωχούς άστεγους είσάγαγε εις τόν οικόν σου· έάν Ίδης γυμνόν, περίβαλλε, καί άπό τών οικείων τού σπέρματός σου ούχ ύπερόψη. τότε •αγήσεται πρώιμον τό φώς σου, καί τά ίμάτια σου ταχύ άνατελεί καί προπορεύσεται έμπροσθέν σου ή δικαιοσύνη σου." ομοίως καί Ιερεμίας· "Στήτε, φησίν, έπί ταίς όδοίς καί ϊδετε, καί έπερωτήσατε ποια έστίν ή οδός κυρίου τού θεού ήμών ή άγαθή, καί βαδίζετε έν αύτή, καί εύρήσετε άνάπαυσιν ταίς ψυχαίς ύμών. κρίμα δίκαιον κρίνετε, ότι έν τούτοις έστίν τό θέλημα κυρίου τού θεού ύμών." ώσαύτως καί Ώσηέ λέγει· "Φυλάσσεσθε κρίμα καί έγγίζετε προς κύριον τόν θεόν ύμών, τόν στερεώσαντα τόν ούρανόν καί κτίσαντα τήν γήν." καί έτερος Ίωήλ άκόλουθα τούτοις έφη· "Συναγάγετε λαόν, άγιάσατε έκκλησίαν, είσδέξασθε πρεσβυτέρους, συναγάγετε νήπια θηλάζοντα μαστούς· έξελθέτω νυμφίος έκ τού κοιτώνος αύτού καί νύμφη έκ τού παστού αύτής. καί εϋξασθε προς κύριον τόν θεόν ύμών έκτενώς, όπως έλεήση ύμάς, καί εξαλείψει τά άμαρτήματα ύμών." ομοίως καί έτερος Ζαχαρίας· "Τάδε λέγει κύριος παντοκράτωρ· Κρίμα άληθείας κρίνετε, καί έλεος καί οίκτιρμόν ποιείτε έκαστος προς τόν πλησίον αύτού, καί χήραν καί ορφανόν καί προσήλυτον μή καταδυναστεύσητε, καί κακίαν έκαστος μή μνησίκακε ίτω τώ άδελφώ αύτού έν ταίς καρδίαις ύμών, λέγει κύριος παντοκράτωρ." Καί περί σεμνότητας ού μόνον διδάσκει ήμάς ό άγιος λόγος τό μή άμαρτάνειν έργω, άλλά καί μέχρις έννοιας, τό μηδέ τή καρδία έννοηθήναι περί τίνος κακού, ή θεασάμενον τοίς όφθαλμοις άλλοτρίαν γυναίκα έπιθυμήσαι. Σολομών μέν ούν, ό βασιλεύς καί προφήτης γενόμενος, έφη· Όί οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν, τά δέ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια· όρθάς ποίει τροχιάς σοίς ποσίν." ή δέ εύαγγέλιος φωνή έπιτατικώτερον διδάσκει περί άγνείας λέγουσα· "Πάς ό ίδών γυναίκα άλλοτρίαν προς τό έπιθυμήσαι αύτήν ήδη έμοίχευσεν αύτήν έν τή καρδία αύτού. καί ό γαμών", φησίν, "άπολελυμένην άπό άνδρός μοιχεύει, καί ός άπολύει γυναίκα παρεκτός λόγου πορνείας ποιεί αύτήν μοιχευθήναι." έτι ό Σολομών φησίν- "Αποδήσει τις 1 Του αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας πύρ έν ίματίφ, τά δέ ίμάτια αύτού ού κατακαύσει; ή περιπατήσει τις έπ' ανθράκων πυράς, τούς δέ πόδας ού κατακαύσει; ούτως ό είσπορευόμενος προς γυναίκα ύπανδρον ούκ άθωωθήσεται." Καί τού μή μόνον ή μάς εύνοείν τοίς όμοφύλοις, ώς οίονταί τινες, Ήσάίας ό προφήτης έφη· Είπατε τοίς μισούσιν ύμάς καί τοίς βδελυσσομένοις· άδελφοί ήμών έστε, ϊνα τά όνομα κυρίου δοξασθή καί όφθή έν τή εύφροσύνη αύτών." τά δέ εύαγγέλιον· "Αγαπάτε, φησίν, τούς έχθρούς ύμών καί προσεύχεσθε ύπέρ τών έπηρεαζόντων ύμάς. έάν γάρ άγαπάτε τούς άγαπώντας ύμάς, ποιον μισθόν έχετε; τούτο καί οί λησταί καί οί τελώναι ποιούσιν." Τούς δέ ποιούντας τό άγαθόν διδάσκει μή καυχάσθαι, ϊνα μή άνθρωπάρεσκοι ώσιν. "Μή γνώτω γάρ", φησίν, "ή χειρ σου ή άριστερά τί ποιεί ή χειρ σου ή δεξιά." έτι μήν καί περί τού ύποτάσσεσθαι άρχαϊς καί έξουσίαις καί εύχεσθαι ύπέρ αύτών κελεύει ή μάς ό θείος λόγος, όπως ήρεμον καί ήσύχιον βίον διάγωμεν. καί διδάσκει άποδιδόναι πάσιν τά πάντα, τφ τήν τιμήν τήν τιμήν, τφ τόν φόβον τόν φόβον, τφ τόν φόρον τόν φόρον, μηδένι μηδέν όφελεϊν ή μόνον τό άγαπάν πάντας. Σκόπει τοίνυν εί οί τά τοιαύτα μανθάνοντες δύνανται άδιαφόρως ζήν καί συμφύρεσθαι ταϊς άθεμίτοις μίξεσιν, ή τό άθεώτατον πάντων, σαρκών άνθρωπε ίων έφάπτεσθαι, όπου γε καί τάς θέας τών μονο­ μάχων ήμϊν άπείρηται όράν, ϊνα μή κοινωνοί καί συνίστορες φόνων γενώμεθα. άλλ' ούδέ τάς λοιπάς θεωρίας όράν χρή, ϊνα μή μολύνωνται ήμών οί οφθαλμοί καί τά ώτα, γινόμενα συμμέτοχα τών έκει φωνών δομένων. είγάρ εϊποι τις περί άνθρωποβορίας, έκεϊ τά Θυέστου καί Τηρέως τέκνα έσθιόμενα· εί δέ περί μοιχείας, ού μόνον περί άνθρώπων άλλά καί περί θεών, ών καταγγέλλουσιν εύφώνως μετά τιμών καί άθλων, παρ' αύτοίς τραγψδεϊται. μακράν δέ άπείη χριστιανοϊς ένθυμηθήναί τι τοιούτο πράξαι, παρ' οϊς σωφροσύνη πάρεστιν, έγκράτεια ασκείται, μονογαμία τηρείται, άγνεία φυλάσ­ σεται, άδικία έκπορθεϊται, άμαρτία έκριζούται, δικαιοσύνη μελετάται, νόμος πολιτεύεται, θεοσέβεια πράσσεται, θεός όμολογεϊται, άλήθεια βραβεύει, χάρις συντηρεί, ειρήνη περισκέπει, λόγος άγιος 2ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας οδηγεί, σοφία διδάσκει, ζωή βραβεύει, θεός βασιλεύει. Πολλά μέν ούν έχοντες λέγειν περί τής καθ' ήμάς πολιτείας καί τών δικαιωμάτων τού θεού καί δημιουργού πάσης κτίσεως, τά νύν αύτάρκως ήγούμεθα έπιμεμνήσθαι, εις τό καί σε έπιστήσαι μάλιστα έξ ών άναγινώσκεις έως τού δεύρο, ινα ώς φιλομαθής έγενήθης έως τού δεύρο ούτως καί φιλομαθής έση. Θέλω δέ σοι καί τά τών χρόνων θεού παρέχοντας νύν άκριβέστερον έπιδείξαι, ίνα έπιγνφς ότι ού πρόσφατος ούδέ μυθώδης έστίν ό καθ' ήμάς λόγος, άλλ' άρχαιότερος και άληθέστερος άπάντων ποιητών καί συγγραφέων, τών έπ' άδήλω συγγραψάντων. οί μέν γάρ τόν κόσμον άγένητον είπόντες εις τό άπέραντον έχώρησαν, έτεροι δέ γενητόν φήσαντες ειπον ώς ήδη μυριάδας ετών πεντεκαίδεκα έληλυθέναι καί τρισχίλια έβδομήκοντα πέντε έτη. ταύτα μέν ούν Απολλώνιος ό Αιγύπτιος ιστορεί. Πλάτων δέ, ό δοκών Ελλήνων σοφώτερος γεγενήσθαι, εις πόσην φλυαρίαν έχώρησεν! έν γάρ ταίς Πολιτείαις αύτού έπιγραφομέναις ·ητώς κειται· "Πώς γάρ άν, ε’ίγε έμενε τάδε ούτως πάντα χρόνον ώς νύν διακοσμείται, καινόν άνευρίσκετό ποτέ ότιούν τούτο; ότι μέν μυριάκις μυρία έτη διελάνθανεν άρα τούς τότε· χίλια δ' άφ' ού γέγονεν ή δίς τοσαύτα έτη· τά μέν άπό Δαιδάλου καταφανή γέγονεν, τά δέ άπό Όρφέως, τά δέ άπό Παλαμήδους." καί ταύτα είπών γεγενήσθαι, τά μέν μυριάκις μυρία έτη από κατακλυσμού έως Δαιδάλου δηλοι. καί πολλά φήσας περί πολέων καί κατοικισμών καί εθνών, ομολογεί είκασμφ ταύτα είρηκέναι. λέγει γάρ· Έί γούν, ώ ξένε, τις ήμιν ύπόσχηται θεός ώς, άν έπιχειρήσωμεν <τό β> τή τής νομοθεσίας σκέψει, τών νύν είρημένων <λόγων ού χείρους ούδ' έλάττους άκουσόμεθα, μακράν άν έλθοιμι έγωγε>." δηλονότι είκασμφ έφη· εί δέ είκασμφ, ούκ άρα άληθή έστιν τά ύπ' αύτού είρημένα. Δεί ούν μάλλον μαθητήν γενέσθαι τής νομοθεσίας τού θεού, καθώς καί αύτός ώμολόγηκεν άλλως μή δύνασθαι τό άκριβές μαθείν, έάν μή ό θεός διδάξη διά τού νόμου, τί δέ; ούχί καί οί ποιηταί Όμηρος καί Ησίοδος καί Όρφεύς έφασαν εαυτούς άπό θείας προνοίας μεμαθηκέναι; έτι μην μάντεις καί προγνώστας γεγενήσθαι κατά τούς συγγραφείς, καί τούς παρ' αύτών μαθόντας 2ι Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας άκριβώς συγγεγραφέναι φασίν. πόσω ούν μάλλον ήμείς τά άληθή είσόμεθα οί μανθάνοντες άπό τών άγιων προφητών, τών χωρησάντων τό άγιον πνεύμα τού θεού; διό σύμφωνα και φίλα άλλήλοις οι πάντες προφήται ειπον, και προεκήρυξαν τά μέλλοντα έσεσθαι παντί τώ κόσμψ. τούς γάρ φιλομαθείς μάλλον δέ φιλαλήθεις δύναται αύτή ή έκβασις τών προαναπεφωνημένων πραγμάτων καί ήδη άπηρτισμένων έκδιδάσκειν όντως άληθή είναι τά δι' αύτών κεκηρυγμένα περί τε χρόνων καί καιρών τών προ κατακλυσμού, άφ' ού έκτισται ό κόσμος έως τού δεύρο, ώς συνέστηκε τά έτη, είς τό έπιδεϊξαι τήν φλυαρίαν τού ψεύδους τών συγγραφέων, ότι ούκ άληθή έστιν τά δι' αύτών -ηθέντα. Πλάτων γάρ, ώς προειρήκαμεν, δηλώσας κατακλυσμόν γεγενήσθαι, έφη μή πάσης τής γής άλλά τών πεδίων μόνον γεγενήσθαι, καί τούς διαφυγόντας έπί τοϊς ύψηλοτάτοις όρεσιν αύτούς διασεσώσθαι. έτεροι δέ λέγουσι γεγονέναι Δευκαλίωνα καί Πύρραν, καί τούτους έν Λάρνακι διασεσώσθαι καί τόν Δευκαλίωνα μετά τό έλθειν έκ τής Λάρνακας λίθους είς τά όπίσω πεπομφέναι καί άνθρώπους έκ τών λίθων γεγενήσθαι· όθεν φασίν λαούς προσαγορεύεσθαι τό πλήθος άνθρώπων. άλλοι δ' αύ ΚΛύμενον ειπον έν δευτέρψ κατακλυσμώ γεγονέναι. Ότι μέν ούν άθλιοι καί πάνυ δυσσεβείς καί άνόητοι εύρίσκονται οί τά τοιαύτα συγγράψαντες καί φιλοσοφήσαντες ματαίως, έκ τών προειρημένων δήλόν έστιν. ό δέ ήμέτερος προφήτης καί θεράπων τού θεού Μωσής περί τής γενέσεως τού κόσμου εξιστορών διηγήσατο τίνι τρόπψ γεγένηται ό κατακλυσμός έπί τής γής, ού μήν άλλά καί τά τού κατακλυσμού φ τρόπφ γέγονεν, ού Πύρραν ούτε Δευκαλίωνα ή ΚΛύμενον μυθεύων, ούδέ μήν τά πεδία μόνον κατακεκλύσθαι, καί τούς διαφυγόντας έπί τοϊς όρεσι μόνους διασεσώσθαι. Άλλ' ούδέ δεύτερον κατακλυσμόν γεγονέναι δηλοί, άλλά μέν ούν έφη μηκέτι τώ κόσμψ κατακλυσμόν ύδατος έσεσθαι, οίον ούτε γέγονεν ούτε μήν έσται. οκτώ δέ φησιν τάς πάσας ψυχάς άνθρώπων έν τή κιβωτφ διασεσώσθαι, έν τή κατασκευασθείση προστάγμασι θεού, ούχ ύπό Δευκαλίωνος, άλλ' ύπό τού Νώε έβραίστί, ός διερ­ μηνεύεται τή έλλάδιγλώσση άνάπαυσις, καθώς καί έν έτέρψ Λογά) 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έδηλώσαμεν ώς Νώε, καταγγέλλων τοίς τότε άνθρώποις μέλλειν κατακλυσμόν έσεσθαι, προεφήτευσεν αύτοις λέγων· Δεύτε, καλεί ύμάς ό θεός εις μετάνοιαν· διό οίκείως Δευκαλίων έκλήθη. τούτψ δέ τφ Νώε υιοί τρεις ήσαν, καθώς καί έν τφ δευτέρψ τόμω έδηλώσα­ μεν, ών τά ονόματα έστιν Σήμ καί Χάμ καί Ίάφεθ, οίς καί γυναίκες τρεις ήσαν τό καθ' ένα αύτών, καί αύτός, καί ή γυνή αύτού. Τούτον τόν άνδρα ένιοι Εύνούχον προσηγορεύκασιν. οκτώ ούν αί πάσαι ψυχαί άνθρώπων διεσώθησαν, οί έν τή κιβωτφ εύρεθέντες. Τόν δέ κατακλυσμόν έσήμανεν ό Μωσής έπί ή μέρας τεσσαρά­ κοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα γεγενήσθαί, άπό τού ούρανοϋ τών καταρακτών -υέντων καί πασών τών πηγών τής άβύσσου βλυσάντων, ώστε τό ύδωρ ύψωθήναι έπάνω παντός όρους ύψηλού πεντεκαίδεκα πήχεις. καί ούτως διεφθάρη τό γένος πάντων τών τότε άνθρώπων, μόνοι δέ διεσώθησαν οί φυλαχθέντες έν τή κιβωτφ, ους προειρήκαμεν οκτώ· ής κιβωτού τά λείψανα μέχρις τού δεύρο δείκνυται είναι έν τοίς Αραβικοΐς όρεσιν. Τά μέν ούν τού κατακλαυσμού κεφαλαιωδώς τοιαύτην έχει τήν ιστορίαν. Ό δέ Μωσής όδηγήσας τούς Ιουδαίους, ώς έφθημεν είρηκέναι, έκβεβλημένους άπό γής Αίγύπτου ύπό βασιλέως Φαραώ, ού τούνομα Τέθμωσις, ός, φασίν, μετά τήν έκβολήν τού λαού έβασίλευσεν έτη είκοσι πέντε καί μήνας δ, ώς ύφήρηται Μαναιθώς. καί μετά τούτον Χεβρών έτη ιγ. μετά δέ τούτον Αμένωφις έτη κ, μήνας έπτά. μετά δέ τούτον ή άδελφή αύτού Αμέσση έτη κα, μήνας εννέα, μετά δέ ταύτην Μήφρης έτη ιβ, μήνας θ. μετά δέ τούτον Μηφραμμούθωσις έτη κε, μήνας ι. καί μετά τούτον Τυθμώσης έτη θ, μήνας η. καί μετά τούτον Αμένωφις έτη λ, μήνας ι. μετά δέ τούτον Ώρος έτη λψ, μήνας πέντε, τούτου δέ θυγάτηρ Ακεγχερής έτη ιβ, μήνα α. μετά δέ ταύτην Έαθώτις έτη θ. μετά δέ τούτον Ακεγχήρης έτη ιβ, μήνας ε. μετά δέ τούτον Ακεγχήρης έτη ιβ, μήνας γ. τού δέ Άρμαϊς έτη δ, μήνα α. καί μετά τούτον Έαμέσσης ένιαυτόν, μήνας δ. μετά δέ τούτον Αρμέσσης Μιαμμού έτη ξψ καί μήνας β. καί μετά τούτον Αμένωφις έτη ιθ, μήνας C,. τού δέ Σέθως καίΈαμέσσης έτη ξ, ούς φασιν έσχηκέναι πολλήν δύναμιν ιππικής καί παράταξιν ναυτικής κατά τούς ίδιους χρόνους. Οί μέν Εβραίοι, κατ' έκείνο καιρού παροικήσαντες έν γή 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Αιγυπτω καί καταδουλωθέντες ύπό βασιλέως ός προείρηταιΤέθμωσις, φκοδόμησαν αύτφ πόλεις όχυράς, τήν τε Πειθώ καί'Ραμεσσή καίΏν, ήτις έστιν Ήλιου πόλις· ώστε καί τών πόλεων τών τότε όνομαστών κατ' Αιγυπτίους δείκνυνται προγενέστεροι οί Εβραίοι όντες, οΐ καί προπάτορες ήμών, άφ' ών καί τάς ίεράς βίβλους έχομεν άρχαιοτέρας ούσας άπάντων συγγραφέων, καθώς προειρήκαμεν. Αίγυπτος δέ ή χώρα έκλήθη άπό του βασιλέως Σέθως· ό γάρ Σέθως, φασίν, Αίγυπτος καλείται, τφ δέ Σέθως ήν άδελφός φ όνομα Άρμαϊς· ούτος Δαναός κέκληται ό εις Άργος άπό Αίγύπτου παραγενόμενος, ού μέμνηται οί λοιποί συγγραφείς ώς πάνυ άρχαίου τυγχάνοντας. Μαναιθώς δέ ό κατ' Αιγυπτίους πολλά φλυαρήσας, έτι μήν καί βλάσφημα είπών εις τε Μωσέα καί τούς σύν αύτφ Εβραίους, ώς δήθεν διά λέπραν έκβληθέντας έκ τής Αίγύπτου, ούχ εύρεν τό άκριβές τών χρόνων είπείν. ποιμένας μέν γάρ αύτούς είπών καί πολεμίους Αιγυπτίων, τό μέν ποιμένας άκων είπεν, έλεγχόμενος ύπό τής άληθείας· ήσαν γάρ όντως ποιμένες οί προπάτορες ήμών, οί παροικήσαντες έν Αιγυπτω, άλλ' ού λεπροί, παραγενόμενοιγάρ εις τήν γήν τήν καλούμένην Ίουδαίαν, ένθα καί μεταξύ κατφκησαν, δηλούται φ τρόπψ οί ιερείς αύτών διά προστάγματος θεού προσκαρτερούντες τφ ναφ, τότε έθεράπευον πάσαν νόσον ώστε καί λεπρώντας καί πάντα μώμον ίώντο. ναόν φκοδόμησεν Σολομών ό βασιλεύς τής Ίουδαίας. Περί δέ τού πεπλανήσθαι τόν Μαναιθώ περί τών χρόνων έκ τών ύπ' αύτού είρημένων δήλόν έστιν· άλλά καί περί τού βασιλέως τού έκβαλόντος αύτούς, Φαραώ τούνομα. ούκέτιγάρ αύτών έβασίλευσεν· καταδιώξας γάρ Εβραίους μετά τού στρατεύματος κατεποντίσθη εις τήν έρυθράν θάλασσαν, έτι μήν καί οΰς έφη ποιμένας πεπολεμηκέναι τούς Αιγυπτίους ψεύδεται· προ έτών γάρ λ%γ έξήλθον έκ τής Αίγύπτου καίφκησαν έκτοτε τήν χώραν, τήν έτι καί νύν καλουμένην Ίουδαίαν, προ τού καί Δαναόν εις Άργος άφικέσθαι. ότι δέ τούτον άρχαιότερον ήγούνται τών λοιπών κατά Έλληνας οί πλείους, σαφές έστιν. Ώστε ό Μαναιθώς δύο τάξεις άκων τής άληθείας μεμήνυκεν 2ι Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ήμίν διά τών αύτού γραμμάτων, πρώτον μέν ποιμένας αύτούς όμοΛογήσας, δεύτερον είπών καί τό έξεληλυθέναι αύτούς έκ γης Αίγύπτου· ώστε καί έκ τούτων τών άναγραφών δείκνυσθαι προγενέ­ στερον είναι τόν Μωσήν καί τούς σύν αύτφ ένακοσίους ή καί χιΛίους ένιαυτούς προ τού ΊΛιακού πολέμου. Αλλά καί περί τού ναού τής οικοδομής τού έν Ίουδαίμ, ον ώκοδόμησεν ό βασιλεύς Σολομών μετά έτη πεντακόσια έξήκοντα έξ τής Αίγύπτου έξοδίας τών Ιουδαίων, παρά Τυρίοις αναγέγραπται ώς ό ναός φκοδόμηται, καί έν τοίς άρχείοις αυτών πεφύλακται τά γράμματα, έν αίς άναγραφαίς εύρίσκεται γεγονώς ό ναός προ τού τούς Τυρίους τήν Καρχηδόνα κτίσαι θάττον έτεσιν έκατόν τεσσαρά­ κοντα τρισίν, μησίν οκτώ· (άνεγράφη ύπόΊερώμου τούνομα βασιλέως Τυρίων, υιού δέ Αβειβάλου, διά τό έκ πατρικής συνήθειας τόν Ίέρωμον γεγενήσθαί φίλον τού Σολομώνος, άμα καί διά τήν ύπερβάλλουσαν σοφίαν, ήν έσχεν ό Σολομών, έν γάρ προβλήμασιν άλλήλους συνεχώς έγύμναζον· τεκμήριον δέ τούτου, καί άντίγραφα επιστολών αύτών φασιν μέχρι τού δεύρο παρά τοίς Τυρίοις πεφυλαγμένα· γράμματά τε άλλήλοις διέπεμπον.) -καθώς μέμνηται Μέναν­ δρος ό Έφέσιος, ίστορών περί τής Τυρίων βασιλείας, λέγων ούτως· "Τελευτήσαντος γάρ Αβειβάλου" βασιλέως Τυρίων "διεδέξατο τήν βασιλείαν ό υιός αύτού Ίέρωμος, ός βιώσας έτη πεντήκοντα τρία <έβασίλευσεν έτη τριάκοντα τέσσαρα>. τούτον δέ διεδέξατο Βαλεάζωρος, βιώσας έτη μγ, ός έβασίλευσεν έτη ιζ. <μετά τούτον Αβδάστρατος, ός βιώσας έτη κθ έβασίλευσεν έτη θ.> μετά δέ τούτον Μεθουάσταρτος, βιώσας έτη νδ, έβασίλευσεν έτη ιβ. μετά δέ τούτον ό άδελφός αύτού Αθάρυμος, βιώσας έτη νη, έβασίλευσεν έτη θ. τούτον άνειλεν ό άδελφός αύτού Έλλης τούνομα, ός βιώσας έτη ν έβασίλευσεν μήνας οκτώ, τούτον άνεϊλεν Ίουθώβαλος, ίερεύς τής Αστάρτης, ός βιώσας έτη μ έβασίλευσεν έτη λβ. τούτον διεδέξατο ό υιός αύτού Βαλέζωρος, ός βιώσας έτη με έβασίλευσεν έτη Ç. υιός δέ τούτου Μέττηνος, βιώσας έτη λβ, έβασίλευσεν έτη κθ. τούτον διεδέξατο Πυγμαλίων, ός βιώσας έτη ν(ξ έβασί­ λευσεν έτη μζ. έν δέ τώ έβδόμψ έτει τής βασιλείας αύτού <ή άδελφή αύτου> είς Λιβύην φυγούσα πόλιν φκοδόμησεν τήν μέχρι τού δεύρο Καρχηδονίαν καλουμένην. συνάγεται ούν ό πάς χρόνος άπό τής Ίερώμου βασιλείας μέχρι Καρχηδόνος κτίσεως έτη ρνε, 2ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μήνες οκτώ, τώ δέ δωδεκάτψ έτειτής Ίερώμου βασιλείας έν Ίεροσολύμοις ό ναός φκοδομήθη, ώστε τόν πάντα χρόνον γεγενήσθαι άπό τής του ναού οικοδομής μέχρι Καρχηδόνος κτίσεως έτη ρμγ, μήνες η." Τής μέν ούν Φοινίκων καί Αιγυπτίων μαρτυρίας, ώς ίστορήκασιν περί τών καθ' ήμάς χρόνων οί συγγράψαντες Μαναιθώς ό Αιγύπτιος καί έ) Μένανδρος ό Έφέσιος, έτι δέ καί Ίώσηππος ό άναγράψας τόν Ιουδαϊκόν πόλεμον τόν γενόμενον αύτοίς ύπό 'Ρωμαίων, άρκετώς ήτω ήμίν τά είρημένα. έκ γάρ τούτων τών άρχαίων δείκνυται καί τά τών λοιπών συγγράμματα έσχατα είναι τών διά Μωσέως ήμίν δεδομένων γραμμάτων, έτι μήν καί τών μεταξύ προφητών· ό γάρ ύστερος τών προφητών γενόμενος Ζαχαρίας όνόματι ήκμασεν κατά τήν Δαρείου βασιλείαν. Αλλά καί οί νομοθέται πάντες μεταξύ εύρίσκονται νομοθετούντες. εί γάρ τις ε’ίποι Σάλωνα τόν Αθηναϊον, ούτος γέγονεν κατά τούς χρόνους Κύρου καί Δαρείου τών βασιλέων, κατά τόν χρόνον Ζαχαρίου τού προειρημένου προφήτου, μεταξύ γεγενημένου πάνυ πολλοις έτεσιν· ήτοι καί περί Λυκούργου ή Δράκοντος ή Μίνω τών νομοθετών, τούτων άρχαιότητι προάγουσιν αί ίεραί βίβλοι, όπου γε καί τού Διός τού Κρητών βασιλεύσαντος, άλλά μήν καί τού Ίλιακού πολέμου δείκνυται προάγοντα τά γράμματα τού θείου νόμου τού διά Μωσέως ήμίν δεδομένου. Ένα δέ άκριβεστέραν ποιήσωμεν τήν άπόδειξιν τών καιρών καί χρόνων, θεού ήμίν παρέχοντας ού μόνον τά μετά κατακλυσμόν ίστορούντες άλλά καί τά προ κατακλυσμού εις τό καί τών άπάντων κατά τό δυνατόν είπείν ήμίν τόν άριθμόν, νυνί ποιησόμεθα, άναδραμόντες έπί τήν άνέκαθεν άρχήν τής τού κόσμου κτίσεως, ήν άνέγραψεν Μωσής ό θεράπων τού θεού διά πνεύματος άγιου, είπών γάρ τά περί κτίσεως καί γενέσεως κόσμου, τού πρωτοπλάστου άνθρώπου, καί τά τών έξής γεγενη μένων, έσήμανεν καί τά προ κατακλυσμού έτη γενόμενα. εγώ δ' αίτούμαι χάριν παρά τού μόνου θεού, εις τό τάληθή κατά τό θέλημα αύτού πάντα άκριβώς είπείν, όπως καί σύ καί πάς ό τούτοις έντυγχάνων όδηγήται ύπό τής άληθείας καί χάριτος αύτού. άρξομαι δή πρώτον άπό τών άναγεγραμμένων γενεαλογιών, λέγω δέ άπό τού πρωτοπλάστου άνθρώπου τήν άρχήν 2ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ποιησάμενος. Αδάμ έως ού έτέκνωσεν έζησεν έτη σλ, υιός δέ τούτου Σήθ έτη σε, υιός δέ τούτου Ένώς έτη ρ%, υιός δέ τούτου Καϊνάν έτη ρο, υιός δέ τούτου Μαλελεήλ έτη ρξε, υιός δέ τούτου Ίάρεθ έτη ρξβ, υιός δέ τούτου Ένώχ έτη ρξε, υιός δέ τούτου Μαθουσάλα έτη ρξζ, υιός δέ τούτου Λάμεχ έτη ρπη. τούτψ δέ υιός έγενήθη ό προειρημένος Νώε, ός έτέκνωσεν τόν Σήμ ών ετών φ. έπί τούτου έγένετο ό κατακλυσμός οντος αύτου έτών χ. τά πάντα ούν μέχρι κατακλυσμού γεγένηται έτη βσμβ. Μετά δέ τόν κατακλυσμόν εύθέως ό Σήμ ών έτών ρ έτέκνωσεν τόν Αρφαξάθ, Αρφαξάθ δέ έτέκνωσεν Σαλά ών έτών ρλε, ό δέ Σαλά έτέκνωσεν ών έτών ρλ, τούτου δέ υιός Έβερ ών έτών ρλδ, άφ' ού καί τό γένος αύτών Εβραίοι προσηγορεύθησαν, τούτου δέ υιός Φαλέγ ών έτών ρλ, τούτου δέ υιός Έαγαυ ών έτών ρλβ, τούτου δέ υιός Σερούχ ών έτών ρλ, τούτου δέ υιός Ναχώρ ών έτών οε, τούτου δέ υιός Θάρρα ών έτών ο, τούτου δέ υιός Αβραάμ ό πατρι­ άρχης ήμών έτέκνωσεν τόν Ισαάκ ών έτών ρ. Γίνονται ούν μέχρι Αβραάμ έτη γσοη. Ισαάκ ό προειρημένος έως τεκνογονίας έζησεν έτη ξ, ος εγέννησεν τόν Ιακώβ· έζησεν ό Ιακώβ έως τής μετοικησίας τής έν Αιγυπτω γενομένης, ής έπάνω προειρήκαμεν, έτη ρλ, ή δέ παροίκησις τών Εβραίων έν Αίγύπτψ έγενήθη έτη υλ, καί μετά τό έξελθειν αύτούς έκγής Αίγύπτου έν τή έρήμω καλουμένη διέτριψαν έτη μ. γίνεται ούν τά πάντα έτη γ"λη, ώ καιρφ τού Μωσέως τελευτήσαντος διεδέξατο άρχειν Ιησούς υιός Ναυή, ός προέστη αύτών έτεσιν κζ. Μετά δέ τόν Ίησουν τού λαού παραβάντος άπό τών εντολών του θεού έδούλευσαν βασιλεί Μεσοποταμίας Χουσαράθων όνομα έτεσιν οκτώ, είτα μετανοήσαντος τού λαού κριταί έγενήθησαν αύτοίς. Γοθονεήλ έτεσιν τεσσαράκοντα, Έκλών έτεσιν ιη, Αώθ έτεσιν η. έπειτα πταισάντων αύτών άλλόφυλοι έκράτησαν έτεσιν κ. έπειτα Δεββώρα έκρινεν αύτούς έτεσιν μ· έπειτα Μαδιανίται έκράτησαν αύτών έτεσιν ζ. είτα Γεδεών έκρινεν αύτούς έτεσιν μ, Αβιμέλεχ έτεσιν γ, Θωλά έτεσιν κγ, Ίαείρ έτεσιν κβ. έπειτα Φυλιστιείμ καί Αμμανίται έκράτησαν αύτών έτεσιν ιη. είτα Ίεφθάε έκρινεν αύτούς 2ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας έτεσιν έξ, Έσβών έτεσιν ζ, ΑΙΛών έτεσιν ι, Αβδών έτεσιν η. έπειτα άΛΛόφυΛοι έκράτησαν αύτών έτεσιν μ. ειτα Σαμψών έκρινεν αύτούς έτεσιν κ. έπειτα ειρήνη έν αύτο'ις έγένετο έτεσιν μ. ειτα Σαμηρά έκρινεν αύτούς ενιαυτόν, ΉΛίς έτεσιν κ, ΣαμουήΛ έτεσιν ιβ. Μετά δέ τούς κριτάς έγένοντο βασιΛείς έν αύτοις, πρώτος όνόματι ΣαούΛ, ός έβασίΛευσεν έτη κ, έπειτα Δαυίδ ό πρόγονος ήμών έτη μ. γίνεται ούν μέχρι τής τού Δαυίδ βασιΛείας τά πάντα έτη υ%η. Μετά δέ τούτους έβασιΛεύει ΣοΛομών, ό καί τόν ναόν τόν έν ΊεροσοΛύμοις κατά βουΛήν θεού πρώτος οίκοδομήσας, δι' έτών μ, μετά δέ τούτον Έοβοάμ έτεσιν ιζ, καί μετά τούτον Αβίας έτεσιν ζ, και μετά τούτον Ασά έτεσιν μα, καί μετά τούτον Ίωσαφάτ έτεσιν κε, μετά δέ τούτον Ίωράμ έτη η, μετά δέ τούτον Όχοζίας ένιαυτόν, και μετά τούτον ΓοθοΛία έτεσιν έξ, μετά δέ ταύτην Ίωάς έτεσιν μ, καί μετά τούτον Αμεσίας έτεσιν Λθ, και μετά τούτον Όζίας έτεσιν νβ, μετά δέ τούτον Ίωαθάμ έτεσιν ιζ, μετά δέ τούτον Άχαζ έτεσιν ιζ, καί μετά τούτον Έζεκίας έτεσιν κθ, μετά δέ τούτον Μανασσής έτεσιν νε, μετά δέ τούτον Αμώς έτεσιν β, μετά δέ τούτον Ίωσίας έτεσιν Λα, μετά δέ τούτον Ώχάς μήνας γ, μετά δέ τούτον Ιωακείμ έτη ια, έπειτα Ιωακείμ έτερος μήνας γ ήμέρας ι, μετά δέ τούτον Σεδεκίας έτη ια. μετά δέ τούτους τούς βασιΛείς, διαμένοντος τού Λαού έπί τοίς άμαρτήμασιν καί μή μετανοοϋντος, κατά προφητείαν Ίερεμίου άνέβη εις τήν Ιουδαίαν βασιλεύς ΒαβυΛώνος, όνομα Ναβουχοδονόσορ. ούτος μετφκησεν τόν Λαόν τών Ιουδαίων εις ΒαβυΛώνα καί τόν ναόν κατέστρεψεν, ον φκοδομήκει ΣοΛομών. έν δέ τή μετοικεσίμ Βαβυλώνος, ό Λαός έποίησεν έτη ο. γίνεται ούν μέχρι τής παροικεσίας έν γή ΒαβυΛώνος τά πάντα έτη δ"νδ μήνες C, ήμέραι ι. Όν τρόπον δέ ό θεός προείπεν διά Ίερεμίου τού προφήτου τόν Λαόν αίχμαΛωτισθήναι εις ΒαβυΛώνα, ούτως προεσήμανεν καί τό πάΛιν έπανεΛθείν αύτούς εις τήν γήν αύτών μετά ο έτη. τεΛειουμένων ούν ο έτών γίνεται Κύρος βασιΛεύς Περσών, ός κατά τήν προφητείαν Ίερεμίου δευτέρψ έτειτής βασιΛείας αύτού έκήρυξεν κεΛεύων δι' έγγράφων τούς Ιουδαίους πάντας, τούς όντας έν τή βασιΛείμ αύτού έπιστρέφειν εις τήν έαυτών χώραν καί τφ θεφ 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας άνοικοδομείν τόν ναόν, ον καθηρήκει βασιλεύς Βαβυλώνος ό προειρη­ μένος. πρός τούτοις δέ ό Κύρος κατ' έγκέλευσιν τού θεού προσέταξεν Σαβεσσάρψ καί Μιθριδάτη, τοίς ίδίοις σωματοφύλαξιν, τά σκεύη τά έκ τού ναού τού τής Ίουδαίας ληφθέντα ύπό τού Ναβουχοδονόσορ άποκομισθήναι καί άποτεθήναι εις τόν ναόν, έν τώ ούν δευτέρω έτει Κύρου πληρούται τά ο έτη, τά προειρημένα ύπό τού Ίερεμίου. Εντεύθεν όράν έστιν πώς άρχαιότερα καί άΛηθέστερα δείκνυται τά ιερά γράμματα τά καθ' ή μάς είναι τών καθ' ΈΛΛηνας καί Αιγυπτίους, ή εί καί τινας έτέρους ιστοριογράφους, ήτοιγάρ Ηρόδοτος καί Θουκυδίδης ή καί Ξενοφών ή όπως οί άΛΛοι ιστοριο­ γράφοι, οί πλείους ήρξαντο σχεδόν άπό τής Κύρου καί Δαρείου βασιλείας άναγράφειν, μή έξισχύσαντες τών παλαιών καί προτέρων χρόνων τό άκριβές είπείν. τί γάρ μέγα έφασαν εί περί Δαρείου καί Κύρου τών κατά βαρβάρους βασιλέων είπον, ή κατά ΈΛΛηνας Ζωπύρου καίΊππίου, ή τούς Αθηναίων καί Λακεδαιμονίων πολέ­ μους, ή τάς Ξέρξου πράξεις ή Παυσανίου τού έν τώ τεμένει τής Αθηνάς Λιμφ κινδυνεύσαντος διαφθαρήναι, ή τά περί ΘεμιστοκΛέα καί τόν πόλεμον τόν ΠεΛοποννησίων, ή τά περί Αλκιβιάδην καί Θρασύβουλον; Ού γάρ πρόκειται ήμίν ύΛη πολυλογίας, άλλά εις τό φανερώσαι τήν τών χρόνων άπό καταβολής κόσμου ποσότητα καί έλέγξαι τήν ματαιοπονίαν καί φλυαρίαν τών συγγραφέων, ότι ούκ είσίν έτών ούτε δισμυρίαι μυριάδες, ώς Πλάτων έφη, καί ταύτα άπό κατακλυσμού έως τών αύτού χρόνων τοσαύτα έτη γεγενήσθαι δογματίζων, ούτε μήν ιε μυριάδες καίγοε έτη, κατά προειρήκαμεν Απολλώνιου τόν Αιγύπτιον ίστορείν· ούδέ άγένητος ό κόσμος έστιν καί αύτοματισμός τών πάντων, καθώς Πυθαγόρας καί οί Λοιποί πεφλυαρήκασιν, άλλά μέν ούν γενητός καί προνοία διοικείται ύπό τού ποιήσαντος τά πάντα θεού· καί ό πάς χρόνος καί τά έτη δείκνυται τοίς βουλομένοις πείθεσθαι τή άληθεία. μήπως ούν δόξωμεν μέχρι Κύρου δεδηλωκέναι, τών δέ μεταξύ χρόνων άμελείν, ώς μή έχοντες άποδείξαι, θεού παρέχοντος καί τών έξής χρόνων τήν τάξιν πειράσομαικατά τό δυνατόν έξηγήσασθαι. Τομύριδος έν Μασσαγετία, τότε ούσης ολυμπιάδας εξηκοστής δευτέρας· έκτοτε ήδη οί'Ρωμαίοι έμεγαλύνοντο τού θεού κρατύνον- 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τος αύτούς, ¿κτισμένης τής 'Ρώμης ύπό 'Ρωμύλου, τού παιδός Ιστορούμενου Άρεως καί Ίλίας, όλυμπιάδι ζ, τή προ ι καί α καλανδών Μαιών, τού ενιαυτού τότε δεκαμήνου άριθμουμένου· τού ούν Κύρου τελευτήσαντος, ώς έφθημεν είρηκέναι, όλυμπιάδι εξη­ κοστή καί δευτέρμ, γίνεται ό καιρός άπό κτίσεως 'Ρώμης έτη σκ, φ καί'Ρωμαίων ήρξεν Ταρκύνιος Σούπερβος τούνομα, ός πρώτος έξώρισεν 'Ρωμαίους τινάς καί παϊδας διέφθειρεν καί σπάδοντας εγχωρίους έποίησεν· έτι μήν καί τάς παρθένους διαφθείρων προς γάμον έδίδου. διό οίκείως Σούπερβος έκλήθη τή ρωμαϊκή γλώσση· έρμηνεύεται δέ ύπερήφανος. αύτός γάρ πρώτος έδογμάτισε τούς άσπαζομένους αύτόν ύπό έτέρου άντασπάζεσθαι. ός έβασίλευσεν έτεσιν κε. Μεθ' ον ήρξαν ένιαύσιοι ύπατοι, χιλίαρχοι ή άγορανόμοι έτεσιν υξγ, ών τά ονόματα καταλέγειν πολύ καί περισσόν ήγούμεθα. εί γάρ τις βούλεται μαθεϊν, έκ τών άναγραφών εύρήσει ών άνέγραψεν Χρύσερως ό νομεγκλάτωρ, άπελεύθερος γενόμενος Μ. Αύρηλίου Ούήρου, ός άπό κτίσεως 'Ρώμης μέχρι τελευτής τού ίδιου πάτρωνος αύτοκράτορος Ούήρου σαφώς πάντα άνέγραψεν καί τά ονόματα καί τούς χρόνους. Έκράτησαν ούν 'Ρωμαίων ένιαύσιοι, ώς φαμεν, έτεσιν υξγ. έπειτα ούτως ήρξαν οί αύτοκράτορες καλούμενοι· πρώτος Γάϊος Ιούλιος, ός έβασίλευσεν έτη γ μήνας ζήμέρας έξ. έπειτα Αύγουστος έτη vÇ μήνας δ ήμέραν μίαν. Τιβέριος έτη κβ <μήνας C, ήμέρας kÇ>. ειτα Γάϊος έτερος έτη γ μήνας ιήμέρας ζ. ΚΛαύδιος έτη ιγ μήνας η ήμέρας κ. Νέρων έτη ιγ μήνας ζ ήμέρας κζ. Γάλβας μήνας έπτά ήμέρας Ç. Όθων μήνας γ ήμέρας ε. Ούϊτέλλιος μήνας η ήμέρας β. Ούεσπασιανός έτη θ μήνας ια ήμέρας κβ. Τίτος έτη β μήνας β ήμέρας κ. Δομετιανός έτη ιε ήμέρας ε. Νερούας ένιαυτόν μήνας δ ήμέρας ι. Τραϊανός έτη ιθ μήνας έξ ήμέρας ιδ. Άδριανός έτη κ μήνας ιήμέρας κη. Αντωνϊνος έτη κβ μήνας ζ ήμέρας κζ. Ούήρος έτη ιθ ήμέρας ι. γίνεται ούν ό χρόνος τών Καισάρων μέχρι Ούήρου αύτοκράτορος τελευτής έτη σκε. άπό ούν τής Κύρου άρχής μέχρι τελευτής αύτοκράτορος Ούήρου, ού προειρήκαμεν, ό πάς χρόνος συνάγεται έτη ψμα. 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Από δέ καταβολής κόσμου ό πάς χρόνος κεφαλαιωδώς ούτως κατάγεται, άπό κτίσεως κόσμου έως κατακλυσμού έγένοντο έτη βσμβ. άπό δέ τού κατακλυσμού έως τεκνογονίας Αβραάμ τού προπάτορος ήμών έτη αλψ. άπό δέ Ισαάκ τού παιδός Αβραάμ έως ού ό λαός σύν Μωσή έν τή έρήμψ διέτριβεν έτη χξ. άπό δέ τής Μωσέως τελευτής, άρχής Ιησού υιού Ναυή, μέχρι τελευτής Δαυίδ τού πατριάρχου έτη υ%η. άπό δέ τής τελευτής Δαυίδ, βασιλείας δέ Σολομώνος, μέχρι τής παροικίας τού λαού έν γή Βαβυλώνος έτη φιη μήνες Ç ήμέραι ι. άπό δέ τής Κύρου άρχής μέχρι αύτοκράτορος Αύρηλίου Ούήρου τελευτής έτη ψμα. Όμού άπό κτίσεως κόσμου συνάγονται τά πάντα έτη εχ%ε καί οί έπιτρέχοντες μήνες καί ήμέραι. Τών ούν χρόνων καί τών είρημένων άπάντων συνηρασμένων, όράν έστιν τήν άρχαιότητα τών προφητικών γραμμάτων καί τήν θειότητα τού παρ' ήμίν λόγου, ότι ού πρόσφατος ό λόγος, ούτε μήν τά καθ' ήμάς, ώς ο’ίονταί τινες, μυθώδη καί ψευδή έστιν, αλλά μέν ούν άρχαιότερα καί άληθέστερα. Καί γάρ Βήλου τού Ασσυριών βασιλεύσαντος καί Κρόνου τού Τιτάνος ©άλλος μέμνηται, φάσκων τόν Βήλον πεπολεμηκέναι σύν τοίς Τιτάσι προς τόν Δία καί τούς σύν αύτώ θεούς λεγομένους, ένθα φησίν, "Καί Ώγυγος ήττηθείς έφυγεν εις Ταρτησσόν, τότε μέν τής χώρας έκείνης Ακτής κληθείσης, νυνί δέ Αττικής προσαγορευομένης, ής Ώγυγος τότε ήρξεν." καί τάς λοιπάς δέ χώρας καί πόλεις αφ' ών τάς προσωνυμίας έσχον, ούκ άναγκαϊον ήγούμεθα καταλέγειν, μάλιστα προς σέ τόν έ πιστά με νον τάς ιστορίας, ότι μέν ούν άρχαιότερος ό Μωσής δείκνυται άπάντων συγγραφέων (ούκ αύτός δέ μόνος άλλά καί οί πλείους μετ' αύτόν προφήταιγενόμενοι) καί Κρόνου καί Βήλου καί τού Ίλιακού πολέμου, δήλόν έστιν. κατά γάρ τήν ©άλλου ιστορίαν ό Βήλος προγενέστερος εύρίσκεται τού Ίλιακού πολέμου έτεσι τκβ. ότι δέ πρός που έτεσι " ή καί α προάγει ό Μωσής τής τού Ιλίου άλώσεως, έν τοίς έπάνω δεδηλώκαμεν. Τού δέ Κρόνου καί τού Βήλου συνακμασάντων όμόσε, οί πλείους ούκ έπίστανται τίς έστιν ό Κρόνος ή τίς ό Βήλος. ένιοι μέν σέβονται τόν Κρόνον καί τούτον αύτόν όνομάζουσι Βήλ καί Βάλ, μάλιστα οί οίκούντες τά άνατολικά κλίματα, μή γινώσκοντες μήτε τίς έστιν ό 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Κρόνος μήτε τίς έστιν ό Βήλος. παρά δέ Έωμαίοις Σατούρνος ονομάζεται· ούδέ γάρ αύτοί γινώσκουσιν τίς έστιν αύτών, πότερον ό Κρόνος ή ό Βήλος. Ή μέν ούν άρχή τών ολυμπιάδων άπό Είφίτου, φασίν, έσχηκεν τήν θρησκείαν, κατά δέ τινας άπό Αϊμονος, ός καί Ήλείος έπεκλήθη. ό μέν ούν άριθμός τών έτών καί ολυμπιάδων ώς έχει τήν τάξιν, έν τοίς έπάνω δεδηλώκαμεν. Τής μέν ούν άρχαιότητος τών παρ' ήμιν πραγμάτων καί τών χρόνων τόν πάντα άριθμόν κατά τό δύνατον οιμαι τά νύν άκριβώς ειρήσθαι. εί γάρ καί έλαθεν ήμάς χρόνος, εί τύχοι είπειν έτη ν ή ρ ή καί ς, ού μέντοι μυριάδες ή χιλιάδες έτών, καθώς προειρήκασιν Πλάτων καί Απολλώνιος καί οί λοιποί ψευδώς άναγράψαντες. όπερ ήμεις τό άκριβές ίσως άγνοούμεν, άπάντων τών έτών τόν άριθμόν, διά τό μή άναγεγράφθαι έν ταίς ίεραΐς βίβλοις τούς έπιτρέχοντας μήνας καί ή μέρας. Έτι δέ περί ών φαμεν χρόνων συνάδει καί Βήρωσος, ό παρά Χαλδαίοις φιλοσοφήσας καί μηνύσας Έλλησιν τά χαλδαϊκά γράμ­ ματα, ός άκολούθως τινά ειρηκεν τώ Μωσει περί τε κατακλυσμού καί έτέρων πολλών έξιστορών. έτι μήν καί τοις προφήταις Ίερεμίμ καί Δανιήλ σύμφωνα έκ μέρους ειρηκεν· τά γάρ συμβάντα τοίς Ίουδαίοις ύπό τού βασιλέως Βαβυλωνίων, ον αύτός ονομάζει Ναβοπαλάσσαρον, κέκληται δέ παρά Έβραίοις Ναβουχοδόνοσορ. μέμνηται καί περί τού ναού έν Ίεροσολύμοις ώς ήρημώσθαι ύπό τού Χαλδαίων βασιλέως, καί ότι, Κύρου τό δεύτερον έτος βασιλεύσαντος τού ναού τών θεμελίων τεθέντων, Δαρείου πάλιν βασιλεύσαντος τό δεύτερον έτος ό ναός έπετελέσθη. Τών δέ τής άληθείας ιστοριών Έλληνες ού μέμνηνται, πρώτον μέν διά τό νεωστί αύτούς τών γραμμάτων τής έμπειρίας μετόχους γεγενήσθαι καί αύτοί όμολογούσιν φάσκοντες τά γράμματα εύρήσθαι, οί μέν παρά Χαλδαίων, οί δέ παρά Αιγυπτίων, άλλοι δ' αύ άπό Φοινίκων· δεύτερον ότι έπταιον καί πταίουσιν περί θεού μή ποιού­ μενοι τήν μνείαν άλλά περί ματαίων καί άνωφελών πραγμάτων, ούτως μέν γάρ καί Όμήρου καί Ησιόδου καί τών λοιπών ποιητών φιλοτίμως μέμνηνται, τής δέ τού άφθάρτου καί μόνου θεού δόξης ού μόνον έπελάθοντο άλλά καί κατελάλησαν· έτι μήν καί τούς σεβομένους αύτόν έδιωξαν καί τό καθ' ή μέραν διώκουσιν. ού 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας μήν άλΛά και τοις εύφώνως ύβρίζουσι τόν θεόν άθλα και τιμάς τιθέασιν, τούς δέ σπεύδοντας πρός άρετήν καί άσκούντας βίον όσιον, οΰς μέν έΛιθοβόΛησαν, οΰς δέ ¿θανάτωσαν, και έως τού δεύρο ώμοίς αίκισμοίς περιβάΛΛουσιν. διό οίτοιούτοι άναγκαίως άπώΛεσαν τήν σοφίαν τού θεού καί τήν άΛήθειαν ούχ εύρον. Εί ούν βούΛει, άκριβώς έντυχε τούτοις, όπως σχής σύμβουλον καί άρραβώνα τής άΛηθείας. 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ΕΡΜΕΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ διασυρμός τών έξω φιλοσόφων. Παύλος ό μακάριος άπόστολος τοίς τήν Ελλάδα τήν Λακωνικήν παροικουσιΚορινθίοις γράφων, 'ώ άγαπητοί/ άπεφήνατο λέγων· 'ή σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τφ θεφ/ ούκ άσκόπως είπών· δοκεί γάρ μοι τήν άρχήν ε’ιληφέναι άπό τής τών άγγέλων άποστασίας. δι' ήν αιτίαν ούτε σύμφωνα ούτε ομόλογα οί φιλόσοφοι προς άλλήλους λέγοντες έκτίθενται τά δόγματα. Οί μέν γάρ φασιν αύτών ψυχήν είναι τό πυρ, οί δέ τόν άέρα [οί Στωικοί], οί δέ τόν νούν, οί δέ τήν κίνησιν, [Ηράκλειτος] οί δέ τήν άναθυμίασιν, οί δέ δύναμιν άπό τών άστρων -έουσαν, οί δέ άριθμόν κινητικόν [Πυθαγόρας], οί δέ ύδωρ γονοποιόν ['Ίππων], οί δέ στοιχείον άπό στοιχείων οί δέ άρμονίαν [Δείναρχος], οί δέ τό αίμα [Κριτίας], οί δέ τό πνεύμα, οί δέ τήν μονάδα [Πυθαγόρας], καί οί παλαιοί τά έναντία. πόσοι λόγοι περί τούτων, έπιχειρήσεις πόσαι, πόσαι δίκαι σοφιστών έριζόντων μάλλον η τάληθές εύρισκόντων; Άλλά γάρ έστω· στασιάζουσι μέν περί τής ψυχής *** τά δέ λοιπά περί αύτής όμονοούντες άπεφήναντο· καί άλλοι τήν ήδονήν αύτής ό μέν τις άγαθόν καλεί, ό δέ τις κακόν, ό δ' αύ μέσον άγαθού καί κακού, τήν δέ φύσιν αύτής, οί μέν άθάνατόν φασιν, οί δέ θνητήν, οί δέ προς ολί­ γον έπιδιαμένουσαν, οί δέ άποθηριούσιν αύτήν, οί δέ εις άτόμους διαλύουσιν, οί δέ τρις ένσωματούσιν, οί δέ τρισχιλίων έτών περιόδους αύτή όρίζουσιν. καί γάρ οί μηδέ έκατόν έτη ζώντες περί τρισχιλίων έτών μελλόντων έπαγγέλλονται. 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Ταύτα ούν τί χρή καλείν; ώς μέν έμοί δοκεί, τερατείαν ή άνοιαν ή μανίαν ή στάσιν ή όμού πάντα, εί μέν τάληθές εύρήκασιν, όμονοησάτωσαν ή συγκατατιθέσθωσαν, κάγώ τότε άσμενος αύτοίς πεισθήσομαι, εί δέ άντισπώσι τήν ψυχήν καί άνθέλκουσιν άλλος εις άλλην φύσιν, έτερος δέ εις έτέραν ούσίαν, ύλην δέ έξ ύλης μεταβάλλουσιν, ομολογώ ύπεράχθεσθαιτή παλιρροίμ τών πραγμάτων, νύν μέν άθάνατός είμι καίγέγηθα, νύν δ' αύ θνητός γίνομαι καί δακρύω· άρτι δέ εις άτόμους διαλύομαι, ύδωρ γίνομαι, [καί] άήρ γίνομαι, πύρ γίνομαι· είτα μετ' ολίγον ούτε άήρ ούτε πύρ, θηρίον με ποιεί, ίχθύν με ποιεί, πάλιν ούν άδελφούς έχω δελφινας. όταν δέ έμαυτόν ϊδω, φοβούμαι τό σώμα καί ούκ οιδα όπως αύτό καλέσω, άνθρωπον ή κύνα ή λύκον ή ταύρον ή όρνιν ή όφιν ή δράκοντα ή χίμαιραν- εις πάντα γάρ τά θηρία ύπό τών φιλοσοφούντων μεταβάλλομαι, χερσαία ένυδρα πτηνά πολύμορφα άγρια τιθασσά άφωνα εύφωνα άλογα λογικά· νήχομαι ίπταμαι [πέτομαι] έρπω θέω καθίζω, έτι δέ ό Εμπεδοκλής καί θάμνον με ποιεί. Όπου τοίνυν τήν άνθρώπου ψυχήν όμογνωμόνως εύρείν ούχ οίόν τε τοις φιλοσοφούσι, σχολή γ' άν περί τών θεών ή περί κόσμου δύναιντο τάληθές άποφήνασθαι. καί γάρ ταύτην <τήν> άνδρείαν έχουσιν, ϊνα μή τήν έμπληξίαν εϊπω. οί γάρ τήν ιδίαν ψυχήν εύρείν ού δυνάμενοι, [ού] ζητούσι τήν τών θεών αύτών, καί οί τό ίδιον σώμα ούκ είδότες τήν τού κόσμου φύσιν περιεργάζονται. Πάνυ γούν περί τάς άρχάς τής φύσεως άνθίστανται άλλήλοις. όταν 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μέν Αναξαγόρας παραλάβη με, ταύτα παιδεύει· άρχή πάντων ό νούς καί ούτος αίτιος καί κύριος τών όλων καί παρέχει τάξιν τοίς άτάκτοις καί κίνησιν τοίς άκινήτοις καί διάκρισιν τοίς μεμιγμένοις καί κόσμον τοίς άκόσμοις. ταύτα Λέγων Αναξαγόρας έστί μοι φίΛος καί τώ δόγματι πείθομαι. άλλ' άνθίσταται τούτψ ΜέΛισσος καί Παρμενίδης, ό γε μήν Παρμενίδης καί ποιητικοίς έπεσιν άνακηρύσσει τήν ούσίαν έν είναι καί άίδιον καί άπειρον καί άκίνητον καί πάντη όμοιον. πάλιν ούν εις τούτο τό δόγμα ούκ οίδ' όπως μεταβάλλομαι· ό Παρμενίδης τόν Αναξαγόραν τής έμής <γνωμης> έξήλασεν. Έπειδάν δέ ήγήσωμαι δόγμα έχειν άκίνητον, Αναξιμένης ύπολαβών άντικέκραγεν· άλλ' έγώ σοί φημι· τό πάν έστιν άήρ, καί ούτος πυκνούμενος καί συνιστάμενος ύδωρ καί γή γίνεται, άραιούμενος δέ καί διαχεόμενος αιθήρ καί πύρ, εις δέ τήν αύτού φύσιν έπανιών άήρ [ίάραιός, εί δέ καί πυκνωθή, φησίν, έξαλλάσσεται]. καί πάλιν αύ τούτω μεθαρμόζομαι καί τόν Αναξιμένην φιλώ. Ό δέ Εμπεδοκλής άντικρυς έστηκεν έμβριμώμενος καί άπό τής Αίτνης μέγα βοών· άρχαί τών πάντων έχθρα καί φιλία, ή μέν συνάγουσα ή δέ διακρίνουσα· καί τό νείκος αύτών ποιεί τά πάντα, ορίζομαι δέ αύτά καί όμοια καί άνόμοια, καί άπειρα καί πέρας έχοντα, καί άίδια καί γινό­ μενα. Εύ γε ώ Έμπεδόκλεις, έπομαι σοι καί μέχρι τών κρατήρων τού πυρός. Αλλ' έπί θάτερα Πρωταγόρας έστηκώς άνθέλκει με φάσκων· όρος καί κρίσις τών πραγμάτων ό άνθρωπος καί τά μέν ύποπίπτοντα ταίς αίσθήσεσιν έστιν πράγματα, τά δέ μή ύποπίπτοντα ούκ έστιν έν τοίς εϊδεσι 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τής ούσίας. τούτψ τφ λόγω κολακευόμενος ύπό Πρωταγόρου τέρπομαι, ότιτό πάν ή τό πλεΐστον τω άνθρώπω νέμει. Αλλαχόθεν δέ μοι Θαλής τήν άλήθειαν νεύει οριζόμενος ύδωρ τού παντός άρχήν. καί έκ τού ύγρού τά πάντα συνίσταται καί είς ύγρόν άναλύεται, καί ή γή έπί υδατος όχείται. διά τί τοίνυν μή πεισθώ Θαλή τω πρεσβυτάτω τών Ίώνων; άλλ' ό πολίτης αύτού Αναξίμανδρος τού ύγρού πρεσβυτέραν άρχήν είναι λέγει τήν άίδιον κίνησιν καί ταύτη τά μέν γεννάσθαι, τά δέ φθείρεσθαι. καί δή τοίνυν πιστός Αναξίμανδρος έστω. Καί μήν ούκ εύδοκιμεί Αρχέλαος άποφαινόμενος τών όλων άρ­ χάς θερμόν καί ψυχρόν; άλλά καί τούτω πάλιν ό μεγαλόφωνος Πλάτων ούχ ομολογεί λέγων άρχάς είναι θεόν καί ύλην καί παράδειγμα, νύν μέν καί δή πέπεισμαι. πώς γάρ ού μέλλω πιστεύειν φιλοσοφώ τω τό Διός άρμα πεποιηκότι; κατόπιν δέ αύτού μαθητής Αριστοτέλης έστηκε ζηλοτυπών τόν διδάσκαλον τής άρματοποιίας. ούτος άρχάς άλλας ορίζεται τό ποιείν καί τό πάσχειν. καί τό μέν ποιούν άπαθές είναι τόν αιθέρα, τό δέ πάσχον έχειν ποιότητας τέσσαρας, ξηρότητα ύγρότητα θερμότητα ψυχρότητα· πι γάρ τούτων είς άλληλα μεταβολή πάντα γίνεται καί φθείρεται. Κεκμήκαμεν ήδη μεταβαλλόμενοι άνω καί κάτω τοίς δόγμασι. πλήν έπίγε τής Αριστοτέλους γνώμης στήσομαικαί μηκέτι μοι μηδέ εις λόγος όχλείτω. άλλά τί δήτα πάθοιμ' άν; νευροσπαστούσι γάρ μου τήν ψυχήν άρχαιότεροι τούτων γέροντες. Φερεκύδης μέν άρχάς είναι λέγων Ζήνα καί Χθονίην καί Κρόνον· Ζήνα μέν τόν αιθέρα, Χθονίην δέ τήν γήν, Κρόνον δέ τόν χρόνον· ό μέν αιθήρ τό ποιούν, ή δέ γή τό πάσχον, ό δέ 2. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας χρόνος έν φ τά γινόμενα, ζηλοτυπία τοίνυν τών γερόντων προς άλλήλους. ταύτα γάρ τοι πάντα ό Λεύκιππος λήρον ήγούμενος άρχάς ειναί φησι τά άπειρα καί άεικίνητα καί ελάχιστα· καί τά μέν λεπτομερή άνω χωρήσαντα πύρ καί άέρα γενέσθαι, τά δέ παχυμερή κάτω ύποστάντα ύδωρ καί γήν. Μέχρι πού τά τοσαύτα διδάσκομαι μηδέν άληθές μανθάνων; πλήν εί μή τίγε Δημόκριτος άπαλλάξει με τής πλάνης άποφαινόμενος άρχάς τό όν καί τό μή όν, καί τό μέν όν πλήρες, τό δέ μή όν κενόν, τό δέ πλήρες έν τφ κενφ τροπή ή ·υθμφ ποιεί τά πάντα· ίσως άν πεισθείην τφ καλφ Δημοκρίτψ καί βουλοίμην άν σύν αύτφ γελάν, εί μή μεταπείθοι με Ηράκλειτος κλαίων όμού καί λέγων· άρχή τών όλων τό πύρ, δύο δέ αύτού πάθη άραιότης καί πυκνότης, ή μέν ποιούσα ή δέ πάσχουσα, ή μέν συγκρίνουσαή δέ διακρίνουσα. ίκανώς έχει μοι καί ήδη μεθύω ταίς τοσαύταις άρχαίς. Αλλά με παρακαλεί κάκείθεν Επίκουρος μηδαμώς ύβρίσαι τό καλόν αύτού δόγμα τών άτόμων καί τού κενού, τή γάρ τούτων συμπλοκή πολυτρόπψ καί πολυσχηματίστψ τά πάντα γίνεται καί φθείρεται, ούκ άντιλέγω σοι βέλτιστε άνδρών Επίκουρε· άλλ' ό Κλεάνθης άπό τού φρέατος έπάρας τήν κεφαλήν καταγελά σου τού δόγματος καί αύτός άνιμμ τάς άληθείς άρχάς θεόν καί ύλην, καί τήν μέν γήν μεταβάλλειν είς ύδωρ, τό δέ ύδωρ είς άέρα, τόν δέ άέρα <άνω> φέρεσθαι, τό δέ πύρ είς τά περίγεια χωρείν, τήν δέ ψυχήν δι' όλου τού κόσμου διήκειν, ής μέρος μετέχοντας ήμάς έμψυχούσθαι. Τούτων τοίνυν τοσούτων όντων άλλο μοι πλήθος άπό Λιβύης έπιρρει, Καρνεάδης καί Κλειτόμαχος καί όσοι τούτων όμιληταί πάντα τά 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛληνας τών άλλων δόγματα καταπατουντες, αύτοί δέ άποφαινόμενοι διαρρήδην ακα­ τάληπτα είναι τά πάντα καί άεί τή άληθείμ φαντασίαν [άεί] παρακείσθαι ψευδή, τί τοίνυν πάθω τοσούτψ χρονω ταλαιπωρήσας; πώς δέ μου τής γνώμης εκχέω τά τοσαύτα δόγματα; είγάρ μηδέν ε’ίη καταληπτόν, άλήθεια μέν έξ άνθρώπων ο’ίχεται, ή δέ ύμνουμένη φιλοσοφία σκιομαχεί μάλλον ή τήν τών όντων έπιστήμην έχει. Άλλοι τοίνυν άπό τής παλαιάς φυλής Πυθαγόρας καί οί τούτου συμφυλέται σεμνοί καί σιωπηλοί παραδιδόασιν άλλα μοι δόγματα ώσπερ μυστήρια, καί τούτο δή τί) μέγα καί άπόρρητον [τό] αύτός έφα· άρχή τών πάντων ή μονάς. έκ δέ τών σχημάτων αύτής καί έκ τών άριθμών τά στοιχεία γίνεται, καί τούτων έκάστου τόν άριθμόν καί τό σχήμα καί τό μέτρον ούτω πως άποφαίνεται· τό μέν πϋρ ύπό τεσσάρων καί είκοσι τρι­ γώνων ορθογωνίων συμπληροϋται τέσσαρσιν ίσοπλεύροις περιεχόμενον. έκαστον <δέ> ισόπλευρον σύγκειται έκ τριγώνων ορθογωνίων έξ, όθεν δή καί πυραμίδι προσεικάζουσιν αύτό. ό δέ άήρ ύπό τεσσαράκοντα οκτώ τριγώνων συμπληροϋται περιεχόμενον ίσοπλεύροις οκτώ, εικάζεται δέ όκταέδρψ, ό περιέχεταιύπό οκτώ τριγώνων ισοπλεύρων, ών έκαστον είς έξ ορθογώνια διαιρείται, ώστε γίνεσθαι τεσσαράκοντα οκτώ τά πάντα, τό δέ ύδωρ ύπό έκατόν είκοσι <τριγώνων συμπληροϋται, ισοις καί ίσοπλεύροις ε’ίκοσι> περιεχό­ μενον, εικάζεται δέ είκοσαέδρψ, ό δή συνέστηκεν έξ ίσων καί ισοπλεύρων 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τριγώνων είκοσι καί εκατόν, ό δέ αιθήρ συμπΛηρούται δώδεκα πενταγώνοις ίσοπΛεύροις καί όμοιος εστι δωδεκαέδρψ. ή <δέ> γή συμπΛηρούται έκ τρι­ γώνων μέν οκτώ καί τεσσαράκοντα περιέχεται δέ καί τετραγώνοις ίσοπΛεύροις έξ. έστι δέ όμοια κύβω. ό γάρ κύβος ύπό έξ τετραγώνων περιέχεται, ών έκαστον εις οκτώ τρίγωνα <διαιρείται>, ώστε γίνεσθαι τά πάντα οκτώ καί τεσσαράκοντα. Τόν μέν δή κόσμον ό Πυθαγόρας μετρεί. έγώ δέ πάλιν ένθέως γενόμενος τής μέν οικίας καί πατρίδος καί τής γυναικός καί τών παιδιών καταφρονώ καί τούτων ούκέτι μοι μέΛει. εις δέ τόν αιθέρα αύτόν αύτός άνέρχομαι καί τόν πήχυν παρά Πυθαγόρου Λαβών μετρειν άρχομαι τό πύρ. ού γάρ άπόχρη μετρών ό Ζεύς, άΛΛ' <εί> μή καί τό μέγα ζώον τό μέγα σώμα ή μεγάΛη ψυχή αύτός εις τόν ούρανόν άνέΛθοιμι καί μετρήσαιμι τόν αιθέρα, ο’ίχεται ή τού Διός άρχή. έπειδάν δέ μετρήσω καί ό Ζεύς παρ' εμού μάθη, πόσας γωνίας έχει τό πύρ, πάΛιν έξ ούρανού καταβαίνω καί φαγών ελαίας καί σύκα καί Λάχανα τήν ταχίστην έπί τό ύδωρ στέλΛομαι καί κατά πήχυν καί δάκτυλον καί ήμιδάκτυΛον μετρώ τήν ύγράν ούσίαν καί τό βάθος αύτής άναμετρώ, ινα καί τόν Ποσειδώνα διδάξω, πόσης άρχει θαλάσσης, τήν δέ γήν άπασαν ή μέρα μια περιέρχομαι συΛΛέγων αύτής τόν άριθμόν καί τό μέτρον καί τά σχήματα, πέπεισμαι γάρ ότι τού κό­ σμου παντός ούδέ σπιθαμήν παρήσω τοιούτος καί τηλικούτος ών. οίδα δέ σμου παντός ούδέ σπιθαμήν παρήσω τοιούτος καί τηλικούτος ών. οιδα δέ έγώ καί τών άστέρων τόν άριθμόν καί τών ιχθύων καί τών θηρίων καί ζυγφ τόν κόσμον ίστάς εύκόλως τόν σταθμόν αύτού δύναμαι μαθειν. 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Αμφί μέν δή ταύτα μέχρι νυν έσπούδακεν ή ψυχή μου τών όλων άρχειν. προκύψας δέ μοί φησιν Επίκουρος· συ μέν δή κόσμον ένα μεμέτρηκας, ώ φιΛότης, είσί δέ κόσμοι πολλοί καί άπειροι. πάΛιν ούν άναγκάζομαι μετρείν ουρανούς άλλους αιθέρας άλλους, καί τούτους πολλούς. άγε δή μηκέτι μέλλων έπισιτισάμενος ολίγων ήμερων εις τούς Επικούρειους κόσμους άποδημήσω. τά μέν ούν πέρατα Τηθύν καί Ωκεανόν ευκόλως ύπερίπταμαι. είσεΛθών δέ εις κόσμον καινόν [καί] ώσπερ εις άΛΛην πόΛιν μετρώ τά πάντα όΛίγαις ήμέραις. κάκεϊθεν ύπερβαίνω πάΛιν εις τρίτον κόσμον, ειτα εις τέταρτον καί πέμπτον καί δέκατον καί έκατοστόν καί ΧΐΛιοστόν καί μέχρι πού· ήδη γάρ μοι σκότος άγνοιας άπαντά καί άπάτη μέΛαινα καί άπειρος πΛάνη καί άτεΛής φαντασία καί άκατάΛηπτος άνοια. πΛήν τί μέΛΛω καί τάς άτόμους αύτάς άριθμεϊν, έξ ών οι τοσούτοι κόσμοι γεγόνασιν, ίνα μηδέν άνεξέταστον παραλείπω μάλιστα τών ούτως άναγκαίων καί ώφελίμων, έξ ών οίκος καί πόλις ευδαιμονεί; Ταύτα μέν τοίνυν διεξήλθον βουλόμενος δειξαι τήν έν τοίς δόγμασιν ούσαν αύτών έναντιότητα καί ώς είς άπειρον αύτοίς καί άόριστον πρόεισιν ή ζήτησις τών πραγμάτων καί τό τέλος αύτών άτεκμαρτον καί άχρηστον, έργω μηδενί προδήλψ καί Λόγψ σαφεί βεβαιούμενον. 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ΠΡΟΣΘΗΚΑΙ Περιέχουσαι νόθα εις τά άπαντα Ιουστίνου, πράξεις του μαρτυρίου αύτού καί τών σύν αύτφ, προς δέ καί τεμάχια τών άποΛεσθέντων συγγραμμάτων Ιουστίνου, Τατιανού καί Θεοφίλου. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΗΝΑιΚΑΙ ΣΕΡΗΝΩι ΤΟΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙΣ ΧΑΙΡΕΙΝ. Περί μέν τής κατά πρόλημμά τινων άλογίστου παι­ δείας, μαθήσεώς τε άνωφελούς, κατά παράδοσιν άνθρώπων κληρονομηθείσης ύπό τών τά όμοια τοίς Φαρισαίοις νοούντων τε καί πραττόντων, έν τή προς Πάπαν επιστολή μετά πάσης άκριβείας έξεθέμην. Ένα δέ μή πάνυ μεμπτικός είναι δόξαιμι, παρέχοιμιδέ καίλαβάς σωτηρίους τοίς βουλομένοις ευ πράττειν, έν τή γραφείση προς άρχοντάς μοι λίαν έπιμελώς, ώς έγώ νομίζω, συντάξας, ούκ ώκνησα καί ύμίν έπιστειλαι, χάριν τού γινώσκειν ύμάς τάς παιδαριώδεις τινών πολιτείας. Τό γάρ είδέναι τών μή κατά λόγον πολιτευόμε­ νων τάς άναστροφάς σωφρονίζει τούς μή έμπίπτειν εις τά όμοια σπεύδοντας. Υμάς μέν ούν καλώς έχει τά έκ παρα­ σκευής άνδραγαθείν· άλΛ' έπεί τού νύν αίώνος ταίς περιφοραίς τά τής γνώμης ήμών συνταράττεται κατασπωμένων εις τόν κόσμον, όθεν ό σωτήρ, ούκ είναι λέγων έαυτόν καί ή μάς τούτου, τής προς τούτον κοινωνίας άπέστρεψε, συμ­ βουλεύω ύμίν φίλους τής άληθείας γίνεσθαι, καί τό αποτέ­ λεσμα τής έν ούρανοίς δυνάμεως καταδεχομένους πάν τό κατά τό θέλημα τού πατρός τών αιώνων άπαρτίζειν, μάχης τε καί ζηλοτυπίας κοσμικής μακράν ιστασθαι. Διαφέρεται γάρ έαυτφ πάς ό όργιζόμενος καί τό τής θυμομαχίας είδος εις έαυτόν καταντάν ε’ίωθεν. Ήδη γούν τινας ισμεν έφ' οις άν κινηθώσιν τών πλησίον, δι' ούς τά τής λύπης αύτοις άποβέβηκε, μηδέν είδότας, έαυτούς δέ έσθίοντας καί όδυνώντας. Ρητέον ούν προς τόν έναντιούσθαι πειρώμενον χαλεπόν μηδέν, καθεσταμένη δέ τή γνώμη καί άταράχω τή διαθέσει τοσούτον· Ούχ ούτως έσται σου τό τής ισχύος δυνατόν, ίνα μου κινήσης τήν προαίρεσιν. Προνοητέον δέ καί τής προς τούς διαφερομένους ειρήνης καί μή τφ δόγματι 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τής οργής συναποφερομένους λέγειν ποτέ μέν Φύσεώς είμι τοιαύτης καί ού δύναμαι μή όργίζεσθαι, ποτέ δέ καί τής κοινω­ νίας κατά τήν εύχήν άποχωρεΐν. Τό μέν γάρ έτι κατά φύσιν βιούν ούδέπω πεπιστευκότος έστίν, τό δέ ζηλοτυπείν διά φθό­ νον μακράν τής άληθείας ίσταμένου. Παιδευτέον ούν πάντα όντινούν άμνησικάκως, μή κατεπιτηδεύοντας τήν νουθεσίαν. Ήδη δέ τινας ίσμεν κατά τό σαρκικόν έν προκοπή γινομέ­ νους, έλκοντας προς τήν έαυτών οργήν τό εύαγγέλιον καί βουλομένους έφαρμόζειν τφ δόγματι τής καταφοράς αύτών τά λόγια τού σωτήρος ήμών· οίς εί άποβεβήκει τό δύνασθαι έν γεέννη παραδιδόναι τινάς, καί ό κόσμος άν όλος ύπ' αύτών κατηνάλωτο· πλήν, τό όσον έφ' έαυτοίς, καί κατακρίνουσι καί τού πυρός τάς καμίνους άνοίγουσιν. Διά τούτο μή ώμεν ήμείς τοιούτοι. Καί έτι γνώμην ύμίν δίδωμι, βλέπειν ά προσήκει θεωρείν, καί παιδεύειν τόν πλησίον ώς δέον έστίν αύτόν τινα πρώτον μελετήσαντα πολλάκις τό ύπονοούμενον, μήτι άρα ψευδοδοξεί· καί εί δόξειεν εύ φρονείν, νουθετείν τότε, μέχρις άν ή πεισθή ταίς συμβουλίαις ή αύτός αύτόν κατάφωρον ποιήση. Παρέχεσθαι δέ ήμίν άταραξίαν πολλήν δύναται τό μή κατεπιτηδεύειν πρωτείων άπολαύειν μηδ', εί βούλοιντό τινες είναι τοιούτοι, λυπείσθαι, παραχωρείν δέ τοίς έγκρίνουσιν έαυτούς έφ' άπερ ό σωτήρ τούς πιστεύοντας ού προσκέκληκεν. Προς δέ τόν κεκραγότα σιωπητέον, καί τόν οίόμενον περιγεγονέναι τίνος καταγελαστέον, μή ύπό κενοδοξίας ματαίας άγόμενον διά τούς παρόντας καί ακούοντας ταίς τών λόγων άνθυποφοραίς έπ' ίσης καί αύτόν τήν έπανάστασιν κρατύνειν. Λογιζέσθω μέν γάρ ό καλώς άποφαινόμενος, ότι Καί ήδίκησε, καί άντειπείν ούκ ήθέλησα ή ούκ έτόλμησα, παρείη δέ μοι διά τήν άγαθήν συνείδησιν εύφρασία καί άνάπαυσις· ό τε άδικών μή ύπερηφανείτω πείθειν τόν άδελφόν, καί ό νουθετούμενος μή όργιζέσθω, παρακαλείτω δέ αύτός τόν οίκείον. Συναντάν γάρ έαυτοίς προσήκει τούς δύο προς τήν ειρήνην κατάγεσθαι σπεύδοντας, ότι καί ό πατήρ τφ μετανοήσαντι συναντήσας υίφ φαίνεται καί ού περιμείνας, άνθυπενεγκών δέ έαυτόν προς τήν έκείνου μετάνοιαν. Χρηστότης 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας γάρ ή κατά πίστιν έκατέροις εργάζεται τήν ειρήνην, καί ό μέν άδικήσας πείθει διά τήν άμαρτίαν τόν φίλον, ό δέ άδικηθείς μετανοήσει καί αύτός ότι προς τόν οίκεΐον ώργίσθη. Πάσης ούν επιθυμίας καί όρέξεως σαρκικής εκτός είναι δει τόν πι­ στόν· ληστεύειγάρ ό μή τοιούτος καί τόν ναόν τού θεού ίεροσυλεί, καί, ίνα τολμηρότερον ε’ίπωμεν, εκβάλλει τόν θεόν αύ­ τός άφ' έαυτού, καί διά τήν συνείδησιν άπηλγηκώς έστι καί προς τούς νουθετούντας άλλοτρίως διάκειται, καί τόν Αδάμ προβάλλεται καί τή πράξει τής Εύας σεμνύνεται, δέον συναποθνήσκειν τφ Χριστώ. Προσήκει δέ ήμάς, πολλά σκεπτομένους προς εαυ­ τούς, άκατηγορήτους ποιείσθαι τάς ομιλίας, μηδέ λαλείν διά τό βούλεσθαι φλυαρεϊν, σιωπώντας δέ τό πλείστον μεμετρημένως άποκρίνεσθαι προς ούς καί ή χρεία κατεπείγει. Φευκτέον δέ καί ύπονοίας πονηράς, καί τήν ύπόληψιν τήν έαυτών δοκιμαστέον. Καί ήσυχαστέον μακροθυμούντα καί μή όργιζόμενον. Αλλ' ούδέ φθονητέον φιλόστοργου μένω τινί, τήν τε ύπηρεσίαν ούκ έπιτηδευτέον, ούδ' ώσπερ κατά πρόλημμα δουλευτέον, τό πικρόν, ώς φασιν, άκουσίως καταπίνοντα. Πρακτέον δέ πάν τό κατά πίστιν όρθφ κανόνι· πάς γάρ ό μή τοιούτος καί έπί τών σχοινιών ώσπερ βαδίζων όσον ούδέπω καταπεσειται, κάν θαυμαστός πάνυ είναι δόξη τοίς διά τήν ίδιαν άπραξίαν κεχηνόσι προς τήν έτέρων μεγαλαυχίαν. Ίστέον ούν, τί μέν τό έπιτηδευόμενον δόξης ένεκα, ποταπόν δέ τό κατά άλήθειαν πραττόμενον. Καί διά τούτο οίακιστέον τήν έαυτού νήα, μή καταψευδόμενον τής κυβερνητικής μηδέ δεδιότα τούς χειμώ­ νας, καί πάν τό έξ εναντίας άποβησόμενον προσδοκώντα. Σάρκες γάρ άκμήν έσμεν, καί ούδέν ήμϊν άγαθόν ένοικεϊ. Παρακλητέον ούν τόν ιατρόν προς τήν θεραπείαν· ό γάρ ούτω διακείμενος ίαθήσεταικαίτήν νόσον φεύξεται. Σπουδαστέον δέ μήτε ιδιώτην περί τόν λόγον φαίνεσθαι μήτε άνερρωγότι τφ στόματι καταχρήσθαι· τό μέν γάρ οκνηρόν ή άπι­ στον, τό δέ θηρατικόν τού κατά τόν κόσμον σπουδαίου δείκνυσιν. Τροφαις δέ χρηστέον ού διά τήν άπόλαυσιν, άλλά διά τό βούλεσθαι ζήν έπί τι χρήσιμον. Εάν δέ ποτέ καί ύπό 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ένδειας καταληφθώμεν, προς τήν πενίαν εύαρεστώμεν. Καί εί θέλετε άκούσαι τής άλυπίας κατά συντομίαν τό είδος, έν πάσιν ευάρεστοι γίνεσθε· καί ούτε πλουτήσαντες διά τήν μεγαλαυχίαν καταπεσείσθε ούτε έν ένδείμ διάγοντες ύπό τής λύπης πτερνισθήσεσθε, τής έννοιας ύμών άείκατά τόν ένάρετον λόγον μονοπροσώπου φαινομένης. Έτι δέ ύποληπτέον πάντα τόν κόσμον άλλότριον, καί μή ίδιον πλέον πίστεως. Ούτε ούν φιλίαν έπίγειον ζητητέον ούτε αύ πολυτέλειαν ύπό άνοήτων μακαριζομένην έν μεγέθει πόλεως ή δαψιλείμ τών έπιτηδείων, ών ούδ' έπιθυμητέον. Ού γάρ έσμεν έκ τούτου τού αίώνος, χωρίς εί μή συγγενείς είναι τούτου τού κόσμου βουλόμεθα. Συνελόντιδ' είπείν, ό θέλων ευ διάγειν μήτε όράτω πολλά μήτε άκούειν έπιτηδευέτω μήτ', άν άκούη ή θεωρή, βλέπειν ή άκούειν νομιζέτω· τό γάρ τής άταραξίας είδος έντεύθεν λαμβάνει τήν άρχήν. Ό δέ πολλά πραγμα­ τευόμενος έαυτόν άδικεί, καί τόν πλησίον έτι καί άκουσίως άμαρτάνειν διά τήν προς αύτόν φιλονεικίαν ποιεί. Πολλάκις ούν διασκεπτέον τό ύποπεπτωκός πράγμα, καί τότε μόλις χωριστέον άπ' αύτού τόν μήτε καυστήρσι μήτε σμιλίοις τήν νόσον φυγείν δεδυνημένον. Όμιλητέον δέ κοσμικόν ούδέν, άλλά τό καταρτίζον ήμάς προς τήν άρετήν· τούτο γάρ ήν μή γίνηται, πολλήν ήμίν τήν εύτραπελίαν έργάζεται, καί ό φιλόνεικος έντεύθεν λαμβάνει τήν άφορμήν. Ήδη γούν τινας ϊσμεν δόγματι τής έαυτών προαιρέσεως, τό όσον έφ' έαυτοίς, τήν ή μέραν νύκτα ποιούντας, καί διά τήν έσκιρρωμένην φαντασίαν άλλόκοτον άπιστούντας τοίς ένίων κατορθώμασιν, άχθομένους δέ έπί τούτοις, καί άμα τφ πονηρόν τι άκούσαι τφ καταψευδομένφ μάλλον πιστεύοντας. Τί γάρ μοι λέγειν περί τών διά τό δυσσυνείδητον τάς άπό τών πλησίον ομιλίας εις έαυτούς έλκόντων καί, ίνα άλλο τις φθέγξηται περίούτινοσούν, οίομένων προς έαυτούς τείνειν τό λεγόμενον, άναπλαττόντων κατά τό είκός έκ τούτων δράμα καί σκηνήν, οίς άπόχρη τό καθ' ύπόνοιαν λέγειν καί γράφειν; Γελάσαιμι δ' άν καί τούς έν παραβύστφ μετά τίνος τών πλη­ σίον συντάττοντας λόγων κεφάλαια καί ομιλίας προς μηδέν εύθετον άνηκούσας, μάχας δέ διά τών ψιθυρισμών καί πο­ 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας λέμους έξαρτιζούσας, άνω τε καί κάτω σκηνοβατουντας. Καθάπερ ό λίαν μεγαλοφώνως τόν Όρέστην ύποκρινόμενος φοβερός είναι καί μέγας παρά τοίς άνοήτοις διά τών ξύλινων ποδών καί κοιλίας έπιπλάστου καί στολής άλλοκότου καί προσ­ ώπου τερατώδους ύπείληπται, τρόπψ τφ αύτφ καί οί ζήλον έχειν έπαγγελλόμενοικαί τό παρρησιαστικόν έπιτηδεύοντες, διά τό βούλεσθαι νικάν, πάν είδος ελευθερίας προσποιήτου περιτιθέασιν έαυτοίς, οί φιλόνεικοι τόν ζηλωτήν καταπεπωκότες, ώσπερ αί Βάκχαι διά σχήματος ειρηνικού τάς λόγχας έν τοίς θύρσοις περιφέρουσιν. Έτι δέ καί τούτο φυλακτέον, τό μή ποτέ μέν φαιδρή) τφ προσώπψ προϊέναι, ποτέ δέ σκυθρωπφ· καί είχρή τό άληθές είπείν, παραιτητέον πάν τό δωδεκαμερές καθ' έκάστην ήμέραν άπαγγελλόμενον δράμα. Τό γουν έμοί δοκουν εϊποιμ' άν, ότι πάς ό τήν γνώμην κοσμικός καί του όρθου κανόνος έξω γινόμενος αύτοκατάκριτός έστιν, είδώς ά πράττει κατ' έπιτήδευσιν, καί γινώσκων μέν τόν έν αύτφ πόλεμον, τήν δέ ειρήνην έν τοις σπλάγχνοις μή έπισπώμενος. Φίλους δέ τιμητέον πάντας· τό τε έλεγκτικόν ού πρακτέον μόνον, άλλ' έτι καί άκουστέον. Οίνω δέ χρηστέον, έπειδάν μηκέτι τοίς άναγνώσμασι σχολάζωμεν· ό μέν γάρ τοιούτος οίνόφλυξ τέ έστιν καί τήν γνώμην παράφορος καί θερμαίνεται συνεχώς. Λαλούντος δέ τού πλησίον ούτε χλευαστέον ούτε κωλυτέον, έατέον δέ μέχρις άν διά τήν σιωπήν αίδεσθείς παύσηται. Συμβουλευτέον δέ τό συμφέρον δι' ένός κοινή πάσιν. Νουθετητέον δέ τόν άμαρτάνοντα, μή κατά κοινόν, έκτος εί μή χρήζοι διά τό ύπεροπτικόν. Καίγυναιξίν όμιλητέον έπιστρεφέστερον διά τό έκτετυφωμένον αύτών· μέχρι γάρ τις περίβλεπτον έαυτήν ποιεί καί τό είναι γυνή προβάλλεται καί τό άπρακτον έπιτετήδευκε, θήλειά έστιν καί διά τήν τοιαύτην γνώμην ούκ έστιν πιστή. Μήτε ούν αύτάς διώκωμεν, άλλά μήτε θωπεύωμεν· τό δ' όπερ άγάπης έστιν μή κεκινδυνευμένως πράττωμεν. Πολυμε­ ρείς γάρ αί τής κακίας πραγματείαι. Διά τούτο γρηγορητέον, τοίς λογίοις του σωτήρος σχολάζοντας, μηδέν περί μηδενός φαυλον λέγοντας ή ακούοντας- ψωριμ γάρ ή γνώμη καί πολ­ 2. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Λής έμπέπΛησται κακοχυμίας άπό τών άλλων ομιλιών. Διά τούτο άκουστέον μόνον τά ώφέΛιμα, καί ποιητέον κατά τό εύαγγέΛιον- τά δ' ώσπερ ύποσκεΛίζοντα τήν γνώμην παραιτητέον. Ζητητέον δέ περί τών Λογιών- καλόν, εί συνετώς, εί δ' ού, κάν ώσπερ ιδιώτη. Ανοήτψ γάρ έπερωτήσαντι σο­ φίαν σοφία Λογισθήσεται- τφ δέ κατά τήν έαυτού φαντασίαν φρονίμψ δόξαντι είναι πολύ τό τής άτιμίας προσγραφήσεται. Λέγεται δέ ύπό τού πνεύματος άνόητος ό κατ' ιδιω­ τισμόν παρενεχθείς τήν αϊσθησιν, ϊν' ή τό άνόητον ιδιωτικόν, ώσπερ καί τό άφελές. Γράφει δέ καί Παύλος- Τίς έγνω νούν κυρίου, ός συμβιβάσει αύτόν; Καί πάλιν- Ημείς δέ νούν Χριστού έχομεν. Ό γάρ διά τήν άΛογιστίαν τά μή δέοντα Λέγων ή πράττων, ούτος, δόξας είναι φρόνιμος, μωρός Λογισθήσεται. Ταπεινωτέον δ' αύτόν ού Λογά) μόνον άλλ' έτι καί τοίς έργοις, όπως μή ώμεν γόητες καί θώπες, πραείς δέ καί μή κόλακες. Καί έτι προσήκει τόν όρθώς πολιτευόμενον ήσυχάζειν τε καί άπραγμονείν, μή όργιζόμενον μηδέ νείκους ένεκεν σιωπώντα, σκεπτόμενον δέ πάν τό έγχρήζον, εί καλώς δύναται Λέγεσθαι, καί τότε μόλις φθεγγόμενον. 'Ύμνους τε καί ψαλμούς καί φδάς καί αίνον -ητέον- μή ώσπερ τόν διαμαχόμενον αύτφ κατακρίνοντα παρακοΛουθείν ένίοις αίνιγματωδώς, διά ψαλμψδίας τόν πλησίον Λυπείν, ϊνα μηδέ δοκή διαφέρεσθαι, καί πως τιτρώσκειν ώσπερ διά τέχνης νομίζων έκείνον άκατηγόρητον ποιήται τήν φιλονεικίαν. Ακουστέον δέ καί τού συμβουλεύοντας, ού μόνον διδακτέον. Πειστέον δέ κατά τό όμοιον τφ βουλομένψ συγκαταινούντα αύτφ τόν πλησίον γίνεσθαι. Φρονίμους δ' ύποΛηπτέον είναι άλλους, καί τό συνετόν ούκ άπονε μητέον έαυτφ μόνον. Δόγματι δέ τής περί αύτόν οίήσεως ού κινδυνευτέον. Αλλ' ούδέ καταφρονητέον τού παιδεύοντας, άλλ' ή ότι μή όρθώς φρονεί, τά περί αύτού διδακτέον, ή κάν άληθεύη, πειστέον τε αύτφ καί άκοΛουθητέον. Φιλόνεικος γάρ άνήρ διπλασιάζει τό άδι­ κη μα- καί δέον μεταθέσθαι, νικάν, ώς φησιν ό μύθος, τήν Καδμείαν νίκην έσπούδακεν- τό δ' αίτιον, ϊνα τε κενοδοξή καθάπερ ούδ' άμαρτάνων καί τφ δόγματι τής κινδυνώδους 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας αύτού διαθέσεως έπαναπαύηται. Γελοίοι γάρ οίκεκραγότες όσημέραι διά τό πιστεύειν έπικρατείν τίνος πράγματος· ούστινας ή Έρις έμβαλούσα τό μήΛον, έπειδάν είρηνεύειν νομίζωσιν, ταράττει, περί τών έν κόσμψ διαφέρειν νομιζομένων Λαλειν πραγματευόμενη. Μιμώδεις δέ καί άθλιοί τινες, οί μηδενός άπείρως έχειν Λέγοντες, άλλά τούτο μέν τεκτονικήν, τούτο δέ σκυτοτομικήν καί πάν τό ύποβαλλόμενον αύτοίς έπιτήδευμα κατά καιρόν είδέναι φάσκοντες, καί πρός τόν έπέχοντα τόν Λήρον αύτών διεχθρεύοντες. Κενόδοξοι δέ καί οί διά τόν άπό τών άνθρώπων έπαινον τών πλησίον τάς έπιμελείας ποιούμενοι. Μέγας τε ό κίνδυνος παρά τοις τήν ή μέραν κυρίου έπικαλουμένοις- ή πιστεύειν γάρ δέον, όπως φύγη τήν κρίσιν, ή καί τφ πλησίον άφιέναι, χάριν τού καί αύτφ παρά θεού γίνεσθαι τών άμαρτημάτων τήν άφεσιν· οί δέ τή παραφορμ τής οργής δεσμεύουσι καθ' έαυτών συναλλάγματα. Φυλακτέον δέ έτι καί τήν τινων άλαζονείαν, οί, δέον έπανορθούν έαυτούς, πειθόμενοι τοις συμβουλεύουσι, πάνυ βλακωδώς- Ούδ' απο­ λογούμαι σοι, φασίν· έχε ταύτην ήν έχεις ύπόνοιαν περί έμού. Τίγάρ μοιλέγειν περί τών έαυτοίς άρεσκόντων, έπειδάν τις αύτούς βούληται νουθετείν; Οί πάνυ κοσμικώς· Ούτε σύ με, φασίν, σώζεις, άλλ' ούδέ κατακρίνειν ισχύεις. Γινώσκω δέ έγώ πολλούς διά τό δυσσυνείδητον καί τό μή καθαρόν τής γνώ­ μης τοις τών πλησίον άμαρτήμασιν έπιχαίροντας. Καταγνωστέον καί τών ψευδομένων ότι μή χαλεπαίνουσιν, καί τών πρήως μέν όμιλείν έπιτηδευόντων, ύπό δέ τού χρώματος καί τών οφθαλμών καί τού λεληθότος κινήματος ήτοι κεφαλής ή όφρύων ή χειρών πατάγου διαβαλλομένων- άδύνατον γάρ μή έαυτού κατήγορόν τινα γενέσθαι. Πάς δέ πιστός, έπειδάν διαπαίζεσθαι νομίζηται ύπό τίνος, κατά τήν τού ούτω πρός αύτόν διακειμένου σύνεσιν άντιβουκολεί τήν έκείνου κα­ κίαν έν τφ γινώσκειν αύτού τής άγνωμοσύνης τήν διάθεσιν. Συνελόντιδ' είπείν, πάς ό κρίνων έαυτόν έξω παντός έσται πλημμελήματος· τών δέ κεκραγότων ούδείς σώφρων έστίν. Ό δέ νύν μέν ώχρός, ειτα έρυθρός, τφ δέ συγκρίματι τού σώ­ ματος ποικιλλόμενος, ούτος ώσπερ χαμαιλέοντες έν τφ καύ- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας σωνι και τή έρημίμ περινοστεί. Κατανοητέον δέ έτι και τάς ένίων διαθέσεις έπί τής τών άναγνωσμάτων έπιτηδεύσεως· άμα γάρ τις άναγινώσκει καί ό τρόπος αύτού τής φρονήσεως δήΛος γίνεται παρά τοίς έρρωμένοις κριτικοίς. Ποιότητες δέ ψυχών καί άπό τού βίου δείκνυνται· διά γάρ τού περί τήν άναστροφήν επιτηδεύματος γινώσκονται καί τών μή φαινομέ­ νων αί ύποστάσεις. Παραιτητέον δέ καί τόν έριστικόν διά τέχνης αύτόν ύποτιθέμενον, έν τώ μή άντιφιΛονεικεϊν, νικάσθαι· φ άμεινον, ύπέρ τού μή κινδυνεύειν νικάν σπουδάζοντα, τό μή κατά τόν ορθόν Λόγον έπιτηδεύειν. ΌμιΛίας δέ ποιείσθαιχρή τάς εύσυνειδήτους. Καί οί περίπατοι διά τό σωμάτιον γινέσθωσαν, μή διά τινα πραγματείαν, συναλλάγματα βίαια κατά τού πλησίον συγκαττύοντας. Ούκ άτοπον δέ χαριεντιζομένους ήμάς τό δύστροπον άπαλείψαι τών ύπέρ Λίαν συνετών. Διά γάρ τό κατά φύσιν άναγκαίον, χάριν τού άποτρίψασθαι, έπί τόπων τινών άφωρισμένων έθος έστιν ένίοις προσποιητώς ύποχωρεϊν καί τό τέλος τής κατά τινων σκέψεως έν τοίς άφεδρώσι συντάττειν. Ώσπερ δέ ό κωμικός πατήρ άσωτευόμενον τόν υιόν βαστάζειν φησίν, κάν όσφρανθή τού μύρου, μή όσφραίνεσθαι Λέγει, δυσωδίμ περιγράφειν αύτού τό άμάρτημα πειρώμενος, ούτως κάγώ συμβουλεύω τοίς άγαν έσκληραγωγημένοις τούς φρονιμωτέρους έμφαίνειν, ότι μήτε ά πράττουσιν έπίστανται μήτε ά λέγουσιγινώσκουσιν. Ό δέ παρ' έαυτώ φρόνιμος είναι νομίζων άντικρούει προς τάς νουθεσίας καί άντιδοξεί καί τού συμβουλεύοντας άντίδικος γίνεται καί μελετμ καθ' έαυτόν τό άνθρώπινον καί άπιστον. Διά τούτο παρέχωμεν εαυ­ τούς άλήπτους, μή τό δοκούν έαυτοΐς μόνον πράττοντες αλλά καί τό τών πολλών, ϊνα σωθώσιν. Όργιστέον δέ, καλόν μέν, εί μηδέποτε· μανίας γάρ έστι τό τοιούτον είδος· εί δέ ποτέ καίκατεπείγει, συγχρηστέον τή οργή προς τήν τού πλησίον θεραπείαν. Ό γάρ παρά Λόγον αύτόν πραγματευόμενος μισεί πρώτον μέν έαυτόν, έπειτα δέ καί τόν πλησίον, έαυτόν μέν ταράττων, έκείνον δέ οδυνών. Γέγραπταιγάρ, ότιΠάς ό όργιζόμενος είκή τφ άδελφφ αύτού ένοχος έσται τή κρίσει. Τό δέ τού κινήματος αύτός τις καθ' έαυτόν γινόμενος κατα- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας μαθείν δυνατός. Ήδη δέ τινας ίσμεν διά τής πρός τούς πλησίον νουθεσίας εαυτούς κατακρίνοντας· ό γάρ τις παι­ δεύει τόν έτερον, τοϋτ' αύτός ποιείτω πρότερον, μήπως λάθη διά τού πλησίον καθ' έαυτού ποιούμενος τήν άπόφασιν. Τητέον ούν τώ εύγνώμονι πρός εαυτόν, έπειδάν τινων άμαρτήμασι τόν έαυτού χρήση νούν· Μήτι άρα κάγώ τοιοϋτος; Ό δέ οίνος μήτε όσημέραι έπί τό μεθύειν πινέσθω, μήτε ώς ύδωρ έπιζητείσθω. Τά μέν γάρ έκάτερα θεού ποιήματά έστιν· άλλά τό μέν ύδωρ άναγκαίον, ό δέ οίνος βοή­ θειας χάριν τού σώματος γέγονεν. Ό δέ πρώτον μέν τήν γλώτταν δεσμευόμενος, πύρ δέ ώσπερ άπό τών οφθαλμών λάμπων, τρέμων δέ καί τάς βάσεις καί άναισθητών, φάρμακον προσίεται θανάσιμον, τόν μέν σίδηρον ού ποιών δρέπανον ή τι τών έργαζομένων τήν γήν, μάχαιραν δέ αύτόν ή λόγχην κατασκευάζων καί μεταπλάττων τού θεού τήν οικονομίαν. Ό γάρ οίνοποτών, δέον τού μέν χειμώνος διά τό κρύος πίνειν μέχρι τού μή -ιγούν, τού δέ θέρους διά τήν τών έντός θερα­ πείαν, παραχρώμενος δέ αύτφ ληραίνει καί δίκην κυνών ή συών, -εύματιτής θεραπείας ύπερζέων, άσχημονεί. Χρή δέ μή καθάπερ άσωτευομένους ήμάς παραχρήσθαι τοίς τού θεού ποιήμασιν, τήν δίψαν είς τήν μέθην έλκοντας, άλλά μεταλαμβάνειν ποτού χάριν τού μή διψάν· όσοιδέ -οφώντες τόν οίνον καθάπερ οί πυρέττοντες καυσωνιζόμενοι πίνουσιν, όσον ούδέπω διά τήν άκρασίαν τεθνήξονται. Παραιτητέον δέ καί τήν λιχνείαν, ολίγων τινών καί τών άναγκαίων μεταλαμβάνοντα. Καθάπερ γάρ σώμα νοσούν πολλών καί μυρίων δείται φαρμάκων, ούτως καί ή δι' αύτήν άτυχουσα ψυχή μονονουχί καί δερμάτων έμπίπλασθαι βούλε­ ται. Κάν πύθηταί τις τό αίτιον, πάθος άναπλάττει σωμα­ τικόν. Πρός ους ·ητέον· Ού πάν έπιτήδευμα δόγματι τής έννοιας κρατυνόμενον εύαπολόγητον έχει τήν άπόδειξιν, ώς καί μέχρι μοιχού καί φονέως καί δραπέτου πολλήν εύρίσκεσθαι τήν άπολογίαν, ότι καλώς πράττεται τό ύπ' αύτών γινόμενον; Ό δέ είπών πρός τόν πυνθανόμενον τό αίτιον τού κακού καί άποκρινόμενος δόγμα πάνυ θαυμαστώς έξεφώνησεν. Τρο- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας φαις άρα χρηστέον έπί τό μή πεινάν. Ό δέ μή τοιούτος έκατοντάχειρ, τό όσον έφ' έαυτφ, βούλεται περιπατεϊν καί πεντηκοντακέφαλος, Γηρυόνας τρικεφάλους καί έξάχειρας ζη­ τών, πολλαίς χερσί καί πλείοσι στόμασι λαιμαργείν έπιτετηδευκώς. Έγκωμιαστέον δέ πλούτον μέν ούδαμώς, πενίαν δέ ού λοιδορητέον. Ό μέν γάρ έξηλεγμένης ύλης κρατύνεται, φθορά δέ τό τέλος ύλης έστιν καί σκώληκες καί εύλαί καί πύρ καί πτώσεις καί λησταί καί τύραννος· ή δέ κεχώρισται μέν τού νύν αίώνος, ζητεί δέ τό άληθές μόνον, ύπό μηδενός περισπωμένη πρόσκαιρου. Ταύτα δέ ύμίν έγγράφως ύπεθέμην, νουθετεΐν βουλόμενος τό άτάραχον, καταρτίζειν τε ύμάς προς τό τέλειον καί ένάρετον σπεύδων. Ό γάρ μή τοι­ ούτος έξω τρέχει τού δοθέντος αυτά) κανόνος καί διά τό άτακτον έξαθλος γίνεται· κάν πάνυ ταλαιπώρως τής άπό τών γενναίων άθλητών έπικουρίας τύχη, βρώσεως ή πόσεως ή έσθήτος άπολαύσας, όμως ούδέν ήττον άστεφάνωτός έστιν. Καί οι μέν είσελάσαντες εις τήν ήγαπημένην πόλιν τού πα­ τρός γέρως άϊδίου μεταλήψονται, τοίς δέ άποβήσεται διά τής ένταύθα τροφής τής κατά άληθείαν άπολαύσεως μή μεταλαμβάνειν. Γύναια δέ τιμητέον, προνοούντας μή άρα σφαλώμεν. Καί προσιτέον αύταίς ύγιώς καί μή περιέργως, δεδιότας τής μετ' αύτών άναστροφής τό κινδυνώδες, καί προγινώσκοντας τό τε εύμετάβολον αύτών καί τήν εις όπερ ο’ίονται γεγονέναι συνείδησιν. Φυλακτέον δέ προ πάντων τάς έν παραβύστψ κωμικάς αύτών επιτηδεύσεις, αϊτινες κρύφα γινόμεναι καταγινώσκονται μέν καί ύπ' αύτών, γίνονται δέ έπί τό τούς πλησίον καταπίνειν. Συμβαίνει γούν ένίαις κλεπτούσαις έαυτάς, διά τό μή έκ προδήλου τολμάν καλλώπιζειν τάς όψεις, διά τέχνης τούτο πράττειν· εις ύδωρ γάρ ή έλαιον κατακύπτουσαι κρίνουσιν έαυτάς, εί προς τήν σωφροσύνην δύναιντ' άν πόλε με ιν. Αλλά τις καί έτερος τρόπος τής τοιαύτης έπιβουλής ύπ' αύτών πραγματεύεται· κρύφα γάρ κεφαλής έπιψαύουσαι τών πλοκάμων, τούς πλησίον ώσπερ κλέπτουσαι διακοσμείν τάς έθείρας περιέργως, καί τών παρειών καί τής 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ύπήνης άκροις δακτύλοις ψαύουσιν. ΠεριβΛέπουσι δέ καί έαυτάς τής κεφαΛής άκινητούσης. ΌμιΛητέον ούν πρός τάς τοιαύτας -ωμαΛεώτερον, τούς κεχυμένους κΛάδους αύτών άποκόπτοντας· άμα γάρ τφ καταΛηφθήναι κατανεύουσιν, καί ό καρπός ύπό τών άΛωπέκων κατεσθίεται τών φωΛευόντων εις τήν γήν. Διά τούτο κατά τόν προφήτην κεντριστέον μέν τόν όνον, μαστικτέον δέ τόν ίππον, ϊνα διεγείρηται μέν ό νωθής, τύπτηται δέ ύπό τών νουθεσιών διά τό άχαΛίνωτον ό άφηνιάζων. "Ωστε κατά τόν Ιερεμίαν μή καταρτίζωμεν εαυ­ τούς ίππους θηΛυμανείς, μηδέ πρός τήν γυναίκα τού πΛησίον χρεμετίζωμεν. Γυνή δ' έστιν άδεΛφή μέν πάσα, τού δέ πΛησίον εϊρηταιγυνή, τούτ' έστιν Ιησού Χριστού τού σωτήρος ήμών (όντινα μετά τήν πρός θεόν καί πατέρα τών όλων άγάπην, ότι πΛησίον έστιν αύτού, τιμητέον καί άγαπητέον), ώς ΠαύΛος· Ήρμοσάμην, Λέγει, πάντας ύμάς ένί άνδρί, παρθένον άγνήν παραστήσαι τφ Χριστφ. Έστιν δέ καί ή πΛησίον γυνή σάρξ έν ήμίν, έφ' ήν ού χρεμετιστέον· χρεμετίζει δέ καί ό μηδέπω πεποιηκώς τήν έπιθυμίαν, άναθυμιωμένης αύτφ τής όρέξεως, κάν μή Λαμβάνη τό τέΛος. Προσεκτέον δέ καί παιδίοις, ότι τών τοιούτων έστιν ή βασιλεία τών ούρανών. Νοσούντων δέ ούκ άμεΛητέον, ούδέ •ητέον ότι Διακονείν ούκ έμαθον. Ό γάρ τήν τρυφερίαν ή τό άσύνηθες προβαΛΛόμενος ϊστω καί αύτός τά αύτά πεισόμενος· καί έπειδάν πάσχη τι τοιούτον, τής γνώμης αύτού τό αύτοκατάκριτον αίτιάσθω, συμβαινόντων αύτφ ταύτά άπερ διέθηκε καί αύτος. Ούδέ ούν τού άμεΛούς άμεΛητέον. Θεός γάρ ό κρίνων έστίν. Καί ό βουΛόμενος εύ πάσχειν θησαυριζέτω διά τής εύποιίας τήν εις έαυτόν άπό τού πΛησίον εύεργεσίαν. Αίσχύνεσθαι δέ ούκ όρθώς έχει μή τις άρα διά τήν αύτουργίαν άθΛίους ή μάς καί άβοηθήτους ύποΛάβη, μόνον δέ φυΛακτέον μή τις έπί κακίμ καί πονηρφ βίω διαβάΛη τούς είδέναι θεόν φάσκοντας. ΣυνεΛόντι δ' είπείν, ή μέν τού κόσμου Λύπη θάνα­ τον έργάζεται τοίς ύπ' αύτής κρατουμένοις, ή δέ κατά θεόν Λύπη τόν τής ζωής τίκτει νούν. Προ πάντων δέ γινώσκωμεν 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ότι και νόσος άπόκειται τοίς σαρκίοις ήμών καί ζημία καί ένδεια, καί ό χαριστήσων εγγύς. Καί διά τούτο χρή προμε­ λετάν τό άποβησόμενον, ινα μή συμβαίνον θαύμα καί έκπΛηξιν παρέχη ταίς καρδίαις ήμών. Ό γάρ τοιούτος έρεΐ προς τό συμβεβηκός πάθος· Ήιδειν ότι μέλλεις έπιέναι, τής προσ­ δοκίας σου ούκ άπέτυχον, προεγίνωσκόν σου τήν έφοδον. Κάν τοιούτός τις ή, στήσεται καί ού καταπεσείται· τό δέ έπί τφ αίφνιδίφ ταράσσεσθαιή κεκραγέναι, ποΛΛάκις δέ καίόδύρεσθαι, Λίαν έστιν ταλαιπώρου γνώμης. Προσεκτέον ούν τή άρετή μόνον, καί τοίς τά περί αύτής διηγουμένοις προσιτέον· οίς δ' άν μή παρή τών Λεγομέ­ νων ή πράξις, τούτοις διά τό ένεδρευτικόν χαίρειν είπόντες τούς συστρατευομένους ήμίν έπιζητώμεν. Ό γάρ Λέγειν μέν τούς συστρατευομένους ήμίν έπιζητώμεν. Ό γάρ Λέγειν μέν έπιτηδεύων ότι Ούκ άρχων είμί καί δικαστής, πράττων δ' άγαθόν μηδέν, ούτος, ώς ύπό τυράννων πολλών κρατούμενος, Λανθάνει τή άμαρτίμ δουλεύων καί άποδιδράσκων τούς όδφ βαδίζειν σπεύδοντας. Μακάριος ούν ό τή καρδίμ καθαρός· ύπό τούτου γάρ όράσθαι μόνον τό θειον δυνατόν. Φθόνου δέ καί βασκανίας μακράν κεχωρίσθαι δει τόν πιστόν· εύχεσθαι δέ όσημέραι καί Λογά) πλουσίους εύρίσκεσθαι καί πράξει δυ­ νατούς. Μέλη γάρ άΛΛήλων έσμέν. Διά τούτο τφ μέν πάσχοντι συμπάσχωμεν, τφ δέ δοξαζομένψ συγχαίρωμεν, φυΛαττόμενοι τούς μή οικείους τής Χριστού νομοθεσίας. Ταύθ' ύμίν, ώ άδελφοί, συμβουλεύων πράττειν έτι καί τούς Λοιπούς δι' ύμών έπί τό ποιείν τά βουλήματα τού θεού προετρεψάμην. Ό δέ κύριος τής δόξης, ό ών εις τούς αιώνας, δφη πάσιν ύμίν τής μετά τών έκλεκτών τιμής καί άναπαύσεως έπιτυχείν. Ή χάρις μετά πάντων ύμών. 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. Ίκανώς τόν κατά Ιουδαίων καίΈΛΛήνων έπελθόντες έλεγχον, άκολούθως αύθις τόν ύγιά τής πίστεως εκτιθέμεθα λόγον. Έχρήν γάρ δήπου μετά τήν τής άληθείας έπίδειξιν, όπως και φρονείν περί αύτής προσήκεν, προϊόντας είδέναι. Ού γάρ άπλώς ή προς τόν πατέρα καί υιόν δοξολογία τήν σωτηρίαν ήμίν πορίζει, άλλ' ή υγιής τής τριάδος ομολογία τών άποκειμένων τοίς εύσεβέσιν άγαθών τήν άπόλαυσιν δωρείται· έπεί καί τών έτεροφρόνων άκούσεταί τις τόν πατέρα καί υιόν άνυμνούντων, άλλ' ού κατ' ορθήν έννοιαν τό σέβας προσαγόντων. Όθεν άναγκαίως ήμίν ή τούδε τού γράμματος έδέησεν έκθεσις, εις τήν άκραιφνή τής άληθείας άνάγουσα τούς έντυγχάνοντας κατανόησιν. Ένα τοίνυν θεόν σέβειν ήμάς αί τε θείαι γραφαί διδάσκουσιν καί αί τών πατέρων διδασκαλίαι παιδεύουσιν. Δει γάρ ένα πάντων αίτιώτατον είναι, ϊνα μηδέν έξωθεν περιστάν λυμαίνηται τά γινόμενα. Καί γάρ εί τι τήν άρχήν έξωθεν ήν τού θεού, τούτο πάντως άναγκαίον ή θεόν όμολογεϊν ή δύναμιν έτέραν. ΆΛΛ' εί μέν θεόν εϊποι τις, διέγραψεν τάς θείας φωνάς άναφανδόν βοώσας· Έγώ θεός πρώτος καί έγώ μετά ταύτα καί πλήν έμού ούκ έστιν θεός. Εί δέ ού θεόν, άγγέλους ή δυνάμεις φήσειεν δηλονότι. ΆΛΛά καί ούτως άθετήσει τάς γραφάς παρά τού θεού καί τούτους γενέσθαι Λεγούσας. Αινείτε γάρ, φησίν, τόν θεόν έκ τών ούρανών, αινείτε αύτόν έν τοίς ύψίστοις, αινείτε αύτόν πάντες οί άγγελοι αύτού, αινείτε αύτόν πάσαι αί δυνάμεις αύτού! Καί εξής· Ότι αύτός ειπεν καί έγενήθησαν, αύτός ένετείλατο καί έκτίσθησαν. Ούκούν όμολογούμενον άν είη μηδέν τήν άρχήν τώ θεφ τών όλων συνυπάρχειν, έπείπερ άπαντα παρήχθαι παρ' αύτού άπεδείχθη. Εις ούν ταίς άληθείαις έστίν ό τών άπάντων θεός, έν πατρί καί υίώ καί πνεύματι άγίψ γνωριζόμενος. Έπεί γάρ έκ τής ιδίας ούσίας ό πατήρ τόν υιόν άπεγέννησεν, έκ δέ τής αύτής τό πνεύμα προήγαγεν, εικότως άν τής αύτής καί μιάς ούσίας μετέχοντα τής αύτής καί μιάς θεότητος ήξίωνται. Πώς ούν, φησίν, εί διαφέρει τό γεννών τού γεννω- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας μενού καί τό έκπορευτόν του άφ' ούπερ εκπορεύεται (έστιν δέ ό πατήρ άγέννητος, άφ' ού καί ό υίός γεγέννηται καί τό πνεύμα προήλθεν), ταύτόν τφ πατρι ό υίός και τό πνεύμα; Ότι τό μέν άγέννητον καί γεννητόν καί έκπορευτόν ούκ ούσίας ονόματα, άλλά τρόποι ύπάρξεως· οί δέ τής ύπάρξεως τρό­ ποι τοίς όνόμασιν χαρακτηρίζονται τούτοις. Ή δέ τής ούσίας δήλωσις τή θεός ονομασία σημαίνεται, ώς είναι μέν τήν διαφοράν τφ πατρί προς τόν υιόν καί τό πνεύμα κατά τόν τής ύπάρξεως τρόπον, τό δέ ταύτόν κατά τόν τής ούσίας λό­ γον. Ήι γάρ ό μέν άγεννήτως έχει τό είναι, ό δέ γεννητώς, τό δέ έκπορευτώς, τά τής διαφοράς έπιθεωρείσθαι πέφυκεν· ή δέ τής ύποστάσεως αύτού τό κατ' ούσίαν είναι σημαίνεται, καί τφ κοινφ τής θεότητος όνόματι παραδηλούται. Ούτως δ' άν ό λέγω σαφέστερον γένοιτο. Ό περί τής ύπάρξεως τού Άδάμ σκοπούμενος, όπως εις τό είναι παρήχθη, εύρήσει τούτον ού γεννητόν, ού γάρ έξ άλλου τίνος άνθρώπου, άλλ' έκ τής θείας διαπλασθέντα χειρός. Αλλ' ή διάπλασις τόν τρόπον τής ύπάρξεως δηλού τό γάρ όπως έγένετο ση­ μαίνει. Ωσαύτως πάλιν ό τής ύπάρξεως τρόπος τήν διάπλασιν χαρακτηρίζει· δηλοίγάρ ομοίως ότιγε πλασθείς ύπήρξεν. Εί δέ τήν ούσίαν αύτού ζητοίης, καθ' ήν τοίς έξ αύτού προς κοινωνίαν συνάπτεται, άνθρωπον εύρήσεις τό ύποκείμενον. Ώσπερ ούν ή πλάσις τόν τρόπον τής ύπάρξεως δηλοί, ό δέ τής ύπάρξεως τρόπος τήν διάπλασιν χαρακτη­ ρίζει, ό δέ τής ούσίας λόγος άνθρωπον τό ύποκείμενον δείκνυσιν, ούτως έπί τού θεού καί πατρός εύρήσομεν. Εί μέν γάρ τόν τρόπον τής ύπάρξεως αύτού ζητοίης, έξ ούδενός ετέρου γεγεννημένον όρων, άγέννητον προσαγορεύσεις· εί δέ τήν άγέννητος προσηγορίαν σκοποίης, τής ύπάρξεως τόν τρόπον έρμηνεύουσαν εύρήσεις. Εί δέ καί τήν ούσίαν αύτήν γνωρίζειν έθέλοις, καθ' ήν υίφ καί πνεύματι προς κοινω­ νίαν συνάπτεται, τή θεός όνομασίμ δηλώσεις. Ώστε τό άγέννητον καί τής ύπάρξεως ό τρόπος άλλήλων είσίν γνωριστικά, τής δέ ούσίας τό θεός δηλωτικόν. Ώς γάρ ό Αδάμ, καίτοιγέννησιν ού προσηκάμενος, τοίς έξ αύτού γεννηθεΐσιν κατά τό τής ούσίας ταύτόν εις κοινωνίαν συνάπτε- 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ται, ούτως ούδείς Λόγος τό κοινόν τής ουσίας πατρός προς τόν υιόν καί τό πνεύμα διασπάσαι διά τό άγέννητον δυνήσεται. Ώστε τό άγέννητον και τό γεννητόν και τό έκπορευτόν ούκ ούσίας δηλωτικά, σημαντικά δέ τών ύποστάσεών έστιν· ικανά γάρ ήμίν διακρίνειν τά πρόσωπα και τήν πατρός καί υιού καί άγιου πνεύματος ιδιαζόντως δεικνύειν ύπόστασιν. Καθάπερ γάρ σφραγίς ήμίν τις Λεχθέν τό άγέννητον εύθύς τήν πατρός άφορίζει ύπόστασιν, καί πάλιν ώς τι σημείον τήν τού γεννητού προσηγορίαν άκούοντες τήν υιού λαμβάνομεν έννοιαν, καί αύθις διά τής τού έκπορευτού σημασίας τό ίδικόν τού πνεύματος πρόσωπον παιδευόμεθα. Καί ταύτα μέν άρκεί προς άπόδειξιν τού μή τήν ούσίαν αύτήν δηλούν τό άγέννητον καί γεννητόν καί έκπορευτόν, άφοριστικά δέ τών υποστάσεων είναι, προς τώ καί τόν τής ύπάρξεως τρόπον διασημαίνειν. Υπόλοιπον δ' άν εϊη περί τής ούσίας δεικνύναι πώς μία πατρός καί υιού καί άγιου πνεύματος. Όρώμεν τοίνυν έν τή κοινή συνήθεια τής αύτής ούσίας ύπάρχοντα τοίς γεννώσιν τά γεννώ μένα. Μάλλον δέ άνωθεν ήμίν άρκτέον, ώς άν μή τό συνεχές τού λόγου διακόπτοι ζήτημά τι παρεμπεσόν εις μέσον. Καί πρώτον γε τά όντα διαιρήσωμεν. Εύρήσομεν γάρ άπαντα εις τε κτιστόν καί άκτιστον διαιρούμενα· ε’ί τι γάρ έστιν έν τοίς ούσιν, ή άκτιστος φύσις έστιν ή κτιστή. ΑΛΛ' ή μέν άκτιστος καί δεσποτική καί πάσης άνάγκης έλευθέρα, ή δέ κτιστή δουλική καί νόμοις δεσποτικοίς έπομένη· καί ή μέν κατ' εξουσίαν ά άν βούληται καί ποιούσα καί δυναμένη, ή δέ τήν διακονίαν ήν παρά τής θεότητος είληφεν μόνην καί δυναμένη καί πληρούσα. Ούτω τής διαιρέσεως έχούσης, εις μέσον τάς θείας παραθεμένους φωνάς σκοπειν δει μετά άκριβείας, τίνι συντάττειν παιδεύουσιν τόν υιόν καί τό πνεύμα· δει γάρ προς τούς τής εκκλησίας τροφίμους μή λογισμοίς άνθρωπίνοις διευθύνειν τά θεία, άλλά προς τό βούλημα τής διδασκαλίας τού πνεύματος τών λόγων ποιείσθαι τήν έκθεσιν. Καί πρώτος ήμάς Δαυίδ διδασκέτω. "Υμνον γάρ ούτος έξ ολοκλήρου τής κτίσεως συνθείς τώ θεφ, είτα περί τών κατ' ούρανόν άπάντων διαλαβών, πάσας 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τε τάς έν αύτώ δυνάμεις άπαριθμησάμενος, ομοίως δέ καί περί γής καί τών έν αύτή άπάντων τήν άφήγησιν ποιησάμενος, ού συμπαραλαμβάνει τή δοξολογίμ ταύτη τόν υιόν καί τό πνεύμα, ώς τή θείμ φύσει συνεζευγμένα δηλονότι· ού γάρ άν, εί τής κτιστής ούσίας ήπίστατο, ταύτα μόνα άφήκεν άκατονόμαστα, ών γε πρώτον καί μάλιστα τών άλ­ λων άπασών δυνάμεων εικότως άν έμνημόνευσεν. Όμοίως δέ καί ό μακάριος Παύλος, θείψ πυρί κάτοχος ών καί τό δια­ καές τής περί τόν θεόν άγάπης ένδεικνύμενος καί τό βέ­ βαιον τού φίλτρου μαρτυρούμένος, ούτως φησίν· Πέπεισμαιγάρ ότι ούτε ζωή ούτε κόσμος ούτε θάνατος, ούτε άγγελοι ούτε δυνάμεις ούτε άρχαί, ούτε ένεστώτα ούτε μέλ­ λοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις έτέρα δυνήσεται ήμάς χωρίσαι άπό τής άγάπης τού θεού τής έν Χριστφ Ιησού τφ κυρίω ήμών. Όμοίως γάρ καί αύτός άπαριθμησάμενος καί κόσμον καί ζωήν καί θάνατον, άγγέλους τε καί δυνάμεις καί άρχάς, καί ένεστώτα καί μέλλοντα, ύψωμά τε καί βάθος, έπεί μηδέν ηύρισκεν ύπολιμπανόμενον τή κτιστή φύσει, έτι δέ τού βοάν καί μαρτύρεσθαι τής ορμής έχόμενος, ύπερβολικόν τι προσθείς τόν λόγον έπλήρωσεν, κτίσιν έτέραν έπαγαγών. Αρα ούν, καί τή τού λεχθέντος ύπερβολή τόν άμετακίνητον αύτού περί τόν θεόν πόθον παραδηλώσας, εί τής κτιστής ούσίας ήπίστατο τόν υιόν καί τό πνεύμα, ούκ άν αύτών μετά τών άλλων τήν άφήγησιν έποιήσατο; Αλλ' ότι μέν ού συνέζευκται τή κτιστή φύσει ό υιός καί τό πνεύμα, άπό τούτων καί τών τοιούτων ίστέον· ένήν δέ παραθέσθαι καί τινας άλλας τοιαύτας παμπληθείς μαρ­ τυρίας, άλλ', έπεί προς έκκλησίας υίεις ό λόγος, ήμίν δέ ό σκοπός διά συντόμων είπείν, άποχρήν ήγούμαι καί τά ·ηθέντα. Υπόλοιπον δ' άν εϊη έπιδεικνύναι ώς τή θεία φύσει ό υιός συντέτακται καί τό πνεύμα. Καί πρώτον γε τού καιριωτάτου μνησθήσομαι. Ό ούν κύριος ήμών Ιησούς Χριστός μετά τήν έκ νεκρών άνάστασιν, τήν εις ούρανούς άνοδον ποιείσθαι μέλλων, καί τήν τών έθνών μαθητείαν καί τήν τού βαπτίσματος διδαχήν τούς άποστόλους έπαίδευσεν· Πορευ- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας θέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αύτούς είς τό όνομα τού πατρός καί τού υιού καί τού άγιου πνεύματος. Καί Κορινθίοις δέ γράφων ό μακάριος Παύλος τφ τέλει τής έπιστολής, οίονεί σφραγίδά τινα τή διδασκαλίμ περιτιθείς, έπάγει· Ή χάρις τού κυρίου ήμών Ιησού Χριστού καί ή άγάπη τού θεού καί πατρός καί ή κοινωνία τού άγιου πνεύματος μετά πάντων ύμών. Καί πάλιν πρός Έφεσίους ούτως φη­ σίν· Όντος άκρογωνιαίου αύτού Ιησού Χριστού, έν φ πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει είς ναόν άγιον έν κυρίψ, έν φ καί ύμείς συνοικοδομείσθε είς κατοικητήριον τού θεού έν πνεύματι. Όράς όπως τήν οικοδομήν τήν έν Χριστφ δι­ δάσκων, δι' ής ναός κυρίου γινόμεθα, κατά τό Ένοικήσω έν αύτοίς καί έμπεριπατήσω καί έσομαι αύτών θεός, τά τρία συνημμένως ή μιν συνεισάγει πρόσωπα. Χριστόν γάρ καί θεόν καί πνεύμα, τήν μίαν θεότητα, κατοικείν έν ήμίν κατ' ενέργειαν, τοίς τής χάριτος άξιουμένοις, διά τής τοιαύτης διδασκαλίας έπαίδευσεν. Καί τούτο δήλον άφ' ών καί έν έτέρψ φησίν· Τούτου χάριν κάμπτω τά γόνατά μου πρός τόν πατέρα τού κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, έξ ού πάσα πάτριά έν ούρανοίς καί έπί γής ονομάζεται, ϊνα δφη ύμίν κατά τόν πλούτον τής δόξης αύτού δυνάμει κραταιωθήναι διά τού πνεύματος αύτού είς τόν έσω άνθρωπον, κατοικήσαι τόν Χριστόν. Ιδού γάρ πάλιν ένοικήσεως θείας μνημονεύων πατέρα καί υιόν καί άγιον πνεύμα συμ­ περιλαμβάνουν δείκνυται. Καί πανταχού δέ τής διδασκα­ λίας συντάττων τά τρία φαίνεται πρόσωπα. Κορινθίοις γάρ έν έπιστολή δευτέρμ γράφων ούτως φησίν· Ό δέ βεβαιών ήμάς σύν ύμίν είς Χριστόν καίχρίσας ήμάς θεός, καί σφραγισάμένος ήμάς καί δούς τόν άρραβώνα τού πνεύματος έν ταίς καρδίαις ήμών· σαφώς κάνταύθα καί πατέρα (καί θεόν) καί Χριστόν υιόν καί άγιον πνεύμα έν τή διδασκαλίμ συζεύξας. Καί αύθις πρός Γαλάτας· Ότι δέ έστε υιοί, έξαπέστειλεν ό θεός τό πνεύμα τού υιού αύτού είς τάς καρδίας ύμών, κράζον Άββά ό πατήρ· ομοίως πάλιν συνημμένως ήμίν τήν περί πατρός καί υιού καί πνεύματος έννοιαν παραδιδούς. Καί βλέπε τής άκρας συνάφειας πώς τίθησι τά 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας γνωρίσματα. Ού γάρ άπλώς ειπεν· Έξαπέστειλεν ό θεός τό πνεύμα, άλλά· τού υιού αύτού· νύν μέν αύτό συνάπτων υίφ, νύν δέ προσνέμων πατρί έν οίς φησιν· Υμείς δέ ού τό πνεύμα τού κόσμου έλάβετε, άλλά τό πνεύμα τό έκ τού θεού καί πατρός· καί πάλιν τού υιού αύτού τό πνεύμα τής άληθείας καλούντος, επειδή αύτός έστιν ή άλήθεια, καί αύθις τού πατρός είναι διδάσκοντος- ό γάρ παρά τού πατρός έκπορεύεται. Καί διά πάντων άπλώς βεβαιούσης ήμίν τής θείας γραφής τήν διάνοιαν, άχώριστον περί πατρός καί υιού καί άγιου πνεύματος κέκτησθε τήν έννοιαν. Άλλ' ούδέ τής τού παντός δημιουργίας υιού καί πνεύματος τήν ένέργειαν κεχωρισμένην τού πατρός τό θειον ήμάς έπαίδευσεν λόγιον. Καί τούτου σοι Δαυίδ ώδέ πως λέγων γινέσθω διδάσκαλος· Καί σύ, κύριε, κατ' άρχάς τήν γήν έθεμελίωσας, καί έργα τών χειρών σου είσιν οί ούρανοί· συνειληφώς μέν διά τής τού κυρίου σημασίας καί τόν υιόν καί τό πνεύμα, ούδέν έλαττον δέ διά τούς άγνώμονας καί τή κατά πρόσωπον χρησάμενος διαιρέσει έν οίς φησιν· Τφ λογά) κυ­ ρίου οί ούρανοί έστερεώθησαν, καί τφ πνεύματι τού στόματος αύτού πάσα ή δύναμις αύτών. Άλλ' ούδέ τής τού πατρός έξουσίας έλαττούσθαι τόν υιόν καί τό πνεύμα παρά τής θείας γραφής μεμαθήκαμεν· καί πώς, άκουε τού γράμματος· Ό δέ θεός ήμών, φησίν, έν τφ ούρανφ καί έν τή γή, πάντα όσα ήθέλησεν έποίησεν. Τούτο περί τού πατρός ό Δαυίδ φησιν. Ταύτην ό υιός δεικνύς έπί τού λεπρού τήν έξουσίαν· Θέλω, φησίν, καθαρίσθητι! Ταύτην ό μακάριος Παύλος καί τφ άγίψ πνεύματι προσμαρτυρών τοιαύτα γράφει· Ταύτα δέ πάντα ένεργεί τό έν καί τό αύτό πνεύμα, διαιρούν ίδίμ έκάστψ καθώς βούλεται. Είτοίνυν έν τή τού κόσμου μαθητείμ, έν τε τή τού βαπτίσματος διδαχή, έτιγε μήν καί τφ τής δημιουρ­ γίας λόγω καί τή τής έξουσίας δυνάμει συνημμένως ήμίν τό πατρός καί υιού καί άγιου πνεύματος έν όνομα παραδέδοται, τίς άφαιρήσεταιλόγος τόν υιόν καί τό πνεύμα μή τής θείας ούσίας καί μακαρίας ύπάρχειν; Καί μή τις ήμίν ένσκήψειεν, ώς άλλα μέν ύποσχομένοις, άλλα δέ διεξελθούσιν, εϊπερ, τό τής ούσίας ταύτόν 2. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έπαγγειλάμενοι δείξειν, ότι συντέτακται τώ πατρί ό υιός καί τό πνεύμα τάς πίστεις παρεσχόμεθα. Ού γάρ άλλο τι τής συντάξεως ό λόγος παρίστησιν άλλ' ή πατρός καί υιού καί άγίου πνεύματος τό τής ούσίας ταύτόν, καί μοι τήν διαίρεσιν άναλαβών ό άντιλέγων δι' άκριβείας σκοπείτω· εύρήσειγάρ εκεί τής ούσίας τόν λόγον έν τή τάξει τής συνάφειας πληρούμενον. Άνωθεν τοίνυν ή μίν είς δύο τά όντα διήρητο, ε’ίς τε άκτιστον καί κτιστήν φύσιν· καί τής μέν άκτιστου τεκμήρια παρ' ήμών ώμολόγητο, δεσποτικήν τε αύτήν είναι καί πά­ σης άνάγκης έλευθέραν, έτι τε κατ' έξουσίαν ά άν βούληται καί ποιούσαν καί δυναμένην, τής δέ κτιστής, δουλικήν τε έξ άντιθέτου καί νόμοις δεσποτικοίς έπομένην, έτι τε τήν δια­ κονίαν ήν παρά τής θεότητος ε’ίληφεν μόνην καί δυναμένην καί πληρούσαν. Ούτω τής διαιρέσεως έχούσης, θεότητος καί κτίσεως μηδέν είναι μέσον βεβαιούσης, πάν ό τής κτίσεως παρήλλακται τή θεία ού παρήλλακται δηλονότι. Εί τοίνυν διά πλειόνων παρ' ήμών έδείκνυτο τής μέν κτίσεως διαλλάττων ό υιός καί τό πνεύμα, έπεί μηδενί κτιστφ συνηρίθμηνται, τώ δέ πατρί πανταχού συνέζευκται, πώς ού τής έσχάτης άνοίας έστίν τό μή τής άκτιστου ούσίας αύτά νομίζειν; Τών γάρ δύο τό έτερον άναγκαίως διαπεσείται- δεί γάρ ή τής κτιστής αύτά άποδεικνύντα τής άκτιστου άφορίζειν, ή τής άκτιστου δηλούντα τής κτιστής άναγκαίως χωρίζειν. Αλλά καί τής κτιστής έφάνη κεχωρισμένα καί τή άκτίστψ συνεζευγμένα· μέσον δέ τούτων ώμολογήθη μηδέν. Λειπόμενον άν ε’ίη τό κοινωνείν αύτά τής ούσίας ω καί πανταχού συνεζεύχθησαν. Είγάρ, όπερ είρηται (καλόν γάρ άναλαβείν προς έντελεστέραν άπόδειξιν), έπί τε τής έν Χριστφ τού κόσμου μαθητείας, έπί τε τής διδαχής τού βαπτίσματος, έτι μήν καί έπί τής θείας διδασκαλίας καί τής τού παντός δημιουργίας, ού μήν άλλά καί έπί τής κατ' έξουσίαν αύθεντίας, παραπλήσια καί ταύτά περί πατρός καί υιού καί άγίου πνεύματος παραδέδοται, τίς ουτω σκαιός ώς διαμφισβητείν περί τής κατ' ούσίαν άλλήλων κοινωνίας; Ένα τοίνυν θεόν προσήκεν όμολογείν, έν πατρί καί υίώ καί άγίψ πνεύματιγνωριζόμενον, ή μέν πατήρ καί υιός καί 2· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άγιον πνεύμα, τής μιάς θεότητος τάς υποστάσεις γνωρίζον­ τας, ή δέ θεός, τό κατ' ουσίαν κοινόν τών ύποστάσεων νοούντας. Μονάς γάρ έν τριάδι νοείται, καί τριάς έν μονάδι γνωρίζεται. Καί πώς τούτο, διερωτάν ούτε άλλον βουλοίμην, ούτε αύτός έμαυτόν δυναίμην πείθειν τούς περί τών άπορρήτων Λόγους γλώσση πηλίνη καί σαρκίω ρυπώντι κατατολμάν. Εί γάρ καί νους ήμίν καθαρός ένίδρυται, δι' ού τών ύπέρ ήμάς πολλάκις τώ λογά) περιδραττόμεθα, άλλά γε τή συζύγω σαρκί βαρυνόμενος άτονεΐ τήν έναργή τών μειζόνων κατάληψιν, έπείπερ βρίθει τό γεώδες σκήνος νουν πολυφρόντιδα. Ούδενί ούν άν τρόπψ άνθρώποις ούσιν δυνατόν έξικέσθαι τής πρώτης έκείνης καί μακαρίας ούσίας. Καί τί λέγω τής θείας ούσίας! ΑΛΛ' ούδέ τών περίαύτήν μυστικώς τελουμένων. Ούδέν γάρ άνθρώποις τών θείων σαφές, ώς Ελλήνων σο­ φός τις έφθέγξατο- έγώ δέ τό Λεχθέν ώς άληθές δέχομαι. Όταν γάρ άκούσω του Παύλου, του σκεύους τής έκλογής, του τρίτον ούρανόν έμβεβηκότος, τού -ημάτων άρρήτων άκηκοότος ά μή θέμις γλώσσαις άνθρωπίναις έκλαλεϊν, τού Λαλούντα έν έαυτφ έχοντος τόν τών Λόγων χορηγόν, μερικήν έν έαυτφ τήν γνώσιν προσμαρτυρούντος καί λέγοντας· Άρτι γινώσκω έκ μέρους, τότε δέ έπιγνώσομαι καθώς καί έπεγνώσθην, καί πάλιν- Έκ μέρους γινώσκομεν καί έκ μέ­ ρους προφητεύομεν- πώς τήν τελείαν τών θείων γνώσιν άνθρώποις ούσιν πιστεύσω; Είγάρ τοϊς είς τό Παύλου μέτρον έφθακόσιν άμυδρά τις καί μερική γέγονεν (τό γάρ δι' έσόπτρου βλέπειν καί έν αίνίγματι τό άμυδρόν παραινίσσεται), τίς ούτω τολμηρός πρός άπόνοιαν ώς τελείαν τών θείων γνώσιν έαυτφ προσμαρτυρείν; Αύτίκα δέ καί ήμείς, τό τών άπορρήτων άδιεξίτητον είδότες, τά τού Δαυίδ πρός τόν τών όλων θεόν έπιφθεγγόμεθα- Έθαυμαστώθη ή γνώσίς σου έξ έμού, έκραταιώθη, ού μή δύνωμαι πρός αύτήν. Αλλά ταύτα μέν καί Λέγε ιν όσιον καί φρονείν όσιώτερον- τοίς γάρ θείοις παραχωρείν εύσεβούς άνδρός άν είη καί σώφρονος. Ούκουν όσον μέν τών θείων είς άσφαλή έρευναν, όσον δέ πρός εύσεβή θρησκείαν θεοπρεπώς νοουμεν. Ού γάρ, 2· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας επειδή πάμπαν άκατάΛηπτον τό θειον, διά τούτο που πάν­ τως μηδ' όΛως ζητείν περί αύτού προσήκεν, άΛΛ' έν -μστώνη τόν τού βίου καταναΛίσκειν χρόνον· κατά δέ τό μέτρον τό μερισθέν έκάστψ παρά τού κυρίου τής γνώσεως τήν έξέτασιν φιΛοπόνως ποιείσθαι, ότι μέν άκατάΛηπτον άκριβώς πε­ πεισμένους, έφ' όσον δέ χωρούμεν διά τής θεωρίας έαυτούς έκείνψ συνάπτοντας. Ούτω τοίνυν νοούμεν τόν υιόν έκ πατρός γεγεννήσθαι, ώς φως έκ φωτός έκΛάμψαν. Ικανή γάρ ή είκών παραστήσαι τό τε συναΐδιον τό τε τής ούσίας ταύτόν τό τε τής γεννήσεως άπαθές. Εί γάρ έξεΛάμφθη, τφ έκΛάμψαντι άχρόνως συνυπέστη. Τίνιγάρ φωτός έκΛαμψις χρόνου μέσω διακόπτοιτο; Καί εί φως έκ φωτός, τό ταύτόν έκείνψ δηΛώσειεν, άφ' ού καίγεγέννηται. Εί δέ πάΛιν φως καί τό γεγεννημένον, άπαθής άν εϊη καί ή γέννησις. Ού γάρ κατά τομήν ή -εύσιν ή διάστασιν τού φωτός ή έκΛαμψις γίνεται, άΛΛ' έκ τής ούσίας αύτής απαθώς προ­ έρχεται. Τήν αύτήν δέ γνώσιν καί περί τού άγιου πνεύμα­ τος κατέχω μεν, ότι, ώσπερ ό υιός έκ τού πατρός, ούτως καί τό πνεύμα· πΛήν γε δή τφ τρόπψ τής ύπάρξεως διοίσει. Ό μέν γάρ, φώς έκ φωτός, γεννητώς έξέΛαμψεν, τό δέ, φώς μέν έκ φωτός καί αυτό, ού μήν γεννητώς άΛΛ' έκπορευτώς προήΛθεν· ούτως συναΐδιον πατρί, ούτως τήν ούσίαν ταύ­ τόν, ούτως άπαθώς έκείθεν έκπορευθέν. Ούτως έν τή τριάδι τήν μονάδα νοούμεν, καί έν τή μονάδι τήν τριάδα γνωρίζομεν. Ταύτα χωρήσαντες καί τούτο τό μέτρον παρά τού κυρίου τής γνώσεως Λαβόντες τοίς υίέσι τής έκκΛησίας τό καταΛηφθέν έκτιθέμεθα, ούτω μέν φρονείν παρακαΛούντες, έως άν τεΛεωτέραν τής γνώσεως τήν έκΛαμψιν δέξωνται, έπεί γε τοίς παρ' ήμών έκτεθείσιν σύν έπιμεΛεία προσέχειν σωφρονικόν. Ού γάρ τι κομψόν ή ύπέρογκον ή μεγαΛαυχίας έχον άπόδειξιν έφαντάσθημεν, όσον δέ εύσεβές μάΛΛον καί πρέπον τή άΛηθεΐ γνώσει κατά δύναμίν συΛΛέξαντες τής μιάς θεότητος τήν έν τεΛείαις τρισίν ύποστάσεσιν γνώσιν έξεθέμεθα. Καί περί μέν τής άγιας τριάδος ούτω δοξάζοντες έπί τήν έξ οικονομίας χάριν τού Λόγου τφ Λογά) προσέΛθωμεν. Άρρητος μέν γάρ καί τής οικονομίας ό Λόγος· 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άλλά τό κατά δύναμιν πάλιν ήμίν καί τούτον έξεταστέον. Ότε τών οικείων πλασμάτων συνείδεν ό Λόγος χρήναι τήν άνάπλασιν γενέσθαι καί τής τού Αδάμ τιμωρίας, ήν παραβάς ώφλησε, τό χρέος άποδοθήναι, τότε δή, τών ούρανών ούκ άποστάς, προς ή μάς κατεΛήΛυθεν· ού γάρ ήν σώ­ ματος ή κατάβασις, άλλά θείας ένεργείας βούλησις. Μέση δέ παρθένψ, έκ Δαυ'ίτικού καταγομένη γένους διά τάς προς αύτόν έπαγγελίας, προς τήν τής οικονομίας χρείαν χρησάμενος, καί ταύτης τήν νηδύν είσδύς οίονεί τις θείος σπόρος, πΛάττειναόν έαυτφ, τόν τέλειον άνθρωπον, μέρος τι Λαβών τής έκείνης φύσεως καί είς τήν τού ναού διάπλασιν ούσιώσας. Ένδύς δέ τούτον κατ’ άκραν ένωσιν, θεός όμού καί άν­ θρωπος προελθών, ούτω τήν καθ' ή μάς οικονομίαν έπλήρωσεν. Έπειδήπερ άμαρτών ό Αδάμ θανάτψ τό γένος ύπέβαλεν και τήν φύσιν όλην ύπεύθυνον τφ χρέει πεποίηκεν, θεός ύπάρχων ό υιός καί άνθρωπος άνακαλείται τού Αδάμ τό παράπτωμα. Και ή μέν άνθρωπος, άμέμπτως πολιτεύεται καί θάνατον έκούσιον καταδέχεται, διά μέν τής άκρας πολι­ τείας άφανίζων τό παράπτωμα, διά δέ τού μή χρεώστουμένου θανάτου καταργών τόν όφειλόμενον- ή δέ θεός, καί τό Λυθέν ανιστά καί τόν θάνατον αύτόν παντελώς καταλύει. Είς ούν έστιν ό υιός, ό τε Λυθείς ό τε τό Λυθέν άναστήσας· ή γάρ άνθρωπος, έλύθη, ή δέ θεός, άνέστησεν. Όταν ούν άκούσης περί τού ένός υιού τάς έναντίας φωνάς, καταλ­ λήλως μέριζε ταίς φύσεσιν τά Λεγάμενα, άν μέν τι μέγα καί θειον, τή θεία φύσει προσνέμων, άν δέ τι μικρόν καί άνθρώπινον, τή άνθρωπίνη λογιζόμενος φύσει. Ούτω γάρ καί τό τών φωνών άσύμφωνον διαφεύξη, έκάστης ά πέφυκεν δεχομένης φύσεως, καί τόν υιόν τόν ένα καί προ πάντων αιώνων καί πρόσφατον κατά τάς θείας γραφάς ομολογήσεις. Καί μή με τις έρωτάτω τής ένώσεως τόν τρόπον. Ού γάρ αίδεσθήσομαι τήν άγνοιαν όμολογών, τούναντίον δέ καί μάλλον καυχήσομαι, τοίς άπορρήτοις πιστεύων καί μύστης τούτων ύπάρχων ών καί Λόγος καί νούς άτονεί τήν κατάληψιν. Ώστε μηδέν έναργές περί τούτου μήτε παρ' έμού μήτε παρ' έτέρου μανθάνειν έλπίσειεν. Εί δ' όσον ό νούς ήμών έχώ- 2· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ρησεν περί τούτου βούΛειγνώναι, φθόνος μέν ούδείς πρός παϊόας εκκλησίας, τοσούτον δέ τοίς Λεγομένοις έπισημηνάμενος, ώς δει τοίς έγχειρούσιν τήν έκθεσιν τής άνωθεν -οπής τε καί συνεργίας, έπί τήν εις δύναμιν κατάΛηψιν είμι. Τινές μέν ούν τήν ένωσιν ώς ψυχής πρός σώμα νοήσαντες, ούτως έκδεδώκασιν· καί άρμόδιόν γε τί) παράδειγμα, εί καί μή κατά πάντα, κατά τί γούν. Ώς γάρ εις μέν έστιν ό άν­ θρωπος, έχειδέ φύσεις έν έαυτφ δύο διαφόρους, καί κατ' άΛΛο μέν Λογίζεται, κατ' άΛΛο δέ τό Λογισθέν ενεργεί (ψυχή μέν γάρ νοερμ Λογισάμενος, εί τύχοι, τού πΛοίου τήν σύμπηξιν, χερσίν τό νοηθέν εις πέρας άγει), ούτως ό υιός, εις ών καί δύο φύσεις, κατ' άΛΛην μέν τάς θεοσημείας είργάζετο, κατ' άΛΛην δέ τά ταπεινά παρεδέχετο. Ήι μέν γάρ έκ πατρός καί θεός, ενεργεί τά θαύματα, ή δέ έκ παρθένου καί άνθρωπος, τόν σταυρόν καί τό πάθος καί τά παραπλήσια φυσικώς έθέΛων ύπέμενεν. Εί τις έως τούτου τά τού παραδείγματος δέχοιτο, έχει καλώς ή είκών· εί δέ όΛον όΛφ τώ παραδείγματι συγκρίνοι, τά τής διαφοράς άναφανήσεται. Ό γάρ άνθρωπος, εί καί διττάς έν έαυτφ δείκνυσιν τάς φύσεις, ού δύο φύσεις έστιν, άΛΛ' έκ τών δύο· ώς γάρ τό σώμα σύγκειται μέν έκ πυρός καί άέρος, ύδατος τε καί γής, ούκέτι δέ τό σώμα πύρ εϊποις είναι ούδέ άέρα ή τι τών άλλων (ούδέ γάρ ταύτόν τοίς έξ ών έστιν, έπεί καί διάφορος ό Λόγος τού τε συγκειμένου τών τε συντεθέντων), ούτως ό άνθρωπος, εί καί έκ ψυχής καί σώματός έστιν, έτερος παρά τά έξ ών έστιν. Ώδε δέ μάθοις ό Λέγω σαφέστερον. Έκ διαφόρων ύΛών τόν οικον οίκοδομουμεν· άλλ' ούκ άν τις εϊποι τόν οίκον ταύτόν ύπάρχειν ταϊς ύλαις ταϊς έξ ών έστιν. Ού γάρ άπλώς οί Λίθοι καί τά ξύλα καί τά Λοιπά ό οίκός έστιν· εί γάρ τούτο ήν, καί προ τής οίκοδομίας διηρημένας αύτάς τάς ύλας οίκον άν τις δικαίως καΛέσειεν. ΑΛΛ' ή τοιάδε τών ύΛών πρός άΛΛήΛας σύμπηξις τόν οίκον ήμίν άποτεΛεϊν πέφυκεν. ΑμέΛει τής οικίας Λυθείσης μένουσιν μέν ομοίως αί υλαι τόν οίκείον έπέχουσαι Λό­ γον, άπολωλέναι δέ φαμεν τήν οικίαν, ήν ή τοιάδε τών ύΛών σύζευξις άπετέλεσεν. Ούτως έπί τού άνθρώπου. Κάν 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας έκ ψυχής καί σώματος ύπάρχη, ού ταύτόν άν ε’ίη τοίς έξ ών έστίν, άλλ' έτερον, ώς είναι τόν άνθρωπον έξ αύτής τής συνάφειας ψυχής προς σώμα τρίτον άποτεΛούμενον άλλο. Καί τούτο δήΛον άφ' ών, τής διαζεύξεως τής τούτων γενομένης, μένει μέν ούτως τό σώμα τόν οίκείον σώζον Λόγον (τριχή γάρ έστιν διαστατόν, κάν νεκρόν ύπάρχη), ή ψυχή δέ πάΛιν ομοίως Λογική τυγχάνουσα, κάν διαζευχθή· άπόΛωλε δέ ό άνθρωπος, ον άπετέλεσεν έκατέρων ή σύζευξις. Ό δέ Χριστός ούκ έκ θεότητος καί άνθρωπότητος άπετεΛέσθη Χρι­ στός, άλλος ών παρά τά δύο, άλλά καί θεός καί άνθρωπος έκάτερα τυγχάνει, θεός μέν νοούμενος τή τών τεραστίων ένεργείμ, άνθρωπος δέ δεικνύμενος τή τής φύσεως ομοιοπα­ θείς. Άλλως τε καί ή ψυχή ποΛΛοίς τών τού σώματος προκατεχομένη παθών καί προπάσχει ποΛΛάκις τού σώματος, καί συμπάσχει διηνεκώς, φαινομένη ποΛΛάκις τήν τομήν τού σώματος άγωνιώσα καί προ τού πάθους τού σώματος άΛΛοιουμένη καί μετά τήν τομήν ούδέν ήττον τά τής οδύνης έμπαθώς δεχομένη. Όπερ έπί τής θεότητος τού Χριστού ούκ άν τις τών εύσεβών τοΛμήσειεν είπεϊν ή παραδέξασθαι. Ώστε τού άνθρώπου τό παράδειγμα κατά τί μέν δεκτέον, κατά τό Λοιπόν δέ φευκτέον. Ήμείς δέ καί πάλαι μέν προδιωμοΛογήσαμεν τής άληθείας ταύτης τήν έναργή κατάληψιν άγνοειν, καί νύν ούδέν έλαττον εύγνωμονούμεν όμολογούντες τήν κατά τό μέτρον τό δοθέν ήμίν γνώσιν, όσον τε προς εύσεβέστερον έναργή Λό­ γον τά τού παραδείγματος άνάγειν σπουδάζομεν, καί τήν ένωσιν ού μικρμ τινι καί τών εύτελών είκόνι παρεικάζειν έθέλομεν, άλλά μεγάλη καί τή γεννήσει πρεπούση τή έκ πατρός. Έπεί ούν φώς έλήλυθεν εις τόν κόσμον ό Λόγος, έκ φωτός έκλάμψας τού άναιτίου, φώς είναι καί τό παράδειγμα βού­ λομαι τής ένώσεως. Νοείσθω τοίνυν ό Λόγος φώς είναι τό άρχέγονον, ό πρώτη φωνή θεού δι' αύτού τού Λόγου γεγένηται, σώμα δέ ήλιακόν τό σώμα τό άνθρώπινον, ω κατά άπόρρητον Λόγον ό Λόγος ήνώθη. Καί μή μοι τόν ήλιον φώς έτερον παρά τό πρότερον γενόμενον νόμιζε· ού γάρ ώς έΛΛείποντος τού πρώτου φωτός προς τόν τού παντός φωτισμόν ό ήλιος 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας γέγονεν τό Λειπον άναπληρών- ού γάρ τοιούτος ό τεχνίτης, ώς μήτε προίδέσθαι τό τέλειον μήτε τήν αύγήν προς τήν έξ αύτού παρεχομένην δημιουργήσαι χρείαν. Έν τοίνυν έστίν τό φώς τό άρχέγονον, τό δέ ήλιακόν σώμα τούτψ κατεσκευάσθη, έφ' ού συναιρεθέν τό φώς πανταχού τήν άρχήν κεχυμένον έποχειται. Τούτο καί τών ώρών ήμιν τής ή μέρας τόν δρό­ μον διά τού σώματος άμέμπτως άποπληροί. Είγάρ μή ένεδέθη τώ σώματι, άλλ' όλον έν όλφ τώ άέρι περιεκέχυτο, ούκ άν ήμίν ούδέ τά μέτρα τής ή μέρας διώρισεν ούτε κίνησιν εύτακτον καί τόν πεποιηκότα παρέστησεν. Εί δέ Λέγεις μοι ότι καί προ τής τού ήλιου γενέσεως ή μέρα καί νύξ έγένετο, πρώτον μέν ομολογήσεις ομοίως ότιήρκειτού φω­ τός ή φύσις άπαντα καταυγάζειν, άκολούθως δέ λοιπόν ζητήσας τής γενέσεως τού ήλιου τήν αιτίαν εύρήσεις ούκ άλλην ούσαν ή τήν παρ' ήμών άρτίως είρημένην. Πάλαι μέν γάρ όλον δι' όλου τό φώς τφ άέρι περικεχυμένον ούτε κίνησιν ομαλήν διέτρεχεν ούτε τής ή μέρας τά μέτρα διώριζεν, άλλά συστελλόμενον τή νυκτί τήν πάροδον έδίδου. Ώστε ούν έτερον μέν έστιν τό φώς, έτερον δέ τό ήλιακόν σώμα τό τούτο δεξάμενον. Ούτω τοίνυν έχοντος τού φωτός προς τό ήλιακόν σώμα, σκοπείτε Λοιπόν ύμείς δι' άκριβείας τόν λόγον. Ώσπερ γάρ μετά τήν ένωσιν τού πρωτογόνου φωτός προς τό ήλιακόν σώμα ούκ άν τις άπ' άλλήλων αύτά διέλοι, ούδέ τό μέν ήλιον ιδιαζόντως καλέσοι, τό δέ πάλιν φώς διηρημένως, άλλ' εις ήλιος τό φώς λέγεται μετά τού σώματος, ούτως έπί τού άληθινού φωτός καί τού άγιου σώματος ούκ άν τις ε’ίποι μετά τήν ένωσιν τόν μέν κεχωρισμένως υιόν τόν θειον Λόγον, τόν δέ πάλιν υιόν τόν άνθρωπον, άλλ' ένα καί τόν αύτόν έκάτερα νοήσει, ώς έν φώς καί ένα ήλιον τό τε δεχθέν φώς τό τε δεξάμενον σώμα. Πάλιν ώς έν μέν φώς καί εις ήλιος, φύσεις δέ δύο, ή μέν φωτός, ή δέ σώματος ήλιακού, ούτω κάνταύθα εις μέν υιός καί κύριος καί Χριστός καί μονογενής, φύσεις δέ δύο, ή μέν ύπέρ ήμάς, ή δέ ήμετέρα. Καί αύθις ώσπερ έπί τού φωτός τήν ένέργειαν ούκ άν τις χωρίσειεν τού σώματος αύτού τού δεκτικού, τφ δέ λόγψ διελών γνωρίσειεν τήν φύσιν, ής έστιν ιδία ή 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ενέργεια, ούτως έπί του ενός μονογενούς υιού τού θεού πά­ σαν μέν ένέργειαν ούκ άν τις χωρίσειεν τής μιάς υίότητος, τής δέ φύσεως ής έστιν οίκείον τό γινόμενον τφ λόγφ γνωρίσειεν. Ούτως ήμείς τό παράδειγμα τής ένώσεως τής θείας ποιήσαντες ώς άν έπ' εύσεβεστέραν έννοιαν κατεφύγομεν, τής μέν άληθείας αύτής είκαί μή καθάπαξ έφικόμενοι, εικόνα γούν έξαρκούσαν ήμίν προς εύσεβή ζήτησιν συλλεξάμενοι. Τούτων ε’ί τί σοι δόξειεν έγγύτερόν πως τής άληθείας είναι, άνύμνει τόν δεδωκότα τής γνώσεως τό μέτρον· εί δέ τι μάλλον εύσεβές παρ' άλλου μεμάθηκας, αύ­ τόν πάλιν άνύμνει τόν κηδεμόνα· αύτός γάρ πάλαι ών εις άλλον ένήργησεν. Αποχρώντως τοίνυν εις δύναμιν τήν ορ­ θήν ομολογίαν έκθέμενοι, χαίρειν μέν τοίς τής έκκλησίας υίέσιν είπόντες, χάριν δέ τφ δεδωκότι τού λόγου τήν χορη­ γίαν όμολογήσαντες, έπί τής καθ' ήσυχίαν διαγωγής τόν λόγον εύνάσαντες τού λοιπού βιοτεύσομεν. Άλλά γάρ όρώ τινας άνακαλουμένους πάλιν τόν λό­ γον καί ζητήσεως έτέρας στάδιον ύποδεικνύντας καί τρέχειν αύθις βιαζομένους, τάχα που καί πειρώντας εί μή τοίς προλαβούσι διαύλοις άπείρηκεν. Ό δέ λόγος μιμείται πηγήν, ή συνεχέστερον άντλουμένη διειδέστερα προχεί τά νάματα. Όλος δέ νένευκεν προς τόν δρόμον καί τών θυρών όσον ούκ ήδη προέκυψεν καί τού σημαντήρος άναμένει τό σύνθημα· σοί τε βουλομένφ τό ζήτημα σημάναι έτοιμος παρορμήσαι καί καταβαλείν τήν άπιστίαν καί περικλείσαι τάς θεομάχους γλώσσας καί διαστείλαι, τί μέν δει περί τών θείων ζητείν, τί δέ πιστεύειν, καί τφ νόμφ τού δρόμου νικητής άναρρηθήναι. Πώς ούν, φησίν, ό λόγος πανταχού κατ' ούσίαν έστιν καί πώς έν τφ οίκείφ ναφ; Εί γάρ ώς έν άπασιν κάκεί, ούδέν πλέον ό ναός τών πάντων έξει. Καί πού θήσομεν τό Έν φ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής θεότητος σωματικώς; Εί δέ έν τφ ναφ δοίη τις πλέον είναι, ού τοίς πάσιν κατ' ούσίαν πάρεστιν, όπερ ίδιον θεού. Σαφής έλεγχος άπιστίας τό πώς έπί θεού λέγειν. Πώς γάρ ούρανου δημιουργός, πώς γής καί θαλάσσης, άέρος τε καί φυτών καί τών ζώων άπάντων καί σού γε αύτού, τού 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας πάντα μετά άκριβείας περί θεού ζητούντος; Αλλά πάντως έρεις ότι δυνάμεως περιουσίμ πάντα παρήγαγεν. Αρ' ούν ή του θεού δύναμις τοις γινομένοις κατά συμβεβηκός ή κατ' ουσίαν παρήν; Εί μέν ούν κατά συμβεβηκός, ώς ούσίν γε, καί προ τού γενέσθαι, έπείπερ τό συμβεβηκός ού καθ' αύτό πέφυκεν, άλλ' έν τισιν προϋποκειμένοις ύπάρχει. Εί δέ γελοιον τούτο, λείπεται κατ' ούσίαν τήν δύναμιν παρείναι πάσιν. Αρ' ούν, έπειδή πάσιν κατ' ούσίαν ή δύναμις τοίς γινομένοις παρήν, ούδέν πλέον αύτών ειχεν ό κεκλημένος ναός; Άπορος ούτος ό λόγος, άπορος κάκείνος, καί πίστις άμφοτέρων ή λύσις. Είδες πώς όρμήσας ό λόγος κατέβαλεν τήν άπιστίαν· βλέπε περικλειομένας τάς θεομάχους γλώσσας. Είπατε γάρ ήμίν οί τόν χριστιανισμόν πρεσβεύειν σχηματιζόμενοι, οί έπ' άναιρέσει τών δύο φύσεων τά τοιαύτα καί ζητούντες καί προϊσχόμενοι, οί τά τής κράσεως καί συγχύσεως καί τής άπό σώματος εις θεότητα μεταβολής καί τάς τοιαύτας έπαπορήσεις πραγματευόμενοι, οί ποτέ μέν σάρκα τόν λόγον γεγενήσθαι λέγοντες, ποτέ δέ τήν σάρκα εις λόγον ούσιωθήναι, καί διά τάς τοιαύτας τού νοός ύμών παρατροπάς μηδέ ότιούν φρονείτε δήλοι καθιστάμενοι· λέγετε τοίνυν ήμίν, πώς ό λόγος σάρξ γενόμενος τούς ούρανούς ού κατέλιπεν. Πάντως έρείτε, ότι μείνας θεός ούτως έγένετο. Πάλιν ούν ήμίν είπατε, πώς μείνας έγένετο. Είγάρ έμεινεν ό ήν, πώς γέγονεν ό ούκ ήν; Εί δέ γέγονεν ό ούκ ήν, πώς έμεινεν όπερ ήν; Απορείς τήν έπίλυσιν· άπόρει καί τής ένώσεως τόν τρόπον. Άλλά πιστεύεις ότι μείνας έγένετο· πίστευε καί παρείναι πανταχού κατ' ούσίαν τόν λόγον καί κατ' έξαίρετον λόγον ύπάρχειν έν τφ οίκείψ ναφ. Πάλιν έρωτήσωμεν, πώς μετά τήν ένωσιν άπεθεώθη τό σώμα. Αρ' εις θεότητος ούσίαν μεταπεσόν, ή έμεινεν μέν άνθρώπου σώμα τό σώμα, άφθαρτον δέ καί άθάνατον διά τήν ένωσιν τού λόγου διέμεινεν; Αλλ' εί μέν τούτο, μένει μέν σώμα τό σώμα, εϊπερ ού σώμα θεός, μετείληφεν δέ θείας άξίας, ού φύσεως, εύδοκίμ τού λόγου. Εί δέ ό λόγος διά τήν ένωσιν εις τήν έαυτού ούσίαν μετέβαλεν τό σώμα, πάλιν έρωτήσωμεν, πώς εις τήν ούσίαν τού λόγου μετεβλήθη τό σώμα. 2· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛληνας Αρα μεταβληθέν εις τήν ούσίαν του Λόγου προσθήκην τή ούσίμ παρέσχηκεν; Ούκούν ελλιπής άν ήν προ τούτου, εί γε προσθήκην δεξαμενή. Αλλ' ούδέν άπό τούτου προσέλαβεν. Ούκούν τό μεταβληθέν ούδέν άν εϊη. Καί πώς είς θείαν τό μηδέν μετέπεσεν ούσίαν; Αλλ' ούκ είς τήν οίκείαν, φησίν, ούσίαν ό Λόγος άνέλυσεν τό σώμα, άλλ' είς θείαν τούτο μετεποίησεν. Πάλιν ούν ήμίν άποκρινέσθωσαν, θείαν ώς άλ­ λην παρά τήν αύτού, ή ταύτόν τή αύτού; Καί εί μέν ταύτόν τή αύτού, δύο θείας ούσίας τού λόγου κηρύξωμεν, μίαν μέν, καθ' ήν έκ πατρός γεννηθείς ειχεν, έτέραν δέ, καθ' ήν καί αύτό τό σώμα κατ' αύτήν πεποίηκεν. Εί δέ έτέραν παρά τήν αύτού, ού θείαν δέ, κτιστήν πάντως έρούσιν. Θεότητος γάρ καί κτίσεως ούδέν μέσον άν ε’ίη. Καί τί τής μεταβολής τφ σώματι τό άναγκαίον, ε’ίπερ είς κτιστήν ούσίαν πάλιν μετεποιείτο; ΊΛιγγιάς έπί ταίς άπορίαις, καί τάχα που καί δέδιας μή πού τι τών είρημένων τόν τής πίστεως ήμών παραλύση Λόγον. Αλλ' όταν έγώ ζητών άπορήσω, τότε τού μυστηρίου τών Χριστιανών άνακράξω τό θαύμα, ότι ύπέρ νούν, ύπέρ Λόγον, ύπέρ κατάληψιν τά ήμέτερα. Όταν δέ καί σοι τά τοιαύτα ζητούντι άπορία τις έπείη, πρόσφερε τοίς ζητουμένοις έτοίμην Λύσιν τήν πίστιν, Λογιζόμενος, ότιπερ όπου θεός, κάν άγνοήταί τι τών Λεγομένων, ή δι' ύπεροχήν φύσεως ή δι' οικονομίας τρόπον, ούδέν άπό τούτου βλάβος τοίς άγνοούσιν έγγίνεται. Πώς δέ όλως ού δεδίατε τήν τόλμαν, τά θεία διευθύνειν έπιχειρούντες; Ή τών θείων ούκ άκηκόατε Λόγων, οΐ τούς καθ' ήμάς τών τοιούτων έγχειρήσεων άνείργοντες τήν τού πηλού καί τού κεραμέως ήμίν εικόνα προέθηκαν, ταύτη παιδεύοντες ήμάς μή δείν περιέργους ή έξεταστάς τών θείων καθίστασθαι, άλλ' ε’ίκειν τή βουλήσει τή θείμ, καθάπερ τόν πηλόν τφ κεραμει; Εύλαβήθητε γούν όψέ ποτέ καί φρονήμάτι Λίαν έπιεικει τούς ύμετέρους Λογισμούς κοιμίσατε καί τάς έν ύμίν έπαπορήσεις πίστις έπιλυέτω μόνη καί τούς Λόγους τούς θείους κατά τό γεγραμμένον τρέμετε, ϊνα τής έπαναπαύσεως τής θείας άξιοιγενόμενοιτών μακαρίων έκείνων -ημάτων παρά τού θεού τών όλων έπακούσητε, Επί 2· Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τινα έπιβλέψω, Λέγοντος, άλλ' ή έπί τόν ταπεινόν καί ήσύχιον καί τρέμοντά μου τούς Λόγους; Τούτοις ούν περικλεισθεισών τών θεομάχων γλωσσών, προς τήν διαστολήν ό λόγος έπειγόμενος τρέχει. Υμείς δέ οί τής έκκλησίας υίείς, οί τήν ζήτησιν εύσεβώς ποιούμενοι καί τών έπαπορουμένων τάς πεύσεις ού πειράζοντες άλλ' εί δυνατόν μανθάνειν προσάγοντες, ώδέ μοι τόν νούν εύτρεπίσατε. Πολυσχιδές μέν τής θείας διδασκαλίας τό σχήμα, συναιρείται δέ ώς έν κεφαλαίψ εις τε μάθησιν έντοΛών καί φυλακήν, εις τε τήν θείαν γνώσιν καί προσκύνησιν. Οί τοίνυν τής εύσεβείας έρασταί τήν μέν τών έντοΛών φυλακήν καί μάθησιν κατ' ούδέν άγνοείν πειράσονται καί προ τούτων γε τήν θείαν προσκύνησιν. Τήν γε μήν τών θείων γνώσιν βουλήσονται μέν ίχνεύειν εις δύναμιν· άτονούντες δέ προσκυνείτωσαν ώς άνέφικτον, ϊνα μή κενούται τά τής πίστεως ήμών. Ταύτη δέ έπισταμένων ήμών, ά μέν δει ζητείν, ά δέ πιστεύειν, έπί τούς άγώνας ούν τού δρόμου τόν Λόγον έμβιβάσαντες νικητήν άποφήναι σπουδάσωμεν. Έμβηθι Λοιπόν εις τούς άγώνας ό Λόγος. ΌμοΛογούμεν άγνοείν τήν έναργή τής άληθείας γνώ­ σιν, έπείπερ μέρος πολύ που τής νίκης. Όσον δέ έφικτόν άνθρώπου φύσει, τούτο έξετάσας εύσεβώς ύμίν τό ζητούμενον Λύσω. Πώς γάρ, φησίν, ό Λόγος έν τε τφ οικεία) ναφ κατ' ούσίαν έστιν έν τε τοίς ούσιν άπασιν ομοίως, καί τί πλέον ό ναός τών πάντων έξει; Ακούσω μεν δή Λοιπόν τού Λόγου Λέγοντος; Ός έστιν έν τοίς κόΛποις τού πατρός, κατ' ούσίαν καί τοίς πάσιν άμερίστως πάρεστιν. Καί ούχ ούτως αύτόν έν τφ πατρίλέγομεν ώς έν τοίς Λοιποίς είναι, ού διά τό τήν ούσίαν έν τοίς άλλοις γινομένην συστέλλεσθαι, άλλά διά τό τών δεχομένων μέτρον, άτονούντων τήν εισδοχήν τήν θείαν. Ούτως έν τφ οίκείφ ναφ άχώριστον Λέγοντες καί οίονεί τό πλήρωμα τής θεότητος κατοικείν καθομοΛογούντες καί τοίς πάσιν αύτόν παρείναι κατ' ούσίαν Λέγομεν, καί ούχ ομοίως· ού γάρ δέχεται τό σώμα -υπούν ακτίνας θεότητος. Καί μάνθανε τό Λεχθέν παραδείγματι· ού γάρ άν ύποσταλείην τού ζητουμένου τό μέγεθος, τοίς τής έκκλησίας 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας υίέσιν εύσεβώς διαΛεγόμενος. Κοινός ό ήλιος ήμίν τοις πάσιν καθ' έκάστην πρόκειται, καί ού τφ μέν έλαττον, τφ δέ πλέον προσβάλλει, άλλά κοινήν αύτού τήν ένέργειαν τοις πάσιν έπ' ίσης άφίησιν. Αλλ' ε’ί τις έρρωμένας τάς όψεις έχοι, δέχεται μέν τούτου τής άκτίνος τό πλέον, ούτι διά τόν ήλιον ώς μάλλον είς αύτόν τών λοιπών έφηπλωμένον, άλλά διά τήν οίκείαν τής όψεως δύναμιν· ό δέ τάς όψεις άσθενών ούδ' αύτφ τού φωτός τφ άπαυγάσματι προσβλέπειν νών ούδ' αύτφ τού φωτός τφ άπαυγάσματι προσβλέπειν δυνήσεται διά τήν τών όμμάτων άσθένειαν. Ούτω μοι νόει τόν τής δικαιοσύνης ήλιον πάσιν μέν έπ' ίσης κατ' ούσίαν άτε θεόν παρείναι, ήμάς δέ πάντας, οΐον άσθενείς οφθαλ­ μούς καίλημώντας τφ ·ύπψ τών άμαρτιών, τήν εισδοχήν τού φωτός άτονουντας, τόν δέ οίκείον ναόν, οΐον οφθαλμόν καθαρώτατον, καί χωρούντα του φωτός όλου τήν αϊγλην, άτε πλασθέντα μέν έκ πνεύματος άγιου, άμαρτίας δέ καθάπαξ κεχωρισμένον. Ώς γάρ ό ήλιος, τοις πάσιν όμοίως κατ' ένέργειαν προσβάλλων, ούχ όμοίως ύπό πάντων χωρείται, ού­ τως ό Λόγος, τοις πάσιν κατ' ούσίαν παρών, ούχ όμοίως τοις άλλοις καί τφ οίκείψ ναφ πάρεστιν. Είδες πώς άθλήσας τόν δρόμον ό Λόγος νικητής άπεφάνθη. Στεφανηφορείτω Λοιπόν καί πομπευέτω καί τοις τής νίκης στεφάνοις ώραϊζέσθω καί θριαμβευέτω τών άντιπάλων τήν ήτταν! Ήμείς δέ τού Χριστού προάγοντος τόν έπινίκιον άδωμεν, Τόν άγώνα τόν καλόν, βοώντες, ό Λόγος, ήγώνισαι, τόν δρόμον τετέλεκας, τήν πίστιν τετήρηκας, Λοιπόν άπόκειταί σοι ό τής δικαιοσύνης στέφανος. Μάλλον δέ τόν χορηγήσαντα τήν νίκην άνυμνήσωμεν, τόν θειότατον Λόγον, τό φώς τό άληθινόν, τό φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον είς τόν κόσμον, τόν δι' ού τά πάντα, τόν έν φ ζώμεν καί κινούμεθα καί έσμέν, τόν δι' ού τάς τοιαύτας τών Λόγων στροφάς διαλύομεν, τόν κηδεμόνα, τόν πρύτανιν, τόν εύεργέτην, φ καί θύομεν διηνεκώς θυσίαν αίνέσεως καί σπένδομεν ώς θεφ δεήσεις ειλικρινείς καί θύομεν εύωδίαν πράξεων, αύ­ τόν έαυτοίς άναστρέφοντες, αύτόν άναπνέοντες, αύτόν Λογιζόμενοι, αύτφ προσανέχοντες, αύτόν έν πάσιν ύμνουντες, 2. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τήν μακαρίαν έλπίδα καί χορηγόν τής άνωτάτω βασιλείας. 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας TOT ΑΓΙΟΤΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΙΝΩΝ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ. Έρώτησις α. Εί τήν άρχαίαν μέν Λατρείαν άνειΛεν ό θεός ώς αυτήν μή άρεσκόμενος, τήν δέ τών Χριστιανών ώς άρεστήν αύτφ άντεισήγαγεν, οί δέ ορθόδοξοι, οί μόνοι θεφ άρέσκοντες, τών Ελ­ λήνων τε καί Ιουδαίων καί πάντων τών αιρετικών ούκ ίσοι τόν άριθμόν τυγχάνουσιν άλΛ' ήσσονες, τίς ή άπόδειξις τού μή κατά πτωχείαν δυνάμεως τού ταύτην άντ' έκείνης έΛομένου τήν Λατρείαν μένειν άνεκρίζωτον τήν πΛάνην; Πώς δέ ούκ άνωφελής ή έκείνης τής Λατρείας Λύσις, πλάνης έτι ποΛΛής κατεχούσης τόν κόσμον; Απόκρισις ήτοι Λύσις τής έρωτήσεως. Τήν άρχαίαν τού θεού Λατρείαν Λύσαντος, τήν νέαν δέ άντεισαγαγείν διά τής παλαιάς διαθήκης προθεμένου, εί μέν άντεισήγαγε ταύτην άντ' έκείνης, πρώτον μέν κηρυττομένην Λόγοις θείαις δυνάμεσι μαρτυρουμένοις, άνειΛεν ιουδαϊσμόν τε καί έΛΛηνισμόν· ύστερον δέ έργοις θείαις ώσαύτως δυνάμεσι γενομένοις πάσης τής έν άνθρώποις τε καί δαίμοσι πΛάνης ποιεί τήν έκρίζωσιν, σύν ταύτη δέ καί πάντων τών έν τφ κόσμψ κακών αιρέσεων άνειΛε τήν Λατρείαν [καί πονηριάν] πίστεώς τε καί ποιήσεως. Εί μή πάντες οί δεξάμενοι τήν Λατρείαν τήν αύτήν δόξαν περί τών αύτών πραγμάτων τηρούσι καί έχουσιν, άλΛ' οί μέν όρθώς, άΛΛοι δέ ούκ όρθώς, τούτο ούκ έστι κατηγόρημα τού θεού έπί πτωχεία δυνάμεως τό έκείνους έκ τής οικείας άμελείας ή έτέρας άσθενείας όρθώς μή νοεϊν τά ύπ' αύτών πιστευόμενα, άΛΛά τής έκείνων άμε­ Λείας. Εϊρηται δέ έν τή είσαγομένη Λατρείμ περί τής τών ορ­ θοδόξων όΛιγότητος ποτέ μέν Πολλοί μέν είσι κΛητοί, όΛίγοι δέ έκΛεκτοί, ποτέ δέ Ότι στενή καί τεθλιμμένη ή οδός ή άπάγουσα είς τήν ζωήν, καί όΛίγοι είσιν οί εύρίσκοντες αύτήν. Ώσαύτως καί περί τών αιρέσεων, ας ό κύριος έν ταϊς έαυ­ τού παραβοΛαϊς ζιζάνια καί σαπρούς καΛεΐ ίχθύας. Εί τοίνυν μηδέν έψευσμένον έστιν έν τή τών Χριστιανών Λατρείμ, ώς ή τών πραγμάτων μαρτυρεί άΛήθεια, έκ τών προΛαβόντων πε- 2. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας πιστευμένα ποιούσα τά μέλλοντα, ούδαμώς άρα ύπολέλειπται πρόφασις τού διαβάλλειν τόν θεόν έπί πτωχέ ίμ δυνάμεως ή τού άνωφελή λέγειν τήν άντί λατρείας λατρείαν είσαγομένην, τήν νύν μέν λυτικήν ούσαν ιουδαϊσμού τε καί ελληνισμού, ύστε­ ρον δέ καί τών αιρέσεων. Έρώτησις β. Εί τά μέλλοντα γίνεσθαι, οίον πολέμων τρόπαια, έχθρών έφοδον καί πόλεων άναιρέσεις διά τών επιτιθεμένων αύταις, προειρήκασι προφήται καί άπόστολοι, προειπον δέ καί παρ' Έλλησι χρησμών λόγοι, πόθεν οί τούτων κρείττους γνωρίζον­ ται τών έξωθεν, παρ' έκατέρου μέρους τής τών έσομένων γεγενημένης προρρήσεως; Απόκρισις. Τού αύτού θεού έστι πάντα ταύτα, καί ή πρόρρησις τών λόγων καί ή έκβασις τών έργων, τού καί διά τών προφητών τε καί άποστόλων προμηνύσαντος ά έμελλε ποιειν· ώσαύτως δέ καί διά τών έξωθεν τής εύσεβείας αύτός προεμήνυσεν ά έμελλε ποιεϊν. Ώσπερ γάρ διά τού μάντεως Βαλαάμ τόν μέν ’Ισραήλ εύλόγησε, τούς δέ έχθρούς αύτού κατηράσατο, έκάτερον δέ ποιήσας διά τής προμηνύσεως τών έσομένων, ώσαύτως δέ καί διά μαντείας τφ Ναβουχοδονόσορ βασιλει Βαβυλώνας τήν άλωσιν τής Ιερουσαλήμ προεμήνυσε, καθά φησιν ό προφήτης Ιεζεκιήλ· Καί στήσεται βασιλεύς Βαβυλώνας έπί τήν άρχαίαν οδόν, έπ' άρχής τών δύο, τού μαντεύσασθαι μαντείαν καί τού άναβράσαι -άβδον καί έπερωτήσαι έν τοις γλυπτοις καί κατασκοπήσασθαι έκ δεξιών αύτού· καί έγένετο έπί Ιερου­ σαλήμ, καί τά έξής. Ούτως καί διά τών παρ' Έλλησι μάν­ τεων όσα διά τών έργων τήν έκβασιν έδέξατο αύτός προεμή­ νυσε. Διαφορά δέ τών προφητών καί τών μάντεων πολλή· πρώτον μέν ότι θεόν, ού τφ όνόματι προεφήτευσαν οί προ­ φήται καί οί άπόστολοι, τούτου έσχήκασι τήν γνώσιν καί τήν πίστιν καί τήν λατρείαν, καί πάντα όσα περί τε τής τών ελ­ ληνικών θεών τε καί μαντείων καθαιρέσεως καί τής τών χρι­ στιανικών πραγμάτων συστάσεως προειπον οί προφήται τήν έκβασιν έδέξατο· έπειτα δέ ούδέν ών προειπον οί μάντεις, ή κατά τού τής άληθείας θεού καί τών σεβομένων αύτόν ή ύπέρ 2. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τής συστάσεως τών έΛΛηνικών πραγμάτων, τήν έκβασιν έδέξατο. Καί τούτων μάρτυς ή τών Ασσυριών άναίρεσις, οΐ άπό τής οικείας μαντείας όρμώμενοι έλεγον μή άνευ κυρίου άναβήναι έπί τήν γήν ταύτην τού έρημώσαι αύτήν· Κύριός μοι είπεν Ανάβηθικαί ερήμωσαν αύτήν καί άναβάς παρά τήν μαν­ τείαν ήρημώθη. Έρώτησις γ. Εί πάντες μέν έν τή άναστάσει οί ήμαρτηκότες κολάζον­ ται, πλέον δέ οί έγνωκότες τό τού θεού θέλημα καί μή ποιήσαντες, τί τό κέρδος τού Χριστιανού καί τού ΈΛΛηνος, τού βαπτισθέντος καί τού μή βαπτισθέντος, τού ορθοδόξου καί τού μή ορθοδόξου; Απόκρισις. Εί κατά τόν άπόστολον Παύλον ό πιστός ό μή προνοών τών ιδίων άρνησίθεός έστι καί τών άπιστων χείρων, ό μή σύν τή γνώσει καί πίστει καί τφ βαπτίσματι καί τόν τρόπον έπαγόμενος χαρακτηριστικόν τής τού Χριστού μαθητείας, άλλά μόρφωσιν μέν έχων εύσεβείας, τήν δέ δύναμίν αύτής ήρνημέ­ νος, χείρων έστι τών άπιστων. Ούτως τοσούτον χείρον έστι τό μετά γνώσεως άμαρτάνειν τού άνευ γνώσεως, όσον τό άναπολόγητον άμάρτημα τού άπολογίαν έχοντος άμαρτήματος. Έρώτησις δ. Εί πάση δυνάμει έσπευσαν οί αιρετικοί γνώναι καί φυΛάξαι τήν τών δογμάτων άΛήθειαν καί ούκ ϊσχυσαν, πώς ούκ άδικον τό τούτους ώς άποσφαλέντας τής άληθείας ύποβάλλειν κολάσεσιν; Απόκρισις. Τοσούτον ούκ έζήτησαν οί αιρετικοί πάση δυνάμει τήν άΛήθειαν, ότι καί άποδεικνυμένην αύτοίς παρά τών ταύτην εύρηκότων ούτε ήκουσαν ούτε ήνέσχοντο δεξασθαι αύτήν. Καί εί μέν άληθής αύτη ή άπολογία, έχρήν αύτούς άλλήλοις συγγινώσκειν σφαλλομένοις, ώς άσθενεία δυνάμεως καί ού πονηριά γνώμης τάς αιρέσεις συστησαμένοις μαχομένας έαυταίς τε καί τή άληθεία. Νύν δέ, καθά κατακρίνουσιν άλλήλους έπί τφ άλλοτρίω τού φρονήματος, δήλοί είσιν ότι έκ φιλοδοξίας ή άντιπαθείας τών αίρεσιαρχών πάσαι αί αιρέσεις τάς άφορμάς 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έσχήκασι τής συστάσεως αύτών· δι' ήν αιτίαν λύκοι βαρείς ύπό τού αποστόλου ώνομάσθησαν οί τών αιρέσεων άρχηγοί. Ότι δέ άδύνατόν έστι μή τυχείν τής εύρέσεως τώ έν όλη καρδίμ τε καί δυνάμει έπιζητούντι τήν άλήθειαν, μαρτυρεί ό κύ­ ριος λέγων· Πάς ό αϊτών λαμβάνει, καί ό ζητών εύρήσει, καί τφ κρούοντι άνοιγήσεται. Έρώτησις ε. Εί έν ταϊς έκκλησίαις τών αιρετικών δυνάμεις ένεργούνται, οίον νοσημάτων ίάσεις καί πνευμάτων διωγμοί άκαθάρτων, καρπών γής φορά καί έλαίου άναβλύσεις, πώς ούκ άνάγκη έκ τούτων έν τή πλάνη βεβαιούσθαι έκείνους; Άπόκρισις. Ώσπερ τό άνατέλλειν τόν ήλιον έπί πονηρούς καί αγα­ θούς καί βρέχειν έπί δικαίους καί άδικους ούκ έστι βεβαιω­ τικόν πονηρών καί άδικων έν τή πονηριά καί άδικίμ άλλά παρασκευαστικόν εις δικαίαν τιμωρίαν, ούτως ούκ έστι βε­ βαιωτικόν τών αιρετικών έν τή πλάνη τό ένεργεΐν τινας έν αύτοίς δυνάμεις. Εί γάρ ήν άπόδειξις καί σημείον εύσεβείας τό ένεργεΐν δυνάμεις, ούκ άν ό κύριος άδοκίμους τε καί ανα­ ξίους τής πρός αύτόν οίκειώσεως άπεφαίνετο τούς είρηκότας· Κύριε, ού τφ σφ όνόματι προεφητεύσαμεν καί τφ σφ όνόματι δαιμόνια έξεβάλομεν καί τφ σφ όνόματι δυνάμεις πολλάς έποιήσαμεν; λέγων πρός αύτούς· Ούδέποτε έγνων ύμάς, άποχωρείτε άπ' έμού οί έργαζόμενοι τήν άνομίαν! Ούκ είπών, διδάξας ή μάς, ψωμίζειν καί πότιζε ιν τόν πεινώντα καί διψώντα, πολύ μάλλον αύτός τά όμοια ών έδίδαξεν ή μάς ποιεί, σωρεύων πύρ έπί τάς κεφαλάς αύτών τών άξίως τόν δωτήρα τής πίστεως ούκ εγνω κοτών; Έρώτησις Ç. Εί έν τοις άλγούσι καίήδομένοις τό παθητικόν διαδείκνυται, τούτου δέ οί άμαρτωλοί κάκείνου οί δίκαιοι έν τή κρίσει, πώς άληθεύει ό λέγων άπάθειαν τοίς άνθρώποις μετά τήν άνάστασιν κομίζεσθαι; Απόκρισις. Απαθείς λέγομεν άναστήσεσθαι, ότι άφ' ών έσμεν κατά φύσιν τροπήν ού δεχόμεθα, ούτε εις τά άντικείμενα κατά τό 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ον καί μή όν, ούτε εις τά εναντία κατά τό μάλλον και ήττον· οίον έκ τής χαράς ού τρεπόμεθα εις τήν λύπην, ούτε χαίρομεν έπί τού αύτού άγαθού ποτέ μέν μάλλον, ποτέ δέ ήττον, κάν έπί μείζονος άγαθού μάλλον χαίρωμεν, έπί έλάττονος δέ ήτ­ τον· άλλά καί ούτως κατά τήν άναλογίαν τών άγαθών μένει τό ποσόν τής χαράς άτρεπτον. Καί τούτο μέν έπί τών εις ζωήν άνισταμένων· έπί δέ τών εις κρίσιν άνισταμένων ό αύτός λό­ γος, όταν άπαλλάττωνται ώσπερ τού θανάτου κρίσεως· καί γάρ τών άνισταμένων οί μέν εις ζωήν, οί δέ εις κρίσιν άνίστανται. Έρώτησις ζ. Εί τροπής γνώρισμα τό τά καλά καί τά φαύλα λαμβάνειν εις έννοιαν, πώς άτρεπτοι οί κολαζόμενοι καί τήν τών δικαίων λογιζόμενοι άνεσιν, ή πάλιν οί έν άνέσει τυγχάνοντες καί τήν τών άμαρτωλών ένθυμούμενοι κόλασιν; Τότε γάρ έκάτερον έν θατέρψ δίδωσι πλείονα τήν α’ίσθησιν, οτε τών έναντίων ή παράθεσις γίνεται. Απόκρισις. Έν τφ μέλλοντι αίώνι τό ποσόν τής αίσθήσεως τιμής τε καί τιμωρίας έν τφ μέτρψ κείται, καί ούκ ένδέχεται τή παρα­ θέσει τών άντικειμένων δέξασθαι τήν αίσθησιν τήν αύξησιν ή τήν μείωσιν. Άτρεπτα γάρ τά έκεί πάντα, ώσπερ κατά τό ποιόν ούτως καί κατά τό ποσόν. Έρώτησις η. Εί τήν γνώσιν καλού τε καί κακού παρά τού θεού καί τό είναι ε’ιλήφαμεν, πώς ούκ έστιν αίτιος έκατέρου ό καί τήν γνώσιν άμφοτέρων καί δύναμιν έγκαταβεβλημένος τή φύσει προς τήν έκείνων έκπλήρωσιν; Απόκρισις. Ού μόνον τού είναι ή μάς καί τού γινώσκειν τε καί πράττειν τό καλόν τε καί τό κακόν δέδωκεν ήμιν τήν δύναμιν ό θεός, άλλά καί τό αύθαίρετον ήμίν έχαρίσατο καί τού κατά προτίμησιν αίρείσθαι τών γινωσκομένων τό δοκούν κατέστησεν ήμάς κυρίους, καί τό άγαθούς ήμάς είναι ή κακούς ούκ έν τή γνώσει έθηκε τών γινωσκομένων άλλά έν τή αίρέσει τών αίρουμένων. Ούκ άρα ό θεός έστιν αίτιος τού είναι ή μάς άγα- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΑληνας θούς ή κακούς, άΑλά ή προαίρεσις. Ώσπερ γάρ ό όρων γυ­ ναίκα πόρνην καίγινώσκων ταύτην είναι πόρνην ούκ έστι πόρνος άπό τής γνώσεως, άΑΑ' ούτε εί ή γνώσις έξυπνίσει τό τής επιθυμίας πάθος ούδ' ούτως πόρνος έστίν, εάν δέ συγκατατίθηται τώ πάθει ή προαίρεσις τότε έστί πόρνος ή κατά τήν πράξιν ή κατά τήν διάθεσιν, ούτως καί τών άγαθών καί κακών άνθρώπων ούχ ή γνώσις έστιν αιτία τού άγαθούς αύ­ τούς είναι ή κακούς, άλΑ' ή προαίρεσις κατά προτίμησιν τό δοκούν αίρησαμένη. Έρώτησις θ. Εί τά προλεχθέντα δέδωκεν ό θεός, στέφανοί δέ καί κο­ λάζει προς τήν πράξιν τών άνθρώπων έκαστον, πώς δικαίως ποιείται άμφότερα, έκάτερα παρ' αύτού τού άνθρώπου έχοντος; Απόκρισις. Τό ήμίν καί τό έφ' ήμίν άλΑήλων διαφέρει. Ήμεις μέν άρρενες καί θήΛειαί έσμεν, έφ' ήμιν δέ τό είναι σώφρονας ή πόρνους. Στεφανούμεθα ούν ή κολαζόμεθα διά τό έφ' ήμινέφ' ά γάρ ή προαίρεσις ήμών άγει ήμάς, διά ταύτα ή στεφα­ νούμεθα ή κολαζόμεθα. Καί γάρ προς τό πράττειν δέδωκεν ήμίν ό θεός δυνάμεις, άΑλά ταύτας ύπέταξε τή έξουσίμ τής προαιρέσεως, καί προς τήν προαίρεσιν έχει ό θεός τήν δίκην, κυβερνητικήν τών έν ήμιν προαιρετικών δυνάμεων, καί ού προς τήν φύσιν. ΈΑάβομεν δέ παρά τού θεού τού πράττειν καί τού μή πράττειν τήν δύναμιν· πράττειν μέν τά δίκαια, ού πράττειν δέ τά άδικα. Όταν ούν ούτως πράττωμεν καί μή πράττωμεν, δικαίως στεφανούμεθα· μετατιθέντες δέ τό πράτ­ τειν καί τό μή πράττειν εις τό άντικείμενον, δικαίως κολα­ ζόμεθα. Έρώτησις ι. Εί τά σωματικά περί τών έν ΈΛΑησι θεών παρά τών ποιητών καί περί τού θεού παρά τών προφητών είρημένα κατ' άΑληγορίαν έτέραν έχει τήν νόησιν, πώς ού μύθος άμφότερα δείκνυται; Απόκρισις. Τά άΑληγορικώς παρά τών προφητών περί τού θεού λεχθέντα κατ' άναφοράν έλέχθη έκ τών φύσει εις τό ού φύσει, 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας OLOV ώς τό Ώσφράνθη κύριος οσμήν εύωδίας. Έπί μέν τών άνθρώπων ώσφράνθη κατά φύσιν, έπί δέ τού θεού καταχρηστικώς καί ού φύσει. Τά δέ παρά τών ποιητών μυθικώς περί τών θεών λεγάμενα ού λέγεται κατ' άναφοράν έκ τών φύσει εις τό μή φύσει· ού γάρ καταπίνει άνθρωπος άνθρωπον κατά φύσιν, ϊνα κατ' άναφοράν νοήσω μεν καί τόν Κρόνον καταπιόντα τόν Δία· έστι δέ ό περί τού καταποθήναι τόν Δία μύθος πλήν τού ψεύδους ούκ έχων άλλο τι. Έρώτησις ια. Εί τό περιέχον μείζον μέν έστι τού περιεχομένου κατ' ούσίαν, ήττον δέ κατ' άξίαν, οίον ούρανός καί γή άγγέλων καί άνθρώπων, οίκος οίκούντων, σώμά τε ψυχής, περιέχει δέ τό πάν ό θεός, πώς ούκ έστιν ήττων τού παντός τώ λόγω τής άναξίας; Απόκρισις. Ό λόγος ούτος ούκ έστι καθόλου· διό ούτε ύγιώς ήρωτήθη. Ών γάρ τό έναντίον διά τών αύτών ενδέχεται εύρεθήναι, ταύτα ώς μή έχοντα τό άναγκαΐον ούδέ τό πιστόν έχει. Έστι γάρ τινα περιεχόμενα ήσσονα όντα τών περιεχόντων, καί τή ούσία καί τή άξια, ώς τά γίγαρτα τών οπωρών. Έτι δέ τά λεχθέντα περιεκτικά τφ είναι περιέχει τά περιεχόμενα· μόνος δέ ό θεός περιέχει τή βουλήσει τό πάν. Καί τά μέν άλλα περιέχοντα χρήζουσι καί αύτά τού περιέχοντας- ό δέ θεός ού χρήζει τού περιέχοντας αύτόν. Καί τοίς μέν άλλοις περιεχομένοις τό είναι καί τό διαμένειν ούκ έστιν έκ τών περιεχόν­ των αύτά· τφ δέ παντί άμφότερα ύπάρχει έκ τού θεού. Καί τά μέν λεχθέντα περιεκτικά διά τά περιεχόμενα ύπάρχουσιν· ό δέ θεός ού διά τό πάν ύπάρχει. Διό μείζων ό θεός τού παντός, ώσπερ τή ούσίμ ούτως καί τή άξίμ. Έρώτησις ιβ. *) Εί τό περιέχον έπί φρουρμ καί συντηρήσει έστι τού περιεχομένου, πώς ό θεός περιέχων τό πάν ούκ έπί φρουρμ τού κακού καί διαμονή περιέχει τό πάν; Καί γάρ έν τφ μέρει τού παντός τό κακόν θεωρείται. Απόκρισις. Τό πάν έργον έστι τού θεού, καί τηρών ό θεός τό πάν τό 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έργον εαυτού τηρεί· καί ώσπερ ούκ έποίησεν ό θεός τι φύσει κακόν, ούτως ούδέ τηρεί τι φύσει κακόν. Έρώτησις ιγ. Εί γίνεται ή άνάστασις διά τήν τών βεβιωμένων έκάστψ άντίδοσιν, πώς τά βρέφη ή καί τά έν γαστρί τελευτήσαντα περιττώς ούκ άνίστανται, ούτ' έργων άμοιβάς κομιζόμενα ούτε άνέσεως ή θλίψεως διά τό τής ήλικίας άωρον λαβείν δυνάμενα α’ίσθησιν; Άπόκρισις. Τώ πιστεύοντι άληθές είναι τό Σπείρεται έν άσθενείμ, εγείρεται έν δυνάμει, τούτψ δυνατόν καί πρέπον έστι τό πιστεύειν καί τών βρεφών τήν άνάστασιν. Ό γάρ τήν άφθαρσίαν αύτοίς παρέχων δύναται καί τήν αισθητικήν τών προσόντων άγαθών χαρίσασθαι αύτοίς δύναμιν. Ών εί μή γίνεται άνάστασις, εύρεθήσεται ό θεός μάτην πλασάμενος αύτά· εί δέ μάτην ποιεί ό θεός ούδέν, άνάγκη άρα καί τά βρέφη εις τό είναι παραγενέσθαι διά τής άναστάσεως. Πώς δ' ούκ άκαιρον τό προς τήν έκδίκησιν τής τών βρεφών άναιρέσεως κατακρίνειν τόν Ήρώδην, τών βρεφών ούκ όντων τών εκδικούμενων; Μαρτυρεί δέ τούτοις τά τού βαπτιστού Ίωάννου έν τή κοιλίμ τής μητρός τής άγαλλιάσεως σκιρτήματα καί ό ύμνος τών νηπίων καί θηλαζόντων. Έρώτησις ιδ. Εί έψευσμένον τυγχάνει καί μάταιον τό ύπό τών αιρετι­ κών διδόμενον βάπτισμα, διά τί οί ορθόδοξοι τόν προσφεύγοντα τή ορθοδοξία αιρετικόν ού βαπτίζουσιν, άλλ' ώς έν άληθεί τφ νόθφ έώσι βαπτίσματι; Εί δέ καί χειροτονίαν τύχοι παρ' έκείνων δεξάμενος, καί ταύτην ώς βεβαίαν αύτοί άποδέχονται. Πώς ούν ό δεχθείς καί οί δεξάμενοι τό άμεμπτον έχουσιν; Άπόκρισις. Τού αιρετικού έπί τήν ορθοδοξίαν έρχομένου τό σφάλμα διορθουται τής μέν κακοδοξίας τή μεταθέσει τού φρονήμα­ τος, τού δέ βαπτίσματος τή έπιχρίσειτού άγιου μύρου, τής δέ χειροτονίας τή χειροθεσίμ, καίούδέν τών πάλαι μένει άλυτον. 2* Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Έρώτησις ιε. Εί ούχ ήμαρτεν ό Ιώβ άρασάμενος τήν ή μέραν, δήΛον ότι ώς δίκαιος ήκούσθη. Καί εί μέν ήκούσθη, τόν οίκείον ό θεός άνέτρεψεν όρον, καί άνάγκη ζητείν έν τή θείμ γραφή τήν έκείνης τής ήμέρας άπώλειαν. Εί δέ ούκ ήκούσθη, πώς ού δει Λέγε tv ότι άμαρτωΛός ών παρηκούσθη; ΘέΛημα γάρ τών φοβουμένων αύτόν ποιήσει ό θεός. Περί δέ τών άμαρτωΛών εϊρηται ότι Εάν πΛηθύνητε τήν δέησιν, ούκ είσακούσομαι ύμών. Άπόκρισις. Ό σκοπός τού Ιώβ ούτος ήν έν τή προκειμένη κατάρμ ώς εί έλεγεν- Είθε ήν ή ήμέρα έκείνη, έν ή έγεννήθην, κατά τήν κατάραν ταύτην κεκατηραμένη! Διά τί; Τνα έγώ, φησί, μή έγεννήθην. Ού γάρ ενδέχεται τινα γεννηθήναι έν τή τοιαύτη ήμέρμ τή ούτως κεκατηραμένη. Ούκ έστιν ούν ή κατάρα αύτη ούτως κεκατηραμένη ώς άναμένουσα τήν έκβασιν· είγάρ ήν ούτως γεγενημένη ή κατάρα ώς άναμένουσα τήν έκβασιν, άνεκαλέσατο άν τήν ιδίαν φωνήν, άπαλλαγέντος αύτού τών θλί­ ψεων καί έν τοίς κρείττοσι γενομένου. Διά γούν τήν ύπερβοΛήν τής αύτού θλίψεως τά τής καρδίας έφθέγξατο ·ήματα· ής άπ' αύτού, δήΛον ότι ούκέτι τήν αύτήν περί τής αύτής ήμέρας έσχε τήν γνώμην. Έρώτησις tÇ. Εί κατά τήν ήμετέραν φύσιν, εί τι γέννημα, τούτο τφ γεννήσαντι όμοούσιον, πώς ούχί κατά ταύτην, εί τιγεγέννηται, μεθυπάρχει τού γεννήσαντος; Εί δέ μή τό δεύτερον, ούδ' άρα τό πρώτον ομοίως ήμίν έπί τής θείας γεννήσεως νοηθήσεται. Απόκρισις. Ημείς, ώς προηγουμένην τής γεννήσεως έχοντες τήν ύπαρξιν, μετά τήν ύπαρξιν γεννώμεν· ό δέ θεός άμα τφ ύπάρχειν έγέννησε. Διό ούκ έστι παρά τφ θεφ μεθύπαρξις γεννήμα­ τος, έπειδή ούδέ προύπαρξις γεννήσεως. Έρώτησις ιζ. Εί τών θείων ύποστάσεων ή ένωσίς έστιν άδιαίρετος, πώς δύνανται τρεις ύποστάσεις καί τρία όνομάζεσθαι πρόσωπα Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας και ούχί μάλλον μία ύπόστασις τριώνυμος ή τριπρόσωπος; Απόκρισις. Τών θείων υποστάσεων τό μέν τής ούσίας έν έστιν άδιαίρετον, τό δέ αύτών τρεις έστι διαιρετόν. Διό αί τρεις ύποστάσεις ίδιάζουσιν όνόμασίν είσι τρεις· και τήν ύπόστασιν ήν καλούμεν πατέρα, ούκέτι τήν αύτήν ύπόστασιν καλούμεν καί υιόν άλλ' άλλην. Τήν γάρ τριάδα τών ονομάτων τής τριάδος λέγομεν είναι τών ύποστάσεων, ούχί τής μονάδος αύτών. Διό εις έστιν ό θεός τφ ένί καί άδιαιρέτω τής ούσίας, τρία δέ τά πρόσωπα τή διαιρέσει τών ύποστάσεων. Έρώτησις ιη. Εί τό μέν θεός τής ούσίας, τό δέ πατήρ τού προσώπου έστί δηλωτικόν, πώς ταύτόν τό λέγειν υιόν θεού τώ λέγειν υιόν τού πατρός; Απόκρισις. Εάν διεζευγμένως λέγωμεν τόν υιόν, ποτέ μέν υιόν τού πατρός ποτέ δέ υιόν τού θεού, άλλά διεζευγμένως αύτόν ούδέποτε νοούμεν. Υιός ούν έστι τού πατρός ό υιός τού κατ' ού­ σίαν θεού. Ταύτόν δέ τό λέγειν υιόν τού πατρός τώ λέγειν υιόν τού θεού, έπειδή, εί τί έστι τού προσώπου, τούτο έστι καί τής τού προσώπου ούσίας. Έρώτησις ιθ. Εί έν τοίς άπηγορευμένοις ύπό τών εύσεβών ή τών παλ­ μών έστι παρατήρησις, διά τί οί εύσεβεις πάση δυνάμει ταύ­ την άπωθείν βουλόμενοι ούκ ίσχύουσιν, ή φαιδρόν ή σκυθρω­ πόν μηνυούσης ταύτης; Καί εί μέν φαύλον τούτο, πώς παρά τήν ήμετέραν έπιγίνεται πρόθεσιν; Εί δέ άγαθόν, όπερ ούκ οιμαι, τίνος ένεκεν άπηγόρευται; Απόκρισις. Ή μέν πρόγνωσις τών μελλόντων τής ψυχής έστιν ύπό τού θείου πνεύματος φωτιζόμενης προς τήν εϊδησιν τών τέως άδήλων, καί ούχ ύπό τής άβουλήτου κινήσεως τού σώματος· ό δέ παλμός πάθος έστί σωματικόν έκ τής διαδρομής τού φυσικού πνεύματος έν τώ σώματι ύφισταμένου πάντων τών ζώων. Διό άνάξιον έκρινον οί άγιοι είναι κριτήριον τών μελ­ λόντων τό τοιούτον σωματικόν κίνημα. Καί καθάπερ οί 2* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας πταρμοί ·ινών καί οι ήχοι ώτων παρά τήν ήμετέραν έπιγίνονται πρόθεσιν, ούτως καί ό παλμός. Έτι δέ τοις ε’ιληφόσι τής μεΛΛούσης καταστάσεως τήν έΛπίδα, καί ένα έχουσι τόν σκο­ πόν τό πρός έκείνην διά παντός παρεσκευασμένως άποβλέπειν, περιττόν έστι τό φαιδρόν ή σκυθρωπόν ένταύθα διά παλμών προγινώσκειν. Καί εί ό αύτός παλμός ό προμηνύων πλούτον προσγίνεται τω βιωτικφ άνθρώπψ καί τω άσκητή, πώς ού διέψευσταιή διά παλμού προμήνυσις τού πλούτου τής προαιρέσεως τού άσκητού, ού μόνον τήν έπίκτησιν τών ού παρόντων ούχ αίρουμένης άλλ' ούδέ τήν κτήσιν τών παρ­ όντων; Έρώτησις κ. Εί πρός θάνατον καί φθοράν οί άλιείς τούς ίχθύας άπό τών ύδάτων λαμβάνουσι, πώς είς ζωήν αιώνιον ό δεσπότης Χριστός μέλλων διά τών άποστόλων τούς άνθρώπους είσαγαγείν άλιέας αύτούς ποιείν άνθρώπων έπηγγείλατο; Άπόκρισις. Επειδή έχρήν τούς ύπό τών άποστόλων άγρευομένους άνθρώπους τή σαγήνη τής βασιλείας άποθανείν άπό τής προτέρας αύτών έν άμαρτίαις ζωής, διά τούτο τή άγρμ τών ιχθύων παρείκασεν ό κύριος τήν άγραν τών άνθρώπωνπροσέθηκε δέ τό είς ζωήν, τό έλλείπον τού ύποδείγματος τώ ύποδεικνυμένψ προσθέμένος. Έρώτησις κα. Εί σώφρονι Λογισμώ κατεχόμενοι οί μοναχοί τάς γαμικάς ήδονάς άπεστράφησαν, διά τί έν ταίς καθ' ύπνον φαντασίαις τά άβούλητα πάσχουσι, καί ού μόνον είς τάς τυχούσας, άλλ' έστιν ότε καί μητράσι καί άδελφαίς όμιλείν έν τή φαντασίμ νομίζουσι; Τίσιν ούν χρηστέον πρός τήν άπαλλαγήν τού τοιούτου πολέμου; Καί εί τόν πολεμηθέντα δει τών μυστηρίων άπέχεσθαι, καί, εί προσιέναι αύτοίς άναγκαιον, ή λουσάμενον ή έτέρψ τοιούτψ τινί χρησάμενον, ώστε μή ίουδαϊκώς καθαίρεσθαι, δίδαξαν- επειδή πολλή έστι περί τούτου καί παρ' αύτών ή ζήτησις. Απόκρισις. Επειδή οί άνακείμενοι θεώ άγρυπνον έχουσιν άντίπαλον, 2* Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τόν πάσι τοίς δυνατοις αύτφ τρόποις μηχανώμενον θείναι τοίς εύσεβέσι μώμον, διά τούτο άβούΛητα καθ' ύπνους πάσχουσι. Καίτοι είδώς ό αντίπαλος ότι έν τοίς ούκ έφ' ήμιν ούτ' έπί τοίς σεμνοίς επαινούμεθα ούτ' έπί τοίς αίσχροΐς ψεγόμεθα (οί γάρ έπαινοι καί οι ψόγοι τών μετά συγκαταθέσεως τού Λογισμού ύφ' ήμών πραττομένων είσί) και ότι τά ενύπνια τών ούκ έφ' ήμιν έστιν, αΛΛ' όμως καί διά τών ένυπνίων κινεί έν ήμίν άμφοτέρων τάς πράξεις, καί τών σεμνών και τών αισχρών, ταύτας έχων έν αύτφ τάς έΛπίδας, μήπως ή τή τών σεμνών έργασία έξεγείραι ήμάς είς ματαίαν καύχησιν τών ήμίν μή πεπραγμένων, ή τή τών αισχρών έργασίμ δυνηθείη εύρείν ήμάς έπί άνόμψ πράξει τερπομένους. ΑΛΛά τό μέν ίδείν τά τοιαύτα ένύπνια ούκ έστιν έφ' ήμιν, τό δέ τερφθήναι έπί τή ούτως άβουΛήτψ πράξει ή Λυπηθήναι τούτο έφ' ήμίν έστι. Κάν μέν ούν εύρη ήμάς έπί τή άβουΛήτψ πράξει τερπομένους, καυχάται ώς νικητής ό άντίπαΛος, έάν δέ Λυπουμένους, ματαιούται τή βουΛή ήττώμενος. Ικανόν ούν ύπάρχει προς τήν άπαΛΛαγήν τού κακού μηχανήματος τό Λυπηθήναι έπί τφ άβουΛήτως συμβεβηκότι καί δάκρυσιν άποπΛύνειν τό μυσαρόν τών ούτως άβουΛήτως έν ήμιν ύφισταμένων φαντασιών. Απέχεσθαι δέ τούς ούτως τά άβούΛητα πάσχοντας τής κοινω­ νίας τών θείων μυστηρίων, ούδ' όΛως δίκαιόν έστιν· εί δέ μή γε, άναιρούμεν κατά τούτο τών βουΛητών τε καί τών άβουΛήτων κακών τήν διαφοράν. Έρώτησις κβ. Εί τφ σίτψ συναυξάνεσθαι τά ζιζάνια ό δεσπότης Χρι­ στός άπεφήνατο, πώς τά μέν ζιζάνια πεπΛήθυνται, σχεδόν δέ ό σίτος έξέΛιπε; Καί τις ή άπόδειξις τού είναι σίτον τόν έκΛείψαντα; Πώς δέ τής συναυξήσεως τούτων ή πρόρρησις ού διέψευσται; Απόκρισις. Απόδειξις τού σίτον είναι τόν έκΛείψαντα αύτη έστιν ή παρ' αύτού πρόρρησις Λέγουσα· Διά τό πΛηθυνθήναι τήν άνομίαν ψυγήσεται ή άγάπη τών ποΛΛών. Καί πάΛιν· Έν ύστέροις καιροίς άφίστανταί τινες τής πίστεως καί προσέχουσι πνεύμασι πΛάνοις καί διδασκαΛίαις άνθρώπων. Καί πάΛιν· 2* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Από μέν τής άληθείας άποστρέφονται, προς δέ τούς μύθους έκτραπήσονται. Καί πάΛιν· ΕίσεΛεύσονται εις ύμάς Λύκοι βαρείς, μή φειδόμενοι τού ποιμνίου, τού άποσπάν τούς μαθητάς όπίσω αύτών. Ότι δέ έως τής συντέλειας τού αίώνος ούκ εκλείπει ό σίτος, δηλοί ό κύριος Λέγων· Διά δέ τούς εκλεκτούς, οΰς έξελέξατο ό πατήρ, κολοβωθήσονται αί ήμέραι έκείναι. ΑΛΛ' εί μέν συνέβη τι τώ σίτψ τό μή είρημένον περί αύτού αύξομένου τε καί έκλείποντος, δήλον ότι διέψευσται ό περί αύτού Λόγος· εί δέ έξ άρχής τού κηρύγματος έως τής συντέλειας τού αίώνος πάντα τά συμβησόμενα αύτφ διά τών προρρήσεων δέδοται, φανερόν ύπάρχει ότι ούδαμώς διέψευσται ό περί αύτού Λόγος. ΑΛΛ' εί μέν έστι τά ζιζάνια, άνάγκη είναι καί τόν σίτον- έκ γάρ τής άΛΛήλων παραθέσεως ό μέν σίτος γνωρίζεται όπερ έστιν, ωσαύτως καί τά ζιζάνια· καί θατέρου μή όντος ούδέ τό έτερον γνωρίζεται όπερ έστιν. Έρώτησις κγ. Εί προ μέν τού πάθους ό κύριος ηύχετο άγιασθήναι ύπό τού πατρός τούς μαθητάς, μετά δέ ταύτα ό Ιούδας άπώλετο, πώς ή ύπέρ αύτών προσενεχθείσα εύχή φαίνεται δεδεγμένη; Πώς δέ δείκνυται άληθές καί τό Οίδα ότι πάντοτέ μου άκ θύεις; Απόκρισις. Ή μέν τού Ιούδα άπώλεια έκτοτε γεγένηται, έξ ότου Λα­ βών ό Χριστός τό ψωμίον καί βάψας αύτφ δέδωκε· καί Λα­ βών τό ψωμίον ό Ιούδας είσήλθεν εις αύτόν ό σατανάς, καί έξελθών άπέρρηξεν έαυτόν τών Λοιπών μαθητών. Ή δέ ύπέρ τών μαθητών εύχή μετά τόν χωρισμόν τού Ιούδα έγένετο· καί τούτο δείκνυται έξ αύτής τής εύχής, ότε εύξάμενος ό κύριος έλεγεν- Ούς δέδωκάς μοι έφύλαξα, καί ούδείς έξ αύτών άπώ­ λετο, εί μή ό υιός τής άπωλείας, ίνα ή γραφή πληρωθή. Γέγονε μέν ούν πρώτον ή τού Ιούδα άπώλεια, ύστερον δέ ή ύπέρ τών μαθητών εύχή, έπειτα δέ τό πάθος τού σωτήρος. Έρώτησις κδ. Εί θεός έστι δημιουργός καί δεσπότης τής κτίσεως, πώς τά Απολλώνιου τελέσματα έν τοίς μέρεσι τής κτίσεως δύνανται; Καί γάρ θαλάττης όρμάς καί άνεμων φοράς καί μυών 2> Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί θηρίων έπιδρομάς, ώς όρώμεν, κωλύουσι. Καί εί τά υπό τού κυρίου μέν γινόμενα θαύματα έν μόνη τή διηγήσει φέρεται, τά δέ παρ' εκείνου πλεϊστα καί έπ' αύτών τών πραγμάτων δεικνύμενα, πώς ούκ άπατά τούς όρώντας; Καί εί μέν κατά θείαν τούτο συγχώρησιν γέγονε, πώς οδηγός είς ελληνισμόν ού γέγονεν ή τοιαύτη συγχώρησις; Εί δέ μή τούτο, πώς ού δυνάμει τών δαιμόνων έκεϊνα γεγένηνται; Πάλιν δέ εϊπερ θεός ώς άγαθφ τφ γινομένψ ήδόμενος έκείνψ συνήργησε, διά τί μή διά προφητών ή αποστόλων τά τοιαύτα γεγέ­ νηνται; Εί δέ μή ήρέσκετο ώς φαύλψ, τίνος ένεκεν τό φαύλον ή εύθύς ούκ έκώλυσεν ή μετά βραχύ ού κατέλυσεν, άλλ' έως αίώνος τών ή μερών τής κτίσεως κρατείν συνεχώρησεν; Απόκρισις. Ό μέν Απολλώνιος, ώς άνήρ έπιστήμων τών φυσικών δυνάμεων καί τών έν αύταϊς συμπαθειών τε καί άντιπαθειών, κατά ταύτην τήν έπιστήμην τά τελέσματα έποιείτο, ού κατά τήν θείαν αύθεντίαν· διό έν άπασι τοίς άποτελέσμασιν έδεήθη τής τών έπιτηδείων ύλών παραλήψεως, συνεργούσης αύτω προς τήν τού τελούμενου έκπλήρωσιν. Ό δέ σωτήρ ήμών Χριστός, κατά τήν θείαν αύτού αύθεντίαν ποιών τά θαύματα, ούδα­ μώς έδεήθη ύλης, άλλά τοίς προστάγμασί τε καί προρρήσεσιν αύτού ήκολούθει καί άκολουθούσι τά πράγματα. Καί τά μέν ύπό τού Απολλώνιου γεγονότα τελέσματα, έπειδή κατά τήν έπιστήμην γεγένηνται τών φυσικών δυνάμεων προς τήν σωματικήν έργασίαν άνθρώπων, ούκ άνέτρεψεν ό κύριος· αύτόν δέ τόν δαίμονα τόν έν τφ έκείνου άγάλματι ίδρυμένον, τόν έν ταις μαντείαις άπατήσαντα τούς άνθρώπους, ώς θεόν σέβειν καί τιμάν τόν Απολλώνιον, έφίμωσε, καταργήσας αύ­ τού τάς μαντείας· σύν αύτφ δέ καί τών λοιπών δαιμόνων τών έν τφ θεών όνόματι ύπό τών Ελλήνων τιμωμένων καθείλε τήν δυναστείαν, καθώς όράται τά πράγματα. Έχοντες δέ έν τούτοις τής τού Χριστού θείας δυνάμεως τά γνωρίσματα, ού χρή λέγεIV τά τού Χριστού θαύματα έν ψιλή κείσθαι διηγήσει. Έρώτησις κε. Εί έπαιδεύθη Μωϋσής έν πάση σοφίμ Αιγυπτίων καίήν δυνατός έν έργοις καί λόγοις, καθώς φησιν ή θεία γραφή, Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας πώς άστρονομίαν και γεωμετρίαν καί άστρολογίαν καί τά τούτοις επόμενα μετήλθεν ό αύτός μακάριος προφήτης; Τών γάρ Αιγυπτίων τότε ή σοφία τά τής πλάνης ύπήρχε διδάσκουσα διδάγματα. Διά τί ούν έπί τοιούτοις λόγοις ή έργοις υπό τής γραφής θαυμάζεται; Απόκρισις. Θαυμάζει τόν προφήτην ή θεία γραφή έπί τή δυναστεία τών λόγων καί τών έργων, ούχ ένεκεν τών λόγων καί τών έρ­ γων καθ' αύτά· άνάξια γάρ ήν έκεϊνα καθ' αύτά προς τά έγκώμια τού προφήτου. Αλλ' έπειδή δι' έκατέρας μέν περί­ βλεπτος ύπήρχε τοίς Αίγυπτίοις ό προφήτης, τής δέ τού λόγου παιδείας καί τής τού βίου κοσμικής λαμπρότητας, άμφοτέρων δέ τήν εις θεόν εύσέβειαν τιμήσας, διά τούτο αύτόν έθαύμασεν ή θεία γραφή. Αστρονομία δέ καί άστρολογία καί γεωμετρία παρ' Αίγυπτίοις τότε χυδαίά τε καί πεζά καί άγοραία μαθήματα λελόγιστο. Τίμια δέ ήν τότε παρ' αύτοις μαθήματα τά ιερογλυφικά καλούμενα, τά έν τοίς άδύτοις ού τοις τυχούσιν άλλά τοίς έγκρίτοις παραδιδόμενα· ών ό προ­ φήτης εί καί τήν εϊδησιν έσχεν, άλλ' ούκέτι καί τήν χρήσιν, ώς άντικειμένην τή κατά θεόν πολιτείμ τών Εβραίων, δι' ήν καταφρονήσας τής έν Αιγυπτω πάσης βασιλικής δυναστείας είλετο συγκακουχείσθαι τφ λαφ τού θεού. Έρώτησις kÇ. Εί πάντα τά ύδατα αίμα ύπό Μωϋσέως γεγένηνται, πώς έπάγει ή γραφή τό Έποίησαν δέ καί οί έπαοιδοί τών Αι­ γυπτίων ώσαύτως; Ή γάρ ψευδές τό πάντα τά ύδατα γενέ­ σθαι αίμα ύπό Μωϋσέως, ή πάλιν τό τούς έπαοιδούς πεποιηκέναι ώσαύτως. Καί περί τών λοιπών τών κατ' αύτούς θαυ­ μάτων ό αύτός λόγος. Απόκρισις. Πάντων τών ύδάτων τών έπάνω τής γής αίμα γενομένων, ήναγκάζοντο οί Αιγύπτιοι κύκλω τού ποταμού όρύττειν φρέατα καί άντλείν ύδωρ καί ποτίζειν έξ αύτού έαυτούς τε καί τά ζώα αύτών καί τά θρέμματα. Έκ τούτου τού ύδατος τού έκ τών φρεάτων άντλουμένου έποίησαν οί έπαοιδοί τό αίμα, καί ούδαμώς διέψευσται ό λόγος. Καί τά μέν ύπό Μωϋσέως γενό- Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μένα θαύματα, άτε κατά τήν θείαν γεγενημένα ενέργειαν, κατά μεταβολήν γεγένηνται φύσεως τού προκειμένου εις τήν φύσιν τού έκτεΛουμένου, τά δέ ύπό τών έπαοιδών γενόμενα κατά τήν ένέργειαν έγένοντο τών δαιμόνων, τών φαντασάντων τάς όψεις τών όρώντων, τόν μή όφιν όράν ώς όφιν, καί τό μή αίμα ώς αίμα, καί τούς μή βατράχους ώς βατράχους. Έρώτησις κζ. Εί έναντία έαυτψ Μωϋσής ούκ έδίδασκε τά μέν όστέα τού Ιωσήφ έπαγύμενος, τόν δέ άπτόμενον νεκρού ώς άκάθαρτον μυσαττόμενος; Καί είήν τις εύλογος παρά τούτψ αίτια, ταύτην μέν νυνί μάθω μεν. Τίνος δέ ένεκεν ή γραφή ούκ είπε, δι' ήν αιτίαν έκείνα ποιών Μωϋσής ταύτα έδίδασκεν; Άπόκρισις. Επειδή τελευτών ό Ιωσήφ περί τής μετακομιδής τών όστέων αύτού ώρκισε τούς υιούς Ισραήλ, καίήν άμφότερα τώ Μωύσή εις φυλακήν προκείμενα, τό μή παραβαίνειν τόν όρκον καί τό μή άπτεσθαι νεκρού, διά τούτο τή λύσει τού νόμου λέ­ γοντας μή άψασθαι νεκρού έφύλαξε τόν όρκον άπαράβατον· άδύνατον γάρ ήν αύτφ άμφότερα φυλάξαι άπαράβατα, καί τόν νόμον καί τόν όρκον. Τή μείζονι ούν φυλακή τού όρκου έλυσε τήν έλάττονα φυλακήν τού νόμου· πανταχού γάρ τό έλαττον κακόν αίρετώτερον τού μείζονος. Καίτοιαύτα πολλά εύρίσκεται έν τή θείμ γραφή, άτινα ού Λογίζεται ό θεός εις άμαρτίαν τών παραβαινόντων αύτά διά τήν έν αύτοίς συμβεβηκυίαν άνάγκην, ώς τήν οκταήμερον περιτομήν καί τήν επτα­ ήμερον περικύκλωσιν τής Ιεριχώ καί τήν έν σαββάτφ προσ­ αγωγήν τών θυσιών, άτινα περιέχουσι τού σαββάτου τήν Λύσιν. Έτι εί έταξεν ό προφήτης τούς έκ διαδοχής βαστάζοντας τού Ιωσήφ τά όστέα καί κατά [έπτά ήμέρας άκαθάρτους όντας] διά τής έν τφ καθα[ρσίφ] κατά τόν νόμον τού Μωϋσέως τού­ του τού άριθμού [διατηρήσεως] καθαρίζεσθαι, ούδ' έναντίον ών είπέ τι διεπράξατο ό προφήτης. Τό δέ ζητείν, διά τί ούκ ειπεν ό προφήτης τούτων τήν αιτίαν, όμοιόν έστι τφ λέγειν, διά τί μή πάσαι αιγραφαί ήρμηνευμέναι παρεδόθησαν παρά τών έκτεθεικότων αύτάς· έπειδή έν τή τού πράγματος διηγήσει έμφαντικώς περιέχεται ή τού πράγματος έννοια. Διότι 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ούκ έδοκίμασεν ή γραφή τό έκθετικώς ταύτην δήλωσαι. Έρώτησις κη. Εί τήν τών Φαρισαίων έσχη ματισμένη ν εύλάβειαν ελέγχων ό κύριος έλεγεν ότι τάφοι κεκονιαμένοι είσίν, πεπληρωμένοι όστέων νεκρών καί πάσης άκαθαρσίας, καί έν τώ νόμω ό άπτόμενος νεκρού άκάθαρτος έλογίζετο, ώς άτοπον εργαζό­ μενός τι, τούς τε νεκρούς καί τούς τούτων μυσαττόμεθα τά­ φους, ύπό τε παλαιάς καί καινής άκαθάρτου τού νεκρού κα­ λούμενου- πώς άμφοτέρων ό Χριστός έναντίως ούκ έπραξεν, ότι τόν υιόν τής χήρας άνιστών ήψατο τής σορού καί τήν θυγατέρα τού Ίαείρου τής χειρός έκράτησεν; Είγάρ καί αμφότεροι τελευταίον άνέστησαν, άλλά τήν άφήν τά νεκρά εδέξαντο σώματα. Απόκρισις. Τών πτωμάτων τά νεκρά σώματα καί οί τούτων τάφοι μυσάττονται διά τήν έπομένην αύτοίς βαρεϊαν δυσωδίαν καί ού διά τήν νέκρωσιν. Είγάρ άπλώς διά τήν νέκρωσιν έμυσάττοντο τών νεκρών τά σώματα, ούκ άρα έχρήν τοίς τών ζώων νεκρών σωμάτων μέρεσι κεχρήσθαι προς τήν τών ζώντων χρείαν, ώς τοίς δέρμασι καί τοίς κέρασι καί θριξί καί χολαίς καί τοίς στέασι καί ταίς σαρξίν, άτινα ούδείς λόγος δύναται ύπεξελείν τής προσούσης αύτοίς νεκρώσεως. Ει δέ νεκρά μέν καί ταύτα, ού μυσαττόμενα δέ διά τήν έξ αύτών χρείαν, πώς ούκ έστι τών άτοπωτάτων τό καθαρά μέν ήγείσθαι ταύτα διά τήν έξ αύτών χρείαν, μυσάττεσθαι δέ τών άγιων μαρτύρων τά σώματα καί τούς τάφους ύπό Ελλήνων, φυλακτικά όντα άπό τής τών δαιμόνων επιβουλής καί ιαματικά νοσημάτων τών κατά τήν ιατρικήν τέχνην άνιάτων; Παρείκαζε δέ ό κύριος τήν τών Φαρισαίων έσχηματισμένην εύλάβειαν τάφοις κεκονιαμένοις, ότι ώσπερ τή νοήσει τών ζώντων βδελυκτή έστι τών νε­ κρών σωμάτων ή δυσωδία καί άκαθαρσία, ούτως καί ή εκεί­ νων άνομία βδελυκτή έστι τή νοήσει τών εύσεβών, τρόπον τινά ούσα αύτών ψυχής νέκρωσις καί δυσωδία καί άκαθαρσία. Ώσπερ γάρ χωρισθείσης τής ψυχής τού σώματος νεκρόν τό σώμα καί δυσώδες καί άκάθαρτον, ούτως χωρισθέντος τού φόβου τού θεού τής ψυχής νεκρά ύπάρχειή ψυχή καί δυσώδης 2> Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας και ακάθαρτος. Κατ' έναντίωσιν δέ έπραξεν ό κύριος ούδέν ούτε τή παλαιή ούτε τή καινή. Ούκ ήν γάρ ύπό τόν νόμον, δτε τούς έν τή έρωτήσει είρημένους νεκρούς ήγειρεν. Από γάρ τού βαπτίσματος ήρξατο ό κύριος τής εύαγγελικής πολιτείας, ούσης έξωθεν τής τού νόμου φυλακής· διό ούκ έμιάνθη άψάμενος τού νεκρού. Κατά δέ τήν καινήν έκεΐνα μόνα ήν μιαντικά άνθρώπων τά έκ τής καρδίας έξερχόμενα κακά· τό δέ άπτεσθαι νεκρού ού μιαίνει τόν άνθρωπον. Έρώτησις κθ. Εί πεπλήρωτο ό οίκος, ένθα ό κύριος ήν όπηνίκα ό πα­ ράλυτος έμελλε θεραπεύεσθαι, καί διά τούτο ήναγκάσθησαν οί βαστάζοντες αύτόν καταλύσαι τήν οροφήν καί δι' αύτής καθείναι τόν άσθενούντα, πώς οί έν τφ οϊκφ ήθροισμένοι όχλοι ούκ έπλήγησαν τής οροφής λυομένης; Απόκρισις. Αισθανόμενοι οί έν τφ οϊκφ μελλούσης τής οροφής άποστεγούσθαι πάντως ύπεχώρησαν. Ού γάρ ούτως ήσαν άνόητοι οί τήν οροφήν άποστεγούντες, ώστε μή βοάν τοίς έν τφ οϊκφ ύποχωρεϊν ϊνα μή πλήσσωνται. Ούδέ γάρ όλης τής οροφής ήν χρεία άποστεγούσθαι, άλλά τόσον όσον ήρκει εις τήν ύποχάλασιν τού παραλύτου. Έρώτησις λ. Εί έκάστφ άνθρώπφ άγγελος παρέπεται φύλαξ, καθώς ή θεία γραφή λέγει, οί δέ άνθρωποι ποτέ μέν αύξησιν, ποτέ δέ μείωσιν, ώς έπί τού κατακλυσμού καί τών λοιπών συμφο­ ρών, διά τάς έαυτών πράξεις ύπέμειναν, οί τής αύξήσεως καί μειώσεως όντες άνεπίδεκτοι ποιαν τότε λειτουργίαν έπλήρουν, έκάστου τών άγγέλων παρά θεού λειτουργίαν έξ άρχής ε’ιληφότος; Απόκρισις. Οί μέν άγγελοι πάντες, άρχοντές τε καί άρχόμενοι, λει­ τουργίαν έκπληρούσι χρειώδη τοϊς ούρανοϊς καί τοϊς διά τόν άνθρωπον· οί δέ λειτουργεϊν ε’ιληφότες τό παρέπεσθαι τοϊς άνθρώποις φύλακες άεί μέν αύξονται, μειούνταιδέ ούδέποτε. Ή γάρ παρέπονται τφ συναμφοτέρφ, ψυχή λέγω καί σώματι, ή παρέπονται τή ψυχή μετά τήν έκ τού σώματος έξοδον τής 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ψυχής έως του καιρού τής τού κόσμου άνακτίσεως. Πριν ή δέ ταγώσι παρέπεσθαι τοις άνθρώποις καί φυλάττειν αύτούς, έν ταις άλλαις ύπέρ άνθρώπων λειτουργίαις λειτουργούσι τοίς οίκείοις άρχουσιν. Έρώτησις λα. Εί νεύματι θείψ αί νεφέλαι τόν ύετόν τή γή καταπέμπουσι, διά τί τάς νεφέλας οί καλούμενοι νεφοδιώκται έπαοιδίαις τισί κατασκευάζονται, ένθα βούλονται, χαλάζας καί άμετρους ύετούς άκοντίζειν; Άπόκρισις. Τούτο επειδή κατά τάς άγιας γραφάς μαρτυρείς, τούς ύετούς είναι έκ τών έπαοιδών άπιστον. Καί γάρ αύτός ό ταύτην περί τούτου έρωτήσας τήν έρώτησιν ούκ άφ' ών έθεάσω γινομένων τήν έρώτησιν πεποίηκας, άλλ' άφ' ών ήκουσας. Έρώτησις λβ. Εί θνητήν ό θεός τήν ήμετέραν έκτισε φύσιν, πώς λέγεις ότιΌ θεός θάνατον ούκ έποίησεν; Απόκρισις. Ούκ, ε’ί τι θνητόν τή φύσει, τούτο άνάγκη πάντως άποθανείν- καί τούτου ή άπόδειξις τό θνητούς όντας τήν φύσιν τόν τε Ένώχ καί τόν Ήλίαν έν άθανασίμ έτι διαμένειν, τού Γή εικαί είς γήν άπελεύση γενομένους άνωτέρω. Αληθές ούν τό θνητήν τήν φύσιν ήμών πεποιηκέναι τόν θεόν, καί είσελθείν τόν θάνατον είς τόν κόσμον τή τού άνθρώπου παρακοή. Εί μέν γάρ ώσπερ έποίησεν ό θεός θνητήν τήν φύσιν ούτως έποίησε καί τόν θάνατον, ούκ άν διά τής παρακοής ό θάνα­ τος· καί εί ό θεός τήν παρακοήν ούκ έποίησεν, ούδ' άρα τόν θάνατον. Έρώτησις λγ. Εί τών άνθρώπων ή φύσις ώς θνητών μέν τό οίκείον έπιγινώσκει πέρας, ό δέ έκάστου χρόνος ού κατά τινά έστιν όρον, όπερ καλούσιν οί έκτος ειμαρμένην, πώς τώ Έζεκίμ προσετέθησαν χρόνοι; Τό γάρ προστεθέν έπί τού προορισθέντος άριθμού δήλον ότι λαμβάνεται. Πόθεν ούν έπί τών τελευτώντων τό τού χρόνου άόριστον δείκνυται; 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Απόκρισις. Ότι δέ ούχ ώρισται τής έκάστου ζωής ό χρόνος, δείκνυται έκ τών γραφικών φωνών ούτως· Εάν, φησίν, έν τφ πεδίψ εύρη άνθρωπος νεάνιδα μεμνηστευμένην και βιασάμενος αύτήν κοιμηθή μετ' αύτής, τόν μέν άνδρα άποκτείνατε, τήν δέ νεά­ νιδα μή άποκτείνητε. Όν γάρ τρόπον έπάταξεν άνθρωπος έπί τόν πλησίον αύτού, καί πατάσσων αύτόν ούχί παρήν ό βοηθών, ούτως έγένετο τό πράγμα τούτο. Και έβόησεν ή νεάνις, καί ό βοηθών αύτή ούκ ήν. Ούκ άν δέ παρείκασεν ή θεία γραφή τήν βεβιασμένην Κοίμησιν τή βεβιασμένη άναιρέσει, εί ήν ό θάνατος ώρισμένος· τό γάρ παρά θεού ώρισμένον άβίαστόν τε καί άπαράβατον. Αλλ' εί τούτο, δήλον ότι ού τή προωρισμένη ζωή τού Έζεκίου προσετέθησαν χρόνοι ζωής, άλλά τοις άορίστως προλαβούσιν έτεσιν αύτού, ών τό τέλος έγίνετο διά τού θανατικού πάθους, μή τού θεού έκ τού πά­ θους ίασαμένου αύτόν καί εις τό ζήν αύτόν άποκαταστήσαντος. Έρώτησις λδ. Εί, καθώς τινές φασιν, ό κατακλυσμός έν παντί τόπψ τής γής ού γέγονεν, άλλ' έν φ οί τότε άνθρωποι φκουν, πώς άληθές ότι ύψώθη τό ύδωρ έπάνω πάντων τών ύψηλών όρέων δεκατέσσαρας πήχε ις; Απόκρισις. Ού δοκεΐ άληθές είναι τό μή έν παντί τφ κόσμψ τόν κατακλυσμόν γεγονέναι, εί μή τι άρα κοιλότεροι ήσαν οί τόποι, ένθα ό κατακλυσμός έγένετο, τών λοιπών τόπων τής γής. Έρώτησις λε. Εί τών άλογων άπάντων δημιουργός έστιν ό θεός, διά τί τό διχηλούν οπλήν καί μηρυκισμόν έχον καθαρόν είναι άπεφήνατο; Καί πάλιν διά τί τό μηρυκισμόν μέν έχον, οίον κάμηλος, οπλήν δέ μή διχηλούν, έν τοίς κακοίς τέτακται, καί τό διχηλούν μέν τήν οπλήν, μηρυκισμόν δέ μή έχον, οίον χοί­ ρος, έν τοίς μή καθαροίς λελόγισται; Καί έν τοίς ίχθύσι δέ τά άλεπίδωτα; Καί τά πετεινά διά τί διήρηνται, καίτοι τινών καθαρών, είγε συγχωρούνται, ταύτά τοίς άκαθάρτοις έσθιόντων καί πραττόντων; Απόκρισις. 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Φύσει μέν καθαρά ύπάρχει πάντα τά ζώα καί καλά ύπό τού θεού έξ άρχής γεγονότα κατά τό είρημένον· Καί είδεν ό θεός πάντα όσα έποίησε, καί Ιδού καλά λίαν· καί τής θείας τετυχηκότα εύλογίας λεγούσης· Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε. Αλλ' επειδή έβούλετο ό θεός ώσπερ έν πάσιτοις έσθιομένοις ύπό τόν ζυγόν τής τού νόμου δουλείας ποιήσασθαι τούς Ιουδαίους, διά τούτο τών ζώων καί πετεινών καί ιχθύων τινά μέν ώνόμασε καθαρά, ών καί τήν σφαγήν καί τήν βρώσιν τοίς Ίουδαίοις έπέτρεψε, τινά δέ άκάθαρτα ώνόμασεν, ών τήν βρώσιν αύτούς άπείργε. Καθαρά ούν ταύτα καί άκάθαρτα λέ­ γονται· καθαρά μέν διά τήν φύσιν, άκάθαρτα δέ διά τόν νό­ μον. Άλλως δέ πάλιν καθαρά καί άκάθαρτα λέγονται διά ταύτην τήν αιτίαν· επειδή έν τή Αιγυπτω τότε πάντα τά ζώα πλήν τού χοίρου έθεοποιούντο, διά τούτο τών ζώων τά μέν καθαρά, τά δέ άκάθαρτα ώνόμασε· καί τά μέν καθαρά έπέτρεψεν αύτοίς θύειν, τά δέ μή έσθίειν ώς άκάθαρτα, δι' έκατέρου δεικνύων αύτά άνάξια όντα τής τού θεού προσηγορίας τε καί τιμής, καί διά τού θύεσθαι καί έσθίεσθαι, καί πάλιν διά τού καλείσθαι αύτά άκάθαρτα. Έρώτησις λ(ζ. Εί τό θειον τροπής άνεπίδεκτον, διά τί περί τής χρίσεως τού Σαούλ λέγει μεταμελείσθαι καί περί τής καταστρο­ φής τής Νινεύϊ ότι μετενόησεν; Απόκρισις. Ό δεσπότης θεός καί κατά τό ύπάρχειν καί κατά τό πράττε tv τάς πρεπούσας αύτφ πράξεις άτρεπτός έστι. Προνοών δέ τών τρεπομένων προς τό λυσιτελές τοίς ύπ' αύτού προνοουμένοις τρέπει τά πράγματα· διό καί προς τό συγγινώσκειν καί προς τό μή συγγινώσκειν άτρέπτως έχει. Συγγινώσκειγάρ άτρέπτως τοίς διορθούσι τά έαυτών πταίσματα, τοίς δέ άδιορθώτως έχουσι προς τά κακά άτρέπτως ού συγγινώσκει. Τό ούν Μεταμεμέλημαι τό άτρεπτον αύτού έμφαίνει τό κατά τό μή συγγινώσκειν, τό δέ Μετενόησεν ό κύριος τό άτρεπτον αύτού δηλοί τό κατά τό συγγινώσκειν. Ατρεπτός γάρ έστιν ό θεός, καί άεί έν τοίς αύτφ πρέπουσι ποιείν δια­ μένει· τροπήν δ' εις τό ποιείν τά μή πρέποντα αύτφ ού δέ- 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας χεταί ποτέ. Έρώτησις Λζ. Εί τό Ίωάννου βάπτισμα μή κατά νόμον ήν, ώσπερ ούν ούτοι ήν, πώς ούκ ήν παρά τόν νόμον, καί πώς ύπό τών έννόμων έδέχθη; Πώς δέ ού παράνομοι οί ύπό τόν νόμον όντες καί τό παρά τόν νόμον δεξάμενοι βάπτισμα; Εί δέ ύπό τόν νόμον έτύγχανε τό τής χάριτος βάπτισμα, μήτε κατά νό­ μον μήτε ύπέρ νόμον μήτε παρά νόμον Λεγόμενον, κατά τί γι­ νόμενον εύρεθήσεται; Απόκρισις. Τό βάπτισμα Ίωάννου προοίμιον ήν τού εύαγγεΛίου τής χάριτος· διό καί ύπέρ τόν νόμον ούκ ήν. Ούδέ γάρ ένεδέχετο τούς κατά τόν νόμον άμαρτήσαντας έν τούτφ διά μετάνοιας τε καί πίστεως τού Χριστού δέξασθαι τήν συγχώρησιν. Έρώτησις Λη. Εί πιστώσασθαι τούς μαθητάς ό Ιωάννης περί τού Χρι­ στού, ότι αύτός έστιν, έβούΛετο, ότε άπέστειΛεν αύτούς προς αύτόν (τούτο γάρ τινες είρήκασι), διά τί μή κατά άπόφασιν είπεν αύτοίς, άΛΛά πεύσιν δι' αύτών τώ Χριστφ προσήγαγεν; Εί δέ αύτός διά τό τή ειρκτή εαυτόν έμβεβΛήσθαι έκ τών νοουμένων ποικίΛως εις τήν περί αύτού άμφιβοΛίαν κατέστη (καί γάρ τούτο ειρήκασιν έτεροι), διά τί ώς μηδέπω αύτόν έΛθόντα έγνωκώς έρωτά; Τό γάρ Σύ εί ό έρχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν; ώς μηδέπω μέν τόν Χριστόν παραγενόμενον, έρχεσθαι δέ αύτόν προσδοκώμενον τήν ύπόνοιαν δίδωσι. Πε­ πεισμένος γάρ τούτο ούκ άν έπηρώτησε· Σύ εί ό Χριστός ή έτερός τις παρ' εκείνον; Απόκρισις. Επειδή διάφοροι φήμαι περί ών έποιήσατο θαυμάτων ό Ιησούς διέτρεχον, τών μέν Λεγόντων· ΉΛίας έστιν ό ταύτα ποιών, τών δέ· Ιερεμίας, τών δέ· Άλλος τις τών προφητών, ταύτας τάς φήμας άκούων ό Ιωάννης έν τή ειρκτή πέμπει τούς μαθητάς αύτού μαθείν, εί ό τά σημεία ποιών αύτός έστιν ό ύπ' αύτού μαρτυρηθείς, ή έτερός τις ό παρά τών πολλών θρυΛΛούμενος. Γνούς δέ ό Ιησούς τού Ίωάννου τόν σκοπόν έπί τής παρουσίας τών μαθητών Ίωάννου έποίησε πολλά 2 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας θαύματα, πείθων αύτούς καί τόν Ίωάννην δι' αύτών, ώς αύτός εϊη ό πεποιηκώς καί τά έπ' όνόματι ετέρων φημιζόμενα θαύ­ ματα, ό ύπ' αύτού μαρτυρηθείς. Έρώτησις Λθ. Εί πάντας έΛκειν προς έαυτόν ό δεσπότης Χριστός μετά τήν οίκείαν ύψωσιν έπηγγείΛατο, πώς ού πάντες τή είς αύτόν πίστει προσέδραμον; Πώς δέ αύτός έπαγγειΛάμενος προς αύ­ τόν έΛκειν ούκ έναντιούται τώ Ούδείς έρχεται πρός με, έάν μή ό πατήρ μου έΛκύση αύτόν; Απόκρισις. Από τού οικείου τέΛους πάς Λόγος κρίνεται. ΤέΛος δέ, τό πάντας έΛκειν πρός έαυτόν, όταν καταργήση πάσαν άρχήν καί έξουσίαν καί δύναμιν. Ού χρή ούν πρό τού τέΛους τά τού τέΛους άπαιτειν. ΈΛκει δέ ό πατήρ πρός τόν υιόν τφ διδόναι καί τώ υίφ έξουσίαν καί δύναμιν τού δύνασθαι πάντας έΛκειν πρός έαυτόν. Ούκ άΛΛοτε ούν έΛκει ό πατήρ πρός τόν υιόν καί άΛΛοτε ό υιός πρός εαυτόν· διό ούδέν έναντίον έν τοίς Λόγοις. Έρώτησις μ. Εί έν τοίς δαιμονώσιν οί δαίμονες διηνεκώς ένοικούσι, πώς έτέροις κατασκευάζουσι βΛάβας; Εί δέ τούτο ποιούσι τών πασχόντων πρός βραχύ χωριζόμενοι, πώς, ότε άοράτω δυνά­ μει άπ' αύτών διωχθώσιν, ούκέτι έν αύτοίς ίχνη τής οικείας παρουσίας δεικνύουσιν; Απόκρισις. Αδύνατον τόν τοίς δαίμοσι [κάτοχον] ποιήσαι τι [άπόντος τού δαίμονος· όσα γάρ] ποιεί τή παρουσία παρόντος τού [δαίμονος ποιεί, ού άποχωρήσαντος] ούδέ τά ίχνη αύτού πάρεστιν· ή γάρ άπεΛαύνουσα αύτόν άόρατος δύναμις φόβον αύτφ έντίθησι τού μηκέτι πΛησιάζειν τφ τεθεραπευμένω. Έρώτησις μα. Εί μόνου θεού έστι ζωήν καί ίσχύν διδόναι τοίς σώμασι, πώς τούτο ποιούσιν οί δαίμονες, ένισχύοντες τών δαιμονώντων τά σώματα, ώστε τά δεσμά καί τάς άΛύσεις συντρίβειν; Έδεσμείτο γάρ άΛύσεσι καί πέδαις, καί διαρρήσσων τά δεσμά ήΛαύνετο ύπό τού δαίμονος είς τήν έρημον. 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Απόκρισις. Ού τφ σώματι παρέσχεν ό δαίμων τήν δύναμιν πρός τό δύνασθαι συντρίβειν καί διαρρήσσειν τά δεσμά καί τάς άλύσεις, άλλά αύτός ό δαίμων συνέτριβε καί διέρρηξε τά δεσμά και τάς άλύσεις, εί καί ή θεία γραφή τφ δαιμονιώντι προσήψε τού δαίμονος τά έργα. Έρώτησις μβ. Εί τών μερών τής κτίσεως οί δαίμονες ούκ έξουσιάζουσι, διά τί παρακουσθέντων τών χρησμών τοϊς ΈΛΛησι τιμωρίας έπήγαγον, καί θεραπευθέντων τών ειδώλων ταύτας άνέσχον καί άγαθά αύτοίς άντί τούτων παρέσχον; Πόθεν ούν αύτοίς δυνατόν είς τήν έκατέρου έννοιαν; Απόκρισις. Έθος ήν τοϊς δαίμοσι πρός πλάνην άνθρώπων προστιθέναι έαυτοίς ώσπερ τού θεού τό όνομα ούτως καί τήν ίσχύν. Ότι δέ ούκ έστι τοϊς δαίμοσιν ισχύς άμυντική τών άνηκόων καί εύεργετική τών ύπηκόων, δείκνυται έκ τής καταλύσεως ής ύπέμεινεν ό έλληνισμός ύπό τού χριστιανισμού. Φανερώς γάρ ώφθη ό έλληνισμός ούχ έτέρμ δυνάμει κατά τού χριστιανισμού χρησάμενος πλήν τή διά χειρός άνθρώπων καί ξιφών· εί γάρ εύπόρειό ελληνισμός θείας δυνάμεως ύπερμαχούσης αύτού καταλυομένου, ούκ άν τή άνθρωπίνη δυνάμει έχρήσατο σώζειν εαυτόν, μάτην προσδοκήσας θεούς αύτού, έκ τής καταλύσεως· όπερ έστι μέγιστος έλεγχος τής τών δαιμόνων άσθενείας καί τού μηδέποτε αύτούς δυνηθήναι θεία έργα έκτελείν, τιμωρητικά τών άνηκόων καί εύεργετικά τών ύπηκόων. Έτι δέ εί πάσα θεραπεία έστι ζώντων τε καί αισθανόμενων, πώς ούκ έστι προδήλως ψευδές τό Θεραπευθέντων δέ τών ειδώλων άνέσχον τάς τιμωρίας, τών μήτε ζώντων μήτε αίσθανομένων, άλλ' ώσπερ πρός τάς θεραπείας ούτως καί πρός τήν παρακοήν τών χρησμών άναισθήτως έχόντων; Έρώτησις μγ. Εί έν τφ καιρφ τού κατακλυσμού λέγει ότι δύο δύο καί έπτά έπτά έν τή κιβωτφ είσηνέχθησαν άλογίστως, ού τέσσαρα καί δεκατέσσαρα έκ τών άκαθάρτων καί καθαρών, καί τινες τέσσαρα είρήκασι, τινές δέ ότι δύο άκάθαρτα μόνον, ότιούν 2 Του άγίου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έκ τών δύο άληθέστερον; Απόκρισις. Αληθέστερον ε'ίπεν ό είπών τέσσαρα καί δεκατέσσαρα του είπόντος δύο καί επτά· τά γάρ δύο δύο ε'ίπεν άντί τού δύο άρρενα καί δύο θήλεα, καί επτά επτά άντί τού επτά άρρενα καί επτά θήλεα. Ακάθαρτα δέ τά δύο δύο. Έρώτησις μδ. ’Επειδή τήν τών πολυομμάτων ζώων Ήσα'ίας καί Ιεζε­ κιήλ έθεάσαντο οπτασίαν, άρα άμφοτέροις έν τι άπεκαλύπτετο ή θατέρψ έδείκνυτο θάτερον; Τί δέ καί έδείκνυτο δεικνύμενον; Απόκρισις. Διά μέν τής κατά τόν προφήτην Ήσαΐαν οπτασίας τό κατά τόν Χριστόν έδήλου μυστήριον, καθήμενον έπί θρόνου δόξης καί τή βρώσει τής άγιας αύτού σαρκός καθαρισμόν ποιούντα άμαρτίας άσεβών άνθρώπων, τών έν πάση τή γή δοξαζόντων τήν άγίαν καί όμότιμον τριάδα έπί τφ μεγέθει τών θείων δωρεών, ής τφ όνόματι βαπτισθέντες έδικαιώθησαν λαβόντες τής τών ούρανίων καί αιωνίων άγαθών μετουσίας τήν έλπίδα. Όν γάρ έθεάσατο ό προφήτης άνθρακα τοίς άκαθάρτοις αύτού χείλεσι προσαγόμενον είς κάθαρσιν άνομιών τε καί άμαρτιών, μήνυμα είχε τής δεσποτικής σαρκός καθαριζούσης τό συνειδός τών έσθιόντων αύτήν άπό πάσης άσεβείας. Διά δέ τής κατά τόν προφήτην ’Ιεζεκιήλ οπτασίας τά μέλλοντα έδήλου συμβήσεσθαι τφ Ναβουχοδονόσορ, βασιλεί Βαβυλώνος, ψυχαγωγίαν όντα τών έν τή αιχμαλωσία έν Βαβυλώνι όντων ’Ισραηλιτών. Έθεάσατο δέ ό προφήτης τετραπρόσωπα ζώα, ομοιώματα έχοντα άνθρώπου τε καί λέοντος, μόσχου τε καί άετού· λέγει δέ καί ό προφήτης Δανιήλ περί τού Ναβουχοδο­ νόσορ, ότι ηύξήνθησαν οί όνυχες αύτού ώς άετού καί αί τρίχες αύτού ώς λέοντος, καί χόρτον έψώμισαν αύτόν ώς τόν μόσχον, καίκαρδία άνθρώπου έδόθη αύτφ. Έκ ταύτης δέ τής οπτα­ σίας ψυχαγωγίαν τινά έντίθησι τοίς Ίσραηλίταις, τούς προς τήν κραταιάν τε καί ίσχυράν σφόδρα τών Βαβυλωνίων δυνα­ στείαν άποβλεψαμένους καί έν απογνωσει καθεστώτας τού μή δύνασθαι έτι έκ τής τοιαύτης αιχμαλωσίας τυχείν έλευθερίας· 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ϊνα ούν άπό ταύτης τής άπογνώσεως μεταστήση τούς Ισμαη­ λίτας ό θεός καί παρασκευάση αύτούς προς τήν αύτού δυνα­ στείαν άποβλέπειν, δείκνυσι τφ προφήτη ήμερου τε καί άνημέρου ζώου τήν σύζευξιν καί βαρυσώμου καί πετεινού τήν σύμπηξιν· ήμερον μέν γάρ ζώον ό άνθρωπος, άνήμερον δέ ό λέων, καί βαρύσωμον μέν ζώον ό μόσχος, πετεινόν δέ καίκούφον ζώον ό άετός. Έν έκείνοις μέν ούν δηλοί τήν τής βασιλείας έξ άνημέρου είς ήμερότητα μετάστασιν, έν τούτοις δέ τής βαρύτητος τής δουλείας είς τήν έλευθερίαν μεταβολήν· ύπόζυγος γάρ ό μόσχος, ζυγού δέ ελεύθερος ό άετός. Δείκνυσι δέ τφ προφήτη καί τροχόν έν τφ τροχφ, μηνύων δι' αύτών τήν τών Ιουδαίων άπαγωγήν είς αιχμαλωσίαν καί άπαγωγήν είς τά ίδια. Έρώτησις με. Διά τί έπί τού Ιεζεκιήλ κατακέχρηται ό θείος ορισμός τφ τού υιού τού άνθρώπου προσρήματι, όπερ έπί τών άλλων προφητών ούκ έποίησε; Καί εί τήν παγκόσμιον άνάστασιν έπί τών ξηρών όστέων ό αύτός προφήτης τεθέαται, καί εί τφ όντι άνέστησαν τά όστέα άνθρωποι γενόμενοι τέλειοι, καθώς ή τού αύτού προφήτου διδάσκει βίβλος; Απόκρισις. Επειδή έμελλε διά τού προφήτου Ιεζεκιήλ κατ' οπτασίαν προγράφεσθαι τών νεκρών ή άνάστασις, μέλλουσα γίνεσθαι έπί πραγμάτων διά τού υιού τού άνθρώπου κατά τό είρημένον· Έρχεται ή μέρα καί νύν έστιν, δτε πάντες οί έν τοίς μνημείοις άκούσονται τής φωνής τού υιού τού άνθρώπου, καί οί άκούσαντες ζήσονται· διά τούτο καλείται τφ τού υιού τού άνθρώπου όνόματι. Καθάπερ Ιησούς, ό τού Ναυή, μέλλων κατ' αύθεντίαν ήλίψ καί σελήνη προστάσσειν τήν στάσιν, λαμβάνει τού Ιησού τό ύπό τής κτίσεως τή ύπακοή τού προστάγματος τιμώμενον, ούτως καί ό Ιεζεκιήλ λαμβάνει τού υιού τού άνθρώπου τό όνομα καί διά τής οπτασίας έγείρει τούς νεκρούς τή δυνάμει τού προσρήματος. Ήν δέ έπί τού Ιεζεκιήλ τά πάντα οπτασία, καί τά όστέα καί ή τούτων άνάστασις. Δείκνυσι δέ τφ προφήτη ταύτην τήν οπτασίαν ό θεός, προη­ γουμένως μέν μηνύων δι' αύτής τήν έσομένην διά Χριστού 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας πάντων κοσμικήν άνάστασιν τήν έκ νεκρών, έπειτα δέ διά τήν ψυχαγωγίαν τών Ισραηλιτών τών άπογνόντων εαυτούς τφ δεδουλώσθαι ότι έλεύθεροι έσονται τής τών Βαβυλωνίων βασι­ λείας. Καθάπερ γάρ τά νεκρά σώματα έν τοίς μνημείοις κεί­ μενα, έλπίδα ούκ έχοντα έγέρσεως, ούτως εαυτούς έλογίσαντο είναι έν Βαβυλώνι, χωρίς πάσης έλπίδος τής έπανόδου. Δήλοι δέ τούτο ό αύτός προφήτης έν οίς λέγει· Καί έλάλησε κύριος πρός με λέγων· Υιέ άνθρώπου, τά όστά ταύτα πάς οίκος Ισραήλ έστιν. Αύτοί λέγουσι· Ξηρά γέγονε τά όστά ήμών, άπώλετο ή έλπίς ήμών, καί τά εξής. Έρώτησις μ(ζ. Εί καλά τά τού βίου πάντα, διά τί οί τούτων άπεχόμενοι έν γραφαΐς έπαινούνται, καί οί άντεχόμενοι αύτών διαβάλΛονται; Εί δέ φαύλα τυγχάνει, διά τί τά φαύλα τή ήμετέρμ ζωή συμπαρέζευκται, καί ταύτα άγαθού τού δημιουργού τυγχά­ νοντας; Απόκρισις. Ούχ άπλώς έπαινετόν τό άπέχεσθαι τών τού βίου κα­ λών, ούτε άπλώς ψεκτόν τό άντέχεσθαι αύτών, άλΛ' έκάτερον πρέποντι λόγω γιγνόμενον, καί τό άπέχεσθαι καί τό άντέχε­ σθαι αύτών, έστιν έπαινετόν· έναντίως δέ γιγνόμενον, άμφότερά έστι ψεκτά. Ότι δέ ούδέν φαύλον κατ' ούσίαν συμ­ παρέζευκται τή ήμετέρμ ζωή, δηλοί ή θεία γραφή τών δη­ μιουργημάτων έπαινούσα τήν γένεσιν, λέγουσα· Καί είδεν ό θεός πάντα όσα έποίησε, καί ιδού καλά λίαν. Παρατρεψάντων δέ ήμών έκουσίως τά καλά, φαύλα ύφίσταται. Ούκ έστι γάρ φαύλον έν τφ ύγιεί, τών έν αύτφ καλών άνατρέπτων μενόντων· ώστε μηδέν είναι φαύλον παρά τήν παρατροπήν τού καλού. Ούδέν ούν συμπαρέζευκται φαύλον τή ήμετέρμ ζωή· τά γάρ φαύλα χρήσει αλόγα) είσί φαύλα καί ού φύσει, προαιρετόν δέ τό κεχρήσθαιή καλώς ή φαύλως. Έρώτησις μζ. Εί τοις στοιχείοις ού πρόσεστιν αϊσθησις, διά τί Μωϋσής μέν ούρανόν καίγήν τφ λαφ διαμαρτύρεται, Ήσάίας δέ κατη­ φορών τού αύτού λαού τούτοις άκούειν έγκελεύεται; Απόκρισις. 2 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τά Λεγάμενα προς τόν ούρανόν καί τήν γήν προς τούς έν αύτοίς λέγεται λογικούς, ώς τά Λεγάμενα πράς τήν πόΛιν πράς τούς ποΛίτας Λέγεται, ώς τά Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ ή άποκτείνουσα τούς προφήτας καί Λιθοβολούσα τούς άπεσταλμένους πράς αύτήν. Ού γάρ ή πόλις άπέκτεινε και έλιθοβόλησεν άλλά οί πολίται. Έρώτησις μη. Διά τί ό κύριος έλεγε πράς τήν Μαρίαν μετά τήν έγερσιν· Μή μου απτού· ούπω γάρ άναβέβηκα πράς τάν πατέρα μου; Εί μέν ούν πρά τής άναλήψεως ούδενί έξήν αύτού άπτεσθαι, πώς μετά μικρόν τοίς μαθηταίς καί τώ ©ωμή ποιεϊν έπέτρεπε τούτο; Εί δέ έξήν, πώς ό έμελλε μετά μικρόν τοίς πολλοίς έπιτρέπειν άπηγόρευσε τή Μαρφι πρά μικρού; Απόκρισις. Τό Μή μου απτού ε’ίρηται προς τήν Μαρίαν ύπό τού σωτήρος κατά τήν έννοιαν τού Μή μοι άκολούθει, ώστε διά παν­ τός συνείναί μοι κατά τήν προ τού σταυρού μου διαγωγήν. Έβούλετο γάρ κατά μικρόν άπεθίζειν τούς μαθητάς τής τού σώματος αύτού θέας τε καί παρουσίας· διό ούτε διά παντός ώράτο τοίς μαθηταίς έν ταίς ήμέραις έν αίς διέτριβεν έπί τής γής μετά τήν άνάστασιν, ούτε πάντη αθέατον αύτοίς εαυ­ τόν κατέστησεν, άλλ' έκ διαλείμματος άμφότερα έποιειτο, καί τό όράσθαι αύτοίς καί τό μή όράσθαι. Έρώτησις μθ. Τίς ή άπόδειξις τού μόνα δύο θηρία τε καί κτήνη, άρσεν καί θήλυ, έν τή κοσμοποίία παρήχθαι, έπειδή τούτο τινες τών εύσεβών είρήκασι προς σύστασιν του μή έξ άλογων δοράς τούς δερμάτινους χιτώνας τοίς πρώτοις άνθρώποις ύπό τού θεού δίδοσθαι; Απόκρισις. Εί έν έκάστω γένει έστί τινα γεναρχή, καί τά μέν γεναρχή έστιν έργα θεού, τά δέ ύπό τά γεναρχή είσιν έργα φύσεως διά σποράς καί γενέσεως ύφεστώτα, δήλον ότι έκάστου γένους πλήν τής μιάς ζυγής άρρενοθήλεος ούκ έποίησεν ό θεός. Χιτώνας δέ δερμάτινους έποίησεν ό θεός ούκ άνθρωπίνως άλλά δημιουργικώς· ού γάρ ζώα σφάξας καί τούτων τά δέρματα συρ- 2. Του αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ράψας χιτώνας έποίησεν, άλλ' αύτούς τούς χιτώνας ¿δημιούρ­ γησε τούς δερμάτινους. ΑΛΛ' ίσως έρεί τις ότι Εί έδημιούργησεν ό θεός τούς δερμάτινους χιτώνας μετά τάς επτά ήμέρας τής δημιουργίας, πώς Λέγει ή θεία γραφή ότι Κατέπαυσεν ό θεός έν τή ήμέρμ τή έβδομη άπό πάντων τών έργων ών ήρξατο ποιείν; Κατέπαυσε τήν ποίησιν, τουτέστι τού ποιείν τά μή όντα- τά δέ δέρματα, ά νύν ποιεί, ού νύν άρχεται ποιείν, άλλ' έν τή ποιήσει τών ζώων καί τά δέρματα αύτών έγίνοντο πάλαι. Κατά ταύτα δέ καί τό Έπλασεν έτι κύριος ό θεός άπό τής γής πάντα τά κτήνη καί τά θηρία τής γής, καί ήγαγεν αύτά πρός τόν Αδάμ, καί τά εξής· τό γάρ έτι τήν δευτέραν σημαίνει τούτων γένεσιν. Έρώτησις ν. Επειδή πάλαι μέν οί παϊδες, νύν δέ ήμείς ύμνούντες τή ώσαννά φωνή καί τή τού άΛΛηλούϊα κεχρήμεθα, τίς έστιν ή τούτων έρμηνεία; Απόκρισις. Ερμηνεία έστί τού μέν άΛΛηλούϊα τό ύμνήσατε μετά μέ­ λους τό ον, τού δέ ώσαννά μεγαλωσύνη ύπερκειμένη. Έρώτησις να. Εί άτρεπτον τό θειον, πώς βλασφημούμενον καί ευφημούμενον τάς άμοιβάς άμφοτέροις τής έκατέρων πράξεως ποΛΛάκις άξίας άπέδωκεν; Απόκρισις. Μένων ό θεός έν τή οίκείμ αίσθήσει τε καί δικαιοσύνη άτρέπτως έκάστφ τά κατ' άξίαν άποδίδωσιν· ού μήν κατά παρατροπήν τούτο ποιεί εύρών, άλλ' άεί έσχηκώς έχει τό έν τούτοις άτρεπτον καί έχων έν ίση τάξει έχει περί τε βλασφήμους καί τούς ύπό άναισθησίας κατεχομένους ή άδικίας, άπερ έστί τά άΛΛότρια. Έρώτησις νβ. Εί εύσεβεί ζήλψ κινούμενος ό ΣαούΛ τάς έγγαστριμύθους άνεϊλε, διά τί συνηλάθη ώστε παρά έγγαστριμύθου ζητήσαι πρόρρησιν; Καί εί τω όντι έκείνη τόν Σαμουήλ άνήγαγεν, έπειδή τούτο φησιν ή γραφή; Καί ότι άληθεύει μέν αύτη, τό δέ πράγμα άσεβές δήλον. 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Απόκρισις. Ό ζήΛφ θείω ποιων τι ούτος ού θεομαχεί. Υπόνοιαν δέ ό Σαούλ έσχηκώς εις τόν Δαυίδ, ώς εις αύτόν μετέθηκεν ό θεός τήν αύτού βασιλείαν, παντελώς έμηχανάτο άναιρειν τόν Δαυίδ, ίνα εις έργον μή έκβή επ' αύτόν ή θεία ψήφος. Ανειλε δέ τάς έγγαστριμύθους, τούτψ προσδοκήσας διαλλάξαι τόν θεόν, ώστε άναστρέψαι τήν άποδοκιμάσασαν αύτόν τής βασι­ λείας οίκείαν ψήφον, ού τήν άσέβειαν τών έγγαστριμύθων μι­ σών, άλλά τήν βασιλείαν φιλών· καί έπειδή ού προσεδέξατο ό θεός τόν σκοπόν αύτού, διά τούτο αύτόν έγκατέλιπεν έπιδεηθήναι ών ούκ άγαθφ σκοπφ έποιήσατο τήν άναίρεσιν. Τά δέ άλλα πάντα ύπό τής έγγαστριμύθου γεγονότα κατά τήν ενέρ­ γειαν τού δαίμονος τού τάς όψεις φαντάσαντος τών όρώντων τόν ούκ όντα Σαμουήλ. Ή δέ άλήθεια τών -ημάτων γέγονεν έκ τού θεού τού δεδωκότος τώ δαίμονι έν σχήματι τού Σαμουήλ όφθήναι τή έγγαστριμύθψ καί δεϊξαι τού μέλλοντος τήν δήλωσιν. Καί έπειδή τού Σαμουήλ ούκ ήκουσεν ό Σαούλ τού είρηκότος αύτφ τής βασιλείας τήν άφαίρεσιν, άλλά καί μετά τήν θείαν ψήφον άποδοκιμάσασαν αύτόν τής βασιλείας έτι άντεποιείτο τής βασιλείας, διά τούτο άνάξιον αύτόν έκρινεν ό θεός τού διά τών άνακειμένων αύτω προμηνύσαι αύτφ τά έσόμενα, καθάπερ πεποίηκε καί έπί τόν Αχαάβ βασιλέα τού Ισραήλ, τόν άπιστήσαντα τοίς τής άληθείας προφήταις καί πιστεύσαντα τοίς ψευδοπροφήταις, δι' ήν αιτίαν έπεμψεν αύτψ πνεύμα ψευδές, καθώς φησιν ή βίβλος τών Βασιλειών, καί πιστεύσας ό Αχαάβ καί πλανηθείς άπήλθεν εις τήν Τεμμάθ καί ζών ούκ άνέκαμψεν. Έρώτησις νγ. Εί άρσεν καί θήλυ ένεκεν τής παιδοποίίας έκτίσθη, τής άναστάσεως γινομένης άρα άνίστανται οί άνθρωποι τήν τών παιδοποιών μορίων διαφοράν έχοντες; Καί εί τούτο, πώς ούκ έστι περιττόν τό μέλη έπάγεσθαι άπρακτα; Απόκρισις. Εί καί προς παιδοποίίαν ούκ έστι χρήσιμα τά γεννητικά μόρια μετά τήν άνάστασιν, άλλά προς άνάμνησιν τού διά τών τοιούτων μορίων είληφέναι τούς άνθρώπους τήν γένεσίν τε 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί τήν αύξησιν καί τήν διαμονήν έστι χρήσιμα· είσαγόμεθα γάρ δι' αύτών εις έννοιαν τής τηλικαύτης Χριστού σοφίας τής ταύτα [κτισάσης, καί τής ανθρωπότητας διά] τού θανάτου αύξανομένης, φυλακής [τε] τού γένους ήμών έν άθανασίμ τή διαδοχή τών τικτομένων. Έρώτησις νδ. Εί διά τήν παράβασιν τήν μέλλουσαν ταύτην έπάγεσθαι τφ λαφ τιμωρίαν ό Μωϋσής προεφήτευσε, διά τί μετ' ωδής αύτά έλεγε, χαύνωσιν μάλλον ήπερ ώφέλειαν είδότων τών σμάτων τοίς άνθρώποις ένεργάζεσθαι; Απόκρισις. Κατά τά έν ταίς φδαϊς έμφερόμενα διηγήματα άρμοδίως οί -υθμοί τών μελών έγίνοντο, άγοντες τάς ψυχάς εις τήν πρέπουσαν τοίς δομένοις αϊρεσιν. Ή γάρ γοερώς [τά δεινά τού λαού άμαρτήματα καί τάς έπενεχθείσας αύτοίς πικράς τιμωρίας καταλέγουσιν, ή γανυρώς τάς φιλόφρονας τού θεού παρηγοριάς καί τήν έναργώς δι' αύτού μετανοούντι τφ λαφ έπιφανεϊσαν άπαλλαγήν μελψδούσιν. Έρώτησις νε. Εί ή ιατρική τέχνη συμφέρει λίαν τοίς άνθρώποις, πώς διά] τών εναντίων ή τού τοιούτου άγαθού γεγένηται εύρεσις; Απόκρισις. Πολλά μέν εύρηται καί ύπό τών εύσεβών ιαματικά τών σωματικών νοσημάτων, καί ύπό Σολομώνος τού βασιλέως μέν, ούδείς δέ τών έξωθεν τής εύσεβείας είχε τήν κατάληψιν ια­ τρικήν [τών ψυχών]. Έρώτησις vÇ. Εί τά τελευτώντα βρέφη έπαινον ή μέμψιν ούκ έχουσιν έξ έργων, τίς ή διαφορά έν τή άναστάσει τών ύπό άλλων μέν βαπτισθέντων καί μηδέν πραξάντων, καί τών μή βαπτισθέντων καί ομοίως μηδέν πραξάντων; Απόκρισις. Αύτη έστιν ή διαφορά τών βαπτισθέντων προς τά μή βαπτισθέντα, τού τυχεϊν μέν τά βαπτισθέντα τών διά τού βαπτίσματος άγαθών, τά δέ μή βαπτισθέντα μή τυχεϊν· άξιούνται δέ τών διά τού βαπτίσματος άγαθών τή πίστει 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας τών προσφερόντων αυτά τφ βαπτίσματι. Έρώτησις νζ. Εί δύο ήμίν ό Μωϋσής ούρανών έξέθετο τήν γένεσιν, πώς πλειόνων διδάσκει ήμάς ή γραφή ύπαρξιν, ποτέ μέν λέγουσα· Οί ούρανοί τών ούρανών, ποτέ δέ. Ανεφχθησαν αύτφ οί ούρανοί, καί· Θεωρώ τούς ούρανούς άνεψγμένους, καί· Ήρπάγη έως τρίτου ούρανού· καί ούκ ε'ίπεν· Έως τού τρίτου μέρους τού ούρανού, άλλ1 άπολύτως· Έως τρίτου ού­ ρανού; Καί πολλά δέ τούτοις εύρήσεις έν τή γραφή παραπλή­ σια. Πώς ούν ού τάναντία έαυτοις λέγουσι, κατ’ άμφότερα δ’ όμως άληθεύουσιν; Απόκρισις. Ό Μωϋσής μέν ειπεν αύτός ούρανούς, άριθμφ δέ ού δέδωκεν ούτε ένα ούτε δύο ούτε πλείονας. Έμελλε δέ ή θεία γραφή τά διαστήματα έν τφ άέρι ύπερκείμενα ούρανούς όνομάζειν, ώς Τά πετεινά τού ούρανού, καί Άρτος έξ ούρα­ νού, καί Τά άστρα τού ούρανού. Έκ τής άκολουθίας ούν τών κειμένων φωνών νοούμεν ούρανούς κατ’ ούσίαν μέν δύο, κατά διαστήματα δέ πλείονας· ούτω δέ νοουμένων τών ούρα­ νών, ούδεμία έναντίωσις έν τοίς λόγοις ύποληφθησεται. Έρώτησις νη. Εί τό προσάπτειν τφ Χριστφ άγνοιάν έστιν άσεβές, δήλον ότι πάντων έχει τελείαν τήν πρόγνωσιν. Πώς ούν ούκ έστιν αίτιος τής τού Ιούδα προδοσίας καί τής τού Πέτρου ένωμότου άρνήσεως, ό ταύτα μέν προγνούς, μή κωλύσας δέ; Καί περί τής τού διαβόλου καί τού πρωτοπλάστου άπό τού θεού έκπτώσεως ό αύτός λόγος άρμόσειεν. Απόκρισις. Εί έδει τόν Χριστόν δι’ ένός τών αύτού μαθητών παραδοθήναι, ίνα ή γραφή πληρωθή, δήλον ότι αίτιός έστιν Χρι­ στός τής έκπληρώσεως τής γραφής καί ού τής προδοσίας τού Ιούδα· ταύτης γάρ αύτός ό Ιούδας ήν αίτιος, ήν μέλλουσαν ό θεός προειδώς προείπε διά τής γραφής. Καί ούκ έστιν ή πρόγνωσις αιτία τού μέλλοντος έσεσθαι, άλλά τό μέλλον έσεσθαι αίτιον τής προγνώσεως· ού γάρ τή προγνώσει έπεται τό μέλλον, άλλά τφ μέλλοντιή πρόγνωσις, καί ούδαμώς ό προ- 2. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας γινώσκων αίτιός έστι τού μέλλοντος έσεσθαι. Ώστε ούχί ό Χριστός αίτιός έστι τής προδοσίας, άλλ' ή προδοσία αιτία τής τού κυρίου προγνώσεως. Καί έπί τού διαβόλου καί τού πρω­ τοπλάστου ό αύτός λόγος. Έρώτησις νθ. Εί έν τή νυκτί ό ήλιος άποκρύπτεται, πώς ού σφαίρα ό ούρανός άποδείκνυται; Ό γάρ άπό φιλοσόφων θείος άνήρ είπε [τόν ήλιον τή ήμετέρμ όψει άποκρύπτεσθαι,] ού σώματι. Ού­ τος ό ούρανός έπίκειται τή γή· καί ό μέν διά τό κούφον άνωφερής, ή δέ διά τό βαρύ έστι κατωφερής· διό διά τήν άνθολκήν ύπό άλλήλων συνέχονται. Εί δέ τούτο άληθές, όλου τού ούρανίου κύκλου εις τήν [τού παντός καταύγασιν λειτουργούντος προς τό] ύπάρχειν τούς φωστήρας καί φαίνειν άεί, πώς ούν άποκρύπτονται; Απόκρισις. Εί όμολογουμένως πολλά έστιν έτερα τά έν τφ αύτφ καί ϊσψ έπιπέδψ όντα καί διά τό μήκος τού διαστήματος κεκρυμμένα όντα τής όψεως, οιον τά πλοία τά έν τή θαλάσση ύπό άλλήλων μή όρώμενα, τού πλάτους τή τών ύδάτων έπιφανείμ περιορίζοντας τήν όψιν περαιτέρω μή άποτείνεσθαι τού ορί­ ζοντας, τί θαυμαστόν εί καί έπί τών φωστήρων γίνεται ή έπίκρυψις διά τήν αύτήν αιτίαν; Ήι δέ διά τήν άνθολκήν ούρανού καί γής ϊστασθαι τόν ούρανόν καί τήν γήν, έπί μέν τού πρώτου ούρανού καί τής γής έστι τούτο είκάσαι διά τό άμα γεγενήσθαι αύτά, έπί δέ τού στερεώματος καί τής γής ούκέτι δυνατόν τούτο νοηθήναι· ϊστατο γάρ ή γή προ τού στερεώμα­ τος, τήν άπασαν βαστάζουσα ύγράν ούσίαν χωρίς άνθολκής τού στερεώματος· ύστερον γάρ τής γής γέγονε τό στερέωμα. Έρώτησις ξ. Εί ή διαφορά κατά τάς μορφάς χρήσιμος ήμίν ύπάρχει ένταύθα διά τάς τού σώματος χρείας καί τά έπιτηδεύματα καί τά συναλλάγματα, άνενδεους έν τή άναστάσει άνισταμένου τού σώματος, εί μέν τή αύτή τών μορφών διαφορμ άνιστάμεθα, πώς ούκ άχρηστος αύτη; Εί δέ έν όμοιώματι τφ αύτφ, τίς ή τούτου άπόδειξις; ΈΙώς δέ καί ή τού Λαζάρου καί τού πλου­ σίου παραβολή τών μορφών ού δείκνυσι τό διάφορον; Πάν­ 2< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τως γάρ έκ ταύτης δήΛον. Εί δέ Λέγοιέν τινες ώς γνώσίς τις έδόθη αύτφ πρός τήν τού Λαζάρου καί τού Αβραάμ έπίγνωσιν, πόθεν τούτο παραστήσουσι καί έπί τού κυρίου, ήνίκα σώματα τών άγιων τών κεκοιμημένων άνέστη καί ένεφανίσθησαν ποΛΛοίς; Πάντως τή ίδίμ μορφή τοίς γνωρίμοις έκαστος εύεπίγνωστος γέγονεν. Απόκρισις. ΠοΛΛαί μέν είσιν αί αίτίαι δι' ας χρή τούς άνισταμένους έν τή οικεία άνίστασθαι μορφή. Πρώτον μέν πρός τήν ένδειξιν τής μεγάΛης τε καί θείας γνώσεως τού θεού, τού δύνασθαι έν τοσούτψ άναριθμήτψ πΛήθει τών άνισταμένων έκάστω άποσωθήναι τήν οίκείαν μορφήν. Έπειτα δέ ϊνα μή νομισθή δημιουργών καινούς άνθρώπους καί μή τούς τεθνηκότας άνιστών, διά τούτο έκαστον τών άνισταμένων τήν οίκείαν έχειν μορφήν. Αγνοουμένων γάρ τών μορφών τού τε άδικήσαντος καί τού άδικηθέντος άπόΛΛυται τής κρίσεως τό δίκαιον. Έτι δέ είλυθεισών τών χρειών, δι' ας άναγκαία γέγονε τών μορ­ φών ή διαφορά, περιττή καί άχρηστος εύρίσκεται αύτη, πε­ ριττή καί άχρηστός έστι καί τών ονομασιών ή διαφορά. Πώς ούν ό πΛούσιος τόν Αβραάμ καί τόν Λάζαρον έξ ονόματος καΛεί, έκ τής κατά τήν ονομασίαν διαφοράς μή γνωριζόμενων τών προσώπων; Τό δέ κατά τόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον διήγημα ούτε παραβοΛή έστιν ούτε ιστορία· ε’ίγε ή μέν παρα­ βολή έστι Λόγος ομοιότητα περιέχων τού γεγονότος πράγματος πρός τό έσόμενον, ιστορία δέ Λόγος διήγησιν περιέχων τού ήδη γεγονότος πράγματος· ούτε γάρ προ τής άναστάσεως τών έκάστω βεβιωμένων ή άνταπόδοσις γίνεται, ούτε μετά τήν άνάστασιν άΛηθές τό Έχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας, άκουσάτωσαν αύτών. Έστι δέ τό περί τού Λαζάρου καί τού πλου­ σίου διήγημα ύποτύπωσις Λόγου διδασκαλίαν έχοντος τού μή δύνασθαι μετά τήν έκ τού σώματος έξοδον τής ψυχής κατά πρόνοιάν τινα ή σπουδήν ώφελείας τίνος τυχείν τούς άν­ θρώπους. Έρώτησις ξα. Εί μόνος άθάνατός έστιν ό θεός κατά τόν άπόστολον, πώς άΛηθές κατ' αύτόν τό Πάντες μέν ού κοιμηθησόμεθα; 2< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Απόκρισις. Μόνος έχων τήν άθανασίαν λέγεται ό θεός, ότι ούκ έκ θελήματος άλλου ταύτην έχει, καθάπερ οί λοιποί πάντες άθάνατοι, άλλ' έκ τής οικείας ούσίας. Έρώτησις ξβ. Εί τή τετάρτη ή μέρα τών φωστήρων ή ποίησις γέγονεν, έξ αύτών δέ τών ή μερών ό άριθμός συνίσταται, πώς αί προ τής παραγωγής τών φωστήρων τρείς ήμέραι άμφίβολον τόν μετά τήν παραγωγήν τών φωστήρων άριθμόν τών ή μερών ού δεικνύουσιν; Απόκρισις. Έκ τής παραγωγής τού φωτός ό διαχωρισμός γέγονε φω­ τός καί σκότους, καί έκ τού διαχωρισμού φωτός καί σκότους ή ή μέρα ύπέστη καί ή νύξ. Προ δέ τής τών φωστήρων ποιήσεως ή κατά τόν όρον τού θεού επικράτεια φωτός έποίει τήν ή μέραν καί ή έπικράτεια τού σκότους τό σκότος ήτοι τήν νύκτα. Γενομένων δέ τών φωστήρων έτάχθησαν έξουσιάζειν, ό μέν τού φωτός καί τής ή μέρας, ή δέ τού σκότους καί τής νυκτός. Ό γάρ δημιουργός τό φώς μετά τής ώρισμένης αύτού έπικρατείας τφ μείζονι τών φωστήρων έκληρώσατο, καί τοιαύτας ή μέρας άς ποιεί νύν τό φώς μετά τού φωστήρος τοιαύτας έποίει καί προ τής ποιήσεως τών φωστήρων, κατά τόν όρον τού θεού τού τήν επικράτειαν αύτού όρίσαντος δωδεκάωρον· έκείνος ό όρος έπείγει τόν ήλιον προς τήν έξ άρχής έμμετρον δωδεκάωρον κίνησιν. Έρώτησις ξγ. Επειδή διαφόρως τινές ήρμήνευσαν καί ασαφώς τό Έν τφ ηλίω έθετο τό σκήνωμα αύτού, τήν σαφήνειαν αύτού δί­ δαξαν. Απόκρισις. Εϊπομεν έν τοίς ανωτέρω ότι ούρανούς οίδεν ή θεία γραφή καλείν ή τούς κατ' ούσίαν, ώς τόν πρώτον ούρανόν καί τό στερέωμα, ή τά κατά τόν άέρα διαστήματα. Τό ούν Έν τφ ήλίω έθετο τό σκήνωμα αύτού, ϊνα ε’ίπη· Τούς ούρανούς έθετο σκήνωμα τού ήλιου. Ή γάρ έκ τής τών Εβραίων γλώττης είς τήν τών Σύρων γλώτταν μεταγωγή τής λέξεως ούτως γεγένη- 2< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ται· Έν αύτοίς έθετο του ήΛίου τό σκήνωμα. ΔηΛοϊ δέ δι' ετέρου ψαΛμού ό προφήτης Δαυίδ αυτό τούτο, καί φησιν· Ό έκτείνων τόν ούρανόν ώσεί δέριν (ή γάρ έκτασις τών δέρεων τήν σκηνήν αποτελεί), τή ποικιΛίμ ούν τών ούσιών καί τή διαφορμ τών χρειών δεικνύων αύτούς είναι γενητούς· ή γάρ άγένητος φύσις πρός τήν άγένητόν φύσιν κατά φύσιν ούκ έχει διαφοράν, τό δέ καί χρείας ένεκα τοιόνδε ή τοιόνδε άΛΛότριόν έστι τής άγενήτου φύσεως. Έρώτησις ξδ. Εί ώσπερ ό Ιωνάς έν τή κοιΛίμ τού κήτους τό τριήμερον ούτως καί ό Χριστός έν τή καρδίμ τής γής, πώς ού δοκήσει τού κυρίου ό θάνατος γέγονεν; Ιωνάς γάρ μή θανών ένομίσθη τεθνάναι. Εί δέ κατ' άΛήθειαν ό κύριος τού θανάτου έγεύσατο, πώς τό κατά τόν Ιωνάν ύπόδειγμα ού διέψευσται; Απόκρισις. Ού θανάτφ τόν θάνατον συμπαρέβαΛεν, άΛΛά τήν τριή­ μερον έν τώ τάφψ παραμονήν τού σωτήρος τή τριημέρψ έν τώ κήτει παραμονή τού Ιωνά. ΆΛΛως τε είκατά τά όμοια ήν τά κατά τόν Ιωνάν τοϊς κατά τόν σωτήρα, ούκέτι ήδύνατο έκείνα τούτων είναι τύπος ή είκών. Χρή ούν τήν άΛήθειαν πλέον τι τού τύπου έχειν, κατά τό είρημένον· ΠΛέον Ιωνά ώδε. Υπόδειγμα δέ άψευδές νοείται τό κατά τόν Ιωνάν τού κατά τόν σωτήρα τούτον τόν τρόπον, ότι, ώσπερ ό Ιωνάς σημεΐον πίστεως είχε τού παρά τού θεού άποσταΛήναι αύτόν κήρυκα τής καταστροφής τών Νινευϊτών τήν τριήμερον έκ τού κήτους άναγωγήν, ούτως καί ό σωτήρ σημεΐον πίστεως είχε τού παρά τού θεού άποσταΛήναι αύτόν κήρυκα τής βασιλείας τών ούρανών τήν τριήμερον έκ τού τάφου άνάστασιν. Έρώτησις ξε. Επειδή τινες τήν τού κυρίου παράδοσιν τή τετράδιΛέγουσι γεγονέναι, έκ τής ποσότητος τούτο τών τότε πραχθέντων στοχαζόμενοι, τίς ή άπόδειξις τής ήμέρας έν ή ή παράδοσις γέγονεν; Απόκρισις. Απόδειξις τού μή τή τετράδι άλλα τή πέμπτη παραδεδόσθαι τόν Χριστόν αύτη έστίν. Έν τή νυκτίή παρεδόθη, έν 2< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ταύτη ύπό τών άρχιερέων καί πρεσβυτέρων έκρίθη καί κατεκρίθη· τφ πρωί δέ έχομένφ τής νυκτός ταύτης παρέδωκαν αύτόν τω Πιλάτψ- έν ή δέ ή μέρα παρέλαβεν αύτόν ό Πιλάτος, έν ταύτη αύτόν καί έσταύρωσε· παραλαβών δέ αύτόν τώ πρωί τής παρασκευής, τή έκτη ώρα τής αύτής παρασκευής έσταύρωσεν. Ού χρή ούν ταίς γραφικώς ώρισμέναις ώραις προστιθέναι κατά στοχασμόν τό άσύστατον. Φησί γάρ Ματθαίος ό εύαγγελιστής ούτως· Πρωίας δέ γενομένης συμβούλιον έλαβον πάντες οί άρχιερεϊς καί οί πρεσβύτεροι τού λαού κατά τού Ιησού, όπως θανατώσωσιν αύτόν· καί δήσαντες αύτόν άπήγαγον καί παρέδωκαν αύτόν Ποντίφ Πιλάτφ τφ ήγεμόνι. Ωσαύτως δέ καί Ιωάννης ό εύαγγελιστής φησιν· Άγουσι τόν Ίησοϋν άπό τού Καϊάφα είς τό πραιτώριον· ήν δέ πρωί Καί πάλιν· Ό Πιλάτος ούν άκούσας τούτων τών λόγων ήγαγεν έξω τόν Ίησούν, καί έκάθισεν έπί τού βήματος είς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, έβραϊστί δέ Γαββαθά· ήν δέ παρα­ σκευή τού πάσχα, ώρα δέ ώσεί έκτη. Εί τοίνυν τή νυκτί μέν παρεδόθη καί έκρίθη ύπό τών άρχιερέων καί κατεκρίθη, τφ πρωί δέ παρεδόθη τφ Πιλάτφ καί τή έκτη ώρμ τής παρα­ σκευής έσταυρώθη, δήλον ότι τή πέμπτη ή παράδοσις γεγένηται. Έρώτησις ξφ. Επειδή συνεχώς ό κύριος υιόν τού άνθρώπου καί ούχί τής άνθρώπου εαυτόν ονομάζει, καί διά τούτο πειρώνται οί άπι­ στοι δεικνύναι ώς έκ γαμικής συνάφειας ό δεσποτικός γέγονε τόκος· τό γάρ τού άνθρώπου, φασίν, ού θηλείας έστιν άλλά άρρενος τό όνομα- τίσιν ούν λόγοις χρησάμενοι τήν τοιαύτην λοιδορίαν μάτην λεγομένην έλέγξομεν; Απόκρισις. Εί έκ γαμικής συνάφειας ό δεσποτικός τόκος έγένετο, ούκ άν ε'ίπεν ή γραφή τό Ώς ένομίζετο υιός τού Ιωσήφ. Τό γάρ Ώς ένομίζετο έπί τών έκ γαμικής συνάφειας τικτομένων ·ηθήναι χώραν ούκ έχει. Τό δέ διά μιάς άσαφούς τε καί έλλιποϋς φωνής πάσας τάς φωνάς έκείνας τάς προδήλως καταγγελλούσας τόν Χριστόν έκ πνεύματος άγιου καί Μαρίας τής παρ­ θένου γεγεννημένον άνατρέπειν τών άτοπωτάτων έστί. Προς 2. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άναίρεσιν δέ τής ματαίας αύτών έπιχειρήσεως κεχρήμεθα Λόγοις τοιούτοις. Εί διά τό μή είπεϊν έαυτόν τόν Χριστόν υιόν τής άνθρώπου ούκ έστι διά τούτο υιός τής άνθρώπου δηλονότι, άρα καί διά τό μή είπεϊν έαυτόν υιόν τίνος άνθρώπου ούκ έστιν υίός τίνος άνθρώπου. Εί δέ μή τίνος άνθρώπου έστιν ό Χριστός υίός, έξ άνάγκης ούδέ άνθρώπου έστιν υίός. Έτι δέ εί καθώσπερ υιός τού ΉΛεί έχρηματίσθη ό Ιωσήφ κατά τόν νόμον χωρίς γαμικής συνάφειας, τού θεού τούτψ τφ τρόπψ βουληθέντος δούναι τόν Ιωσήφ υιόν τφ Ήλεί, τί άτοπον τό ούτως δούναι καί υιόν χωρίς γαμικής συνάφειας τφ Ιωσήφ; Τούτου γάρ ένεκεν προψκονόμησεν ή θεία χάρις τήν παρθένον μνηστευθήναι άνδρί δύο πατέρας έσχηκότι, ένα μέν κατά φύσιν έκ γαμικής συνάφειας, έτερον δέ κατά τόν νόμον χωρίς γαμι­ κής συνάφειας, έν τή έκείνου γεννήσει προζωγραφούσα τού Χριστού τήν γέννησιν, τού γεννηθέντος μέν έκ πνεύματος άγιου υιού τφ θεφ, γεννηθέντος δέ έκ τής γυναικός τού Ιωσήφ υιού τφ Ιωσήφ. Πνεύμα, φησίν, άγιον έπελεύσεται έπί σε, καί δύναμις ύψίστου έπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον έκ σού άγιον τφ κυρίω κληθήσεται υιός θεού. ΑΛΛ' εί τό γεννώμενον έκ τής γυναικός τού Ήλεί υίός έστι τού Ήλεί κατά τόν νόμον τού θεού, πολύ μάλλον έκ τής γυναικός τού Ιωσήφ κατά τήν θείαν εύδοκίαν υίός έστι τού Ιωσήφ χωρίς γαμικής συνάφειας. Έρώτησις ξζ. Επειδή ό Ήσαΐας εις τόν δεσπότην Χριστόν προφητεύων φησί· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; έπί δυσδιηγήτου άρα ή άδιηγήτου τής γενεάς, καί έπί τής θεότητος ή τής σαρκός ταύτην έκληπτέον τήν Λέξιν; Απόκρισις. Ή μέν κατά σάρκα γέννησις τού Χριστού γενεαλογεϊται, καί ό τρόπος ταύτης έν γραφική διηγήσει καταγγέλλεται- έκ πνεύματος γάρ άγιου καί τής παρθένου Μαρίας· ή δέ κατά τήν θεότητα αύτού γέννησίς έστιν άγενεαλόγητος, διό καί άδιήγητος. Εμφαίνει ούν ή προφητική ·ήσις τό άδιήγητον, ού τό δυσδιήγητον τής γεννήσεως. Έρώτησις ξη. Εί μή τό αίμα τού άνθρώπου έστιν ή ψυχή διά τό έκ- 2' Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας χυθέντος εκείνου τό ζώον άπόΛΛυσθαι, διά ποιων Λόγων καί ύποδειγμάτων δείκνυται ότι έστί ψυχή έν τφ σώματι έτερόν τι κτίσει καί άόρατον; Απόκρισις. Έχοντες τάς φωνάς τού δημιουργού τής κτίσεως τάς διαστεΛΛούσας ψυχήν σώματος, άξιοπιστότερα τούτων ύποδείγματα εις παράστασιν τής τού ζητουμένου άΛηθείας ούκ όφείΛουσιν άπαιτείν. Τό γάρ δούναι τφ διαβόλψ κατά πάσης τής σωματικής τού Ίώβ συστάσεως τήν έξουσίαν τού πατάξαι αύτήν ώς βούλεται, καί κωΛύσαι αύτόν τού άψασθαι αύτού τής ψυχής, δείκνυσι τήν άσώματον ψυχήν έτερόν τι παρά τήν πεπΛηγμένην σάρκα αύτού. Ωσαύτως δέ καί τό Μή φοβείσθε άπό τών άποκτεινόντων τό σώμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων άποκτείναι, τούτο δηλοί τό είναι τι τού άναιρεθέντος άνθρώ­ που τό έν άθανασίμ διαμένον καί μετά τόν τού σώματος θά­ νατον. Ώστε άτοπον Λέγειν αίμα τό έκχυθέν καί φθαρέν ψυ­ χήν. ΠρόδηΛον άρα έστιν ότι ή ψυχή άόρατον τοίς άνθρώποις κατά τήν οίκείαν φύσιν. Έρώτησις ξθ. Διά τί ό έπτά άριθμός έναΛΛαγήν δέχεται; Καί γάρ έν σαββάτψ ώς τά πολλά ό άήρ μεταβάλλεται, καί ή τού άνθρώ­ που κατά τήν ήλικίαν προκοπή έν τούτψ τφ άριθμφ Λαμβάνει έπίδοσιν, όδόντων μέν φυομένων τφ έβδόμψ μηνί, τφ δ' αύτφ έτει άΛΛασσομένων τούτων, διπλασιασθέντων δέ πάλιν σπερ­ ματικήν προσκτωμένων δύναμιν, καί, ϊνα συντόμως ε’ίπω, ό άριθμός τών έπτά τήν αύξησιν καί Λήξιν τών άνθρώπων έργάζεται, καί τών νοσημάτων ποιείται διάκρισιν, καί έν νόμψ τών Λοιπών άριθμών τό αίδέσιμον κέκτηται. Απόκρισις. Πρός τήν δύναμιν τής φύσεως τών έργων τής φύσεως ή έκπλήρωσις γίνεται, καί ού πρός τήν χρονικήν παράστασιν έβδομάδι μηνών ή ένιαυτών ώρισμένην. Διό τά όνομασθέντα έργα τής φύσεως έν τή έρωτήσει ποΛΛάκις θάττον ή βραδύτερον τών έπτά άριθμών έπί τήν οίκείαν άγει ή φύσις τελειό­ τητα- άπερ ούκ άν έγίνετο, εί ή φύσις τή έβδομάδι καί μή ή έβδομάς τή φύσειήκολούθει. Ούχ ή έβδομάς ούν έστιν αιτία 2 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τής έκπληρώσεως τών έργων τής φύσεως, άλλά ή δύναμις τής φύσεως αίτια τής έβδομάδος, καθ' ήν ούν Λαμβάνει τή φύσει τά οικεία έργα έκτελέσαι. Ωσαύτως δέ καί περί τών άλλων άριθμών μηνών τε καί ενιαυτών, δι' ών έκπΛηρούται τό έργον τής φύσεως έν τοίς Λοιποις ζώοις τε καί φυτοίς, ή δύναμις τής φύσεώς έστιν αιτία τού ίσου χρόνου, καί τού πλείονος καί τού έλάττονος. Αίδεσιμώτερος δέ έν τή θείμ γραφή ό έπτά άριθμός παρά τούς Λοιπούς άριθμούς, ότι έν αυτώ ό πάς χρόνος τής τε τού κόσμου ποιήσεως καί τής τού πεποιηκότος αύτόν καταπαύσεως· έξάς μέν τής ποιήσεως, μονάς δέ τής καταπαύσεως. 'Ίνα ούν φυΛαχθή ή μνήμη τής τού κόσμου ποιήσεως έν τοίς άνθρώποις, διά τούτο τιμιώτερον τών άλ­ λων εύρίσκειν έταξε τόν επτά άριθμόν έν τή θείμ γραφή. Έρώτησις ο. Εί τό χαίρειν καίγαυριάν έπί τοις χαρίσμασιν άπηγόρευται ώς ύπερηφανείας ποιητικόν, ταπεινοφροσύνη δέ καί έπιείκεια τοίς ταύτα ε’ιΛηφόσιν ύπό τής θείας γραφής παραδέδοται, πώς ούκ άνωφελή αύτοίς τά δωρήματα, αϊσθησιν έπί τού παρόντος έκείνοις τού οικείου καλού παρασχείν μή δυνάμενα; Απόκρισις. Τό χαίρειν έπί τοίς χαρίσμασι μετά τής ύπερηφανείας άπαγορεύει ώς άναιρετικόν τού χαίρειν καλώς, τό χαίρειν δέ έπί τοίς χαρίσμασι μετά τής έπιεικείας ού μόνον ούκ άποτρέπει, άλλά τουναντίον έπί τήν τοιαύτην χαράν καί έπιτρέπει ποτέ μέν Λέγων ό σωτήρ· Χαίρετε δέ ότι τά ονόματα ύμών έγράφη έν τοίς ούρανοις· ποτέ δέ ό άπόστοΛός φησίν· Αδελ­ φοί, χαίρετε έν κυρίψ πάντοτε· πάλιν έρώ, χαίρετε· τό έπιεικές ύμών γνωσθήτω πάσιν άνθρώποις· τώ διπλασιασμφ τού χαίρετε τήν έπίτασιν τής χαράς έμφαίνων. Ούτε ούν ή χαρά άναιρεί τήν έπιείκειαν, ούτε ή επιείκεια άναιρεί τήν αϊσθησιν τής χαράς, άλλά δι' έκατέρας έκατέρα φυλάττεται. Έρώτησις οα. Επειδή τινες περί τής τού κόσμου συστάσεως έφασαν στοχαζόμενοι ώς έξακισχίλια μόνα έτη συστήσεται, εί άληθές τούτο δι' ύποδειγμάτων έναργών δείκνυται, εί δέ έκ τής θείας γραφής, καί εί άδηλον, μάθω μεν. 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Απόκρισις. Ένεστι διά πολλών γραφικών φωνών τεκμήρασθαι άληθεύειν τούς λέγοντας έξακισχίλια έτη είναι τόν χρόνον τής παρούσης τού κόσμου συστάσεως, ποτέ μέν λέγουσα· Επ' έσχάτων τών ημερών τούτων έλάλησεν ήμίν έν υίφ· ποτέ δέ· Εις οΰς τά τέλη τών αιώνων κατήντησε· ποτέ δέ· Ότε ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου. Πάσαι δέ αί τοιαύται φωναί έν τή έκτη έρρήθησαν χιλιάδι. Έρώτησις οβ. Εί τότε άφθονος δείκνυται έκαστος, ότε όπερ έπίσταται ή καί δύναται καλόν ποιείν τοίς πλησίον χαρίζεται, πώς ού φθονερός ό θεός, πάντας δυνάμενος ποιήσαι θεούς καί μή ποιήσας, έπεί καλόν ό θεός; Εί δέ ού φθονερός, άλλ' άδύνατος ών τούτο ούκ έποίησε· δυοιν [γάρ θάτερον λέγειν] άνάγκη. Απόκρισις. [Ούχ όμοιος έστιν ό θεός] τοις χαριζομένοις τοίς πλησίον ά δύνανται ποιείν ή επίστανται καλά. Τό γάρ πλησίον θεού ού χρήζει θεού εις παροχήν· έχει γάρ προς αύτόν έν άπασι τό ίσον. Έτι δέ εί θεούς μόνον έποίει ό θεός, τόν κόσμον ούκ άν έποίει· άναγκαίως γάρ χρήζει ό κόσμος τών μερών τών καθ' ύπέρβασιν καί ύπύβασιν θέσεως άλλήλων διαφερόντων. Έτι δέ εί τών άδυνάτων γίνεται ούδέν, άδύνατον δέ γενέσθαι θεόν (άκτιστος γάρ καί άποίητος ό θεός), πώς ούκ έστιν άλο­ γον τό τε λέγειν τόν θεόν άφθονον, ότι τά μή ένδεχόμενα ποιεί; Έτι δέ καλόν έστιν ό θεός, ότι άκτιστος έστι καί κτί­ στης· ούδέν δέ τών κτιστών κατ' ούσίαν δύναται γενέσθαι άκτιστον, τουτέστι θεός. Έοικε δέ αύτη ή έρώτησις τώ λέγοντι λόγω· Καλός έστιν ό οφθαλμός καί τιμιώτερος τών ποδών· άλλ' εί άφθονος έστιν ό θεός, διά τί ούκ έποίησε τούς πόδας οφθαλμούς; Συνάγει γάρ καί ό λόγος ούτος τήν αύτήν άλογον άτοπίαν, τό ή διά φθόνον ή δι' άδυναμίαν μή πεποιηκέναι τόν θεόν τούς πόδας οφθαλμούς. Έρώτησις ογ. Εί τότε τό καλόν φαίνεται καλόν, ότε συγκρίνεται τώ κακώ, καλόν δέ ό κόσμος, δήλον ότι κακόν ό μή κόσμος, του- 2\ Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τέστι τό προ κόσμου. Καί εί μέν άμφότερα έκ θεού, τουτέστι τό προ κόσμου καί ό κόσμος, πώς ούχ έκάτερα έξ αύτού, τουτέστι τό καλόν καί τό φαύλον; Εί δέ θάτερον μέν έξ αύτού, έτερον δέ ούκ έξ αύτού, πώς ούκ έστιν αύτόματον καί μή ύπ' αύτόν τό μή έξ αύτού; Πώς δέ άληθεύει ό λέγων· Ότι έξ αύτού τά πάντα; Έν γάρ τοις πάσι καί τά πρώην ούκ όντα καί τά νύν όντα περιέχεται. Απόκρισις. Τό κακόν ούδέν έτερόν έστι παρά τήν έκτροπήν τού κα­ λού· διό ύστερόν έστι τού καλού τό κακόν· έκτροπή γάρ έστι τού καλού. Αλλά τούτο δήλον ότι ούκ έκ τής συγκρίσεως τού κακού τό καλόν φαίνεται καλόν, άλλ' έκ τής οικείας φύσεως. Τό δέ προ τού κόσμου μή ον, πάντη μή όν, ούτε καλόν ήν ούτε κακόν· διό τφ ούτω μή όντι ούδέν συγκρίνεται. Έτι δέ τό πάντη μή όν ούτε έκ τού θεού ούτε έξ άλλου ούτε αύτόματόν έστι. Προ τού κόσμου ούν ούδέν έτερον πλήν θεού ήν τοίνυν τής συγκρίσεως τών όντων ούσης προς τά όντα, ούκ άρα συγ­ κρίνεται ό κόσμος τφ μή κόσμψ, ούδέ έν τφ κόσμψ περιέχεται τό μή κόσμος. Τό γάρ μή κόσμος ούδέν έστι, τό δέ περιεχόμενόν έστί τι. Καί ότε λέγομεν έκ τού μή όντος τόν θεόν πεποιηκέναι τά όντα, ού θέσιν τού όντος διδόαμεν τφ μή όντι, άλλά τήν παντελή άναίρεσιν τού μή όντος. Έρώτησις οδ. Εί διά τό νενικήσθαι τόν έλληνισμόν ύπό τού χριστια­ νισμού ελπίδα ούκ έχει ό έλληνισμός άνακλήσεως, πώς πάλαι ύπό τού έλληνισμού νικηθείσα ή άληθής θεοσέβεια νυνί τήν άνάκλησιν δέδεκται; Ότι γάρ προ τής πλάνης έπεκράτει ή άλήθεια μαρτυρούσιν αί θείαιγραφαί, τόν Αδάμ καί πολλούς έφεξής μετ' αύτόν δηλουσαι ούκ είδώλοις άλλά τφ θεφ λατρεύσαντας, κάν τινες αύτών έν άτόποις έξητάσθησαν πράξεσιν. Απόκρισις. Εί τής παρούσης καταστάσεως τό τέλος έστιν ή διά τού πυρός κρίσις τών άσεβών, καθά φασιν αί γραφαί προφητών τε καί άποστόλων, έτι δέ καί τής Σιβύλλης, καθώς φησιν ό μακάριος Κλήμης έν τή προς Κορινθίους έπιστολή, γίνε­ ται δέ αύτη ή κρίσις διά Ιησού Χριστού τού σταυρωθέντος 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ύπό τών Ιουδαίων, του αιωνίως βασιλεύοντος τών Χριστιανών βασιλείαν άτελεύτητον, τήν κατά τόν προφήτην Δανιήλ δοθείσαν αύτφ, διά τούτο ούδεμίαν άνακλήσεως έχει ό ελληνισμός τήν ελπίδα. Άλλως τε εί, καθ' ήν έκράτει δυναστείαν ό ελ­ ληνισμός τόν λαόν τού θεού, λυθείσης ταύτης ούδαμώς πάλιν αύτήν άνέλαβε, πώς ού μάτην νύν προσδοκμ τήν άνάκλησιν τής παλαιάς αύτού δυναστείας; Τίνος δέ ένεκεν προσδοκμ ό έλληνισμός τής παλαιάς αύτού δυναστείας τήν άνάκλησιν; Πάντως ίνα βασάνοις άναγκάση τούς Χριστιανούς άφίστασθαι μέν τής τού υιού τού θεού λατρείας τε καί πίστεως, προσέχον­ τας δέ έπεσθαι τή θρήσκε ίμ τών δαιμόνων. Άλλ' αί βάσανοι αύται, αίς καί πρώην ήν χρησάμενος ό έλληνισμός προσδοκήσας δι' αύτών άλυτον φυλάττειν εαυτόν, τόν μέν έλληνισμόν κατέπαυσαν, τόν δέ χριστιανισμόν έστησαν παγιώτερον. Έρώτησις οε. Εί έ[ως τής τών] σωμάτων έγέρσεως ή ψυχή [τού σώμα­ τος άπαλλαγεισα] τάς άμοιβάς ού κομίζεται, [άρα έν τφ με­ ταξύ ύπόκειται] τή έξετάσει μέχρι τής άναστάσεως; Απόκρισις. Ούχ, ήν έχουσιν αίψυχαί ένταύθα μετά τού σώματος κα­ τάστασήν, ταύτην έχουσι καί μετά τήν έντεύθεν άπό τού σώ­ ματος έξοδον. Ένταύθα μέν γάρ τά τής ένώσεως πάντα κοινά ύπάρχει δικαίων τε καί άδικων, καί ούδεμία έστίν έν αύτοίς διαφορά κατά τούτο· οιον τό γενέσθαι καί τό άποθνήσκειν, καί τό ύγιαίνειν καί τό νοσείν, καί τό πλουτεΐν καί τό πένεσθαι, καί τά άλλα τά τούτοις όμοια. Μετά δέ τήν έκ τού σώματος έξοδον εύθύς γίνεται τών δικαίων τε καί άδικων ή διαστολή. Άγονται γάρ ύπό τών άγγέλων είς άξιους αύτών τόπους· αί μέν τών δικαίων ψυχαί είς τόν παράδεισον, ένθα συντυχία τε καί θέα άγγέλων τε καί άρχαγγέλων, κατ' οπτα­ σίαν δέ καί τού σωτήρος Χριστού κατά τό είρημένον· Έκδημούντες έκ τού σώματος καί ένδημούντες πρός τόν κύριον· αί δέ τών άδικων ψυχαί είς τούς έν τφ μδη τόπους κατά τό είρημένον περί τού Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλώνος· Ό μδης κάτωθεν έπικράνθη συναντήσας σοι, καί τά έξής. Καί είσιν έν τοις άξίοις αύτών τόποις φυλαττόμεναι έως τής ή μέ- 2\ Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ρας τής άναστάσεως καί άνταποδόσεως. Έρώτησις oÇ. Εί προ τής άναστάσεως ούκ έστιν ή τών έργων άντίδοσις, ποιον τώ Ληστή προσγέγονεν όφεΛος, προς τόν παράδεισον αύτού τής ψυχής είσαχθείσης, καί μάΛιστα ότι ό μέν παρά­ δεισος αισθητός, ούκ αισθητή δέ έστι τής ψυχής ή ούσία; Απόκρισις. ΌφεΛος γέγονε τφ Ληστή εις τόν παράδεισον είσεΛθόντι τό έργοις μαθείν τής πίστεως τό ώφέΛιμον, δι' ής ήξιώθη τού συναθροίσματος τών άγιων, έν φ φυΛάττεται έως τής ήμέρας τής άναστάσεώς τε καί άνταποδόσεως. Έχει τε τού παραδεί­ σου τήν αϊσθησιν κατά τήν έννοηματικήν Λεγομένην αϊσθησιν, καθ' ήν όρώσιν αίψυχαί έαυτάς τε καί τά ύπ' αύτάς, έτι δέ καί τούς άγγέΛους τε καί τούς δαίμονας· ού γάρ νοεί ούτε όρά ψυχή ψυχήν ούτε άγγεΛος άγγεΛον ούτε δαίμων δαίμονα, άΛΛά κατά τήν -ηθείσαν έννοηματικήν αϊσθησιν όρώσιν εαυτούς τε καί άΛΛήΛους, έτι δέ καί τά σωματικά πάντα. Έρώτησις οζ. Εί τή συνεργίμ τών τού σώματος αισθήσεων τών αισθη­ τών ή ψυχή Λαμβάνει τήν αϊσθησιν, αισθητά δέ τά καΛά καί τά φαύΛα τυγχάνουσι, πώς ούκ άναισθητεϊή ψυχή χωρισθεϊσα τού σώματος; Εί δέ άναισθητεϊ, δήΛον ότι νενέκρωται· νε­ κρών γάρ καί ζώντων διαφοράν άναισθησία διακρίνει καί αϊσθησις. Απόκρισις. Πάσαι αί κτισταί τε καί Λογικαί ούσίαι διπΛάς έχουσι καταΛηπτικάς δυνάμεις, αισθητικήν τε καί νοητικήν· καί έννοητικήν μέν Λεγομένην, καθ' ήν καταΛαμβάνουσιν αύτάς τε καί άΛΛήλας· νοητικήν δέ, καθ' ήν δέχονται τήν γνώσιν τού ύπέρ αύτάς. Ού συνεργία ούν τού σώματος αί ψυχαί τών αι­ σθητών Λαμβάνουσι τήν αϊσθησιν, άΛΛά αύτή ή ψυχή αϊσθησιν παρέχουσα τή αύτής παρουσίμ αισθητικόν τό ζώον ποιεί· καί ώς μέν προς τό ζώόν έστιν αισθητικόν, ώς δέ πρός έαυ­ τήν έστιν αισθητική, καί ούδέποτε γίνεται νεκρά ή ψυχή· νέκρωσις τού έμψύχου γάρ ύπάρχει, καί ού τής ψυχής. Συν­ εργίας ούν δέεται τού σώματος πρός τήν κατάΛηψιν τών αί- 2\ Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σθητών τό έμψυχον καί ή έμψυχία, ούχί ή ψυχή· άλλο γάρ τό έμψυχον καί άλλο ή ψυχή, καί άλλο τό κατά μετουσίαν καί άλλο τό κατ' ουσίαν. Έρώτησις οη. Εί κατά τήν εαυτού καρδίαν είναι τόν Δαυίδ ό θεός άπεφήνατο, πώς μετά ταύτα μοιχείαν καί φόνον ό αύτός προφή­ της είργάσατο; Καί εί ταύτα ύπό θεού ώς φαύλα μεμίσηνται, διά τί έκ τής μοιχαλίδας τό γένος ό θεός τού προφήτου συν­ έστησε, καί τόν δεσπότην Χριστόν έξ αύτής γενεαλογείσθαι έποίησε; Τούτου δέ έχοντος ούτως, πώς ή γραφή άληθεύει λέγουσα ότι Τέκνα μοιχών άτέλεστα; Απόκρισις. Καί γάρ ό διά μετάνοιας τά οικεία σφάλματα διορθωσάμενος Δαυίδ καί κατά τούτο εύρέθη ώς καρδία θεού, τού μή βουλομένου τόν θάνατον τού άμαρτωλού ώς τό έπιστρέψαι καί ζήν αύτόν. Καί όν μέν μοιχικώς έγέννησεν έκ τής τού Ούριου τούτον έθανάτωσεν ό θεός, διά τό είναι τέκνα μοιχών άτέλεστα, τούς δέ μετά τούτον γεννηθέντος ούκ έθανάτωσε, διά τό λαβειν αύτόν ταύτην μετά τήν άναίρεσιν τού Ούριου είς γυναίκα επιεικώς. Τιμών δέ τήν μετάνοιαν ό θεός έν τοίς έκ τής τού Ούριου γεννηθείσι συνεστήσατο τού Δαυίδ τό γένος ό θεός, καί τόν Χριστόν διά τήν αύτήν αιτίαν έξ αύτής κατάγεσθαι έποίησεν. Έρώτησις οθ. Εί πάντων τών βασιλέων Ισραήλ καί Ιούδα τόν περί εύσέβειαν ζήλον ό Ίωσίας θερμότατον έπεδείξατο, τάς στήλας τών ειδώλων συντρίψας, καί σύν τοίς είδωλικοίς θυσιαστηρίοις τών Ελλήνων τά όστέα τεφρώσας, καί τά άλση τής πλάνης άρδην έκκόψας, καί τούς έν τοίς ύψηλοίς θυμιώντας καί θύον­ τας τού ταύτα έκτελείν άποστήσας, καί τήν θείαν άνυψώσας λατρείαν, καίλαμπρώς τάς τού νόμου έορτάς, ώς μαρτυρεί ή γραφή, τόν λαόν έπιτελέσαι ποιήσας, καί ξίφει μέν έλληνικφ τήν ζωήν έκείνος βιαίως άπέθετο, οί δέ τούτου παίδες αιχμά­ λωτοι είς Βαβυλώνα άπήχθησαν καί προς δουλείαν έξεδόθησαν πολυχρόνιον Έλλησι, πώς έπί τούτοις ούκ άν ε’ίποιεν άληθεύοντες Έλληνες, ότι άνθ' ών είς τά σεβάσματα αύτών έπλημ- 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μέΛησεν ή ούτως αύτώ πικρά συνήντησεν έκβασις; Πού δέ καί εύρήσομεν αύτόν άμοιβάς τοσούτων κατορθωμάτων δεξάμενον; Καί πρός ποιον τών έπειτα όφελος αί μετά τοσούτων κατορ­ θωμάτων μέγεθος τοίς περί τόν Ίωσίαν συναντήσασαι συμφοραί γραφή παρεδόθησαν; Απόκρισις. Ό καιρός τής άμοιβής τών έν εύσεβείμ μετ' άρετής κατορθωσάντων ούχ ό παρών έστιν άΛΛ' ό μέΛΛων, καθ' ον αί άμοιβαί άναφαίρετοι είς άεί προσμένουσι τοίς έκδεχομένοις αύτάς. ’Οδυνηρόν δέ τέλος έδέξατο τής ζωής Ίωσίας, διά τό παρακούσαι αύτόν τού προστάγματος Ίερεμίου είρηκότος αύτώ έκ προστάγματος θεού μή έξεΛθείν είς συνάντησιν τού βασιΛέως Αίγύπτου είς πόλεμον, καθώς φησιν ό Ιερεμίας. Ένα ούν καθαρόν αύτόν άμαρτημάτων παραΛάβη έκ τού βίου ό δεσπό­ της θεός, διά τούτο συνεχώρησεν έΛΛηνικφ ξίφει δίκας δούναι ταύτης τής παρακοής, πρός τήν διδασκαλίαν τών εξής άν­ θρώπων, τού τε μή άπειθείν τοίς προφήταις καί τού Εί ό δίκαιος μόΛις σώζεται, ό άμαρτωΛός καί άσεβής πού φανείται; Οί δέ υιοί τού Ίωσίου εί μεινάντων αύτών έν τή εύσεβεία τού πατρός αύτών αιχμάλωτοι έγένοντο, είχεν άν χώραν ό τών Ελλήνων λόγος, ότι άνθ' ών έπλημμέλησεν ό Ίωσίας είς τά τών ειδώλων σεβάσματα οίυίοί αύτού αιχμάλωτοι έγένοντο· εί δέ άπέστησαν μέν τής εύσεβείας τού πατρός αύτών, άνέλαβον δέ τών ειδώλων τήν Λατρείαν καί είδωλολατρούντες ήχμαλωτίσθησαν, προδήλως ψευδής ό λόγος τών Ελλήνων. Έρώτησις π. Εί μακροθυμείν ήμάς πρός πάντας ή γραφή διδάσκει, πώς ούκ έπταισεν Έλισσαίος, θανατώσας δι' άράς τούς ύβρίσαντας αύτόν παίδας καί μάλιστα βρέφεσιν άπειροκάκοις μνησικακήσας, καί τόν διά τών θηρίων αύτοίς άντί ψιλής τής είς αύτόν ύβρεως έπήγαγε θάνατον; Απόκρισις. Ότε διά τής μακροθυμίας τών ύβριζομένων ού γίνεται ή διόρθωσις, τότε ή άποτομία τής μακροθυμίας τοίς άδιορθώτοις μάλιστά έστι χρησιμωτέρα. Ού χρή ούν διαβάλλειν τόν προφήτην έπί τή άποτομίμ. Εύρηκώς γάρ τήν μακροθυμίαν 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μή παρέχουσαν τοίς άμαρτάνουσι τής άμαρτίας τήν αίσθησιν, και επειδή τάς φωνάς ταύτας, ας άτιμάζοντες τόν προφήτην έλεγον οί παίδες, παρά τών γονέων αύτών έδιδάχθησαν άεί προς τούς προφήτας άπεχθώς έσχηκότων (τό γάρ Ανάβαινε φαλακρέ! προς διασυρμόν έλεγον τής τού Ήλία άναλήψεως, ώς άν εί τούτο λέγοντες· Λαμβανέτω καί σε πνεύμα καί ·ιψάτω σε εις όρος άβατον ώς κάκείνον έρριψεν, ίν' άπαλλαγώμεν καί σού ώς κάκείνου άπηλλάγημεν!), διά τούτο τή άναιρέσει τών παίδων έμαστίγωσε τούς γονείς, ίνα μάθωσι μή άτιμάζειν τούς προφήτας καί δι' αύτών τόν θεόν. Έρώτησις πα. Εί πάσα πλάνη τή Χριστού παρουσία κατήργηται, πώς διά τών καλουμένων έγγαστριμύθων οί δαίμονες φθέγγονται; Πώς δέ ούκ εύτελή καί καταφρονήσεως άξιον τόν χριστιανισμόν παριστώσιν, όταν έν σώμασι Χριστιανών τά μέν τής άπάτης έπιδείκνυνται έργα, τά δέ τής μαντείας άποφθέγγονται λόγια; Απόκρισις. Εί κατά τό είρημένον ούδέπω τά πάντα αύτφ ύποτεταγμένα είσίν, άχρις άν καταργήση πάσαν άρχήν καί έξουσίαν, ώς είναι δήλον ότι ούπω κατήργηται πάσα τών δαιμόνων ή πλάνη· άλλ' οίς μέν ό Χριστός πεπίστευται έν τούτοις πάσα τών δαιμόνων ή πλάνη κατήργηται, οίς δέ ό Χριστός έτι άπιστείται έν αύτοις ένεργούσιν οί δαίμονες τήν πλάνην. Καί τά φαντάσματα, οίς οί έγγαστρίμυθοι κέχρηνται προς τό λαλεϊν καί πράττειν τά τής μαντείας λόγια καί έργα, ούκ έστιν άληθινά σώματα, άλλά φαντάζουσιν οί δαίμονες τάς όψεις τών όρώντων, ώς σώματα όράν τά μή σώματα. Έρώτησις πβ. Εί ούδαμού ονόματα δαιμόνων ή γραφή τοίς άνθρώποις έδειξε, πώς οί Ιουδαίοι έπί τού κυρίου τό τού Βεελζεβούλ ώς έγνωσμένον ώνόμαζον όνομα, έν τούτψ φάσκοντες αύτόν τούς δαίμονας έκβάλλειν; Πώς δέ καί αύτός ό δεσπότης ώς γινώσκουσι τοίς μαθηταΐς τήν τού δαίμονος κλήσιν έλεγεν· Εί τόν οικοδεσπότην Βεελζεβούλ έκάλεσαν; Τίς δέ ή ερμηνεία τού τοιούτου ονόματος; Απόκρισις. 2\ Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Ώσπερ τό είναι δαίμονας ύπ' αύτών τών δαιμόνων έμάνθανον οί άνθρωποι, ούτως καί τάς ονομασίας αύτών παρ' αύτών έδιδάχθησαν. Πρώτον γάρ έθυσαν οί άνθρωποι τοις δαίμοσι, καί ύστερον είπεν ή θεία γραφή τό Έθυσαν δαιμονίοις καί ού θεφ. Καί καθάπερ περί τού είναι τούς δαίμονας ούδέν φαίνεται ή γραφή είρηκυία, όμως δέ Λέγει· Έθυσαν τοϊς δαιμονίοις καί ού θεφ· ούτως καί περί τής ονομασίας αύτών μηδέν είρηκυία Λέγει τά ονόματα τών δαιμόνων, τού τε ΒεεΛζεβούΛ καί τού ΒεΛίαρ. Ποια, φησί, συμφώνησις Χριστώ πρός ΒεΛίαρ; Οίς γάρ έκέχρηντο οί έπαοιδοί όνόμασι πρός τά προκείμενα αύτοίς έργα, ταύτα άναγκαίως παρ' αύτών έμάνθανον· κατά γάρ τόν τρόπον τής θεραπείας ούτως καί τήν προσηγορίαν τής κΛήσεως αύτών ώνόμαζον. Εϊρηται δέ τφ Ώριγένει τούτων τών ονομάτων ή ερμηνεία έν τή Έρμηνείμ τών έβραϊκών ονομάτων. Έρώτησις πγ. Εί ταίς τών άΛόγων θυσίαις τό θειον ούχ ήδετο, καθώς τινες έφασαν καί ή νύν δέ διδάσκει κατάστασις, διά τί προ τού νόμου τώ Νώε τό θύειν προσέταττε, καί μάΛιστα ότε είδωΛικαί θυσίαι ούδέπω έγίνοντο; Εί δέ ήδετο ταύταις, διά τί μετά τόν νόμον ή τούτων χρήσις έπαύσατο; Απόκρισις. Ούδείς τών θυσάντων τά άΛογα θυσίαν τώ θεφ προ τού νόμου κατά τήν θείαν διάταξιν έθυσε, κάν φαίνηται ό θεός ταύτην προσδεξάμενος, τή ταύτης άποδοχή δεικνύων τόν θύσαντα εύάρεστον αύτφ. Ά δέ προσέταξε τφ Αβραάμ Λαβείν ζώα τριετίζοντα, ωσαύτως δέ καί κριόν όν ύπέρ τού Ισαάκ προσήνεγκε θύσαι, ούχ ώς ταίς τούτου θυσίαις ήδόμενος, άΛΛά χρείας ένεκα προμηνυτικής τών έσομένων. Τφ δέ Νώε ούδαμού φαίνεται ό θεός προστάξας προσαγαγεΐν αύτφ τήν τών άΛόγων θυσίαν. Έρώτησις πδ. Εί διπΛούν τό έν ΉΛίμ χάρισμα Λαβείν ΈΛισσαίος ήκούσθη, πώς ούτε άπΛά ούτε διπΛά θαύματα έποίησεν, οΐον ύετόν έπέχειν καίΛιμφ πιέζειν τήν γήν, πυράς κατά θυσιών ούρανίου φοράν, ιερέων άνομούντων σφαγάς, πεντηκοντάρχων Si Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας όλο[καύτωσιν], καί τά Λοιπά; Πόθεν ούν ΈΛισσαίος δειχθήσεται τήν εαυτού αϊτησιν καί τήν τού ΉΛία ύπόσχεσιν κομισάμενος; Απόκρισις. Ούκ ήτήσατο ΈΛισσαίος τό διπΛούν τού πνεύματος προς ποίησιν τών αύτών διπλών έργων, άλλά προς τό ίσχύειν άπλώς έκτελείν όσα ήν χρεία τού γενέσθαι ύπ' αύτού μετά μείζονος περιουσίας δυνάμεως. Τής δέ αίτήσεως ότι ούκ άπέτυχε μαρτυρουσι τά δι' αύτού γεγονότα θαύματα, ών τινά μέν διπλά, τινά δέ άπλά έξετέλεσε. Τό γάρ έγείραι δύο νεκρούς, ένα μέν ζώντος αύτού, ένα δέ τελευτήσαντος, τό διπΛούν έδήλου τής έν τοίς Λοιποίς θαύμασιν, εί έβούλετο, περιουσίας τής έν αύτφ θείας τού πνεύματος χάριτος. Καί έπί μέν τού ΉΛία προς τήν χρείαν έγίνετο τού έλαίου ή έπίδοσις, έπί δέ τού ΈΛισσαίου καί ύπέρ τήν χρείαν. Καί ό μέν ΉΛίας πυρ κατήγαγεν έκ τού ούρανου προς τήν άμυναν τών έχθρών, ό δέ ΈΛισ­ σαίος ίππους καί άναβάτας πυράς κατήγαγεν έκ τού ούρανου προς βοήθειαν τφ Ισραήλ. Έρώτησις πε. Εί τότε έστι τελεία άνάστασις, δτε ό τέλειος άνίσταται άνθρωπος, πώς Λέγει μετά τό δεσποτικόν πάθος ή γραφή ότι πολλά σώματα τών κεκοιμη μενών άγιων ήγέρθη; Όπερ ούκ είπεν έπί τών άλλων ών ό κύριος ήγειρεν, οιον έπί Λα­ ζάρου καί έπί τού υιού τής χήρας ή περί τής θυγατρός Ίαείρου, άλλ' άπολύτως ότι τόνδε ή τήνδε άνέστησε. Πώς ούν έπί τού­ των μόνων σωμάτων άναστάσεως μέμνηται καί έπάγει ότι ένεφανίσθησαν πολλοΐς; Όπερ τφ πλείστψ μέρει φαντασίας ύπόνοιαν δίδωσι. Καί εί τφ δντι έμψυχα άνέστησαν σώματα, καί εί έπεβίωσαν ή εύθέως έτελεύτησαν, ή μένουσιν έν άθανασίμ καί οποί, καί τί τοϊς μετ' εκείνους έκ τών επ' αύτοις γεγονότων τό όφελος δίδωσι, δίδαξον. Απόκρισις. Εί τελείαν άνάστασιν ταύτην καλούμεν τών άνισταμένων άνθρώπων, τών ψυχών είσοικιζομένων πάλιν είς τά σώματα τών άνισταμένων, δήλον ότι πάντες οί τε άναστάντες οι τε μέλλοντες άνίστασθαι ύπό τού κυρίου τέλειοι άνέστησαν· 3* Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άδύνατον γάρ γενέσθαι νεκρών άνάστασιν, τής ψυχής μή είσοικιζομένης εις τό οίκεϊον σώμα. Κάν ούν εϊπη ή θεία γραφή ότι ό δείνα άνέστη έκ τών νεκρών ή ότι σώματα άνέστησαν έκ τών νεκρών, χρή ήμάς δι' έκατέρας φωνής τήν τελείαν νοεϊν άνάστασιν, τήν κατά άπόδοσιν ψυχής τφ σώματιγινομένην. Καί καθάπερ, όταν εϊπη ή θεία γραφή· Ό έγείρας τόν κύ­ ριον ήμών Ίησούν Χριστόν έκ τών νεκρών ζωοποιήσει τάς ψυχάς καί τά σώματα ήμών, ούτε άτελή λέγει τήν άνάστασιν ούτε φαντασίας δίδωσιν ύπόνοιαν, άλλά τελείαν άναστάσεως τήν πίστιν, ούτως καί, όταν λέγη· Ήγέρθη πολλά σώματα τών κεκοιμημένων άγιων έκ νεκρών, τήν τελείαν λέγει άνάστασιν. Γέγονε δέ τούτων τών άγιων ή άνάστασις άπόδειξις [τού λύτρον] είναι τόν τού Χριστού θάνατον τού [θανάτου πάντ]ων άνθρώπων τοίς έν τφ παρόντι | βίω καί] πάσαις ταίς έν τφ αδη ψυχαϊς. Δι' ήν αιτίαν ούδέ έτελεύτησαν πάλιν, άλλά μένουσιν έν άθανασίμ, καθάπερ ό Ένώχ καί ό Ήλίας, καί είσι σύν αύτοίς έν τφ παραδείσψ άναμένοντες τήν ήδη αίωνίαν τής τού Χριστού άναστάσεως γινομένην κατά έναλλαγήν, καθ' ήν, ώς φησίν ό θείος άπόστολος, πάντες άλλαγησόμεθα. Εις γάρ αθάνατόν τε καί άφθαρτον ζωήν ούπω γέγονέ τίνος ή άνάστασις, πλήν τού σωτήρος Χριστού· διό καί πρωτότοκος τών νεκρών καί άπαρχή τών κεκοιμημένων άνηγόρευται. Έρώτησις πζ. Τί έρμηνεύεται ή μνά, τό οϊφι, τό νέβελ, τό γόμορ, τό σίκλον, τό βασιλικόν, τό άγιον, ό στατήρ, ή δραχμή, ό κοδράντης, ό ορμίσκος, τό δίδραχμον, τό τάλαντον, τό άσσάριον, τό σεραφείμ, τό βεζέλ, τό σαβαώθ, τό άδωναί, τό έφούδ; Άμφοτέρων γάρ ήμίν άναγκαία ή γνώσις, έπειδή έκάτερα τή γραφή περιέχεται. Απόκρισις. Εϊρηται τφ Ώριγένει, άνδρί έπισταμένψ τήν τών Εβραίων διάλεκτον, πάντων τών έν ταίς θείαις γραφαίς φερομένων εβραϊκών ονομάτων ή μέτρων ή έρμηνεία. Εκείνην ζητήσας εύρήσεις έν αύτή τήν πάντων έρμηνείαν ών έζήτησας. Έρώτησις πζ. Εί προ τής τού Βαπτιστού άναιρέσεως τή ποιήσει τών Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θαυμάτων ό δεσπότης διέπρεπεν, ώς φησιν ό Ματθαίος, καί πάντας ή περί τούτου φήμη τούς έν τή Ίουδαίμ κατέλαβε, πώς μετά τήν τού προδρόμου άναίρεσιν άκούων τά ύπό τού Χριστού γινόμενα θαύματα ό Ηρώδης σύν τοίς Ίουδαίοις έλεγεν ότι Ιωάννης έστί πρός ζωήν ύποστρέψας καί ποιών τά σημεία; Ταύτα γάρ ήμίν διηγείται ό μακάριος Μάρκος. Απόκρισις. Ότι μή πάντα τά ύπό τού σωτήρος γεγονότα θαύματα πάντες οί άκούσαντες έν ένί καιρφ ήκουσαν, άΛΛ' οί μέν πρότερον, άΛΛοι δέ ύστερον, μαρτυρούσιν αί φωναί τών είρηκότων τόν Ίωάννην είναι έργάτην τών θαυμάτων τών γεγενημενών υπό τού σωτήρος μετά τήν άναίρεσιν τού Ίωάννου· ούκ άν γάρ έΛεγον τούτο, είήσαν άκούσαντες τά προ τής άναιρέσεως Ίω­ άννου γεγονότα θαύματα ύπό τού σωτήρος. Ούδέν ούν ήν θαυμαστόν, εί καί ό Ηρώδης μετά τήν άναίρεσιν τού Ίωάννου άκούει τά έργα τών μαθητών τού Ιησού, τά έπ' όνόματι τού Ιησού γεγονότα· τότε γάρ ήκουσεν ό Ηρώδης τό όνομα τού Ιη­ σού, ότε άπέστειΛεν ό Ιησούς τούς μαθητάς αύτού εις τάς κώμας καί πόλεις κηρύττειν τήν μετάνοιαν καί θεραπεύειν τάς νόσους, καθά φησι Μάρκος ό εύαγγεΛιστής. Καί γάρ αύτός ό Ιωάννης προ τής έγέρσεως τού υιού τής χήρας ούκ ήν άκούσας πάντα όσα έποίησεν ό Ιησούς έν τή ΓαΛιΛαίμ τε καί τή Ιερουσαλήμ, καίτοι πολλών όντων τών ήδη γεγενημένων ύπό τού σωτήρος θαυμάτων, καί προ τού βληθήναι τόν Ίωάννην εις φυλακήν καί μετά τό βληθήναι αύτόν εις φυλακήν- τότε γάρ άπέστειλε τούς μαθητάς αύτού ό Ιωάννης πρός τόν Ίησούν μαθείν, εί αύτός ειό προσδοκώμενος έλθείν. Καθά φησι Μάρκος μέν ό εύαγγεΛιστής τού[το, Ματθαίος δέ ό] εύαγγεΛιστής έκείνο. Έρώτησις πη. Εί, καθώς ή θεία διδάσκειγραφή καί ήμείς πεπιστεύκαμεν, άμαρτίαν γεννηθείς ό Χριστός ούκ έποίησε, πώς πάλιν άληθεύει ή γραφή μεθ' όρκου βοώσα ότι Ούδείς γεννηθείς ός ούχήμαρτεν, ούδέ πεφυκώς ός ούκ ήνόμησε; Πώς δέ καί βρέφος, τό σύγχρονον τφ τόκφ τέλος δεξάμενον ή βραχύ μέρος ζωής κομισάμενον, άμαρτίαν καί άνομίαν ή τά τούτων έναντία 1 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ποιήσαι ή δυνατό; Απόκρισις. Τό Ούδείς γεννηθείς ός ούχήμαρτεν, ούδέ πεφυκώς ός ούκ ήνόμησεν, ού δείκνυσι ψευδές τό περί τού Χριστού είρημένον, τό Αμαρτίαν ούκ έποίησε. Περί γάρ τού έξ άνδρός καί γυναικός γεννηθέντος εϊρηται ό λόγος ούτος. Ό δέ Χριστός έκ πνεύματος άγιου καί τής άγιας έγεννήθη παρθένου. Νοεί­ ται δέ ό λόγος ούτως· Ούδείς πεφυκώς άμαρτάνειν ή άνομείν, ός ούχ ήμαρτεν ή ούκ ήνόμησε· πέφυκε δέ άμαρτάνειν ό κατά τήν αύθαίρετον προαίρεσιν άγων έαυτόν εις τό πράττειν ά βού­ λεται, είτε άγαθά είτε φαύλα. Τό δέ βρέφος, άτε ούπω ον τής τοιαύτης δυνάμεως, δήλον ότι ούδέ πέφυκεν άμαρτάνειν. Καί τό Τίς [γάρ καθαρός] έσται άπό ·ύπου; Αλλ' ούδείς, έάν καί μία ήμέρα ό βίος αύτού έπί τής γής, -ούδενί τρόπψ άρμό[ζει τφ βρέφει·] τό γάρ βίος άντί τής πολιτείας έ[λεξε ή γραφή·] τφ δέ βρέφει ώσπερ ούκ έστι πολιτεία [ούτως] ούδέ βίος. Έρώτησις πθ. Εί τό σκεύος, όπερ ό Πέτρος έν τή οπτασία τεθέαται, είχε τά καθαρά τε καί ά[κάθαρτα πάντα,] καθώς ήμίν ή γραφή παραδίδωσιβ ή γάρ τού] πάντα φωνή περιληπτική άμφοτέρων τών προλεχθέντων καθώς έστηκεν ειτα θϋσαι καί φαγείν έκ τών δειχθέντων ό αύτός άπόστολος άπροσδιορίστως κελευόμενος παρητήσατο, Μηδαμώς, κύριε, λέγων, ότι ούδέποτε κοινόν ή άκάθαρτον έφαγον· πώς διά τών τοιούτων -ημάτων ού δείκνυται πάντα μέν άπαγορεύων τά άλογα ώς άκάθαρτα, μεμφόμενος δέ τφ τήν βρώσιν άπό τής έξ αύτών έπιτρέψαντι, ώς άκαθάρτου έδωδής κελεύσαντι άπογεύεσθαι; Απόκρισις. Από τής τού Πέτρου άποκρίσεως μανθάνομεν τίνα ήν τά ένόντα έν τή σινδόνι, τουτέστι τά άκάθαρτα μόνα, καί ούκ έξ άνάγκης ή τού πάντα φωνή περιέχει καί τά καθαρά· δυνατόν γάρ πάντα τά τετράποδα καί τά πετεινά τής γής λέγεσθαι καί τά άκάθαρτα. Τό δέ Ούδαμώς, κύριε· ούδέποτε κοινόν ούτε άκάθαρτον έφαγον· προς τήν θέαν πάντων τών έν τή σινδόνι δειχθέντων αύτφ άπεκρίνατο καί ού περί τινών. Τό ούν Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛληνας Σκεύος έν φ ήν πάντα τά πετεινά καί τά τετράποδα [καί τά ερπετά] κατά παράληψιν είρηται τού άκαθάρτου, άντί τού [Σκεύος] έν φ ήν πάντα τά άκάθαρτα πετεινά καί πάντα τά τετράποδα τής γής. Καί ώσπερ, όταν λέγη ή θεία γραφή· Παντός άνδρός ή κεφαλή ό Χριστός έστιν, ή τού παντός φωνή ού περιέχει πιστόν τε καί άπιστον άνδρα, άλΛά πιστόν μόνον· ό γάρ πιστός άνήρ έστι σώμα τού Χριστού, καί ό Χριστός τού πιστού άνδρός λέγεται κεφαλή· ούτως ούδέ ή τού πάντα φωνή περιεκτική έστι καθαρών τε καί άκαθάρτων, άλΑά τών άκαθάρτων μόνων, δι' ών προεμηνύθη τφ Πέτρω ή παράληψις τών άκαθάρτων έθνών, ών τή πίστει τού Χριστού ό θεός έκαθάρισε τάς καρδίας. Έρώτησις %. Εί εύσεβεί λογισμώ οί πατριάρχαι κινούμενοι έαυτοίς καί τοίς παισί τάς γαμετάς έκ τής οικείας συγγένειας είΛήφασι, πώς ού παρά τόν εύσεβή τών προγόνων σκοπόν Ιωσήφ καί Μωύσής διεπράξαντο, ό μέν Αίγυπτίαν, ό δέ Μαδιανίτιδα γυναίκα γημάμενος; Απόκρισις. Εί μέν πατριάρχαι φόβψ τού μή έκτραπήναι τούς υιούς αύτών τής εύσεβείας ούκ έπέτρεπον αύτούς έκ τών έθνικών λαβείν γαμετάς, ό δέ Μωύσής καί ό Ιωσήφ τού τοιούτου φό­ βου ήσαν άνώτεροι, ούδέν ούν κατά παράβασιν τού σκοπού τών πατέρων πεποιηκότες φαίνονται ό τε Μωύσής καί ό Ιωσήφ λαβόντες έθνικάς γαμετάς. Ού γάρ μόνον αύτοί ούκ έξετράπησαν τής εύσεβείας ύπό τών έαυτών γυναικών, άΛΛά καί τάς εαυτών γυναίκας εις τήν έαυτών μετέφερον εύσέβειαν. Έρώτησις %α. Εί προ τής παραβάσεως ό Αδάμ λογικού ή άλογου ού τεθέαται θάνατον, πώς ον ούκ ειδεν, ώς έωρακώς, άπειΛηθέντα έδειλίασε θάνατον; Πώς δέ τούτον άγνοούμενον αύτφ ώς έγνωσμένον ήπείλησεν ό θεός; Απόκρισις. Εί λογικόν έκείνον καλούμεν τόν έχοντα έν έαυτφ τών ύπό τών λόγων σημαινομένων τάς έννοιας, δήλον ότι καί ό Αδάμ λογικός ών ειχεν έν έαυτφ τού θανάτου τήν έννοιαν. Καί κα- Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θώσπερ μή έωρακώς μέν ό Αδάμ Λογικόν έπί τή έαυτού γυ­ μνώσει αίσχυνόμενον, όμως δέ γυμνωθείς ήσχύνθη, έσχηκώς έν έαυτφ τής αισχύνης τό όνομα καί τήν έννοιαν, ούτως ειχεν έν έαυτφ καί τού θανάτου τήν έννοιαν, καν τό πράγμα έν άΛΛφ μήπω ήν θεασάμενος. Διό εύΛόγως έδειΛίασε τόν θάνατον, είδώς αύτόν άπό τής έννοιας αύτού άντικείμενον όντα τής ζωής. Έρώτησις %β. Επειδή ή γραφή Λέγει κρίματα καί δικαιώματα, καί μαρτύρια και νόμον, έντοΛάς καί προστάγματα, εί ταύτά είσιν άμφότερα άΛΛήΛοις ή έκάτερον έχει Λόγον ίδιάζοντα, δίδαξον. Απόκρισις. Κρίματα μέν Λέγει τούς Λόγους τούς διαστείΛαντας τών ού πρακτέων τά πρακτέα, καί τιμήν μέν τήν έπί τή ύπακοή, άτιμίαν δέ τήν έπίτή παρακοή ώρισμένας· δικαιώματα δέ Λέγει τών κριμάτων τήν ορθότητα άπονεμητικήν τών κατ' άξίαν έκάστφ. Νόμον δέ Λέγει τήν έγγραφον περίΛηψιν πάσης τής ιουδαϊκής Λατρείας τε καί πολιτείας· μαρτυρίαν δέ καΛεί τήν έπί τοίς πεπραγμένοις ύπό τών δεξαμενών τόν [νόμον] δι' εύΛογίας καί κατάρας άμοιβήν, ήν [ούρανόν καί γήν] ό Μωϋσής διαμαρτυρόμενος έΛεγε τοίς Ίουδαίοις συμβήσεσθαι αύτοίς πειθομένοις ή άπειθουσιν. ΈντοΛάς δέ καί προστάγματα Λέγει τόν κατά * Λόγων όνομάζων τούς Λόγους ένταΛτικώς ή προστακτικώς Λεχθέντας, κατά τήν έμφασιν τής θείας αύθεντίας τού ταύτα έντειΛαμένου ή προστάξαντος. Έρώτησις %γ. Εί τά νώτα τού ούρανού πεφόρτωται ύδασι, καθώς φησίν ή γραφή, όπερ τινές έφασαν γεγονέναι διά τήν πυρώδη τών φωστήρων ούσίαν, ώστε τοίς έπικειμένοις τόν ούρανόν πιαινόμενον ύδασι τή ύποκειμένη τών φωστήρων φΛογί μένειν άχείρωτον, πώς οί ταύτα Λέγοντες άΛηθεύουσι, τών φωστήρων ούκ έν τφ ούρανφ άλλ' ύπό τόν ούρανόν κινούμενων; Εί δέ τούτους έν τφ ούρανφ Λέγομεν είναι, πώς τήν κινητικήν ενέρ­ γειαν έχουσι, τού ούρανίου σώματος τό άκίνητον έχοντος; Εί δέ σύν τφ ούρανφ τά άστρα Λαμβάνει τήν κίνησιν, πώς ούκ άληθεύει ό σφαίραν τόν ούρανόν προσαγορεύων μύθος; Εί δέ τούτο μέν άπρεπες, τό δέ προΛεχθέν περί τών φωστήρων Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νοήσαι άκόΛουθον, πώς ούκ άχρηστος τών άνω ύδάτων ή σύστασις; Τίς δέ καί αυτή έν τή συντεΛείμ γενήσεται, άνω μέν τών δικαίων, κάτω δέ τών άμαρτωΛών τάς τών πρακτέων άμοιβάς τότε μεΛΛόντων κομίζεσθαι; Απόκρισις. Κάν ύπό τόν ούρανόν είσιν οί φωστήρες, άΛΛ' ή φορά τής τών πυρωδών ούσιών ένεργείας κατά φύσιν έπί τά άνω γί­ νεται· διό εύΛογον αιτίαν έπιδεδώκασιν οί είρηκότες πρός διαμονήν τού στερεώματος πεφορτώσθαι τά νώτα τού ούρανού τοίς ύδασιν. Ού τούτο δέ μόνον έστιν αίτιον τού είναι τά ύδατα έν τοίς νώτοις τού ούρανού, τό άχείρωτον αύτόν είναι τή ύποκειμένη φΛογί τών φωστήρων, άΛΛά καί τό βαρεϊσθαι αύτόν έπί τό κάτω ύπό τού πΛήθους τών έν νώτοις αύτού ύδάτων, καί μή δονεϊσθαι ύπό τής βιαίας τών άνέμων φοράς, καί τό τήν άκραν έξ αύτών έπί τό κάτω πέμπεσθαι ψυχρό­ τητα, άφ' ής μιγείσης τή άκρμ τού ήΛίου θερμότητι άποτεΛείται τών άέρων ή εύκρασία πρός τήν διαμονήν τών έπί γής ζώων τε καί φυτών. Έν δέ τή συντεΛείμ ούκ έν τφ νύν ούρανφ καί έν τή νύν γή κομίζονται τών πρακτέων τάς άμοιβάς οί άνθρωποι, άλλ' έν τφ καινφ ούρανφ καί έν τή καινή γή κατά τό είρημένον, ώσπερ τό Ό ούρανός καινός καί ή γή καινή, ήν έγώ ποιώ, μένει ένώπιόν μου εις τούς αιώνας. Καί πάΛιν· Κατ' άρχάς σύ, κύριε, τήν γήν έθεμεΛίωσας, καί έργα τών χειρών σου είσίν οί ούρανοί· καί αύτοί μέν άποΛούνται, σύ δέ διαμένεις· καί πάντες ώς ίμάτιον παΛαιωθήσονται, καί ώσεί περιβόΛαιον έΛίξεις αύτούς, καί άΛΛαγήσονται. Καί πάΛιν· Έτι άπαξ έγώ σείω ού μόνον τήν γήν άλλά καί τόν ούρανόν. Τό δέ σαΛευόμενον δηΛοί τήν αύτού μετάστασιν, ϊνα μείνη τά μή σαΛευόμενα άκίνητα. Έρώτησις %δ. Εί ώς βιβΛίον τόν ούρανόν είΛίσσεσθαι, καί τά άστρα ώς φύλλα πίπτειν έπί τής γής προλέγει μέν ό κύριος, καί ό προφήτης δέ τούτοις προκατήγγειΛε σύμφωνα, πώς ή παντεΛής τού στερεώματος άπώΛεια διά τών έκείνων Λόγων ού δείκνυ­ ται; Τίς ούν ή τών τοιούτων -ημάτων διάνοια; Καί πώς τό τών στοιχείων συνίστασθαι άφθαρτον δύναται; Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Απόκρισις. Ώσπερ τού στερεώματος τήν ποίησιν παραβολικώς ή θεία γραφή παρείκασε ποτέ μέν τή έκτάσειτής δέρεως, λέγουσα· Ό έκτείνων τόν ούρανόν ώσει δέριν· ποτέ δέ τφ καπνφ έστερεωμένψ- Ό ούρανός, φησιν, ώσει καπνός έστερεώθη· ποτέ δέ τφ περίφερε! τής καμάρας· Ό τανύσας, φησί, τόν ούρανόν ώσει καμάραν· ούτως και τήν άνάλυσιν αύτού παραβολικώς παρείκασε ποτέ μέν βιβλίψ ε'ιλισσομένφ, ποτέ δέ στοιχείψ λυομένιη πυρί, καθά φησιν ό άπόστολος Πέτρος έν τή δευτέρμ αύτού καθολική έπιστολή, ποτέ δέ ίματίψ παλαιουμένψ. Ανάγκη γάρ τή εισαγωγή τού κρείττονος ούρανού τού καινώς γινομένου άναιρείσθαι τό στερέωμα, ώς άχρηστον όν προς έκείνην τήν κατάστασιν, ϊνα τή αύτού άπωλείμ κάν τότε τό μάταιον τού περί τής άγενεσίας καί άφθαρσίας τού ούρα­ νού φε[ρομένου δόγματος γινώσκωσιν] όσοι άγένητόν τε καί άΐδιον [κατά τρόπον ά]φρονα τούτον είρηκότες. Έρώτησις %ε. Εί διά τήν ήμετέραν χρείαν καί ώφέλειαν ή παραγωγή τής κτίσεως γέγονε, καί διά τήν ήμετέραν ομοίως χρείαν τά μέν φθείρεται, τά δέ άφθαρσίαν έν τή συντελείμ ένδύσονται, οιον κτήνη μέν καί πετεινά καί θηρία φθείρεται, ούρανός δέ καί ή γή φθοράς άπαλλάττεται· καί τά μέν φθείρεται, ώς άνενδεούς ήμών άνισταμένου τού σώματος, έν άφθαρσίμ δέ τά δηλωθέντα διαμένει στοιχεία, τών πραχθέντων ήμίν μελλόντων ήμών έν αύτοίς κομίζεσθαι τήν άντίδοσιν· άήρ καί θάλαττα πώς ούκ άχρηστα, εί τότε μένει άφθαρτα, ούτε είς άναπνοάς ούτε είς έμπορίας ούτε ιχθυοφαγίας ή έτέρας τίνος βοήθειας έξ αύτών χρηζόντων ήμών, διά τό άνενδεές, καθώς έφην, τού σώματος; Απόκρισις. Εί κατά τόν άπόστολον Παύλον παράγει τό σχήμα τού κόσμου τούτου ό θεός, δήλον ότι έξ άνάγκης καί τά άλλα πάντα τά τού σχήματος ένεκεν τού κόσμου γεγονότα συμπαραχθήσεται τφ τού κόσμου σχήματι. Είσαχθήσεται δέ καινός ού­ ρανός καί καινή γή, έν οις μέλλουσι δίδοσθαι δικαίοις τε καί άδίκοις τών πρακτέων αί άμοιβαί. Τφ δέ άέρι εί καί προς Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αναπνοήν τότε ού χρήζομεν, άλλα προς τήν κίνησίν τε καί το­ πικήν μετάστασιν άναγκαίως αύτφ χρησόμεθα. Άρπαγησόμεθα γάρ, φησίν, έν νεφέλαις εις άπάντησιν τού κυρίου εις αέρα. Έρώτησις %Ç. Εί μή [τοίς παρά γνώμην άλλά τοίς] κατά γνώμην καλοίς παρά θεού ό έπαινος [δίδο]ται, οί παίδες οί παρά Ήρώδου τήν διά [τόν Χριστόν] λαβόντες άναίρεσιν, καί τά έπί τού [αύ­ τού,] ήνίκα έπί τού κτήνους καθήμένος [τήν Ιερουσαλήμ] κατελάμβανε, τόν ύμνον φθεγξά[μενα πλήθη, πότερ]ον έχουσι δι­ καίως χρεωστούμενον έ[παινον, έπειδή] κάκείνοι τήν σφαγήν παρά γνώμην έδέξαντό, καί ταύτα ού γνώμη οίκείμ άλλά χάριτι θείμ έν Ιερουσαλήμ τόν ύμνον έκείνον έφθέγξαντο; Απόκρισις. Εί χάρισμα θεού έστι τό ύπέρ Χριστού πάσχειν (Ήμϊν, φησίν, έχαρίσθη ού μόνον τό εις αύτόν πιστεύειν, άλλά καί τό ύπέρ αύτού πάσχειν), έπασχον δέ καί τά βρέφη ύπέρ Χρι­ στού, θείας άρα ήξιώθησαν χάριτος. Τίς ούν ούκ έπαινέσειε ταύτα δικαίως τή δόσει τής θείας χάριτος έπαινεθέντα ύπό τού θεού, τού καί τοις παρά γνώμην καλοίς τόν έπαινον δαψιλευομένου; Έτι δέ εί προς τόν έπαινον τών διά τήν εύσέβειαν θλιβομένων άνταποδίδωσιν ό θεός θλίψιν τοίς θλίψασιν, άνάγκη άρα καί τά βρέφη τά άναιρούμενα ύπό Ήρώδου έπαινείσθαι τούτψ τφ έπαίνφ τφ διά τήν έκδίκησιν τών θλί­ ψεων. Δίκαιον, φησίν ό άπόστολος Παύλος, παρά τφ θεφ άνταποδούναι τοίς θλίψασιν ύμάς θλίψιν, ύμίν δέ τοις θλιβομένοις άνεσιν μεθ' ήμών έν τή βασιλείμ αύτού. Έρώτησις %ζ. Εί ή χάρις διά τούτο κέκληται χάρις, διά τό τοις παριούσι τού νόμου συγχωρείν έτοιμότερον, πώς τά τή χάριτι πρέποντα έν τφ νόμψ μάλλον εύρίσκεται; Ό μέν γάρ -αντισμοίς τισι καί θυσίαις άλογων καί διαφοραίς βαπτισμάτων τούς πταίοντας καθ' έκάστην άπολύει τής μέμψεως, ή δέ χάρις έν μόνον χαρίζεται βάπτισμα. Άπαξ δέ μόνον εί μέν ύπεπίπτομεν πταίσμασιν, άπαξ μόνον καί τής άφέσεως έδεόμεθα· πολλάκις δέ άμαρτάνοντες δήλον ότι καί πολλάκις τής άφέσεως χρή- Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ζομεν· όπερ ούχ ή χάρις άΛΛ' ό νόμος διά τών προλεχθέντων •αντισμών καί τών Λοιπών παρέχειν έπίσταται. Πώς ούν δειχθήσεται τού νόμου ή χάρις φιλανθρωποτέρα περί τούς άμαρτάνοντας, ώσπερ ειρηται έχόντων τών πραγμάτων; Απόκρισις. Τών τοιούτων πταισμάτων ό νόμος διά τού βαπτίσματος καί θυσίας δίδωσι τήν άφεσιν τών μηδέν συντεΛούντων είς βλάβην πολιτείας καί ζωής άνθρώπων, οίον ώς τό άψασθαι νεκρού ή Λεπρού ή τίνος τών τοιούτων. Τών δέ άλλων πται­ σμάτων γεγενημένων είς βλάβην πολιτείας ή ζωής άνθρώπων, τών τοιούτων πταισμάτων ού δίδωσι συγχώρησιν, ούτε διά τού βαπτίσματος ούτε διά τής τών άΛόγων θυσίας, άλλά δικαίαν τε καί άξίαν άμοιβήν δίδωσι τοις πταίσασι διά τού ίσου τής άντιπλήξεως. Ψυχήν, φησίν, άντί ψυχής, οφθαλμόν άντί οφθαλμού, όδόντα άντί όδόντος. Όπου δέ τό ίσον τής άντιδόσεώς έστιν άπρεπές, έκεί τόν διά πυρός ή Λίθου ή ξίφους θάνατον άνταποδίδωσι τοϊς πταίσασι· τήν μέν γάρ θυγατέρα τού ίερέως πορνεύουσαν διά πυρός άναλίσκει, τήν δέ τού λαϊ­ κού άνδρός διά Λίθου, τήν δέ ύπανδρον διά ξίφους. Καί ούδαμού ισχύς τφ νόμψ έκ φιλανθρωπίας διά βαπτισμών τε καί θυσιών σώσαι τών τοιούτων τινά. Τής δέ χάριτος πολλή τίς έστι πρός τήν τών άμαρτανόντων ή ισχύς· αύτη γάρ καί τού νόμου κρατούντος εί μή κατέλαβε τόν βασιλέα Δαυίδ διπλοϊς θανατηφόροις περιπεπτωκότα άμαρτήμασιν, άνοίξασα αύτφ τής μετάνοιας τήν θύραν, ούκ άν εύρε παρά τφ νόμψ σωστικήν άμαρτωλών φιλανθρωπίαν. Αύτη έταξεν έν τφ κόσμψ τών άμαρτωλών ιατρόν δόκιμον τήν μετάνοιαν, τήν δυναμένην καί τούς έβδομηκοντάκις έπτά πταίοντας ίάσθαι, μόνον εί βουληθεϊεν χρήσασθαι τφ τής μετάνοιας βουλή μάτι. Έρώτησις %η. Εί τόν φόβον ό κύριος ούκ άναγκαϊον δι' ών Λέγει παρίστησι· φησίγάρ Ό φοβούμενος ού τετελείωται έν τή άγάπη· πώς πάλιν ό αύτός διδάσκει τούς μαθητάς Φοβεϊσθε, Λέγων, τόν τήν ψυχήν καί τό σώμα έν γεέννη άπολέσαι δυνάμενον; Απόκρισις. Ούκ ειρηται μέν τφ κυρίψ τό Ό φοβούμενος ού τετελείω- 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ται έν τή άγάπη, εί καί ό είρηκώς τούτο κατά κύριον εϊρηκε· τό δέ Φοβείσθε μάΛΛον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σώμα άποΛέσαι έν γεέννη ούκ εϊρηται πρός άναίρεσιν τής τελείας άγάπης. Ό γάρ τφ μείζονι φόβψ τού θεού τόν έλάττονα έκλύων τών άνθρώπων φόβον τή άγάπη τού θεού τούτο ποιεί, ώστε είναι τόν μείζονα φόβον τού θεού ένεκεν τού μή έκπεσείν τών ήγαπημένων. Όσον γάρ τίμιόν έστι τό πιστευόμενον, τοσούτον άγαπάται· καί όσον άγαπάται, τοσούτον ό άγαπών τήν έκπτωσιν αύτού φοβείται, έως άν ή έν τφ ύπέρ τού άγαπωμένου άγώνι. Λυθέντος δέ τού άγώνος σύν έκείνψ Λύεται καί ό φόβος τής τών άγαπωμένων έκπτώσεως. Ώστε έως τότε άναγκαίός έστιν ό τού θεού φόβος· ούδέ γάρ ώς τό μισείν άναιρετικόν έστι τής άγάπης (άδύνατον γάρ τό τόν αύτόν καί άγαπάν καί μισείν), ούτως καί τό φοβεΐσθαι· ένδέχεται γάρ τόν αύτόν καί άγαπάν καί φοβεΐσθαι. Έρώτησις %θ. Εί τάς τών άΛόγων θυσίας ό θεός έν τφ νόμψ προσέταξε γίνεσθαι, ώστε ταύταις τήν περί αύτόν τούς άνθρώπους τιμήν έπιδείκνυσθαι, πώς διά τό θύειν άνθρώπους ΈΛΛηνες δείκνυνται αύτών άσεβέστεροι; Όπερ φάσκουσιν ύπό τών παλαιών γεγονέναι χάριν τού πλείονος τιμής τόν παρ' αύτοίς νομιζόμενον θεόν μείζονα άξιούσθαι, τιμώντων αύτόν τή τών Λογι­ κών θυσίμ· όσψ γάρ τού άλογου τό Λογικόν τιμιώτερον, τοσούτψ καί ή τούτου θυσία σεμνοτέρα έκείνης. Καί τούτο δείκνυται έκ τών κατά τόν Ίεφθάε σαφέστερον, ός, τήν ιδίαν θυγατέρα προσκομίσας θυσίαν, έν τή πρός Εβραίους έπιστοΛή ύπό τού άποστόλου έν τφ καταλόγω τών εύσεβών μνη­ μονεύεται. Απόκρισις. [Ού χρή] σκοπείν τήν κατά τόν νόμον θεφ προσφερομένην θυσίαν, ότι τών άλογων έστιν αίματα, άλλά τό πώς προσεδέξατο ταύτην ό θεός προσαγομένην αύτφ. Εί μέν γάρ τό αίμα τών άΛόγων ζώων τό προσφερόμενον ούτως προσεδέξατο [ώς εί] τήν έαυτού ψυχήν προσήνεγκεν ό τούτο [προσφέρων,] δήΛον ότι ή μέν θυσία τήν πρώ[την τάξιν έΛαβεν] άπό τής εύδοκίας τού ταύτην ούτως προσδεξαμένου καί ό θεός τήν πρώ- 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας την τιμήν. Ότι δέ ώς τήν εαυτού ψυχήν ούτως προσέφερε τώ θεφ ό τό αίμα τών άλογων προσενέγκας, μαρτυρεί ή θεία γραφή λέγουσα- Αντί τής ψυχής, φησί, τών προσφερόντων τό αίμα τών θυσιών αύτών προσφέρεται είς τά άγια τών άγιων. Μή ούν άπό τής φύσεως τού προσαγομένου άλλ' άπό τής διαθέσεως τού προσδεχομένου κριτέον τής θυσίας τήν τάξιν καί τού θεού τήν τιμήν, τού διά τό φείδεσθαι τού γένους τών άν­ θρώπων μή βουληθέντος άναλώσαι τούς άνθρώπους είς θυσίαν καθ' ή μέραν προσαγομένους καί άφανίσαι τό γένος, άλλά δεδωκότος τοίς μέν άνθρώποις τό αύξάνεσθαί τε καί τό διαμένειν, ταις δέ θυσίαις αύτών τήν μεγίστην τάξιν. Οί δέ παρ' ΈΛλησι θρησκευόμενοι θεοί, άτε δαίμονες όντες πονηροί τε καί μισάνθρωποι, θυσίαις έχαιρον μειωτικαίς τε καίάφανιστικαις τού γένους τών άνθρώπων- όπερ έστι δείγμα μέγιστον τής μέν τών έλληνικών θεών θηριώδους άπανθρωπίας, τής δέ τών Ελλήνων άθεότητος, τω άφανισμφ τού γένους τών άνθρώ­ πων μειζόνως, ώς φασι, μάλλον δέ αίσχίστως πειρωμένων τιμάν τούς έαυτών θεούς. Αιτία δέ, δι' ήν ό Ίεφθάε έν τφ καταλόγω τών εύσεβών ήριθμήθη, έστιν αύτη. Ήιτήσατο ό Ίεφθάε νίκην κατά τών έχθρών ύπέρ δέ ταύτης τής νίκης εύχαριστικήν εύχήν άορίστως ηύξατο, τό προσαγαγειν είς θυ­ σίαν τό έκ τού οίκου αύτού έξερχόμενον είς άπάντησιν αύτφ έκ τού πολέμου τροπαιούχψ έπανερχομένω. Δεξάμενος δέ ό διά­ βολος τό άόριστον τής εύχής έμηχανάτο έξ αύτού θείναι τφ Ίεφθάε παγίδα παραβάσεως, καί κινεί τήν θυγατέρα αύτού, μονογενή ούσαν, μετά κιθάρας έξελθείν έκ τού οίκου είς συνάντησιν αύτφ, ϊνα φεισαμένου τού Ίεφθάε τής θυγατρός άναγκασθή ποιήσασθαι τής εύχής τήν άθέτησιν. Αλλ' όμως πα­ γίδα θείς ό διάβολος τού θηράματος ούκ έτυχε, προτιμοτέραν ήγησαμένου τού Ίεφθάε τής ζωής τής θυγατρός τήν απόδοσιν τής εύχής. Συνεχώρησε δέ ό θεός προσενεχθήναι αύτήν είς θυσίαν, ούχ ώς άνθρωπίνου αίματος τερπόμενος, άλλά προς διδασκαλίαν τών έξής άνθρώπων τού μηδέποτε άορίστως εύξασθαι τφ θεφ. Πολλά γάρ έστιν άτοπα κατά τήν ούτως άόριστον εύχήν εύλαβησόμενα, ών τού μή γενέσθαι ό θεός προνοησάμενος συνεχώρησε θυσίαν γενέσθαι τού Ίεφθάε τήν 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θυγατέρα· οπερ ούκ ήν τής προαιρέσεως προηγουμένως ούτε τού θεού ούτε τού Ίεφθάε, άΛΛά συμβεβηκός πως τφ άορίστψ τής εύχής. Επειδή ούν ό Ίεφθάε τήν εις θεόν εύσέβειαν φυΛάττων διά τής θυσίας τής θυγατρός άνεδείχθη, διά τούτο αύ­ τού γέγονεν ή μνήμη έν τφ καταΛογω τών δικαίων. Έρώτησις ρ. Εί πρός σύστασιν τού άΛηθή είναι τήν παρά τών ορθο­ δόξων γενομένην Λατρείαν τήν τών θαυμάτων χάριν έν ταϊς αύτών έκκΛησίαις κατ' άρχάς ό δεσπότης δεδώρηται, διά τί, ή νίκα αιρετικοί έν αύταίς Λατρεύσαντες άπ' αύτών τών ορθο­ δόξων άπέστησαν, ού συναπέστη τοίς όρθοδόξοις άπό τών εκκλησιών καί τά θεία χαρίσματα, άΛΛ ή μέν τής πΛάνης Λα­ τρεία ταϊς έκκΛησίαις έπεισέφρησε, τά δέ πρός τήν αύξησιν τής ορθοδοξίας ύπό τού θεού δωρηθέντα καί έπί τών αιρετι­ κών τήν αύτήν έν ταϊς έκκΛησίαις είχεν ένέργειαν; Απόκρισις. Εί μέν διά τών αιρετικών ζώντων ή άποθανόντων ή θεία χάρις ένήργει τά χαρίσματα, είχεν άν τό γινόμενον εύΛογον άπορίαν· εί δέ οί τά θεία θαύματα έν ταϊς έκκΛησίαις ένεργούντες άγιοί είσιν άπόστοΛοι, προφήται τε καί μάρτυρες, δήΛον ότι τοίς θείοις έργοις διαμαρτύρεται τφ κόσμω ό θεός έκείνων είναι τάς έκκΛησίας, δι' ών θαύματα έκτεΛείται, τουτέστι τών ορθοδόξων. Έρώτησις ρα. Εί μεΛέτη Λογικός άπας τήν γνώσιν κομίζεται, γνώσεως δέ νόμος τών μειζόνων προτάσσειν τά ήσσονα, οπερ κρατήσαν έπί τών Ιουδαίων σαφέστερον δείκνυται, πρότερον τά τού νό­ μου, είθ' ούτως τά εύαγγέΛια παρειΛηφότων μαθήματα, πώς ήμείς ούκ άνακοΛούθως μανθάνομεν, προ τών ήσσόνων τά μείζονα διδασκόμενοι; Λέγω δή τά τού νόμου ήσσονα, τά δέ τών εύαγγεΛίων μείζονα. Μιάς γάρ ήμών τε καί τής αύτών φύσεως, μίαν είναι καί τήν τάξιν έχρήν τής μαθήσεως, έπειδή καί, έάν μή έν τοίς μαθήμασι φθάση τά χείρονα, τά άμείνω κωΛύεται. Απόκρισις. Εί τήν άνάγκην, ήν έχει έκείνα τά μαθήματα, ών, εί μή 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας προηγείται τών ήσσόνων ή μάθησις, τά άμείνω κωλύεται, ταύτην είχε τά ήμέτερα μαθήματα, καί άνακολούθως μαθείν τά ήμέτερα μαθήματα· άλλ' επειδή δυνατόν τά ήμέτερα μαθή­ ματα καί άνακολούθως μαθείν, δήλον ότι άπήλλακται τά ήμέ­ τερα μαθήματα εκείνης τής άνάγκης. Τό άνάγκης δέ άπηλλαγμένον, ώς άν γίνηται, άδιάβλητόν έστιν έπί τή άνακολουθίμ. Καί ταύτα μέν ώς προς τήν λύσιν τού έν τή έρωτήσει σοφίσματος· προς αύτήν δέ τήν έρώτησιν ούτως άποκρινόμεθα, ότι ούδέ ήμείς άνακολούθως διδασκόμεθα, άλλ' ώς έμάνθανον οί άπόστολοι, πρώτον μέν τά τού νόμου, ύστερον δέ τά εύαγγέλια, ούτως καί ήμάς έδίδαξαν. Μαρτυρούσιδέ τούτο αί αύτών φωναί, έν αίς κατήγγειλαν τό εύαγγέλιον· πανταχού γάρ έκ τού νόμου τόν Χριστόν κηρύξαντες, έκ τών πρώτων τά ύστερα καί έκ τών ήσσόνων τά μείζονα. Τό γάρ Προφήτην ύμίν άναστήσει κύριος ό θεός ήμών έκ τών άδελφών ήμών κατ' έμέ· καί τό Ειπεν ό κύριος τώ κυρίω μου Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς εχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου· καί Ότι ούκ έγκατέλειψας τήν ψυχήν μου εις μδην, ούδέ ή σάρξ μου είδε διαφθοράν· φωναί είσι τού νόμου προκαταγγειλασαι έν αύταίς τόν Χριστόν, αίς καί ό άπόστολος χρησάμενος τοίς Ίουδαίοις τό εύαγγέλιον έκήρυξε. Καί ώς μέν προς τήν μάθησιν, ούδέν διέστηκε τά εύαγγέλια τού νόμου· ώς δέ προς τήν επαγγελίαν καί άπόδοσιν, διέστηκε. Τί γάρ έστιν ό νό­ μος; Εύαγγέλιον προκατηγγελμένον. Τί δέ τό εύαγγέλιον; Νόμος πεπληρωμένος. Έρώτησις ρβ. Εί περιττόν καίλείπον έν τή τού σώματος ήμών κατα­ σκευή ό δημιουργός ού πεποίηται, διά τί ώς περιττόν τό τής άκροβυστίας μέρος τών Ιουδαίων άπετέμνετο; Εις τί δέ χρή­ σιμον ούκ έν έτέρω μέρει, άλλ' έν τώ παιδοποιφ μορίψ τήν περιτομήν οί προ τής τού δεσπότου Χριστού παρουσίας ε’ιλήφασι; Διά τί δέ, έκείνων ώς χρησίμην ταύτην λαβόντων, τή τοιαύτη χειρουργία ομοίως καί ήμείς ού κεχρήμεθα; Απόκρισις. Επειδή διά τό γήρας αύτού τε καί τής έλευθέρας γαμετής έν άπογνώσει τού παιδοποιείν έκ τής έλευθέρας καθιστάμε­ 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νος [ό Αβραάμ] επαγγελίαν παιδοποιΐας έδ[έξατο παρά] του θεού, καί πιστεύσας θεφ παρά τόν χρόνον τής ήλικίας έσεσθαι πατήρ του έκ τής γεγηρακυίας στείρας αύτφ γενομένου υιού, δι[ά τούτο έδωκεν] αύτφ ό θεός σφραγίδα ταύτης [τής πίστεως] τήν περιτομήν τής άκροβυστίας μορίου τού διά μέν τό γήρας προς παιδοποιΐαν άχρήστου γενομένου, διά δέ τήν πίστιν τού Αβραάμ εις παιδοποιΐαν γεγονότος χρησίμου. Παρέπεμψε δέ ταύτην τήν περιτομήν είς όλον τό γένος τό έκ τού παρ' έλπίδα πατρός γενομένου, ύφιστάμενον είς άνεξάλειπτον μνημόσυνον τής τε τού Αβραάμ πίστεως καί τής τού θεού δυνάμεως, τού ζωοποιούντος τούς νεκρούς καί καλούντος τά μή όντα ώς όντα. Περιτεμνόμεθα δέ καίήμείς τή περιτομή τού Χριστού διά τού βαπτίσματος, έκδυόμενοι τόν Αδάμ, δι' ον άμαρτωλοίγεγονότες τεθνήκαμεν, καί ένδυόμενοι τόν Χριστόν, δι' ον δικαιωθέντες άνιστάμεθα έκ τών νεκρών· έν φ, φησίν ό άπόστολος, περιετμήθητε περιτομήν άχειροποίητον τή άπεκδύσει τού σώματος ύμών. Έρώτησις ργ. Εί ό προσταχθείς ποιήσαι τά κατά δύναμιν έπαινον ή μέμψιν έν τφ ποιήσαι ή μή ποιήσαι κομίζεται, δήλον ότιό τά ύπέρ δύναμιν μή ποιήσας, έπεί είσιν άδύνατα, ύπάρχει άνεύθυνος. Πώς ούν ό [θεός τά] ύπέρ δύναμιν έπιτάττων, τουτέστι τό μή άμαρτάνειν, τόν άμαρτάνοντα ύποβάλλει κολάσεσι, τού άνθρώπου άδυνάτου όντος προς τήν τού νόμου έκπλήρωσιν; Μαρτυρεί δέ τούτοις καί ό άπόστολος, Ού δικαιωθήσεται, λέγων, έξ έργων νόμου πάσα σάρξ. Απόκρισις. Τό παντί άνθρώπφ άδύνατον τούτο καί τινί άνθρώπφ ύπάρχει άδύνατον, οΐον τό πέτεσθαι έν τφ άέρι ώς άετός τινί άνθρώπψ άδύνατον έστιν, ότι καί παντί άνθρώπφ έστιν άδύ­ νατον· καί άνάπαλιν τό τινί άνθρώπφ δυνατόν, ώς τό πλεΐν, καί παντί άνθρώπφ δυνατόν ύπάρχει. Αλλ' εί, καθώς φησιν ή θεία γραφή, τινές τών ύπό τόν νόμον δικαιοσύνη γεγόνασιν άμεμπτοι, δήλον ότι καί πάσι τοίς ύπό τόν νόμον ύπήρχε δυ­ νατόν τφ όμοίφ τρόπφ κατά τήν έκ νόμου δικαιοσύνην γενέσθαι άμέμπτοις. Λέγει γάρ ό μέν μακάριος Παύλος ό άπόστολος 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας περί έαυτού ότι Κατά τήν δικαιοσύνην τήν έκ νόμου γενόμενος άμεμπτος· ό δέ μακάριος Λουκάς ό ευαγγελιστής περί τού Ζαχαρίου καί τής γυναικός αύτού Έλισσάβετ ότι Ήσαν δί­ καιοι άμφότεροι έναντίον τού θεού, πορευόμενοι έν πάσαις ταίς έντολαις καί δικαιώμασι τού κυρίου άμεμπτοι. Τί δέ έστι πάσα ή κατά τόν νόμον δικαιοσύνη; Τό άγαπάν τόν θεόν μέν ύπέρ εαυτόν, τόν πλησίον δέ ώς έαυτόν· όπερ ούκ έστιν άδύνατον άνθρώποις βουληθείσι. Τό ούν Έξ έργων νόμου μή δικαιωθήναι πάσαν σάρκα ού διά τό μή δύνασθαι τά άδύνατα λέγει, άλλά διά τό μή βούλεσθαι τά δυνατά. Τή γάρ βουλήσει προς τά δυνατά κεχρήμεθα, ού προς τά άδύνατα· τοίς γάρ δυνατοίς καί έφ' ήμίν οδσιν ό έπαινος ή ό ψόγος γίνεται πραχθείσιν ή μή πραχθείσι. Τού δέ Διά τό μή αίρείσθαι καί ού διά τό μή δύνασθαι άμαρτάνομεν άνθρωποι έστι τούτο σημείον, τό μή πάντας άνθρώπους πάσι τοίς τής άμαρτίας εϊδεσιν έμπεσείν, άλλά τινάς μέν τούτψ τφ είδει τής άμαρτίας έμπεσείν, τινάς δέ εκείνα), καί τινάς μέν πλείοσι, τινάς δέ έλάττοσι, τινάς δέ ούδενί κατά τούς προει­ ρημένους δικαίους· όπερ ούκ άν συνέβη άνθρώποις, τό τινί μέν είδει τής άμαρτίας άμαρτάνειν, τινί δέ ούδέποτε άμαρτάνειν, εί άδυναμίμ φύσεως καί ούκ άβουλίμ προαιρέσεως ήμάρτανον οί άνθρωποι. Έρώτησις ρδ. Εί έπί τών έγκλημάτων χώραν μετάνοιας τοίς ήμαρτηκόσιν ό νόμος ού δίδωσιν, άλλά κίνδυνον αύτοίς έπάγει άπαραίτητον, πώς μοιχείαν καί φόνον ό προφήτης Δαυίδ έργασάμενος ού παρά τόν νόμον συγγνώμης ήξίωται; Καί εί μέν άγαθόν ή συγγνώμη, διά τί τό άσύγγνωστον τφ νόμ<φ συνέζευκται; Εί δέ φαύλον, όπερ ούκ οίμαι, πώς ό τών άγαθών χορηγός τό φαύλον τφ προφήτη κεχάρισται; Απόκρισις. Εί έπί τών έγκλημάτων χώραν μετάνοιας τφ ήμαρτηκότι ό νόμος ού δίδωσι, πώς έν τή ένενηκοστή έβδομη έρωτήσει προτέτακται τής χάριτος ό νόμος, ώστε τις έτοιμότερος καί φιλανθρωπότερος εις άφεσιν άμαρτημάτων τοίς άμαρτάνουσιν, οΰς καθ' έκάστην ή μέραν διά τού βαπτίσματός τε καί 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας τής τών άλογων θυσίας τής μέμψεως άπολύει, νυν δέ έν τή προκειμένη έρωτήσει ·ανίς ούχ ύπολέλειπται τφ νόμψ φιλαν­ θρωπίας, άλλά συνέζευκται αύτφ τό άσύγγνωστον, κίνδυνον έπάγον τφ ήμαρτηκότι άπαραίτητον; Καί πρός μέν τό μή άνεπισήμαντον καί τών έρωτήσεων τήν έναντίωσιν είρήσθω ταύτα- πρός δέ τήν έρώτησιν άποκρινόμεθα, ότι εί καί ό νόμος τό άσύγγνωστον έχει, άλλά καί ή χάρις μετάνοιαν δέδωκε τφ ήμαρτηκότι. Τό γάρ Αί χείρες ύμών αίματος πλήρεις, άλλά λούσασθε καί καθαροί γένεσθε, καί, έάν ώσιν αί άμαρτίαι ύμών ώς φοινικούν, ώς χιόνα λευκανώ, καί τό Ού βού­ λομαι τόν θάνατον τού άμαρτωλού ώς τό έπιστρέψαι καί ζήν αύτόν, φωναί είσι τής θείας χάριτος άμαρτωλούς καλούσαι είς εύπάθειαν τού νόμου, διά μετάνοιας ε’ιληφότας τών προημαρτημένων τήν συγγνώμην. Αγαθή μέν ούν έστιν ή συγ­ γνώμη καί τής θείας χάριτος δώρον, ούκ έστι δέ ούδέ κατά τόν νόμον ούδέ κατά τού νόμου, άΛΛ' ύπέρ τόν νόμον καί ύπέρ τού νόμου- ύπέρ τόν νόμον μέν, ότι χάρις, ύπέρ τού νόμου δέ, ότι διά μετάνοιας άγει τούς άμαρτωλούς είς εύπάθειαν τού νόμου, καθάπερ καί τόν Δαυίδ. Έρώτησις ρε. Εί πάσι μέν άνθρώποις διά τό άσθενές τής φύσεως άναγκαία ή διά τής εύχής ύπάρχει βοήθεια, ταύτα δέ ού πρόσεστι τφ δεσπότη Χριστφ, οία δεσπότη καί άρκούσαν πρός πάντα κεκτημένψ τήν δύναμιν, διά τί τών άποστόλων συχνότερον ύπό τής γραφής τόν Χριστόν μανθάνομεν προσευχόμενον; Απόκρισις. Ώσπερ πεινάσας ό κύριος καί διψήσας καί κοπιάσας, δακρύσας τε καί ίδρώσας, καίτοι δυνάμενος διά περιουσίας δυνάμεως μηδέν τούτων ύπομένειν, διά δέ τό παρέχειν γνώ­ ρισμα τής άνθρωπίνης αύτού φύσεως έκουσίως ύπέμείνε τά τής φύσεως άσθενή, ούτως καί τό εύξασθαι διά τήν αύτήν αι­ τίαν. Είγάρ έκουσίως ύπομεμενηκότος αύτού τά άσθενήματα τής έαυτού φύσεως τολμώσί τινες λέγειν μή ύπάρχειν αύτόν τής ήμετέρας φύσεως, πώς ούκ άν έλεγον αύτό τούτο μετά τής περιουσίας τής άποδείξεως, εί συνέβη αύτφ μηδαμώς αύτόν εύξασθαι τφ θεφ καί πατρί; Καί επειδή περί τών άποστό- 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας λων ούδεμία γέγονεν άμφιβολία εί άνθρωποι ήσαν, περί δέ του σωτήρος έμελλε γίνεσθαι άμφιβολία, διά τούτο συχνότερον αύτών τε καί τών λοιπών άνθρώπων καί τό εύξασθαι αύτόν κατήγγειλεν ή θεία γραφή. Εί γάρ τών τής σαρκός άσθενειών άνώτερος διά τής άναστάσεως γενόμενος ώς άρχιερεύς τής ομολογίας ήμών έντυγχάνει τφ θεφ ύπέρ ήμών, πώς ούχί μάλ­ λον έτι ύποκειμένου αύτού τή άσθενεία τής σαρκός έδείτο με­ γάλης κραυγής καί ίσχυράς καί δακρύων, μεθ' ών τήν δέησιν προσέφερε τφ δυναμένψ -ύσασθαι αύτόν έκ θανάτου; Έρώτησις ρ(ξ. Εί πάντων τών άνθρώπων μίαν έχει ή σάρξ καί μίαν ή ψυχή ούσίαν, πώς ό μέν άργός, ό δέ περί τήν νόησίν έστιν όξύτερος; Αλλ' εί μέν ή ψυχή τής τοιαύτης έστι διαφοράς αιτία, άνάγκη τών ψυχών ύπονοείν τήν ούσίαν διάφορον κατά τήν διαφοράν τής νοήσεως· εί δέ ή σάρξ, ό αύτός καί περί αύτής λόγος άρμοσειεν. Εί δέ έκ τίνος χυμού, οιον ξηρού ή ύγρού ή θερμού ή ψυχρού, πλεονασμού ή έλλείψεως τού θατέρου τό έτερον έπικρατέστερον γίνεται, οιον άφροσύνη ή φρόνησις, πόθεν ή όπως γέγονέ τις τοιαύτης ποιότητος ή έπικράτεια, ή παρασκευάσασα τό έννουν ή άνουν έν ήμίν πλεονάζειν; Απόκρισις. Τής τού νοείν όξύτητος ή νωθρότητος αιτίαν άποδεδώκασί τινες τών τε στοιχείων, έξ ών σύγκειται τά ήμέτερα σώματα, τήν εύκρασίαν καί τήν δυσκρασίαν καί τών οργανικών μορίων τήν συμμετρίαν, καί δοκούσιν όρθώς άποδεδωκέναι τούτων τάς αιτίας. Είσίγάρ τινες έν μέν γε νεότητι γεννητικοί τε καί έπιδεκτικοί νοημάτων τυγχάνοντες, έν δέ τφ γήρα εις τό έναντίον μεταβαλλόμενοιγίνονται περί τό νοείν άργοί· έστι δέ τούτο σημείον τού τήν εύκρασίαν τε καί δυσκρασίαν είναι αιτίαν τής τοιαύτης μετοχής. Ωσαύτως δέ καί οί λίαν μεγαλοκέφαλοι, λεγόμενοι βαρυκέφαλοι, διά τό μή σώζειν σύμμε­ τρον άναλογίαν πρός τά άλλα μέρη τού σώματος δι' ύπερβολήν μικρότητος ή μεγέθους, καί αύτοί άνεπιτήδειοί είσι τού δύνασθαι είναιγεννητικοί τε καί έπιδεκτικοί νοημάτων. Γίνονται δέ καί άλλοι πρός τήν κατάληψιν τών τή φύσει συνεστώτων πραγμάτων οξείς τε καί έτοιμοι, καί άπό τής θείας χάριτος, 3 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ώς τό Ό κύριος έδωκε τφ Σολομώντι πλάτος καρδίας, ώς τήν άμμον τήν παρά τό χείλος τής θαλάσσης· καί ώς τό Οις δέδοται μέν διά πνεύματος λόγος σοφίας, άλλοις δέ λόγος γνώσεως. Έρώτησις ρζ. Εί ύπό τών άπιστων προς άπάτην εύρέθη τά άσματα, τοίς δέ έν νόμ<φ είσηγήθη διά φρενών νηπιότητα, οι τής χάριτος τέλεια καί τών -ηθέντων τρόπων άλλότρια παρειληφότες μα­ θήματα διά τί έν ταϊς έκκλησίαις κατά τούς έν τφ νόμψ νηπίους τοίς μσμασι κέχρηνται; Απόκρισις. Ού τό ^σαι άπλώς έστι τοίς νηπίοις άρμόδιον, άλλά τό μετά τών άψύχων οργάνων ^σαι καί μετά όρχήσεως καί κρο­ τάλων· διό έν ταις έκκλησίαις προαιρείται έκ τών σμάτων ή ΧΡήσις τών τοιούτων οργάνων καί τών άλλων τών νηπίοις όντων άρμοδίων, καί ύπολέλειπται τό Ήσαι άπλώς. Ήδύνει γάρ τήν ψυχήν προς ζέοντα πόθον τού έν τοίς μσμασιν δομένου, κοιμίζει τά έκ τής σαρκός έπανιστάμενα πάθη, τούς ύπό τών αοράτων έχθρών έμβαλλομένους ήμιν λογισμούς πο­ νηρούς άπωθείται, άρδεύει τήν ψυχήν προς καρποφορίαν θείων άγαθών, γενναίους προς τήν έν τοίς δεινοις καρτερίαν τούς άγωνιστάς εργάζεται τής εύσεβείας, πάντων τών έν τοίς βιωτικοίς λυπηρών ιαματικόν γίνεται τοίς εύσεβέσι. Μάχαιραν τού πνεύματος τούτο ό Παύλος ονομάζει, έν φ κατά τών άοράτων πολεμίων οπλίζει τούς όπλίτας τής εύσεβείας· ρήμα γάρ έστι θεού, ό καί ένθυμούμενον καί δόμενον καί άνακρουόμενον δαιμόνων γίνεται άπελατικόν. [Έστιν ούν τά τοιαύ]τα τελειωτικά τής ψυχής έν ταις κατ' εύσέβειαν άρεταϊς, διά τών σμάτων τών έκκλησιαστικών τοις εύσεβέσι προσγινόμενα. Έρώτησις ρη. Εί συγγνώμην ή άκούσιος έφέλκεται άγνοια, καθώς ύπό τής γραφής διδασκόμεθα, πώς οί μέν πάλαι Ιουδαίοι, τόν Χριστόν έξ άγνοιας σταυρώσαντες, πλείστων καί άνυποίστων δεινών έπειράθησαν, ώς έν τοίς Περί τής άλώσεως λόγοις μαρτυρεί ό Ιώσηπος, οί δέ νύν τφ Χριστφ άπειθούντες αύτών, 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τής μέν οικείας πατρίδος άπελαθέντες, είς πάσαν τήν γήν έΛικμήθησαν, τοις δέ έθνεσιν είς δουλείαν έξεδόθησαν άτιμον, ώς τά πράγματα στήλης βοά περιφανέστερον; Τήν δέ έν έκατέροις αύτών συνίστησιν άγνοιαν ποτέ μέν ό κύριος, Πάτερ, Λέγων, άφες αύτοίς, ού γάρ οϊδασι τί ποιούσι· ποτέ δέ ό από­ στολος φάσκων· Εί γάρ έγνωσαν, ούκ άν τόν κύριον τής δόξης έσταύρωσαν. Καί ταύτα μέν περί τών πάλαι Ιουδαίων· περί δέ τών νύν, Μαρτυρώ, φησίν, αύτοίς ότι ζήλον θεού έχουσιν, άλλ' ού κατ' έπίγνωσιν. Απόκρισις. Ότε ή άκούσιος άγνοια τοις άγνοούσι νομισθή γνώσις, τότε ή άπόβασις τού κατ' άγνοιαν πραττομένου πράγματος δείκνυσι κατ' άΛήθειαν ούσαν γνώσιν ή κατά πλάνην καί άγνοιαν. Δειχθείσης δέ τής νομιζομένης γνώσεως διά τής άποβάσεως άγνοιας ύπαρχούσης τού πράγματος, άν έμμένη τή αύτή άγνοίμι ό άγνοήσας, ούδεμίαν έφέλκεται συγγνώμην άλλά τιμωρίαν άπαραίτητον. ΑΛΛ' ότι μέν ούτως έσταύρωσαν οί Ιουδαίοι τόν Χριστόν ώς γινώσκοντες αύτόν άντίθεον [καί σύμψη]φον έχοντες τόν θεόν έν τή άναιρέσει αύτού, παντί που δήλον· ούκ άν γάρ αύτόν έσταύρωσαν, είήσαν γινώσκοντες ότι μετά τόν θάνατον αύτόν ό θεός έγερεί έκ τών νεκρών. Έγερθείς δέ έκ τών νεκρών ύπό τού θεού έδειξε τήν νομιζομένην κατά Χρι­ στού γνώσιν τών Ιουδαίων κατά άΛήθειαν άγνοιαν ούσαν. Επειδή ούν μετά τό άναστήναι τόν κύριον έκ νεκρών, καί δειχθήναι μήτε τόν θεόν σύμψηφον γεγονότα τοις Ίουδαίοις έν τώ θανάτψ τού Χριστού μήτε τόν Χριστόν άνεγέρτως μένειν έν τφ θανάτψ κατά τήν προσδοκίαν τών αύτόν σταυρωσάντων, έτι τούς Ιουδαίους έν τή άπειθεύχ μένειν, διά τούτο ούκ ήσαν συγγνώμης άξιοι. Τό γάρ έξαργυρίζειν αύτού τήν άνάστασιν καί κλοπήν ταύτην νομίζειν, καί κωλύειν τούς άποστόλους έπί τφ όνόματι αύτού μή έκτελείν θεία έργα έν τή δυνάμει τού άγιου πνεύματος γινόμενα, ούκ έστιν άκουσίου άγνοιας συγ­ γνώμην έφελκομένης, άλλ' εγνωσμένης έκουσίου θεομαχίας τι­ μωρίαν έφελκομένης. Εί μέν γάρ ταύτη τή έλπίδι έσταύρωσαν τόν Χριστόν οί Ιουδαίοι, τού μή κρατήσαι τήν διδασκαλίαν αύτού καί τού μή Λυθήναι τόν ιουδαϊσμόν, πώς ούκ έστιν άμφο- 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τερών αποτυχία λυτική τής Ιουδαίων κατά Χριστού ακουσίου άγνοιας; Τό δέ Σύ πάτερ άφες αύτοις, ού γάρ ο’ίδασι τί ποιούσι, κατά ταύτην ε’ίρηται τήν έννοιαν· Ότι, γνόντες ότι κατ' άγνοιάν με έσταύρωσαν, καί αίτούσι λύτρον τών πλημμελειών αύτών, παράσχοις αύτοίς. Ού γάρ δίδοται άφεσις τφ νομίζοντι τήν έαυτού άμαρτίαν μή είναι άμαρτίαν άλλά δι­ καιοσύνην. Καί τό είρημένον τφ Παύλα), τό Μαρτυρώ αύ­ τοίς ότι ζήλον θεού έχουσιν, άλλ' ού κατ' έπίγνωσιν, πεφεισμένως ε’ίρηται τή τού λόγου συγκαταβάσει· άσθενής τοίς άσθενέσιγινόμενος, ϊνα κατά τό είρημένον σώση τούς άσθενείς. Έρώτησις ρθ. Εί τό τής άναστάσεως δώρον πάσι τοίς θανούσιν ό θεός διδόναι ύπέσχετο, καί πάντες έκ τών τάφων άναστάντες τφ κριτή παρίστασθαι μέλλουσι, πώς πληρωθήσεται τό κρίνειν νεκρούς καί ζώντας τόν κύριον; Πώς δέ νεκροί κριθήναι δυνήσονται, ών τά μέν σώματα έν μνήμασιν έρριπται, αί δέ ψυχαι τών σωμάτων κεχωρισμέναι είσίν; Απόκρισις. Ού πάντες, φησί, κοιμηθησόμεθα. Κρίνει ούν ζώντας μέν τούς τότε ζώντας, νεκρούς δέ τούς άνισταμένους έκ τών νεκρών. Έρχεται, φησίν, ώρα καί νύν έστίν, ότε πάντες οί έν τοίς μνήμασιν άκούσονται τής φωνής τού υιού τού θεού, καί έξέρχονται οί τά άγαθά ποιήσαντες εις άνάστασιν ζωής, οί δέ τά φαύλα πράξαντες εις άνάστασιν κρίσεως. Έχρήν ούν κατά τό πιστόν τού λόγου θεωρειν τό δυνατόν τού πράγματος καί μή άπορείν τήν άλογον άπορίαν. Έρώτησις ρι. Εί τοίς καταλιμπάνουσι πατέρα ή μητέρα ή τέκνα καί τά έξής έκατονταπλασίονα έπηγγείλατο διδόναι ό κύριος, άρα καί γυναίκας έκατόν οί τοιούτοι άντιλήψονται; Πώς δέ, πολ­ λών τά είρημένα διά τήν εντολήν καταλιπόντων έν πτωχείμ καί μονότητι καί έρημίμ τελευτήσάντων, ού διέψευσταιή τοιαύτη ύπόσχεσις; Απόκρισις. Ώσπερ πατέρας καί μητέρας καί άδελφούς καί άδελφάς λέγει τούς κατ' οίκειωτικήν διάθεσιν προσλαμβανόμενους τόν 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Χριστόν, καταλείψαντας πατέρα τε και μητέρα, άδελφούς τε καί άδελφάς, ούτως καί γυναίκα Λέγει τήν έν καιρώ τής διά Χριστόν έγκαταλείψεως προνοουμένην τού καταΛείψαντος τήν φύσει γυναίκα. Ή δέ έκκλησία τού δεσπότου Χριστού, ή έξ άρχής τού χριστιανικού κηρύγματος ύπό τών αύτή άντικειμένων ΈΛΛήνων τε καί Ιουδαίων διωκομένη καί άρπαζομένη πολυχρονίως, πόθεν έν τε τοίς πνευματικοίς καί έν τοίς άνθρωπικοίς τοσαύτην ήν όρώμεν έπίδοσιν έδέξατο, μή τής θείας τε καί ζώσης τού σωτήρος φωνής, τής κατά ποΛυπΛασιασμόν ύποσχομένης, καί τήν άντίδοσιν ένεργησάσης έν αύτή; Πόθεν δέ πΛούσιοι άνδρες τε καί γυναίκες τάς εαυτών ύπάρξεις έπιφερόμενοι έν τή έρημα) τούς έκείσε άναχωρητάς έζήτησαν καί τούτων τά ύστερήματα έπΛήρωσαν, καθά έγνωμεν έκ τής ιστο­ ρίας τών άγιων άρχαίων άνδρών, μηδέ τού δεσπότου Χριστού δι' αύτών τήν ιδίαν ύπόσχεσιν άγαγόντος είς πέρας; Έρώτησις ρια. Εί πρός σύστασιν τής τών σωμάτων άναστάσεως ώς καιρίψ τώ κατά τά σπέρματα ύποδείγματι ό άπόστοΛος έν τή πρός Κορινθίους έχρήσατο, πώς οί τεμνόμενοιή καιόμενοι άναστήσονται, τών σπερμάτων μετά τομήν ή καύσιν ού βλαστανόντων άλλά είς τό παντελές φθειρομένων; Απόκρισις. Τής φύσεως ούσης τής έργαζομένης τά έκ τών σπερμάτων γιγνόμενα, ώς έμμετρον Λαβούσης παρά τού δημιουργού τήν δύναμιν, άνάγκη έπιτήδεια είναι τά σπέρματα πρός ποίησιν τών έξ αύτών γιγνομένων· διό έάν καή ή τμηθή τά σπέρματα, άχρηστα γίγνεται τή φύσει πρός ποίησιν τών έξ αύτών γιγνομένων. Ό δέ θεός ούκ έμμετρον έχει τήν δύναμιν· διά τούτο ούδέν αύτφ έστιν άνεπιτήδειον πρός ποίησιν πάντων ών βού­ λεται, ούδέ κωλύεται ύπό τής τομής καί καύσεως τών σωμά­ των τού ποιήσασθαι αύτών τήν άνάστασιν. Ού γάρ νόμψ καί μέτρω φύσεως έργάζεται ό θεός, άΛΛ αύθεντίμ βουλής τής έν μηδενί άπορουμένης πρός ποίησιν ών βούλεται ποιείν. Έχρή­ σατο δέ ό άπόστοΛος τώ κατά τά σπέρματα ύποδείγματι είς πίστωσιν τής τών νεκρών άναστάσεως, ινα κατά άναλογίαν πιστώσηται τής άναστάσεως τόν Λόγον, ότι, ώσπερ ούκ άπι- 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας στούμεν τήν βλάστησιν τού σπέρματος, όρώντες έν τή γή άποθανόντος καί άποβεβληκότος τού σπέρματος τήν φύσιν, ού­ τως ούκ όφείλομεν άπιστείν τών νεκρών τήν άνάστασιν· ό γάρ θεός, ό δεδωκώς τή φύσει τό διά τού σπέρματος έργάσασθαι τήν βλάστην, πολύ μάλλον αύτός δύναται έκ τού θανάτου έγείραι τούς νεκρούς. Έρώτησις ριβ. Εί τήν βασιλείαν τού Ισραήλ δόξαν καί τρυφήν καί άνεσιν έπίγειον οί άπόστολοι ύπελάμβανον, καθά τινες έφασαν, διά τί ό κύριος περί ταύτης προς αύτών έρωτώμενος ού μόνον αύ­ τούς ού διωρθώσατο, άλλά καί έπέσφιγξεν αύτών τήν άγνοιαν φήσας προς αύτούς· Ούχ ύμών έστι γνώναι χρόνους ή και­ ρούς, ους ό πατήρ έθετο έν τή ίδίμ έξουσίμ; Αύτη δέ ή άπόκρισις βέβαιοι τήν έκείνων έρώτησιν. Απόκρισις. Καί τούτο έν έστι τών προ τής έπιφοιτήσεως τού άγιου πνεύματος μή δυναμένων γνωσθήναιύπό τών άποστόλων κατά τό είρημένον· Πολλά έχω λέγειν ύμίν, άλλ' ού δύνασθε βαστάζειν άρτι· όταν δέ έλθη τό πνεύμα τής άληθείας, έκείνο οδηγήσει ύμάς προς πάσαν τήν άλήθειαν. Μαθόντες δέ ύπό τού πνεύματος τό Τήν κοιλίαν καί τά βρώματα ό θεός καταρ­ γεί, έκ τής ιουδαϊκής ύπολήψεως είς τήν έννοιαν μετηνέχθησαν τήν πρέπουσαν τή καταστάσει τών άνισταμένων έκ τών νε­ κρών, έν ή ούτε βρώσις ούτε πόσις ούτε γάμος, άλλά ίσάγγελοι έσονται οί τής άναστάσεως υιοί. Τό ούν Ούχ ύμών έστι γνώναι χρόνους ή καιρούς, ους ό πατήρ έθετο έν τή ίδίμ έξουσίμ, ούκ έχει σχήμα βεβαιωτικόν έρωτησάντων έν τή κατ' άγνοιαν ύπολήψει, άλλά άπορητικόν άμφοτέρων, τής τε κατά τόν χρόνον καί τής κατά τόν τρόπον ύπολήψεως τών έρωτη­ σάντων. Δήλοι δέ καί ό άπόστολος Παύλος τόν τρόπον έκείνης τής καταστάσεως έν οις λέγει· Ή βασιλεία τού θεού ούκ έστι βρώσις καί πόσις, άλλά δικαιοσύνη καί ειρήνη καί χαρά έν πνεύματι άγίρο. Έρώτησις ριγ. Εί τέλειον τότε νοούμεν τό τέλειον [κατά τό είωθός] δτε πάντα κέκτηται τέλεια, τέλειον δέ άκρως τό καθ' ότιούν προσ­ 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θήκην ή αύξησιν μή δεχόμενον, πώς ό θεός μέν προϋπάρχων τής κτίσεως, ύστερον δέ τήν κτίσιν ποιησάμενος, ούτω θεός τό δημιουργός όνομά τε καί πράγμα προσέλαβε, καί έκ τού θεός εις τό καί δημιουργός είναι τήν αύξησίν τε καί τήν γένεσιν δέδεκται; Απόκρισις. ΆΛΛο τό αύτό είναι, καί άΛΛο τό άΛΛου είναι· άσχετον μέν τό αύτό είναι, σχετικόν δέ τό άΛΛου είναι. Επειδή ούν τό τέΛειον τού θεού έν τφ αύτό είναι, διά τούτο ούκ αύξει αύτόν τό άΛΛου είναι. Καί καθάπερ τό άρχήν είναι άριθμου ούδέν συντεΛεί τφ ένί πρός τήν αύτού τελειότητα (καί γάρ μή όντος αύτού άρχής άριθμου τέΛειον ήν, καί γινομένου αύτού άρχής άριθμου ούκ ηύξήθη), ούτως καί ό θεός προ τής κτίσεως ήν τέλειος, καί μετά τήν κτίσιν ούκ ηύξήθη. Ούδέν ούν τών διά τής κτίσεως αύξει θεόν (Σύ γάρ, φησίν, ό αύτός ει), άλλά τήν σχέσιν ήν έχει πρός τήν κτίσιν ποΛυτρόπως (Σφόδρα, φησίν, ύπερυψώθης ύπέρ πάντας τούς θεούς), καί γάρ ώς πατήρ καί δεσπότης καί κριτής καί ποιμήν καί τά τούτοις όμοια. Καί καθάπερ ό θεός μή ποιήσας πΛείονας κόσμους, [καίπερ τού]το καί δύναται ποιείν, ούκ άτεΛής έκ τούτου έδείχθη ή αύτού τεΛειότης εις τό ύπερ[υψούσθαι αύτ]όν· εί δέ μή ποιήσας πΛείονας κόσμους ό θεός ούκ έμειώθη, ούδ' άρα ποιήσας ένα κόσμον ηύξήθη. Έρώτησις ριδ. Εί τό είναι τή δυνάμει τού είναι τή ένεργείμ καθέστηκεν έΛαττον, πώς ό του κόσμου ποιητής, προ τής τού κόσμου ποιήσεως ποιητής ών δυνάμει καί ούκ ένεργείμ, τφ τής έλαττώσεως ούχ ύποπίπτει όνόματι; Απόκρισις. Ών ή δύναμις τής ένεργείας φυσική τινι άνάγκη ύφέστηκεν, τούτων ή δύναμις έλάττων τής ένεργείας καθέστηκεν· ού δέ ή δύναμις τής ένεργείας ού φυσική άνάγκη άλλά ίδίμ βουλή ύφέ­ στηκεν, ούτος άνυπόβΛητος τφ τής έλαττώσεως όνόματι. Διενοήθης, φησί, καί πάντα σοι πάρεστιν. Έρώτησις ριε. Εί τό κλίνε tv τό γόνυ έν ταϊς προσευχαίς τού έστώτας 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας εύχεσθαι μάλλον θεώ τούς ευχόμενους παρίστησικαί πλείον έφέλκεται τήν θείαν συμπάθειαν, διά τί έν ταίς κυριακαίς ήμέραις καί άπό τού πάσχα έως τής πεντηκοστής γόνυ ού κλίνουσιν οί εύχόμενοι; Πόθεν δέ καί ή τοιαύτη έν ταίς έκκλησίαις είσήλθε συνήθεια; Απόκρισις. Επειδή άμφοτέρων έχρήν ήμάς άεί μεμνήσθαι, καί τής έν ταις άμαρτίαις πτώσεως ήμών καί τής χάριτος τού Χριστού ήμών, δι' ής έκ τής πτώσεως άνέστημεν, διά τούτο ή έν ταίς έξ ήμέραις ήμών γονυκλισία σύμβολόν έστι τής έν ταίς άμαρ­ τίαις πτώσεως ήμών, τό δέ έν τή κυριακή μή κλίνειν γόνυ σύμβολόν έστι τής άναστάσεως, δι' ής τή τού Χριστού χάριτι τών τε άμαρτημάτων καί τού έπ' αύτών τεθανατωμένου θα­ νάτου ήλευθερώθημεν. Εκ τών άποστολικών δέ χρόνων ή τοι­ αύτη συνήθεια έλαβε τήν άρχήν, καθώς φησιν ό μακάριος Ειρηναίος, ό μάρτυς καί έπίσκοπος Λουγδούνου, έν τώ Περί τού πάσχα λογά), έν ω μέμνηται καί περί τής πεντηκοστής, έν ή ού κλίνομεν γόνυ, έπειδή ίσοδυναμεί τή ή μέρα τή κυριακή κατά τήν -ηθεΐσαν περί αύτής αιτίαν. Έρώτησις ριζ. Εί άνιστάμενος ό δεσπότης άπό τού μνήματος τά έντάφια έν τψ τάφω κατέλιπε, πώς μετά τήν άνάστασιν ή γυμνόν αύτόν όφθέντα ή έτέρωθεν αύτόν έσθήτα κομισάμενον ή γραφή ούχ ίστόρησεν; Είδε μήτε έτέρωθεν άμφιάσματα ε’ίληφε μήτε γυμνός τοις τότε αύτόν όρώσιν έφαίνετο, πώς άληθές ότι τά ίμάτια έν τώ τάφψ κατέλιπεν; Απόκρισις. Τά μέν ίμάτια τού σωτήρος μετά τό σταυρωθήναι αύτόν οί στρατιώται διεμερίσαντο, τά δέ μετ' αύτού είσενεχθέντα είς τόν τάφον ε[ίς ύπηρ]εσίαν τού ζώντος άνεπιτήδεια ήν. Τά δέ ίμάτια, ά έφόρει ό κύριος μετά τήν άνάστασιν, ή έδημιούργησεν ή έλαβεν άλλαχόθεν, ώς έλαβε καί τόν πώλον είς κά­ θισμα· έκάτερον γάρ ήδύνατο, καί τό δημιουργήσαι καί τό λαβείν άλλαχόθεν. Πολλών δέ όντων τών ύπό τού κυρίου πραχθέντων, ών ή θεία γραφή τάς ιστορίας ού περιέχει, έξ άνάγκης καί τά μετά τήν άνάστασιν ένδύματα [έν τοίς άνιστορήτοις 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τίθενται· καί ούκ έστ]ιν εύλογον τό έκ πάντων τών άνιστορ[ήτων μόνου τούτου] άνιστορήτου ζητείν τήν αιτίαν, ού[δ' έκ] τού άνιστορήτου κατασκευάζειν τήν άπορίαν περί τού ένδύματος τού κυρίου, άλλ' έκ τής δυνάμεως αύτού λαβείν τήν πίστιν περί τού ένδύματος αύτού. Έρώτησις ριζ. Εί σώμα παχυμερές θυρών κεκλεισμένων κεκωλυμένην έχει τήν πάροδον, πώς μετά τήν άνάστασιν προς τούς μαθητάς τών θυρών κεκλεισμένων είσήλθεν ό κύριος; Άλλ' εί μέν άληθές ότι τό κεκλεισμένων τών θυρών ένδον όρώμενον σώμα έτύγχανε, πώς ό λίθος ό τφ δεσποτικφ έπικείμενος μνήματιύπό τού άγγέλου άπεκυλίσθη διά τήν αύτού τού σώματος έγερσιν; Εί δέ άληθεύειή γραφή περί τής τών θυρών λέγουσα κλείσεως, δήλον ότι ού σώμα άλλά πνεύμα είσήλθεν. Εί δέ τό σώμα ποτέ μέν ήν σώμα, ποτέ δέ πνεύμα έγίνετο, πώς ούχί τροπήν τά τής τού σώματος ούσίας έδέχετο; Απόκρισις. Ώσπερ ού κατά τήν έκ τού σώματος εις τό πνεύμα τρο­ πήν περιεπάτησεν ό κύριος έπί τήν θάλασσαν, άλλά τή θείμ αύτού δυνάμει βατήν έποίησε τήν εις περιπάτησιν άβατον θάλασσαν ού μόνον τφ έαυτού σώματι άλλά καί τφ τού Πέτρου, ούτως τή έαυτού θείμ δυνάμει καί τού μνήματος έξήλθε τού λίθου έπικειμένου τφ μνήματι, καί προς τούς μαθητάς είσήλθε τών θυρών κεκλεισμένων. Ού γάρ διά τήν αύτού έγερσιν τού λίθου έκ τού μνήματος έγένετο ή άφαίρεσις, άλλά διά τό δηλωθήναι τοίς όρώσι τήν άνάστασιν· τό γάρ έν τφ μνήματι τά μέν τού ένταφιασμού αύτού όράν ίμάτια, αύτόν δέ μή όράν, δείγμα τής αύτού έναργέστατον γέγονεν άναστάσεως. Χρή δέ ήμάς έννοήσαι ότι τά ισοδύναμα τήν αύτήν έχει πίστιν συγχωρουμένων αύτών καί τήν αύτήν έχει πίστιν άναιρουμένων αύτών· ίσοδυναμεί δέ τό περιπατείν έπί τήν θάλασσαν έν άτρέπτψ σώματι τφ είσελθείν προς τούς άποστόλους έν άτρέπτψ σώματι τών θυρών κεκλεισμένων. Καί ότι τά ύπέρ φύσιν έν τή φύσει γιγνόμένα κατά τήν θείαν δύναμιν άδύνατον κατά τόν λόγον τής φύσεως ποιήσασθαι τήν παράστασιν, διό πτοηθέντων τών μαθητών έπίτή τοιαύτη είσόδω έπέτρεψεν 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αύτοίς ψηλαφάν τούς πεπονθότας τόπους τού σώματος αύτού, ότι ού κατά τροπήν τού σώματος εις τό πνεύμα έποίησεν είς αύτούς τήν είσοδον, άλλά έν παχυμερεί σώματι τή θεία αύ­ τού δυνάμει ποιητική τών ύπέρ φύσιν. Έρώτησις ριη. Εί πάντα ό θεός ποιήσας κατά κύκλον τής φύσεως τού παντός δεσπότης καθέστηκε, διό καί Δαυίδ έν παντί τόπψ τής τού κυρίου δεσποτείας εύλογείν ήμίν τόν κύριον έγκελεύεται, όμοίως δέ καί ό άπόστολος έν παντί τόπψ έπαίρειν ήμάς προς τόν θεόν όσιους χείρας έντέλλεται, διά τί, ώς σεμνόν έργον τε καί οίκητήριον θειον τό προς τό ήλιακόν κλίμα νομίζοντες, έν αύτφ άφορώντες τούς ύμνους καί τάς προσευχάς τώ θεφ άναπέμπομεν; Τίνες δέ καί οί ταύτην τήν συνήθειαν τοίς Χριστιανοίς έκδιδάξαντες; Απόκρισις. Έπειδή τών παρ' ήμίν τά τιμιώτερα είς τιμήν τού θεού άφορίζομεν, κατά δέ τήν τών άνθρώπων ύπόληψιν τιμιωτέρα έστιν ή άνατολή τών άλλων μερών τής κτίσεως, διά τούτο έν τφ καιρφ τής προσευχής νεύομεν προς άνατολήν πάντες. Καθάπερ τή δεξιμ χειρί έν όνόματι Χριστού κατασφραγίζομεν τούς τής σφραγίδας ταύτης δεόμενους, έπειδή τιμιωτέρα νενόμισται τής άριστεράς, καίτοι θέσει καί ού φύσει διαφέρουσα ταύτης ύπάρχει, ούτως καί ή άνατολή, ώς τιμιώτερον μέρος τής κτίσεως, είς προσκύνησιν θεού άφώρισται. Ούκ έναντιούται δέ τή προφητική τε καί άποστολική φωνή τό προς τήν άνατολήν ποιεϊν ήμάς τάς εύχάς. Έν παντί γάρ τόπψ ύπάρχει ή άνατολή τοίς εύχομένοις· καί έπειδή έφ' ό μέρος τήν ορατήν αϊσθησιν κεκτήμεθα κατά τούτο τό μέρος προσκυνούμεν, άδύ­ νατον δέ έν τφ καιρφ τής προσευχής είς τά τέσσαρα μέρη τής κτίσεως άποβλέπειν, διά τούτο είς τό έν μέρος τής κτίσεως άφορώντες ποιούμεν τήν προσκύνησιν, ούχ ώς μόνον έργον τού θεού ούδ' ώς είς κατοικητήριον τού θεού τούτο άφωρισμένον, άλλ' είς τόπον προσκυνήσεως τής παρ' ήμών προσαγομένης θεφ τεταγμένον. Τό δέ έθος, παρ' ών είληφεν ή έκκλησία τό εύχεσθαι, παρά τούτων είληφε καί τό πού εύχεσθαι, τούτο δέ παρά τών άγιων άποστόλων. 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Έρώτησις ριθ. Εί μήτε τούς έκ τών δένδρων καρπούς μήτε τής τών κρεών έδωδής οί προ τού κατακλυσμού μετελάμβανον, καθώς τινες τών πατέρων έδίδαξαν, πώς ό Άβελ έκ τών στεάτων τών προβάτων ών έποίμαινε, καί ό Κάϊν έξ ών έγεώργει καρ­ πών τής γής ομοίως προσέφερε; Καί δήλον ώς έκάτερος αύ­ τών, τής οικείας βρώσεως προτιμών τό θειον, τή τοιαύτη θυ­ σία έκέχρητο. Εί δέ τά άχρηστα αύτοίς τφ θεφ προσεκόμιζον, πώς τή τοιαύτη πρόσφορή τό άεί ον ούχ ύβριζον; Αζήμιον γάρ αύτφ καί χλευαστικήν χάριν έκαστος αύτών κατε­ τίθετο. Πώς ούν ή μέν τού Κάϊν θυσία άπόβλητος, τά δέ τού Άβελ δώρα αιδέσιμα γέγονεν; Απόκρισις. Ό μακάριος άπόστολος, ό τών πατέρων πατήρ καί εύσεβείας διδάσκαλος, φησί· Τίς φυτεύει άμπελώνα, καί έκ τού καρπού αύτού ούκ έσθίει; Τίς ποιμαίνει ποίμνιον, καί έκ τού γάλακτος τής ποίμνης ούκ έσθίει; -άντί τού ούδείς. Αλλ' εί μηδείς, δήλον άρα ότι ούδέ ό Αβελ έποίμαινε τήν ποίμνην, ίνα μή έσθίη τού γάλακτος τής ποίμνης αύτού, ούτε ό Κάϊν έγεώργει τήν γην, ϊνα μή έσθίη τών καρπών αύτής. Έτι δέ εί άχρηστοι ήσαν τφ Κάϊν οί καρποί τής γής, τίνος ένεκεν τοις χείροσι μέν έτίμα τόν θεόν, τοίς κρείττοσι δέ αύτόν τού θεού προετίμησε (διό άπόβλητος αύτού γέγονεν ή θυσία), μή χρήζων τών καρπών τής γής; Εί δέ προετίμησεν ό μέν Άβελ τής ιδίας χρείας τόν θεόν, ό δέ Κάϊν τήν ιδίαν χρείαν τού θεού, δήλον άρα ότι έκαστος αύτών τής έκ τών οικείων πόνων έχρηζε θεραπείας. Έρώτησις ρκ. Εί βασιλείαν τού θεού τήν άνάστασίν τινες ύπειλήφασι, δίκαιοι δέ καί άμαρτωλοί ταύτης άξιωθήναι πιστεύονται, πώς τούς τά άπηγορευμένα ποιήσαντας άποκληρονόμους ό Παύλος άπέφαινε, φήσας ότι Ούτε πόρνοι ούτε μοιχοί καί οί έφεξής βασιλείαν θεού κληρονομήσουσιν; Απόκρισις. Βασιλείαν θεού οιδεν ή θεία γραφή όνομάζειν ού τήν άνάστασίν άπλώς, άλλά τήν μετά τήν άνάστασίν άποκατάστα- 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας σιν, έν ή γίνεται κολαζομένων τε καί δοξαζόμενων ή διαίρεσις, του θεού ύπό πάντων αναμφιβόλως όμοΛογουμενού, του τήν δόξαν έν τοίς δοξαζομένοις ένεργούντος καί τήν κόΛασιν έν τοίς κοΛαζομένοις. Ακούσονται, φησί, τής φωνής του υιού του θεού οί έν τοίς μνημείοις, καί έξελεύσονται οί τά άγαθά ποιήσαντες εις άνάστασιν ζωής, οί δέ τά φαύλα πράξαντες εις άνάστασιν κρίσεως. Διήρηται ούν ή άνάστασις εις ζωήν καί κρίσιν, κατά τάς διαφοράς δικαίων τε καί άδικων. Επί πλέον γάρ ή άνάστασις τής βασιλείας τού θεού· ή μέν γάρ άνάστασις δικαίους τε καί άδικους περιέχει, ή δέ βασιλεία τού θεού μόνους τούς δικαίους περιέχει. Έρώτησις ρκα. Εί άναθεματισμόν μόνον επί τών άτοπων ή παλαιά τε καί νέα διαθήκη έπίσταται, πώς ό μακάριος Πέτρος, έν τφ πάθει τόν δεσπότην άρνούμενος, άναθε μάτιζειν ήρξατο; Τίς δέ ή διαφορά έκατέρων, τουτέστι τού άναθεματισμού, καί τού καταθεματισμού, καί τί τό ύπό θατέρου σημαινόμενον; Απόκρισις. Ανάθεμα λέγεται τό άνακείμενον καί άφωρισμένον θεφ καί εις κοινήν χρήσιν μηκέτι Λαμβανόμενον, ή τό άπηλλοτριωμένον θεού διά κακίαν· κατάθεμα δέ έστι τό συνθέσθαι τοίς άναθεματίζουσιν. Έρώτησις ρκβ. Εί ώραις καί ήμέραις τά καθ' ήμάς ού κατέχεται, πώς έν τφ γάμψ ό κύριος έλεγε τό Ούπω ήκει ή ώρα μου; καί ό εύαγγελιστής περί αύτού τό Ούδείς έβαλε τάς χειρας έπ' αύ­ τόν, ότι ούπω ήλθεν ή ώρα αύτού; Απόκρισις. Εί καί ώραις καί ήμέραις τά καθ' ήμάς ού κατέχεται, άλλ' όμως τών παρ' ήμών ή περί ήμάς γιγνομένων τά μέν γίνεται έν έπιτηδείψ καιρφ, τά δέ έν άνεπιτηδείω. Καλεί ούν ή θεία γραφή τόν έπιτήδειον πρός τό γινόμενον πράγμα καιρόν παρου­ σίαν τής ώρας, τόν δέ άνεπιτήδειον άπουσίαν τής ώρας. Καί έπειδή μετά τήν ποίησιν τού οίνου καιρόν έπιτήδειον ήγείτο ό κύριος τής έκ τού γάμου άναχωρήσεως, διά τούτο προ τής ποιήσεως τού οίνου ειπεν ό κύριος· Ούπω ήκεν ή ώρα μου. 3. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί πάλιν επειδή έν τφ καιρφ τού πάσχα τών Ιουδαίων έχρήν τόν κύριον συλληφθήναι καί παθεϊν ά έπαθε, διά τούτο προ τού πάσχα έρρήθη περί αύτού τό Αλλ' ούδείς έπέβαλεν επ' αύτόν τάς χειρας, ότι ούπω έλήλυθεν ή ώρα αύτού· ου τής άνάγκης τής ώρας κωλυούσης αύτού τήν σύλληψιν, αλλ' ή τού θεού πρόνοια [άλλον αύτή τόπον προωρίσατο· άλλως γάρ] τή άνάγκη τής ώρας έκωλύετο τού κυρίου ή σύλληψις, καί ούκ αν ταύτην προσήψεν ή θεία γραφή τώ χωρίω τώ τού τόπου. Άνεχώρησε, φησίν, ό Ιησούς είς τήν Γαλιλαίαν· ού γάρ ήθελεν έν τή Ίουδαίμ περιπατείν, ότι οί Ιουδαίοι έζήτουν αύτόν άποκτείναι. Αλλ' ούδέ προ τούτου είς Αίγυπτον άνεχώρει, ικανής ούσης τής άνάγκης τής ώρας φυλάττειν αύτόν άσύλληπτον. Έρώτησις ρκγ. Εί τό άγαθόν άπάντων έστί τό κάλλιστον, καί τό κακυνόμενον τών όντων έστί τό χείριστον, καί αγαθός μέν έστιν ό θεός, κακυνόμενος δέ ό άνθρωπος, πώς ούχ ό άνθρωπος άπάντων τό κάκιστον; Ούδέ γάρ τών όντων έτερον, ούρανού λέγω καί γής, άέρος, φωστήρων καί τών τοιούτων δυνάμεων, κακύνεσθαι κέκτηται. Απόκρισις. Εί άνθρώπου ένεκεν τά άλλα όνομασθέντα έστι, τά δέ τίνος ένεκεν ύπάρχοντα έλάττονα έκείνου έστί, κάλλιστος άρα έστιν ό άνθρωπος, ό ύπέρ τά δι' αύτόν ύπάρχοντα. Ει δέ καί αύτό τό κακύνεσθαι συντελεί τι προς τήν βελτίωσιν τού άνθρώπου, κάλλιστόν έστιν ό άνθρωπος, καί κατά τούτο ύπό τής θείας προνοίας τοίς κακωτικοίς ίατρευόμενος από τής ιδίας γνωμικής αύτού κακίας. Χρή δέ τόν βουλόμενον τό άγαθόν άνθρώπου καταμαθείν προς τό τέλος άποβλέπειν τό μετά τήν άποβίωσιν άποκείμενον άνθρώπιμ- εκείνος γάρ τής παρούσης ζωής έστιν ό καρπός, τουτέστι μακαριστής άτελεύτητος άντί τής όλιγοχρονίου κακυνομένης ζωής. Έρώτησις ρκδ. Εί τής έκάστου βιώσεως προγνώστης ό δεσπότης καθέστηκε, διά τί μή τών εύσεβών τάς ψυχάς έν σώμασιν εύσθενέσιν είσφκισεν; Εί δέ, θησαυρίζων αύτοίς τάς άμοιβάς έν 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τοις μέΛΛουσιν, έν τοις παρούσιν αύτούς συνεχώρησε θλίβεσθαι, διά τί μή πάντες έν ταίς θλίψεσιν όμοίως οί εύσεβείς έξητάζοντο, ώστε δήΛον έκ τούτου τό καλόν καί τό δεινόν διαδείκνυσθαι; Εί δέ άμφότερα παρ' άμφοτέροις εύρίσκεται, πώς ούκ άδηλος ό τό κρεϊττον έλόμενος; Πώς δέ ώς έτυχε τά πάντα φερόμενα άπρονόητα τά έν τφ κόσμψ ού δείκνυσιν, εύσεβούς καί άσεβούς ούκ ούσης τινός διακρίσεως; Απόκρισις. Ούκ έβούλετο ό θεός τοις παρούσιν ύπέρ άρετής τιμήσαι τούς αύτφ άνακειμένους. Τά γάρ έν τφ θανάτψ τών εύσεβών ούκ έστι μισθός άρετής· καί καθώσπερ λέγονται οί εύσεβείς μή είναι έκ τού κόσμου, ούτως καί ή δόξα αύτών καί ό πλού­ τος ούκ έστι γήινα. Όταν ούν όρώμεν προσόντα τοις εύσεβέσιν ά πρόσεστι καί τοις άσεβέσιν, άναλογισώμεθα έκ τού­ του μή είναι άξια τά παρόντα τών τής άρετής πόνων. Καί εί φαίνεται θεός τοις άνθρώποις ποτέ ύψώσας τινάς τών αύτφ άνακειμένων, ώς τόν Ιωσήφ καί τόν Δαυίδ, άλλ' όμως ού τάς άρετάς αύτών τούτοις άμειβόμενος, άλλά διά μέν τού Ιω­ σήφ τής τού ίσραηλιτικού γένους αύξήσεως προνοησάμενος, διά δέ τού Δαυίδ τήν τού πνεύματος βασιλείαν συνεστήσατο. Διαφέρουσι δ' οί εύσεβείς τών άσεβών έν τοϊς ύλικοϊς τε καί σω­ ματικούς ούδαμώς· πάντα γάρ πάρεστιν άμφοτέροις, τά τε ήδέα καί τά Λυπηρά· διαφέρουσι δέ άλΛήλων προηγουμένως μέν τή τε έλπίδι τών μελλόντων καί τοϊς ύπέρ τής εύσεβείας παθήμασιν, έπειτα δέ καί ταίς θείαις συμμαχίαις, έν αϊς πολλάκις περιβλέπτους έποίησεν ό θεός τούς ίδιους, ποτέ μέν τήν τών Αιγυπτίων δυναστείαν καταλύων, ποτέ δέ τούς Χαναναίους τοϊς Ίσραηλίταις ύποτάσσων, ποτέ δέ τών Ασσυ­ ριών τό θράσος κοιμίζων, ποτέ δέ τών Βαβυλωνίων καθαιρών τήν βασιλείαν, ποτέ δέ δρόμον τε καί στάσιν παρά φύσιν προστάσσων τφ ήλίφ. Έν τούτοις μέν ή πρόνοια διαδείκνυται τού θεού, έν έκείνοις δέ παρασκευάζει τούς εύσεβείς πρός άλλον βίον άφοράν, έν φ γίνεται κατά δόξαν τε καί άδοξίαν δικαίων τε καί άδικων ή διάκρισις. Έρώτησις ρκε. Εί άποδιδόναι κακόν άντί κακού ή λοιδορίαν άντί Λοιδο­ 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ρίας ό απόστολος ΠαύΛος άπηγόρευσε, πώς αύτός ών είπεν εναντία έπραξε, ποτέ μέν τφ άρχιερεί ποτέ δέ Αλεξάνδρψ τφ χαλκεί άρασάμενος; Απόκρισις. Εί μέν άντέτυπτεν ό ΠαύΛος τόν τυπτήσαντα αύτόν αρ­ χιερέα, ή άντεκάκωσε τόν κακώσαντα αύτόν Αλέξανδρον, ένήν Λέγειν ότι τά έναντία ών έδίδαξεν έπραττε. Τό δέ Λέγειν τά έκάστψ μέλλοντα συμβήσεσθαι παρά τού θεού, τφ μέν άρχιερεί· Τύπτε tv σε μέλλει ό θεός, τοίχε κεκονιαμένε· τφ δέ Αλεξάνδρψ τό Αποδφη αύτφ κύριος έν έκείνη τή ημέρα· ούκ έστιν ούτε κατάρα ούτε Λοιδορία, άλλά προρρήσεις πρέπουσαι άνδρί άποστόλφ, μή έκδικούντι έαυτόν άλλά διδόντι τόπον τή όργή. Έρώτησις ρκφ. Εί τούς εύσεβείς αμείβεται ό θεός τή κατά τόνδε τόν βίον Λαμπρότητι, ώς τόν Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ καί τούς έξ αύτών πλούτψ καί εύπαιδίμ καί καρπών εύφορίμ, πόθεν καί τά όμοια παρείχοντο ΈΛΛησιν, ήνίκα τά είδωλα πανταχού έθεράπευον; Πώς δέ ό έλληνισμός ού δείκνυται όσιώτερος, ότι, έως μέν έκείνος κατείχε τάς πόλεις, πάσαν αί πόλεις καί οί άγροί εύπραγίαν καί εύθηνίαν έκέκτηντο, καί ταύτα συχνότερον πολεμούμεναι, άφ' ού δέ αύτάς τό χριστιανικόν κατέλαβε κήρυγμα, καί οίκων καί οίκούντων καί τής Λοιπής εύθηνίας κατέστησαν έρημοι, καί μόλις τά Λείψανα τών πάλαι ύπό τών Ελλήνων γεγενημένων κτισμάτων κατέχουσαι τό ποτέ πόλεις γεγενήσθαί δεικνύουσι, τής παλαιάς εύθηνίας καί τής νέας έρημίας έκατέρας τάς θρησκείας αίτιας άμφοτέρων προφέρουσαι; Απόκρισις. Παρά τού δεσπότου θεού, τού τόν ήλιον αύτού άνατέλΛοντος έπί πονηρούς τε καί άγαθούς καί βρέχοντας έπί δι­ καίους καί άδικους, άμφοτέροις χορηγείται ή κατά τόν παρόντα βίον σωματική Λαμπρότης (ού γάρ τή δυνάμει ό κόσμος γεγένηται, τούτου καί τή προνοίμ διοικείται), ίνα γούν εαυτούς όρώντες οί δίκαιοι πλεονάζοντας μέν έν τοις ύπέρ τής εύσεβείας πόνοις, ίσαζομένους δέ τοίς άσεβέσι τοις βιωτικοις, 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας βίον έτερον προσδοκήσωσιν, έν ώ γίνεται τις διαφορά τιμής τε καί τιμωρίας, δικαίων τε καί άδικων τήν διανομήν, καθάπερ είρηται. Ότι δέ κρατούντας τού έΛΛηνισμού έγίνοντο οί άφανισμοί πόΛεών τε καί άγρών, μαρτυρεί ή ερημιά τών Βαβυ­ λωνίων καί Ασσυριών καί τής Νινευΐ καί ετέρων πολλών εθνών- ποια δέ πόλις τών άμφοτέρων πόλεων κρατούντας τού χριστιανισμού ήρημώθη, ούκ έστι δειξαι. Από δέ τής εύθηνίας τε καί εύφορίας οίκήσεών τε καί έρημίας πόΛεών τε καί άγρών ούκ ένεστι τεκμήρασθαι τών κρειττόνων τήν όσιότητα, τού δεσπότου θεού τών τοιούτων πρός τό Λυσιτελές πάσι τοίς άνθρώποις τήν παροχήν ποιούντος καί τήν άφαίρεσιν· κρίνεται δέ τών κρειττόνων ή όσιότης έκ τών κατά προαίρεσιν ύπ' αύτών πραττομένων καλών. Τό δέ άνθρώπους προσαγαγείν τοίς δαίμοσιν είς θυσίαν (Έθυσαν, φησί, τούς υιούς αύτών καί τάς θυγατέρας αύτών τοίς δαιμονίοις) καί τό τοίς άψύχοις τήν θεφ πρέπουσαν προσφέρειν τιμήν τών Ελ­ λήνων κρατούντων έγίνετο· τό δέ κωλύεσθαι τάς τοιαύτας έλΛηνικάς άνοσιουργίας τών Χριστιανών κρατούντων έγίνετο. Χρή ούν άπό τών τοιούτων Χριστιανών γνωρίζειν τήν όσιότητα, καί μή άπό τής εύθηνίας τε καί οίκήσεως, πόΛεών τε καί άγρών. Τοσούτον δέ πλεονάζει ό χριστιανισμός καί έν τούτοις, όσον κρατούντας αύτού έλαττον πολεμείται ό κόσμος ών έπολεμείτο κρατήσαντος τού έΛΛηνισμού. Έρώτησις ρκζ. Εί τό άναιρούμενον ύπό τού άναιρούντος άπόΛΛυται, καί τό άναιρούν φαυλότητι τά τής άπωλείας έργάζεται, πλείστα δέ τοιαύτα έν τοίς έμψύχοις πάντων τών άΛόγων εύρίσκεται, καί έν αύτοίς έστι θεάσασθαι ού μόνον κατ' άΛΛήλων άλλά καί κατ' άνθρώπων τά τής έπιβουλής έπεκτεινόμενα, πώς άληθεύει ό Λέγων ότι ό θεός πάντα καλά καί Λίαν καλά έποίησεν; Εί δέ άληθεύει, αγαθά δέ καί φαύλα έν τή κτίσει ύπάρχουσι, πώς τά μέν άγαθά άγαθού, τά δέ φαύλα φαύλου δημιουργού ού γνωρίζονται, καί δύο έναντίαι άρχαί κατά Μανιχαίους δείκνυνται; Εί δέ ή άναίρεσις τών άναιρουμένων έπ' άγαθφ τινι γίνεται, καθώς τούτο παρ' ένίοις ύπείληπται, πώς ούκ ήν άγαθώτερον τό έν άρχή έκ τού μή όντος είς τό είναι 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας αύτών κωΛυθήναι τήν πάροδον; Απόκρισις. Ό έκ τής δημιουργίας τών εμψύχων Λογικών τε καί αλό­ γων περί τού δημιουργού άκόΛουθον ποιούμενος τήν ζήτησιν, κατά τήν φύσιν αύτών, όφείΛει άποβΛέπειν τήν κατά τόν τού δημιουργού όρον άγουσαν τά θνητά πάντα ώσπερ εις γένεσιν, ούτως καί εις φθοράν αύτά καί άπώΛειαν. Εί δέ κατά ταύτα μέν ζώου κατά Λόγον ούκ έστι διαφορά, τών δέ άδιαφόρων εις καί ό αύτός έστι δημιουργός, ήν δέ έκ τής άΛΛήΛων έπιβουΛής ύπομένουσιν άπώΛειαν, κατά τήν θείαν πρόνοιαν συγκεχώρηταισυμβαίνειν αύτοίς. Είγάρ, ύποκειμένων αύτών τή τε κατά φύσιν καί τή κατά έπιβουΛήν φθορμ τε καί άπωΛείμ, ού παρητήσαντό τινες θεοποιήσαι αύτά, ποσά) μάΛΛον άν έθεοποιούντο, εί βΛάβης τε καί άπωΛείας διά παντός μεμενήκασιν έκτος; Ένα ούν άφ' ών ύπομένουσιγνωρισθώσιν άπερ είσί, τουτέστιν άνάξια τής τού θεού τιμής τε καί προσηγορίας, διά τούτο καί φύσει καί έπιβουΛή ύπό [άΛΛήΛων φθοράν τε καί άπώΛειαν ύπομένο]υσι. Γέγονε δέ τά άλογα ζώα τά μέν έπί ύπουργίμ άνθρώπου, τά δέ εις τροφήν, τά δέ εις παιδείαν, ώς τό Όδόντας θηρίων έπαποστεΛώ έπ' αύτούς μετά θυμού συρόντων έπί γής. ΑΛΛ' εί άγαθόν έστι τό τρέφεσθαι τόν άνθρωπον έκ τών άλογων ζώων καί ύπουργείσθαι ύπ' αύτών καί παιδεύεσθαι δι' αύτών, άγαθή άρα ή εις τό είναι αύτών πάροδος καί άδιάβΛητος έπί φαυΛότητι φύσεώς τε καί τής έξ αύτών χρείας. Εί δέ τούτο, δήΛον ότι ενός δημιουργού άγαθού έστι πάντα τά άλογα ζώα δημιουργήματα. Έρώτησις ρκη. Εί τήν προΛεχθείσαν φαυΛότητα φθόνψ τής τών άνθρώ­ πων σωτηρίας έν τοίς άνθρώποις ό έχθρός κατεργάζεται, μηχανώμενος διά τούτων ταϊς μεΛΛούσαις αύτούς ύποβάΛΛειν κοΛάσεσι, τά άλογα δέ μήτε σωτηρίαν μήτε τιμωρίαν έν τοίς μέΛΛουσι κομίζεσθαι μέΛΛοντα, καί διά τούτο άποΛέμητον έχοντα [τήν φαυΛότητα], πώς ού μόνη φαυΛότητι φύσεως τά φαύλα μετέρχονται; Απόκρισις. Τό έπί φαυΛότητι πράξεως διαβάΛΛειν τών άλογων τάς 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φύσεις ούκ έστιν εύλογον. Τών γάρ λόγου μετεχόντων έστι τό άγαθώς ή φαύλως διαπράξασθαι, ούχί τών λόγου άμετόχων. Καί επειδή διά τήν προλεχθείσαν χρείαν γέγονε τών άλογων ή φύσις, διά τούτο δήλον ότι, άγαθής ούσης τής χρείας, άγαθόν έστι καί ή φύσις. Έρώτησις ρκθ. Εί άπλούν μέν τό καθ' εαυτό, ώς έπί τών κατά τά γράμ­ ματα στοιχείων, οιον ιώτα, σύνθετον δέ τό μεθ' έτέρου, οιον πί, καί τώ τής αύτής είναι ούσίας άμφότερα, τό τε ιώτα καί τό έκ τριών ιώτα συγκείμενον, ούκ άφαιρείται τό έξ άμφοτέρου συγκειμένου σύνθετον, πώς ό θεός άσύνθετος λέγεται, τήν έκ δύο προσώπων όμοουσίων νοουμένων, πατρός λέγω καί υιού, καί ενός προσώπου ίδιαζούσης ούσίας έκ τού προχείρου ύπόνοιαν διδόντος, τού πνεύματός φημι τού άγιου, τήν σύνθεσιν έχων, καί εις καλείται καί άπερίγραπτος, τοσαύτης καί τοιαύτης ούσης τής τών ύποστάσεων αύτού, είτουν τών προσ­ ώπων, διακρίσεως καί διαιρέσεως; Απόκρισις. Τό ιώτα καί τό πί κατ' ούσίαν άλλήλων ούδέν διαφέρουσι. Γραμμή γάρ ύπάρχει έκάτερον. Γραμμή δέ γραμμής, ή γραμμή, ούδέν διαφέρει. Διαφέρει δέ τό ιώτα τού πί τή τοιμδε θέσει, καθ' ήν τούτο μέν ιώτα, τούτο δέ πί ύπάρχει. Καί τό μέν πί, ή γραμμή έστιν, έν έστιν· ή δέ πί έστι, τριάς έστι, καί σύνθετον καί γενητόν. Κατά μέρος γάρ καί χρονική παρατάσει τό είναι πί ύπέστη ύπό τού συμβεβληκότος καί πεποιηκότος αυτό. Χρή ούν τόν κατά τινα φυσικήν αναλο­ γίαν θεωρείν πειρώμενον τόν ύπέρ φύσιν όντα έκείνα μόνα λαβείν έκ τής άναλογίας τά άρμόττοντα τφ έκ τής άναλογίας θεωρουμένψ· οιον τό έν καί τό τρεις πρόσεστι τφ πί καί τώ θεφ, άλλα τφ μέν πίγενητώς καί συνθέτως, τφ δέ θεφ άγενήτως τε καί άσυνθέτως· ό γάρ μή έχων τόν πεποιηκότα καί συντεθεικότα ούτε γενητός έστιν ούτε σύνθετος. Διό έπί μέν τού θεού τήν άίδιον λέγομεν συνύπαρξιν, ούκέτι δέ καί σύνθεσιν, έπί δέ τού πί τήν σύνθεσιν, διά τήν κατά μέρος αύτού γένεσιν. Εις τοίνυν έστιν ό θεός, ή τριάς τή μονάδι τής ού­ σίας, χωρίς πάσης κατά τούτο διαιρέσεως καί διακρίσεως, 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ώσπερ εν τό πί τή μονάδι τής γραμμής χωρίς πάσης τής κατά τούτο διαιρέσεως καί διακρίσεως. Διαφορά δέ έστιν έν μέν τή άγια τριάδικατά τούς τρόπους τής τών υποστάσεων ύπάρξεως, έν δέ τφ πί κατά τήν ποιάν θέσιν τής γραμμής. Έρώτησις ρλ. Εί διά τό καθ' Έλληνας σφαίραν είναι τόν ουρανόν καί κινείσθαι έν τόπψ, πώς διά τό ώς καμάραν πεπήχθαιή ώς δέριν κατά τήν γραφήν έκτετάσθαι ό ουρανός ούκ έν τόπψ έστίν; Ώσπερ γάρ τό κινούμενον, ούτως καί τό πηγνύμενον έν τόπψ άνάγκη νομίζεσθαι. Εί δέ τούτο, πώς τήν έπί τή περιγραφή τού ούρανού παρ' άλάήλων κατάγνωσιν δικαίαν ούχ έζομεν; Εί δ' ό ούρανός κατ' άμφοτέρους έν τόπψ, καί έκατέροις ή τού τόπου ποιότης καί ποσότης καθέστηκεν άγνωστος, τί πλέον θάτεροι θατέρων κατεγνώσθαι δυνάμεθα, τής περί τών προλελεγμένων καταγνώσεως καί άγνοιας έκατέρους έπ' ίσης κατεχούσης; Απόκρισις. Εί μέν γάρ έλεγον οι Χριστιανοί τόν ούρανόν μή είναι έν τόπω, καθάπερ λέγουσιν οι Έλληνες, ίση άν έμελάεν ε ίναι ή παρ' άλλήλων κατάγνωσις, λεγόντων μέν μή είναι τόν ού­ ρανόν έν τόπψ, φωναϊς δέ σημαντικαίς τού έν τόπψ είναι τόν ούρανόν προς άλλήλους χρησαμένων. Εί δέ τού μέν σφαίραν είναι τόν ούρανόν καί σφαιρικώς κινείσθαι άδυνάτου όντος, τού δέ ώς καμάραν είναι αύτόν δυνατού δεικνυμένου, ούδεμία άρα ή τών Χριστιανών έπί τή άγνοια κατάγνωσις. Περί δέ τού τόπου έκ τών καθ' ήμάς στοχαζόμεθα περί αύτού ότι, ώσπερ παρ' ήμίν, όταν ή περιφερές τι σώμα ομαλόν τε καί κοίΛον, πανταχόθεν ίσοπεριμέτρητον, έάν πωμασθή έπί τά ύδατα, βαστάζεται ύπό τών ύδάτων, τούτψ τφ τρόπψ βαστά­ ζεται ό ούρανός ύπό τών ύδάτων. Ό τανύσας, φησί, τόν ούρανόν ώς καμάραν. Τφ τής καμάρας όνόματι τό περιφερές έδήλωσε τού σώματος τού ούρανού. Βαστάζει ούν τόν μέν ούρανόν τά ύδατα, τά δέ ύδατα ή γή, τήν δέ γήν τό θειον πρόσταγμα. Ό κρεμάσας, φησί, τήν γήν έπ' ούδενός. Έρώτησις ρλα. Εί οί εύαγγελισταί Ματθαίος τε καί Λουκάς, τό κατά 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σάρκα γενεαλογούντες τόν κύριον, ό μέν τήν κατά φύσιν, ό δέ τήν κατά νόμον γενεαλογίαν συνέγραψε, διά τό ούτως τά κατά τών Ιουδαίων συνίστασθαι, πώς ό μακάριος Λουκάς ού δείκνυται τφ Ματθαίψ μαχόμενος, πλείονας τούς κατά νόμον τών κατά φύσιν τού Χριστού γεννήτορας διά τού οικείου εύαγγελίου έκθέμενος, τούναντίον παρ' αύτού γραφήναι όφείλοντας, επειδή ήσσονας τούς κατά θέσιν τών κατά φύσιν πατέρων άναλογίζεσθαι άνάγκη; Ενδέχεται γάρ γενέσθαι κατά νόμον [πατέρα, τετελευτηκότος] τού κατά φύσιν πατρός τού παίδα γεννήσαντος. Πώς ούν, καθάπερ έφην, παρά τοίς εύαγγελισταίς ή [γενεαλογία ούκ] άντέστραπται, καί ό Λουκάς, ίσους μάλλον δέ ήσσονας τούς κατά νόμον τών κατά φύσιν όφείλων τούς τού Χριστού όνομάζειν γεννήτορας, πλείονας όνομάζων εύρίσκεται; Εί δέ έν τή γενεαλογίμ έαυτοίς καί άλλήλοις μαχόμενα λέγουσι, πώς έν τοίς λοιποίς περί τού σωτήρος διδάγμασι τό άξιόπιστον κεκτήσθαι δυνήσονται, έκ προοιμίων προς άντίρρησιν κινούντες τόν μετά λόγου τή ήμετέρα θρησκεία προστεθήναι βουλόμενον; Απόκρισις. Έν τή γενεαλογίμ τή κατά Λουκάν ό Ήλεί μόνος έστί πατήρ τού Ιωσήφ κατά τόν νόμον· άπό δέ τού Ήλεί έως τού Ναθάν πάντες οί ύποτεταγμένοι κατά φύσιν είσιν υιοί τών ύπερτεταγμένων, τών διά τήν σχέσιν, ήν έχει ό Ήλεί προς τόν Ιωσήφ, πάππων καταλογιζομένων, τού Ιωσήφ μέν μ[όνου] κατά τόν νόμον, τών λοιπών δέ πάντων κατά φύσιν. Τούτου δέ ούτως νοούμενου, άναιρείται πάσα ή τών εύαγγελιστών έπί τή άντιλογίμ διαβολή, ή έκ τής παρανοίας τών εκεί­ νων φωνών νομισθείσα τοίς παρανοήσασιν. Έρώτησις ρλβ. Εί κατά τόν μωσαϊκόν νόμον ό άδελφός τού τελευτήσαντος άπαιδος τήν γυναίκα τού μετηλλαχότος λαμβάνων έπαιδοποίει έξ αύτής, κατά φύσιν μέν έαυτφ, κατά νόμον δέ τφ άδελφφ, άρα, εί συνέβη τόν περιόντα άδελφόν έχειν γαμετήν, σύν ταύτη καί τήν τού τελευτήσαντος άδελφού γαμετήν είς γυ­ ναίκα έλάμβανε; Καί πώς τούτο ούκ άτοπον; Εί δέ ή τοιαύτη καί στείρα έτύγχανε, πώς προς τφ άτόπψ καί τό άνωφελές ό 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας γάμος ούκ έπήγετο, καί του νόμου τό πρόσταγμα πανταχόθεν έδείκνυτο άπορον, του τεΛευτήσαντος ού λαμβάνοντος τό διά παιδοποιΐας μνημόσυνον; Τί δέ καί τφ άποθανόντι προσγίνεται τό όφελος, τό διά παιδοποιΐας ετέρου εκείνον μετά τέλος πατέρα άλλοτρίας γονής όνομάζεσθαι; Απόκρισις. Τού νόμου μή κωλύσαντος τούς Ίσραηλίτας γυναίκα λαβείν εί βούλοιντο, ού μόνον συγγενίδα άλλά καί αίχμαλωτίδα καί παλλακίδα, ούδέν άρα άτοπον ούδέ βλάπτει έκ τού γυναίκα έπί γυναικί λαβείν [τόν περιόντα] άδελφόν τού τετελευτηκότος, τού νόμου μή καταλυομένου. Πάσα γάρ άτοπία έπί τή παραβάσει τού νόμου ύφίσταται. Κάν συμβαίη δέ [στείραν τήν τού τελευτήσαντος γυναήκα ύπάρχειν, άλλ' άδηλον τούτο [είναι δύνατ]αι τή γυναικί· τφ δέ άδήλψ ούκ έστι [παραβήναι ή] παριδεΐν τόν νόμον. Έτέθη δέ ό νόμος ούτος, ίνα ών άφείλετο ό θάνατος τόν τετελευτηκότα, τουτέστι τής τε πατρότητος καί τού κληρονόμου, ταύτα παράσχη αύτφ τή τού νόμου προνοίμ. Είγάρ μνημοσύνης ένεκεν καί κληρονομιάς πρός τόν γάμον οί άνθρωποι έρχονται, δήλον ότι, φ[τινι άν τρόπψ] παρακληθείη θεός ταύτα παρασχεΐν άνθρώποις, ανωφελές ού γίνεται τό πράγμα. Πρόσεστι δέ τούτψ τφ νόμμ> καί έτερόν τι ώφέλιμον, ίνα ταύτη τή έπιγαμίμ ό κληρονόμος μείνη έν τή αύτή φυλή καί μή μεταβή είς έτέραν φυλήν. Καί έπειδή άπαξ συναφθείσα ή γυνή τφ άνδρί τφ πρώτψ έν σώμα γέγονε, διά τούτο ού γίνεται πατήρ άλλοτρίας γονής ό τελευτήσας, άλλά τού έκ τού ίδιου αύτού σώματος τικτομένου. Ώσπερ γάρ ό τικτόμενος έκ τής τοιαύτης συνάφειας ονομάζεται τού τελευ­ τήσαντος, ούτως καί ή γυνή έκείνου ονομάζεται γυνή. Έρώτησις ρλγ. Εί ό προλεχθείς νόμος προ τών χρόνων τού Δαυίδ τοίς Ίσραηλίταις έντέταλται, πώς ό εύαγγελιστής Ματθαίος τών κατά φύσιν πατέρων προ τού Δαυίδ καί μετά τόν Δαυίδ έμνημόνευσεν, ό δέ Λουκάς προ μέν τού Δαυίδ τών κατά φύσιν, μετά δέ τόν Δαυίδ τών κατά νόμον πατέρων τήν μνήμην πεποίηται; Καί εί τά ονόματα τών κατά φύσιν καί κατά νόμον πατέρων άπαραλείπτως μετά τήν μετοίκησιν Βαβυλώνας έν 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ταίς θείαις γραφαίς ούχ εύρίσκεται, άλλά κατά άπόφασιν γέγραπται, πώς τά κατά άπόφασιν γραφέντα ύπό τών άκριβεστέρων [άποδεχθήναι] δυνήσονται; Απόκρισις. Καί ό Λουκάς τών κατά φύσιν πατέρων τού Ήλεί έμνήσθη, τών τε προ τού Δαυίδ καί τών μετά τόν Δαυίδ. Ό δέ Ήλεί μόνος ήν κατά τόν νόμον πατήρ τού Ιωσήφ, τού διά τήν κατά νόμον υίότητα έως τού Ναθάν κατά τήν αύτήν σχέσιν άναγομένου. Τό δέ τόν δεσπότην Χριστόν όνομασθήναι υιόν τού Ιωσήφ δύο πατέρας έσχηκότος, τόν μέν κατά νόμον, τόν δέ κατά φύσιν, ή θεία χάρις φκονόμησεν, ϊνα, όταν άκούωμεν τόν Χριστόν υιόν μέν όντα τού Ιωσήφ, μή γεννηθέντα δέ κατά φύσιν έξ αύτού, μή ξενισθώμεν. Ώσπερ γάρ αύτός ό Ιωσήφ υιός μέν έκλήθη τού Ήλεί, μή γεννηθείς δέ έξ αύτού, ότι τφ θείψ νόμψ ούτως έδοξεν έκ τής γυναικός τού Ήλεί δούναι υιόν τφ Ήλεί, ούτως έδοξε τφ θεφ έκ τής γυναικός τού Ιωσήφ δούναι υιόν τφ Ιωσήφ μή γεννηθέντα κατά φύσιν έξ αύτού. Ιωσήφ, φησίν, υιός Δαυίδ, μή φοβηθής παραλαβειν Μαριάμ τήν γυναίκά σου. Τό γάρ έκ γυναικός τίνος χωρίς πορνείας τικτόμενον υιός έστιν έξ ανάγκης τού άνδρός καί τής γυναικός, φ τρόπψ βούλεται ό θεός δούναι υιόν τφ άνδρί, ή διά συνά­ φειας ή χωρίς συνάφειας. Ούκ άποφάσει δέ χρώμενοι οί εύαγγελισταί τήν έκθεσιν έποιήσαντο τών έν ταις γενεαλογίαις όνομασθέντων, άλλά ταίς έγγράφοις ίστορίαις. Εβραίοι γάρ ήσαν έξ Εβραίων οί τάς γενεαλογίας συγγραψάμενοι άγιοι εύαγγελισταί, παρ' οίς πολλή τις ήν σπουδή τού έγγράφως έχειν τής βασιλικής τε καί ιερατικής φυλής τήν γενεαλογίαν. Αμέλει μετά τήν έκ Βαβυλώνας έπάνοδον ό Έσδρας, ούς ούχ εύρεν έν τφ τών ιερέων καταλόγω γενεαλογουμένους, τούτους έξέβαλεν άπό τής ιερατικής λειτουργίας. Καί τούτο δείκνυται έκ τής βίβλου τών Παραλειπομένων. Έρώτησις ρλδ. Εί τόν νόμον τοίς Ίσραηλίταις ό θεός διά Μωϋσέως κατέπεμψε, πώς έν πλείοσι τόποις τής θείας γραφής ού νό­ μος άλλ' αύτός ό νομοθέτης ό Μωύσής ονομάζεται; Άπόκρισις. 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Έθος έστιν ού μόνον τοίς άνθρώποις, άλΛά καί τή θείμ γραφή, τφ του είρηκότος τόν Λόγον όνόματι όνομάζειν τόν Λό­ γον, εις δήλωσιν του τίνος έστίν ό Λόγος, ώς τό Έκάθητο ό εύνούχος έπί τού άρματος καί άνεγίνωσκε τόν προφήτην Ήσαίαν, καί πάΛιν Τό βδέλυγμα, φησί, τής έρημώσεως τό είρημένον τφ προφήτη ΔανιήΛ. Ωσαύτως δέ καί ήμιν έθος Λέγειν· Έκτησάμην τόν προφήτην Ιερεμίαν ή τόν άπόστοΛον. Έρώτησις ρλε. Εί άΛηθινός έστιν ό Χριστός ό τήν πράξιν καί τήν κΛήσιν κατά τήν θείαν γραφήν έπιδεικνύμενος, ΈμμανουήΛ δέ καΛείσθαι τόν Χριστόν ή θεία γραφή προηγόρευσε, πώς άΛηθινός ό κύριος νομισθήσεται ό μετά τό τεχθήναι μηδαμού τού Έμ­ μανουήΛ τήν προσηγορίαν δε ξάμένος; Ούδείς γάρ τόν έΛθόντα Χριστόν τή κΛήσει τού ΈμμανουήΛ έπίΛέξεως προσηγόρευσεν. Απόκρισις. Εί έν τοίς εύαγγελικοίς διηγήμασι περιέχεται τών θείων περί Χριστού προρρήσεων ή έκβασις, παραδέδωκε δέ ήμίν αύτόν είναι τόν κατά θείαν πρόρρησιν προορισθέντα τφ τού ΈμμανουήΛ καΛείσθαι όνόματι ό μακάριος Ματθαίος, πώς ού καλείται τφ τού ΈμμανουήΛ όνόματι; Ού διέΛιπε δέ ή άγια τού θεού έκκΛησία, [μα]θούσα έκ τής διδασκαλίας τού άγιου εύαγγεΛίου, ΈμμανουήΛ όνομάζειν τόν κύριον. Έχομεν δέ έν τή όνομασίμ τού Χριστού πάσας τάς Λοιπάς ονομασίας τού Χριστού περιεχομένας, είκαί μή πάσαις άεί κεχρήμεθα. Ούδέ γάρ έπειδή καλείται ΈμμανουήΛ έστι, άΛΛ' έπειδή έστι κα­ λείται. Έρώτησις ρλφ. Εί τό τούς γονέας άθετείν ύπό τής θείας γραφής άπηγόρευται, καί ό μετιών τά άπηγορευμένα άμαρτωλός ονομάζεται, πώς έν διαφόροις τόποις τούς οικείους γονείς ό δεσπότης Χριστός άθετήσας άναμάρτητος δείκνυται; Έν μέν γάρ τφ γάμψ, διά τό Τί έμοί καί σοίγύναι; τή μητρίΛέγειν, έπέπληξεν. Ήνίκα δέ θεάσασθαι αύτόν ή μήτηρ ήθέλησε, μη­ τέρα καί άδελφούς τούς τό θέλημα τού θεού ποιούντας ώνόμασε. Καί πάλιν, ότε έμακαρίζετο ή βαστάσασα αύτόν κοιλία 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός "Ελληνας καί οι μαστοί οΰς έθήΛασε, τούς ποιούντας τό θέλημα του θεού αύτός έμακάριζεν. Άπερ άπαντα έφ' ύβρειτής μητρός παρ' αύτού νομίζονται Λέγεσθαι, διότι, τής μητρός αύτού όνομασθείσης καί μακαρισθείσης, κατά άντιδιαστοΛήν αύτής ύπ' αύτού έμακαρίσθησαν έτεροι. Ή δέ άντιδιαστολή δήΛον ότι έπ' έναντίων πραγμάτων Λαμβάνεται. Άλλως τε εί τήν άγίαν παρθένον είς τήν τοσαύτης οικονομίας ύπουργίαν έκΛέλεκται, πώς άναξία μακαρισμού κατά τά προλεχθέντα ή παρ­ θένος νενόμισται; Εί δέ τά -ηθέντα έναντίως έχει πρός άλΛηλα, πώς τά άΛΛήΛοις έναντία τήν παρ' άΛΛήλων ού Λαμβάνε ι κατάλυσιν; Απόκρισις. Τό Τί έμοί καί σοί γύναι; ού πρός έπίπληξιν ειρηται τή μητρί ύπό τού σωτήρος, άΛΛά πρός ένδειξιν τού μή ήμάς, φησίν, είναι τούς άναδεδεγμένους τού έν τώ γάμψ άναλισκομένου οίνου τήν φροντίδα· όμως έκ πολλής άγάπης, εί θέλεις, ϊνα μή Λείψη αύτοίς οίνος, είπέ τοις ύπηρέταις ϊνα ποιήσωσιν ά λέγω αύτοίς, καί βλέπεις ότι ού μή λείψει αύτοίς οίνος· όπερ καί γέγονεν. Ούκ άν ούν Λέξει τήν μητέρα έπέπληξεν, ήν τοις έργοις έτίμα. Έν δέ ταϊς άλλαις φωναϊς ούχ ώς άποστερών τήν μητέρα τής πρεπούσης τιμής, άλλά δείκνυσι κατά ποιαν μητρότητα μακαριστή έστιν ή παρθένος. Είγάρ ό άκούων τόν Λόγον τού θεού καί φυλάττων αύτός άδελφός έστι τού θεού καί άδελφή καί μήτηρ, προσήν δέ τή μητρί αύτού άμφότερα, δήλον ότι κατά ταύτην τήν μητρότητα έχρήν μακαρίζεσθαι τήν μητέρα αύτού· τό γάρ άκούειν τόν Λόγον τού θεού καί φυλάττειν άρετής έστι καί καθαράς ψυχής, όλης πρός τόν θεόν βλεπούσης. Καί έπειδή ού τήν τυχούσαν γυναίκα έπεΛέξατο ό θεός γενέσθαι μητέρα τού Χριστού, άλλά τήν πασών γυναικών ταϊς άρεταϊς ύπερκειμένην, διά τούτο καί ό Χριστός άπό ταύτης τής άρετής έβούλετο μακαρίζεσθαι τήν μητέρα αύ­ τού, δι' ής ήξιώθη παρθένος μήτηρ γενέσθαι. Ότι δέ πρός άτιμίαν ή άπείθειαν γονέων ούδαμώς έμφαίνεται ό Χριστός πεποιηκώς τι, μαρτυρεί Λουκάς ό εύαγγελιστής, λέγων περί αύτού ότι Κατέβη μετά Ιωσήφ καί Μαρίας άπό Ιερουσαλήμ, καίήν ύποτασσόμενος αύτοίς. 3· Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Έρώτησις ρλζ. Εί προ τού τάφου ή Μαρία τόν κύριον τφ μύρω ήλειψεν, ήμείς δέ τού πάθους καί τής άναστάσεως αύτού έν τφ βαπτίσματι τελούμεν τά σύμβολα, πώς πρώτον μέν έλαίω χριόμεθα, έπειτα δέ τά προλεχθέντα έν τή κολυμβήθρμ τελέσαντες σύμβολα τφ μύρψ σφραγιζόμεθα ύστερον, καί κατ' έναντίωσιν τών περί τόν κύριον γεγονότων ταύτα ποιείν ού νομίζομεν, εί γε πρώτον ό κύριος τφ μύρω ήλείψατο καί ύστερον έπαθε; Πώς δέ καί ού περιττή ή χρισις τού ελαίου προσφέρεται τοίς βαπτίζεσθαι μέλλουσιν, εί γε μονω τφ μύρω προς τφ πάθει έχρίσθη ό κύριος; Απόκρισις. Επειδή ά ποιεί [ή εκκλησία προς] τόν ένταφιασμόν μετά τόν θάνατον αύτού ποιεί τού ένταφιαζομένου, ή δέ μακαρία Μαρία προ τού θανάτου έμύρισε τόν κύριον (κατά τό γεγραμμένον· Ό έποίησε, φησίν, αύτη προς ένταφιασμόν μου έποίησε· προλαβούσα γάρ έμύρισέ μου τό σώμα· τό δέ Προλαβούσα άντί τού Προ τού δέοντος καιρού έμύρισέ μου τό σώμα), διά τούτο ούδέν γίνεται κατ' έναντίωσιν, άλλά τό έπί τού κυρίου γεγονός προ τού καιρού τούτο έπί τών βαπτιζομένων γίνεται έν τφ δέοντι καιρφ. Χριόμεθα δέ τφ παλαιφ έλαίψ ϊνα γινώμεθα χριστοί, τφ δέ μύρψ προς άνάμνησιν τού τήν χρίσιν τού μύρου ενταφιασμόν έαυτού λογιζομένου, καί τύπψ μέν έπί τού παρόντος, άληθείμ δέ έπί τού μέλλοντος είς τήν κοινωνίαν τών τε έαυτού παθημάτων καί τής δόξης ή μάς καλεσαμένου σωτήρος Χριστού. Έρώτησις ρλη. Εί δίκαιός έστιν ό τόν ήμαρτηκότα ύπέρ ών ήμαρτε τι­ μωρούμενος, πώς δίκαιος ό θεός ό τοσούτον λαόν διά πταί­ σματα θανατώσας έτέρων; Λέγω δέ πταίσαντας τόν Ιωνάθαν καί τόν Δαυίδ· τόν μέν έξ άγνοιας λύσαντα τήν νηστείαν τή γεύσει τού μέλιτος, τόν δέ προπετώς τόν λαόν άριθμήσαντα. Εί δέ τις λέγοι ώς τών ύπηκόων ό θάνατος έπί τιμωρίμ τών άρχόντων έγίνετο, πώς ούκ άδικεϊ τούς άναιτίους ύποβάλλων κολάσεσιν; Έναντιούται δέ τή λεγούση γραφή ότι Ψυχή ή άμαρτήσασα αύτή άποθανεϊται. 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Απόκρισις. Ότι πικροτάτη τιμωρία τών ήμαρτηκότων βασιΛέων ή τι­ μωρία του Λαού, δηΛοί αύτός ό μακάριος Δαυίδ, δεόμενος τού θεού είς αύτόν τε καί εις τόν οίκον αύτού μεταγαγείν άπό τού Λαού τήν πΛηγήν. ΣάΛος γάρ έστι τής βασιΛείας ή μείωσις τών βασιΛευομένων. Ώσαύτως δέ καί ό ΣαούΛ έμεΛΛεν άναιρείν τόν υιόν αύτού Ίωνάθαν, ίνα τή άναιρέσει αύτού τήν πΛηγήν ίάσηται τού Λαού, εί μή φθάσας ό Λαός ώμοσε μή άποθανείν έάσαι τόν Ίωνάθαν. Καί ώς σύγκειται ό άνθρωπος έκ ψυχής καί σώματος, ούτως καί ή βασιΛεία σύγκειται έκ τού βασιΛέως καί τών βασιΛευομένων. Καί ώσπερ, άμαρτήσας ό άνθρωπος άμάρτημα διά χειρός κάν τυπτηθή είς τόν νώτον, ούκ άδικει ό τυπτήσας αύτόν, ούτως ούκ άδικεί θεός έπί τοίς τών βασιΛέων πταίσμασιν τόν Λαόν τιμωρούμενος. ΜεγάΛως γάρ ο'ίδεν άνιάν τούς βασιΛείς ή πΛηγή τού Λαού. Τής γάρ βασιΛείας έστι τιμωρία ή πΛηγή τού Λαού. Έρώτησις ρΛθ. Εί εις έστι θεός ό θεός, δήΛον ότι καί πάντα κέκτηται τό είναι έν· οίον τό άπΛούν ή τό σύνθετον, τό θνητόν ή τό άθάνατον, τό γεννητόν ή τό άγέννητον, τό γεννάν ή τό μή γεν­ νάν. Πώς ούν, τού μέν πατρός γεννήσαντος καί τού υιού μή γεννήσαντος, καί τού υιού γεννηθέντος, τού δέ πατρός μή γεν­ νηθέντος, δύναται εις θεός καΛείσθαι ό πατήρ καί ό υίός καί τό πνεύμα, έξ αύτού τού γεννάσθαι ή μή γεννάσθαι, καί τού γεννάν καί μή γεννάν, τήν έναντίωσιν κεκτήσθαι νομιζομένου; Απόκρισις. Εις έστιν ό θεός τή συνυπάρξει τών τριών θείων ύποστάσεων, τών διαφερουσών άΛΛήΛων ού τή ούσίμ άΛΛά τοίς τής ύπάρξεως τρόποις. Ή διαφορά δέ τών τής ύπάρξεως τρό­ πων ού διαιρεί τό έν τή ούσίμ. Καί ώσπερ έπί τού Αδάμ καί τής Εύας καί τού Σήθ είς μέν έστιν ό τής ούσίας Λόγος (ψυχή γάρ Λογική καί σώμα θνητόν), τρόποι δέ τής ύπάρξεως διάφοροι (ό μέν γάρ Αδάμ γέγονεν άπό τής γης, ή δέ Εύα έκ τής πΛευράς, ό δέ Σήθ έκ τού σπέρματος), καί έν διαφόροις τής ύπάρξεως τρόποις μένει ό τής ούσίας Λόγος εις άδιαίρετός τε καί άπαράΛΛακτος, ούτως καί έπί τού θεού, τή ταύτότητι 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας τής τών προσώπων ούσίας, είς θεός πεπίστευται, ο τε πατήρ και ό υιός καί τό άγιον πνεύμα. Ούδέν γάρ συντελεί προς τόν τής ούσίας λόγον ό τρόπος τής ύπάρξεως. Τά μέν ούν έπί τών θείων τριών ύποστάσεων ωσαύτως άπαραλλάκτως λεγά­ μενα, έν τούτοις νόει τό έν τής ούσίας· τά δέ μή ωσαύτως, ταύτα νόει τφ τρόπω τής τών προσώπων ύπάρξεως. Έρώτησις ρμ. Εί κληρονόμον εαυτόν ό Χριστός ονομάζει, τούτον δέ κατά τήν παραβολήν οι γεωργοί, τουτέστιν οί Ιουδαίοι, έπέγνωσαν, καί, τής γεωργίας δεσπόται γενέσθαι ποθήσαντες, ώς κληρονόμον τόν κληρονόμον άπέκτειναν, πώς αύτός ό Χριστός καί ό άπόστολος Παύλος τού τολμήματος αύτοις έμαρτύρησαν άγνοιαν, ό μέν λέγων· Άφες αύτοις, ού γάρ οϊδασι τί ποιούσιν· ό δέ φάσκων· Εί έγνωσαν, ούκ άν τόν κύριον τής δόξης έσταύρωσαν; Απόκρισις. Διχώς ή άγνοια λέγεται. Ή γάρ μή βουλόμενός τις άγνοεί, όταν τά πράγματα όδηγούντα είς γνώσιν ούκ έχη· ή βουλόμενος άγνοει, όταν τα μέν πράγματα έχη όδηγούντα είς γνώσιν, μή βουλόμενος δέ γνώναι. Ταύτην δέ τήν βουλητήν άγνοιαν οιδεν ή θεία γραφή ποτέ μέν άγνοιαν, ποτέ δέ γνώ­ σιν όνομάζειν. Γνώσιν μέν, ώς όταν λέγη· Καί έμέ οϊδατε καί πόθεν είμί οϊδατε- άντι τού Δύνασθε άφ' ών εργάζομαι γνώναι τής τε ονομασίας τής έμής καί τών λόγων μου τήν άλήθειαν· ψευδόμενος γάρ ού δύναται τοιαύτα έργα ποιείν. Τό δέ ύπό τών γεωργών γνωρισθήναι τόν κληρονόμον, καθό έθεάσαντο τούτον ύπέρ πάντα είναι άνθρωπον έν τή παρούση ζωή, τοϊς έργοις οίς έποίει, καί τή κλήσει τού υιού, κατά τήν ύποτύπωσιν τής παραβολής. Ότι δέ μετά τό άποθανεϊν αύτόν άνίστησιν αύτόν ό θεός έκ τών νεκρών είς άθάνατον ζωήν καί τίθησιν αύτόν πάντων κληρονόμον, ούκ έγνωσαν- ούτε γάρ ή ύποτύπωσις τής παραβολής έσχε τούτου τήν έμφασιν. Κατά ταύτην ούν τήν άγνοιαν ειπεν ό Χριστός· Πάτερ άφες αύτοϊς, ού γάρ οϊδασι τί ποιούσιν. Ωσαύτως δέ καί ό άπό­ στολος· Εί γάρ έγνωσαν, ούκ άν τόν κύριον τής δόξης έσταύ­ ρωσαν. 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Έρώτησις ρμα. Εί μόνος ό Χριστός τόν θειον νόμον ακριβώς έξετέλεσε, πώς έπορεύοντο έν τφ νόμψ άμεμπτοι ό τε Ζαχαρίας καί ή ΈΛισσάβετ, περί ών ταύτα ό Λουκάς έμαρτύρησε, καί ό ΠαύΛος δέ, κατά δικαιοσύνην τήν έν νόμψ γενόμενος άμεμπτος; Απόκρισις. ΆΛΛο τό άμεμπτον καί άΛΛο τό άναμάρτητον. Ό μέν γάρ άναμάρτητος έκ παντός καί άμεμπτος, ούκέτι δέ ό άμεμπτος έξ άνάγκης καί άναμάρτητος έστιν. Ό γάρ άμαρτάνων παρά τόν νόμον συγγνωστήν άμαρτίαν, τή προσαγωγή τών θυσιών καί τή έξαγορεύσει τού πταίσματος Λαβών τήν άφεσιν, γίνεται καθαρός καί άμεμπτος κατά τήν έκ νόμου δικαιοσύνην. Ό δέ Χριστός, άτε άναμάρτητος ών καί ούδαμώς παραβάς τόν νό­ μον, ούτε διεπράξατό τι διορθώσεως δεόμενον· έδέξατο δέ καί τόν βαπτιστήν Ίωάννην καί έβαπτίσθη ύπ' αύτού, ϊνα πΛηρώση πάσαν δικαιοσύνην, ήν ό ΠαύΛος προ τού πιστεύσαι Χριστφ ούπω ήν δεξάμενος- έπεί ούκ άν έδιωξε τήν έκκΛησίαν. Διά τούτο ό Χριστός μόνος Λέγεται άναμάρτητος γεγονέναι. Έρώτησις ρμβ. Εί ό άγγεΛος τού άνθρώπου άνώτερος, καί θεούς τούς άνθρώπους ή γραφή ονομάζει, πώς ούχ άρμόζει καί τούς άγγέΛους θεούς παρ' ήμών όνομάζεσθαι; Απόκρισις. Τών αγγέλων όσοι έν τάξει θεού ώφθησαν ή έΛάΛησαν τοίς άνθρώποις έσχήκασι καί αύτοί τού θεού τήν κΛήσιν, ώς ό ΛαΛήσας τφ Ιακώβ καί τφ Μωϋσή. ΈκΛήθησαν δέ καί οί άνθρωποι θεοί. Έκατέροις δέ διά τήν έγχειρισθείσαν αύτοίς χρείαν έδόθη τού θεού τήν τάξιν καί τήν προσηγορίαν έχεινπΛηρωθείσης δέ τής χρείας παύονται τού καΛεισθαι θεοί οί χρείας τίνος ένεκεν ε’ιΛηφότες τού θεού τήν κΛήσιν. Ότε μέν γάρ ένεχείρισε τφ άγγέΛφ τήν έπιστασίαν τού Λαού, έφασκε τφ Μωϋσει περί αύτού- Μή άπειθήσης αύτφ, ότι όνομά μου κειται έπ' αύτόν. "Οτε δέ ένεχείρισε τοίς άρχουσι τήν κρίσιν τού Λαού, φησι πρός αύτούς- Δικαίαν κρίσιν κρίνατε, ότι ή κρίσις τού θεού έστι. Καί πάΛιν- Έγώ είπα Θεοί έστε καί 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας υιοί ύψ ιστού πάντες. Θεούς αύτούς έΛεγεν άντί τού Έδωκα ύμίν τήν τιμήν τήν έμήν καί τήν τάξιν καί τήν κΛήσιν· ώς ούν εμού κρίνοντας ούτως κρίνατε τόν Λαόν. Έρώτησις ρμγ. Εί ύπεραναβέβηκε μέν ό θεός, ύποβέβηκε δέ τό άνθρω­ πος, πώς ούκ άτάκτως ό άνθρωπος θεός προσηγόρευται; Απόκρισις. Αύτη ή έρώτησις ούτε Χριστιανφ άρμόττει ούτε ΈΛΛηνι. Καθ' έτερον δέ είς τούς ύποβεβηκότας μετενήνεκται τού ύπεραναβεβηκότος ή κΛήσις, κατά τήν έκάστου δόξαν. Ού χρή δέ έκ τών όμοΛογουμένων κατασκευάζειν τήν άπορίαν, άΛΛά έκ τών άμφιβόΛων. Έρώτησις ρμδ. Εί έχει ό θεός ύπόστασιν ύπάρχουσαν καί βουΛήν ένυπάρχουσαν καί υιόν ύπάρχοντα, πώς, έκ τοσούτων συγκείμε­ νος, άπΛούς ονομάζεται; Απόκρισις. Ό θεός ώσπερ όΛος έστι πανταχού καί όλος έν έκάστψ καί όλος έφ' έαυτού, καί τούτου πίστιν έχομεν, ούτως καί τό άπΛούν αύτού όΛον υιός έστι καί όΛον υιόν έχον έστί, καί όΛον βουΛή έστι καί όΛον βουΛήν έχον έστίν. Ού γάρ έστι κατά τήν κτιστήν φύσιν ό θεός, ώστε τό είναι αύτόν καί τό έχειν νοηθή έν συνθέσει, ώσπερ [έν τή κτιστή φύσει·] άΛΛ, ώσπερ τήν φύσιν ών, ούτως καί τό είναι αύτόν καί τό έχειν έστίν ύπέρ τήν σύνθεσιν. Έρώτησις ρμε. Εί δι' ών ή σάρξ, διά τούτων καί τό αίμα συνίσταται, διά τί τήν μέν βρώσιν τής τών ζώων σαρκός ό θεός έπιτρέπει, τήν δέ έν τώ αϊματι άπαγορεύει μετάΛηψιν, ΠΛήν κρέας, Λέγων, έν αϊματι ού φάγεσθε; Απόκρισις. Ένα καί έν τούτψ χωρίση ήμάς ό θεός τής τών θηρίων όμοιότητος, τών σύν τή βρώσει τής σαρκός Λαπτόντων καί τό αϊμα ών τάς σάρκας έσθίουσιν. Έρώτησις ρμζ. Εί ό θεός έπί τών άΛηθή τήν έκβασιν έσχηκότων καί διά 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Έλληνας τών παρ' Έλλησι μάντεων τό μέλλον έσεσθαι προεμήνυσε, πώς, όπηνίκα Έλληνες προς Έλληνας διεμάχοντο, πολλάκις κατά χρησμόν πράξαντές τι, ών ή θεία γραφή τήν πράξιν άπηγόρευσε, τών έν τή δευτέρα πεύσει κειμένων δεινών άπηλλάγησαν; Οίον έπί μέν πολέμου, ώς όταν οί επτά έπί Θήβαις άρδην μέν καταστρέφειν τήν προρρηθεϊσαν πόλιν έμελλον, μαντευσαμένου δέ Τειρεσίου ό Μενοικεύς κατά τό δοκούν τή μαντείμ έαυτόν έτοίμως κατέσφαξε, καί ούτως κατά τήν πρόρρησιν τής μαντείας ή μέν πόλις διεσώθη, οί δέ πολέμιοι ύπό τών έν τή πόλει άνηρέθησαν. Καί τούτο μέν περί τών έν πολέμοις τροπαίων έν έκ πολλών ήμίν εϊρηται. Απόκρισις. Ό ποιών τήν λύσιν τών ζητουμένων πρώτον οφείλει θειναι τά όμολογήματα, ειτα έξ αύτών ποιήσασθαι τών ζητου­ μένων τήν λύσιν. Έστι δέ τών όμολογουμένων τό ένα είναι θεόν δημιουργόν τε καί προνοητήν τού κόσμου παντός, ον καταγγέλλουσιν αί θείαι τών Χριστιανών γραφαί λόγοις θείαις δυνάμεσι μεμαρτυρημένοις· παρ' ού έστι τών μελλόντων ή τε πρόρρησις καί ή έκβασις. Έκβάλλουσι δέ αί γραφαί, αί τούτον καταγγέλλουσαι, τούς τών Ελλήνων θεούς· Εί άλλάξουσι, φησί, τά έθνη τούς θεούς αύτών, καί αύτοί ούκ είσί θεοί. Ών δέ ούκ είσιν οί θεοί θεοί, τούτων ούδέ οί μάντεις είσιν άλη­ θείας προφήται, ούδ' ή αύτών πρόρρησις άναπόδραστόν τε καί άληθή έχει τήν έκβασιν. Ώσπερ γάρ είσι μακράν τής άληθινής θεότητος, ούτως καί τής τών μελλόντων προγνώσεως. Ότι δέ καί έν τή μάχη τών Ελλήνων προς Έλληνας, τών πολυτρόπως, μάλιστα έν τοίς πολέμοις, ταίς μαντείαις χρησαμένων, ό τών Χριστιανών θεός τήν ιδίαν έστησε βούλησιν, μαρτυρεί μέν ή μάχη Αλεξάνδρου καί Δαρείου, τού μέν κρατύνας τάς μαντείας, τού δέ καταργήσας, μαρτυρεί δέ καί τού Ασσυρίου ή μάχη ήν είχε προς τά άλλα πολλά καί ισχυρά έθνη, ον ό θεός -άβδον τής οργής καί πρίονα έκάλεσε, ποτέ μέν λέγων· Ιδού ό Ασσύριος -άβδος έστί τής οργής μου, έπί έθνος άμαρτωλόν [άποστελώ] αύτόν· ποτέ δέ λέγων περί αύ­ τού· Μή [ύψωθήσεται] πρίων άνευ τού έλκοντος αύτόν; Καίτοι [πρόδηλός έστιν] ό Ασσύριος ότι κατά τάς έπιτυχίας τών 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας χρησμολογημένων, ά ε’ίληφε παρά τών θεών αύτού διά τών μάντεων, πρίζει καί σπαράσσει τά ελεεινά έθνη, τά ομοίως αύτφ τή πεποιθήσει τών χρησμών συμβεβληκότα αύτφ εις πό­ λεμον, καί άποτετυχηκότα τής διά χρησμών έλπίδος, τού θεού συγχωρήσαντος έπιτυχείν μέν τών χρησμών τόν Άσσύριον, άποτυχείν δέ τά έθνη. Περί ών ό μέν θεός διά τού προφήτου Ήσαΐου φησίν· Ό θεός άνήκα τήν χείρά μου, καί έξηράνθησαν· ό δέ Ασσύριός φησι· Μή έρρύσαντο οί θεοί τών έθνών τήν γήν αύτών έκ τών χειρών μου, ότι -ύσεται κύριος τήν Ιε­ ρουσαλήμ έκ τής χειρός μου; Κατά δέ τούς χρησμούς, ους έδέξατο ό Ασσύριός παρά τών μάντεων, τοιαύτας έφθέγξατο φωνάς, καί κατά τών έθνών καί κατά τής Ιερουσαλήμ· καί τού θεού συγχωρήσαντος έπέτυχεν ό Ασσύριός τών χρησμών κατά τών έθνών, κατά δέ τής Ιερουσαλήμ άπέτυχε τών χρησμών τού θεού μή συγχωρήσαντος. Πώς ούν άπέτυχον τής μαν­ τείας οί επτά έπί Θήβαις τού άρδην άπολέσαι τήν πόλιν; Ή γάρ άποτυχία τής μαντείας έλεγχος γίνεται τής άσθενείας τού θεού, τού διά τής μαντείας προμηνύσαντος τά άνέκβατα. Καί εί κατά τήν άψευδή τού σωτήρος φωνήν χωρίς θεού στρουθίον ού πεσείται έπί τής γής, πολύ μάλλον έθνος όλον ή πόλις όλη ούκ άν άπόλοιτο μή τού θεού συγχωρήσαντος. Ότι δέ πάν έθνος έλληνικόν ύπό έθνους έλληνικού άπολλύμενον ύπό -άβδου καί πρίονος τής οργής τού θεού άπόλλυται, φανερόν καθέστηκεν έκ τών περί τού Ασσυρίου είρημένων. Έτι δέ εί τά παρά τών Ελλήνων περί τού μάντεως Τειρεσίου είρημένα παντάπασίν έστι καταγέλαστα, πώς ένδέχεται τά δι' αύτού λεχθέντα είναι άληθή; Φασί γάρ περί αύτού άνδρα καί γυναίκα γεγονέναι αύ­ τόν, καί άμφοτέρων έχειν τάς πλάσεις, καί, πολλάς μάχας τών θεών διαλύσαντος, διά ταύτην τήν αιτίαν ή μέν "Ηρα χολωθείσα αύτφ έπήρωσεν αύτόν, ό δέ Ζεύς εις παραμυθίαν τής πηρώσεως αύτού έχαρίσατο αύτφ τήν μαντικήν. Αλλ' εί άλλότρια πίστεως ύπάρχει τά περί αύτού μυθευόμενα, πώς ένδέχεται άληθή είναι τά ύπ' αύτού μυθευόμενα; Έτι δέ εί, καθώς φασιν Έλληνες, τά ύπό τών Μοιρών έπικλωθόμενα άδύνατον έστιν άνακλωθήναι, πώς ούκ είσίν άνωφελείς αί μαντείαι τοίς αύταίς χρωμένοις, τών Μοιρών έπί τό άναπόδραστον 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας τέλος άναγκαίως άγουσών τά ύπ' αύτών έπικλωθόμενα; Αλλ' εί ταύτα ούτως έχει, πώς ούκ είσί ψευδείς αϊ τε Μοίραι καί αί μαντείαι, ύπ' άλλήλων άναιρούμεναι; Πώς δέ ούκ έστιν ό Μενοικεύς μάτην κατασφάξας έαυτόν κατά τό δοκούν τή μαντείμ, τής αιτίας τού άναιρείσθαι μέν τούς πολεμίους, σώζεσθαι δέ τήν πόλιν, μή έκ τού δαίμονος τού διά μάντεως χρηματίσαντος ύπαρχούσης, άλλ' έκ τής τού δεσπότου τού άληθινού θεού συγχωρήσεως; 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ. Τής άνθρωπίνης φύσεως τό κατ' άρχήν συζυγίαν συνέσεως καί σωτηρίας λαβούσης είς έπίγνωσιν άληθείας θρη­ σκείας τε τής είς τόν ένα καί πάντων δεσπότην, παρεισδύσα είς είδωλοποίίας έξέτρεψε βασκανία τό ύπερβάλλον τής τών άνθρώπων μεγαλειότητας, καί πολλή) χρονω μειναν τό περισ­ σόν έθος ώς οίκείαν καί άληθή τήν πλάνην τοίς πολλοίς; παραδίδωσι. Φιλανθρώπου δέ ή μάλλον φιλοθέου έργον έστιν ύπομνήσαι τούς άπερ ώφελον είδέναι παραλελοιπότας. Ήν μέν γάρ καθ' έαυτήν άρκετή ή άλήθεια δεικνύναι έκ τών συν­ εχομένων ύπό τόν πόλον τήν τού δημιουργήσαντος ταύτα τάξιν, λήθη δέ διά τό μακρόθυμον τού θεού περικρατήσασα τής τών άνθρώπων γνώμης έραδιούργησε, τό μονά) τώ όντως θεφ πρέπον όνομα έπί θνητούς μεταφέρουσα. Καί δι' ολίγων νομήν πονηριάς έσχον οί πολλοί, άμαυρούμενοι τή είς τό βέβαιον καί άτρεπτον γνώσει όχλική συνηθείμ· οί μέν γάρ τό κατ' άρχήν είς τιμήν τών ύπερεχόντων τελετάς καί λειτουργίας τελούντες άμνηστίαν τοίς μετ' αύτούς τής καθολικής δόξης ένέβαλον. Εγώ δέ, ώς μικρώ πρόσθεν ύπέστην, φιλοθέψ τή γνώμη κεχρημένος φιλανθρώπω χρήσομαι τή φωνή, καί παρίστημι τοίς γε νούν έχουσι, δέον ύπάρχειν πάσι τοις κεχρημένοις τή τών όλων διοικήσει, άτρεπτον έχειν τήν είς τόν πάντων γνώστην θρησκείαν. Τούτο δέ ού λογά) καλλωπίζων φράσω, άποδείξει δέ τή έκ τών κατά τό παλαιόν είς τό παντελές τής ελληνικής ιστορίας ποιήσει κεχρημένος, έκ τών πάσι κοινή δε­ δομένων γραμμάτων· έξ ών γάρ οί πάνυ τής τών ειδώλων θρησκείας νόμον τοίς πολλοίς παρέδοσαν, μαθόντες έξ αύτών άγνώτες νού έλεγχθήσονται ύπό τών παρ' αύτοίς ποιητών καί μελογράφων. Πρώτος μέν γάρ Αισχύλος, τήν τών καθ' έαυτόν λό­ γων σύνταξιν έκθείς, καί τήν περί θεού τού μόνου έξήνεγκε φωνήν, ώς λέγει· Χώριζε θνητών τόν θεόν, καί μή δόκει Όμοιον αύτφ σάρκινον καθεστάναι. Ούκ οισθα δ' αύτόν· ποτέ μέν ώς πύρ φαίνεται 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Άπλατος ορμή, ποτέ δ' ύδωρ, ποτέ γνόφος· Καί θηρσίν αύτός γίνεται παρεμφερής, Άνέμω, νεφέλη τε κάστραπή, βροντή, βροχή. Υπηρετεί δ' αύτώ θάλασσα καί πέτραι Καί πάσα πηγή χύδατος συστήματα· Τρέμει δ' όρη καί γαία καί πελώριος Βυθός θαλάσσης κώρέων ύψος μέγα, Όταν έπιβλέψη γοργόν όμμα δεσπότου. Πάντα δύναται γάρ· δόξα δ' ύψίστου θεού. Ού μόνον δέ ούτος τήν περί θεού έμυήθη γνώσιν, άλλά καί Σοφοκλής τήν τού μόνου ποιητού τών όλων καί ένός θεού ιστο­ ρεί τάξιν ούτως· Είς ταίς άληθείαισιν, είς έστιν θεός, Ός ούρανόν τ' έτευξε καίγαίαν μακράν, Πόντου τε χαροπόν οίδμα κάνέμων βίας. Θνητοί δέ πολλοί καρδίαν πλανώμενοι Ίδρυσάμεσθα πημάτων παραψυχάς, Θεών άγάλματ' έκ λίθων ή χαλκέων, Ή χρυσοτεύκτων ή έλεφαντίνων τύπους· Θυσίας τε τούτοις καί καλάς πανηγύρεις Τεύχοντες, ούτως εύσεβείν νομίζομεν. Άλλά καί Φιλήμων, τά άρχαία εύπορήσας φράσαι, κοινωνει τή περί τών όντων γνώσει, ώς γράφει· Θεόν δέ ποιον, είπε μοι, νομιστέον; Τόν πάνθ' όρώντα καύτόν ούχ όρώμενον. Μαρτυρήσει δέ μοι καί Όρφεύς, ό παρεισαγαγών τούς τριακοσίους εξήκοντα θεούς, έν τώ Διαθήκαι έπιγραφομένψ βιβλίψ, οπότε μετανοών έπί τούτψ φαίνεται έξ ών γράφει· Μουσαί'! Έξερέω γάρ άληθέα· μηδέ σε τά πριν Έν στήθεσσι φανέντα φίλης αίώνος άμέρση. Είς δέ λόγον θειον βλέψας τούτψ προσέδρευε, Ιθύνων κραδίης νοερόν κύτος, εύ τ' έπίβαινε Άτραπιτού, μούνον δ' έσόρα κόσμοιο άνακτα. Εις έστ', αύτογενής, ενός έκγονα πάντα τέτυκται· Έν δ' αύτοίς αύτός περιγίνεται, ούδέ τις αύτόν Εισοραα θνητών, αύτός δέ γε πάντας όράται. 3. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς 'Έλληνας Ούτος δ' έξ άγαθοίο κακόν θνητοίσι δίδωσι Καί πόλεμον κρυόεντα καί άλγεα δακρυόεντα. Ούδέ τις έσθ' έτερος χωρίς μεγάλοιο άνακτος. Αύτόν δ' ούχ όρόω- περί γάρ νέφος έστήρικται. Πάσιν γάρ θνητοίς θνηταί κόραι είσίν έν όσσοις, Ασθενέες δ' ίδέειν Δία τόν πάντων μεδέοντα. Ούτος γάρ χάλκειον έπ' ούρανόν έστήρικται Χρυσέψ ένί θρόνψ, γαίης δ' έπί ποσσί βέβηκε Χείρά τε δεξιτερήν έπί τέρματος ώκεανοίο Πάντοθεν έκτέτακεν· περί γάρ τρέμει ούρεα μακρά Καί ποταμοί πολιής τε βάθος χαροποίο θαλάσσης. Καί ταύτα ούτως φράζει, ώς αύτόπτης γεγονώς τού μεγέθους θεού. Κοινωνεί δ' αύτω καί Πυθαγόρας έν οις γράφειΕί τις έρεί Θεός είμι πάρεξ ένός, ούτος οφείλει Κόσμον ίσον τούτω στήσας είπείν Έμός ούτοςΚούχί μόνον στήσας είπείν Έμός, άλλά κάτοικειν Αύτός έν ώ πεποίηκε- πεποίηται δ' ύπό τούτου. Καί περί τούδε ότι μόνος δυνατός έστι καί τών έν τώ βίω συντελουμένων πράξεων καί τής περί τό θειον άγνωσίας κρίσιν ένστήσασθαι, οικείους μάρτυρας παραστήσαι έχω- καί πρώτον γε Σοφοκλέα, καί περί τούτου λέγονταΈσται γάρ, έσται κείνος αιώνων χρόνος, Όταν πυρός γέμοντα θησαυρόν σχάση Χρυσωπός αιθήρ- ή δέ βοσκηθεισα φλόξ Άπαντα τάπίγεια καί μετάρσια Φλέξει μανείσ'. Όταν δέ έκλίπη τό πάν, Φρούδος μέν έσται κυμάτων άπας βυθός, Γή δ' εδράνων έρημος, ούδ' άήρ έτι Πτερωτά φύλα βαστάσει πυρουμένη. Καί γάρ καθ' αδην δύο τρίβους νομίζομεν, Μίαν δικαίων χάτέραν τών άδικων. Κάπειτα σώσει πάνθ' ά πρόσθ' άπώλεσεν. Αλλά καί Φιλήμων πάλινΟϊει σύ τούς θανόντας, ώ Νικόστρατε, Τρυφής άπάσης μεταλαβόντας έν βίψ, Καί γήν καλυψειν, ώς άπό τού πάντ' είς χρόνον 3. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Πεφευγέναι το θειον ώς λεληθότας; Έστιν Δίκης οφθαλμός, ος τά πάνθ' όρμ. El γάρ δίκαιος κάσεβής εξουσιν εν, Άρπαζ' άπελθών, κλέπτ' άποστέρει κύκα. Μηδέν πλανηθής· έστι κάν μδου κρίσις, Ήνπερ ποιήσει θεός ό πάντων δεσπότης, Θυ τουνομα φοβερόν ούδ' άν ονομάσαιμ' έγώ. Και Ευριπίδης· Άφθονον βίου μήκος δίδωσι πρός κρίσιν. Όστις δέ θνητών οϊεται τουφ' ήμέραν Κακόν τι πράσσων τόν θεόν λεληθέναι, Δοκει πονηρά, και δοκών άλίσκεται, Όταν σχολήν άγουσα τυγχάνη Δίκη. Όράθ' όσοι νομίζετ' ουκ είναι θεόν, Δις έξαμαρτάνοντες ουκ ευγνωμόνως· Έστιν γάρ, έστιν. El δέ τις πράσσει καλώς, Κακός πεφυκώς, τόν χρόνον κερδαινέτω· Χρόνψ γάρ ουτος ύστερον δώσει δίκην. Και ότι ου σπονδή και θυμιάματι κακούργων προσφέρεται ό θεός, άλλ' ευθύτητι τάς τιμωρίας προσνέμει έκάστψ, μαρτυρήσει μοι Φιλήμων πάλιν· Εϊ τις δέ θυσίαν προσφέρων, ώ Πάμφιλε, Ταύρων τι πλήθος ή έρίφων ή νή Δία Ετέρων τοιούτων, ή κατασκευάσματα, Χρυσάς ποιήσας χλαμύδας ήτοι πορφύρας, Ή δι' έλέφαντος ή σμαράγδου ζώδια, Ευνουν νομίζει τόν θεόν καθεστάναι, Πλανάτ' έκεινος και φρένας κούφας έχει. Δει γάρ τόν άνδρα χρήσιμον καθεστάναι, Μή παρθένους φθείροντα και μοιχώμενον, Κλέπτοντα και σφάζοντα χρημάτων χάριν, Τάλλότρια βλέποντα, κάπιθυμουντα Ήτοι γυναικός πολυτελούς ή δώματος Ή κτήσεως παιδός τε παιδίσκης θ' άπλώς, 'Ίππων, βοών τό σύνολον ή κτηνών. Τί δή; Μηδέ βελόνης έν άμμ' έπιθυμήσης, Πάμφιλε· 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Ό γάρ θεός βλέπει σε πλησίον παρών, Ός έργοις δικαίοις ήδεται κούκ άδίκοις· Πονούντα δ' έμ τόν ίδιον ύψώσαι βίον, Τήν γήν άρούντα νύκτα καί τήν ή μέραν. Θεφ δέ θύε διά τέλους δίκαιος ών, Μή Λαμπρός ών ταίς χλαμύσιν ώς τή καρδίμ. Βροντής άκούσας μηδαμώς πόρρω φύγης, Μηδέν συνειδώς αύτός αύτφ, δέσποτα· Ό γάρ θεός βλέπει σε πλησίον παρών. Πάλιν τε Πλάτων έν Τιμαίφ· Εί δέ τις τούτων έργφ σκοπούμενος βάσανον Λαμβάνοιτο, τής άνθρωπίνης καί θείας φύσεως ήγνοηκώς άν εϊη τό διάφορον, ότι θεός μέν άπαντα είς έν συγκεράννυται, ίκανώς έπιστάμενος άμα καί δυνατός ών, άνδρών δέ ούδείς ούδέτερα τούτων ικανός ούτ' έστι νύν ούτ' είσαύθις έσται ποτέ. Περί δέ τών δοκούντων παρά τισι μετέχειν τού άγιου καί τελείου ονόματος, όπερ παραδόσει ματαίμ τινές άπηνέγκαντο ώς θεοί, Μένανδρος έν Ήνιόχφ Λέγει· Ούθείς μ' άρέσκει περιπατών έξω θεός [Μετά γραός], ούδ' είς οικίας παρέρπων Έπί τού σανιδιού. Τόν δίκαιον δει θεόν Οίκοι μένειν σώζοντα τούς ιδρυμένους. Ό αύτός Μένανδρος έν Ίερείμ· Ούθείς δι' άνθρώπου θεός σώζει, γύναι, Ετέρου τόν έτερον· είγάρ έλκει τινά θεόν Τοις κυμβάλοις άνθρωπος είς ό βούλεται, Ό τούτο ποιών έστι μείζων τού θεού. Άλλ' έστι τόλμης καί βίου ταύτ' όργανα, Εύρη μέν' άνθρώποις άναιδέσιν, Τόδη, Είς καταγέλωτα τφ βίφ πεπλασμένα. Έν Μισουμένφ δέ πάλιν άποφαίνων περί τών είς θεούς παραλαμβανομένων τάς γνώμας, μάλλον δέ ελέγχων ώς ούκ όντας, ό αύτός Μένανδρος· Εί γάρ έπίδοιμι τούτο, καί ψυχήν [πάλιν] Λάβοιμ' έγώ· νυνί γάρ-άλλά πού θεούς Ούτως δικαίους έστιν εύρείν, ώ Γέτα; 3. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Και έν Παρακαταθήκη· Έστι κρίσις άδικος, ώς έοικε, κάν θεοις. Και Ευριπίδης ό τραγωδιογράφος έν Όρέστη· Φοίβος κελεύσας μητρός έκπράξαι φόνον, Αμαθέστερός γ' ών του καλού και τής δίκης. Δουλεύομεν θεοις, ο τι ποτ' εισι θεοί. Όρμς δ' Απόλλων', ος μεσομφάλους έδρας Ναίων βροτοισι στόμα νέμει σαφέστατον; Ώι πειθόμεσθα πάνθ' οσ' άν κείνος λέγη, Τούτφ πιθόμενος τήν τεκουσαν έκτανον. Εκείνον ήγεισθ' άνόσιον και κτείνετε· Εκείνος ήμαρτ', ούκ έγώ. Τί χρή με δράν; Ή ούκ άξιόχρεως ό θεός άναφέροντί μοι Μίασμα σώσαι. Ό αύτός και έν Ίππολύτφ· Αλλ' ού γάρ όρθώς ταυτα κρίνουσιν θεοί. Και έν τφ Τωνι· Ατάρ θυγατρός τής Έρεχθέως τί μοι Μέλει; Προσήκε μ' ούθέν. Αλλά χρυσέαις Πρόχοισιν, έλθών είς άπορραντήρια, Δρόσον καθήσω. Νουθετητέος δέ μοι Φοίβος. Τί παρέχει, παρθένους βίμ γαμών; Προδίδωσι παίδας έκτεκνούμενος λάθρα, Θνήσκοντας άμελει. Μή σύ γ'· άλλ', έπει κρατείς, Αρετάς δίωκε. Και γάρ, οστις άν βροτών Κακός πεφύκη, ζημιουσιν οί θεοί. Πώς ούν δίκαιον, τούς νόμους ύμάς βροτοις Γράψαντας αύτούς άδικίας όφλισκάνειν; Εί δ' ού πάρεστε, τφ λόγφ κεχρήσομαι· Δίκας βιαίων δώσετ' άνθρώποις γάμων, Σύ και Ποσειδών Ζεύς θ', ος ούρανου κρατεί, Ναούς τίνοντες άδικίας κενώσετε. Τάς ήδονάς γάρ τής προμηθείας πέραν Σπεύδοντες άδικειτ'. Ούκέτ' άνθρώπους κακούς Λέγειν δίκαιον, εί τά τών θεών καλά Μιμούμεθ', άλλά τούς διδάξαντας τάδε. 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Καί έν ΑρχεΛάψΠόΛΛ', ώ τέκνον, σφάΛΛουσιν άνθρώπους θεοί. Και έν ΒεΛΛεροφόντη· Εί θεοί τι δρώσι φαύΛον, ούκ είσίν θεοί. Καί πάΛιν έν τώ αύτφ· Φησίν τις είναι δήτ' έν ούρανφ θεούς; Ούκ είσίν, ούκ είσ'· εί τις άνθρώπων Λέγει, Μή τφ παΛαιφ μώρος ών χρήσθω Λογά). Σκέψασθε δ' αύτά, μή έπί τοίς έμοίς Λόγοις Γνώμην έχοντες. Φήμ' έγώ τυραννίδα Κτείνειν τε πΛείστους κτημάτων τ' άποστερείν Όρκους τε παραβαίνοντας έκπορθείν πόΛεις· Καί ταύτα δρώντες μάΛΛόν είσ' εύδαίμονες Τών εύσεβούντων ήσυχή καθ' ή μέραν. ΠόΛεις τε μικράς οίδα τιμώσας θεούς, Αΐ μειζόνων κΛύουσι δυσσεβεστέρων Λόγχης άριθμφ πΛείονος κρατούμεναι. Οίμαι δ' άν ύμάς, εί τις άργός ών θεοίς Εύχοιτο καί μή χειρί συΛΛέγοι βίον, Τά θεία πυργούσ' αίκακαί τε συμφοραί. Καί Μένανδρος έν ΔιφίΛψΔιότι τόν όντα κύριον πάντων άεί Καί πατέρα τούτον διά τέΛους τιμάν μόνον, Αγαθών τοσούτων εύρετήν καί κτίστορα. Ό αύτός έν ΆΛιεύσι· Τό γάρ τρέφον με τούτ' έγώ κρίνω θεόν. Τό δ' είθισμένον τρέφειν ού δείται τής παρά τού δεομένου χορηγίας. Ό αύτός έν ΑδεΛφοίς· Θεός έστι τοίς χρηστοίς άεί Ό νούς γάρ, ώς έοικεν, ώ σοφώτατοι. Καί έν ΑύΛητρίσι· Πάντ' έστι τφ καΛφ Λογά) Ιερόν· ό νούς γάρ έστιν ό ΛαΛήσων θεός. Έν Φρίξψ ό τραγικός· Εί δ' εύσεβής ών τοίσι δυσσεβεστάτοις 3. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Εις ταύτ' έπραττον, πώς τόδ' άν καλώς έχοι; Ή Ζεύς ό Λώστος μηδέν ένδικον φρονεί; Έν ΦιλοκτήτηΌράτε δ' ώς κάν θεοίσι κερδαίνειν καλόν, Θαυμάζεται δ' ό πλείστον έν ναοίς έχων Χρυσόν- τί δήτα καί σε κωλύει [Λαβείν] Κέρδος, παρόν γε κάξομοιούσθαι θεοίς; Έν ΕκάβηΖεύς, όστις εί Ζεύς- ού γάρ οίδα πλήν Λογω. ΚαίΖεύς, ε’ίτ' άνάγκη φύσεος είτε νούς βροτών, Προσηυξάμην σε! Ενταύθα τοίνυν έστιν έλεγχος άρετής καί γνώμης σύνεσιν άγαπώσης, έπαναδραμείν έπί τήν τής συζυγίας κοινωνίαν καί προσάψαι έαυτόν συνέσει εις σωτηρίαν αιρεΐσθαί τε τήν τών κρεισσόνων έκλογήν κατά τό έπ' άνθρώπω κείμενον αύτεξούσιον, μή τούς άνθρωποπαθείς ήγουμένους τών όλων δέσποτας, όπου γε ουδέ άνθρώποις ϊσην έχοντες φανήσονται. Παρ' Όμήρψ γάρ ό μέν Δημόδοκος αύτοδίδακτός φησίν είναιΘεός δέ μοι έμβαλεν οϊμους, θνητός ών. Ασκληπιός και Απόλλων παρά Χείρωνι τώ Κενταύρψ ίάσθαι διδάσκονται, τό καινότατον παρά άνθρώπψ θεοί. Τίγάρ δίειμι περί Διονύσου, ον μαινόμενόν φησίν ό ποιητής, ή Ήρακλέους, ον και αύτόν σχέτλιον Λέγει; Τί δέ μοι άναγορεύειν Άρη και Άφροδίτην, τούς τής μοιχείας άρχηγούς, καί έξ άπάντων τούτων κρίσιν έπάγειν τοίς δεικνυμένοις; Είγάρ τις μή μαθών τάς περίτά Λεγάμενα θείας πράξεις μιμήσαιτο, κάν έπί τών κιβδήλων άλλότριος βίου καί άνθρωπότητος λογισθείη- γνούς δέ τις εύλογον έξει τήν τών τιμωριών άποφυγήν, ού παρανομίαν δεικνύων τήν τών θεϊκών τολμημάτων μίμησιν. Εί δ' άρα τις τοίς έργοις έπιμέμψαιτο, άνελεί καί τά έκ τούτων γνωσθέντα ονόματα καί μή πεπινωμέναις καί στωμύλοις -ήσεσιν έπισκεπάσει αύτούς. Ασπάζεσθαι δέ χρή τό άληθινόν καί άτρεπτον όνομα, τό ούχί διά τής έμής φωνής μόνον άλλά καί διά τών 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας είσαγαγόντων ήμάς εις τήν άρχήν τής παιδείας κηρυσσόμενον, ϊνα μή, άργώς τελειώσαντες τόν ενταύθα τού ζήν χρόνον, ού μόνον ώς άγνώτες τής ούρανίου δόξης άλλά καί ώς άχάριστοι τώ κριτή τάς εύθύνας παρέξομεν. 3. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τού άγιου ’Ιουστίνου Απολογία ύπέρ Χριστιανών προς Άντωνϊνον τόν Ευσεβή. Αύτοκράτορι Τίτω Αιλίω Αδριανφ Αντωνίνψ Εύσεβεί Σεβαστφ Καίσαρι, και Ούηρισσίμψ υίώ Φιλοσόφψ, και Λουκίψ Φιλοσόφψ, Καίσαρος φύσει υίώ καί Εύσεβούς είσποιητφ, εραστή παιδείας, Ιερή τε συγκλήτψ καί δήμψ παντί 'Ρωμαίων, ύπέρ τών έκ παντός γένους άνθρώπων άδίκως μισουμένων καί έπηρεαζομένων, Ιουστίνος Πρίσκου τού Βακ­ χείου, τών άπό Φλαουίας Νέας πόλεως τής Συρίας Παλαι­ στίνης, εις αύτών, τήν προσφώνησιν καί έντευξιν πεποίημαι. Τούς κατά άλήθειαν εύσεβείς καί φιλοσόφους μόνον τάληθές τιμάν καί στέργειν ό λόγος ύπαγορεύει, παραιτούμε­ νους δόξαις παλαιών έξακολουθείν, άν φαύλαι ώσιν· ού γάρ μόνον μή έπεσθαι τοίς άδίκως τι πράξασιν ή δογματίσασιν ό σώφρων λόγος ύπαγορεύει, άλλ' έκ παντός τρόπου καί προ τής έαυτού ψυχής τόν φιλαλήθη, κάν θάνατος άπειλήται, τά δίκαια λέγειν τε καί πράττειν αίρείσθαι δει. ύμείς μέν ούν ότι λέγεσθε εύσεβείς καί φιλόσοφοι καί φύλακες δικαιοσύνης καί έρασταί παιδείας, άκούετε πανταχού· εί δέ καί ύπάρχετε, δειχθήσεται. ού γάρ κολακεύσοντες ύμάς διά τώνδε τών γραμμάτων ούδέ προς χάριν όμιλήσοντες, άλλ' άπαιτήσοντες κατά τόν άκριβή καί έξεταστικόν λόγον τήν κρίσιν ποιήσασθαι προσεληλύθειμεν, μή προλήψει μηδ' άνθρωπαρεσκείμ τή δεισιδαιμόνων κατεχομένους ή άλόγψ όρμή καί χρονίμ προκατεσχηκυίμ φήμη κακή τήν καθ' εαυτών ψήφον φέροντας, ήμείς μέν γάρ πρός ούδενός πείσεσθαί τι κακόν δύνασθαι λελογίσμεθα, ήν μή κακίας έργάται έλεγχώμεθα ή πονηροί διεγνώσμεθα· ύμείς δ' άποκτείναι μέν δύνασθε, βλάψαι δ' ού. Άλλ' ίνα μή άλογον φωνήν καί τολμηράν δόξη τις ταύτα είναι, άξιούμεν τά κατηγορούμενα αύτών έξετάζεσθαι, καί, έάν ούτως έχοντα άποδεικνύωνται, κολάζεσθαι ώς πρέπον έστί [μάλλον δέ κολάζειν]· εί δέ μηδέν έχοι τις έλέγχειν, 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς "Ελληνας ούχ ύπαγορεύει ό άΛηθής Λόγος διά φήμην πονηράν άναιτίους άνθρώπους άδικείν, μάλλον δέ εαυτούς, οΐού κρίσει άλλά πάθει τά πράγματα έπάγειν άξιούτε. καλήν δέ καί μόνην δικαίαν πρόκλησιν ταύτην πάς ό σωφρονών άποφανείται, τό τούς αρχομένους τήν εύθύνην τού έαυτών βίου καί λόγου άληπτον παρέχειν, ομοίως δ' αύ και τούς άρχοντας μή βία μηδέ τυραννίδι άλλ' εύσεβεία και φιλοσοφίμ άκολουθούντας τήν ψήφον τίθεσθαι· ούτως γάρ άν και οί άρ­ χοντες καί οί άρχόμενοι άπολαύοιεν τού άγαθού. έφη γάρ που καί τις τών παλαιών- -Αν μή οί άρχοντες φιλοσοφήσωσι καί οί άρχόμενοι, ούκ άν είη τάς πόλεις εύδαιμονήσαι. ήμέτερον ούν έργον καί βίου καί μαθημάτων τήν έπίσκεψιν πάσι παρέχειν, όπως ύπέρ τών άγνοειν τά ήμέτερα νομιζόντων τήν τιμωρίαν, ών άν πλημμελώσι τυφλώττοντες αύτών, αύτοίς όφλήσωμεν- ύμέτερον δέ, ώς αίρει Λόγος, άκούοντας άγαθούς εύρίσκεσθαι κριτάς. άναπολόγητον γάρ Λοιπόν μαθούσιν, ήν μή τά δίκαια ποιήσητε, ύπάρξει προς θεόν. Ονόματος μέν ούν προσωνυμίμ ούτε άγαθόν ούτε κακόν κρίνεται άνευ τών ύποπιπτουσών τω όνόματι πράξεωνέπεί, όσον τε έκ τού κατηγορουμένου ήμών ονόματος χρηστό­ τατοι ύπάρχομεν. άλλ' έπεί ού τούτο δίκαιον ήγούμεθα, διά τό όνομα έάν κακοί έλεγχώμεθα, αίτείν άφίεσθαι, πάλιν, εί μηδέν διά τε τήν προσηγορίαν τού ονόματος καί διά τήν πολιτείαν εύρισκόμεθα άδικούντες, ύμέτερον άγωνιάσαί έστι, μή άδίκως κολάζοντες τούς μή έλεγχομένους τή δίκη κόλασιν όφλήσητε. έξ ονόματος μέν γάρ ή έπαινος ή κόλασις ούκ άν εύλόγως γένοιτο, ήν μή τι ένάρετον ή φαυλον δι' έργων άποδείκνυσθαι δύνηται. καί γάρ τούς κατηγορου­ μένους έφ' ύμών πάντας πριν έλεγχθήναι ού τιμωρείτε- έφ' 3> Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ήμών δέ τό όνομα ώς έλεγχον Λαμβάνετε, καίπερ, όσον γε έκ του ονόματος, τούς κατηγορούντας μάΛΛον κολάζειν οφείλετε. Χριστιανοί γάρ είναι κατηγορούμεθα· τό δέ χρηστόν μισεΐσθαι ού δίκαιον. καί πάλιν, έάν μέν τις τών κατηγορουμέ­ νων έξαρνος γένηται τή φωνή μή είναι φήσας, άφίετε αύτόν ώς μηδέν έλέγχειν έχοντες άμαρτάνοντα, έάν δέ τι όμολογήση είναι, διά τήν ομολογίαν κολάζετε- δέον καί τόν τού όμολογούντος βίον εύθύνειν καί τόν τού άρνουμένου, όπως διά τών πράξεων όποιος έστιν έκαστος φαίνηται. ον γάρ τρόπον παραλαβόντες τινές παρά τού διδασκάλου Χριστού μή άρνείσθαι εξεταζόμενοι παρακελεύονται, τόν αύτόν τρόπον κακώς ζώντες ίσως άφορμάς παρέχουσι τοίς άλλως καταλέγειν τών πάντων Χριστιανών άσέβειαν καί άδικίαν αίρουμένοις. ούκ όρθώς μέν ούδέ τούτο πράττεται- καί γάρ τοι φιλοσο­ φίας όνομα καί σχήμα έπιγράφονταί τινες, οι ούδέν άξιον τής ύποσχέσεως πράττουσι- γινώσκετε δ' ότι καί οί τά εναντία δοξάσαντες καί δογματίσαντες τών παλαιών τω ένί όνόματι προσαγορεύονται φιλόσοφοι. καί τούτων τινές άθεότητα ¿δί­ δαξαν, καί τόν Δία άσελγή άμα τοίς αύτού παισίν οί γενόμενοι ποιηταί καταγγέλλουσι- κάκείνων τά διδάγματα οί μετερχόμενοι ούκ ε’ίργονται πρός ύμών, άθλα δέ καί τιμάς τοίς εύφώνως ύβρίζουσι τούτους τίθετε. Τί δή ούν τούτ' άν ε’ίη; έφ’ ήμών, ύπισχνουμένων μηδέν άδικείν μηδέ τά άθεα ταύτα δοξάζειν, ού κρίσεις εξε­ τάζετε, άλλά άλόγω πάθει καί μάστιγι δαιμόνων φαύλων έξελαυνόμενοι άκρίτως κολάζετε μή φροντίζοντες. είρήσεται γάρ τάληθές- έπεί τό παλαιόν δαίμονες φαύλοι, έπιφανείας ποιησάμενοι, καί γυναίκας έμοίχευσαν καί παιδας διέφθειραν καί φόβητρα άνθρώποις έδειξαν, ώς καταπλαγήναι τούς οΐ Λογά) τάς γινομένας πράξεις ούκ έκρινον, άλλά δέει συνηρπασμένοι καί μή έπιστάμενοι δαίμονας είναι φαύλους θεούς προσωνόμαζον, καί όνόματι έκαστον προσηγόρευον, οπερ έκαστος 3> Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας αύτφ τών δαιμόνων ετίθετο. ότε δέ Σωκράτης Λογά) άληθει καί έξεταστικώς ταύτα είς φανερόν έπειράτο φέρειν καί άπάγειν τών δαιμόνων τούς άνθρώπους, καί αύτοί οί δαίμονες διά τών χαιρόντων τή κακία άνθρώπων ένήργησαν ώς άθεον καί άσεβή άποκτείναι, Λέγοντες καινά είσφέρειν αύτόν δαι­ μόνια· καί ομοίως έφ' ήμών τό αύτό ένεργούσιν. ού γάρ μόνον ΈΛΛησι διά Σωκράτους ύπό Λόγου ήΛέγχθη ταύτα, άΛΛά καί έν βαρβάροις ύπ' αύτού τού Λόγου μορφωθέντος καί άν­ θρώπου γενομένου καί Ιησού Χριστού κΛηθέντος, φ πεισθέντες ήμείς τούς ταύτα πράξαντας δαίμονας ού μόνον μή ορθούς είναι φαμεν, άλλά κακούς καί άνοσίους δαίμονας, οϊ ούδέ τοίς άρετήν ποθούσιν άνθρώποις τάς πράξεις όμοιας έχουσιν. Ένθεν δέ καί άθεοι κεκΛήμεθα· καί όμοΛογούμεν τών τοιούτων νομιζομένων θεών άθεοι είναι, άΛΛ' ούχί τού άΛηθεστάτου καί πατρός δικαιοσύνης καί σωφροσύνης καί τών άλλων άρετών άνεπιμίκτου τε κακίας θεού· άλλ' έκεινόν τε καί τόν παρ' αύτού υιόν έλθόντα καί διδάξαντα ήμάς ταύτα, καί τόν τών άλλων επομένων καί έξομοιουμένων άγαθών αγγέλων στρατόν, πνεύμά τε τό προφητικόν σεβόμεθα καί προσκυνούμεν, Λογά) καί άληθείμ τιμώντες, καί παντί βουΛομένφ μαθεϊν, ώς έδιδάχθημεν, άφθόνως παραδιδόντες. Αλλά, φήσει τις, ήδη τινές Ληφθέντες ήΛέγχθησαν κακούργοι. καί γάρ πολλούς πολλάκις, όταν έκάστοτε τών κατηγορουμένων τόν βίον έξετάζητε, άλλ' ού διά τούς προΛεχθέντας καταδικάζετε. καθόλου μέν ούν κάκεινο όμοΛογούμεν, ότι ον τρόπον οί έν ΈΛΛησι τά αύτοις άρεστά δογματίσαντες έκ παντός τφ ένί όνόματι φιλοσοφίας προσαγορεύονται, καίπερ τών δογμάτων έναντίων όντων, ούτως καί τών έν βαρβάροις γενομένων καί δοξάντων σοφών τό έπικατηγορούμενον όνομα κοινόν έστι· Χριστιανοί γάρ πάντες προσαγορεύονται. 3> Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας όθεν πάντων τών καταγγελλόμενων ύμίν τάς πράξεις κρίνεσθαι άξιούμεν, ίνα ό ελεγχθείς ώς άδικος κολάζηται, άλλά μή ώς Χριστιανός- έάν δέ τις άνέλεγκτος φάνηται, άπολύηται ώς Χριστιανός ούδέν άδικών. ού γάρ τούς κατηγορούντας κολάζειν ύμάς άξιώσομεν- άρκούνταιγάρ τή προσούση πονηρίμ καί τή τών καλών αγνοία. Λογίσασθε δ' ότι ύπέρ ύμών ταύτα έφημεν έκ τού έφ' ήμιν είναι άρνεισθαι έξεταζομένους. άλλ' ού βουλόμεθα ζήν ψευδολογούντες- τού γάρ αιωνίου καί καθαρού βίου έπιθυμουντες τής μετά θεού τού πάντων πατρός καί δημιουργού διαγωγής άντιποιούμεθα, καί σπεύδομεν έπί τό όμολογεΐν, οί πεπεισμένοι καί πιστεύοντες τυχειν τούτων δύνασθαι τούς τόν θεόν δι' έργων πείσαντας, ότι αύτφ είποντο καί τής παρ' αύτφ διαγωγής ήρων, ένθα κακία ούκ άντιτυπεΐ. ώς μέν ούν διά βραχέων είπείν, ά τε προσδοκώμεν καί μεμαθήκαμεν διά τού Χριστού καί διδάσκομεν ταύτά έστι. Πλάτων δέ ομοίως έφη Ταδάμανθυν καίΜίνω κολάσειν τούς άδικους παρ' αύτούς έλθόντας- ήμείς δέ τό αύτό πράγμά φαμεν γενήσεσθαι, άλλ' ύπό τού Χριστού, καί τοίς αύτοις σώμασι μετά τών ψυχών γινο­ μένων καί αίωνίαν κόλασιν κολασθησομένων, άλλ' ούχί χιλιονταετή περίοδον, ώς έκείνος έφη, μόνον. εί μέν ούν άπιστον ή άδύνατον τούτο φήσει τις, προς ήμάς ήδε ή πλάνη έστίν άλλ' ού προς έτερον, μέχρις ού έργα) μηδέν άδικούντες έλεγχόμεθα. Άλλ' ούδέ θυσίαις πολλαίς καί πλοκαίς άνθών τιμώμεν ους άνθρωποι μορφώσαντες καί έν ναοίς ίδρύσαντες θεούς προσωνόμασαν, έπεί άψυχα καί νεκρά ταύτα γινώσκομεν καί θεού μορφήν μή έχοντα (ού γάρ τοιαύτην ήγούμεθα τόν θεόν έχειν τήν μορφήν, ήν φασί τινες είς τιμήν μεμιμήσθαι), άλλ' έκείνων τών φανέντων κακών δαιμόνων καί ονόματα καί 3> Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σχήματα έχειν. τί γάρ δεϊ είδόσιν ύμίν λέγειν, ά τήν ύλην οί τεχνίται διατιθέασι ξέοντες καί τέμνοντες καί χωνεύοντες καί τύπτοντες; καί έξ άτιμων πολλάκις σκευών διά τέχνης τό σχήμα μόνον άλλάξαντες καί μορφοποιήσαντες θεούς έπονομάζουσιν. όπερ ού μόνον άλογον ήγούμεθα, άλλά καί έφ' ύβρει τού θεού γίνεσθαι, ός άρρητον δόξαν καί μορφήν έχων έπί φθαρτοίς καί δεομένοις θεραπείας πράγμασιν επονομάζεται, καί ότι οί τούτων τεχνίται άσελγείς τε καί πάσαν κακίαν, ίνα μή καταριθμώμεν, έχουσιν, άκριβώς έπίστασθε· καί τάς έαυτών παιδίσκας συνεργαζομένας φθείρουσιν. ώ τής έμβροντησίας, άνθρώπους άκολάστους θεούς είς τό προσκυνείσθαι πλάσσειν λέγεσθαι καί μεταποιείν, καί τών ιερών, ένθα άνατίθενται, φύλακας τοιούτους καθιστάναι, μή συνορώντας άθέμίτον καί τό νοείν ή λέγειν άνθρώπους θεών είναι φύλακας. Άλλ' ού δέεσθαι τής παρά άνθρώπων ύλικής προ­ σφοράς προσειλήφαμεν τόν θεόν, αύτόν παρέχοντα πάντα όρώντες· έκείνους δέ προσδέχεσθαι αύτόν μόνον δεδιδάγμεθα καί πεπείσμεθα καί πιστεύομεν, τούς τά προσόντα αύτφ άγαθά μιμουμένους, σωφροσύνην καί δικαιοσύνην καί φιλανθρωπίαν καί όσα οικεία θεφ έστι, τώ μηδενί όνόματι θετφ καλουμένφ. καί πάντα τήν άρχήν άγαθόν όντα δημιουργήσαι αύτόν έξ άμορφου ύλης δι' άνθρώπους δεδιδάγμεθα· οΐ έάν άξιους τφ έκείνου βουλεύματι έαυτούς δι' έργων δείξωσι, τής μετ' αύτού άναστροφής καταξιωθήναι προσειλήφαμεν συμβασιλεύοντας, άφθάρτους καί άπαθείς γενομένους. όν τρόπον γάρ τήν άρχήν ούκ όντας έποίησε, τόν αύτόν ήγούμεθα τρόπον διά τό έλέσθαι τούς αίρουμένους τά αύτφ άρεστά καί άφθαρσίας καί συνουσίας καταξιωθήναι. τό μέν γάρ τήν άρχήν γενέσθαι ούχ ήμέτερον ήν τό δ' έξακολουθήσαι οίς φίλον αύτφ αίρουμένους δι' ών αύτός έδωρήσατο λογικών δυνάμεων πείθει τε καί είς πίστιν άγει ή μάς. 3> Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας και ύπέρ πάντων άνθρώπων ήγούμεθα είναι τό μή ειργεσθαι ταύτα μανθάνειν, άλλά και προτρέπεσθαι έπί ταύτα. όπερ γάρ ούκ ήδυνήθησαν οί άνθρώπειοι νόμοι πράξαι, ταύτα ό λόγος θειος ών είργάσατο, εί μή οι φαύλοι δαίμονες κατεσκέδασαν πολλά ψευδή καί άθεα κατη­ γορήματα, σύμμαχον λαβόντες τήν έν έκάστψ κακήν πρός πάντα καί ποικίλην φύσει επιθυμίαν, ών ούδέν πρόσεστιν ήμίν. Καί ύμεϊς, άκούσαντες βασιλείαν προσδοκώντας ήμάς, άκρίτως άνθρώπινον λέγειν ήμάς ύπειλήφατε, ήμών τήν μετά θεού λεγόντων, ώς καί έκ τού άνεταζομένους ύφ' ύμών όμολογείν είναι Χριστιανούς, γινώσκοντες τω όμολογούντι θάνατον τήν ζημίαν κείσθαι, φαίνεται, είγάρ άνθρώπινον βασιλείαν προσεδοκώμεν, κάν ήρνούμεθα, όπως μή άναιρώμεθα, καί λανθάνειν έπειρώμεθα, όπως τών προσδοκωμένων τύχωμεν· άλλ' έπεί ούκ είς τό νύν τάς έλπίδας έχομεν, άναιρούντων ού πεφροντίκαμεν τού καί πάντως άποθανεΐν όφειλομένου. Αρωγοί δ' ύμίν καί σύμμαχοι πρός ειρήνην έσμέν πάντων μάλλον άνθρώπων, οΐ ταύτα δοξάζομεν, ώς λαθειν θεόν κακόεργον ή πλεονέκτην ή έπίβουλον ή ένάρετον άδύνα­ τον είναι, καί έκαστον έπ' αίωνίαν κόλασιν ή σωτηρίαν κατ' άξίαν τών πράξεων πορεύεσθαι. εί γάρ οί πάντες άνθρωποι ταύτα έγίνωσκον, ούκ άν τις τήν κακίαν πρός ολίγον ήρείτο, γινώσκων πορεύεσθαι έπ' αίωνίαν διά πυρός καταδίκην, άλλ' έκ παντός τρόπου εαυτόν συνείχε καί έκόσμει άρετή, όπως τών παρά τού θεού τύχη άγαθών καί τών κολαστηρίων άπηλλαγμένος εϊη. ού γάρ διά τούς ύφ' ύμών κειμένους νόμους καί κολάσεις πειρώνταιλανθάνειν άδικούντες, άνθρώπους δ' όντας λανθάνειν ύμάς δυνατόν έπιστάμενοι άδικούσιν· εί έμαθον καί έπείσθησαν θεόν άδύνατον είναι λαθειν τι, ού μόνον πραττόμενον άλλά καί βουλευόμενον, κάν διά τά έπικείμενα έκ παντός τρόπου κόσμιοιήσαν, ώς καίύμείς συμφήσετε. Αλλ' έοίκατε δεδιέναι μή πάντες δικαιοπραγήσωσι, καίύμείς Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας οΰς κολάζητε έτι ούχ έξετε· δημίων δ' άν είη τό τοιοΰτον έργον, άλλ' ούκ άρχόντων άγαθών. πεπείσμεθα δ' έκ δαι­ μόνων φαύλων, οι και παρά τών άλόγως βιούντων αίτούσι θύ­ ματα καί θεραπείας, και ταύτα, ώς προέφημεν, ένεργείσθαι· άλλ' ούχ ύμάς, οϊ γε εύσεβείας καί φιλοσοφίας όρέγεσθε, άλογόν τι πράξαι ύπειλήφαμεν. εί δέ καί ύμείς όμοίως τοις άνοήτοις τά έθη προ τής άΛηθείας τιμάτε, πράττετε ο δύνασθε· τοσούτον δέ δύνανται καί άρχοντες προ τής άΛηθείας δόξαν τιμώντες, όσον καί Λησταί έν έρημία. ότι δ' ού καλλιερήσετε, ό Λόγος άποδείκνυσιν, ού βασιλικώτατον καί δικαιότατον άρ­ χοντα μετά τόν γεννήσαντα θεόν ούδένα οϊδαμεν όντα. όν γάρ τρόπον διαδέχεσθαι πενίας ή πάθη ή άδοξίας πατρικάς ύφαιρούνται πάντες, ούτως καί όσα άν ύπαγορεύση ό Λόγος μή δείν αίρείσθαι ό νουνεχής ούχ αίρήσεται. γενήσεσθαι ταύτα πάντα προείπε, φημί, ό ήμέτερος διδάσκαλος καί τού πατρός πάντων καί δεσπότου θεού υιός καί άπόστολος ών Ιησούς Χριστός, άφ' ού καί τό Χριστιανοί έπονομάζεσθαι έσχήκαμεν. όθεν καί βέβαιοι γινόμεθα πρός τά δεδιδαγμένα ύπ' αύτού πάντα, έπειδή έργω φαίνεται γινόμενα όσα φθάσας γενέσθαι προείπεν· όπερ θεού έργον έστί, πριν ή γενέ­ σθαι είπείν καί ούτως δειχθήναι γινόμενον ώς προείρηται. ήν μέν ούν καί έπί τούτοις παυσαμένους μηδέν προστιθέναι, Λογισαμένους ότι δίκαιά τε καί άληθή άξιούμεν· άλλ' έπεί γνωρίζομεν ού ·μον άγνοίμ κατεχομένην ψυχήν συντόμως μεταβάΛΛειν, ύπέρ τού πεισαι τούς φιλαλήθεις μικρά προσθείναι προεθυμήθημεν, είδότες ότι ούκ άδύνατον άΛηθείας παρατεθείσης άγνοιαν φυγείν. Άθεοι μέν ούν ώς ούκ έσμεν, τόν δημιουργόν τούδε τού παντός σεβόμενοι, άνενδεή αιμάτων καί σπονδών καί θυ­ μιαμάτων, ώς έδιδάχθημεν, Λέγοντες, λόγψ εύχής καί εύχαριστίας Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έφ' οις προσφερόμεθα πάσιν, όση δύναμις, αίνούντες, μόνην άξίαν αύτού τιμήν ταύτην παραλαβόντες, τό τά ύπ' εκείνου είς διατροφήν γενόμενα ού πυρί δαπανάν, άλλ' έαυτοις καί τοις δεομένοις προσφέρειν, έκείνψ δέ εύχαρίστους όντας διά λό­ γου πομπάς καί ύμνους πέμπειν ύπέρ τε τού γεγονέναι καί τών είς εύρωστίαν πόρων πάντων, ποιοτήτων μέν γενών καί μεταβολών ώρών, καί τού πάλιν έν άφθαρσίμ γενέσθαι διά πίστιν τήν έν αύτφ αιτήσεις πέμποντες, -τις σωφρονών ούχ ομολογήσει; τόν διδάσκαλόν τε τούτων γενόμενον ήμίν καί είς τούτο γεννηθέντα Ίησούν Χριστόν, τόν σταυρωθέντα έπί Ποντίου Πιλάτου, τού γενομένου έν Ίουδαίμ έπί χρόνοις Τιβερίου Καίσαρος έπιτρόπου, υιόν αύτού τού όντως θεού μαθόντες καί έν δευτέρμ χωρά έχοντες, πνεύμά τε προφητικόν έν τρίτη τάξει ότι μετά λόγου τιμώμεν άποδείξομεν. ένταύθα γάρ μανίαν ήμών καταφαίνονται, δευτέραν χώραν μετά τόν άτρεπτον καί άεί όντα θεόν καί γεννήτορα τών άπάντων άνθρώπψ σταυρωθέντι διδόναιήμάς λέγοντες, άγνοούντες τό έν τούτψ μυστή­ ριον, φ προσέχειν ύμάς έξηγουμένων ήμών προτρεπόμεθα. Προλέγομεν γάρ ύμίν φυλάξασθαι, μή οί προδιαβεβλημένοι ύφ' ήμών δαίμονες έξαπατήσωσιν ύμάς καί άποτρέψωσι τού ολως έντυχείν καί συνείναι τά λεγάμενα (άγωνίζονταιγάρ έχειν ύμάς δούλους καίύπηρέτας, καί ποτέ μέν δι' ονείρων έπιφανείας, ποτέ δ' αύ διά μαγικών στροφών χειρούνται πάντας τούς ούκ έσθ' όπως ύπέρ τής αύτών σωτηρίας άγωνιζομένους), όν τρόπον καίήμείς μετά τό τφ λογά) πεισθήναι εκεί­ νων μέν άπέστημεν, θεφ δέ μονά) τφ άγεννήτψ διά τού υιού έπόμεθα· οί πάλαι μέν πορνείαις χαίροντες, νύν δέ σωφρο­ σύνην μόνην άσπαζόμενοι· οί δέ καί μαγικαίς τέχναις χρώμενοι, άγαθφ καίάγεννήτω θεφ έαυτούς άνατεθεικότες· χρημάτων δέ καί κτημάτων οί πόρους παντός μάλλον στέργοντες, νύν καί ά έχομεν είς κοινόν φέροντες καί παντί δεομένω κοινωνούντες· 3< Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας οί μισάΛΛηΛοι δέ καί άΛΛηΛοφόνοι καί πρός τούς ούχ ομοφύλους διά τά έθη καί εστίας κοινάς μή ποιούμενοι, νύν μετά τήν επιφάνειαν τού Χριστού όμοδίαιτοι γινόμενοι, καί ύπέρ τών εχθρών εύχόμενοι, καί τούς άδίκως μισούντας πείθε ιν πειρώμενοι, όπως οί κατά τάς τού Χριστού καλάς ύποθημοσύνας βιώσαντες εύέΛπιδες ώσι σύν ήμίν τών αύτών παρά τού πάντων δεσπόζοντος θεού τυχείν. ίνα δέ μή σοφίζεσθαι ύμάς δόξωμεν, όΛίγων τινών τών παρ' αύτού τού Χριστού διδαγμάτων έπιμνησθήναι καλώς έχειν προ τής άποδείξεως ήγησάμεθα, καί ύμέτερον έστω ώς δυνατών βασι­ λέων έξετάσαι εί άληθώς ταύτα δεδιδάγμεθα καί διδάσκομεν. βραχείς δέ καί σύντομοι παρ' αύτού λόγοι γεγόνασιν- ού γάρ σοφιστής ύπήρχεν, άλλά δύναμις θεού ό Λόγος αύτού ήν. Περί μέν ούν σωφροσύνης τοσούτον ειπεν- Ός άν έμβλέψη γυναικί πρός τό έπιθυμήσαι αύτής ήδη έμοίχευσε τή καρδία παρά τφ θεφ. καί- Εί ό οφθαλμός σου ό δεξιός σκανδαλίζει σε, έκκοψον αύτόν- συμφέρει γάρ σοι μονόφθαλμον είσελθεϊν είς τήν βασιλείαν τών ούρανών, ή μετά τών δύο πεμφθήναι είς τό αιώνιον πύρ. καί- Ός γαμεί άπολεΛυμένην άφ' έτέρου άνδρός μοιχάται. καί- Είσί τινες οϊτινες εύνουχίσθησαν ύπό τών άνθρώπων, είσί δέ οΐ έγεννήθησαν εύνουχοι, είσί δέ οΐ εύνούχισαν έαυτούς διά τήν βασιλείαν τών ούρανών- πλήν ού πάντες τούτο χωρούσιν. ώσπερ καί οί νόμφ άνθρωπίνω διγαμίας ποιούμενοι άμαρτωλοί παρά τφ ήμετέρφ διδασκάλω είσί, καί οί προσβλέποντες γυναικί πρός τό έπιθυμήσαι αύτής- ού γάρ μόνον ό μοιχεύων έργω έκβέβληται παρ' αύτφ, άλλά καί ό μοιχεύσαι βουλόμενος, ώς ού τών έργων φανερών μόνον τφ θεφ άλλά καί τών ενθυμημάτων. καί πολλοί τινες καί πολλαί έξηκοντούται καί έβδομηκοντούται, οΐ έκ παίδων έμαθητεύθησαν τφ Χριστφ, άφθοροι διαμένουσι- καί 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας εύχομαι κατά πάν γένος άνθρώπων τοιούτους δείξαι. τίγάρ καίλέγομεν τό άναρίθμητον πλήθος τών έξ άκολασίας μεταβαλόντων καί ταύτα μαθόντων; ού γάρ τούς δικαίους ούδέ τούς σώφρονας εις μετάνοιαν έκάλεσεν ό Χριστός, άλλά τούς άσεβείς καί άκολάστους καί άδικους. είπε δέ ούτως· ούκ ήλθον καλέσαι δικαίους, άλλά άμαρτωλούς εις μετάνοιαν, θέλει γάρ ό πατήρ ό ούράνιος τήν μετάνοιαν τού άμαρτωλού ή τήν κόλασιν αύτού. περί δέ τού στέργειν άπαντας ταύτα εδίδαξεν· Εί άγαπάτε τούς άγαπώντας ύμάς, τί καινόν ποιείτε; καί γάρ οί πόρνοι τούτο ποιούσιν. Εγώ δέ ύμίν λέγω· Εύχεσθε ύπέρ τών έχθρών ύμών καί άγαπάτε τούς μισούντας ύμάς καί εύλογείτε τούς καταρωμένους ύμίν καί εύχεσθε ύπέρ τών έπηρεαζόντων ύμάς. εις δέ τό κοινωνείν τοίς δεομένοις καί μηδέν πρός δόξαν ποιείν ταύτα έφη· Παντί τώ αίτούντι δίδοτε καί τόν βουλόμενον δανείσασθαι μή αποστραφήτε. εί γάρ δανείζετε παρ' ών έλπίζετε λαβείν, τί καινόν ποιείτε; τούτο καί οί τελώναι ποιούσιν. ύμείς δέ μή θησαυρίζητε έαυτοίς έπί τής γής, όπου σής καί βρώσις άφανίζει καί λησταί διορύσσουσι· θησαυρίζετε δέ έαυτοίς έν τοίς ούρανοΐς, όπου ούτε σής ούτε βρώσις άφανίζει. τίγάρ ώφελείταιάνθρωπος, άν τόν κόσμον όλον κερδήση, τήν δέ ψυχήν αύτού άπολέση; ή τί δώσει αύτής άντάλλαγμα; θησαυρίζετε ούν έν τοίς ούρανοΐς, όπου ούτε σής ούτε βρώσις άφανίζει. καί· Γίνεσθε δέ χρηστοί καί οίκτίρμονες, ώς καί ό πατήρ ύμών χρηστός έστι καί οίκτίρμων, καί τόν ήλιον αύτού άνατέλλει έπί άμαρτωλούς καί δικαίους καί πονηρούς. μή μεριμνάτε δέ τί φάγητε ή τί ένδύσησθε. ούχ ύμείς τών πετεινών καί τών θηρίων διαφέρετε; καί ό θεός τρέφει αύτά. 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μή ούν μεριμνήσητε τί φάγητε ή τί ένδύσησθε· οιδε γάρ ό πατήρ ύμών ό ούράνιος ότι τούτων χρείαν έχετε. ζητείτε δέ τήν βασιλείαν τών ούρανών, καί ταύτα πάντα προστεθήσεταιύμίν. όπου γάρ ό θησαυρός έστιν, έκεί καί ό νούς τού άνθρώπου. καί· Μή ποιήτε ταύτα πρός τό θεαθήναι ύπό τών άνθρώπων· εί δέ μή γε, μισθόν ούκ έχετε παρά τού πατρός ύμών τού έν τοίς ούρανοίς. Περί δέ τού άνεξικάκους είναι καί ύπηρετικούς πάσι καί άοργήτους ά έφη ταΰτά έστι· Τφ τύπτοντί σου τήν σιαγόνα πάρεχε καί τήν άΛΛην, καί τόν αϊροντά σου τόν χιτώνα ή τό ίμάτιον μή κωΛύσης. ός δ' άν όργισθή, ένοχός έστιν εις τό πύρ. παντί δέ άγγαρεύοντί σε μίΛιον άκοΛούθησον δύο. Λαμψάτω δέ ύμών τά καΛά έργα έμπροσθεν τών άνθρώπων, ίνα βΛέποντες θαυμάζωσι τόν πατέρα ύμών τόν έν τοίς ούρανοίς. ού γάρ άνταίρειν δει- ούδέ μιμητάς είναι τών φαύΛων βεβούΛηται ήμάς, άΛΛά διά τής ύπομονής καί πραότητος έξ αισχύ­ νης καί επιθυμίας τών κακών άγειν πάντας προετρέψατο. ό γάρ καί έπί ποΛΛών τών παρ' ύμίν γεγενημένων άποδειξαι έχομεν· έκ βιαίων καί τυράννων μετέβαΛον, ήττηθέντες ή γει­ τόνων καρτερίαν βίου παρακοΛουθήσαντες ή συνοδοιπόρων πΛεονεκτουμένων ύπομονήν ξένην κατανοήσαντες ή συμπραγματευομένων πειραθέντες. περί δέ τού μή όμνύναι όΛως, τάΛηθή δέ Λέγειν άεί, ούτως παρεκεΛεύσατο· Μή όμόσητε όΛως- έστω δέ ύμών τό ναι ναι, καί τό ού ού· τό δέ περισσόν τούτων έκ τού πονηρού. ώς δέ καί τόν θεόν μόνον δει προσκυνείν, ούτως έπεισεν είπών· Μεγίστη έντοΛή έστι· Κύριον τόν θεόν σου προσκυνήσεις καί αύτφ μονά) Λατρεύσεις έξ όΛης τής καρδίας σου καί έξ όΛης τής ισχύος σου, κύριον τόν θεόν τόν ποιήσαντά σε. καί προσεΛθόντος αύτφ τίνος καί είπόν- 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τος· Διδάσκαλε άγαθέ, άπεκρίνατο λέγων- Ούδείς άγαθός εί μή μόνος ό θεός, ό ποιήσας τά πάντα. οι δ' άν μή εύρίσκωνται βιούντες, ώς έδίδαξε, γνωριζέσθωσαν μή όντες Χρι­ στιανοί, κάν λέγωσιν διά γλώττης τά του Χρίστου διδάγματαου γάρ τούς μόνον λέγοντας, άλΑά τους καί τά έργα πράττοντας σωθήσεσθαι έφη. είπε γάρ ούτως- Ούχί πάς ό λέγων μοι Κύριε κύριε είσελεύσεται εις τήν βασιλείαν τών ούρανών, άλΛ' ό ποιών τό θέλημα τού πατρός μου τού έν τοίς ούρανοις. ός γάρ άκούει μου καί ποιεί ά λέγω άκούει τού άποστείλαντός με. πολΛοί δέ έρούσί μοι- Κύριε κύριε, ού τφ σφ όνόματι έφάγομεν καί έπίομεν καί δυνάμεις έποιήσαμεν; καί τότε έρώ αύτοίς- Αποχωρείτε άπ' έμού, έργάται τής άνομίας. τότε κλαυθμός έσται καί βρυγμός τών όδόντων, όταν οί μέν δίκαιοι λάμψωσιν ώς ό ήλιος, οί δέ άδικοι πέμπωνται εις τό αιώνιον πύρ. πολΛοί γάρ ήξουσιν έπί τφ όνόματί μου, έξωθεν μέν ένδεδυμένοι δέρματα προβάτων, έσωθεν δέ όντες λύκοι άρπαγες- έκ τών έργων αύτών έπιγνώσεσθε αύ­ τούς. πάν δέ δένδρον, μή ποιούν καρπόν καλόν, έκκόπτεται καί εις πύρ βάλΛεται. κολάζεσθαι δέ τούς ούκ άκολούθως τοίς διδάγμασιν αύτού βιούντας, λεγομένους δέ μόνον Χριστια­ νούς, καί ύφ' ύμών άξιούμεν. Φόρους δέ καί εισφοράς τοίς ύφ' ύμών τεταγμένοις πανταχού προ πάντων πειρώμεθα φέρειν, ώς έδιδάχθημεν παρ' αύτού. κατ' έκείνο γάρ τού καιρού προσελθόντες τινές ήρώτων αύτόν, εί δει Καίσαρι φόρους τελείν. καί άπεκρίνατοΕϊπατέ μοι, τίνος εικόνα τό νόμισμα έχει; οί δέ έφασαν- Καίσαρος. καί πάλιν άνταπεκρίνατο αύτοίς- Απόδοτε ούν τά Καίσαρος τφ Καίσαρι καί τά τού θεού τφ θεφ. όθεν θεόν μέν μόνον προσκυνούμεν, ύμίν δέ προς τά άλλα χαίροντες ύπηρε- 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας του μεν, βασιλείς καί άρχοντας άνθρώπων όμολογούντες καί ευ­ χόμενοι μετά τής βασιλικής δυνάμεως καί σώφρονα τόν λογισμόν έχοντας ύμάς εύρεθήναι. εί δέ καί ήμών εύχομένων καί πάντα είς φανερόν τιθέντων άφροντιστήσετε, ούδέν ήμείς βλαβησόμεθα, πιστεύοντες, μάλλον δέ καί πεπεισμένοι, κατ' άξίαν τών πράξεων έκαστον τίσειν διά πυρός αιωνίου δίκας, καί προς άναλογίαν ών έλαβε δυνάμεων παρά θεού τόν λόγον άπαιτηθήσεσθαι, ώς ό Χριστός έμήνυσεν είπών· Ώι πλέον έδωκεν ό θεός, πλέον καί άπαιτηθήσεται παρ' αύτού. Αποβλέψατε γάρ προς τό τέλος έκάστου τών γενομένων βασιλέων, ότι τόν κοινόν πάσι θάνατον άπέθανον· όπερ εί είς άναισθησίαν έχώρει, έρμαιον άν ήν τοίς άδίκοις πάσιν. άλλ' έπεί καί α’ίσθησις πάσι γενομένοις μένει καίκόλασις αίωνία άπόκειται, μή άμελήσητε πεισθήναί τε καί πιστεύσαι ότι άληθή ταύτά έστι. νεκυομαντείαι μέν γάρ καί αί άδιαφθόρων παίδων έποπτεύσεις καί ψυχών άνθρωπίνων κλήσεις καί οί λεγόμενοι παρά τοίς μάγοις όνειροπομποί καί πάρεδροι καί τά γινόμενα ύπό τών ταύτα είδότων πεισάτωσαν ύμάς, ότι καί μετά θάνατον έν αίσθήσει είσιν αί ψυχαί, καί οίψυχαίς άποθανόντων λαμβανόμενοι καί -ιπτούμενοι άνθρωποι, οΰς δαιμονιολήπτους καί μαινομένους καλούσι πάντες, καί τά παρ' ύμίν λεγάμενα μαντεία Αμφιλόχου καί Δωδώνης καί Πυθούς, καί όσα άλλα τοιαύτά έστι, καί τά τών συγγραφέων διδάγματα, Έμπεδοκλέους καί Πυθαγόρου, Πλάτωνός τε καί Σωκράτους, καί ό παρ' Όμήρψ βόθρος καί ή κάθοδος Όδυσσέως είς τήν τούτων έπίσκεψιν, καί τών τά αύτά τούτοις είπόντων· οις κάν ομοίως ήμάς άποδέξασθε, ούχήττον έκείνων θεφ πιστεύοντας άλλά μάλλον, οΐ καί τά νεκρούμενα καί είς γήν βαλλόμενα πάλιν άπολήψεσθαι εαυτών σώματα προσδοκώμεν, άδύνατον μηδέν είναι θεφ λέγοντες. Καί κατανοούντι τί άπιστότερον άν μάλλον δόξαι, 3 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ή εί έν σώματι μή ύπήρχομεν καί τις έλεγεν, έκ μικράς τίνος -ανίδος τής του άνθρωπείου σπέρματος δυνατόν όστέα τε καί νεύρα καί σάρκας είκονοποιηθέντα, οία όρώμεν, γενέσθαι; έστω γάρ νυν έφ' ύποθέσεως λεγόμενον· εί τις ύμίν μή ούσι τοιούτοις μηδέ τοιούτων έλεγε, τό σπέρμα τό άνθρώπειον δεικνύς καί εικόνα γραπτήν, έκ του τοιουδε οίόν τε γενέσθαι διαβεβαιούμενος, πριν ίδειν γενόμενον έπιστεύσατε; ούκ άν τις τολμήσειεν άντειπειν. τόν αύτόν ούν τρόπον διά τό μήπω έωρακέναι ύμάς άναστάντα νεκρόν άπιστία έχει, άλλ' ον τρόπον τήν άρχήν ούκ άν έπιστεύσατε έκ τής μικράς -ανίδος δυνατόν τοιούτους γενέσθαι, καί όράτε γινομένους, τόν αύτόν τρόπον λογίσασθε, ότι διαλυθέντα καί δίκην σπερμάτων είς γήν διαχυθέντα τά άνθρώπεια σώματα κατά καιρόν προστάζει θεού άναστήναι καί άφθαρσίαν ένδύσασθαι ούκ άδύνατον. ποιαν γάρ άξίαν θεού δύναμιν λέγουσιν οί φάσκοντες είς έκείνο χωρείν έκαστον έξ ούπερ έγένετο, καί παρά ταύτα μηδέν άλλο δύνασθαι μηδέ τόν θεόν, ούκ έχομεν λέγειν- άλλ' έκείνο συνορώμεν, ότι ούκ άν έπίστευσαν δυνατόν είναι τοιούτους ποτέ γενέσθαι, όποι­ ους καί έαυτούς καί τόν σύμπαντα κόσμον καί έξ όποιων γεγενημένα όρώσι. κρείττον δέ πιστεύειν καί τά τή εαυτών φύσει καί άνθρώποις άδύνατα, ή ομοίως τοίς άλλοις άπιστείν παρειλήφαμεν, έπειδή καί τόν ήμέτερον διδάσκαλον Τησούν Χριστόν έγνωμεν είπόντα- Τά άδύνατα παρά άνθρώποις δυνατά παρά θεφ. καί· Μή φοβείσθε τούς άναιρούντας ύμάς καί μετά ταύτα μή δυναμένους τι ποιήσαι, είπε, φοβήθητε δέ τόν μετά τό άποθανείν δυνάμενον καί ψυχήν καί σώμα είς γέενναν έμβαλείν. ή δέ γέεννά έστι τόπος, ένθα κολάζεσθαι μέλλουσιν οί άδίκως βιώσαντες καί μή πιστεύοντες ταύτα γενήσεσθαι όσα ό θεός διά τού Χριστού έδίδαξε. Καί Σίβυλλα δέ καίΎστάσπης γενήσεσθαι τών 3 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Έλληνας φθαρτών άνάλωσιν διά πυράς έφασαν. οί Λεγόμενοι δέ Στωϊκοί φιλόσοφοι καί αύτόν τόν θεόν είς πυρ άναλύεσθαι δογματίζουσι καί αύ πάλιν κατά μεταβολήν τόν κόσμον γε­ νέσθαι λέγουσιν· ήμείς δέ κρείττόν τι τών μεταβαλλόμενων νοούμεν τόν πάντων ποιητήν θεόν. εί ούν καί ομοίως τινά τοίς παρ' ύμίν τιμωμένοις ποιηταίς καί φιλοσόφοις Λέγομεν, ένια δέ καί μειζόνως καί θείως καί μόνοι μετά άποδείξεως, τί παρά πάντας άδίκως μισούμεθα; τφ γάρ Λέγειν ήμάς ύπό θεού πάντα κεκοσμήσθαι καί γεγενήσθαι Πλάτωνος δόξομεν Λέγειν δόγμα· τφ δέ έκπύρωσιν γενέσθαι Στωϊκών· τφ δέ κοΛάζεσθαι έν αίσθήσει καί μετά θάνατον ούσας τάς τών άδικων ψυχάς, τάς δέ τών σπουδαίων άπηλλαγμένας τών τιμωριών ευ διάγειν, ποιηταίς καί φιλοσόφοις τά αύτά λέγειν δόξομεν· τφ δέ καί μή δείν χειρών άνθρωπίνων έργοις προσκυνείν Μενάνδρψ τφ κωμικφ καί τοίς ταύτα φήσασι ταύτά φράζομεν· μείζονα γάρ τόν δημιουργόν τού σκευαζομένου άπεφήναντο. Τφ δέ καί τόν Λόγον, ό έστι πρώτον γέννημα τού θεού, άνευ έπιμιξίας φάσκειν ήμάς γεγεννήσθαι, Ίησούν Χριστόν τόν διδάσκαλον ήμών, καί τούτον σταυρωθέντα καί άποθανόντα καί άναστάντα άνεληλυθέναι είς τόν ούρανόν, ού παρά τούς παρ' ύμίν Λεγομένους υιούς τφ Διΐ καινόν τι φέρομεν. πό­ σους γάρ υιούς φάσκουσι τού Διός οί παρ' ύμίν τιμώμενοι συγγραφείς, έπίστασθε· Έρμήν μέν, λόγον τόν έρμηνευτικόν καί πάντων διδάσκαλον, Ασκληπιόν δέ, καί θεραπευτήν γενόμενον, κεραυνωθέντα άνεληλυθέναι είς ούρανόν, Διόνυσον δέ διασπαραχθέντα, Ήρακλέα δέ φυγή πόνων έαυτόν πυρί δόντα, τούς έκ Λήδας δέ Διοσκούρους, καί τόν έκ Δανάης Περσέα, καί τόν έξ άνθρώπων δέ έφ' ίππου Πηγάσου Βελλεροφόντην. τί γάρ Λέγομεν τήν Αριάδνην καί τούς ομοίως αύτή κατηστερίσθαι λεγομένους; καί τί γάρ τούς άποθνήσκοντας παρ' 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ύμιν αύτοκράτορας, άεί άπαθανατίζεσθαι άξιούντες καί όμνύντα τινά προάγετε έωρακέναι έκ τής πυράς άνερχόμενον είς τόν ου­ ρανόν τόν κατακαέντα Καίσαρα; καί όποιαι έκάστου τών Λε­ γομένων υιών τού Διός ιστορούνται αί πράξεις, προς είδότας Λέγειν ούκ άνάγκη, πΛήν ότι είς διαφοράν καί προτρο­ πήν τών έκπαιδευομένων ταύτα γέγραπται· μιμητάς γάρ θεών καΛόν είναι πάντες ήγούνται. άπείη δέ σωφρονούσης ψυχής έννοια τοιαύτη περί θεών, ώς καί αύτόν τόν ήγεμόνα καί γεν­ νήτορα πάντων κατ' αύτούς Δία πατροφόντην τε καί πατρός τοιούτου γεγονέναι, έρωτί τε κακών καί αισχρών ήδονών ήττω γενόμενον έπί Γανυμήδην καί τάς ποΛΛάς μοιχευθείσας γυ­ ναίκας έΛθείν, καί τούς αύτού παίδας τά όμοια πράξαντας παραδέξασθαι. άΛΛ', ώς προέφημεν, οί φαύΛοι δαίμονες ταύτα έπραξαν· άπαθανατίζεσθαι δέ ήμείς μόνους δεδιδάγμεθα τούς όσίως καί έναρέτως έγγύς θεφ βιούντας, κοΛάζεσθαι δέ τούς άδίκως καί μή μεταβάΛΛοντας έν αίωνίψ πυρί πιστεύομεν. Υιός δέ θεού, ό Ιησούς Λεγόμενος, εί καί κοινώς μόνον άνθρωπος, διά σοφίαν άξιος υιός θεού Λέγεσθαι· πατέρα γάρ άνδρών τε θεών τε πάντες συγγραφείς τόν θεόν καΛούσιν. εί δέ καί ιδίως, παρά τήν κοινήν γένεσιν, γεγεννήσθαι αύτόν έκ θεού Λέγομεν Λόγον θεού, ώς προέφημεν, κοινόν τούτο έστω ύμίν τοίς τόν Έρμήν Λόγον τόν παρά θεού άγγεΛτικόν Λέγουσιν. εί δέ αίτιάσαιτό τις έσταυρώσθαι αύτόν, καί τούτο κοινόν τοίς προκατηριθμημένοις παθούσιν υίοίς καθ' ύμάς τού Διός ύπάρχει. έκείνων τε γάρ ούχ όμοια τά πάθη τού θανάτου άΛΛά διάφορα ιστορείται· ώστε μηδέ τό ίδιον τού πάθους ήττονα δοκεϊν είναι τούτον, άλΛ', ώς ύπεσχόμεθα, προϊόντος τού Λόγου καί κρείττονα άποδείξομεν, μάΛΛον δέ καί άποδέδεικται· ό γάρ κρείττων έκ τών πράξεων φαίνεται. εί δέ καί διά παρθένου γεγεννήσθαι φέρομεν, κοινόν καί τούτο 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας πρός τόν Περσέα έστω ήμίν. φ δέ λέγομεν χωλούς και πα­ ραλυτικούς καί έκ γενετής πονηρούς ύγιείς πεποιηκέναι αύτόν καί νεκρούς άνεγείραι, όμοια τοίς ύπό Ασκληπιού γεγενήσθαι λεγομένοις καί ταύτά φάσκειν δόξομεν. 'Ίνα δέ ήδη καί τούτο φανερόν ύμίν γένηται, ότι όπόσα λέγομεν μαθόντες παρά τού Χριστού καί τών προελθόντων αύτού προφητών μόνα άληθή έστι καί πρεσβύτερα πάντων γεγενημένων συγγραφέων, καί ούχί διά τό ταύτά λέγειν αύτοίς παραδεχθήναι άξιούμεν, άλλ' ότι τό άληθές λέ­ γομεν· καί Ιησούς Χριστός μόνος ιδίως υιός τφ θεφ γεγέννηται, λόγος αύτού ύπάρχων καί πρωτότοκος καί δύναμις, καί τή βουλή αύτού γενόμενος άνθρωπος ταύτα ήμάς έδίδαξεν έπ' άλλαγή καί έπαναγωγή τού άνθρωπείου γένους· πρίν ή έν άνθρώποις αύτόν γενέσθαι άνθρωπον φθάσαντές τινες διά τούς προειρημένους κακούς δαίμονας διά τών ποιητών ώς γενόμενα ειπον ά μυθοποιήσαντες έφησαν, ον τρόπον καί τά καθ' ήμών λεγάμενα δύσφημα καί άσεβή έργα ένήργησαν, ών ούδείς μάρτυς ούδέ άπόδειξίς έστι, -τούτον έλεγχον ποιησόμεθα. Πρώτον μέν ότι τά όμοια τοίς Έλλησιλέγοντες μόνοι μισούμεθα δι' όνομα τού Χριστού, καί μηδέν άδικούντες ώς άμαρτωλοί άναιρούμεθα, άλλων άλλαχού καί δένδρα σεβομένων καί ποταμούς καί μύς καί α’ιλούρους καί κροκοδείλους καί τών άλογων ζώων τά πολλά, καί ού τών αύτών ύπό πάν­ των τιμωμένων άλλά άλλων άλλαχόσε, ώστ' είναι άσεβείς άλλήλοις πάντας διά τό μή τά αύτά σέβειν. όπερ μόνον έγκαλεΐν ή μίν έχετε, ότι μή τούς αύτούς ύμίν σέβομεν θεούς, μηδέ τοίς άποθανούσι χοάς καί κνίσας καί έν γραφαίς στεφάνους καί θυσίας φέρομεν. ότι γάρ ούν τά αύτά παρ' οις μέν θεοί, παρ' οίς δέ θηρία, παρ' οις δέ ίερεία νενομισμένα έστίν, άκριβώς έπίστασθε. Δεύτερον δ' ότι έκ παντός γένους άνθρώπων οί 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός "Ελληνας παλαιοί σεβόμενοι Διόνυσον τόν Σεμέλης καί Απόλλωνα τόν Λητοίδην, οι δι' έρωτας άρσένων όσα έπραξαν αίσχος καί λέγειν, καί οί Περσεφόνην και Αφροδίτην, τάς διά τόν Άδωνιν οίστρηθείσας, ών καί τά μυστήρια άγετε, ή Ασκληπιόν ή τινα τών άλλων ονομαζόμενων θεών, καίπερ θανάτου άπειλουμένου διά Ιησού Χριστού τούτων μέν κατεφρονήσαμεν, θεφ δέ τφ άγεννήτψ καί άπαθει εαυτούς άνεθήκαμεν, όν ούτε έπ' Αντιόπην καί τάς άλλας όμοίως ούδέ έπί Γανυμήδην δι' οίστρον έληλυθέναι πειθόμεθα, ούδέ λυθήναι βοήθειας τυχόντα διά Θέτιδος ύπό τού έκατοντάχειρος έκείνου, ούδέ μεριμνώντα διά τούτο τόν τής Θέτιδος Αχιλλέα διά τήν παλλακίδα Βρισηΐδα όλέσαι πολλούς τών Ελλήνων. καί τούς πειθομένους έλεούμεν· τούς δέ τούτων αιτίους δαίμονας γνωρίζομεν. Τρίτον δ' ότι καί μετά τήν άνέλευσιν τού Χριστού είς ούρανόν προεβάλλοντο οί δαίμονες άνθρώπους τινάς λέ­ γοντας εαυτούς είναι θεούς, οΐ ού μόνον ούκ έδιώχθησαν ύφ' ύμών, άλλά καί τιμών κατηξιώθησαν Σίμωνα μέν τινα Σαμαρέα, τόν άπό κώμης λεγομένης Γίτθων, ός έπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τής τών ένεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς έν τή πόλειύμών βασιλίδι'Ρώμη θεός ένομίσθη καί άνδριάντι παρ' ύμών ώς θεός τετίμηται, ός άνδριάς άνεγήγερται έν τφ Τίβερι ποταμφ μεταξύ τών δύο γεφυρών, έχων έπιγραφήν 'Ρωμαϊκήν ταύτην· Σίμωνι δεωσάγκτω. καί σχεδόν πάντες μέν Σαμαρείς, ολίγοι δέ καί έν άλλοις έθνεσιν, ώς τόν πρώτον θεόν έκείνον όμολογούντες έκείνον καί προσκυ­ νούσε καί Ελένην τινά, τήν περινοστήσασαν αύτφ κατ' έκείνο τού καιρού, πρότερον έπί τέγους σταθεισαν, τήν ύπ' αύτού έν­ νοιαν πρώτην γενομένην λέγουσι. Μένανδρον δέ τινα, καί αύτόν Σαμαρέα, τόν άπό κώμης Καππαρεταίας, γενόμενον μαθητήν τού Σίμωνος, ένεργηθέντα καί ύπό τών δαιμό­ νιων καί έν Αντιοχείμ γενόμενον πολλούς έξαπατήσαι διά μαγικής 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τέχνης οϊδαμεν, ός και τούς αύτφ επομένους ώς μηδέ άποθνήσκοιεν έπεισε- καί νύν είσί τινες απ' έκείνου τούτο όμολογούντες. Μαρκίωνα δέ τινα Ποντικόν, ός καί νύν έτι έστι διδάσκων τούς πειθομένους, άλλον τινά νομίζειν μείζονα τού δημιουργού θεόν- ός κατά πάν γένος άνθρώπων διά τής τών δαιμόνων συΛΛήψεως πολλούς πεποίηκε βλασφημίας Λέγειν καί άρνείσθαι τόν ποιητήν τούδε τού παντός θεόν, άΛΛον δέ τινα, ώς όντα μείζονα, τά μείζονα παρά τούτον όμοΛογείν πεποιηκέναι. πάντες οί άπό τούτων όρμώμενοι, ώς έφημεν, Χριστιανοί καλούνται, ον τρόπον καί οί ού κοινωνούντες τών αύτών δογμάτων τοίς φιλοσόφοις τό έπικατηγορούμενον όνομα τής φιλοσοφίας κοινόν έχουσιν. εί δέ καί τά δύσφημα έκεινα μυθολογούμενα έργα πράττουσι, Λυχνίας μέν άνατροπήν καί τάς άνέδην μίξεις καί άνθρωπε ίων σαρκών βοράς, ού γινώσκομεν- άΛΛ' ότι μή διώκονται μηδέ φονεύονται ύφ' ύμών, κάν διά τά δόγματα, έπιστάμεθα. έστι δέ ήμίν καί σύν­ ταγμα κατά πασών τών γεγενημένων αιρέσεων συντεταγμένον, φ εί βούλεσθε έντυχείν, δώσομεν. Ημείς δέ, ίνα μηδένα διώκωμεν μηδέ άσεβώμεν, έκτιθέναι καί τά γεννώμενα πονηρών είναι δεδιδάγμεθα- πρώτον μέν ότι τούς πάντας σχεδόν όρώμεν έπί πορνείμ προάγοντας, ού μόνον τάς κόρας άλλά καί τούς άρσενας, καί ον τρόπον Λέγονται οί παλαιοί άγέλας βοών ή αιγών ή προ­ βάτων τρέφειν ή ίππων φορβάδων, ούτω νύν παίδας είς τό αίσχρώς χρήσθαι μόνον- καί ομοίως θηλειών καί άνδρογύνων καί άρρητοποιών πλήθος κατά πάν έθνος έπί τούτου τού άγους έστηκε. καί τούτων μισθούς καί εισφοράς καί τέλη Λαμβάνετε δέον έκκόψαι άπό τής ύμετέρας οικουμένης. καί τών τούτοις χρωμένων τις πρός τή άθέψ καί άσεβεί καί άκρατεί μίξει, εί τύχοι, τέκνψ ή συγγενείή άδελφφ μίγνυται. 3 Του άγίου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας οί δέ καί τά εαυτών τέκνα καί τάς όμοζύγους προαγωγεύονται, καί φανερώς είς κιναιδίαν άποκόπτονταί τινες καί είς μητέρα θεών τά μυ­ στήρια άναφέρουσι, καί παρά παντί τών νομιζομένων παρ' ύμίν θεφ όφις σύμβολον μέγα καί μυστήριον άναγράφεται. καί τά φανερώς ύμίν πραττόμενα καί τιμώμενα ώς άνατετραμμένου καί ού παρόντος φωτός θείου ήμιν προσγράφετε· όπερ άπηλλαγμένοις ήμιν τού πράττειν τι τούτων ού βλάβην φέρει, άλλά τοις πράττουσικαίψευδομαρτυρούσι μάλλον. Παρ' ήμιν μέν γάρ ό άρχηγέτης τών κακών δαι­ μόνων όφις καλείται καί σατανάς καί διάβολος, ώς καί έκ τών ήμετέρων συγγραμμάτων έρευνήσαντες μαθείν δύνασθε· όν είς τό πύρ πεμφθήσεσθαι μετά τής αύτού στρατιάς καί τών έπομένων άνθρώπων κολασθησομένους τόν άπέραντον αιώνα, προεμήνυσεν ό Χριστός. καί γάρ ή έπιμονή τού μηδέπω τούτο πράξαι τόν θεόν διά τό άνθρώπινον γένος γεγένηται· προγινώσκει γάρ τινας έκ μετάνοιας σωθήσεσθαι μέλλοντας καί τινας μηδέπω ίσως γεννηθέντας. καί τήν άρχήν νοερόν καί δυνάμενον αίρείσθαι τάληθή καί εύ πράττειν τό γένος τό άν­ θρώπινον πεποίηκεν, ώστ' άναπολόγητον είναι τοίς πάσιν άνθρώποις παρά τφ θεφ· λογικοί γάρ καί θεωρητικοί γεγένηνται. εί δέ τις άπιστε! μέλειν τούτων τφ θεφ, ή μή είναι αύτόν διά τέχνης ομολογήσει, ή όντα χαίρειν κακία φήσειή λίθψ έοικότα μένειν, καί μηδέν είναι άρετήν μηδέ κακίαν, δόξη δέ μόνον τούς άνθρώπους ή άγαθά ή κακά ταύτα ήγείσθαι· ήπερ μεγίστη άσέβεια καί άδικία έστί. Καί πάλιν, μή τών έκτεθέντων τις μή άναληφθείς θανατωθή, καί ώμεν άνδροφόνοι· άλλ' ή τήν άρχήν ούκ έγαμούμεν εί μή έπί παίδων άνατροφή, ή παραιτούμενοι τό γήμασθαι τέλεον ένεκρατευόμεθα. καί ήδη τις τών ήμετέρων, ύπέρ τού πείσαι ύμάς ότι ούκ έστιν ήμιν μυστήριον ή άνέδην μίξις, βιβλίδιον άνέδωκεν έν Αλεξανδρείμ Φήλικιήγεμονεύοντι 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός "Ελληνας άξιων έπιτρέψαι ίατρφ τούς διδύμους αύτού άφελείν άνευ γάρ τής τού ήγεμόνος επιτροπής τούτο πράττειν άπειρήσθαι οί εκεί ιατροί έλεγον. καί μηδ' όλως βουληθέντος ΦήΛικος ύπογράψαι, έφ' εαυτού μείνας ό νεανίσκος ήρκέσθη τή εαυτού καί τών όμογνωμόνων συνειδήσει. ούκ άτοπον δέ έπιμνησθήναι έν τούτοις ήγησάμεθα καί Αντινόου τού νύν γεγενημένου, ον καί πάντες ώς θεόν διά φόβου σέβειν ώρμηντο, έπιστάμενοι τίς τε ήν καί πόθεν ύπήρχεν. Όπως δέ μή τις είπη άντιτιθείς ήμίν, τί κωλύει καί τόν παρ' ήμίν Λεγόμενον Χριστόν, άνθρωπον έξ άνθρώπων όντα, μαγική τέχνη ας Λέγομεν δυνάμεις πεποιηκέναι καί δόξαι διά τούτο υιόν θεού είναι, τήν άπόδειξιν ήδη ποιησόμεθα, ού τοίς Λέγουσι πιστεύοντες, άλλά τοίς προφητεύουσι πριν ή γενέσθαι κατ' άνάγκην πειθόμενοι, διά τό καί όψει ώς προεφητεύθη όράν γενόμενα καί γινόμενα· ήπερ μεγίστη καί άΛηθεστάτη άπόδειξις καί ύμίν, ώς νομίζομεν, φανήσεται. Άνθρωποι ούν τινες έν Ίουδαίοις γεγένηνται θεού προφήται, δι' ών τό προφητικόν πνεύμα προεκήρυξε τά γενήσεσθαι μέλλοντα πριν ή γενέσθαι· καί τούτων οί έν Ίου­ δαίοις κατά καιρούς γενόμενοι βασιλείς τάς προφητείας, ώς έλέχθησαν ότε προεφητεύοντο, τή ιδία αύτών Έβράίδι φωνή έν βιβλίοις ύπ' αύτών τών προφητών συντεταγμένας κτώμενοι πε­ ρ ιείπον. ότε δέ Πτολεμαίος, ό Αιγυπτίων βασιλεύς, βιβλιο­ θήκην κατεσκεύαζε καί τά πάντων άνθρώπων συγγράμματα συνάγειν έπειράθη, πυθόμενος καί περί τών προφητειών τούτων, προσέπεμψε τώ τών Ιουδαίων τότε βασιλεύοντι Ηρώδη άξιών διαπεμφθήναι αύτψ τάς βίβλους τών προφητειών. καί ό μέν βασιλεύς Ηρώδης τή προειρημένη Έβραΐδι αύτών φωνή γεγραμμένας διεπέμψατο. έπειδή δέ ούκ ήν γνώριμα τά έν αύταίς γεγραμμένα τοίς Αίγυπτίοις, πάλιν αύτόν ήξίωσε πέμψας τούς μεταβαλούντας αύτάς εις τήν Ελλάδα φωνήν άνθρώπους 3. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άποστειΛαι. και τούτου γενομένου έμειναν αί βίβλοι καί παρ' Αίγυπτίοις μέχρι τού δεύρο, καί πανταχού παρά πάσίν είσιν Ίουδαίοις, οΐ καί άναγινώσκοντες ού συνιάσι τά είρημένα, άλλ' έχθρούς ήμάς καί πολεμίους ήγούνται, ομοίως ύμίν άναιρούντες καί κολάζοντες ήμάς όπόταν δύνωνται, ώς καί πεισθήναι δύνασθε. καί γάρ έν τφ νύν γεγενη μένω Ίουδαϊκφ πολέμψ Βαρχωχέβας ό τής Ιουδαίων άποστάσεως άρχηγέτης, Χριστιανούς μόνους είς τιμωρίας δεινάς, εί μή άρνοίντο Ίησούν τόν Χριστόν καί βλασφημοίεν, έκέλευεν άπάγεσθαι. έν δή ταϊς τών προφητών βίβλοις εύρομεν προκηρυσσόμενον παραγινόμενον, γεννώμενον διά παρθένου, καί άνδρούμενον, καί θεραπεύοντα πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν καί νεκρούς άνεγείροντα, καί φθονούμενον καί άγνοούμενον καί σταυρούμενον Ίησούν τόν ήμέτερον Χριστόν, καί άποθνήσκοντα καί άνεγειρόμενον καί είς ούρανούς άνερχόμενον, καί υιόν θεού όντα καί κεκλημενον, καί τινας πεμπομένους ύπ' αύτού είς πάν γένος άνθρώπων κηρύξοντας ταύτα, καί τούς έξ έθνών άνθρώπους μάλλον αύτφ πιστεύειν. προεφητεύθη δέ, πριν ή φανήναι αύτόν, έτεσι ποτέ μέν πεντακισχιλίοις, ποτέ δέ τρισχιλίοις, ποτέ δέ δισχιλίοις, καί πάλιν χιλίοις καί άλλοτε όκτακοσίοις· κατά γάρ τάς διαδοχάς τών γενών έτεροι καί έτεροι έγένοντο προφήται. Μωϋσής μέν ούν, πρώτος τών προφητών γενόμενος, ειπεν αύτολεξεί ούτως· Ούκ έκλείψει άρχων έξ Ιούδα ούδέ ήγούμενος έκ τών μηρών αύτού, έως άν έλθη φ άπόκειται· καί αύτός έσται προσδοκία έθνών, δεσμεύων πρός άμπελον τον πώλον αύτού, πλύνων έν αίματι σταφυλής τήν στολήν αύτού. ύμέτερον ούν έστιν άκριβώς έξετάσαικαί μαθείν, μέχρι τίνος ήν άρχων καί βασιλεύς έν Ίουδαίοις ίδιος αύτών· μέχρι τής φανερώσεως Ιησού Χριστού, τού ήμετέρου διδασκάλου καί τών άγνοουμένων προφητειών έξηγητού, ώς 3< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας προερρέθη ύπό του θείου άγιου προφητικού πνεύματος διά τού Μωυσέως μή έκλείψειν άρχοντα άπό Ιουδαίων, έως άν έλθη ω άπόκειται τό βασίλειον. Ιούδας γάρ προπάτωρ Ιουδαίων, άφ' ού καί τό Ιουδαίοι καλεισθαι έσχήκασι· καί ύμείς μετά τήν γενομένην αύτού φανέρωσιν καί Ιουδαίων έβασιλεύσατε καί τής εκείνων πάσης γής έκρατήσατε. τό δέ Αύτός έσται προσ­ δοκία έθνών μηνυτικόν ήν ότι έκ πάντων τών έθνών προσδοκήσουσιν αύτόν πάλιν παραγενησόμενον, όπερ όψειύμίν πάρεστιν ίδειν καί έργφ πεισθήναι· έκ πάντων γάρ γενών άν­ θρώπων προσδοκώσι τόν έν Ίουδαίμ σταυρωθέντα, μεθ' ον εύθύς δοριάλωτος ύμίν ή γή Ιουδαίων παρεδόθη. τό δέ Δεσμεύων προς άμπελον τόν πώλον αύτού καί πλύνων τήν στολήν αύτού έν αϊματι σταφυλής σύμβολον δηλωτικόν ήν τών γενησομένων τφ Χριστφ καί τών ύπ' αύτού πραχθησομένων. πώλος γάρ τις όνου είστήκει έν τινι είσόδφ κώμης προς άμ­ πελον δεδεμένος, ον έκέλευσεν άγαγείν αύτφ τότε τούς γνωρί­ μους αύτού, καί άχθέντος έπιβάς έκάθισε καί είσελήλυθεν εις τά Ιεροσόλυμα, ένθα τό μέγιστον ιερόν ήν Ιουδαίων, ό ύφ' ύμών ύστερον κατεστράφη· καί μετά ταύτα έσταυρώθη, όπως τό λείπον τής προφητείας συντελεσθή. τό γάρ Πλύνων τήν στολήν αύτού έν αϊματι σταφυλής προαγγελτικόν ήν τού πάθους ού πάσχειν έμελλε, δι' αίματος καθαίρων τούς πιστεύοντας αύτφ. ή γάρ κεκλημένη ύπό τού θείου πνεύματος διά τού προφήτου στολή οί πιστεύοντες αύτφ είσιν άνθρωποι, έν οίς οίκεί τό παρά τού θεού σπέρμα, ό λόγος. τό δέ είρημένον Αίμα τής σταφυλής σημαντικόν τού έχειν μέν αίμα τόν φανησόμενον, άλλ' ούκ έξ άνθρωπείου σπέρματος άλλ' έκ θείας δυνάμεως. ή δέ πρώτη δύναμις μετά τόν πατέρα πάντων καί δεσπότην θεόν καί υιός ό λόγος έστίν· ός τίνα 3< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τρόπον σαρκοποιηθείς άνθρωπος γέγονεν, έν τοίς έξης έρούμεν. ον τρόπον γάρ τό τής άμπέΛου αίμα ούκ άνθρωπος πεποίηκεν άλΛ' ό θεός, ούτως και τούτο έμηνύετο ούκ έξ άνθρωπε ίου σπέρματος γενήσεσθαι τό αίμα άλΛ' έκ δυνάμεως θεού, ώς προέφημεν. καί Ήσαίας δέ, άλλος προφήτης, τά αύτά δι' άλλων •ήσεων προφητεύων ούτως ειπεν· ΑνατεΛεϊ άστρον έξ Ιακώβ, καί άνθος άναβήσεται άπό τής ·ίζης Ίεσσαί· καί έπί τόν βρα­ χίονα αύτού έθνη έλπιούσιν. άστρον δέ φωτεινόν άνέτειΛε, καί άνθος άνέβη άπό τής ·ίζης Ίεσσαί, ούτος ό Χριστός. διά γάρ παρθένου τής άπό τού σπέρματος Ιακώβ, τού γενομένου πατρός Ιούδα, τού δεδηλωμένου Ιουδαίων πατρός, διά δυνάμεως θεού άπεκυήθη· καί Ίεσσαί προπάτωρ μέν κατά τό λόγιον γεγένηται, τού δέ Ιακώβ καί τού Ιούδα κατά γένους διαδοχήν υιός ύπήρχεν. Καί πάλιν ώς αύτολεξεί διά παρθένου μέν τεχθησόμενος διά τού Ήσαίου προεφητεύθη, άκούσατε. Έλέχθη δέ ούτως· Ιδού ή παρθένος έν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν, καί έρούσιν έπί τώ όνόματιαύτού Μεθ' ήμών ό θεός. ά γάρ ήν άπιστα καί άδύνατα νομιζόμενα παρά τοίς άνθρώποις γενή­ σεσθαι, ταύτα ό θεός προεμήνυσε διά τού προφητικού πνεύ­ ματος μέΛλειν γίνεσθαι, ίν' όταν γένηται μή άπιστηθή, άλλ' έκ τού προειρήσθαι πιστευθή. όπως δέ τινες μή νοήσαντες τήν δεδηλωμένην προφητείαν, έγκαλέσωσιν ήμιν άπερ ένεκαλέσαμεν τοίς ποιηταίς, είπούσιν άφροδισίων χάριν έληλυθέναι έπί γυναίκας τόν Δία, διασαφήσαι τούς λόγους πειρασόμεθα. τό ούν Ιδού ή παρθένος έν γαστρί έξει σημαίνει ού συνουσιασθείσαν τήν παρθένον συΛΛαβείν- είγάρ έσυνουσιάσθη ύπό ότουούν, ούκ έτιήν παρθένος· άλλά δύναμις θεού έπελθούσα τή παρθένψ έπεσκίασεν αύτήν, καί κυοφορήσαι παρθένον ούσαν πεποίηκε. 3< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας και ό αποστολείς δέ προς αυτήν τήν παρ­ θένον κατ' έκείνο του καιρού άγγελος θεού εύηγγεΛίσατο αυτήν είπών· Ιδού σύλληψη έν γαστρί έκ πνεύματος άγίου καί τέξη υιόν, καί υιός ύψίστου κΛηθήσεται, καί καΛέσεις τό όνομα αύτού Τησούν, αύτός γάρ σώσει τόν Λαόν αύτού άπό τών άμαρτιών αύτών, ώς οί άπομνημονεύσαντες πάντα τά περί τού σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού έδίδαξαν, οίς έπιστεύσαμεν, έπειδή καί διά Ήσαίου τού προδεδηΛωμένου τό προφητικόν πνεύμα τούτον γεννησόμενον, ώς προεμηνύομεν, έφη. τό πνεύμα ούν καί τήν δύναμιν τήν παρά τού θεού ούδέν άλλο νοήσαι θέμις ή τόν Λόγον, ός καί πρωτότοκος τω θεφ έστι Μωυσής ό προδεδηΛωμένος προφήτης έμήνυσε· καί τούτο έλθόν έπί τήν παρθένον καί έπισκιάσαν ού διά συνουσίας άλλά διά δυνάμεως έγκύμονα κατέστησε. τό δέ Ιησούς, όνομα τή Έβράίδι φωνή, σωτήρ τή ΈΛΛηνίδι διαλέκτφ δηλοι. όθεν καί ό άγγελος προς τήν παρθένον είπε - Καί καΛέσεις τό όνομα αύτού Τησούν· αύτός γάρ σώσει τόν Λαόν αύτού άπό τών άμαρτιών αύτών. ότι δέ ούδενί αλλω θεοφορούνται οί προφητεύοντες εί μή λογά) θείψ, καί ύμείς, ώς ύπολαμβάνω, φήσετε. Όπου δέ καί τής γής γεννάσθαι έμεΛΛεν, ώς προειπεν έτερος προφήτης ό Μιχαίας, άκούσατε. έφη δέ ούτως· Καί σύ Βηθλεέμ, γή Ιούδα, ούδαμώς έλαχίστη εί έν τοίς ήγεμόσιν Ιούδα· έκ σού γάρ έξελεύσεταιήγούμενος, όστις ποιμανει τόν Λαόν μου. κώμη δέ τίς έστιν έν τή χωρά Ιου­ δαίων, άπέχουσα σταδίους τριάκοντα πέντε Ιεροσολύμων, έν ή έγεννήθη Ιησούς Χριστός, ώς καί μαθεϊν δύνασθε έκ τών άπογραφών τών γενομένων έπί Κυρηνίου, τού ύμετέρου έν Ίουδαίμ πρώτου γενομένου έπιτρόπου. Ώς δέ καίλήσειν έμελλε τούς άλλους άνθρώπους γεννηθείς ό Χριστός άχρις άνδρωθή, όπερ καίγέγονεν, άκού­ σατε τών προειρημένων είς τούτο. 3< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έστι δέ ταύτα- Παιδίον έγεννήθη ήμίν, καί νεανίσκος ήμίν άπεδόθη, ού ή άρχή έπί τών ώμων- μηνυτικόν τής δυνάμεως τού σταυρού, φ προσέθηκε τούς ώμους σταυρωθείς, ώς προϊόντος του λόγου σαφέστερον δειχθήσεται. καί πάλιν ό αύτός προφήτης Ήσαίας θεοφορούμενος τώ πνεύματιτφ προφητική) έφη- Εγώ έξεπέτασα τάς χείράς μου έπί λαόν άπειθούντα καί άντιλέγοντα, έπί τούς πορευομένους έν όδώ ού καλή. αίτούσί με νύν κρίσιν καί έγγίζειν θεφ τολμώσιν. καί πάλιν έν άλλοις λόγοις δι' ετέρου προφήτου λέγει- Αύτοί ώρυξάν μου πόδας καί χειρας, καί έβαλον κλήρον έπί τόν ιματισμόν μου. καί ό μέν Δαυείδ ό βασιλεύς καί προφήτης, ό είπών ταύτα, ούδέν τούτων έπαθεν- Ιησούς δέ Χριστός έξετάθη τάς χειρας, σταυ­ ρωθείς ύπό τών Ιουδαίων άντιλεγόντων αύτφ καί φασκόντων μή είναι αύτόν Χριστόν- καί γάρ, ώς ειπεν ό προφήτης, διασύροντες αύτόν έκάθισαν έπί βήματος καί ειπον- Κρίνον ήμίν. τό δέ Ώρυξάν μου χειρας καί πόδας έξήγησις τών έν τφ σταυρφ παγέντων έν ταϊς χερσί καί τοϊς ποσίν αύτού ήλων ήν. καί μετά τό σταυρώσαι αύτόν έβαλον κλήρον έπί τόν ιμα­ τισμόν αύτού, καί έμερίσαντο έαυτοϊς οί σταυρώσαντες αύτόν. καί ταυτα ότιγέγονε, δύνασθε μαθεϊν έκ τών έπί Ποντίου Πιλάτου γενομένων άκτων. καί ότι -ητώς καθεσθησόμενος έπί πώλον όνου καί είσελευσόμενος είς τά Ιεροσόλυμα προεφητεύετο, έτέρου προφήτου του Σοφονίου τάς τής προφητείας λέξεις έρουμεν. είσίδέ αύται- Χαϊρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ- ιδού ό βασιλεύς σου έρχεται σοι πράος, έπιβεβηκώς έπί πώλον όνον υιόν ύποζυγίου. Όταν δέ τάς λέξεις τών προφητών λεγομένας ώς άπό προσώπου άκούητε, μή άπ' αύτών τών έμπεπνευσμένων 3< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Λέγεσθαι νομίσητε, άλλ' άπό τού κινούντος αύτούς θείου Λόγου. ποτέ μέν γάρ ώς προαγγεΛτικός τά μέΛΛοντα γενήσεσθαιΛέγει, ποτέ δ' ώς άπό προσώπου τού δεσπό­ του πάντων καί πατρός θεού φθέγγεται, ποτέ δέ ώς άπό προσ­ ώπου τού Χριστού, ποτέ δέ ώς άπό προσώπου Λαών άποκρινομένων τφ κυρίω ή τφ πατρί αύτού· όποιον καί έπί τών παρ' ύμίν συγγραφέων ίδείν έστιν, ένα μέν τόν τά πάντα συγγράφοντα όντα, πρόσωπα δέ τά διαΛεγόμενα παραφέροντα. όπερ μή νοήσαντες οί έχοντες τάς βίβλους τών προφητών Ιουδαίοι ούκ έγνώρισαν ούδέ παραγενόμενον τόν Χριστόν, άλλά καί ήμάς τούς Λέγοντας παραγεγενήσθαι αύτόν καί, ώς προεκεκήρυκτο, άποδε ικνύντας έσταυρώσθαι ύπ' αύτών μισούσιν. Ίνα δέ καί τούτο ύμιν φανερόν γένηται, άπό προσ­ ώπου τού πατρός έΛέχθησαν διά Ήσαίου τού προειρημένου προφήτου οίδε οί Λόγοι- Έγνω βούς τόν κτησάμενον καί όνος τήν φάτνην τού κυρίου αύτού, Ισραήλ δέ με ούκ έγνω καί ό Λαός μου ού συνήκεν. ούαί έθνος άμαρτωΛόν, Λαός πΛήρης άμαρτιών, σπέρμα πονηρόν, υιοί άνομοι· έγκατελίπατε τόν κύριον. καί πάΛιν άΛΛαχού, όταν Λέγη ό αύτός προφήτης όμοίως άπό τού πατρός· Ποιόν μοι οίκον οικοδομήσετε; Λέγει κύριος. ό ούρανός μοι θρόνος, καί ή γή ύποπόδιον τών ποδών μου. καί πάΛιν άΛΛαχού· Τάς νουμηνίας ύμών καί τά σάββατα μισεί ή ψυχή μου, καί μεγάΛην ή μέραν νηστείας καί άργίαν ούκ άνέχομαι· ούδ', άν έρχησθε όφθήναί μοι, είσακούσομαι ύμών. πΛήρεις αίματος αί χειρες ύμών. κάν φέρητε σεμίδαΛιν, θυμίαμα, βδέΛυγμά μοι έστι· στέαρ άρνών καί αίμα ταύρων ού βούλομαι. τίς γάρ έξεζήτησε Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ταύτα έκ τών χειρών ύμών; άλλά διάλυε πάντα σύνδεσμον αδικίας, διάσπα στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, άστεγον καί γυμνόν σκέπε, διάθρυπτε πεινώντι τόν άρτον σου. όποια μέν ούν έστι καί τά διδασκόμενα διά τών προφητών άπό τού θεού, νοείν δύνασθε. Όταν δέ άπό προσώπου τού Χριστού λέγη τό προ­ φητικόν πνεύμα, ούτως φθέγγεται· Έγώ έξεπέτασα τάς χειράς μου έπί λαόν άπειθούντα καί άντιλέγοντα, έπί τούς πορευομένους έν όδώ ού καλή. καί πάλιν· Τόν νώτόν μου τέθεικα είς μάστιγας καί τάς σιαγόνας μου είς -απίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου ούκ άπέστρεψα άπό αισχύνης έμπτυσμάτων. καί ό κύριος βοηθός μου έγένετο· διά τούτο ούκ ένετράπην, άλλ' έθηκα τό πρόσωπόν μου ώς στερεάν πέτραν, καί έγνων ότι ού μή αίσχυνθώ, ότι έγγίζει ό δικαιώσας με. καί πάλιν όταν λέγη· Αύτοί έβαλον κλήρον έπί τόν ιματισμόν μου, καί ώρυξάν μου πόδας καί χείρας. έγώ δέ έκοιμήθην καί ύπνωσα, καί άνέστην, ότι κύριος άντελάβετό μου. καί πάλιν όταν λέγη· Έλάλησαν έν χείλεσιν, έκίνησαν κεφαλήν λέγοντες· Ρυσάσθω έαυτόν. άτινα πάντα ότι γέγονεν ύπό τών ’Ιουδαίων τω Χριστώ, μαθείν δύνασθε. σταυρωθέντος γάρ αύτού έξέστρεφον τά χείλη καί έκίνουν τάς κεφαλάς λέγοντες· Ό νεκρούς άνεγείρας -υσάσθω έαυτόν. Όταν δέ ώς προφητεύον τά μέλλοντα γίνεσθαιλαλή τό προφητικόν πνεύμα, ούτως λέγει· Έκ γάρ Σιών έξελεύσεται νόμος καί λόγος κυρίου έξ Ιερουσαλήμ, καί κρίνει άνά μέσον έθνών καί έλέγξει λαόν πολύν· καί συγκόψουσι τάς μαχαίρας αύτών είς άροτρα καί τάς ζιβύνας αύτών είς δρέπανα, καί ού μή λήψονται έθνος έπί έθνος μάχαιραν Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας και ού μή μάθωσιν έτι πολεμείν. και ότι ούτως γέγονε, πεισθήναι δύνασθε. άπό γάρ Ιερουσαλήμ άνδρες δεκαδύο τόν άριθμόν έξήλθον είς τόν κόσμον, καί ούτοι ίδιώται, Λαλείν μή δυνάμενοι, διά δέ θεού δυνάμεως έμήνυσαν παντίγένει άνθρώπων ώς άπεστάλησαν ύπό τού Χριστού διδάξαι πάντας τόν τού θεού Λόγον· καί οί πάλαι άΛΛηλοφόνται ού μόνον ού πολεμούμεν τούς έχθρούς, άλλ', ύπέρ τού μηδέ ψεύδεσθαι μηδ' έξαπατήσαι τούς έξετάζοντας, ήδέως όμολογούντες τόν Χριστόν άποθνήσκομεν. δυνατόν γάρ ήν τό Λεγόμενον Ή γλώσσ' όμώμοκεν, ή δέ φρήν άνώμοτος ποιείν ήμάς είς τούτο. γελοίον ήδη πράγμα, ύμίν μέν τούς συντιθεμένους καί καταλεγομένους στρατιώτας καί προ τής εαυτών ζωής καί γονέων καί πατρίδος καί πάντων τών οικείων τήν ύμετέραν άσπάζεσθαι ομολογίαν, μηδέν άφθαρτον δυναμένων ύμών αύτοίς παρασχείν, ήμάς δέ, άφθαρσίας έρώντας, μή πάνθ' ύπομείναι ύπέρ τού τά ποθούμενα παρά τού δυναμένου δούναι Λαβείν. Ακούσατε δέ πώς καί περί τών κηρυξάντων τήν διδαχήν αύτού καί μηνυσάντων τήν επιφάνειαν προερρέθη, τού προειρημένου προφήτου καί βασιλέως ούτως είπόντος διά τού προφητικού πνεύματος· Ημέρα τή ήμέρμ έρεύγεται ρήμα, καί νύξ τή νυκτί άναγγέΛΛει γνώσιν, ούκ είσί ΛαΛιαί ούδέ Λόγοι, ών ούχί άκούονται αί φωναί αύτών. είς πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος αύτών καί είς τά πέρατα τής οικουμένης τά -ήματα αύτών. έν τώ ήλίψ έθετο τό σκή­ νωμα αύτού, καί αύτός, ώς νυμφίος εκπορευόμενος έκ παστού αύτου, άγαΛΛιάσεται ώς γίγας δραμείν οδόν. πρός τούτοις δέ καί Λόγων έτέρων τών προφητευθέντων δι' αύτού τού Δαυείδ Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας καλώς έχον καί οίκείως έπιμνησθήναι ΛεΛογίσμεθα, έξ ών μαθείν ύμίν πάρεστι πώς προτρέπεται ζην τούς άνθρώπους τό προφη­ τικόν πνεύμα, καί πώς μηνύει τήν γεγενημένην Ήρώδου τού βασιλέως Ιουδαίων καί αύτών Ιουδαίων καί ΠιΛάτου τού ύμετέρου παρ' αύτοίς γενομένου έπιτρόπου σύν τοίς αύτού στρατιώταις κατά τού Χριστού συνέΛευσιν, καί ότι πιστεύεσθαι έμεΛΛεν ύπό τών έκ παντός γένους άνθρώπων, καί ότι αύτόν υιόν καΛεί ό θεός καί ύποτάσσειν αύτφ πάντας τούς έχθρούς έπήγγεΛται, καί πώς οί δαίμονες, όσον έπ' αύτοίς, τήν τε τού πατρός πάν­ των καί δεσπότου θεού καί τήν αύτού τού Χριστού έξουσίαν φυγείν πειρώνται, καί ώς είς μετάνοιαν καΛεί πάντας ό θεός πρίν έΛθείν τήν ή μέραν τής κρίσεως. εϊρηνται δέ ούτως· Μακάριος άνήρ ός ούκ έπορεύθη έν βουλή άσεβών καί έν όδφ άμαρτωΛών ούκ έστη καί έπί καθέδραν Λοιμών ούκ έκάθισεν, άΛΛ ή έν τφ νόμψ κυρίου τό θέΛημα αύτού, καί έν τφ νόμψ αύτού μελετήσει ή μέρας καί νυκτός. καί έσται ώς τό ξύΛον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τών ύδάτων, ό τόν καρπόν αύτού δώσει έν καιρφ αύτού, καί τό φύΛΛον αύτού ούκ άπορρυήσεται, καί πάντα όσα άν ποιή κατευοδωθήσεται. ούχ ούτως οί άσεβείς, ούχ ούτως, άΛΛ ή ώσεί χνούς, ον έκρίπτει ό άνεμος άπό προσώπου τής γης· διά τούτο ούκ άναστήσονται άσεβείς έν κρίσει ούδέ άμαρτωΛοί έν βουΛή δικαίων, ότι γινώσκει κύριος οδόν δικαίων, καί οδός άσεβών άποΛείται. Ένα τί έφρύαξαν έθνη, καί Λαοί έμεΛέτησαν καινά; παρέ­ στησαν οί βασιΛείς τής γής, καί οί άρχοντες συνήχθησαν έπί τό αύτό κατά τού κυρίου καί κατά τού Χριστού αύτού, Λέγοντες· Διαρρήξωμεν τούς δεσμούς αύτών καί άπορρίψωμεν άφ' ήμών τόν ζυγόν αύτών. ό κατσικών έν ούρανοίς έκγελάσεται αύ­ τούς, καί ό κύριος έκμυκτηριεί αύτούς· τότε ΛαΛήσει πρός αύ­ τούς έν όργή αύτού, καί έν τφ θυμφ αύτού ταράξει αύτούς. έγώ δέ κατεστάθην βασιλεύς ύπ' αύτού έπί Σιών όρος τό Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας άγιον αύτού, διαγγέλλων τό πρόσταγμα κυρίου, κύριος είπε πρός με· Τιός μου εί σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε. 1/ αιτησαι παρ' εμού, και δώσω σοι έθνη τήν κληρονομιάν σου, και τήν κατάσχεσίν σου τά πέρατα τής γης· ποιμανεις αύτούς έν -άβδψ σιδηρμ, ώς σκεύη κεραμέως συντρίψεις αύτούς. και νύν βασιλείς σύνετε, παιδεύθητε πάντες οί κρίνοντες τήν γήν. δουλεύσατε τώ κυρία) έν φόβψ, και άγαλλιάσθε αύτφ έν τρόμψ. δράξασθε παιδείας, μή ποτέ όργισθή κύριος, καί άπολεισθε έξ οδού δικαίας, όταν έκκαυθή έν τάχει ό θυμός αύτού. μακάριοι πάντες οί πεποιθότες επ' αύτόν. Καί πάλιν δι' άλλης προφητείας μηνύον τό προ­ φητικόν πνεύμα δι' αύτού τού Δαυείδ, ότι μετά τό σταυρωθήναι βασιλεύσει ό Χριστός, ούτως είπεν- Άισατε τφ κυρίψ πάσα ή γή, καί αναγγείλατε ήμέραν έξ ημέρας τό σωτήριον αύτού· ότι μέγας κύριος καί αίνετός σφόδρα, φοβερός ύπέρ πάντας τούς θεούς· ότι πάντες οί θεοί τών έθνών είδωλα δαι­ μόνιων είσίν, ό δέ θεός τούς ούρανούς έποίησε. δόξα καί αίνος κατά πρόσωπον αύτού, καί ισχύς καί καύχημα έν τόπψ άγιάσματος αύτού· δότε τφ κυρίψ, τφ πατρί τών αιώνων, δόξαν, λάβετε χάριν καί είσέλθετε κατά πρόσωπον αύτού καί προσκυ­ νήσατε έν αύλαίς άγίαις αύτού· φοβηθήτω άπό προσώπου αύτού πάσα ή γή καί κατορθωθήτω καί μή σαλευθήτω. εύφρανθήτωσαν έν τοίς έθνεσιν· ό κύριος έβασίλευσεν άπό τού ξύλου. Όταν δέ τό προφητικόν πνεύμα τά μέλλοντα γίνεσθαι ώς ήδη γενόμενα λέγη, ώς καί έν τοίς προειρημένοις δοξάσαι έστιν, όπως άπολογίαν μή παράσχη τοίς έντυγχάνουσιν, καί τούτο διασαφήσομεν. τά πάντως έγνωσμένα γενησόμενα προ- 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Λέγει ώς ήδη γενόμενα· ότι δέ ούτως δει έκδέχεσθαι, ενατενί­ σατε τώ voi τοις Λεγομένοις. Δαυείδ έτεσι χιΛίοις και πεντακοσίοις πριν ή Χριστόν άνθρωπον γενόμενον σταυρωθήναι τά προειρημένα έφη, καί ούδείς τών προ έκείνου γενομένων σταυρωθείς ευφροσύνην παρέσχε τοίς έθνεσιν, άΛΛ' ούδέ τών μετ' έκεϊνον. ό καθ' ήμάς δέ Ιησούς Χριστός σταυρω­ θείς καί άποθανών άνέστη, καί έβασίλευσεν άνεΛθών εις ού­ ρανόν, καί έπί τοίς παρ' αύτού διά τών άποστόλων έν τοίς πάσιν έθνεσι κηρυχθείσιν εύφροσύνη έστί προσδοκώντων τήν κατηγγελμένην ύπ' αύτού άφθαρσίαν. Όπως δέ μή τινες έκ τών προΛεΛεγμένων ύφ' ήμών δοξάσωσι καθ' ειμαρμένης άνάγκην φάσκειν ήμάς τά γινόμενα γίνεσθαι, έκ τού προειπείν προεγνωσμένα, καί τούτο διαλύομεν. τάς τιμωρίας καί τάς κολάσεις καί τάς άγαθάς άμοιβάς κατ' άξίαν τών πράξεων έκάστου άποδίδοσθαι διά τών προ­ φητών μαθόντες καί άληθές άποφαινόμεθα· έπεί εί μή τούτο έστιν, άλλά καθ' ειμαρμένην πάντα γίνεται, ούτε τό έφ' ήμίν έστιν όλως- εί γάρ είμαρται τόνδε τινά άγαθόν είναι καί τόνδε φαύλον, ούθ' ούτος άπόδεκτος ούδέ έκείνος μεμπτέος. καί αύ εί μή προαιρέσει έλευθέρμ πρός τό φεύγειν τά αισχρά καί αίρείσθαι τά καλά δύναμίν έχει τό άνθρώπειον γένος, άναίτιόν έστι τών οπωσδήποτε πραττομένων. άλλ' ότι έλευθέρμ προαιρέσει καί κατορθοί καί σφάΛΛεται, ούτως άποδείκνυμεν. τόν αύτόν άνθρωπον τών έναντίων τήν μετέλευσιν ποιούμενον όρώμεν. εί δέ είμαρτο ή φαύλον ή σπουδαίον είναι, ούκ άν ποτέ τών έναντίων δεκτικός ήν καί πλειστάκις μετετί­ θετο· άλλ' ούδ' οί μέν ήσαν σπουδαίοι, οί δέ φαύλοι, έπεί τήν ειμαρμένην αιτίαν φαύλων καί έναντία έαυτή πράττουσαν άποφαινοίμεθα, ή έκεϊνο τό προειρημέναν δόξαι άληθές είναι, 3 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ότι ούδέν έστιν άρετή ούδέ κακία, άΛΛά δόξη μόνον ή άγαθά ή κακά νομίζεται· ήπερ, ώς δείκνυσιν ό άΛηθής Λόγος, μεγίστη άσέβεια και άδικία έστίν. άΛΛ ειμαρμένην φαμέν άπαράβατον ταύτην είναι, τοίς τά καλά έκΛεγομένοις τά άξια επιτίμια, καί τοίς ομοίως τά εναντία τά άξια έπίχειρα. ού γάρ ώσπερ τά άλλα, οιον δένδρα καί τετράποδα μηδέν δυνάμενα προαιρέσει πράττειν, έποίησεν ό θεός τόν άνθρωπον· ούδέ γάρ ήν άξιος άμοιβής ή έπαίνου, ούκ άφ' εαυτού έΛόμενος τό άγαθόν, άλλά τούτο γενόμενος ούδ', εί κακός ύπήρχε, δικαίως κοΛάσεως έτύγχανεν, ούκ άφ' εαυτού τοιοϋτος ών, άλλ' ούδέν δυνάμενος είναι έτερον παρ' ό έγεγόνει. Έδίδαξε δέ ήμάς ταύτα τό άγιον προφητικόν πνεύμα, διά Μωϋσέως φήσαν τώ πρώτψ πΛασθέντι άνθρώπψ είρήσθαι ύπό τού θεού ούτως· Ιδού προ προσώπου σου τό άγαθόν καί τό κακόν, έκΛεξαι τό άγαθόν. καί πάΛιν διά Ήσαίου, τού ετέρου προφήτου, ώς άπό τού πατρός τών όλων καί δεσπότου θεού είς τούτο Λεχθήναι ούτως· Λούσασθε, καθαροί γένεσθε, άφέΛετε τάς πονηριάς άπό τών ψυχών ύμών, μάθετε καΛόν ποιείν, κρίνατε όρφανφ καί δικαιώσατε χήραν, καί δεύτε καί διαΛεχθώμεν, Λέγει κύριος· καί έάν ώσιν αί άμαρτίαι ύμών ώς φοινικούν, ώσεί έριον Λευκανώ, καί έάν ώσιν ώς κόκκινον, ώς χιόνα Λευκανώ. καί έάν θέΛητε καί είσακούσητέ μου, τά άγαθά τής γής φάγεσθε, έάν δέ μή είσακούσητέ μου, μάχαιρα ύμάς κατέδεται· τό γάρ στόμα κυρίου έΛάΛησε ταύτα. τό δέ προειρημένον Μάχαιρα ύμάς κατέδεται ού Λέγει διά μαχαιρών φονευθήσεσθαι τούς παρακούσαντας, άΛΛ ή μάχαιρα τού θεού έστι τό πύρ, ού βορά γίνονται οί τά φαύΛα πράττειν αίρούμενοι. διά τούτο Λέγει- Μάχαιρα ύμάς κατέδεται· τό γάρ στόμα κυρίου έΛάΛησεν. εί δέ καί περί τεμνούσης καί 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αύτίκα άπαλλασσούσης μαχαίρας έλεγεν, ούκ άν είπε Κατέδεται. ώστε καί Πλάτων είπών· Αιτία έλομένου, θεός δ' άναίτιος, παρά Μωυσέως τού προφήτου λαβών είπε- πρεσβύτερος γάρ Μωυσής καί πάντων τών έν Έλλησι συγγραφέων. καί πάντα, όσα περί άθανασίας ψυχής ή τιμωριών τών μετά θάνατον ή θεωρίας ούρανίων ή τών όμοιων δογμάτων καί φιλόσοφοι καί ποιηταί έφασαν, παρά τών προφητών τάς άφορμάς λαβόντες καί νοήσαι δεδύνηται καί έξηγήσαντο. όθεν παρά πάσι σπέρ­ ματα άληθείας δοκεί είναι· έλέγχονται δέ μή άκριβώς νοήσαντες, όταν εναντία αύτοί έαυτοίς λέγωσιν. ώστε ό φαμεν, πεπροφητεϋσθαι τά μέλλοντα γίνεσθαι, ού διά τό ειμαρ­ μένης άνάγκη πράττεσθαιλέγομεν· άλλά προγνώστου τού θεού όντος τών μελλόντων ύπό πάντων άνθρώπων πραχθήσεσθαι, καί δόγματος όντος παρ' αύτόν, κατ' άξίαν τών πράξεων έκασ­ τον άμείψεσθαι μέλλοντα τών άνθρώπων, καί τά παρ' αύτού κατ' άξίαν τών πραττομένων άπαντήσεσθαι, διά τού προφητικού πνεύματος προλέγει, εις έπίστασιν καί άνάμνησιν άεί άγων τό τών άνθρώπων γένος, δεικνύς ότι καί μέλον έστίν αύτφ καί προνοείται αύτών. κατ' ένέργειαν δέ τών φαύλων δαι­ μόνων θάνατος ώρίσθη κατά τών τάς Ύστάσπου ή Σιβύλλης ή τών προφητών βίβλους άναγινωσκόντων, όπως διά τού φόβου άποστρέψωσιν έντυγχάνοντας τούς άνθρώπους τών καλών γνώσιν λαβείν, αύτοίς δέ δουλεύοντας κατέχωσιν· όπερ εις τέλος ούκ ισχυσαν πράξαι. άφόβως μέν γάρ ού μόνον έντυγχάνομεν αύταις, άλλά καί ύμίν, ώς όράτε, εις έπίσκεψιν φέρομεν, έπιστάμενοι πάσιν εύάρεστα φανήσεσθαι· κάν ολίγους δέ πείσωμεν, τά μέγιστα κερδήσαντες έσόμεθα· ώς γεωργοί γάρ άγαθοί παρά τού δεσπόζοντος τήν άμοιβήν έξομεν. Ότι δέ άγαγείν τόν Χριστόν εις τόν ούρανόν ό πατήρ τών πάντων θεός μετά τό άναστήσαι έκ νεκρών αύτόν έμελλε, καί κατέχειν έως άν πατάξη τούς έχθραίνοντας αύτφ 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας δαίμονας, καί συντεΛεσθή ό άριθμός τών προεγνωσμένων αύτφ άγαθών γινομένων καί ενάρετων, δι' ους καί μηδέπω τήν έπικύρωσιν πεποίηται, έπακούσατε τών είρημενών διά Δαυείδ του προφήτου. έστι δέ ταύτα- Ειπεν ό κύριος τφ κυρίφ μου- Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου. •άβδον δυνάμεως έξαποστελεί σοι κύριος έξ Ιερουσαλήμ- καί κατακυρίευε έν μέσψ τών έχθρών σου. μετά σού ή άρχή έν ήμέρμ τής δυνάμεώς σου έν ταίς λαμπρότησι τών άγιων σου- έκ γαστρός προ έωσφόρου έγέννησά σε. τό ούν είρημένον 'Ράβδον δυνάμεως έξαποστελεί σοι έξ Ιερουσαλήμ προαγγελτικόν τού λόγου τού ισχυρού, ον άπό Ιε­ ρουσαλήμ οί άπόστολοι αύτού έξελθόντες πανταχού έκήρυξαν, καί, καίπερ θανάτου όρισθέντος κατά τών διδασκόντων ή όλως όμολογούντων τό όνομα τού Χριστού, ήμείς πανταχού καί άσπαζόμεθα καί διδάσκομεν. εί δέ καί ύμείς ώς έχθροί έντεύξεσθε τοΐσδε τοίς λόγοις, ού πλέον τι δύνασθε, ώς προέφημεν, τού φονεύειν- όπερ ήμίν μέν ούδεμίαν βλάβην φέρει, ύμίν δέ καί πάσι τοίς άδίκως έχθραίνουσι καί μή μετατιθεμένοις κόλασιν διά πυρός αίωνίαν έργάζεται. Ένα δέ μή τινες άλογισταίνοντες είς άποτροπήν τών δεδιδαγμένων ύφ' ήμών ε’ίπωσι προ έτών έκατόν πεντήκοντα γεγεννήσθαι τόν Χριστόν λέγειν ήμάς έπί Κυρηνίου, δεδιδαχέναι δέ ά φαμεν διδάξαι αύτόν ύστερον χρόνοις έπί Ποντίου Πιλάτου, καί έπικαλώσιν ώς άνευθύνων όντων τών προγεγενημένων πάντων άνθρώπων, φθάσαντες τήν άπορίαν λυσόμεθα. τόν Χριστόν πρωτότοκον τού θεού είναι έδιδάχθημεν καί προεμηνύσαμεν λόγον όντα, ού πάν γένος άν­ θρώπων μετέσχε. καί οί μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί είσι, κάν άθεοι ένομίσθησαν, οίον έν ΈΛΛησι μέν Σωκράτης 3 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί Ηράκλειτος καί οί όμοιοι αύτοις, έν βαρβάροις δέ Αβραάμ καί Ανανίας καί Αζαρίας καί Μισαήλ καί Ήλίας καί άλλοι πολλοί, ών τάς πράξεις ή τά ονόματα καταλέγειν μακράν είναι έπιστάμενοι τανύν παραιτούμεθα. ώστε καί οί προγενόμενοι άνευ λόγου βιώσαντες, άχρηστοι καί έχθροί τώ Χριστώ ήσαν καί φονείς τών μετά λόγου βιούντων· οί δέ μετά λόγου βιώ­ σαντες καί βιούντες Χριστιανοί καί άφοβοι καί άτάραχοι ύπάρχουσι. δι' ήν δ' αιτίαν διά δυνάμεως τού λόγου κατά τήν τού πατρός πάντων καί δεσπότου θεού βουλήν διά παρθένου άνθρωπος άπεκυήθη καί Ιησούς έπωνομάσθη, καί σταυρωθείς άποθανών άνέστη καί άνελήλυθεν είς ούρανόν, έκ τών διά τοσούτων είρημένων ό νουνεχής καταλαβείν δυνήσεται. ήμείς δέ, ούκ άναγκαίου όντος τανύν τού περί τής άποδείξεως τού­ του λόγου, έπί τάς έπειγούσας άποδείξεις προς τό παρόν χωρήσωμεν. Ότι ούν καί έκπορθηθήσεσθαι ή γή Ιουδαίων έμελλεν, άκούσατε τών είρημένων ύπό τού προφητικού πνεύ­ ματος· είρηνται δέ οί λόγοι ώς άπό προσώπου λαών θαυμαζόντων τά γεγενημένα. είσίδέ οίδε· Έγενήθη έρημος Σιών, ώς έρημος έγενήθη Ιερουσαλήμ, είς κατάραν ό οίκος, τό άγιον ήμών καί ή δόξα, ήν εύλόγησαν οί πατέρες ήμών, έγενήθη πυρίκαυστος, καί πάντα τά ένδοξα αύτής συνέπεσε. καί έπί τούτοις άνέσχου καί έσιώπησας καί έταπείνωσας ήμάς σφόδρα. καί ότι ήρήμωτο Ιερουσαλήμ, ώς προείρητο γεγενήσθαι, πε­ πεισμένοι έστέ. είρηται δέ καί περί τής έρημώσεως αύτής, καί περί τού μή έπιτραπήσεσθαι μηδένα αύτών οίκείν, διά Ήσαίου τού προφήτου ούτως· Ή γή αύτών έρημος, έμπροσθεν αύτών οί έχθροί αύτών αύτήν φάγονται, καί ούκ έσται έξ αύ­ τών ό κατσικών έν αύτή. ότι δέ φυλάσσεται ύφ' ύμών όπως 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας μηδείς έν αύτή γένηται, και θάνατος κατά του καταλαμβανό­ μενου Ιουδαίου είσιόντος ώρισται, άκριβώς έπίστασθε. Ότι δέ καί θεραπεύσειν πάσας νόσους καί νεκρούς άνεγερείν όήμέτερος Χριστός προεφητεύθη, άκούσατε τών λελεγμένων. έστι δέ ταύτα- Τή παρουσίμ αύτού άλεΐται χωλός ώς έλαφος, καί τρανή έσται γλώσσα μογιλάλων- τυφλοί άναβλέψουσι καί λεπροί καθαρισθήσονται καί νεκροί άναστήσονται καί περιπατήσουσιν. ότι τε ταύτα έποίησεν, έκ τών έπί Ποντίου Πιλάτου γενομένων άκτων μαθείν δύνασθε. πώς τε προμεμήνυται ύπό τού προφητικού πνεύματος άναιρεθησόμενος άμα τοίς έπ' αύτόν έλπίζουσιν άνθρώποις, άκούσατε τών λεχθέντων διά Ήσαίου. έστι δέ ταύτα- Τδε ώς ό δίκαιος άπώλετο, καί ούδείς έκδέχεται τή καρδίμ- καί άνδρες δίκαιοι αίρονται, καί ούδείς κατανοεί. Από προσώ­ που άδικίας ήρται ό δίκαιος καί έσται έν ειρήνη ή ταφή αύτούήρται έκ τού μέσου. Καί πάλιν πώς δι' αύτού Ήσαίου λέλεκται ότι οί ού προσδοκήσαντες αύτόν λαοί τών έθνών προσκυνήσουσιν αύτόν, οί δέ άεί προσδοκώντες Ιουδαίοι άγνοήσουσι παραγενόμενον αύτόν- έλέχθησαν δέ οί λόγοι ώς άπό προσώπου αύτού τού Χριστού. είσί δέ ούτοι- Εμφανής έγενήθην τοίς έμέ μή έπερωτώσιν, εύρέθην τοίς έμέ μή ζητούσι- είπον- Ιδού είμι, έθνει, οΐ ούκ έκάλεσαν τό όνομά μου. έξεπέτασα τάς χείράς μου έπί λαόν άπειθούντα καί άντιλέγοντα, έπί τούς πορευομένους έν όδώ ού καλή, άΛΛ' όπίσω τών άμαρτιών αύ­ τών. ό λαός ό παροξύνων έναντίον μου. Ιουδαίοι γάρ έχοντες τάς προφητείας καί άεί προσδοκήσαντες τόν Χριστόν 3 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας παραγενησόμενον, ήγνόησαν, ού μόνον δέ, άλλά καί παρεχρήσαντο· οί δέ άπό τών εθνών μηδέποτε μηδέν άκούσαντες περί τού Χριστού, μέχρις ού οί άπό Ιερουσαλήμ έξελθόντες άπόστολοι αύτού έμήνυσαν τά περί αύτού καί τάς προφητείας παρέδωκαν, πληρωθέντες χαράς καί πίστεως τοίς είδώλοις άπετάξαντο καί τω άγεννήτψ θεώ διά τού Χριστού εαυτούς άνέθηκαν. ότι δέ προεγινώσκετο τά δύσφημα ταύτα Λεχθησόμενα κατά τών τόν Χριστόν όμολογούντων, καί ώς ειεν τάλανες οί δυσφημούντες αύτόν καί τά παλαιά έθη καλόν είναι τηρείν Λέγοντες, άκούσατε τών βραχυεπώς είρημένων διά Ήσαίου. έστι δέ ταύτα· Ούαί τοίς λέγουσι τό γλυκύ πικρόν καί τό πικρόν γλυκύ. Ότι δέ καί ύπέρ ήμών γενόμενος άνθρωπος παθείν καί άτιμασθήναι ύπέμείνε, καί πάλιν μετά δόξης παραγενήσεται, άκούσατε τών είρημένων είς τούτο προφητειών, έστι δέ ταύτα· Ανθ' ών παρέδωκαν είς θανάτον τήν ψυχήν αύτού, καί μετά τών άνομων έλογίσθη, αύτός άμαρτίας πολλών ε’ίληφε καί τοίς άνόμοις έξιλάσεται. ίδε γάρ συνήσει ό παίς μου, καί ύψωθήσεται καί δοξασθήσεται σφόδρα. ον τρόπον έκστήσονται πολλοί έπί σέ, ούτως άδοξήσει άπό άνθρώπων τό ειδός σου καί ή δόξα σου άπό τών άνθρώπων, ούτως θαυμάσονται έθνη πολλά, καί συνέξουσι βασιλείς τό στόμα αύτών· ότι οίς ούκ άνηγγέλη περί αύτού, καί οι ούκ άκηκόασι συνήσουσι. κύριε, τίς έπίστευσε τή άκοή ήμών; καί ό βραχίων κυρίου τίνι άπεκαλύφθη; άνηγγείλαμεν ένώπιον αύτού ώς παιδίον, ώς ·ίζα έν γή διψώση. ούκ έστιν είδος αύτφ ούδέ δόξα· καί εϊδομεν αύτόν, καί ούκ ειχεν είδος ούδέ κάλλος, άλλά τό είδος αύτού άτιμον καί έκλείπον παρά τούς άνθρώπους. άνθρωπος έν πληγή ών καί είδώς φέρειν μαλακίαν, ότι άπέστραπται τό πρόσωπον αύτού, ήτιμάσθη καί ούκ έλογίσθη. 3 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ούτος τάς άμαρτίας ήμών φέρει καί περίήμών όδυνάται, καίήμείς έΛογισάμεθα αύτόν είναι έν πόνω καί έν πληγή καί έν κακώσει. αύτός δέ έτραυματίσθη διά τάς άνομίας ήμών καί μεμαλάκισται διά τάς άμαρτίας ήμών· παιδεία ειρήνης έπ' αύτόν, τφ μώλωπι αύτού ή μεΐς ίάθημεν. πάντες ώς πρόβατα έπλανήθημεν, άνθρωπος τή όδφ αύτού έπλανήθη· καί παρέδωκεν αύτόν ταίς άμαρτίαις ήμών, καί αύτός διά τό κεκακώσθαι ούκ άνοίγει τό στόμα αύτού- ώς πρόβατον έπί σφαγήν ήχθη, καί ώς άμνός έναντίον τού κείροντος αύτόν άφωνος, ούτως ούκ άνοίγει τό στόμα αύτού. έν τή ταπει­ νώσει αύτού ή κρίσις αύτού ήρθη. μετά ούν τό σταυρωθήναι αύτόν καί οί γνώριμοι αύτού πάντες άπέστησαν, άρνησάμενοι αύτόν· ύστερον δέ, έκ νεκρών άναστάντος καί όφθέντος αύτοίς καί ταίς προφητείαις έντυχείν, έν αίς πάντα ταύτα προείρητο γενησόμενα, διδάξαντος, καί είς ούρανόν άνερχόμενον ίδόντες καί πιστεύσαντες καί δύναμιν έκείθεν αύτοίς πεμφθείσαν παρ' αύτού λαβόντες καί είς πάν γένος άνθρώπων έλθόντες, ταύτα έδίδαξαν καί άπόστολοι προσηγορεύθησαν. 'Ίνα δέ μηνύση ήμίν τό προφητικόν πνεύμα ότι ό ταύτα πάσχων άνεκδιήγητον έχει τό γένος καί βασιλεύει τών έχθρών, έφη ούτως· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; ότι αίρεται άπό τής γής ή ζωή αύτού, άπό τών άνομιών αύτών ήκει είς θάνατον. καί δώσω τούς πονηρούς άντί τής ταφής αύτού καί τούς πλουσίους άντί τού θανάτου αύτού, ότι άνομίαν ούκ έποίησεν ούδέ εύρέθη δόλος έν τφ στόματι αύτού· καί κύριος βούλεται καθαρίσαι αύτόν τής πληγής. έάν δώτε περί άμαρτίας, ή ψυχή ύμών όψεται σπέρμα μακρόβιον. καί βούλεται κύριος άφελείν άπό πόνου τήν ψυχήν αύτού, δείξαι αύτφ φώς καί πλάσαι τή συνέσει, δικαιώσαι δίκαιον ευ δου- 3 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας λεύοντα πολλοίς, καί τάς άμαρτίας ήμών αύτός άνοίσει. διά τούτο αύτός κληρονομήσει πολλούς καί τών ισχυρών μεριεί σκύλα, άνθ' ών παρεδόθη είς θάνατον ή ψυχή αύτού, καί έν τοίς άνόμοις έλογίσθη, καί αύτός άμαρτίας πολλών άνήνεγκε καί διά τάς άνομίας αύτών αύτός παρεδόθη. ώς δέ καί είς τόν ούρανόν έμελλεν άνιέναι, καθώς προεφητεύθη, άκούσατε. έλέχθη δέ ούτως· Άρατε πύλας ούρανών, άνοίχθητε, ίνα είσέλθη ό βασιλεύς τής δόξης. τίς έστιν ούτος ό βασιλεύς τής δόξης; Κύριος κραταιός καί κύριος δυνατός. ώς δέ καί έξ ούρανών παραγίνεσθαι μετά δόξης μέλλει, άκούσατε καί τών είρημένων είς τούτο διά Ίερεμίου τού προφήτου. έστι δέ ταύτα· Ιδού ώς υιός άνθρώπου έρχεται έπάνω τών νεφελών τού ούρανού, καί οί άγγελοι αύτού σύν αύτφ. Επειδή τοίνυν τάγενόμενα ήδη πάντα αποδείκνυμεν πριν ή γενέσθαι προκεκηρύχθαι διά τών προ­ φητών, άνάγκη καί περί τών ομοίως προφητευθέντων, μελλόντων δέ γίνεσθαι, πίστιν έχειν ώς πάντως γενησομένων. όν γάρ τρόπον τά ήδη γενόμενα προκεκηρυγμένα καί άγνοούμενα άπέβη, τόν αύτόν τρόπον καί τά λείποντα, κάν άγνοήται καί άπιστήται, άποβήσονται. δύο γάρ αύτού παρουσίας προεκήρυξαν οι προ­ φήται· μίαν μέν, τήν ήδη γενομένην, ώς άτιμου καί παθητού άνθρώπου, τήν δέ δευτέραν, όταν μετά δόξης έξ ούρανών μετά τής άγγελικής αύτού στρατιάς παραγενήσεσθαι κεκήρυκται, ότε καί τά σώματα άνεγερεί πάντων τών γενομένων άνθρώπων, καί τών μέν άξιων ένδύσει άφθαρσίαν, τών δ' άδικων έν αίσθήσει αιωνία μετά τών φαύλων δαιμόνων είς τό αιώνιον πύρ πέμψει. ώς δέ καί ταύτα προείρηταιγενησόμενα, δηλώσομεν. έρρέθη δέ διά Ιεζεκιήλ τού προφήτου ούτως· Συναχθήσεται άρμονία προς άρμονίαν καί όστέον προς όστέον, καί σάρκες 3 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άναφυήσονται. καί πάν γόνυ κάμψει τφ κυρίψ, καί πάσα γλώσσα έξομολογήσεται αύτφ. έν οί'α δέ αίσθήσει καί κολάσει γενέσθαι μέλλουσιν οί άδικοι, άκούσατε τών όμοίως είς τούτο είρημένων. έστι δέ ταύτα- Ό σκώληξ αύτών ού παυθήσεται, καί τό πύρ αύτών ού σβεσθήσεται. καί τότε μετανοήσουσιν, ότε ούδέν ώφελήσουσι. ποια δέ μέλλουσιν οί λαοί τών Ιουδαίων Λέγειν καί ποιείν, όταν ϊδωσιν αύτόν έν δόξη παραγενόμενον, διά Ζαχαρίου τού προφήτου προφητευθέντα έλέχθη ούτως- Έντελούμαι τοις τέσσαρσιν άνέμοις συνάξαι τά έσκορπισμένα τέκνα, έντελούμαι τφ βορρμ φέρειν, καί τφ νότψ μή προσκόπτειν. καί τότε έν Ιερουσαλήμ κοπετός μέγας, ού κοπετός στομάτων ή χειλέων, άλλά κοπετός καρδίας, καί ού μή σχίσωσιν αύτών τά ίμάτια, άλλά τάς διανοίας. κόψονται φυλή πρός φυλήν, καί τότε όψονται είς όν έξεκέντησαν, καί έρούσι- Τί, κύριε, έπλάνησας ήμάς άπό τής οδού σου; ή δόξα, ήν εύλόγησαν οί πατέρες ήμών, έγενήθη ήμίν είς όνειδος. Πολλάς μέν ούν καί έτέρας προφητείας έχοντες είπείν έπαυσάμεθα, αύτάρκεις καί ταύτας είς πεισμονήν τοις τά άκουστικά καί νοερά ώτα έχουσιν είναι Λογισάμενοι, καί νοείν δύνασθαι αύτούς ήγούμενοι ότι ούχ όμοίως τοις μυθοποιηθείσι περί τών νομισθέντων υιών τού Διός καί ήμείς μόνον Λέγομεν, άλλ' ούκ άποδείξαι έχομεν. τίνι γάρ άν Λογά) άνθρώπψ σταυρωθέντι έπειθόμεθα, ότι πρωτότοκος τφ άγεννήτψ θεφ έστι καί αύτός τήν κρίσιν τού παντός άνθρωπείου γένους ποιήσεται, εί μή μαρτύρια πριν ή έλθείν αύτόν άνθρωπον γε­ νόμενον κεκηρυγμένα περί αύτού εύρομεν καί ούτως γενόμενα έωρώμεν, γής μέν Ιουδαίων έρήμωσιν, καί τούς άπό παντός Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας έθνους άνθρώπων διά τής παρά τών άποστόΛων αύτού διδαχής πεισθέντας καί παραιτησαμένους τά παΛαιά, έν οίς πΛανώμενοι άνεστράφησαν, έθη, έαυτούς ήμάς όρώντες, πΛείονάς τε καί άΛηθεστέρους τούς έξ εθνών τών άπό Ιουδαίων καί Σαμαρέων Χριστιανούς είδότες; τά μέν γάρ άλλα πάντα γένη άνθρώπεια ύπό τού προφητικού πνεύματος καλείται έθνη, τό δέ Ιουδαϊκόν καί Σαμαρειτικόν φύΛον ΊσραήΛ καί οίκος Ιακώβ κέκΛηνται. ώς δέ προεφητεύθη ότι πΛείονες οί άπό τών εθνών πιστεύοντες τών άπό Ιουδαίων καί Σαμαρέων, τά προφητευθέντα άπαγγεΛούμεν. έΛέχθη δέ ούτως· Εύφράνθητι στείρα ή ού τίκτουσα, ·ήξον καί βόησον ή ούκ ώδίνουσα, ότι πολλά τά τέκνα τής έρήμου μάΛΛον ή τής έχούσης τόν άνδρα. έρημα γάρ ήν πάντα τά έθνη άΛηθινού θεού, χειρών έργοις Λατρεύοντα· Ιουδαίοι δέ καί Σαμαρεΐς, έχοντες τόν παρά τού θεού Λόγον διά τών προφητών παραδοθέντα αύτοίς καί άεί προσδοκήσαντες τόν Χριστόν, παραγενόμενον ήγνόησαν, πΛήν όΛίγων τινών ούς προείπε τό άγιον προφητικόν πνεύμα διά Ήσαίου σωθήσεσθαι. είπε δέ ώς άπό προσώπου αύτών· Εί μή κύ­ ριος έγκατέΛιπεν ήμίν σπέρμα, ώς Σόδομα καί Γόμορρα άν έγενήθημεν. Σόδομα γάρ καί Γόμορρα πόΛεις τινές άσεβών άνδρών ιστορούνται ύπό Μωυσέως γενόμεναι, άς πυρί καί θείφ καύσας ό θεός κατέστρεψε, μηδενός τών έν αύταίς σωθέντος πΛήν άΛΛοεθνούς τίνος ΧαΛδαίου τό γένος, φ όνομα Λώτ· σύν φ καί θυγατέρες διεσώθησαν. καί τήν πάσαν αύτών χώραν έρημον καί κεκαυμένην ούσαν καί άγονον μένουσαν οί βουΛόμενοι όράν έχουσιν. ώς δέ καί άΛηθέστεροι οί άπό τών έθνών καί πιστότεροι προεγινώσκοντο. άπαγγεΛούμεν τά είρημένα διά Ήσαίου τού προφήτου. έφη δέ ούτως· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ΊσραήΛ άπερίτμητος τήν καρδίαν, τά δέ έθνη τήν άκροβυστίαν. τά τοσαύτα γούν όρώμενα πειθώ καί πίστιν τοίς τάΛηθές άσπαζομένοις καί μή φιΛοδοξοΰσι μηδέ υπό παθών άρχομένοις μετά Λόγου έμφορήσαι δύναται. Οί δέ παραδιδόντες τά μυθοποιηθέντα ύπό τών ποιητών ούδεμίαν άπόδειξιν φέρουσι τοίς έκμανθάνουσι νέοις, καί έπί άπάτη καί άπαγωγή του άνθρωπε ίου γένους είρήσθαι άποδείκνυμεν κατ' ένέργειαν τών φαύλων δαιμόνων. άκούσαντες γάρ διά τών προφητών κηρυσσόμενον παραγενησόμενον τόν Χριστόν, καί κοΛασθησομένους διά πυράς τούς ασεβείς τών άνθρώπων, προεβάΛΛοντο πολλούς Λεχθήναι Λεγομένους υιούς τώ Δίί, νομίζοντες δυνήσεσθαι ένεργήσαι τερατοΛογίαν ήγήσασθαι τούς άνθρώπους τά περί τόν Χριστόν καί όμοια τοίς ύπό τών ποιητών Λεχθείσι. καί ταύτα δ' έΛέχθη καί έν ΈΛΛησιν καί έν έθνεσι πάσιν, όπου μάΛΛον έπήκουον τών προφητών πιστευθήσεσθαι τόν Χριστόν προκηρυσσόντων. ότι δέ καί άκούοντες τά διά τών προφητών Λεγάμενα ούκ ένόουν άκριβώς, άΛΛ' ώς πΛανώμενοι έμιμήσαντο τά περί τόν ήμέτερον Χριστόν, διασαφήσομεν. Μωυσής ούν ό προ­ φήτης, ώς προέφημεν, πρεσβύτερος ήν πάντων συγγραφέων, καί δι' αύτού, ώς προεμηνύσαμεν, προεφητεύθη ούτως· Ούκ έκΛείψει άρχων έξ Ιούδα καί ήγούμενος έκ τών μηρών αύτού, έως άν έΛθη φ άπόκειται· καί αύτός έσται προσδοκία έθνών, δεσμεύων πρός άμπελον τόν πώλον αύτού, πΛύνων τήν στοΛήν αύτού έν αϊματι σταφυλής. τούτων ούν τών προφητικών Λόγων άκούσαντες οί δαίμονες Διόνυσον μέν έφασαν γεγονέναι υιόν τού Διός, εύρετήν δέ γενέσθαι άμπέΛου παρέδωκαν, καί οίνον έν τοίς μυστηρίοις αύτού άναγράφουσι, καί διασπαραχθέντα αύτόν άνεΛηΛυθέναι εις ούρανόν έδίδαξαν. καί έπειδή διά τής Μωυσέως προφητείας ού ·ητώς έσημαίνετο, είτε υιός Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τού θεού ό παραγενησόμενός έστι, καί εί όχούμενος επί πώλου έπί γής μενείή εις ούρανόν άνελεύσεται, καίτό τού πώλου όνομα καί όνου πώλον καί ίππου σημαίνειν έδύνατο, μή έπιστάμενοι είτε όνου πώλον άγων έσται σύμβολον τής παρουσίας αύτού είτε ίππου ό προκηρυσσόμενος, καί υιός θεού έστιν, ώς προέφημεν, ή άνθρώπου, τόν Βελλεροφόντην καί αύτόν έφ' ίππου Πηγάσου, άνθρωπον έξ άνθρώπου γενόμενον, εις ού­ ρανόν έφασαν άνεληλυθέναι. ότε δέ ήκουσαν διά τού άλλου προφήτου Ήσαίου λεχθέν, ότι διά παρθένου τεχθήσεται καί δι' έαυτού άνελεύσεται εις τόν ούρανόν, τόν Περσέα λεχθήναι προεβάλλοντο. καί ότε έγνωσαν είρημένον, ώς προλέλεκται έν ταίς προγεγραμμέναις προφητείαις, Ισχυρός ώς γίγας δραμείν οδόν, τόν Ήρακλεα ισχυρόν καί έκπερινοστήσαντα τήν πάσαν γήν έφασαν. ότε δέ πάλιν έμαθον προφητευθέντα θεραπεύσειν αύτόν πάσαν νόσον καί νεκρούς άνεγερείν τόν Ασκληπιόν παρήνεγκαν. Άλλ' ούδαμού ούδ' έπί τίνος τών λεγομένων υιών τού Διός τό σταυρωθήναι έμιμήσαντο· ού γάρ ένοείτο αύτοίς, συμβολικώς, ώς προδεδήλωται, τών εις τούτο είρημένων πάν­ των λελεγμένων. όπερ, ώς προείπεν ό προφήτης, τό μέγιστον σύμβολον τής ισχύος καί άρχής αύτού ύπάρχει, ώς καί έκ τών ύπ' όψιν πιπτόντων δείκνυται· κατανοήσατε γάρ πάντα τά έν τφ κόσμψ, εί άνευ τού σχήματος τούτου διοικείταιή κοινωνίαν έχε tv δύναται. θάλασσα μέν γάρ ού τέμνεται, ήν μή τούτο τό τρόπαιον, ό καλείται ίστίον, έν τή νη'ϊ σώον μείνη· γή δέ ούκ άρούται άνευ αύτού· σκαπανείς δέ τήν έργασίαν ού ποι­ ούνται ούδέ βαναυσουργοί ομοίως εί μή διά τών τό σχήμα τούτο έχόντων έργαλείων. τό δέ άνθρώπειον σχήμα ούδενί άλλα) τών άλογων ζώων διαφέρει, ή τφ ορθόν τε είναι καί έκτασιν χειρών έχειν καί έν τφ προσώπψ άπό τού μετωπίου τεταμένον Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τόν Λεγόμενον μυξωτήρα φέρειν, δι' ού ή τε άναπνοή έστι τφ ζώω, και ούδέν άΛΛο δείκνυσιν ή τό σχήμα τού σταυρού. και διά τού προφήτου δέ έΛέχθη ούτως· Πνεύμα προ προσώπου ήμών χριστός κύριος. και τά παρ' ύμίν δέ σύμ­ βολα τήν τού σχήματος τούτου δύναμιν δηλοί, [ϊνα άμε]Λώμεν και τών τροπαίων, δι' ών αί τε πρόοδοι ύμών πανταχού γίνονται, τής άρχής καί δυνάμεως τά σημεία έν τούτοις δεικνύντες, εί καί μή νοούντες τούτο πράττετε. καί τών παρ' ύμίν άποθνησκόντων αύτοκρατόρων τάς εικόνας έπί τούτψ τφ σχήματι άνατίθετε, καί θεούς διά γραμμάτων έπονομάζετε. καί διά Λογου ούν καί σχήματος τού φαινομένου, όση δύναμις, προτρεψάμενοι ύμάς άνεύθυνοι οϊδαμεν Λοιπόν όντες, κάν ύμείς άπιστείτε· τό γάρ ήμέτερον γέγονε καί πεπέρανται. Ούκ ήρκέσθησαν δέ οί φαύΛοι δαίμονες προ τής φανερώσεως τού Χριστού είπείν τούς Λεχθέντας υιούς τφ Δίί γεγονέναι, άλλ' έπειδή, φανερωθέντος αύτού καίγενομένου έν άνθρώποις, καί όπως διά τών προφητών προεκεκήρυκτο έμαθον καί έν παντί γένει πιστευόμενον καί προσδοκώμενον έγνωσαν, πάΛιν, ώς προεδηΛώσαμεν, προεβάΛΛοντο άλλους, Σίμωνα μέν καί Μένανδρον άπό Σαμαρείας, οΐκαί μαγικάς δυνάμεις ποιήσαντες πολλούς έξηπάτησαν καί έτι άπατωμένους έχουσι. καί γάρ παρ' ύμίν, ώς προέφημεν, έν τή βασιΛίδι'Ρώμη έπίΚΛαυδίου Καίσαρος γενόμενος ό Σίμων καί τήν ίεράν σύγκλητον καί τόν δήμον 'Ρωμαίων είς τοσούτο κατεπλήξατο, ώς θεός νομισθήναι καί άνδριάντι, ώς τούς άλλους παρ' ύμίν τιμω­ μένους θεούς, τιμηθήναι. όθεν τήν τε ίεράν σύγκλητον καί τόν δήμον τόν ύμέτερον συνεπιγνώμονας ταύτης ήμών τής άξιώσεως παραλαβείν αϊτού μεν, ιν', εί τις εϊη τοίς άπ' έκείνου διδάγμασι κατεχόμενος, τάληθές μαθών τήν πλάνην φυγείν δυνηθή. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας και τόν άνδριάντα, εί βούλεσθε, καθαιρήσατε. Ού γάρ μή γενέσθαι τήν έκπύρωσιν επί κολάσει τών άσεβών οί φαύλοι δαίμονες πεισαι δύνανται, όνπερ τρό­ πον ούδέ λαθείν τόν Χριστόν παραγενόμενον ϊσχυσαν πράξαι, άλλ' έκείνο μόνον, τούς άλόγως βιούντας καί έμπαθώς έν έθεσι φαύλοις τεθραμμένους καί φιλοδοξούντας άναιρείν ήμάς καί μισείν, δύνανται ποιήσαι· ους ού μόνον ού μισούμεν, άλλ', ώς δείκνυται, έλεούντες μεταθέσθαι πεισαι βουλόμεθα. ού γάρ δεδοίκαμεν θάνατον, τού πάντως άποθανείν όμολογουμένου, καί μηδενός άλλου καινού άλλ' ή τών αύτών έν τήδε τή διοι­ κήσει όντων- ών εί μέν κόρος τούς μετασχόντας κάν ενιαυτού έχη, ίνα άεί ώσι καί άπαθείς καί άνενδεείς, τοίς ήμετέροις διδάγμασι προσέχειν δεϊ. εί δ' άπιστούσι μηδέν είναι μετά θάνατον, άλλ' είς άναισθησίαν χωρείν τούς άποθνήσκοντας άποφαίνονται, παθών τών ενταύθα καί χρειών ήμάς -υόμενοι εύεργετούσιν, εαυτούς δέ φαύλους καί μισανθρώπους καί φιλοδόξους δεικνύουσιν· ού γάρ ώς άπαλλάξοντες ήμάς άναιρούσιν, άλλ' ώς άποστερούντες ζωής καί ήδονής φονεύουσι. Καί Μαρκίωνα δέ τόν άπό Πόντου, ώς προέφημεν, προεβάλλοντο οί φαύλοι δαίμονες, ός άρνείσθαι μέν τόν ποιητήν τών ούρανίων καί γήινων άπάντων θεόν καί τόν προκηρυχθέντα διά τών προφητών Χριστόν υιόν αύτού καί νύν διδάσκει, άλλον δέ τινα καταγγέλλει παρά τόν δημιουργόν τόν πάντων θεόν καί ομοίως έτερον υιόν· ώ πολλοί πεισθέντες ώς μόνω τάληθή έπισταμένψ, ήμών καταγελώσιν, άπόδειξιν μηδεμίαν περί ών λέγουσιν έχοντες, άλλά άλόγως ώς ύπό λύκου άρνες συνηρπασμένοι βορά τών άθέων δογμάτων καί δαιμόνων γίνονται. ού γάρ άλλο τι άγωνίζονται οί λεγόμενοι δαίμονες, ή άπάγειν τούς άνθρώπους άπό τού ποιήσαντος θεού καί τού πρωτογόνου αύτού Χριστού· καί τούς μέν τής γής μή έπαίρεσθαι δυναμένους τοίς γηΐνοις καί χειροποιήτοις προσήλωσαν καί προσηλούσι, τούς δέ έπί θεωρίαν θείων όρμώντας ύπεκκρούοντες, ήν μή λογισμόν Φ Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας σώφρονα καί καθαρόν καί άπαθή βίον έχωσιν, είς άσέβειαν έμβάλλουσιν. "Ινα δέ καί παρά τών ήμετέρων διδασκάλων, λέγο­ μεν δέ του λόγου τού διά τών προφητών, λαβόντα τόν Πλά­ τωνα μάθητε τό είπείν, ύλην άμορφον ούσαν στρέψαντα τόν θεόν κόσμον ποιήσαι, άκούσατε τών αύτολεξεί είρημένων διά Μωϋσέως, τού προδεδηλωμένου πρώτου προφήτου καί πρεσβυτέρου τών έν Έλλησι συγγραφέων, δι' ού μηνύον τό προφητικόν πνεύμα, πώς τήν άρχήν καί έκ τίνων έδημιούργησεν ό θεός τόν κόσμον, έφη ούτωςΈν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν. ή δέ γή ήν άόρατος καί ακα­ τασκεύαστος, καί σκότος επάνω τής άβύσσου- καί πνεύμα θεού έπεφέρετο έπάνω τών ύδάτων. καί ειπεν ό θεός- Γενηθήτω φώς. καί έγένετο ούτως. ώστε λόγω θεού έκ τών ύποκειμένων καί προδηλωθέντων διά Μωϋσέως γεγενήσθαι τόν πάντα κόσμον, καί Πλάτων καί οί ταύτά λέγοντες καί ή μείς εμάθομεν, καί ύμείς πεισθήναι δύνασθε. καί τό καλού με νον Έρεβος παρά τοίς ποιηταίς είρήσθαι πρότερον ύπό Μωϋσέως οίδαμεν. Καί τό έν τφ παρά Πλάτωνι Τιμαίψ φυσιολογούμενον περί τού υιού τού θεού, ότε λέγει- Έχίασεν αύτόν εν τφ παντί, παρά Μωϋσέως λαβών ομοίως ειπεν. έν γάρ ταίς Μωϋσέως γραφαίς άναγέγραπται, ώς κατ' έκείνο τού καιρού, ότε έξήλθον άπό Αίγύπτου οί Ίσραηλίταικαίγεγόνασιν εν τή έρήμψ, άπήντησαν αύτοις ιοβόλα θηρία, έχιδναί τε καί άσπίδες καί όφεων πάν γένος, ό έθανάτου τόν λαόνκαί κατ' έπίπνοιαν καί ένέργειαν τήν παρά τού θεού λεγομένην λαβείν τόν Μωϋσέα χαλκόν καί ποιήσαι τύπον σταυρού καί τούτον στήσαι έπί τή άγια σκηνή καί είπείν τφ λαφ- Έάν προσβλέπητε τφ τύπφ τούτψ καί πιστεύητε, έν αύτφ σωθήσεσθε. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί γενομένου τούτου τούς μέν όφεις άποθανείν άνέγραψε, τόν δέ λαόν έκφυγειν τόν θάνατον ούτως παρέδωκεν. ά άναγνούς Πλάτων καί μή άκριβώς έπιστάμενος, μηδέ νοήσας τύπον είναι σταυρού άλλά χίασμα νοήσας, τήν μετά τόν πρώτον θεόν δύναμιν κεχιάσθαι έν τφ παντί είπε. καί τό είπείν αύτόν τρίτον, έπειδή, ώς προείπομεν, επάνω τών ύδάτων άνέγνω ύπό Μωυσέως είρημένον έπιφέρεσθαι τό τού θεού πνεύμα. δευτέραν μέν γάρ χώραν τώ παρά θεού λόγω, όν κεχιάσθαι έν τφ παντί έφη, δίδωσι, τήν δέ τρίτην τφ λεχθέντι έπιφέρεσθαι τφ ύδατι πνεύματι, είπών· Τά δέ τρίτα περί τόν τρίτον. καί ώς έκπύρωσιν γενήσεσθαι διά Μωϋσέως προεμήνυσε τό προφητικόν πνεύμα, άκούσατε. έφη δέ ούτως· Καταβήσεται άείζωον πύρ καί καταφάγεται μέχρι τής άβύσσου κάτω, ού τά αύτά ούν ήμείς άλλοις δοξάζομεν, άλλ' οί πάντες τά ήμέτερα μιμούμενοι λέγουσι. παρ' ήμίν ούν έστι ταύτα άκουσαι καί μαθείν παρά τών ούδέ τούς χαρακτήρας τών στοιχείων έπισταμένων, ιδιωτών μέν καί βαρβάρων τό φθέγμα, σοφών δέ καί πιστών τόν νούν όντων, καί πηρών καί χήρων τινών τάς όψεις- ώς συνείναι ού σοφίμ άνθρωπε ίμ ταύτα γεγονέναι, άλλά δυνάμει θεού λέγεσθαι. Όν τρόπον δέ καί άνεθήκαμεν εαυτούς τφ θεφ καινοποιηθέντες διά τού Χριστού, έξηγησόμεθα, όπως μή τούτο παραλιπόντες δόξωμεν πονηρεύειν τι έν τή έξηγήσει. όσοι άν πεισθώσικαί πιστεύωσιν άληθή ταύτα τά ύφ' ήμών διδασκόμενα καί λεγάμενα είναι, καί βιούν ούτως δύνασθαι ύπισχνώνται, εύχεσθαι τε καί αίτείν νηστεύοντες παρά τού θεού τών προημαρτημένων άφεσιν διδάσκονται, ήμών συνευχομένων καί συννηστευόντων αύτοίς. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας έπειτα άγονταιύφ' ήμών ένθα ύδωρ έστί, καί τρόπον άναγεννήσεως, ον καί ήμείς αύτοί άνεγεννήθημεν, άναγεννώνται· έπ' ονόματος γάρ του πατρός τών όλων και δεσπότου θεού καί του σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού καί πνεύματος άγιου τό έν τφ ύδατι τότε λουτρόν ποιούνται, καί γάρ ό Χριστός είπεν· -Αν μή άναγεννηθήτε, ού μή είσέλθητε είς τήν βασιλείαν τών ούρανών. ότι δέ καί άδύνατον είς τάς μήτρας τών τεκουσών τούς άπαξ γενομένους έμβήναι, φανερόν πάσίν έστι. καί διά Ήσαίου τού προφήτου, ώς προεγράψαμεν, εϊρηται, τινα τρόπον φεύξονται τάς άμαρτίας οί άμαρτήσαντες καί μετανοούντες. έλέχθη δέ ούτως· Λούσασθε, καθαροί γένεσθε, άφέλετε τάς πονηριάς άπό τών ψυχών ύμών, μάθετε καλόν ποιειν, κρίνατε όρφανφ καί δικαιώσατε χήραν, καί δεύτε καί διαλεχθώμεν, λέγει κύριος· καί έάν ώσιν αί άμαρτίαι ύμών ώς φοινικούν, ώσεί έριον λευκανώ, καί έάν ώσιν ώς κόκκινον, ώς χιόνα λευκανώ. έάν δέ μή είσακούσητέ μου, μάχαιρα ύμάς κατέδεται· τό γάρ στόμα κυρίου έλάλησε ταύτα. καί λόγον δέ είς τούτο παρά τών άποστόλων έμάθομεν τούτον. έπειδή τήν πρώτην γένεσιν ήμών άγνοούντες κατ' άνάγκην γεγεννήμεθα έξ ύγράς σποράς κατά μίξιν τήν τών γονέων πρός άΛΛήλους καί έν έθεσι φαύλοις καί πονηραίς άνατροφαίς γεγόναμεν, όπως μή άνάγκης τέκνα μηδέ άγνοιας μένωμεν άΛΛά προαιρέσεως καί επιστήμης, άφέσεώς τε άμαρτιών ύπέρ ών προημάρτομεν τύχωμεν, έν τφ ύδατι έπονομάζεται τφ έλομένψ άναγεννηθήναι καί μετανοήσαντι έπί τοίς ήμαρτημένοις τό τού πατρός τών όλων καί δεσπότου θεού όνομα, αύτό τούτο μόνον έπιλέγοντος τού τόν λουσόμενον άγοντος έπί τό λουτρόν. όνομα γάρ τφ άρρήτψ θεφ ούδείς έχει είπείν· εί δέ τις τολμήσειεν είναιλέγειν, μέμηνε τήν άσωτον μανίαν. 4ι Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας καλείται δέ τούτο τό λουτρόν φωτισμός, ώς φωτιζόμενων τήν διάνοιαν τών ταύτα μανθανόντων. και επ' ονόματος δέ Ιησού Χριστού, τού σταυρωθέντος έπί Ποντίου Πιλάτου, καί έπ' ονόματος πνεύματος άγίου, ό διά τών προφητών προεκήρυξε τά κατά τόν Τησούν πάντα, ό φωτιζόμενος λούεται. Καί τό λουτρόν δή τούτο άκούσαντες οί δαίμονες διά τού προφήτου κεκηρυγμένον ένήργησαν καί -αντίζειν εαυ­ τούς τούς είς τά ιερά αύτών έπιβαίνοντας καί προσιέναι αύτοις μέλλοντας, λοιβάς καί κνίσας άποτελούντας· τέλεον δέ καί λούεσθαι άπιόντας πριν έλθειν έπί τά ιερά, ένθα ϊδρυνται, ένεργούσι. καί γάρ τό ύπολύεσθαι έπιβαίνοντας τοις ίεροις καί τοις αύτοις τούς θρησκεύοντας κελεύεσθαι ύπό τών ίερατευόντων έκ τών συμβάντων Μωυσει τφ είρημένψ προφητη μαθόντες οί δαίμονες έμιμήσαντο. κατ' έκείνο γάρ τού καιρού ότε Μωυσής έκελεύσθη κατελθών είς Αίγυπτον έξαγαγείν τόν έκείλαόν τών Ισραηλιτών, ποιμαίνοντος αύτού έν τή Άρραβική γή πρόβατα τού προς μητρός θείου, έν ίδέμ πυρός έκ βάτου προσωμίλησεν αύτφ ό ήμέτερος Χριστός, καί είπεν- Ύπόλυσαι τά ύποδήματά σου καί προσελθών άκουσον. ό δέ ύπολυσάμενος καί προσελθών άκήκοε κατελθειν είς Αίγυπτον καί έξα­ γαγείν τόν έκει λαόν τών Ισραηλιτών, καί δύναμιν ίσχυράν έλαβε παρά τού λαλήσαντος αύτφ έν ίδέμ πυρός Χριστού, καί κατελθών έξήγαγε τόν λαόν ποιήσας μεγάλα καί θαυμάσια, ά εί βούλεσθε μαθεϊν, έκ τών συγγραμμάτων έκείνου άκριβώς μαθήσεσθε. Ιουδαίοι δέ πάντες καί νύν διδάσκουσι τόν άνωνόμαστον θεόν λελαληκέναι τφ Μωυσει. όθεν τό προφητι­ κόν πνεύμα διά Ήσαίου τού προμεμηνυμενού προφήτου έλεγ­ χον αύτούς, ώς προεγράψαμεν, ειπεν· Έγνω βούς τόν κτησάμενον καί όνος τήν φάτνην τού κυρίου αύτού, Ισραήλ δέ με ούκ έγνω καί ό λαός με ού συνήκε. 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί Ιησούς δέ ό Χριστός, ότι ούκ έγνωσαν Ιουδαίοι τί πατήρ καί τί υιός, ομοίως ελέγχων αύτούς καί αύτός ειπεν· Ούδείς έγνω τόν πα­ τέρα εί μή ό υιός, ούδέ τόν υιόν εί μή ό πατήρ καί οις άν άποκαλύψη ό υιός. ό λόγος δέ τού θεού έστιν ό υιός αύτού, ώς προέφημεν. καί άγγελος δέ καλειταικαί άπόστολος· αύτός γάρ άπαγγέλλει όσα δεί γνωσθήναι, καί άποστέλλεται, μηνύσων όσα άγγέλλεται, ώς καί αύτός ό κύριος ήμών ε'ίπεν· Ό έμού άκούων άκούει τού άποστείλαντός με. καί έκ τών τού Μωυσέως δέ συγγραμμάτων φανερόν τούτο γενήσεται. λέλεκται δέ έν αύτοίς ούτως· Καί έλάλησε Μωυσεί άγγελος θεού έν φλογί πυρός έκ τής βάτου καί ειπεν· Εγώ είμι ό ών, θεός Αβραάμ, θεός Ισαάκ, θεός Ιακώβ, ό θεός τών πατέρων σου. κάτελθε είς Αίγυπτον καί έξάγαγε τόν λαόν μου. τά δ' έπόμενα έξ έκείνων βουλόμενοι μαθείν δύνασθε· ού γάρ δυ­ νατόν έν τούτοις άναγράψαι πάντα. άλλ' είς άπόδειξιν γεγόνασιν οϊδε οί λόγοι ότι υιός θεού καί άπόστολος Ιησούς ό Χριστός έστι, πρότερον λόγος ών, καί έν ίδέμ πυρός ποτέ φα­ νείς, ποτέ δέ καί έν είκόνι άσωμάτψ- νύν δέ διά θελήματος θεού ύπέρ τού άνθρωπε ίου γένους άνθρωπος γενόμενος ύπέμεινε καί παθείν όσα αύτόν ένήργησαν οί δαίμονες διατεθήναι ύπό τών άνοήτων Ιουδαίων. οίτινες έχοντες ·ητώς είρημένον έν τοίς Μωύσέως συντάγμασι· Καί έλάλησεν άγγελος τού θεού τώ Μωυσεί έν πυρί φλογός έν βάτψ καί ειπεν· Εγώ είμι ό ών, ό θεός Αβραάμ καί ό θεός Ισαάκ καί ό θεός Ιακώβ, τόν τών όλων πατέρα καί δημιουργόν τόν ταύτα είπόντα λέγουσιν είναι. όθεν καί τό προφητικόν πνεύμα έλέγχον αύτούς ειπεν· Ισραήλ δέ με ούκ έγνω, καί ό λαός με ού συνήκε. 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας και πάΛιν ό Ιησούς, ώς έδηΛώσαμεν, παρ' αύτοίς ών ειπεν· Ούδείς έγνω τόν πατέρα εί μή ό υιός, ούδέ τόν υιόν εί μή ό πατήρ καί οίς άν ό υιός άποκαΛύψη. Ιουδαίοι ούν ήγησάμενοι άεί τόν πατέρα τών όΛων ΛεΛαΛηκέναι τώ Μωυσει, τού ΛαΛήσαντος αύτφ όντος υιού τού θεού, ός καί άγγελος καί άπό­ στοΛος κέκΛηται, δικαίως έΛέγχονται καί διά τού προφητικού πνεύματος καί δι' αύτού τού Χριστού, ώς ούτε τόν πατέρα ούτε τόν υιόν έγνωσαν. οίγάρ τόν υιόν πατέρα φάσκοντες είναι έΛέγχονται μήτε τόν πατέρα έπιστάμενοι, μηθ' ότι έστίν υιός τφ πατρί τών όΛων γινώσκοντες- ός καί Λόγος πρωτότοκος ών τού θεού καί θεός ύπάρχει. καί πρότερον διά τής τού πυρός μορφής καί είκόνος άσωμάτου τφ Μωυσει καί τοίς έτέροις προφήταις έφάνη- νύν δ' εν χρόνοις τής ύμετέρας άρχής, ώς προείπομεν, διά παρθένου άνθρωπος γενόμενος κατά τήν τού πατρός βουΛήν ύπέρ σωτηρίας τών πιστευόντων αύτφ καί έξουθενηθήναι καί παθειν ύπέμεινεν, ινα άποθανών καί άναστάς νικήση τόν θάνατον. τό δέ είρημένον έκ βάτου τφ Μωυσει- Εγώ είμι ό ών, ό θεός Αβραάμ καί ό θεός Ισαάκ καί ό θεός Ιακώβ καί ό θεός τών πατέρων σου, σημαντικόν τού καί άποθανόντας εκείνους μένειν καί είναι αύτού τού Χριστού άν­ θρώπους· καί γάρ πρώτοι τών πάντων άνθρώπων έκείνοι περί θεού ζήτησιν ήσχοΛήθησαν, Αβραάμ μέν πατήρ ών τού Ισαάκ, Ισαάκ δέ τού ’Ιακώβ, ώς καί Μωυσής άνέγραψε. Καί τό άνεγείρειν δέ τό ε’ίδωΛον τής Λεγομένης Κόρης έπί ταϊς τών ύδάτων πηγαις ένεργήσαι τούς δαίμονας, Λέγοντας θυγατέρα αύτήν είναι τού Διός, μιμησαμένους τό διά Μωυσέως είρημένον, έκ τών προειρημένων νοήσαι δύνασθε. έφη γάρ ό Μωυσής, ώς προεγράψαμεν- Έν άρχή έποίησεν ό θεός τόν ούρανόν καί τήν γήν. ή δέ γή ήν άόρατος καί ακα­ τασκεύαστος, καί πνεύμα θεού έπεφέρετο έπάνω τών ύδάτων. είς μίμησιν ούν τού Λεχθέντος έπιφερομένου τφ ύδατι πνεύ­ 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ματος θεού τήν Κόρην θυγατέρα τού Διός έφασαν. καί τήν Αθήναν δέ όμοίως πονηρευόμενοι θυγατέρα τού Διός έφασαν, ούκ άπό μίξεως, άλλ', έπειδή έννοηθέντα τόν θεόν διά Λόγου τόν κόσμον ποιήσαι έγνωσαν, ώς τήν πρώτην έννοιαν έφασαν τήν Αθήναν· όπερ γεΛοιότατον ήγούμεθα είναι, τής έννοιας εικόνα παραφέρειν θηΛειών μορφήν. καί όμοίως τούς άλλους Λεγομένους υιούς τού Διός αί πράξεις έΛέγχουσιν. Ήμείς δέ μετά τό ούτως Λούσαι τόν πεπεισμένον καί συγκατατεθειμένον έπί τούς Λεγομένους άδεΛφούς άγομεν, ένθα συνηγμένοι είσί, κοινάς εύχάς ποιησόμενοι ύπέρ τε εαυτών καί τού φωτισθέντος καί άλλων πανταχού πάντων εύτόνως, όπως καταξιωθώμεν τά άΛηθή μαθόντες καί δι' έργων άγαθοί ποΛιτευταί καί φύλακες τών έντεταΛμένων εύρεθήναι, όπως τήν αιώνιον σωτηρίαν σωθώμεν. άΛΛήλους φιΛήματι άσπαζόμεθα παυσάμενοι τών εύχών. έπειτα προσφέρεται τφ προεστώτι τών άδεΛφών άρτος καί ποτήριον ύδατος καί κράματος, καί ούτος Λαβών αίνον καί δόξαν τφ πατρί τών όλων διά τού ονό­ ματος τού υιού καί τού πνεύματος τού άγίου άναπέμπει καί εύχαριστίαν ύπέρ τού κατηξιώσθαι τούτων παρ' αύτού έπί ποΛύ ποιείται· ού συντεΛέσαντος τάς εύχάς καί τήν εύχαριστίαν πάς ό παρών Λαός έπευφημεί Λέγων· Αμήν. τό δέ Αμήν τή Έβράίδι φωνή τό Γένοιτο σημαίνει, εύχαριστήσαντος δέ τού προεστώτος καί έπευφημήσαντος παντός τού Λαού οί καλούμενοι παρ' ήμίν διάκονοι διδόασιν έκάστψ τών παρόντων μεταλαβείν άπό τού εύχαριστηθέντος άρτου καί οίνου καί ύδατος καί τοις ού παρούσιν άποφέρουσι. Καί ή τροφή αύτη καλείται παρ' ήμίν εύχαριστία, ής ούδενί άλλα) μετασχείν έξόν έστιν ή τφ πιστεύοντι άληθή είναι τά δεδιδαγμένα ύφ' ήμών, καί Λουσαμένψ τό ύπέρ άφέσεως άμαρτιών καί είς άναγέννησιν Λουτρόν, καί ούτως 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας βιούντι ώς ό Χριστός παρέδωκεν. ού γάρ ώς κοινόν άρτον ούδέ κοινόν πόμα ταύτα Λαμβάνομεν· άΛΛ' ον τρόπον διά Λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός ό σωτήρ ήμών καί σάρκα καί αίμα ύπέρ σωτηρίας ήμών έσχεν, ούτως καί τήν δι' εύχής Λόγου τού παρ' αύτού εύχαριστηθείσαν τροφήν, έξ ής αίμα καί σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ήμών, έκείνου τού σαρκοποιηθέντος Ιησού καί σάρκα καί αίμα έδιδάχθημεν είναι. οίγάρ άπόστοΛοι έν τοίς γενομένοις ύπ' αύτών άπομνημονεύμασιν, ά καλείται εύαγγέλια, ούτως παρέδωκαν έντετάλθαι αύτοίς· τόν Ίησούν Λαβόντα άρτον εύχαριστήσαντα είπείν- Τούτο ποιείτε εις τήν άνάμνησίν μου, τούτ' έστι τό σώμά μου· καί τό ποτήριον ομοίως Λαβόντα καί εύχαριστήσαντα είπείν· Τούτο έστι τό αίμά μου· καί μόνοις αύτοίς μεταδούναι. όπερ καί έν τοις τού Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίνεσθαι μιμησάμενοι οί πονηροί δαίμονες· ότι γάρ άρτος καί ποτήριον ύδατος τίθεται έν ταίς τού μυουμένου τελεταίς μετ' έπιλόγων τινών, ή έπίστασθε ή μαθείν δύνασθε. Ημείς δέ μετά ταύτα Λοιπόν άεί τούτων άΛΛήΛους άναμιμνήσκομεν· καί οί έχοντες τοίς Λειπομένοις πάσιν έπικουρούμεν, καί σύνεσμεν άΛΛήλοις άεί. έπί πάσί τε οίς προσφερόμεθα εύλογούμεν τόν ποιητήν τών πάντων διά τού υιού αύτού Ιησού Χριστού καί διά πνεύματος τού άγιου. καί τή τού ήλιου Λεγομένη ήμέρμ πάντων κατά πόλεις ή άγρούς μενόντων έπί τό αύτό συνέλευσις γίνεται, καί τά άπομνημονεύματα τών άποστόλων ή τά συγγράμματα τών προφητών άναγινώσκεται, μέχρις έγχωρεί. είτα παυσαμένου τού άναγινώσκοντος ό προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν καί πρόκλησιν τής τών καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. έπειτα άνιστάμεθα κοινή πάντες καί εύχάς πέμπομεν· καί, ώς προέφημεν, παυσα- 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μενών ήμών τής ευχής άρτος προσφέρεται καί οίνος καί ύδωρ, καί ό προεστώς εύχάς ομοίως καί ευχαριστίας, όση δύναμις αύτώ, άναπέμπει, καί ό Λαός επευφημεί Λέγων τό Αμήν, καί ή διάδοσις καί ή μετάληψις άπό τών ευχάριστηθέντων έκάστψ γίνεται, καί τοίς ού παρούσι διά τών διακόνων πέμπεται. οί εύπορούντες δέ καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος τήν έαυτού ό βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τώ προεστώτι άποτίθεται, καί αύτός έπικουρεί όρφανοίς τε καί χήραις, καί τοίς διά νόσον ή δι' άλλην αιτίαν Λειπομένοις, καί τοίς έν δεσμοις ούσι, καί τοίς παρεπιδήμοις ούσι ξένοις, καί άπλώς πάσι τοίς έν χρεία ούσι κηδεμών γίνεται. τήν δέ τού ήλιου ήμέραν κοινή πάντες τήν συνέλευσιν ποιούμεθα, επειδή πρώτη έστίν ή μέρα, έν ή ό θεός τό σκότος καί τήν ύλην τρέψας κόσμον έποίησε, καί Ιησούς Χριστός ό ήμέτερος σωτήρ τή αύτή ήμέρμ έκ νεκρών άνέστη- τή γάρ προ τής κρονικής έσταύρωσαν αύτόν, καί τή μετά τήν κρονικήν, ήτις έστίν ήλιου ή μέρα, φανείς τοίς άποστόλοις αύτού καί μαθηταίς έδίδαξε ταύτα, άπερ εις έπίσκεψιν καί ύμίν άνεδώκαμεν. Καί εί μέν δοκεί ύμίν Λόγου καί άληθείας έχεσθαι, τιμήσατε αύτά· εί δέ Λήρος ύμίν δοκεί, ώς Ληρωδών πραγμάτων καταφρονήσατε, καί μή ώς κατ' έχθρών κατά τών μηδέν άδικούντων θάνατον ορίζετε. προλέγομεν γάρ ύμίν ότι ούκ έκφεύξεσθε τήν έσομένην τού θεού κρίσιν, έάν έπιμένητε τή άδικίμ· καί ήμείς έπιβοήσομεν· Ό φίλον τώ θεφ τούτο γενέσθω. Καί έξ έπιστολής δέ τού μεγίστου καί έπιφανεστάτου Καίσαρος Άδριανού, τού πατρός ύμών, έχοντες άπαιτείν ύμάς καθά ήξιώσαμεν κελεύσαι τάς κρίσεις γενέσθαι, ούκ έκ τού κεκρίσθαι τούτο ύπό Αδριανού μάλλον ήξιώσαμεν, άλλ' έκ τού έπίστασθαι δίκαια άξιούν τήν προσφώνησιν καί έξήγησιν πεποιήμεθα. ύπετάξαμεν δέ καί τής έπιστολής Αδριανού τό άντίγραφον, ϊνα καί κατά τούτο άληθεύειν ήμάς γνωρίζητε. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας καί έστι τό άντίγραφον τούτοΆδριανού υπέρ Χριστιανών έπιστοΛή. Μινουκίψ Φουνδανφ. ’Επιστολήν έδεξάμην γραφείσάν μοι άπό Σερηνίου Γρανιανού, Λαμπροτάτου άνδρός, όντινα συ διεδέξω. ού δοκεί ούν μοι τό πράγμα άζήτητον καταΛιπείν, ϊνα μήτε οί άνθρωποι ταράττωνται καί τοίς συκοφάνταις χορηγία κακουργίας παρασχεθή. άν ούν σαφώς είς ταύτην τήν άξίωσιν οί έπαρχιώται δύνωνται δίίσχυρίζεσθαι κατά τών Χριστιανών, ώς καί προ βήματος άποκρίνεσθαι, έπί τούτο μόνον τραπώσιν, άΛΛ' ούκ άξιώσεσιν ούδέ μόναις βοαΐς. ποΛΛφ γάρ μάΛΛον προσήκεν, ε’ί τις κατηγορείν βούΛοιτο, τούτο σε διαγινώσκειν. ε’ί τις ούν κατηγορεί καί δείκνυσί τι παρά τούς νόμους πράττοντας, ούτως διόριζε κατά τήν δύναμιν τού άμαρτήματος- ώς μά τόν ΉρακΛέα, ε’ί τις συκοφαντίας χάριν τούτο προτείνοι, διαλάμβανε ύπέρ τής δεινότητος, καί φρόντιζε όπως άν έκδικήσειας. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Του αύτού άγιου Ιουστίνον Φιλοσόφου καί Μάρτυρος Απολογία ύπέρ Χριστιανών προς τήν 'Ρωμαίων Σύγκλητον. Καί τά χθες δέ καί πρώην έν τή πόλει ύμών γενόμενα έπί Ούρβίκου, ώ 'Ρωμαίοι, καί τά πανταχου όμοίως ύπό τών ήγουμένων άλόγως πραττόμενα έξηνάγκασέ με ύπέρ ύμών, ομοιοπαθών όντων καί άδελφών, κάν άγνοήτε καί μή θέλητε διά τήν δόξαν τών νομιζομένων άξιωμάτων, τήν τώνδε τών λόγων σύνταξιν ποιήσασθαι. πανταχού γάρ, ός άν σωφρονίζηται ύπό πατρός ή γείτονας ή τέκνου ή φίλου ή άδελφού ή άνδρός ή γυναικός κατ' έΛΛειψιν, χωρίς τών πεισθέντων τούς άδικους καί άκολάστους έν αίωνίω πυρί κολασθήσεσθαι, τούς δ' έναρέτους καί όμοίως Χριστιή βιώσαντας έν άπαθείμ συγγενέσθαι τώ θεώ (Λέγομεν δέ τών γενομένων Χριστιανών), διά τό δυσμετάθετον καί φιΛήδονον καί δυσκίνητον προς τό καλόν όρμήσαι, καί οί φαύλοι δαίμονες, έχθραίνοντες ήμίν καί τούς τοιούτους δικαστάς έχοντες ύποχειρίους καί λατρεύοντας, ώς ούν άρχοντας δαιμονιώντας, φονεύειν ήμάς παρασκευάζουσιν. όπως δέ καί ή αιτία τού παντός γενομένου έπί Ούρβίκου φανερά ύμίν γένηται, τά πεπραγμένα άπαγγελώ. Γυνή τις συνεβίου άνδρί άκολασταίνοντι, άκολασταίνουσα καί αύτή πρότερον. έπεί δέ τά τού Χριστού διδάγ­ ματα έγνω, αύτή έσωφρονίσθη καί τόν άνδρα όμοίως σωφρονείν πείθειν έπειράτο, τά διδάγματα άναφέρουσα, τήν τε μέλΛουσαν τοίς ού σωφρόνως καί μετά λόγου ορθού βιούσιν έσεσθαι έν αίωνίψ πυρί κόΛασιν άπαγγέΛΛουσα. ό δέ ταίς αύταίς άσελγείαις έπιμένων άΛΛοτρίαν διά τών πράξεων έποιειτο τήν γαμετήν. άσεβές γάρ ήγουμένη τό λοιπόν ή γυνή συγκατακλίνεσθαι άνδρί, παρά τόν τής φύσεως νόμον καί παρά τό 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δίκαιον πόρους ήδονής έκ παντός πειρωμένψ ποιεϊσθαι, τής συ­ ζυγίας χωρισθήναι έβουλήθη. καί επειδή έξεδυσωπείτο υπό τών αύτής, έτι προσμένειν συμβουλευόντων, ώς είς ελπίδα με­ ταβολής ήξοντός ποτέ τού άνδρός, βιαζομένη έαυτήν έπέμενεν. επειδή δέ ό ταύτης άνήρ είς τήν Αλεξάνδρειαν πορευθείς χαλεπώτερα πράττειν άπηγγέλθη, όπως μή κοινωνός τών άδικημάτων καί άσεβημάτων γένηται, μένουσα έν τή συζυγίμ καί όμοδίαιτος καί όμόκοιτος γινόμενη, τό λεγόμενον παρ' ύμίν ·επούδιον δούσα έχωρίσθη. ό δέ καλός κάγαθός ταύτης άνήρ, δέον αύτόν χαίρειν ότι ά πάλαι μετά τών ύπηρετών καί τών μισθο­ φόρων εύχερώς έπραττε, μέθαις χαίρουσα καί κακία πάση, τού­ των μέν τών πράξεων πέπαυτο καί αύτόν τά αύτά παύσασθαι πράττοντα έβούλετο, μή βουλομένου άπαλλαγείσης κατηγορίαν πεποίηται, λέγων αύτήν Χριστιανήν είναι. καί ή μέν βιβλίδιόν σοι τφ αύτοκράτορι άνέδωκεν, πρότερον συγχωρηθήναι αύτή διοικήσασθαι τά έαυτής άξιούσα, έπειτα άπολογήσασθαι περί τού κατηγορήματος μετά τήν τών πραγμάτων αύτής διοίκησιν· καί συνεχώρησας τούτο. ό δέ ταύτης ποτέ άνήρ, προς έκείνην μέν μή δυνάμενος τά νύν έτι λέγειν, προς Πτολεμαίον τινα, ον Ούρβικος έκολάσατο, διδάσκαλον έκείνης τών Χριστιανών μαθημάτων γενόμενον, έτράπετο διά τούδε τού τρόπου. έκατόνταρχον είς δεσμά έμβαλόντα τόν Πτολεμαίον, φίλον αύτφ ύπάρχοντα, έπεισε λαβέσθαι τού Πτολεμαίου καί άνερωτήσαι εί, αύτό τούτο μόνον, Χριστιανός έστιν. καί τόν Πτολε­ μαίον, φιλαλήθη άλλ' ούκ άπατηλόν ούδέ ψευδολόγον τήν γνώ­ μην όντα όμολογήσαντα έαυτόν είναι Χριστιανόν, έν δεσμοίς γενέσθαι ό έκατόνταρχος πεποίηκεν, καί έπί πολύν χρόνον έν τφ δεσμωτηρίψ έκολάσατο. τελευταίον δέ, ότε έπί Ούρβικον ήχθη ό άνθρωπος, ομοίως αύτό τούτο μόνον έξητάσθη, εί 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ε’ίη Χριστιανός. καί πάλιν, τά καλά έαυτφ συνεπιστάμενος διά τήν άπό τού Χριστού διδαχήν, τό διδάσκαλειον τής θείας άρετής ώμολόγησεν. ό γάρ άρνούμένος ότιούν ή κατεγνωκώς τού πράγματος έξαρνος γίνεται, ή έαυτόν άνάξιον έπιστάμενος καί άλλότριον τού πράγματος τήν ομολογίαν φεύγει- ών ούδέν πρόσεστιν τώ άληθινώ Χριστιανώ. καί τού Ούρβίκου κελεύσαντος αύτόν άπαχθήναι Λούκιός τις, καί αύτός ών Χριστια­ νός, ορών τήν άλόγως ούτως γενομένην κρίσιν, προς τόν Ούρβικον έφη· Τίς ή αιτία; τού μήτε μοιχόν μήτε πόρνον μήτε άνδροφόνον μήτε λωποδύτην μήτε άρπαγα μήτε άπλώς άδικημά τι πράξαντα έλεγχόμενον, ονόματος δέ Χριστιανού προσωνυμίαν όμολογούντα τόν άνθρωπον τούτον έκολάσω; ού πρέποντα Εύσεβεί αύτοκράτορι ούδέ φιλοσόφου Καίσαρος παιδί ούδέ τή ιερά συγκλήτψ κρίνεις, ώ Ούρβικε. καί ός ούδέν άλλο άποκρινάμενος καί προς τόν Λούκιον έφη - Δοκείς μοι καί σύ είναι τοιούτος. καί Λουκίου φήσαντος· Μάλιστα, πάλιν καί αύτόν άπαχθήναι έκέλευσεν. ό δέ καίχάριν είδέναι ώμολόγει, πονηρών δεσποτών τών τοιούτων άπηλλάχθαι γινώσκων καί προς τόν πατέρα καί βασιλέα τών ούρανών πορεύεσθαι. καί άλλος δέ τρίτος επελθών κολασθήναι προσετιμήθη. Κάγώ ούν προσδοκώ ύπό τίνος τών ώνομασμένων έπιβουλευθήναι καί ξύλω έμπαγήναι, ή κάν ύπό Κρίσκεντος τού φιλοψόφου καί φιλοκόμπου. ού γάρ φιλόσοφον είπείν άξιον τόν άνδρα, ός γε περί ήμών ά μή έπίσταται δημοσία καταμαρτυρεί, ώς άθέων καί άσεβών Χριστια­ νών όντων, προς χάριν καί ήδονήν τών πολλών τών πεπλανη- 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας μενών ταύτα πράττων. είτε γάρ μή έντυχών τοίς τού Χριστού διδάγμασι κατατρέχει ήμών, παμπόνηρος έστι και ιδιωτών πολύ χείρων, οι φυλάττονται πολλάκις περί ών ούκ έπίστανται διαλέγεσθαι και ψευδομαρτυρείν· ή εί έντυχών, μή συνήκε τό έν αύτοίς μεγάλείον, ή συνείς, πρός τό μή ύποπτευθήναι τοιούτος ταύτα ποιεί, πολύ μάλλον άγεννής καί παμπόνηρος, ιδιωτικής καί αλόγου δόξης καί φόβου έλάττων ών. καί γάρ προθέντα με καί έρωτήσαντα αύτόν έρωτήσεις τινάς τοιαύτας καί μαθειν καί έλέγξαι, ότι αληθώς μηδέν έπίσταται, είδέναιύμάς βούλομαι, καί ότι άληθή λέγω, εί μή άνηνέχθησαν ήμίν αί κοινωνίαι τών λόγων, έτοιμος καί έφ' ύμών κοινωνειν τών έρωτήσεων πάλιν· βασιλικόν δ' άν καί τούτο έργον εϊη. εί δέ καί έγνώσθησαν ύμίν αί έρωτήσεις μου καί αί έκείνου άποκρίσεις, φανερόν ύμίν έστιν ότι ούδέν τών ήμετέρων έπίσταται· ή εί καί έπίσταται, διά τούς άκούοντας δέ ού τολμά λέγειν, ομοίως Σωκράτει ώς προέφην, ού φιλόσοφος άλλά φιλόδοξος άνήρ δείκνυται, ός γε μηδέ τό Σωκρατικόν άξιέραστον ον τιμά· Άλλ' ούτιγε προ τής άληθείας τιμητέος άνήρ. άδύνατον δέ Κυνικφ, άδιάφορον τό τέλος προθεμένω, τό άγαθόν είδέναι πλήν άδιαφορίας. Όπως δέ μή τις είπη· Πάντες ούν εαυ­ τούς φονεύσαντες πορεύεσθε ήδη παρά τόν θεόν καίήμιν πράγ­ ματα μή παρέχετε, -έρώ δι' ήν αιτίαν τούτο ού πράττομεν, καί δι' ήν εξεταζόμενοι άφόβως όμολογούμεν. ούκ είκή τόν κόσμον πεποιηκέναι τόν θεόν δεδιδάγμεθα, άλλ' ή διά τό άνθρώπειον γένος· χαίρειν τε τοις τά προσόντα αύτφ μί­ μου μένοις προέφημεν, άπαρέσκεσθαι δέ τοις τά φαύλα άσπαζομένοις ή λογά) ή εργω. εί ούν πάντες έαυτούς φονεύσομεν, τού μή γεννηθήναί τινα καί μαθητευθήναι είς τά θεία διδάγματα, ή καί μή είναι τό άνθρώπειον γένος, όσον έφ' ήμίν, 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αίτιοι έσόμεθα, εναντίον τή τού θεού βουλή καί αύτοί ποιούντες, εάν τούτο πράξωμεν. εξεταζόμενοι δέ ούκ άρνούμεθα διά τό συνεπίστασθαι έαυτοίς μηδέν φαύλον, άσεβές δέ ήγούμενοι μή κατά πάντα άληθεύειν, ό καί φίλον τφ θεφ γινώσκομεν, ύμάς δέ καί τής άδικου προλήψεως άπαλλάξαι νύν σπεύδοντες. Εί δέ τινα ύπέλθοι καί ή έννοια αύτη ότι, εί θεόν ώμολογούμεν βοηθόν, ούκ άν, ώς λέγομεν, ύπό άδικων έκρατούμεθα καί έτιμωρούμεθα, καί τούτο διαλύσω. ό θεός τόν πάντα κόσμον ποιήσας καί τά έπίγεια άνθρώποις ύποτάξας καί τά ούράνια στοιχεία είς αύξησιν καρπών καί ώρών μεταβολάς κοσμήσας καί θειον τούτοις νόμον τάξας, ά καί αύτά δι' αν­ θρώπους φαίνεται πεποιηκώς, τήν μέν τών άνθρώπων καί τών ύπό τόν ούρανόν πρόνοιαν άγγέλοις, ούς έπί τούτοις έταξε, παρέδωκεν. οί δ' άγγελοι, παραβάντες τήνδε τήν τάξιν, γυναικών μίξεσιν ήττήθησαν καί παίδας έτέκνωσαν, οί είσιν οί λεγόμενοι δαίμονες. καί προσέτι λοιπόν τό άνθρώπειον γένος έαυτοίς έδούλωσαν· τά μέν διά μαγικών γραφών, τά δέ διά φόβων καί τιμωριών, ών επέφερον, τά δέ διά δι­ δαχής θυμάτων καί θυμιαμάτων καί σπονδών, ών ένδεείς γεγόνασι μετά τό πάθεσιν έπιθυμιών δουλωθήναι· καί είς άνθρώπους φόνους, πολέμους, μοιχείας, άκολασίας καί πάσαν κακίαν έσπειραν. όθεν καί ποιηταί καί μυθολόγοι, άγνοούντες τούς άγγέλους καί τούς έξ αύτών γεννηθέντας δαίμονας ταύτα πράξαι είς άρρενας καί θηλείας καί πόλεις καί έθνη, άπερ συνέ­ γραψαν, είς αύτόν τόν θεόν καί τούς ώς άπ' αύτού σπορά γενομένους υιούς καί τών λεχθέντων εκείνου άδελφών καί τέκνων ομοίως τών άπ' έκείνων, Ποσειδώνος καί Πλούτωνος, άνήνεγκαν. όνόματι γάρ έκαστον, όπερ έκαστος έαυτφ τών άγγέλων καί τοίς τέκνοις έθετο, προσηγόρευσαν. Όνομα δέ τφ πάντων πατρί θετόν, άγεννήτω όντι, ούκ έστιν· φ γάρ άν καί όνομά τι προσαγορεύηται, πρεσβύ- 4. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τερον έχει τόν θέμενον τό όνομα. τό δέ πατήρ καί θεός καί κτίστης καί κύριος καί δεσπότης ούκ όνόματά έστιν, άλλ' έκ τών εύποίίών καί τών έργων προσρήσεις. ό δέ υιός εκεί­ νον, ό μόνος λεγόμενος κυρίως υιός, ό λόγος προ τών ποιη­ μάτων καί συνών καί γεννώμενος, ότε τήν άρχήν δι' αύτού πάντα έκτισε καί έκόσμησε, Χριστός μέν κατά τό κεχρίσθαι καί κοσμήσαι τά πάντα δι' αύτού τόν θεόν λέγεται, όνομα καί αύτό περιέχον άγνωστον σημασίαν, όν τρόπον καί τό θεός προσαγόρευμα ούκ όνομά έστιν, άλλά πράγματος δυσεξηγήτου έμφυτος τή φύσει τών άνθρώπων δόξα. Ιησούς δέ καί άνθρώπου καί σωτήρος όνομα καί σημασίαν έχει. καί γάρ καί άνθρωπος, ώς προέφημεν, γέγονε κατά τήν τού θεού καί πατρός βουλήν άποκυηθείς ύπέρ τών πιστευόντων άνθρώπων καί έπίκαταλύσει τών δαιμόνων· καί νύν έκ τών ύπ' όψιν γινομένων μαθειν δύνασθε. δαιμονιολήπτους γάρ πολλούς κατά πάντα τόν κόσμον καί έν τή ύμετέρα πόλει πολλοί τών ήμετέρων άνθρώπων, τών Χριστιανών, έπορκίζοντες κατά τού ονόματος Ιησού Χριστού, τού σταυρωθέντος έπί Ποντίου Πιλάτου, ύπό τών άλλων πάν­ των έπορκιστών καί έπαστών καί φαρμακευτών μή ίαθέντας, ίάσαντο καί έτι νύν ίώνται, καταργούντες καί έκδιώκοντες τούς κατέχοντας τούς άνθρώπους δαίμονας. Όθεν καί έπιμένει ό θεός τήν σύγχυσιν καί κατάλυσιν τού παντός κόσμου μή ποιήσαι, ινα καί οί φαύλοι άγγελοι καί δαίμονες καί άνθρωποι μηκέτι ώσι, διά τό σπέρμα τών Χριστιανών, ό γινώσκει έν τή φύσει ότι αίτιόν έστιν. έπεί εί μή τούτο ήν, ούκ άν ούδέ ύμίν ταύτα έτι ποιείν καί ένεργείσθαι ύπό τών φαύλων δαιμόνων δυνατόν ήν, άλλά τό πύρ τό τής κρίσεως κατελθόν άνέδην πάντα διέκρινεν, ώς καί πρότερον ό κατακλυσμός μηδένα λιπών άλλ' ή τόν μόνον σύν τοίς ίδίοις παρ' ήμιν καλούμενον Νώε, παρ' ύμίν δέ Δευ­ 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας καλίωνα, έξ ού πάΛιν οί τοσούτοιγεγόνασιν, ών οί μέν φαύλοι, οί δέ σπουδαίοι. ούτω γάρ ήμείς τήν έκπύρωσίν φαμεν γενήσεσθαι, άΛΛ' ούχ, ώς οί Στωϊκοί, κατά τόν τής είς άΛΛηλα πάντων μεταβολής Λόγον, ό αϊσχιστόν έφάνη- άΛΛ' ούδέ καθ' ειμαρμένην πράττειν τούς άνθρώπους ή πάσχειν τά γινόμενα, άΛΛά κατά μέν τήν προαίρεσιν έκαστον κατορθοϋν ή άμαρτάνειν, καί κατά τήν τών φαύλων δαιμόνων ένέργειαν τούς σπουδαίους, οίον Σωκράτην καί τούς όμοιους, διώκεσθαι καί έν δεσμοίς είναι, ΣαρδανάπαΛον δέ καί Επίκουρον καί τούς όμοιους έν άφθονίμ καί δόξη δοκείν εύδαιμονείν. ό μή νοήσαντες οί Στωϊκοί καθ' ειμαρμένης άνάγκην πάντα γίνεσθαι άπεφήναντο. άΛΛ ότι αύτεξούσιον τό τε τών άγγέλων γένος καί τών άν­ θρώπων τήν άρχήν έποίησεν ό θεός, δικαίως ύπέρ ών άν πλημμεΛήσωσι τήν τιμωρίαν έν α ιών ία) πυρί κομίσονται. γεννητού δέ παντός ήδε ή φύσις, κακίας καί άρετής δεκτικόν είναι- ού γάρ άν ήν έπαινετόν ούδέν αύτών, εί ούκ ήν έπ' άμφότερα τρέπεσθαι καί δύναμιν είχε. δεικνύουσι δέ τούτο καί οί πανταχού κατά Λόγον τόν ορθόν νομοθετήσαντες καί φιλοσοφήσαντες άνθρωποι έκ τού ύπαγορεύειν τάδε μέν πράττειν, τώνδε δέ άπέχεσθαι. καί οί Στωϊκοί φιλόσοφοι έν τφ περί ήθών Λογά) τά αύτά τιμώσι καρτερώς, ώς δηλούσθαι έν τφ περί άρχών καί άσωμάτων Λογά) ούκ εύοδούν αύτούς. είτε γάρ καθ' ειμαρμένην φήσουσι τά γινόμενα πρός άνθρώπων γίνεσθαι, ή μηδέν είναι θεόν παρά τρεπόμενα καί άΛΛοιούμενα καί άναΛυόμενα είς τά αύτά άεί, φθαρτών μόνων φανήσονταικατάληψιν έσχηκέναι καί αύτόν τόν θεόν διά τε τών μερών καί διά τού όλου εν πάση κακία γινόμενον ή μηδέν είναι κακίαν μηδ' άρετήν- όπερ καί παρά πάσαν σώφρονα έννοιαν καί Λόγον καί νούν έστι. Καί τούς άπό τών Στωϊκών δέ δογμάτων, έπειδή 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας κάν τόν ήθικόν Λόγον κόσμιοι γεγόνασιν, ώς καί έν τισιν οί ποιηταί, διά τό έμφυτον παντίγένει άνθρώπων σπέρμα του Λόγου, μεμισήσθαι καί πεφονεύσθαι ο’ίδαμεν· Ηράκλειτον μέν, ώς προέφημεν, καί Μουσώνιον δέ έν τοίς καθ' ήμάς καί άλλους ο’ίδαμεν. ώς γάρ έσημάναμεν, πάντας τούς κάν οπωσδήποτε κατά Λόγον βιούν σπουδάζοντας καί κακίαν φεύγειν μισείσθαι άεί ένήργησαν οί δαίμονες. ούδέν δέ θαυμαστόν, εί τούς ού κατά σπερματικού Λόγου μέρος, άλλά κατά τήν τού παντός Λόγου, ό έστι Χριστού, γνώσιν καί θεωρίαν πολύ μάΛΛον μισείσθαι οί δαίμονες έλεγχόμενοι ένεργούσιν· οΐ τήν άξίαν κόΛασιν καί τιμωρίαν κομίσονται έν αίωνίψ πυρί έγκΛε ισθέντες. είγάρ ύπό τών άνθρώπων ήδη διά τού ονό­ ματος Ιησού Χριστού ήττώνται, δίδαγμά έστι τής καί μεΛΛούσης αύτοίς καί τοίς Λατρεύουσιν αύτοίς έσομένης έν πυρί αίωνίψ κοΛάσεως. ούτως γάρ καί οί προφήται πάντες προεκήρυξαν γενήσεσθαι, καί Ιησούς ό ήμέτερος διδάσκαλος έδίδαξε. Ένα δέ μή τις είπη τό Λεγόμενον ύπό τών νομιζομένων φιλοσόφων, ότι κόμποι καί φόβητρά έστι τά Λεγάμενα ύφ' ήμών ότι κολάζονται έν αίωνίω πυρί οί άδικοι, καί διά φόβον άΛΛ ού διά τό καλόν είναι καί άρεστόν έναρέτως βιούν τούς άνθρώπους άξιούμεν, βραχυεπώς πρός τούτο άποκρινούμαι, ότι, εί μή τούτο έστιν, ούτε έστι θεός, ή, εί έστιν, ού μέλει αύτφ τών άνθρώπων, καί ούδέν έστιν άρετή ούδέ κακία, καί, ώς προέφημεν, άδίκως τιμωρούσιν οί νομοθέται τούς παραβαίνοντας τά διατεταγμένα καλά. άλλ' έπεί ούκ άδικοι έκεΐνοι καί ό αύτών πατήρ, τά αύτά αύτφ πράττε ιν διά τού Λόγου διδάσκων, οί τούτοις συντιθέμενοι ούκ άδικοι. έάν δέ τις τούς διαφόρους νόμους τών άνθρώπων προβάληται, Λέ­ γων ότι παρ' οίς μέν άνθρώποις τάδε καλά, τά δέ αισχρά νενό- 4. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μισται, παρ' άΛΛοις δέ τά παρ' έκείνοις αισχρά καλά, καί τά καλά αισχρά νομίζεται, άκουέτω καί τών είς τούτο Λεγομένων καί νόμους διατάξασθαι τή εαυτών κακίμ όμοιους τούς πονη­ ρούς άγγέΛους έπιστάμεθα, οις χαίρουσιν οί όμοιοι γενόμενοι άνθρωποι, καί ορθός Λόγος παρεΛθών ού πάσας δόξας ούδέ πάντα δόγματα καλά άποδείκνυσιν, άλλά τά μέν φαύλα, τά δέ άγαθά· ώστε μοι καί πρός τούς τοιούτους τά αύτά καί τά όμοια είρήσεται, καίΛεχθήσεται διά πλειόνων, εάν χ§εία ή. τανύν δέ έπίτό προκείμενον άνέρχομαι. ΜεγαΛειότερα μέν ούν πάσης άνθρωπείου διδασκα­ λίας φαίνεται τά ήμέτερα διά τού τό Λογικόν τό όΛον τόν φανέντα δι' ήμάς Χριστόν γεγονέναι, καί σώμα καί Λόγον καί ψυχήν. όσα γάρ καλώς άεί έφθέγξαντο καί εύρον οί φιΛοσοφήσαντες ή νομοθετήσαντες, κατά Λόγου μέρος δι' εύρέσεως καί θεωρίας έστι πονηθέντα αύτοίς. έπειδή δέ ού πάντα τά τού Λόγου έγνώρισαν, ός έστι Χριστός, καί έναντία έαυτοίς ποΛΛάκις ειπον. καί οί προγεγενημένοι τού Χριστού, κατά τό άνθρώπινον Λογά) πειραθέντες τά πράγματα θεωρήσαικαί έλέγξαι, ώς άσεβείς καί περίεργοι είς δικαστήρια ήχθησαν. ό πάντων δέ αύτών εύτονώτερος πρός τούτο γενόμένος Σωκράτης τά αύτά ήμίν ένεκΛήθη· καίγάρ έφασαν αύτόν καινά δαιμόνια είσφέρειν, καί οΰς ή πόλις νομίζει θεούς μή ήγείσθαι αύτόν. ό δέ δαίμονας μέν τούς φαύλους καί τούς πράξαντας ά έφασαν οί ποιηταί, έκβαλών τής πολιτείας καί Όμηρον καί τούς άλλους ποιητάς, παραιτείσθαι τούς άνθρώπους έδίδαξε, πρός θεού δέ τού άγνώστου αύτοίς διά Λόγου ζητήσεως έπίγνωσιν προύτρέπετο, είπών· Τόν δέ πατέρα καί δημιουργόν πάντων ούθ' εύρείν -μδιον, ούθ' εύρόντα είς πάντας είπείν άσφαλές. άό ήμέτερος Χριστός διά τής έαυτού δυνάμεως έπραξε. 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Σωκράτει μέν γάρ ούδείς έπείσθη υπέρ τούτου τού δόγματος άποθνήσκειν· Χριστώ δέ, τφ καί ύπό Σωκράτους άπό μέρους γνωσθέντι (Λόγος γάρ ήν καί έστιν ό έν παντί ών, καί διά τών προφητών προειπών τά μέΛΛοντα γίνεσθαι και δι' εαυτού ομοιοπαθούς γενομένου καί διδάξαντος ταύτα), ού φιλόσοφοι ούδέ φιλόλογοι μόνον έπείσθησαν, άΛΛά και χειροτέχναι καί παντελώς ίδιώται, καί δόξης και φόβου καί θανάτου καταφρονήσαντες· επειδή δύναμις έστι τού άρρήτου πατρός καί ούχί άνθρωπε ίου Λόγου κατασκευή. Ούκ άν δέ ούδέ έφονευόμεθα ούδέ δυνατώτεροι ήμών ήσαν οί τε άδικοι άνθρωποι καί δαίμονες, εί μή πάντως παντί γεννωμένψ άνθρώπψ καί θανείν ώφείΛετο· όθεν καί τό όφλημα άποδιδόντες εύχαριστούμεν. καίτοι γε καί τό Ξενοφώντειον έκείνο νύν πρός τε Κρίσκεντα καί τούς ομοίως αύτφ άφραίνοντας καλόν καί εύκαιρον είπείν ήγούμεθα. τόν ΉρακΛέα έπί τρίοδόν τινα έφη ό Ξενοφών βαδίζοντα εύρείν τήν τε άρετήν καί τήν κακίαν, έν γυναικών μορφαίς φαινομένας. καί τήν μέν κακίαν, άβρμ έσθήτι καί έρωτοπεποιημένω καί άνθούντι έκ τών τοιούτων προσώπω, θελκτικήν τε εύθύς πρός τάς όψεις ούσαν, είπείν πρός τόν ΉρακΛέα ότι, ήν αύτή έπηται, ήδόμενόν τε καί κεκοσμημένον τφ Λαμπροτάτψ καί όμοίψ τφ περί αύτήν κόσμψ διαιτήσειν άεί ποιήσει. καί τήν άρετήν έν αύχμηρφ μέν τφ προσώπψ καί τή περιβολή ούσαν είπείν· ΑΛΛ' ήν έμοί πείθη, ού κόσμψ ούδέ κάΛΛει τφ -έοντι καί φθειρομένψ έαυτόν κοσμήσεις άλλά τοίς άϊδίοις καί καλοίς κόσμοις. καί πάνθ' όντινούν πεπείσμεθα, φεύγοντα τά δοκούντα καλά, τά δέ νομιζόμενα σκληρά καί άλογα μετερχόμενον, εύδαιμονίαν έκδέχεσθαι. ή γάρ κακία, πρόβλημα έαυτής τών πράξεων τά προσόντα τή άρετή καί όντως όντα καλά διά μιμήσεως άφθάρτων περιβαΛΛομένη (άφθαρτον γάρ ούδέν έχει ούδέ ποιήσαι δύνατα), δουλαγωγεί τούς χαμαιπετείς τών άνθρώπων, τά προ­ 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας σόντα αύτή φαύλα τή άρετή περιθείσα. οί δέ νενοηκότες τά προσόντα τώ όντι καλά και άφθαρτοι τή άρετή· ό καί περί Χριστιανών και τών άπό τού άθλου καί τών άνθρώ­ πων τών τοιαύτα πραξάντων, όποια έφασαν οί ποιηταί περί τών νομιζομένων θεών, ύπολαβειν δει πάντα νουνεχή, έκ τού καί τού φευκτού καταφρονεϊν ήμάς θανάτου λογισμόν έλκοντα. Καί γάρ αύτός έγώ, τοίς Πλάτωνος χαίρων διδάγμασι, διαβαΛΛομένους άκούων Χριστιανούς, ορών δέ άφοβους προς θάνατον καί πάντα τά άΛΛα νομιζόμενα φοβερά, ένενόουν άδύνατον είναι έν κακίμ καί φιΛηδονίμ ύπάρχειν αύτούς. τίς γάρ φιλήδονος ή άκρατής καί άνθρωπίνων σαρκών βοράν άγαθόν ήγούμενος δύναιτο άν θάνατον άσπάζεσθαι, όπως τών αύτού άγαθών στερηθή, άλΑ' ούκ έκ παντός ζήν μέν άεί τήν ένθάδε βιοτήν καί λανθάνειν τούς άρχοντας έπειράτο, ούχ ότιγε εαυτόν κατήγγειλε φονευθησόμενον; ήδη καί τούτο ένήργησαν οί φαύλοι δαίμονες διά τινων πονηρών άν­ θρώπων πραχθήναι. φονεύοντες γάρ αύτοί τινας έπί συκο­ φαντία τή εις ήμάς καί εις βασάνους είΛκυσαν οίκέτας τών ήμετέρων ή παΐδας ή γύναια, καί δι' αίκισμών φοβερών έξαναγκάζουσι κατειπείν ταύτα τά μυθολογούμενα, ά αύτοί φανερώς πράττουσιν· ών επειδή ούδέν πρόσεστιν ήμίν, ού φροντίζομεν, θεόν τόν άγέννητον και άρρητον μάρτυρα έχοντες τών τε λο­ γισμών καί τών πράξεων. τίνος γάρ χάριν ούχί καί ταύτα δημοσία ώμολογούμεν άγαθά καί φιλοσοφίαν θείαν αύτά άπεδείκνυμεν, φάσκοντες Κρόνου μέν μυστήρια τελειν έν τώ άνδροφονείν, καί έν τώ αίματος έμπίπλασθαι, ώς λέγεται, τά ίσα τώ παρ' ύμίν τιμώ μένω είδώλω, ω ού μόνον άλογων ζώων αίματα προσραίνεται άλΛά καί άνθρώπεια, διά τού παρ' ύμίν έπισημοτάτου καί εύγενεστάτου άνδρός τήν πρόσχυσιν τού τών φονευθέντων αίματος ποιούμενοι, Διός δέ καί τών άλλων θεών μιμηταίγενόμενοι έν τώ άνδροβατεϊν καί γυναιξίν άδεώς μίγνυσθαι, Επικούρου μέν καί τά τών ποιητών συγγράμματα 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άποΛογίαν φέροντες; έπειδή δέ ταύτα τά μαθήματα καί τούς ταύτα πράξαντας καί μιμούμενους φεύγειν πείθομεν, ώς και νύν διά τώνδε τών Λόγων ήγωνίσμεθα, ποικίλως ποΛεμούμεθα· άλλ' ού φροντίζομεν, έπεί θεόν τών πάντων επόπτην δίκαιον οϊδαμεν. είθε καινόν τις άν τραγική φωνή άνεβόησεν έπί τι βήμα ύψηλόν άναβάς· Αίδέσθητε, αίδέσθητε ά φανερώς πράττετε είς άναιτίους άναφέροντες, καί τά προσόντα καί έαυτοίς καί τοίς ύμετέροις θεοίς περιβάΛΛοντες τούτοις ών ούδέν ούδ' έπί ποσόν μετουσία έστί. μετάθεσθε, σωφρονίσθητε. Καίγάρ έγώ, μαθών περίβλημα πονηρόν είς άποστροφήν τών άλλων άνθρώπων περιτεθειμένον ύπό τών φαύ­ λων δαιμόνων τοίς Χριστιανών θείοις διδάγμασι, καίψευδολογουμένων ταύτα καί τού περιβλήματος κατεγέλασα καί τής παρά τοίς πολλοίς δόξης. Χριστιανός εύρεθήναι καί εύχόμενος καί παμμάχως άγωνιζόμενος ομολογώ, ούχ ότι άλλότριά έστι τά Πλάτωνος διδάγματα τού Χριστού, άλλ' ότι ούκ έστι πάντη όμοια, ώσπερ ούδέ τά τών άλλων, Στωϊκών τε καί ποιητών καί συγγραφέων. έκαστος γάρ τις άπό μέρους τού σπερματικού θείου Λόγου τό συγγενές ορών καλώς έφθέγξατο· οί δέ τάναντία έαυτοίς έν κυριωτέροις είρηκότες ούκ έπιστήμην τήν άποπτον καίγνώσιν τήν άνέλεγκτον φαίνονται έσχηκέναι. όσα ούν παρά πάσι καλώς εϊρηται, ήμών τών Χριστιανών έστι· τόν γάρ άπό άγεννήτου καί άρρήτου θεού Λόγον μετά τόν θεόν προσκυνούμεν καί άγαπώμεν, έπειδή καί δι' ήμάς άνθρω­ πος γέγονεν, όπως καί τών παθών τών ήμετέρων συμμέτοχος γενόμενος καί ίασιν ποιήσηται. οί γάρ συγγραφείς πάντες διά τής ένούσης έμφύτου τού Λόγου σποράς άμυδρώς έδύναντο όράν τά όντα. έτερον γάρ έστι σπέρμα τίνος καί μίμημα κατά δύναμιν δοθέν, καί έτερον αύτό ού κατά χάριν τήν άπ' έκείνου ή μετουσία καί μίμησις γίνεται. 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί ύμάς ούν άξιοϋμεν ύπογράψαντας τό ύμίν δοκούν προθείναι τουτί τό βιβλίδιον, όπως καί τοίς άλλοις τά ήμέτερα γνωσθή καί δύνωνται τής ψευδοδοξίας καί άγνοιας τών καλών άπαλλαγήναι, οι παρά τήν έαυτών αιτίαν ύπεύθυνοι ταις τιμωρίαις γίνονται [είς τό γνωσθήναι τοίς άνθρώποις ταύτα], διά τό έν τή φύσει τή τών άνθρώπων είναι τό γνωριστικόν καλού καί αισχρού, καί διά τό ήμών, ους ούκ έπίστανται τοιαύτα όποια λέγουσιν αισχρά πράττειν, καταψηφίζεσθαι, καί διά τό χαίρειν τοιαύτα πράξασι θεοις καί έτι νύν άπαιτοΰσι παρά άν­ θρώπων τά όμοια, ώς έκ τοΰ καί ήμιν, ώς τοιαύτα πράττουσι, θάνατον ή δεσμά ή άλλο τι τοιούτον προστιμάν έαυτούς κατακρίνειν, ώς μή δέεσθαι άλλων δικαστών. [Καί τού έν τφ έμφ έθνει, άσεβοϋς καί πλάνου Σιμωνιανού διδάγματος κατεφρόνησα.] έάν δέ ύμεις τούτο προγράψητε, ήμείς τοίς πάσι φανερόν ποιήσαιμεν, ϊνα εί δύναιντο μεταθώνται· τούτου γε μόνου χάριν τούσδε τούς λόγους συνετάξαμεν. ούκ έστι δέ ήμών τά διδάγματα κατά κρίσιν σώφρονα αισχρά, άλλά πάσης μέν φιλοσοφίας άνθρωπείου ύπέρτερα· εί δέ μή, κάν Σωταδείοις καί Φιλαινιδείοις καί Αρχεστρατείοις καί ’Επικουρείοις καί τοίς άλλοις τοίς τοιούτοις ποιητικοις διδάγμασιν ούχ όμοια, οις έντυγχάνειν πάσι, καίλεγομένοις καίγεγραμμένοις, συγκεχώρηται. καί παυσόμεθα λοι­ πόν, όσον έφ' ήμιν ήν πράξαντες, καί προσεπευξάμενοι τής άληθείας καταξιωθήναι τούς πάντη πάντας άνθρώπους. εϊη ούν καί ύμάς άξίως εύσεβείας καί φιλοσοφίας τά δίκαια ύπέρ έαυτών κριναι. 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Τού άγιου Ιουστίνου Φιλοσόφου καί Μάρτυρος προς Τρύφωνα Ιουδαίον Διάλογος. Περιπατούντί μοι εωθεν έν τοίς τού ξυστού περιπάτοις συναντήσας τις μετά καί άλλων· Φιλόσοφε, χαίρε, έφη. καί άμα είπών τούτο έπιστραφείς συμπεριεπάτει μοι· συνεπέστρεφον δ' αύτφ καί οί φίλοι αύτού. κάγώ έμπαλιν προσαγορεύσας αύτόν· Τί μάλιστα; έφην. Ό δέ· Έδιδάχθην έν Άργει, φησίν, ύπό Κορίνθου τού Σωκρατικού ότι ού δει καταφρονείν ούδέ άμελείν τών περικει­ μένων τόδε τό σχήμα, άλλ' έκ παντός φιλοφρονεισθαι προσομιλείν τε αύτοίς, εί τι όφελος έκ τής συνουσίας γένοιτο ή αύτφ έκείνψ ή έμοί. άμφοτέροις δέ άγαθόν έστι, κάν θάτερος ή ώφελημένος, τούτου ούν χάριν, όταν ϊδω τινά έν τοιούτψ σχήματι, άσμένως αύτφ προσέρχομαι, σέ τε κατά τά αύτά ήδέως νύν προσείπον, ούτοί τε συνεφέπονταί μοι, προσδοκώντες καί αύτοί άκούσεσθαί τι χρηστόν έκ σού. Τίς δέ σύ έσσι, φέριστε βροτών; ούτως προσπαίζων αύτφ έλεγον. Ό δέ καί τούνομά μοι καί τό γένος έξείπεν άπλώς. Τρύ­ φων, φησί, καλούμαι· είμί δέ Εβραίος έκ περιτομής, φυγών τόν νύν γενόμενον πόλεμον, έν τή Έλλάδι καί τή Κορίνθψ τά πολλά διάγων. Καί τί άν, έφην έγώ, τοσούτον έκ φιλοσοφίας σύ τ' άν ώφεληθείης, όσον παρά τού σού νομοθέτου καί τών προφητών; Τί γάρ; ούχ οί φιλόσοφοι περί θεού τόν άπαντα ποιούνται λόγον, έκείνος έλεγε, καί περί μοναρχίας αύτοίς καί προνοίας αί ζητήσεις γίνονται έκάστοτε; ή ού τούτο έργον έστί φιλοσοφίας, έξετάζειν περί τού θείου; Ναί, έφην, ούτω καί ήμείς δεδοξάκαμεν. άλλ' οί πλεΐστοι ούδέ τούτου πεφροντίκασιν, είτε είς είτε καί πλείους είσί θεοί, καί είτε προνοούσιν ήμών έκάστου είτε καί ού, ώς μηδέν προς εύδαιμονίαν τής γνώσεως ταύτης συντελούσης· άλλά καί ήμάς έπιχειρούσι πείθειν ώς τού μέν σύμπαντος καί αύτών τών γενών καί ειδών έπιμελείται θεός, έμού δέ καί σού ούκ έτι καί τού καθ' έκαστα, έπεί ούδ' άν ηύχόμεθα αύτφ δι' όλης νυκτός καί 4. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ήμέρας. τούτο δέ όπη αύτοίς τελευτμ, ού χαλεπόν συννοήσαι· άδεια γάρ καί έλευθερία λέγειν καί έπεσθαι τοίς δοξάζουσι ταύτα, ποιείν τε ό τι βούλονται καί λέγειν, μήτε κόλασιν φοβουμένοις μήτε άγαθόν έλπίζουσί τι έκ θεού, πώς γάρ; οί γε άεί ταύτά έσεσθαι λέγουσι, καί έτι έμέ καί σέ έμπαλιν βιώσεσθαι ομοίως, μήτε κρείσσονας μήτε χείρους γεγονότας. άλλοι δέ τινες, ύποστησάμενοι άθάνατον καί άσώματον τήν ψυχήν, ούτε κακόν τι δράσαντες ήγουνται δώσειν δίκην (άπαθές γάρ τό άσώματον), ούτε, άθανάτου αύτής ύπαρχούσης, δέονται τι του θεού έτι. Καί ός άστείον ύπομειδιάσας· Σύ δέ πώς, έφη, περί τούτων φρονείς καί τίνα γνώμην περί θεού έχεις καί τίς ή σή φιλοσοφία, είπε ήμίν. Εγώ σοι, έφην, έρώ ό γέ μοι καταφαίνεται, έστι γάρ τφ όντι φιλοσοφία μέγιστον κτήμα καί τιμιώτατον θεφ, φ τε προσάγει καί συνίστησιν ήμάς μόνη, καί όσιοι ώς άληθώς ούτοί είσιν οί φιλοσοφίμ τόν νουν προσεσχηκότες. τί ποτέ δέ έστι φιλοσοφία καί ού χάριν κατεπέμφθη είς τούς άνθρώπους, τούς πολλούς λέληθεν; ού γάρ άν Πλατωνικοί ήσαν ούδέ Στωϊκοί ούδέ Περιπατητικοί ούδέ Θεωρητικοί ούδέ Πυθαγορικοί, μιάς ούσης ταύτης έπιστήμης. ού δέ χάριν πολύκρανος έγε­ νήθη, θέλω είπείν. συνέβη τοίς πρώτοις άψαμένοις αύτής καί διά τούτο ένδόξοις γενομένοις άκολουθήσαι τούς έπειτα μηδέν έξετάσαντας άληθείας πέρι, καταπλαγέντας δέ μόνον τήν καρ­ τερίαν αύτών καί τήν έγκράτειαν καί τό ξένον τών λόγων ταύτα άληθή νομίσαι ά παρά τού διδασκάλου έκαστος έμαθεν, είτα καί αύτούς, τοίς έπειτα παραδόντας τοιαύτα άττα καί άλλα τούτοις προσεοικότα, τούτο κληθήναι τούνομα, όπερ έκαλείτο ό πατήρ τού λόγου. έγώ τε κατ' άρχάς ούτω ποθών καί αύτός συμβαλείν τούτων ένί, έπέδωκα έμαυτόν Στωϊκφ τινι· καί διατρίψας ικανόν μετ' αύτού χρόνον, έπεί ούδέν πλέον έγίνετό μοι περί θεού (ούδέ γάρ αύτός ήπίστατο, ούδέ άναγκαίαν έλεγε ταύτην είναι τήν μάθησιν), τούτου μέν άπηλλάγην, έπ' άλλον δέ 4. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ήκα, Περιπατητικόν καλούμενον, δριμύν, ώς φετο. καί μου άνασχόμενος ούτος τάς πρώτας ή μέρας ήξίου με έπειτα μισθόν όρίσαι, ώς μή άνωφελής ή συνουσία γίνοιτο ήμίν. καί αύτόν εγώ διά ταύτην τήν αιτίαν κατέλιπον, μηδέ φιλόσο­ φον οίηθείς όλως. τής δέ ψυχής έτι μου σπαργώσης άκούσαι τό ίδιον καί τό έξαίρετον τής φιλοσοφίας, προσήλθον εύδοκιμούντι μάλιστα Πυθαγορείω, άνδρί πολύ έπί τή σοφίμ φρονούντι. κάπειτα ώς διελέχθην αύτφ, βουλόμενος άκροατής αύτού καί συνουσιαστής γενέσθαι· Τί δαί; ώμίλησας, έφη, μουσική καί άστρονομίμ καί γεωμετρίμ; ή δοκείς κατόψεσθαί τι τών είς εύδαιμονίαν συντελούντων, εί μή ταύτα πρώτον διδαχθείης, ά τήν ψυχήν άπό τών αισθητών περισπάσει καί τοίς νοητοίς αύτήν παρασκευάσει χρησίμην, ώστε αύτό κατιδείν τό καλόν καί αύτό ό έστιν άγαθόν; πολλά τε έπαινέσας ταύτα τά μαθήματα καί αναγκαία είπών άπέπεμπέ με, έπεί αύτφ ώμολόγησα μή είδέναι. έδυσφόρουν ούν, ώς τό είκός, άποτυχών τής έλπίδος, καί μάλλον ή έπίστασθαί τι αύτόν φόμην· πάλιν τε τόν χρόνον σκοπών, όν έμέλλον έκτρίβειν περί έκείνα τά μαθήματα, ούκ ήνειχόμην είς μακράν άποτιθέμενος. έν άμηχανίμ δέ μου όντος έδοξέ μοι καί τοίς Πλατωνικοίς έντυχείν· πολύ γάρ καί τούτων ήν κλέος, καί δή νεωστί έπιδημήσαντι τή ήμετέρμ πόλει συνετφ άνδρί καί προύχοντι έν τοίς Πλατωνικοίς συνδιέτριβον ώς τά μάλιστα, καί προέκοπτον καί πλείστον όσον έκάστης ή μέρας έπεδίδουν. καί με ήρει σφόδρα ή τών άσωμάτων νόησις, καί ή θεωρία τών ιδεών άνεπτέρου μοι τήν φρόνησιν, ολίγου τε εντός χρόνου φμην σοφός γεγονέναι, καί ύπό βλακείας ήλπιζον αύτίκα κατόψεσθαί τόν θεόν· τούτο γάρ τέλος τής Πλάτωνος φιλο­ σοφίας. Καί μου ούτως διακειμένου έπεί έδοξέ ποτέ πολλής ήρεμίας έμφορηθήναι καί τόν τών άνθρώπων άλεείναι πάτον, έπορευόμην είς τιχωρίον ού μακράν θαλάσσης, πλησίον δέ μου γενομένου έκείνου τού τόπου, ένθα έμελλον άφικόμενος προς έμαυτφ έσεσθαι, παλαιός τις πρεσβύτης, ίδέσθαι ούκ εύκαταφρό- 4. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νητος, πράον καί σεμνόν ήθος έμφαίνων, ολίγον άποδέων μου παρείπετο. ώς δέ έπεστράφην είς αύτόν, ύποστάς ένητένισα δριμύτερον αύτφ. Καίός- Γνωρίζεις με; έφη. Ήρνησάμην εγώ. Τί ούν, μοι έφη, ούτως με κατανοείς; Θαυμάζω, έφην, ότι έτυχες έν τφ αύτφ μοιγενέσθαι· ού γάρ προσεδόκησα όψεσθαί τινα άνδρών ενθάδε. Ό δέ· Οικείων τινών, φησί μοι, πεφρόντικα. ούτοι δέ μοί ε ίσιν άπόδημοι· έρχομαι ούν καί αύτός σκοπήσων τά περί αυ­ τούς, εί άρα φανήσονταί ποθεν. σύ δέ τί ενθάδε; έμοί εκείνος. Χαίρω, έφην, ταίς τοιαύταις διατριβαίς· άνεμπόδιστος γάρ μοι ό διάλογος προς έμαυτόν γίνεται, [μή εναντία δρώσαις ώσανεί,] φιλολογίμ τε άνυτικώτατά έστι τά τοιάδε χωρία. Φιλόλογος ούν τις εί σύ, έφη, φίλεργος δέ ούδαμώς ούδέ φιλαλήθης, ούδέ πειρμ πρακτικός είναι μάλλον ή σοφιστής; Τί δ' άν, έφην εγώ, τούτου μείζον άγαθόν άν τις έργάσαιτο, τού δείξαι μέν τόν λόγον ήγεμονεύοντα πάντων, συλλαβόντα δέ καί επ' αύτφ όχούμενον καθοράν τήν τών άλλων πλάνην καί τά έκείνων έπιτηδεύματα, ώς ούδέν ύγιές δρώσιν ούδέ θεφ φίλον; άνευ δέ φιλοσοφίας καί ορθού λόγου ούκ άν τω παρείη φρόνησις. διό χρή πάντα άνθρωπον φιλοσοφείν καί τούτο μέγιστον καί τιμιώτατον έργον ήγεϊσθαι, τά δέ λοιπά δεύ­ τερα καί τρίτα, καί φιλοσοφίας μέν άπηρτημένα μέτρια καί άποδοχής άξια, στερηθέντα δέ ταύτης καί μή παρεπομένης τοίς μεταχειριζομένοις αύτά φορτικά καί βάναυσα. Ή ούν φιλοσοφία εύδαιμονίαν ποιεί; έφη ύποτυχών έκείνος. Καί μάλιστα, έφην έγώ, καί μόνη. Τί γάρ έστι φιλοσοφία, φησί, καί τίς ή εύδαιμονία αύτής, εί μή τι κωλύει φράζειν, φράσον. Φιλοσοφία μέν, ήν δ' έγώ, επιστήμη έστί τού όντος καί τού άληθους έπίγνωσις, εύδαιμονία δέ ταύτης τής επιστή­ μης καί τής σοφίας γέρας. Θεόν δέ σύ τί καλείς; έφη. 4. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Τό κατά τά αύτά και ώσαύτως άεί έχον καί τού είναι πάσι τοίς άΛΛοις αίτιον, τούτο δή έστιν ό θεός, ούτως έγώ άπεκρινάμην αύτφ· καί έτέρπετο έκεΐνος άκούων μου, ούτως τέ με ήρετο πάΛιν. Επιστήμη ούκ έστι κοινόν όνομα διαφόρων πραγμάτων; έν τε γάρ ταΐς τέχναις άπάσαις ό έπιστάμενος τούτων τινά επιστήμων καλείται, έν τε στρατηγική καί κυβερνητική καί ιατρική ομοίως, έν τε τοίς θείοις καί άνθρωπείοις ούχ ούτως έχει, έπιστήμη τίς έστιν ή παρέχουσα αύτών τών άνθρωπίνων καί τών θείων γνώσιν, έπειτα τής τούτων θειότητος καί δικαιο­ σύνης έπίγνωσιν; Καί μάΛα, έφην. Τί ούν; ομοίως έστίν άνθρωπον είδέναι καί θεόν, ώς μουσικήν καί άριθμητικήν καί άστρονομίαν ή τι τοιούτον; Ούδαμώς, έφην. Ούκ όρθώς άρα άπεκρίθης έμοί, έφη εκείνος- αί μέν γάρ έκ μαθήσεως προσγίνονταιήμίν ή διατριβής τίνος, αί δέ έκ τού ίδέσθαι παρέχουσι τήν έπιστήμην. εϊγέ σοιΛέγοιτις ότι έστίν έν Ίνδίμ ζώον φυήν ούχ όμοιον τοίς άΛΛοις πάσιν, άλλά τοίον ή τοίον, ποΛυειδές καί ποικίΛον, ούκ άν πρότερον είδείης ή ϊδοις αύτό, άλλ ούδέ Λόγον άν έχοις είπείν αύτού τινα εί μή άκούσαις τού έωρακότος. Ού γάρ, φημί. Πώς ούν άν, έφη, περί θεού όρθώς φρονοίεν οί φιλό­ σοφοι ή Λέγοιέν τι άΛηθές, έπιστήμην αύτού μή έχοντες, μηδέ ίδόντες ποτέ ή άκούσαντες; ΑΛΛ' ούκ έστιν όφθαΛμοΐς, ήν δ' έγώ, αύτοίς, πάτερ, ορατόν τό θειον ώς τά άλλα ζώα, άλλά μονά) νφ καταληπτόν, ώς φησι Πλάτων, καί έγώ πείθομαι αύτφ. Έστιν ούν, φησί, τφ νφ ήμών τοιαύτη τις καί τοσαύτη δύναμις, ή μή τό ον δι' αίσθήσεως έλαβεν; ή τόν θεόν άνθρώπου νούς όψεταί ποτέ μή άγίω πνεύματι κεκοσμημένος; Φησί γάρ Πλάτων, ήν δ' έγώ, αύτό τοιούτον είναι τό τού νού όμμα καί πρός τούτο ήμίν δεδόσθαι, ώς δύνασθαι καθοράν αύτό εκείνο τό ον είλικρινεί αύτφ έκείνψ, ό τών νοητών άπάν­ των έστίν αίτιον, ού χρώμα έχον, ού σχήμα, ού μέγεθος, ούδέ ούδέν 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ών όφθαΛμός βλέπει· άΛΛά τι ον τούτ' αυτό, φησί, ον επέκεινα πάσης ούσίας, ούτε -ητόν ούτε άγορευτόν, άΛΛά μόνον καΛόν καί άγαθόν, έξαίφνης ταίς εύ πεφυκυίαις ψυχαίς έγγινόμενον διά τό συγγενές καί έρωτα τού ίδέσθαι. Τίς ούν ήμίν, έλεγε, συγγένεια πρός τόν θεόν έστιν; ή καί ή ψυχή θεία καί αθάνατός έστι καί αύτού εκεί­ νου τού βασιλικού νού μέρος; ώς δέ έκείνος όρμ τόν θεόν, ού­ τω καί ήμίν έφικτόν τφ ήμετέρψ νφ συΛΛαβείν τό θειον καί τούντεύθεν ήδη εύδαιμονείν; Πάνυ μέν ούν, έφην. Πάσαι δέ αύτό διά πάντων αίψυχαί χωρούσι τών ζώων, ήρώτα, ή άΛΛη μέν άνθρώπου, άΛΛη δέ ίππου καί όνου; Ούκ, άΛΛ' αί αύταί έν πάσίν είσιν, άπεκρινάμην. Όψονται άρα, φησί, καί ίπποι καί όνοι ή είδόν ποτέ τόν θεόν; Ού, έφην· ούδέ γάρ οί ποΛΛοί τών άνθρώπων, εί μή τις έν δίκη βιώσαιτο, καθηράμενος δικαιοσύνη καί τή άΛΛη άρετή πάση. Ούκ άρα, έφη, διά τό συγγενές όρμ τόν θεόν, ούδ' ότι νούς έστιν, άΛΛ' ότι σώφρων καί δίκαιος; Ναί, έφην, καί διά τό έχειν φ νοεί τόν θεόν. Τί ούν; άδικούσί τινα αίγες ή πρόβατα; Ούδέν ούδένα, ήν δ' έγώ. Όψονται άρα, φησί, κατά τόν σόν Λόγον καί ταύτα τά ζώα; Ού· τό γάρ σώμα αύτοίς, τοιούτον ον, έμπόδιόν έστιν. Εί Λάβοιεν φωνήν τά ζώα ταύτα, ύποτυχών έκείνος, εύ ϊσθι ότι ποΛύ άν εύΛογώτερον έκείνα τφ ήμετέρψ σώματι Λοιδοροίντο· νύν δ' έάσωμεν ούτω, καί σοι ώς Λέγεις συγκεχωρήσθω. έκεΐνο δέ μοι είπέ· έως έν τφ σώματί έστιν ή ψυχή βΛέπει, ή άπαΛΛαγείσα τούτου; Καί έως μέν έστιν έν άνθρώπου εϊδει, δυνατόν αύτή, φημί, έγγενέσθαι διά τού νού, μάΛιστα δέ άπολυθείσα τού σώματος καί αύτή καθ' έαυτήν γενομένη τυγχάνει ού ήρα πάντα τόν χρόνον. Ή καί μέμνηται τούτου πάλιν έν άνθρώπφ γενομένη; 4. Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Ού μοιδοκεί, έφην. Τί ούν όφελος ταίς ίδούσαις, ή τί πλέον τού μή ίδόντος ό ίδών έχει, εί μηδέ αύτό τούτο ότι είδε μέμνηται; Ούκ έχω είπείν, ήν δ' εγώ. Αί δέ άνάξιαι ταύτης τής θέας κριθείσαι τί πάσχουσιν; έφη. Είς τινα θηρίων ένδεσμεύονται σώματα, καί αύτη έστι κόλασις αύτών. Οϊδασιν ούν ότι διά ταύτην τήν αιτίαν έν τοιούτοις είσί σώμασι καί ότι έξήμαρτόν τι; Ού νομίζω. Ούδέ ταύταις άρα όφελος τι τής κολάσεως, ώς έοικεν· άλλ' ούδέ κολάζεσθαι αύτάς λέγοιμι, εί μή άντιλαμβάνονται τής κολάσεως. Ού γάρ. Ούτε ούν όρώσι τόν θεόν αί ψυχαί, ούτε μεταμείβουσιν είς έτερα σώματα· ήδεσαν γάρ άν ότι κολάζονται ούτως, καί έφοβούντο άν καί τό τυχόν έξαμαρτείν ύστερον, νοείν δέ αύτάς δύνασθαι ότι έστι θεός καί δικαιοσύνη καί εύσέβεια καλόν, κάγώ συντίθεμαι, έφη. Όρθώς λέγεις, ειπον. Ούδέν ούν ϊσασι περί τούτων έκείνοι οί φιλόσοφοιούδέ γάρ ό τί ποτέ έστι ψυχή έχουσιν είπείν. Ούκ έοικεν. Ούδέ μήν άθάνατον χρή Λέγειν αύτήν· ότι εί άθάνατός έστι, καί άγέννητος δηλαδή. Αγέννητος δέ καί άθάνατός έστι κατά τινας λεγομένους Πλατωνικούς. Ή καί τόν κόσμον σύ άγέννητον Λέγεις; Είσίν οίλέγοντες, ού μέντοιγε αύτοίς συγκατατίθεμαι έγώ. Όρθώς ποιών. τινα γάρ Λόγον έχει σώμα ουτω στερεόν καί άντιτυπίαν έχον καί σύνθετον καί άλλοιούμενον καί φθίνον καί γινόμενον έκάστης ήμέρας μή άπ' άρχής τίνος ήγείσθαι γε­ γονέναι; εί δέ ό κόσμος γεννητός, άνάγκη καί τάς ψυχάς γεγο­ νέναι καί ούκ είναι ποι τάχα- διά γάρ τούς άνθρώπους έγένοντο καί τά άλλα ζώα, εί όλως κατ' ιδίαν καί μή μετά τών ιδίων σωμάτων φήσεις αύτάς γεγονέναι. 4. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Ούτως δοκεί όρθώς έχειν. Ούκ άρα άθάνατοι. Ού, επειδή καί ό κόσμος γεννητός ήμίν έφάνη. Αλλά μήν ούδέ άποθνήσκειν φημί πάσας τάς ψυχάς έγώ· έρμαιον γάρ ήν ώς άληθώς τοίς κακοίς. άλλά τί; τάς μέν τών εύσεβών έν κρείττονί ποι χώρω μένειν, τάς δέ άδι­ κους καί πονηράς έν χείρονι, τόν τής κρίσεως έκδεχομένας χρόνον τότε, ούτως αί μέν, άξιαι τού θεού φανεισαι, ούκ άποθνήσκουσιν έτι· αί δέ κολάζονται, έστ' άν αύτάς καί είναι καί κολάζεσθαι ό θεός θέλη. Άρα τοιούτόν έστιν ό λέγεις, οίον καί Πλάτων έν Τιμαίψ αίνίσσεται περί τού κόσμου, λέγων ότι αύτός μέν καί φθαρτός έστιν ή γέγονεν, ού λυθήσεται δέ ούδέ τεύξεται θα­ νάτου μοίρας διά τήν βούλησιν τού θεού; τούτ' αύτό σοι δοκεί καί περί ψυχής καί άπλώς πάντων πέριλέγεσθαι; όσα γάρ έστι μετά τόν θεόν ή έσται ποτέ, ταύτα φύσιν φθαρτήν έχειν, καί οίά τε έξαφανισθήναι καί μή είναι έτι· μόνος γάρ άγέννητος καί άφθαρτος ό θεός καί διά τούτο θεός έστι, τά δέ λοιπά πάντα μετά τούτον γεννητά καί φθαρτά, τούτου χάριν καί άποθνήσκουσιν αί ψυχαί καί κολάζονται· έπεί εί άγέννητοι ήσαν, ούτ' άν έξημάρτανον ούτε άφροσύνης άνάπλεψ ήσαν, ούδέ δειλαί καί θρασείαι πάλιν, άλλ' ούδέ έκούσαί ποτέ είς σύας έχώρουν καί όφεις καί κύνας, ούδέ μήν άναγκάζεσθαι αύτάς θέμις, είπερ είσιν άγέννητοι. τό γάρ άγέννητον τφ άγεννήτψ όμοιόν έστι καί ίσον καί ταύτόν, καί ούτε δυνάμει ούτε τιμή προκριθείη άν θατέρου τό έτερον, όθεν ούδέ πολλά έστι τά άγέννητα· εί γάρ διαφορά τις ήν έν αύτοίς, ούκ άν εύροις άναζητών τό αίτιον τής διαφοράς, άλλ', έπ' άπειρον άεί τήν διάνοιαν πέμπων, έπί ενός ποτέ στήση άγεννήτου καμών καί τούτο φήσεις άπάντων αίτιον, ή ταύτα έλαθε, φημί έγώ, Πλάτωνα καί Πυθαγόραν, σοφούς άνδρας, οΐ ώσπερ τείχος ήμίν καί έρεισμα φιλοσοφίας έξεγένοντο; Ούδέν έμοί, έφη, μέλειΠλάτωνος ούδέ Πυθαγόρου ούδέ άπλώς ούδενός όλως τοιαυτα δοξάζοντος. τό γάρ άλη- 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θές ούτως έχει· μάθοις δ' άν εντεύθεν, ή ψυχή ήτοι ζωή έστιν ή ζωήν έχει, εί μέν ούν ζωή έστιν, άΛΛο τι άν ποιήσειε ζήν, ούχ έαυτήν, ώς καίκίνησις άΛΛο τικινήσειε μάΛΛον ή έαυτήν. ότι δέ ζή ψυχή, ούδείς άντείποι. εί δέ ζή, ού ζωή ούσα ζή, άΛΛά μεταλαμβάνουσα τής ζωής· έτερον δέ τι τό μετέχον τίνος έκείνου ού μετέχει, ζωής δέ ψυχή μετέχει, έπεί ζήν αύτήν ό θεός βούΛεται. ούτως άρα καί ού μεθέξει ποτέ, όταν αύτήν μή θέΛοι ζήν. ού γάρ ίδιον αύτής έστι τό ζήν ώς τού θεού· άλλά ώσπερ άνθρωπος ού διά παντός έστιν ούδέ σύνεστιν άεί τή ψυχή τό σώμα, άλλ', όταν δέη Λυθήναι τήν άρμονίαν ταύτην, καταλείπει ή ψυχή τό σώμα καί ό άνθρωπος ούκ έστιν, ούτως καί, όταν δέη τήν ψυχήν μηκέτι είναι, άπέστη άπ' αύτής τό ζωτικόν πνεύμα καί ούκ έστιν ή ψυχή έτι, άΛΛά καί αύτή όθεν έΛήφθη έκείσε χωρεί πάΛιν. Τίνι ούν, φημί, έτι τις χρήσαιτο διδασκάλψ ή πόθεν ώφεΛηθείη τις, εί μηδέ έν τούτοις τό άΛηθές έστιν; Έγένοντό τινες προ ποΛΛού χρόνου πάντων τούτων τών νομιζομένων φιλοσόφων παλαιότεροι, μακάριοι καί δίκαιοι καί θεοφιλείς, θείψ πνεύματιΛαΛήσαντες καί τά μέλλοντα θεσπίσαντες, ά δή νύν γίνεται· προφήτας δέ αύτούς καλούσιν. ούτοι μόνοι τό άΛηθές καί είδον καί έξεΐπον άνθρώποις, μήτ' εύλαβηθέντες μήτε δυσωπηθέντες τινά, μή ήττημένοι δόξης, άλλά μόνα ταύτα είπόντες ά ήκουσαν καί ά είδον άγια) πληρωθέντες πνεύματι. συγγράμματα δέ αύτών έτι καί νύν διαμένει, καί έστιν έντυχόντα τούτοις πλείστον ώφεληθήναι καί περί άρχών καί περί τέλους καί ών χρή είδέναι τόν φιλόσοφον, πιστεύσαντα έκείνοις. ού γάρ μετά άποδείξεως πεποίηνται τότε τούς Λόγους, άτε άνωτέρω πάσης άποδείξεως όντες άξιόπιστοι μάρτυρες τής άληθείας- τά δέ άποβάντα καί άποβαίνοντα έξαναγκάζει συντίθεσθαι τοίς ΛεΛαΛημένοις δι' αύτών. καίτοιγε καί διά τάς δυνάμεις, ας έπετέλουν, πιστεύεσθαι δίκαιοι ήσαν, έπειδή καί τόν ποιητήν τών όλων θεόν καί πατέρα έδόξαζον καί τόν παρ' αύτού Χριστόν υιόν αύτού κατήγγεΛΛον· οπερ οί άπό τού 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας πΛάνου καί άκαθάρτου πνεύματος έμπιπΛάμενοι ψευδοπροφήται ούτε έποίησαν ούτε ποιούσιν, άΛΛά δυνάμεις τινάς ένεργείν εις κατάπΛηξιν τών άνθρώπων τοΛμώσι καί τά τής πΛάνης πνεύ­ ματα καί δαιμόνια δοξοΛογούσιν. εύχου δέ σοι προ πάντων φωτός άνοιχθήναι πύΛας· ού γάρ συνοπτά ούδέ συννοητά πάσιν έστιν, εί μή τω θεός δφ συνιέναι καί ό Χριστός αύτού. Ταύτα καί έτι άλλα πολλά είπών έκείνος, ά νύν καιρός ούκ έστι Λέγειν, φχετο, κεΛεύσας διώκειν αύτά· καί ούκέτι αύτόν ε'ίδον. έμού δέ παραχρήμα πύρ έν τή ψυχή άνήφθη, καί έρως έχει με τών προφητών καί τών άνδρών εκείνων, οϊ είσι Χριστού φίΛοι· διαΛογιζόμενός τε προς έμαυτόν τούς Λόγους αύτού ταύτην μόνην εύρισκον φιΛοσοφίαν άσφαΛή τε καί σύμφορον. ούτως δή καί διά ταύτα φιΛόσοφος έγώ. βουΛοίμην δ' άν καί πάντας ίσον έμοί θυμόν ποιησαμένους μή άφίστασθαι τών τού σωτήρος Λόγων· δέος γάρ τι έχουσιν έν έαυτοίς, καί ικανοί δυσωπήσαι τούς έκτρεπομένους τής ορθής οδού, άνάπαυσίς τε ήδίστη γίνεται τοίς έκμεΛετώσιν αύτούς. εί ούν τι καί σοί περί σεαυτού μέΛει καί άντιποιή σωτηρίας καί έπί τφ θεφ πέποιθας, άπερ ούκ άΛΛοτρίψ τού πράγματος, πάρεστιν έπιγνόντι σοί τόν Χριστόν τού θεού καί τεΛείφ γενομένψ εύδαιμονείν. Ταύτά μου, φίΛτατε, είπόντος οί μετά τού Τρύφωνος άνεγέΛασαν, αύτός δέ ύπομειδιάσας· Τά μέν άλλα σου, φησίν, άποδέχομαι καί άγαμαι τής περί τό θειον ορμής, άμεινον δέ ήν φιΛοσοφείν έτι σε τήν ΠΛάτωνος ή άλλου του φιΛοσοφίαν, άσκούντα καρτερίαν καί έγκράτειαν καί σωφροσύνην, ή Λόγοις έξαπατηθήναιψευδέσι καί άνθρώποις άκοΛουθήσαι ούδενός άξίοις. μένοντιγάρ σοι έν έκείνψ τφ τής φιΛοσοφίας τρόπψ καί ζώντι άμέμπτως ελπίς ύπεΛείπετο άμείνονος μοίρας· καταΛιπόντι δέ τόν θεόν καί εις άνθρωπον έΛπίσαντι ποία έτι περιΛείπεται σωτηρία; εί ούν καί έμού θέΛεις άκούσαι, φίλον γάρ σε ήδη νενόμικα, πρώτον μέν περιτεμού, είτα φύΛαξον, ώς νενόμισται, τό σάββατον καί τάς έορτάς καί τάς νουμηνίας τού θεού, καί άπΛώς τά έν τφ νόμψ γεγραμμένα πάντα ποίει, καί τότε σοι 4. Τού άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ίσως έλεος έσται παρά θεού. Χριστός δέ, είκαίγεγένηται καί έστι που, άγνωστός έστι καί ούδέ αύτός πω έαυτόν έπίσταται ούδέ έχει δύναμιν τινα, μέχρις άν έΛθών ΉΛίας χρίση αύτόν και φανερόν πάσι ποίηση· ύμείς δέ, ματαίαν άκοήν παραδεξάμενοι, Χριστόν έαυτοίς τινα άναπλάσσετε και αύτού χάριν τά νύν άσκόπως άπόλΛυσθε. Συγγνώμη σοι, έφην, ώ άνθρωπε, καί άφεθείη σοι· ού γάρ οίδας ό Λέγεις, άλΛά πειθόμενος τοις διδασκάΛοις, οι ού συνίασι τάς γραφάς, καί άπομαντευόμενος Λέγεις ό τι άν σοι έπί θυμόν έΛθοι. εί δέ βούλοιο τούτου πέρι δέξασθαι Λόγον, ώς ού πεπΛανήμεθα ούδέ παυσόμεθα όμοΛογούντες τούτον, κάν τά έξ άνθρώπων ήμίν έπιφέρωνται ονείδη, κάν ό δεινότατος άπειπείν άναγκάζη τύραννος· παρεστώτι γάρ δείξω ότι ού κενοίς έπιστεύσαμεν μύθοις ούδέ άναποδείκτοις Λόγοις, άΛΛά μεστοίς πνεύματος θείου καί δυνάμει βρύουσι καί τεθηΛόσι χάριτι. ΆνεγέΛασαν ούν πάλιν οί μετ' αύτού καί άκοσμον άνεφθέγγοντο. έγώ δέ άναστάς οίός τ' ή μην άπέρχεσθαι· ό δέ μου τού ίματίου Λαβόμενος ού πριν άνήσειν έφη, πρίν ό ύπεσχόμην έκτεΛέσαι. Μή ούν, έφην, θορυβείτωσαν οί έταιροί σου μηδέ άσχημονείτωσαν ούτως, άλλ', εί μέν βούλονται, μετά ήσυχίας άκροάσθωσαν, εί δέ καί άσχολία τις αύτοίς ύπέρτερος έμποδών έστιν, άπίτωσαν· ήμείς δέ, ύποχωρήσαντές ποι καί άναπαυσάμενοι, περαίνω μεν τόν Λόγον. έδοξε καί τφ Τρύφωνι ούτως ήμάς ποιήσαι, καί δή έκνεύσαντες είς τό μέσον τού ξυστού στάδιον ήειμεν· τών δέ σύν αύτφ δύο, χλευάσαντες καί τήν σπουδήν ήμών έπισκώψαντες, άπηλλάγησαν. ήμείς δέ ώς έγενόμεθα έν έκείνω τφ τόπψ, ένθα έκατέρωθεν Λίθινοι είσι θώκοι, έν τφ έτέρψ καθεσθέντες οί μετά τού Τρύφωνος, έμβαΛόντος τίνος αύτών Λόγον περί τού κατά τήν Ίουδαίαν γενο­ μένου πολέμου, διελάλουν. Ώς δέ άνεπαύσαντο, έγώ ούτως αύτοίς πάλιν ήρξάμην· Μή άλλο τί έστιν ό έπιμέμφεσθε ήμάς, άνδρες φίλοι, ή τούτο ότι ού κατά τόν νόμον βιούμεν, ούδέ ομοίως τοίς προγόνοις ύμών περιτεμνόμεθα τήν σάρκα, ούδέ ώς ύμείς σαββατίζομεν; ή καί ό βίος ήμών καί τό ήθος διαβέβληται παρ' ύμίν; 4. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τούτο δ' έστιν ο λέγω, μή καί ύμείς πεπιστεύκατε περί ήμών, ότι δή έσθίομεν άνθρώπους καί μετά τήν ε’ιλαπίνην άποσβεννύντες τούς λύχνους άθέσμοις μίξεσιν έγκυλιόμεθα, ή αύτό τούτο καταγινώσκετε ήμών μόνον, ότι τοιούτοις προσέχομεν λόγοις καί ούκ άληθει, ώς ο’ίεσθε, πιστεύομεν δόξη; Τούτ' έστιν ό θαυμάζομεν, έφη ό Τρύφων, περί δέ ών οί πολλοί λέγουσιν, ού πιστεύσαι άξιον· πόρρω γάρ κεχώρηκε τής άνθρωπίνης φύσεως. ύμών δέ καί τά έν τφ λεγομένψ εύαγγελίψ παραγγέλματα θαυμαστά ούτως καί μεγάλα έπίσταμαι είναι, ώς ύπολαμβάνειν μηδένα δύνασθαι φυλάξαι αύτά· έμοίγάρ έμέλησεν έντυχειν αύτοις. έκείνο δέ άπορούμεν μάλιστα, εί ύμείς, εύσεβείν λέγοντες καί τών άλλων οίόμενοι διαφέρειν, κατ' ούδέν αύτών άπολείπεσθε, ούδέ διαλλάσσετε άπό τών έθνών τόν ύμέτερον βίον, έν τφ μήτε τάς έορτάς μήτε τά σάββατα τηρείν μήτε τήν περιτομήν έχειν, καί έτι, έπ' άνθρωπον σταυρωθέντα τάς έλπίδας ποιούμενοι, όμως έλπίζετε τεύξεσθαι άγαθού τίνος παρά του θεού, μή ποιουντες αύτού τάς έντολάς. ή ούκ άνέγνως, ότι’Εξολοθρευθήσεταιή ψυχή έκείνη έκ τού γένους αύτής, ήτις ού περιτμηθήσεται τή όγδοη ήμέρμ; ομοίως δέ καί περί τών άλλογενών καί περί τών άργυρωνήτων διέσταλται. ταύτης ούν τής διαθήκης εύθέως καταφρονήσαντες ύμείς άμελείτε καί τών έπειτα, καί πείθειν ήμάς έπιχειρείτε ώς είδότες τόν θεόν, μηδέν πράσσοντες ών οί φοβούμενοι τόν θεόν, εί ούν έχεις προς ταύτα άπολογήσασθαι, καί έπιδείξαι φτινι τρόπψ έλπίζετε ότιούν, κάν μή φυλάσσοντες τόν νόμον, τούτο σου ήδέως άκούσαιμεν μάλιστα, καί τά άλλα δέ ομοίως συνεξετάσω μεν. Ούτε έσται ποτέ άλλος θεός, ώ Τρύφων, ούτε ήν άπ' αίώνος, έγώ ούτως προς αύτόν, πλήν τού ποιήσαντος καί διατάξαντος τόδε τό πάν. ούδέ άλλον μέν ήμών, άλλον δέ ύμών ήγούμεθα θεόν, άλλ' αύτόν έκείνον τόν έξαγαγόντα τούς πατέρας ύμών έκ γής Αίγύπτου έν χειρί κραταιμ καί βραχίονι ύψηλφ· ούδ' είς άλλον τινά ήλπίκαμεν, ού γάρ έστιν, άλλ' είς τούτον είς ον καί ύμείς, τόν θεόν τού Αβραάμ καί Ισαάκ καί 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Ιακώβ, ήλπίσαμεν δέ ού διά Μωύσέως ούδέ διά τού νόμου· ή γάρ άν τό αύτό ύμίν έποιούμεν. νυνί δέ άνέγνων γάρ, ώ Τρύφων, ότι έσοιτο καί τελευταίος νόμος καί διαθήκη κυριωτάτη πασών, ήν νύν δέον φυλάσσειν πάντας άνθρώπους, όσοι τής τού θεού κληρονομιάς άντιποιούνται. ό γάρ έν Χωρήβ πα­ λαιός ήδη νόμος καί ύμών μόνων, ό δέ πάντων άπλώς· νόμος δέ κατά νόμου τεθείς τόν προ αύτού έπαυσε, καί διαθήκη μετέπειτα γενομένη τήν προτέραν ομοίως έστησεν. αιώνιός τε ήμίν νόμος καί τελευταίος ό Χριστός έδόθη καί ή διαθήκη πιστή, μεθ' ήν ού νόμος, ού πρόσταγμα, ούκ έντολή. ή συ ταύτα ούκ άνέγνως ά φησίν Ήσαίας; Ακούσατε μου, άκούσατέ μου, λαός μου, καί οί βασιλείς πρός με ένωτίζεσθε, ότι νόμος παρ' έμού έξελεύσεται καί ή κρίσις μου είς φώς έθνών. έγγίζει ταχύ ή δικαιοσύνη μου, καί έξελεύσεται τό σωτήριόν μου, καί είς τόν βραχίονά μου έθνη έλπιούσι. καί διά Ίερεμίου περί ταύτης αύτής τής καινής διαθήκης ούτω φησίν· Ιδού ήμέραι έρχονται, λέγει κύριος, καί διαθήσομαι τφ οίκω Ισραήλ καί τφ οίκω Ιούδα διαθήκην καινήν, ούχ ήν διεθέμην τοις πατράσιν αύτών, έν ήμερα ή έπελαβόμην τής χειρός αύτών έξαγαγείν αύ­ τούς έκ τής Αίγύπτου. εί ούν ό θεός διαθήκην καινήν έκήρυξε μέλλουσαν διαταχθήσεσθαι καί ταύτην είς φώς έθνών, όρώμεν δέ καί πεπείσμεθα διά τού ονόματος αύτού τού σταυρωθέντος Ιησού Χριστού άπό τών ειδώλων καί τής άλλης άδικίας προσελθόντας τφ θεφ καί μέχρι θανάτου ύπομένοντας τήν ομολογίαν καί εύσέβειαν ποιεισθαι, καί έκ τών έργων καί έκ τής παρακολουθούσης δυνάμεως συνιέναι πάσι δυνατόν ότι ούτός έστιν ό καινός νόμος καί ή καινή διαθήκη καί ή προσδοκία τών άπό πάντων τών έθνών άναμενόντων τά παρά τού θεού άγαθά. Ίσραηλιτικόν γάρ τό άληθινόν, πνευματικόν, καί Ιούδα γένος καί Ιακώβ καί Ισαάκ καί Αβραάμ, τού έν άκροβυστίμ έπί τή πίστει μαρτυρηθέντος ύπό τού θεού καί εύλογηθέντος καί πατρός πολλών έθνών κληθέντος, ήμείς έσμεν, οί 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας διά τούτου του σταυρωθέντος Χριστού τώ θεφ προσαχθέντες, ώς καί προκοπτόντων ήμίν τών λόγων άποδειχθήσεται. Έλεγον δέ έτι καί προσέφερον ότι καί έν άλλοις λόγοις Ήσαίας βομ· Ακούσατέ μου τούς λόγους, καί ζήσεται ή ψυχή ύμών, καί διαθήσομαι ύμίν διαθήκην αιώνιον, τά όσια Δαυείδ τά πιστά, ιδού μάρτυρα αύτόν έθνεσι δέδωκα. έθνη, ά ούκ ο’ίδασί σε, έπικαλέσονταί σε, λαοί, οΐ ούκ έπίστανταί σε, καταφεύξονται έπί σέ, ένεκεν τού θεού σου τού άγίου Ισραήλ, ότι έδόξασέ σε. τούτον αύτόν ύμείς ήτιμώσατε τόν νόμον καί τήν καινήν άγίαν αύτού διαθήκην έφαυλίσατε, καί ούδέ νύν παραδέχεσθε ούδέ μετανοείτε πράξαντες κακώς, έτι γάρ τά ώτα ύμών πέφρακται, οί οφθαλμοί ύμών πεπήρωνται, καί πεπάχυταιή καρδία. κέκραγεν Ιερεμίας, καί ούδ' ούτως άκούετε· πάρεστιν ό νομοθέτης, καί ούχ όράτε· πτωχοί εύαγγελίζονται, τυφλοί βλέπουσι, καί ού συνίετε. δευτέρας ήδη χρεία περι­ τομής, καί ύμείς έπί τή σαρκί μέγα φρονείτε, σαββατίζειν ύμάς ό καινός νόμος διά παντός έθέλει, καί ύμείς μίαν άργούντες ή μέραν εύσεβείν δοκεϊτε, μή νοούντες διά τί ύμίν προσετάγη· καί έάν άζυμον άρτον φάγητε, πεπληρωκέναι τό θέ­ λημα τού θεού φάτε, ούκ έν τούτοις εύδοκεϊ κύριος ό θεός ήμών. ε’ί τις έστίν έν ύμίν έπίορκος ή κλέπτης, παυσάσθω· εί τις μοιχός, μετανοησάτω, καί σεσαββάτικε τά τρυφερά καί άληθινά σάββατα τού θεού· εί τις καθαράς ούκ έχει χείρας, λουσάσθω, καί καθαρός έστιν. Ού γάρ δή γε είς βαλανείον ύμάς έπεμπεν Ήσαίας άπολουσομένους έκεί τόν φόνον καί τάς άλλας άμαρτίας, ούς ούδέ τό τής θαλάσσης ικανόν πάν ύδωρ καθαρίσαι, άλλά, ώς είκός, πάλαι τούτο έκείνο τό σωτήριον λουτρόν ήν, ό είπε, τό τοίς μεταγινώσκουσι καί μηκέτι αίμασι τράγων καί προβάτων ή σποδφ δαμάλεως ή σεμιδάλεως προσφοραίς καθαριζομένοις, άλλά πίστει διά τού αίματος τού Χριστού καί τού θανάτου αύτού, ός διά τούτο άπέθανεν, ώς αύτός Ήσαίας έφη, ούτως λέγων· Αποκαλύψει κύριος τόν βραχίονα αύτού τόν άγιον ένώπιον πάντων τών έθνών, καί όψονται πάντα τά έθνη καί τά άκρα 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τής γης τήν σωτηρίαν τήν παρά τού θεού. Απόστητε, άπόστητε, άπόστητε, έξέλθετε έκείθεν καί άκαθάρτου μή άψησθε, έξέλθετε έκ μέσου αύτής, άφορίσθητε οί φέροντες τά σκεύη κυρίου, ότι ού μετά ταραχής πορεύεσθε· πορεύσεται γάρ προ προ­ σώπου ύμών κύριος, καί ό έπισυνάγων ύμάς κύριος ό θεός Ισ­ ραήλ. ιδού συνήσει ό παίς μου, καί ύψωθήσεται καί δοξασθήσεται σφόδρα. ον τρόπον έκστήσονται πολλοί έπί σέ, ούτως άδοξήσει άπό άνθρώπων τό είδος καί ή δόξα σου, ούτως θαυμασθήσονται έθνη πολλά έπ' αύτω, καί συνέξουσι βασιλείς τό στόμα αύτών· ότι οις ούκ άνηγγέλη περί αύτού όψονται, καί οΐ ούκ άκηκόασι συνήσουσι. Κύριε, τίς έπίστευσε τή άκοή ήμών; καί ό βραχίων κυρίου τίνι άπεκαλύφθη; άνηγγείλαμεν έναντίον αύτού ώς παιδίον, ώς ·ίζα, έν γή διψώση. ούκ έστιν είδος αύτφ ούδέ δόξα· καί είδομεν αύτόν, καί ούκ ειχεν είδος ούδέ κάλλος, άλλά τό είδος αύτού άτιμον, έκλείπον παρά τούς υιούς τών άνθρώπων. άνθρωπος έν πληγή ών καί είδώς φέρειν μαλακίαν, ότι άπέστραπται τό πρόσωπον αύτού, ήτιμάσθη καί ούκ έλογίσθη. ούτος τάς άμαρτίας ήμών φέρει καί περί ήμών όδυνάται, καίήμείς έλογισάμεθα αύτόν είναι έν πόνιφ καί έν πληγή καί έν κακώσει. ούτος δέ έτραυματίσθη διά τάς άμαρ­ τίας ήμών καί μεμαλάκισται διά τάς άνομίας ήμών· παιδεία ειρήνης ήμών έπ' αύτόν, τώ μώλωπι αύτού ήμεις ίάθημεν. πάντες ώς πρόβατα έπλανήθημεν, άνθρωπος τή όδφ αύτού έπλανήθη. καί κύριος παρέδωκεν αύτόν ταϊς άμαρτίαις ήμών. καί αύτός διά τό κεκακώσθαι ούκ άνοιγει τό στόμα αύτού· ώς πρόβατον είς σφαγήν ήχθη· καί ώς άμνός έναντίον τού κείροντος άφωνος, ούτως ούκ άνοίγει τό στόμα αύτού. έν τή ταπει­ νώσει αύτού ή κρίσις αύτού ήρθη, τήν δέ γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; ότι αίρεται άπό τής γής ή ζωή αύτού, άπό τών άνομιών τού λαού μου ήκει είς θάνατον, καί δώσω τούς πονηρούς άντί τής ταφής αύτού καί τούς πλουσίους άντί τού θανάτου αύτού, ότι άνομίαν ούκ έποίησεν καί ούχ εύρέθη δόλος έν τώ στόματι 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας αύτού. και κύριος βούλεται καθαρίσαι αύτόν τής πληγής, εάν δώτε περί τής άμαρτίας, ή ψυχή ύμών όψεται σπέρμα μακρόβιον. καί βούλεται κύριος άφελείν άπό τού πόνου τής ψυχής αύτού, δείξαι αύτώ φώς, καί πλάσαι τή συνέσει, δικαιώσαι δίκαιον εύ δουλεύοντα πολλοίς. καί τάς άμαρτίας ήμών αύτός άνοίσει. διά τούτο αύτός κληρονομήσει πολλούς, και τών ισχυρών μεριει σκύλα, άνθ' ών παρεδόθη είς θάνατον ή ψυχή αύτού, καί έν τοίς άνόμοις έλογίσθη, καί αύτός άμαρτίας πολλών άνήνεγκε καί διά τάς άνομίας αύτών παρεδόθη. Εύφράνθητι στείρα ή ού τίκτουσα, ·ήξον καί βόησον ή ούκ ώδίνουσα, ότι πολλά τά τέκνα τής έρήμου μάλλον ή τής έχούσης τόν άνδρα. είπε γάρ κύριος· πλάτυνον τόν τόπον τής σκηνής σου καί τών αύλαιών σου, πήξον, μή φείση, μάκρυνον τά σχοινίσματά σου καί τούς πασσάλους κατίσχυσον, είς τά δεξιά καί είς τά άριστερά έκπέτασον· καί τό σπέρμα σου έθνη κληρονομήσει, καί πόλεις ήρημωμένας κατοικιείς. μή φοβού ότι κατησχύνθης, μηδέ έντραπής ότι ώνειδίσθης, ότι αισχύνην αιώνιον έπιΛήση καί όνειδος τής χηρείας σου ού μνησθήση· ότι κύριος έποίησεν όνομα έαυτφ, καί ό -υσάμενός σε, αύτός θεός Ισραήλ, πάση τή γή κληθήσεται. ώς γυναίκα καταλελειμμένην καί όλιγόψυχον κέκληκέ σε ό κύριος, ώς γυναίκα έκ νεότητος μεμισημένην. Διά τού Λουτρού ούν τής μετάνοιας καί τής γνώσεως τού θεού, ό ύπέρ τής άνομίας τών λαών τού θεού γέγονεν, ώς Ήσαίας βοά, ήμείς έπιστεύσαμεν, καί γνωρίζομεν ότι τούτ' έκείνο, ό προηγόρευε, τό βάπτισμα, τό μόνον καθαρίσαι τούς μετανοήσαντας δυνάμενον, τούτο έστι τό ύδωρ τής ζωής· ούς δέ ύμείς ώρύξατε Λάκκους έαυτοίς, συντετριμμένοι είσί καί ούδέν ύμίν χρήσιμοι, τίγάρ όφελος εκείνου τού βαπτίσματος, ό τήν σάρκα καί μόνον τό σώμα φαιδρύνει; βαπτίσθητε τήν ψυχήν άπό οργής καί άπό πλεονεξίας, άπό φθόνου, άπό μίσους· καί ιδού τό σώμα καθαρόν έστι. τούτο γάρ έστι τό σύμβολον τών άζύμων, ίνα μή τά παλαιά τής κακής ζύμης έργα πράττητε. ύμεις δέ πάντα σαρκικώς νενοήκατε, καίήγεΐσθε εύσέβειαν, έάν 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τοιαύτα ποιούντες τάς ψυχάς μεμεστωμένοι ήτε δόΛου και πάσης κακίας άπΛώς. διό και μετά τάς έπτά ήμέρας τών άζυμοφαγιών νέαν ζύμην φυράσαι έαυτοίς ό θεός παρήγγειΛε, τούτ' έστιν άλλων έργων πράξιν καί μή τών παλαιών καί φαύλων τήν μίμησιν. καί ότι τούτο έστιν ο άξιοι ύμάς ούτος ό καινός νομοθέτης, τούς προΛεΛεγμένους ύπ' έμού Λόγους πάΛιν άνιστορήσω μετά καί τών άλλων τών παραΛειφθέντων. ε’ίρηνται δέ ύπό τού Ήσαίου ούτως· Είσακούσετέ μου, καί ζήσεται ή ψυχή ύμών, καί διαθήσομαι ύμίν διαθήκην αιώνιον, τά όσια τού Δαυείδ τά πιστά, ιδού μαρτύριον αύτόν έθνεσι δέδωκα, άρ­ χοντα καί προστάσσοντα έθνεσιν. έθνη, ά ούκ ο’ίδασί σε, έπικαΛέσονταί σε, καί Λαοί, οΐ ούκ έπίστανταί σε, έπί σέ καταφεύξονται, ένεκεν τού θεού σου τού άγιου ΊσραήΛ, ότι έδόξασέ σε. ζητήσατε τόν θεόν καί έν τφ εύρίσκειν αύτόν έπικαΛέσασθε, ήνίκα άν έγγίζη ύμίν. άποΛιπέτω ό άσεβής τάς οδούς αύτού και άνήρ άνομος τάς βουΛάς αύτού και έπιστραφήτω έπί κύριον, και έΛεηθήσεται, ότι έπί πολύ άφήσει τάς άμαρτίας ύμών. ού γάρ είσιν αί βουΛαί μου ώσπερ αί βουΛαί ύμών, ούδέ αί οδοί μου ώσπερ αί οδοί ύμών, άλλά όσον άπέχει ό ούρανός άπό τής γής, τοσούτον άπέχει ή οδός μου άπό τής οδού ύμών καί τά διανοήματα ύμών άπό τής διανοίας μου. ώς γάρ άν καταβή χιών ή ύετός έκ τού ούρανού καί ούκ άποστραφήσεται, έως άν μεθύση τήν γήν καί έκτέκη καί βΛαστήση καί δφ σπέρμα τφ σπείραντι καί άρτον εις βρώσιν, ούτως έσται τό ·ήμά μου, ό άν έξέΛθη έκ τού στόματός μου· ού μή άποστραφή, έως άν συντεΛεσθή πάντα όσα ήθέΛησα, καί εύοδώσω τά έντάΛματά μου. έν γάρ εύφροσύνη έξεΛεύσεσθε καί έν χαρά διδαχθήσεσθε· τά γάρ όρη καί οί βουνοί έξαΛούνται προσδεχόμενοι ύμάς, καί πάντα τά ξύΛα τών άγρών έπικροτήσει τοίς κΛάδοις, καί άντί τής στοιβής άναβήσεται κυπάρισσος, άντί δέ τής κονύζης άναβήσεται μυρσίνη, καί έσται κύριος εις όνομα καί εις σημείον αιώνιον καί ούκ έκΛείψει. 4 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Τών τε Λόγων τούτων καί τοιούτων είρημένων ύπό τών προ­ φητών, έλεγον, ώ Τρύφων, οί μέν είρηνται είς τήν πρώτην παρουσίαν τού Χριστού, έν ή καί άτιμος καί άειδής καί θνητός φανήσεσθαι κεκηρυγμένος έστίν, οί δέ είς τήν δευτέραν αύτού παρουσίαν, ότε έν δόξη καί έπάνω τών νεφεΛών παρέσται, καί όψεται ό Λαός ύμών καί γνωριεί είς όν έξεκέντησαν, ώς Ώσηέ, εις τών δώδεκα προφητών, καί ΔανιήΛ προείπον, είρημένοι είσί. Καί τήν άΛηθινήν ούν τού θεού νηστείαν μάθετε νηστεύειν, ώς Ήσαίας φησίν, ίνα τφ θεφ εύαρεστήτε. κέκραγε δέ Ήσαίας ούτως· Άναβόησον έν ίσχύ'ί καί μή φείση, ώς σάλπιγγι ύψωσον τήν φωνήν σου καί άνάγγειΛον τφ γένει μου τά άμαρτήματα αύτών καί τφ οίκω Ιακώβ τάς άνομίας αύτών. έμέ ήμέραν έξ ήμέρας ζητούσι καίγνώναι τάς οδούς μου έπιθυμούσιν, ώς Λαός δικαιοσύνην πεποιηκώς καίκρίσιν θεού ούκ έγκαταλελοιπώς. αίτούσί με νύν κρίσιν δικαίαν καί έγγίζειν θεφ έπιθυμούσι, Λέγοντες· Τί ότι ένηστεύσαμεν καί ούκ είδες, έταπεινώσαμεν τάς ψυχάς ήμών καί ούκ έγνως; έν γάρ ταίς ήμέραις τών νηστειών ύμών εύρίσκετε τά θεΛήματα ύμών, καί πάντας τούς ύποχειρίους ύμών ύπονύσσετε· ιδού είς κρίσεις καί μάχας νηστεύετε, καί τύπτετε πυγμαίς ταπεινόν, ίνα τί μοι νηστεύετε έως σήμερον, άκουσθήναι έν κραυγή τήν φωνήν ύμών; ού ταύτην τήν νηστείαν έγώ έξεΛεξάμην, καί ήμέραν ταπεινούν άνθρωπον τήν ψυχήν αύτού· ούδ' άν κάμψης ώς κρίκον τόν τράχηλόν σου καί σάκκον καί σποδόν ύποστρώση, ούδ' ούτως καΛέσετε νηστείαν καί ήμέραν δεκτήν τφ κυρίψ. ούχί τοιαύτην νηστείαν έγώ έξεΛεξάμην, Λέγει κύριος· άλλά Λύε πάντα σύν­ δεσμον άδικίας, διάΛυε στραγγαΛιάς βιαίων συναλλαγμάτων, άπόστεΛΛε τεθραυσμένους έν άφέσεικαί πάσαν συγγραφήν άδικον διάσπα. διάθρυπτε πεινώντι τόν άρτον σου καί πτωχούς άστέγους είσάγαγε είς τόν οίκόν σου· έάν ϊδης γυμνόν, περίβαΛΛε, καί άπό τών οικείων τού σπέρματός σου ούχύπερόψει. τότε -αγήσεται πρώιμον τό φώς σου, καί τά ίμάτιά σου ταχύ άνατελει, καί προπορεύσεται έμπροσθέν σου ή δικαιοσύνη σου, 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί ή δόξα τού θεού περιστελεί σε. τότε βοήση, καί ό θεός είσακούσεταί σου· έτιλαλούντός σου έρει· Ιδού πά­ ρε ιμι. εάν δέ άφέλης άπό σου σύνδεσμον καί χειροτονίαν καί ρήμα γογγυσμού, καί διδφς πεινώντι τόν άρτον σου έκ ψυχής, καί ψυχήν τεταπεινωμένην έμπλήσης, τότε άνατελει έν τώ σκότει τό φώς σου, καί τό σκότος σου ώς μεσημβρία, καί έσται ό θεός σου μετά σού διά παντός, και έμπΛησθήση καθά έπιθυμεί ή ψυχή σου, καί τά όστά σου πιανθήσονται, καί έσται ώς κήπος μεθύων καί πηγή ύδατος ή γή ή μή έξέλιπεν ύδωρ, περιτέμεσθε ούν τήν άκροβυστίαν τής καρδίας ύμών, ώς οί Λόγοι τού θεού διά πάντων τούτων τών Λόγων άξιούσι. Καί διά Μωϋσέως κέκραγεν ό θεός αύτός, ούτως Λέγων· Καί περιτεμείσθε τήν σκΛηροκαρδίαν ύμών καί τόν τράχηλον ού σκΛηρυνεϊτε έτι· ό γάρ κύριος, ό θεός ύμών καί κύριος τών κυρίων, θεός μέγας καί ισχυρός καί φοβερός, όστις ού θαυμάζει πρόσωπον ούδέ μή Λάβη δώρον. καί έν τώ Λευιτικώ· Ότι παρέβησαν καί ύπερείδόν με καί ότι έπορεύθησαν έναντίον μου πλάγιοι, καί έγώ έπορεύθην μετ' αύτών πλαγίως, καί άπολώ αύτούς έν τή γή τών εχθρών αύτών. τότε έντραπήσεται ή καρδία ή άπερίτμητος αύτών. ή γάρ άπό Αβραάμ κατά σάρκα περιτομή είς σημείον έδόθη, ινα ήτε άπό τών άλλων έθνών καί ήμών άφωρισμένοι, καί ινα μόνοι πάθητε α νύν έν δίκη πάσχετε, καί ινα γένωνται αί χώραι ύμών έρημοι καί αί πόλεις πυρίκαυστοι, καί τούς καρπούς ένώπιον ύμών κατεσθίωσιν άλλότριοι, καί μηδείς έξ ύμών έπιβαίνη είς τήν Ιερουσαλήμ. ού γάρ έξ άλλου τίνος γνωρίζεσθε παρά τούς άλλους άνθρώπους, ή άπό τής έν σαρκί ύμών περιτομής, ούδείς γάρ ύμών, ώς νομίζω, τολμήσει είπείν ότι μή καί προγνώστης τών γίνεσθαι μελλόντων ήν καί έστιν ό θεός καί τά άξια έκάστψ προετοιμάζων. καί ύμίν ούν ταύτα καλώς καί δικαίως γέγονεν. άπεκτείνατε γάρ τόν δίκαιον καί προ αύτού τούς προφήτας αύτού· καί νύν τούς έλπίζοντας έπ' αύτόν καί τόν πέμψαντα αύτόν παντοκράτορα καί ποιητήν τών όλων θεόν άθετεΐτε καί, 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας όσον έφ' ύμίν, άτιμάζετε, καταρώμενοι έν ταίς συναγωγαίς ύμών τούς πιστεύοντας έπί τόν Χριστόν, ού γάρ έξουσίαν έχετε αύτόχειρες γενέσθαιήμών διά τούς νύν έπικρατούντας· οσάκις δέ άν έδυνήθητε, καί τούτο έπράξατε. διό καί έμβομ ύμίν ό θεός διά τού Ήσαίου Λέγων· Ίδετε ώς ό δίκαιος άπώλετο, καί ούδείς κατανοεί, άπό γάρ προσώπου τής άδικίας ήρται ό δίκαιος, έσται έν ειρήνη· ή ταφή αύτού ήρται έκ τού μέσου, ύμείς προσηγάγετε ώδε, υιοί άνομοι, σπέρμα μοιχών καί τέκνα πόρνης, έν τίνι ένετρυφάτε καί έπί τίνα ήνοίξατε τό στόμα καί έπί τίνι έχαλάσατε τήν γλώσσαν; Ούχ ούτως γάρ τά άλλα έθνη είς ταύτην τήν άδικίαν τήν είς ήμάς καί τόν Χριστόν ένέχονται, όσον ύμείς, οΐ κάκείνοις τής κατά τού δικαίου καί ήμών τών άπ' έκείνου κακής προλήψεως αίτιοι ύπάρχετε· μετά γάρ τό σταυρώσαι ύμάς έκείνον τόν μόνον άμωμον καί δίκαιον άνθρωπον, δι' ού τών μωλώ­ πων ϊασις γίνεται τοίς δι' αύτού έπί τόν πατέρα προσχωρούσιν, έπειδή έγνώκατε αύτόν άναστάντα έκ νεκρών καί άναβάντα είς τόν ούρανόν, ώς αί προφητείαι προεμήνυον γενησόμενον, ού μόνον ού μετενοήσατε έφ' οίς έπράξατε κακοίς, άλλά άνός>ας εκλεκτούς άπό Ιερουσαλήμ έκλεξάμενοι τότε έξεπέμψατε είς πάσαν τήν γήν, Λέγοντας αϊρεσιν άθεον Χριστιανών πεφηνέναι, καταλέγοντας τε ταύτα άπερ καθ' ήμών οί άγνοούντες ήμάς πάντες Λέγουσιν· ώστε ού μόνον έαυτοίς άδικίας αίτιοι ύπάρ­ χετε, άλλά καί τοίς άΛΛοις άπασιν άπλώς άνθρώποις. καί δι­ καίως βοά Ήσαίας· Δι' ύμάς τό όνομά μου βλασφημείται έν τοίς έθνεσι. καί· Ούαί τή ψυχή αύτών, διότι βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ' εαυτών, είπόντες· Δήσωμεν τόν δίκαιον, ότι δύσχρηστος ήμίν έστι. τοίνυν τά γεννήματα τών έργων αύτών φάγονται. ούαί τφ άνόμψ· πονηρά κατά τά έργα τών χειρών αύτού συμβήσεται αύτφ. καί πάλιν έν άΛΛοις· Ούαί οί έπισπώμενοι τάς άμαρτίας αύτών ώς σχοινιά) μακρφ καί ώς ζυγού ίμάντι δαμάλεως τάς άνομίας, οίλέγοντες- Τό τάχος αύτού έγγισάτω, καί έλθέτω ή βουλή τού άγιου Ισραήλ, ϊνα γνώμεν. ούαί οίλέγοντες τό πονηρόν καλόν <καί τό καλόν 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς "Έλληνας πονηρόν,> οί τιθέντες τό φώς σκότος καί τό σκότος φώς, οί τιθέντες τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν. κατά ούν τού μόνου άμώμου καί δικαίου φωτός, τοίς άνθρώποις πεμφθέντος παρά τού θεού, τά πικρά καί σκοτεινά καί άδικα καταλεχθήναι έν πάση τή γή έσπουδάσατε. δύσχρηστος γάρ ύμίν έδοξεν είναι, βοών παρ' ύμίν· Γέγραπται· Ό οίκός μου οίκος προσευχής έστιν, ύμείς δέ πεποιήκατε αύτόν σπήλαιον Ληστών, καί τάς τραπέζας τών έν τφ ναφ κολλυβιστών κατέστρεψε. καί έβόα· Ούαί ύμίν, γραμματείς καί Φαρισαίοι, ύποκριταί, ότι άποδεκατούτε τό ήδύοσμον καί τό πήγανον, τήν δέ άγάπην τού θεού καί τήν κρίσιν ού κατανοείτε· τάφοι κεκονιαμένοι, έξωθεν φαινόμενοι ώραίοι, έσωθεν δέ γέμοντες όστέων νεκρών, καί τοίς γραμματεύσιν· Ούαί ύμίν, γραμματείς, ότι τάς κλείς έχετε, καί αύτοί ούκ είσέρχεσθε καί τούς είσερχομένους κωλύετε· οδηγοί τυφλοί. Επειδή γάρ άνέγνως, ώ Τρύφων, ώς αύτός όμολογήσας έφης, τά ύπ' έκείνου τού σωτήρος ήμών διδαχθέντα, ούκ άτοπον νομίζω πεποιηκέναι καί βραχέα τών έκείνου Λόγια προς τοίς προφητικοίς έπιμνησθείς. Λούσασθε ούν καί νύν καθαροί γένεσθε καί άφέλεσθε τάς πονηριάς άπό τών ψυχών ύμών, ώς δέ Λούσασθαι ύμίν τούτο τό λουτρόν κελεύει ό θεός καί περιτέμνεσθαι τήν άληθινήν περιτομήν, ήμείς γάρ καί ταύτην άν τήν περιτομήν τήν κατά σάρκα καί τά σάββατα καί τάς έορτάς πάσας άπλώς έφυλάσσομεν, εί μή έγνωμεν δι' ήν αιτίαν καί ύμίν προσετάγη, τούτ' έστι διά τάς άνομίας ύμών καί τήν σκληροκαρδίαν. είγάρ ύπομένομεν πάντα τά έξ άνθρώπων καί δαιμόνων φαύλων ένεργούμενα εις ήμάς φέρειν, ώς καί μέχρι τών άρρήτων, θανάτου καί τιμωριών, εύχόμενοι έλεηθήναικαί τούς τά τοιαύτα διατιθέντας ήμάς, καί μηδέ μικρόν άμείβεσθαι μηδένα βουλόμενοι, ώς ό καινός νομοθέτης έκέλευσεν ήμίν, πώς ούχί καί τά μηδέ βλάπτοντα ήμάς, περιτομήν δέ σαρκικήν Λέγω καί σάββατα καί τάς έορτάς, έφυλάσσομεν, ώ Τρύφων; 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας <Καί ό Τρύφων·> Τούτο έστιν ό άπορείν άξιόν έστιν, ότι τοιαύτα ύπομένοντες ούχί καί τά άλλα πάντα, περί ών νυν ζη τού μεν, φυλάσσετε. Ού γάρ πάσιν άναγκαία αύτη ή περιτομή, άλλ' ύμίν μόνοις, ινα, ώς προέφην, ταύτα πάθητε ά νύν έν δίκη πάσχετε, ούδέ γάρ τό βάπτισμα έκείνο τό άνωφελές τό τών λάκκων προσλαμβάνομεν· ούδέν γάρ προς τό βάπτισμα τούτο τό τής ζωής έστι. διό και κέκραγεν ό θεός, ότι Έγκατελίπετε αύτόν, πηγήν ζώσαν, και ώρύξατε έαυτοίς λάκκους συντετριμμένους, οΐ ού δυνήσονται συνέχειν ύδωρ, και ύμείς μέν, οί τήν σάρκα περιτετμημένοι, χρήζετε τής ήμετέρας περιτομής, ήμείς δέ, ταύ­ την έχοντες, ούδέν έκείνης δεόμεθα. είγάρ ήν άναγκαία, ώς δοκεϊτε, ούκ άν άκρόβυστον ό θεός έπλασε τόν Αδάμ, ούδέ έπέβλεψεν έπί τοίς δώροις τού έν άκροβυστίμ σαρκός προσενέγκαντος θυσίας Άβελ, ούδ' άν εύηρέστησεν έν άκροβυστίμ Ένώχ, καί ούκ εύρίσκετο, διότι μετέθηκεν αύτόν ό θεός. Αώτ άπερίτμητος έκ Σοδόμων έσώθη, αύτών έκείνων τών άγγέλων αύτόν καί τού κυρίου προπεμψάντων. Νώε, άρχή γένους άλλου, άμα τοίς τέκνοις άπερίτμητος είς τήν κιβωτόν είσήλθεν. άπερίτμητος ήν ό ιερεύς τού ύψίστου Μελχισεδέκ, φ καί δεκάτας προσφοράς έδωκεν Αβραάμ, ό πρώτος τήν κατά σάρκα περιτομήν λαβών, καί εύλόγησεν αύτόν· ού κατά τήν τάξιν τόν αιώνιον ιερέα ό θεός καταστήσειν διά τού Δαυείδ μεμήνυκεν. ύμίν ούν μόνοις άναγκαία ήν ή περιτομή αύτη, ινα ό λαός ού λαός ή καί τό έθνος ούκ έθνος, ώς καί Ώσηέ, εις τών δώ­ δεκα προφητών, φησί. καί γάρ μή σαββατίσαντες οί προωνομασμένοι πάντες δίκαιοι τώ θεφ εύηρέστησαν καί μετ' αύτούς Αβραάμ καί οί τούτου υιοί άπαντες μέχρι Μωϋσέως, έφ' ού άδικος καί άχάριστος είς τόν θεόν ό λαός ύμών έφάνη έν τή έρήμψ μοσχοποιήσας. όθεν ό θεός άρμοσάμενος προς τόν λαόν έκείνον καί θυσίας φέρειν ώς προς όνομα αύτού ένετείλατο, ινα μή είδωλολατρήτε· όπερ ούδέ έφυλάξατε, άλλά καί τά τέκνα ύμών έθύετε τοις δαιμονίοις. καί σαββατίζειν ούν ύμίν 4. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας προστέταχεν, ίνα μνήμην Λαμβάνητε τού θεού- καί γάρ ό Λόγος αύτού τούτο σημαίνειΛέγων· Τού γινώσκειν ότι έγώ είμι ό θεός ό Λυτρωσάμενος ύμάς. Καί γάρ βρωμάτων τινών άπέχεσθαι προσέταξεν ύμίν, ίνα καί έν τφ έσθίειν καί πίνειν προ οφθαλμών έχητε τόν θεόν, εύκατάφοροι όντες καί εύχερείς πρός τό άφίστασθαι τής γνώσεως αύτού, ώς καί Μωϋσής φησίν· Έφαγε καί έπιεν ό Λαός καί άνέστη τού παίζειν. καί πάΛιν· Έφαγεν Ιακώβ καί ένεπΛήσθη, καί έΛιπάνθη, καί άπελάκτισεν ό ήγαπημένος· έΛιπάνθη, έπαχύνθη, έπΛατύνθη, καί έγκατέλιπε θεόν τόν ποιήσαντα αύτόν. τφ γάρ Νώε ότι συγκεχώρητο ύπό τού θεού, δικαίψ όντι, πάν έμψυχον έσθίειν πΛήν κρέας έν αίματι, όπερ έστί νεκριμαίον, διά Μωύσέως άνιστορήθη ύμίν έν τή βίβλψ τής Γενέσεως. καί βουΛομένου αύτού είπείν Ώς Λάχανα χόρτου, προείπον έγώ· Τό ώς Λάχανα χόρτου τού μή άκούσεσθε ώς εϊρηται ύπό τού θεού, ότι ώς τά Λάχανα είς τροφήν τφ άνθρώπψ έπεποιήκει ό θεός, ούτως καί τά ζώα είς κρεωφαγίαν έδεδώκει; άλλ έπεί τινα τών χόρτων ούκ έσθίομεν, ούτω καί διαστολήν έκτοτε τφ Νώε διεστάΛθαι φατέ. ούχ ώς έξηγεΐσθε πιστευτέον. πρώτον μέν γάρ ότι πάν Λάχανον χόρτος έστί καί βιβρώσκεσθαι δυνάμενος Λέγειν καί κρατύνειν, ούκ έν τούτψ άσχοΛηθήσομαι. άλλά εί καί τά Λάχανα τού χόρτου διακρίνομεν, μή πάντα έσθίοντες, ού διά τό είναι αύτά κοινά ή άκάθαρτα ούκ έσθίομεν, άλλά ή διά τό πικρά ή θανάσιμα ή άκανθώδη· τών δέ γλυκέων πάντων καί τροφιμωτάτων καί καλλίστων, θαλασσίων τε καί χερσαίων, έφιέμεθα καί μετέχομεν. ούτω καί τών άκαθάρτων καί άδικων καί παρανόμων άπέχεσθαιύμάς έκέλευσεν ό θεός διά Μωύσέως, έπειδή καί τό μάννα έσθίοντες έν τή έρήμψ καί τά θαυμάσια πάντα όρώντες ύμίν ύπό τού θεού γινόμενα, μόσχον τόν χρύσεον ποιήσαντες προσεκυνεΐτε. ώστε δικαίως άεί βομ· Υιοί άσύνετοι, ούκ έστι πίστις έν αύτοίς. Καί ότι διά τάς άδικίας ύμών καί τών πατέρων ύμών είς σημείον, ώς προέφην, καί τό σάββατον έντέταλται ό 4. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας θεός φυλάσσειν ύμάς καί τά άλλα προστάγματα προσετετάχει, καί σημαίνει ότι διά τά έθνη, ίνα μή βεβηλωθή τό όνομα αύτού παρ' αύτοις, διά τούτο εϊασέ τινας έξ ύμών όλως ζώντας, αύταί αί φωναί αύτού τήν άπόδειξιν ποιήσασθαι δύνανται ύμίν. ε ίσί δέ ειρημέναι διά τού Ιεζεκιήλ ούτως· Εγώ κύριος ό θεός ύμών· έν τοις προστάγμασί μου πορεύεσθε, καί τά δικαιώματά μου φυλάσσετε, καί έν τοις έπιτηδεύμασιν Αίγύπτου μή συναναμίγνυσθε, καί τά σάββατά μου άγιάζετε, καί έσται είς σημειον άνά μέσον εμού καί ύμών τού γινώσκειν ότι έγώ κύριος ό θεός ύμών. καί παρεπικράνατέ με, καί τά τέκνα ύμών έν τοίς προσ­ τάγμασί μου ούκ έπορεύθησαν, καί τά δικαιώματά μου ούκ έφύλαξαν τού ποιεΐν αύτά, ά ποιήσας αύτά άνθρωπος ζήσεται έν αύτοις, άλλά τά σάββατά μου έβεβήλουν. καί είπα τού έκχέαι τόν θυμόν μου έπ' αύτούς έν τή έρήμψ τού συντεΛέσαι οργήν μου έπ' αύτούς, καί ούκ έποίησα, όπως τό όνομά μου τό παράπαν μή βεβηλωθή ενώπιον τών έθνών; έξήγαγον αύτούς κατ' οφθαλμούς αύτών. καί έγώ έξήρα τήν χείρά μου έπ' αύτούς έν τή ερημω, τού διασκορπίσαι έν τοίς έθνεσι καί διασπειραι αύτούς έν ταΐς χώραις, άνθ' ών τά δικαιώματά μου ούκ έποίησαν, καί τά προστάγματά μου άπώσαντο, καί τά σάββατά μου έβεβήλουν, καί όπίσω τών ένθυμημάτων τών πα­ τέρων αύτών ήσαν οί οφθαλμοί αύτών. καί έγώ έδωκα αύτοις προστάγματα ού καλά, καί δικαιώματα έν οίς ού ζήσονται έν αύτοις- καί μιανώ αύτούς έν τοίς δώμασιν αύτών, έν τφ διαπορεύεσθαί με πάν διανοίγον μήτραν όπως άφανίσω. Καί ότι διά τάς άμαρτίας τού Λαού ύμών καί διά τάς είδωλολατρείας, άλλ' ού διά τό ένδεής είναι τών τοιούτων προσφορών, ένετείλατο ομοίως ταύτα γίνεσθαι, άκούσατε πώς περί τούτων Λέγει διά Αμώς, ένός τών δώδεκα, βοών· Ούαί οί έπιθυμούντες τήν ή μέραν κυρίου, ίνα τί αύτη ύμίν ή ή μέρα τού κυρίου; καί αύτή έστι σκότος καί ού φώς. ον τρόπον όταν έκφύγη άνθρωπος έκ προσώπου τού Λέοντος, καί συναντήση αύτφ ή άρκος, καί είσπηδήση είς τόν οίκον 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας αύτού και άπερείσηται τάς χειρας αύτού έπί τόν τοίχον, καί δάκη αύτόν ό όφις. ούχί σκότος ή ήμερα τού κυρίου καί ού φως, καίγνόφος ούκ έχων φέγγος αύτής; μεμίσηκα, άπώσμαι τάς έορτάς ύμών, και ού μή όσφρανθώ έν ταϊς πανηγύρεσιν ύμών. διότι έάν ένέγκητέ μοι τά ολοκαυτώματα καί τάς θυσίας ύμών, ού προσδέξομαι αύτά, και σωτηρίου έπιφανείας ύμών ούκ έπιβλέψομαι. άπόστησον άπ' έμού πλήθος φδών σου καίψαλμών· οργάνων σου ούκ άκούσομαι. και κυλισθήσεται ώς ύδωρ κρίμα και ή δικαιοσύνη ώς χειμάρρους άβατος, μή σφάγια καί θυσίας προσηνέγκατέ μοι έν τή έρήμψ, οίκος Ισραήλ; λέγει κύριος, καί άνελάβετε τήν σκηνήν τού Μολόχ καί τό άστρον τού θεού ύμών Έαφάν, τούς τύπους, ους έποιήσατε έαυτοίς. καί μετοικιώ ύμάς έπέκεινα Δαμασκού, λέγει κύριος· ό θεός ό παντοκράτωρ όνομα αύτφ. ούαί οί κατασπαταλώντε ς Σιών καί τοίς πεποιθόσιν έπί τό όρος Σαμαρείας. οί ώνομασμένοι έπί τοίς άρχηγοίς άπετρύγησαν άρχάς εθνών- είσήλθον έαυτοίς οίκος Ισραήλ, διάβητε πάντες είς Χαλάνην καί ϊδετε, καί πορεύθητε έκείθεν είς Αμάθ τήν μεγάλην, καίκατάβητε έκείθεν είς Γέθ τών άλλοφύλων, τάς κρατίστας έκ πα­ σών τών βασιλειών τούτων, εί πλείονά έστι τά όρια αύτών τών ορίων ύμών. οί έρχόμενοι είς ή μέραν πονηράν, οί έγγίζοντες καί έφαπτόμενοι σαββάτων ψευδών, οί κοιμώμενοι έπί κλινών έλεφαντίνων καί κατασπαταλώντες έπί ταΐς στρωμναίς αύτών, οί έσθίοντες άρνας έκ ποιμνίων καί μοσχάρια έκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά, οί έπικροτούντες προς τήν φωνήν τών οργάνων, ώς έστώτα έλογίσαντο καί ούχ ώς φεύγοντα, οί πίνοντες έν φιάλαις οίνον καί τά πρώτα μύρα χρισμένοι, καί ούκ έπασχον ούδέν έπί τή συντριβή τού Ιωσήφ, διά τούτο νύν αιχμάλωτοι έσονται άπό άρχής δυναστών τών άποικιζομένων, καί μεταστραφήσεται οίκημα κακούργων, καί έξαρθήσεται χρεμετισμός ίππων έξ Έφραίμ. καί πάλιν διά Ίερεμίου· Συναγάγετε τά κρέα ύμών καί τάς θυσίας καί φάγετε, ότι ούτε περί θυσιών ή σπον­ 4. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δών ένετειλάμην τοις πατράσιν ύμών, ή ήμέρμ έπελαβόμην τής χειρός αύτών εξαγαγειν αύτούς έκ γης Αίγύπτου. καί πάλιν διά Δαυείδ έν τεσσαρακοστή) ένάτω ψαλμφ ούτως έφη· Θεός θεών κύριος έλάλησε, και έκάλεσε τήν γήν άπό άνατολών ήλιου μέχρι δυσμών. έκ Σιών ή εύπρέπεια τής ώραιότητος αύτού. ό θεός έμφανώς ήξει, ό θεός ήμών, καί ού παρασιωπήσεται· πύρ ένώπιον αύτού καυθήσεται, καί κύκλω αύτού καταιγίς σφόδρα. προσκαλέσεται τόν ούρανόν άνω καί τήν γήν τού διακρίναι τόν λαόν αύτού. συναγάγετε αύτφ τούς όσιους αύτού, τούς διατιθέμενους τήν διαθήκην αύτού έπί θυσίαις. καί άναγγελούσιν οί ουρανοί τήν δικαιοσύνην αύτού, ότι θεός κριτής έστι. άκουσον, λαός μου, καί λαλήσω σοι, Ισραήλ, καί διαμαρτυρούμαί σοι· ό θεός, ό θεός σου είμι έγώ. ούκ έπί ταις θυσίαις σου έλέγξω σε· τά δέ όλοκαυτώματά σου ένώπιόν μου έστί διά παντός, ού δέξομαι έκ τού οίκου σου μόσχους ούδέ έκ τών ποιμνίων σου χιμάρους, ότι έμά έστι πάντα τά θηρία τού άγρού, κτήνη έν τοίς όρεσι καί βόες· έγνωκα πάντα τά πετεινά τού ούρανού, καί ώραιότης αγρού μετ' έμού έστιν. έάν πεινάσω, ού μή σοι εϊπω· έμή γάρ εστιν ή οικουμένη καί τό πλήρωμα αύτής. μή φάγωμαικρέα ταύρων, ή αίμα τράγων πίωμαι; θύσον τώ θεφ θυσίαν αίνέσεως, καί άποδος τφ ύψίστω τάς εύχάς σου· καί έπικάλεσαί με έν ήμερα θλίψεως, καί έξελούμαί σε, καί δοξάσεις με. τφ δέ άμαρτωλφ ε'ίπεν ό θεός· Ένα τί σύ έκδιηγή τά δικαιώματά μου, καί άναλαμβάνεις τήν δια­ θήκην μου διά στόματός σου; σύ δέ έμίσησας παιδείαν καί έξέβαλες τούς λόγους μου είς τά όπίσω. εί έθεώρεις κλέπ­ την, συνέτρεχες αύτφ, καί μετά μοιχού τήν μερίδα σου έτίθεις. τό στόμα σου επλεόνασε κακίαν, καί ή γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητας. καθή μένος κατά τού άδελφού σου κατελάλεις, καί κατά τού υιού τής μητρός σου έτίθεις σκάνδαλον. ταύτα έποίησας, καί έσίγησα· ύπέλαβες άνομίαν ότι έσομαί σοι όμοιος, έλέγξω σε καί παραστήσω κατά πρόσωπον σου τάς άμαρτίας σου. σύνετε δή ταύτα οί έπιλανθανόμενοι τού θεού, μήποτε άρπάση, 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας καί ού μή ή ό -υόμενος. θυσία αίνέσεως δοξάσει με, καί εκεί οδός, ήν δείξω αύτφ τό σωτήριόν μου. ούτε ούν θυσίας παρ' ύμών Λαμβάνει, ούτε ώς ενδεής τήν άρχήν ένετείΛατο ποιείν, άλλά διά τάς άμαρτίας ύμών. καί γάρ τόν ναόν τόν έν Ιερου­ σαλήμ έπικληθέντα ούχ ώς ενδεής ών ώμοΛόγησεν οίκον αύτού ή αύλήν, άΛΛ' όπως καί κατά τούτο προσέχοντες αύτφ μή είδωΛοΛατρήτε. καί ότι τούτο έστιν, Ήσαίας Λέγει· Ποιον οίκον φκοδομήσατέ μοι; Λέγει κύριος, ό ούρανός μοι θρόνος, καί ή γή ύποπόδιον τών ποδών μου. Εάν δέ ταύτα ούτως μή όμοΛογήσωμεν, συμβήσεται ήμίν είς άτοπα έμπίπτειν νοήματα, ώς τού αύτού θεού μή όντος τού κατά τόν Ένώχ καί τούς άλλους πάντας, οΐ μήτε περιτομήν τήν κατά σάρκα έχοντες μήτε σάββατα έφύλαξαν μήτε δέ τά άλλα Μωυσέως έντειΛαμένου ταύτα ποιείν, ή τά αύτά αύτόν δίκαια μή άεί πάν γένος άνθρώπων βεβουΛήσθαι πράσσειν· άπερ γελοία καί άνόητα όμοΛογείν φαίνεται. δι' αιτίαν δέ τήν τών άμαρτωΛών άνθρώπων τόν αύτόν όντα άεί ταύτα καί τά τοιαύτα έντετάΛθαι όμοΛογείν, καί φιλάνθρωπον καί προγνώστην καί άνενδεή καί δίκαιον καί άγαθόν άποφαίνειν έστιν. έπεί εί μή ταύτα ούτως έχει, άποκρίνασθέ μοι, ώ άνδρες, περί τών ζητουμένων τούτων ό τι φρονείτε. Καί μηδέν μηδενός άποκρινομένου· Διά ταύτά σοι, ώ Τρύφων, καί τοίς βουλομένοις προσηλύτοις γενέσθαι κηρύξω έγώ θειον Λόγον, ον παρ' έκείνου ήκουσα τού άνδρός. όράτε ότι τά στοιχεία ούκ άργεί ούδέ σαββατίζει. μείνατε ώς γεγένησθε. εί γάρ προ τού Αβραάμ ούκ ήν χρεία περιτομής ούδέ προ Μωυσέως σαββατισμού καί έορτών καί προσφορών, ούδέ νύν, μετά τόν κατά τήν βουΛήν τού θεού διά Μαρίας τής άπό γένους τού Αβραάμ παρθένου γεννηθέντα υιόν θεού Ίησούν Χριστόν, ομοίως έστί χρεία. καί γάρ αύτός ό Αβραάμ έν άκροβυστίμ ών διά τήν πίστιν, ήν έπίστευσε τφ θεφ, έδικαιώθη καί εύλογήθη, ώς ή γραφή σημαίνει· τήν δέ περιτομήν είς σημείον, άΛΛ' ούκ είς δικαιοσύνην έλαβεν, ώς καί αί γραφαί 4. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός 'Έλληνας καί τά πράγματα αναγκάζει ήμάς όμολογεϊν. ώστε δικαίως εϊρητο περί εκείνου τού Λαού, ότι έξοΛοθρευθήσεταιή ψυχή εκείνη έκ τού γένους αύτής, ή ού περιτμηθήσεται τή ήμέρμ τή όγδοη, καί τό μή δύνασθαι δέ τό θήΛυ γένος τήν σαρκικήν περιτο­ μήν Λαμβάνειν δείκνυσιν ότι είς σημεΐον ή περιτομή αύτη δέδοται, άλλ' ούχ ώς έργον δικαιοσύνης- τά γάρ δίκαια καί ένάρετα άπαντα όμοίως καί τάς θηΛείας δύνασθαι φυΛάσσειν ό θεός έποίησεν. άλλά σχήμα μέν τό τής σαρκός έτερον καί έτερον όρώμεν γεγενημένον άρρενος καί θηΛείας, διά δέ τούτο ούδέ δίκαιον ούδέ άδικον ούδέτερον αύτών έπιστάμεθα, άλλά δι' εύσέβειαν καί δικαιοσύνην. Καί τούτο μέν ούν δυνατόν ήν ήμίν έπιδεϊξαι, ώ άνδρες, έλεγον, ότι ή ή μέρα ή όγδοη μυστήριόν τι είχε κηρυσσόμενον διά τούτων ύπό τού θεού μάΛΛον τής έβδομης. άΛΛ' ϊνα τά νύν μή έπ' άλλους έκτρέπεσθαι Λόγους δοκώ, σύνετε, βοώ, ότι τό αϊμα τής περιτομής έκείνης κατήργηται, καί αϊματι σωτηρίψ πεπιστεύκαμεν- άλλη διαθήκη τά νύν, καί άλλος έξήλθεν έκ Σιών νόμος. Ιησούς Χριστός πάντας τούς βουΛομένους περιτέμνει, ώσπερ άνωθεν έκηρύσσετο, πέτρι­ να ις μαχαίραις, ϊνα γένη τα ι έθνος δίκαιον, Λαός φυΛάσσων πίστιν, άντιΛαμβανόμενος άΛηθείας καί φυΛάσσων ειρήνην, δεύτε σύν έμοί πάντες οί φοβούμενοι τόν θεόν, οί θέλοντες τά άγαθά Ιερουσαλήμ ίδεϊν. δεύτε, πορευθώμεν τώ φωτί κυ­ ρίου- άνήκε γάρ τόν λαόν αύτού, τόν οϊκον Ιακώβ, δεύτε πάντα τά έθνη, συναχθώμεν είς Ιερουσαλήμ τήν μηκέτι ποΛεμουμένην διά τάς άνομίας τών Λαών. Εμφανής γάρ έγενήθην τοϊς έμέ μή ζητούσιν, εύρέθην τοϊς έμέ μή έπερωτώσι, βοά διά Ήσαίου. Είπα- ιδού είμι, έθνεσιν οϊ ούκ έπεκαλέσαντό μου τό όνομα, έξεπέτασα τάς χεϊράς μου όλην τήν ήμέραν έπί λαόν άπειθουντα καί άντιλέγοντα, τοϊς πορευομένοις οδώ ού καλή, άλλά όπίσω τών άμαρτιών αύτών. λαός ό παροξύνων με εναν­ τίον μου. Σύν ήμίν καί κΛηρονομήσαι βουλήσονται κάν ολίγον τόπον ούτοι οί δικαιούντες έαυτούς καί Λέγοντες είναι 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τέκνα Αβραάμ, ώς διά τού Ήσαίου βοή τό άγιον πνεύμα, ώς άπό προσώπου αύτών Λέγων τάδε· Έπίστρεψον έκ τού ούρανού, καί ϊδε έκ τού οίκου τού άγιου σου καί δόξης. πού δή έστιν ό ζήλος σου καί ή ισχύς; πού έστι τό πΛήθος τού έΛέους σου, ότι άνέσχου ήμών, κύριε; σύ γάρ ήμών εί πατήρ, ότι Αβραάμ ούκ έγνω ήμάς, καί ΊσραήΛ ούκ έπέγνω ήμάς. άΛΛά σύ, κύριε, πατήρ ήμών, -ύσαιήμάς- άπ' άρχής τό όνομά σου έφ' ήμάς έστι. τί έπΛάνησας ήμάς, κύριε, άπό τής οδού σου, έσκΛήρυνας ήμών τήν καρδίαν τού μή φοβεισθαί σε; έπίστρεψον διά τούς δούΛους σου, διά τάς φυΛάς τής κληρονομιάς σου, ίνα μικρόν κΛηρονομήσωμεν τού όρους τού άγιου σου. έγενόμεθα ώς τό άπ' άρχής, ότε ούκ ήρξας ήμών, ούδέ έπεκΛήθη τό όνομά σου έφ' ήμάς. εάν άνοιξης τόν ούρανόν, τρόμος λήψεται άπό σού όρη, καί τακήσονται ώς άπό πυρός κηρός τήκεται· καί κατακαύσει πύρ τούς ύπεναντίους, καί φανερόν έσται τό όνομά σου έν τοίς ύπεναντίοις, άπό προσώπου σου έθνη ταραχθήσονται. όταν ποιής τά ένδοξα, τρόμος Λήψεται άπό σού όρη. άπό τού αίώνος ούκ ήκούσαμεν, ούδέ οί όφθαΛμοίήμών είδον θεόν πΛήν σού καί τά έργα σου. ποιήσει τοίς μετανοούσιν έΛεον. συναντήσεται τοίς ποιούσι τό δίκαιον, καί τών οδών σου μνησθήσονται. ιδού σύ ώργίσθης, καί ήμείς ήμάρτομεν· διά τούτο έπΛανήθημεν καί έγενόμεθα άκάθαρτοι πάντες, καί ώς ·άκος άποκαθημένης πάσα ή δικαιοσύνη ήμών, καί έξερρύημεν ώς φύΛΛα διά τάς άνομίας ήμών· ούτως άνεμος οίσει ήμάς. καί ούκ έστιν ό έπικαΛούμενος τό όνομά σου καί ό μνησθείς άντιΛαβέσθαι, ότι άπέστρεψας τό πρόσωπόν σου άφ' ήμών καί παρέδωκας ήμάς διά τάς άμαρτίας ήμών. καί νύν έπίστρεψον, κύριε, ότι Λαός σου πάντες ήμείς. ή πόΛις τού άγιου σου έγενήθη έρημος, Σιών ώς έρημος έγενήθη, Ιερουσαλήμ εις κατάραν· ό οίκος, τό άγιον ήμών, καί ή δόξα, ήν εύΛόγησαν οί πατέρες ήμών, έγενήθη πυρίκαυστος, καί πάντα τά έθνη ένδοξα συνέ­ πεσε. καί έπί τούτοις άνέσχου, κύριε, καί έσιώπησας, καί έτα- 4. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας πείνωσας ήμάς σφόδρα. Και ό Τρύφων· Τί ούν έστιν ό Λέγεις, ότι ούδείς ήμών κληρονομήσει έν τφ όρει τφ άγια) τού θεού ούδέν; Κάγώ· Ού τούτο φημι, άλλ' οί τόν Χριστόν διώξαντες καί διώκοντες καί μή μετανοούντες ού κληρονομήσουσιν έν τφ όρει τφ άγίψ ούδέν· τά δέ έθνη τά πιστεύσαντα είς αύτόν καί μετανοήσαντα έφ' οίς ήμαρτον, αύτοί κΛηρονομήσουσι μετά τών πατριαρχών καί τών προφητών καί τών δικαίων όσοι άπό Ιακώβ γεγέννηνται· εί καί μή σαββατίζουσι μηδέ περιτέμνονται μηδέ τάς έορτάς φυλάσσουσι, πάντως κληρονομήσουσι τήν άγίαν τού θεού κληρονομιάν. Λέγει γάρ ό θεός διά Ήσαίου ούτως· Εγώ κύριος ό θεός έκάλεσά σε έν δικαιοσύνη, καί κρατήσω τής χειρός σου καί ίσχύσω σε, καί έδωκά σε είς διαθήκην γένους, είς φώς έθνών, άνοίξαι οφθαλμούς τυφλών, έξαγαγείν έκ δεσμών πεπεδη μένους καί έξ οίκου φυλακής καθη μένους έν σκότει. καί πάλιν- Έξάρατε σύσσημον είς τά έθνη, ιδού γάρ κύριος έποίησεν άκουστόν έως έσχάτου τής γής· είπατε ταίς θυγατράσι Σιών· ιδού σοι ό σωτήρ παραγέγονεν άπέχων τόν έαυτού μισθόν, καί τό έργον άπό προσώπου αύτού. καί καλέσει αύτόν Λαόν άγιον, Λελυτρωμένον ύπό κυρίου, σύ δέ κληθήση έπιζητουμένη πόλις καί ού καταλελειμμένη. τίς ούτος ό παραγινόμενος έξ ’Εδώμ, έρύθημα ίματίων αύτού έκ Βοσόρ; ούτος ώραίος έν στολή, άναβαίνων βία μετά ισχύος; έγώ διαλέγομαι δικαιοσύνην καί κρίσιν σωτηρίου. διά τί σου έρυθρά τά ίμάτια, καί τά ένδύματά σου ώς άπό πατητού Ληνού; πλήρης καταπεπατημένης Ληνόν έπάτησα μονώτατος, καί τών έθνών ούκ έστιν άνήρ μετ' έμού· καί κατεπάτησα αύτούς έν θυμφ, καί κατέθλασα αύτούς ώς γήν, καί κατήγαγον τό αίμα αύτών είς γήν. ή μέρα γάρ άνταποδόσεως ήλθεν αύτοίς, καί ένιαυτός Λυτρώσεως πάρεστι. καί έπέβλεψα καί ούκ ήν βοηθός, καί προσενόησα καί ούδείς άντελάβετο- καί έρρύσατο ό βραχίων, καίό θυμός μου έπέστη· καί κατεπάτησα αύτούς έν τή οργή μου, καί κατήγαγον τό αίμα αύτών είς γήν. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί ό Τρύφων· Διά τί άπερ βούλει εκλεγόμενος άπό τών προφητικών λόγων λέγεις, ά δέ διαρρήδην κελεύει σαββατίζειν ού μέμνησαι; διά γάρ Ήσαίου ούτως είρηται· ’Εάν άποστρέψης τόν πόδα σου άπό τών σαββάτων τού μή ποιείν τά θελήματά σου έν τή ή μέρα τή άγίμ, καί καλέσης τά σάββατα τρυφερά άγια τού θεού σου, ούκ άρης τόν πόδα σου επ' έργον ούδέ μή λαλήσης λόγον έκ τού στόματός σου, καί έση πεποιθώς έπί κύριον, καί άναβιβάσει σε έπί τά άγαθά τής γής καί ψωμιεί σε τήν κληρονομιάν Ιακώβ, τού πατρός σου· τό γάρ στόμα κυρίου έλάλησε ταύτα. Κάγώ- Ούχ ώς έναντιουμένων μοι τών τοιούτων προφητειών, ώ φίλοι, παρέλιπον αύτάς, άλλά ώς ύμών νενοηκότων καί νοούντων ότι, κάν διά πάντων τών προφητών κελεύη ύμίν τά αύτά ποιείν ά καί διά Μωϋσέως έκέλευσε, διά τό σκληροκάρδιον ύμών καί άχάριστόν είς αύτόν άεί τά αύτά βοή, ινα κάν ούτως ποτέ μετανοήσαντες εύαρεστήτε αύτφ, καί μήτε τά τέκνα ύμών τοίς δαιμονίοις θύητε, μήτε κοινωνοί κλεπτών καί φιλουντες δώρα καί διώκοντες άνταπόδομα, όρφανοίς ού κρίνοντες καί κρίσει χήρας ού προσέχοντες, άλλ' ούδέ πλήρεις τάς χείρας αίματος. καί γάρ αί θυγατέρες Σιών έπορεύθησαν έν ύψηλφ τραχηλω, καί έν νεύμασιν οφθαλμών άμα παίζουσαι καί σύρουσαι τούς χιτώνας, καί πάντες γάρ έξέκλιναν, βοή, πάντες άρα ήχρειώθησαν· ούκ έστιν ό συνίων, ούκ έστιν έως ενός. ταίς γλώσσαις αύτών έδολιουσαν, τάφος άνεψγμένος ό λάρυγξ αύτών, ιός άσπίδων ύπό τά χείλη αύτών, σύντριμμα καί ταλαι­ πωρία έν ταίς όδοίς αύτών, καί οδόν ειρήνης ούκ έγνωσαν. ώστε όν τρόπον τήν άρχήν διά τάς κακίας ύμών ταύτα έντέταλτο, όμοίως διά τήν έν τούτοις ύπομονήν, μάλλον δέ έπίτασιν, διά τών αύτών είς άνάμνησιν αύτού καί γνώσιν ύμάς καλεί. ύμεις δέ λαός σκληροκάρδιος καί άσύνετος καί τυφλός καί χωλός καί υιοί οίς ούκ έστι πίστις έν αύτοίς, ώς αύτός λέγει, έστέ, τοίς χείλεσιν αύτόν μόνον τιμώντες, τή δέ καρδίμ πόρρω αύτού όντες, ίδιας διδασκαλίας καί μή τά έκείνου διδάσκοντες, έπεί, εϊπατέ μοι, τούς άρχιερείς άμαρτάνειν τοίς σάββασι προσφέροντας τάς προσφοράς έβούλετο ό θεός, ή τούς περιτεμνο- 4. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μένους και περιτέμνοντας τή ημέρα τών σαββάτων, κελεύων τή ήμέρμ τή όγδοη έκ παντός περιτέμνεσθαι τούς γεννηθέντας ομοίως, κάν ή ή μέρα τών σαββάτων; ή ουκ ήδύνατο προ μιάς ή μέρας ή μετά μίαν ή μέραν τού σαββάτου ένεργειν περιτέμνεσθαι τούς γεννωμένους, εί ήπίστατο κακόν είναι έν τοίς σάββασιν; ή καί τούς προ Μωυσέως καί Αβραάμ ώνομασμένους δικαίους καί εύαρέστους αύτφ γενομένους, μήτε τήν άκροβυστίαν περιτετμημένους μήτε τά σάββατα φυλάξαντας, διά τί ούκ ¿δί­ δασκε ταύτα ποιείν; Καί ό Τρύφων· Καί πρότερον άκηκόαμέν σου τούτο προβάλλοντος καί έπεστήσαμεν· άξιον γάρ, ώς άληθώς είπειν, έπιστάσεως. καί ού μοι, ό τοίς πολλοις, δοκεί λέγειν, ότι έδοξεν αύτφ· τούτο γάρ έστι πρόφασις αεί τοίς μή δυναμένοις άποκρίνασθαι προς τό ζητούμενον. Κάγώ· Επειδή άπό τε τών γραφών καί τών πραγμάτων τάς τε άποδείξεις καί τάς ομιλίας ποιούμαι, έλεγον, μή ύπερτίθεσθε μηδέ διστάζετε πιστεύσαι τώ άπεριτμήτψ έμοί. βραχύς ούτος ύμίν περιλείπεται προσηλύσεως χρόνος· έάν φθάση ό Χριστός έλθείν, μάτην μετανοήσετε, μάτην κλαύσετε· ού γάρ είσακούσεται ύμών. Νεώσατε έαυτοίς νεώματα, Ιερεμίας τφ λαφ κέκραγε, καί μή σπείρετε έπ' άκάνθας. περιτέμνετε τφ κυρίψ, καί περιτέμνεσθε τήν άκροβυστίαν τής καρδίας ύμών. μή ούν εις άκάνθας σπείρετε καί άνήροτον χωρίον, όθεν ύμιν καρ­ πός ούκ έστι. γνώτε τόν Χριστόν, καί ιδού νειός καλή, καλή καί πίων έν ταίς καρδίαις ύμών. Ιδού γάρ ήμέραι έρχονται, λέγει κύριος, καί έπισκέψομαι έπί πάντας περιτετμημένους άκροβυστίας αύτών, έπ' Αίγυπτον καί επί ’Ιούδαν καί έπί Έδώμ καί έπί υιούς Μωάβ, ότι πάντα τά έθνη απερίτμητα καί πάς οικος Ισραήλ άπερίτμητος καρδίας αύτών. όράτε ώς ού ταύτην τήν περιτομήν τήν εις σημείον δοθείσαν ό θεός θέλει- ούδέ γάρ Αίγυπτίοις χρήσιμος ούδέ τοίς υίοίς Μωάβ ούδέ τοις υίοις Έδώμ. άλλά κάν Σκύθης ή τις ή Πέρσης, έχει δέ τήν τού θεού γνώσιν καί τού Χριστού αύτού καί φυλάσσει τά αιώνια δίκαια, περιτέτμηται τήν καλήν καί ώφέλιμον περιτομήν, καί 4> Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας φίλος έστι τφ θεφ, και έπί τοις δώροις αύτου και ταις προσφοραις χαίρει. παρέξω δέ ύμίν, άνδρες φίλοι, καί αύτού ·ήματα τού θεού, οπότε πρός τόν λαόν είπε διά Μαλαχίου, ένός τών δώδεκα προφητών, έστι δέ ταύτα· Ούκ έστι θέλημά μου έν ύμίν, λέγει κύριος, καί τάς θυσίας ύμών ού προσδέχομαι έκ τών χειρών ύμών· διότι άπό άνατολής ήλιου έως δυσμών τό όνομά μου δεδοξασται έν τοίς έθνεσι, καί έν παντί τόπφ θυσία προσφέρεται τφ όνόματί μου καί θυσία καθαρά, ότι τιμάται τό όνομά μου έν τοίς έθνεσι, λέγει κύριος, ύμείς δέ βεβηλούτε αύτό. καί διά τού Δαυείδ έφη· Λαός, ον ούκ έγνων, έδούλευσέ μοι· είς ακοήν ώτίου ύπήκουσέ μου. Δοξάσω μεν τον θεόν, άμα τά έθνη συνελθόντα, ότι καί ή μάς έπεσκέψατο· δοξάσωμεν αύτόν διά τού βασιλέως τής δόξης, διά τού κυρίου τών δυνάμεων, εύδόκησε γάρ καί είς τά έθνη, καί τάς θυσίας ήδιον παρ' ήμών ή παρ' ύμών λαμ­ βάνει. τίς ούν έτι μοι περιτομής λόγος ύπό τού θεού μαρτυρηθέντι; τίς έκείνου τού βαπτίσματος χρεία άγίφ πνεύματι βεβαπτισμένφ; ταύτα οίμαι λέγων πείσειν καί τούς βραχύν νούν κεκτημένους, ού γάρ ύπ' έμού συνεσκευασμένοι είσιν οί λόγοι ούδέ τέχνη άνθρωπίνη κεκαλλωπισμένοι, άλλά τούτους Δαυείδ μέν έψαλλεν, Ήσαίας δέ εύηγγελίζετο, Ζαχαρίας δέ έκήρυξε, Μωϋσής δέ άνέγραψεν. έπιγινώσκεις αύτούς, Τρύφων; έν τοίς ύμετέροις άπόκεινταιγράμμασι, μάλλον δέ ούχύμετέροις άλλ' ήμετέροις· ήμείς γάρ αύτοίς πειθόμεθα, ύμείς δέ άναγινώσκοντες ού νοείτε τόν έν αύτοίς νούν. μή ούν άχθεσθε, μηδέ ονειδίζετε ήμίν τήν τού σώματος άκροβυστίαν, ήν αύτός ό θεός έπλασε, μηδέ, ότι θερμόν πίνομεν έν τοίς σάββασι, δεινόν ήγείσθε· έπειδή καί ό θεός τήν αύτήν διοίκησιν τού κόσμου ομοίως καί έν ταύτη τή ήμέρμ πεποίηται καθάπερ καί έν ταίς άλλαις άπάσαις, καί οί άρχιερείς τάς προσφοράς καθά καί ταίς άλλαις ήμέραις καί έν ταύτη κεκελευσμένοιήσαν ποιείσθαι, καί οί τοσουτοι δίκαιοι μηδέν τούτων τών νομίμων πράξαντες με- 4* Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛληνας μαρτύρηνται υπό του θεού αύτού. ΑλΛά τή αύτών κακία έγκαλείτε, ότι και συκοφαντείσθαι δυνατός έστιν ό θεός ύπό τών νούν μή έχόντων, ώς τά αύτά δίκαια μή πάντας άεί διδάξας. πολΛοίς γάρ άνθρώποις άλογα καί ούκ άξια θεού τά τοιαύτα διδάγματα έδοξεν είναι, μή λαβούσι χάριν τού γνώναι ότι τόν λαόν ύμών πονηρευόμενον καί έν νόσψ ψυχική ύπάρχοντα είς έπιστροφήν καί μετάνοιαν τού πνεύματος κέκΛηκε, καί αιώνιός έστι μετά τόν Μωϋσέως θάνατον προελθούσαή προφητεία. καί διά τού ψαλμού τούτο εϊρηται, ώ άνδρες. καί ότι γλυκύτερα ύπέρ μέλι καί κηρίον όμολογούμεν αύτά, οί σοφισθέντες άπ' αύτών, έκ τού καί μέχρι θανάτου άνεξαρνήτους ήμάς γίνεσθαι τού ονό­ ματος αύτού φαίνεται, ότι δέ καί αίτούμεν αύτόν, οί πιστεύοντες είς αύτόν, ινα άπό τών άΛλοτρίων, τούτ' έστιν άπό τών πονηρών καί πλάνων πνευμάτων, συντηρήση ήμάς, άπό προσώπου ένός τών είς αύτόν πιστευόντων σχηματοποιήσας ό λόγος τής προφητείας λέγει, πάσι φανερόν έστιν. άπό γάρ τών δαιμό­ νιων, ά έστιν άΛλότρια τής θεοσεβείας τού θεού, οίς πάλαι προσεκυνούμεν, τόν θεόν άεί διά Ιησού Χριστού συντηρηθήναι παρακαλούμεν, ινα μετά τό έπιστρέψαι προς θεόν δι' αύτού άμωμοι ώμεν. βοηθόν γάρ έκείνον καί λυτρωτήν καλούμεν, ού καί τήν τού ονόματος ίσχύν καί τά δαιμόνια τρέμει, καί σήμε­ ρον έξορκιζόμενα κατά τού ονόματος Ιησού Χρίστου, του σταυρωθέντος έπί Ποντίου Πιλάτου, τού γενομένου έπιτρόπου τής Ίουδαίας, ύποτάσσεται, ώς καί έκ τούτου πάσι φανερόν είναι ότι ό πατήρ αύτού τοσαύτην έδωκεν αύτφ δύναμιν, ώστε καί τά δαιμόνια ύποτάσσεσθαι τφ όνόματι αύτού καί τή τού γενομένου πάθους αύτού οίκονομίμ. Εί δέ τή τού πάθους αύτού οίκονομίμ τοσαύτη δύναμις δείκνυται παρακολουθήσασα καί παρακολουθούσα, πόση ή έν τή ένδόξω γινομένη αύτού παρουσίμ; ώς υιός γάρ άνθρώ­ που έπάνω νεφελών έλεύσεται, ώς Δανιήλ έμήνυσεν, άγγέλων σύν αύτφ άφικνουμένων. είσί δέ οί λόγοι ούτοι· Έθεώρουν 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας έως δτου θρόνοι έτέθησαν, καί ό παλαιός ήμερων έκάθητο, έχων περιβοΛήν ώσεί χιόνα Λευκήν, καί τό τρίχωμα τής κεφαλής αύτού ώσεί έριον καθαρόν, ό θρόνος αύτού ώσεί φλόξ πυρός, οί τροχοί αύτού πύρ φΛέγον. ποταμός πυρός είλκεν εκπορευόμενος έκ προσώπου αύτού· χίλιαι χιλιάδες έΛειτούργουν αύτφ, καί μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αύτφ. βίβλοι άνεφχθησαν, καί κριτήριον έκάθισεν. έθεώρουν τότε τήν φωνήν τών μεγάλων Λό­ γων ών τό κεράς Λαλει, καί άπετυμπανίσθη τό θηρίον, καί άπώΛετο τό σώμα αύτού καί έδόθη είς καύσιν πυρός· καί τά Λοιπά θηρία μετεστάθη τής άρχής αύτών, καί χρόνος ζωής τοίς θηρίοις έδόθη έως καιρού καί χρόνου, έθεώρουν έν όράματι τής νυκτός, καί ιδού μετά τών νεφελών τού ούρανού ώς υιός άνθρώπου έρχόμενος· καί ήλθεν έως τού παλαιού τών ήμερών καί παρήν ένώπιον αύτού, καί οί παρεστηκότες προσήγαγον αύτόν. καί έδόθη αύτφ έζουσία καί τιμή βασιλική, καί πάντα τά έθνη τής γής κατά γένη καί πάσα δόξα Λατρεύουσα· καί ή έξουσία αύτού εξουσία αιώνιος, ήτις ού μή άρθή, καί ή βασιλεία αύτού ού μή φθαρή. καί έφριξε τό πνεύμά μου έν τή έξει μου, καί αί οράσεις τής κεφαλής μου έτάρασσόν με. καί προσήλθον προς ένα τών έστώτων, καί τήν άκρίβειαν έζήτουν παρ' αύτού ύπέρ πάντων τούτων, άποκριθείς δέ Λέγει μοι καί τήν κρίσιν τών Λόγων έδήλωσέ μοι· Ταύτα τά θηρία τά μεγάλα είσί τέσσαρες βασιλείαι, αΐ άποΛούνται άπό τής γής, καί ού παραλήψονται τήν βασιλείαν έως αιώνας καί έως τού αιώνας τών αιώνων. τότε ήθελον έξακριβώσασθαι ύπέρ τού τετάρτου θηρίου, τού καταφθείροντος πάντα καί ύπερφόβου, καί οί όδόντες αύτού σίδηροι καί οί όνυχες αύτού χαλκοί, έσθίον καί Λεπτύνον καί τά έπίλοιπα αύτού τοίς ποσί κατεπάτει· καί περί τών δέκα κεράτων αύτού έπί τής κεφαλής, καί έκ τού ένός τού προσφυέντος, καί έξέπεσον έκ τών προτέρων δι' αύτού τρία, καί τό κέρας έκείνο είχεν οφθαλμούς καί στόμα λαλούν μεγάλα, καί ή πρόσοψις αύτού ύπερέφερε τά άλλα, καί κατενόουν τό κέρας έκεινο πόλεμον συνιστάμενον προς τούς 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άγιους καί τροπούμενον αυτούς, έως του έΛθεϊν τόν παλαιόν ήμερων, καί τήν κρίσιν έδωκε τοίς άγίοις τού ύψίστου, καί ό καιρός ένέστη, καί τό βασίλειον κατέσχον άγιοι ύψίστου. καί έρρέθη μοι περί του τετάρτου θηρίου· Βασιλεία τετάρτη έσται έπί τής γής ήτις διοίσει παρά πάσας τάς βασιλείας ταύτας, καί καταφάγεται πάσαν τήν γήν καί άναστατώσει αύτήν καί καταΛεανεί αύτήν. καί τά δέκα κέρατα, δέκα βασιλείς άναστήσονται, [καί έτερος] μετ' αύτούς, καί ούτος διοίσει κακοίς ύπέρ τούς πρώτους, καί τρεις βασιλείς ταπεινώσει, καί ρήματα προς τόν ύψιστον λαλήσει, καί έτέρους άγιους τού ύψίστου καταστρέψει, καί προσδέξεται άλλοιώσαι καιρούς καί χρόνους· καί παραδοθήσεται είς χείρας έως καιρού αύτού καί καιρών καί ήμισυ καιρού. καί ή κρίσις έκάθισε, καί τήν άρχήν μεταστήσουσι τού άφανίσαι καί τού άπολέσαι έως τέλους, καί ή βασιλεία καί ή έξουσία καί ή μεγάλε ιότης τών τόπων τών ύπό τόν ούρανόν βασιλειών έδόθη Λαφ άγίψ ύψίστου βασιλεύσαι βασι­ λείαν αιώνιον· καί πάσαι έξουσίαι ύποταγήσονται αύτφ καί πειθαρχήσουσιν αύτφ. έως ώδε τό τέλος τού λόγου, έγώ Δανιήλ έκστάσει περιειχόμην σφόδρα, καί ή έξις διήνεγκεν έμοί, καί τό ρήμα έν τή καρδία μου έτήρησα. Καί ό Τρύφων παυσαμένου μου είπεν- Ώ άνθρωπε, αύται ήμάς αί γραφαί καί τοιαύται ένδοξον καί μέγαν άναμένειν τόν παρά τού παλαιού τών ή μερών ώς υιόν άνθρώπου παραλαμβάνοντα τήν αιώνιον βασιλείαν άναγκάζουσιν· ούτος δέ ό ύμέτερος λεγόμενος Χριστός άτιμος καί άδοξος γέγονεν, ώς καί τή έσχάτη κατάρα τή έν τφ νόμω τού θεού περιπεσεϊνέσταυρώθη γάρ. Κάγώ προς αύτόν· Εί μέν, ώ άνδρες, μή άπό τών γρα­ φών, ών προανιστόρησα, τό είδος αύτού άδοξον καί τί) γένος αύτού άδιήγητον, καί άντί τού θανάτου αύτού τούς πλουσίους θανατωθήσεσθαι, καί τφ μώλωπι αύτού ήμείς ίάθημεν, καί ώς πρόβατον άχθήσεσθαι έλέγετο, καί δύο παρουσίας αύτού γενήσεσθαι έξηγησάμην, μίαν μέν έν ή έξεκεντήθη ύφ' ύμών, δευτέραν δέ ότε έπιγνώσεσθε είς ον έξεκεντήσατε, καί κόψονται αί 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φυλαί ύμών, φυλή προς φυλήν, αί γυναίκες κατ' ίδιαν καί οί άνδρες κατ' ίδιαν, άσαφή καί άπορα έδόκουν λέγειν· νυν δέ διά πάντων τών λόγων άπό τών παρ' ύμίν άγιων καί προ­ φητικών γραφών τάς πάσας Αποδείξεις ποιούμαι έλπίζων τινά έξ ύμών δύνασθαι εύρεθήναι έκ τού κατά χάριν τήν άπό τού κυρίου Σαβαώθ περιλειφθέντος είς τήν αιώνιον σωτηρίαν, ούν καί σαφέστερον ύμίν τό ζητούμενον νύν γένηται, έρώ ύμίν καί άλλους λόγους τούς είρημένους διά Δαυείδ τού μακαρίου, έξ ών καί κύριον τόν Χριστόν ύπό τού άγίου προφητικού πνεύ­ ματος λεγόμενον νοήσετε, καί τόν κύριον πάντων πατέρα άνάγοντα αύτόν άπό τής γής καί καθίζοντα αύτόν έν δεξιά αύτού, έως άν θή τούς έχθρούς ύποπόδιον τών ποδών αύτού· όπερ γίνεται έξ ότου είς τόν ούρανόν άνελήφθη μετά τό έκ νεκρών άναστήναι ό ήμέτερος κύριος Ιησούς Χριστός, τών χρόνων συμπληρουμένων καί τού βλάσφημα καί τολμηρά είς τόν ύψιστον μέλλοντος λαλείν ήδη έπί θύραις όντος, όν καιρόν καί καιρούς καί ήμισυ καιρού διακαθέξειν Δανιήλ μηνύει. καί ύμείς, άγνοοϋντες πόσον χρόνον διακατέχειν μέλλει, άλλο ήγείσθε· τόν γάρ καιρόν έκατόν έτη έξηγείσθε λέγεσθαι. εί δέ τούτο έστιν, είς τό έλάχιστον τόν τής άνομίας άνθρωπον τριακόσια πεντήκοντα έτη βασιλεϋσαι δεί, ϊνα τό είρημένον ύπό τού άγίου Δανιήλ, καί καιρών, δύο μόνους καιρούς λέγεσθαι άριθμήσωμεν. καί ταύτα δέ πάντα ά έλεγον έν παρεκβάσεσι λέγω προς ύμάς, ϊνα ήδη ποτέ πεισθέντες τφ είρημένψ καθ' ύμών ύπό τού θεού, ότι Υιοί άσύνετοί έστε, καί τφ Διά τούτο ιδού προσθήσω τού μεταθεϊναι τόν λαόν τούτον, καί μεταθήσω αύτούς, καί άφελώ τήν σοφίαν τών σοφών καί τήν σύνεσιν τών συνετών αύτών κρύψω, παύσησθε καί έαυτούς καί τούς ύμών Ακούοντας πλανώντες, καί παρ' ήμών μανθάνοντες τών σοφισθέντων άπό τής τού Χριστού χάριτος. είσίν ούν καί οί λόγοι οί διά Δαυείδ λεχθέντες ούτοι· Ειπεν ό κύριος τφ κυρίψ μου· Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου. •άβδον δυνάμεως έξαποστελεϊ σοι κύριος έκ Σιών· καί κατακυ­ 4> Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ρίευε έν μέσψ τών εχθρών σου. μετά σου ή άρχή έν ήμέρμ τής δυνάμεώς σου· έν ταίς Λαμπρότησι τών άγιων σου, έκ γαστρός προ έωσφόρου έγέννησά σε. ώμοσε κύριος καί ού μεταμεΛηθήσεται· Σύ ίερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ. κύριος έκ δεξιών σου· συνέθΛασεν έν ήμέρμ οργής αύτού βασιλείς. κρίνει έν τοίς έθνεσι, πληρώσει πτώματα, έκ χει­ μάρρου έν όδώ πίεται· διά τούτο ύψώσει κεφαλήν. Καί τούτον τόν ψαλμόν ότι εις τόν Έζεκίαν τόν βασιλέα είρήσθαι έξηγείσθαι τολμάτε, ούκ άγνοώ, έπείπον· ότι δέ πεπλάνησθε, έξ αύτών τών Λόγων αύτίκα ύμίν άποδείξω. Ώμοσε κύριος καίού μεταμεληθήσεται, ε’ίρηται, καίΣύ ίερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, καί τά έπαγόμενα καί τά προάγοντα. ίερεύς δέ ότι ούτε γέγονεν Έζεκίας ούτε έστιν αιώνιος ίερεύς τού θεού, ούδέ ύμείς άντειπείν τολμήσετεότι δέ περί τού ήμετέρου Ιησού ε’ίρηται, καί αύταί αί φωναί σημαίνουσι. τά δέ ώτα ύμών πέφρακται καί αί καρδίαι πεπώρωνται. τό γάρ Ώμοσε κύριος καί ού μεταμεληθήσεται· Σύ ίερεύς εις τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ- μεθ' όρκου ό θεός διά τήν άπιστίαν ύμών άρχιερέα αύτόν κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ είναι έδήλωσε, τούτ' έστιν, ον τρόπον ό Μελχισεδέκ ίερεύς ύψίστου ύπό Μωυσέως άναγέγραπταιγεγενήσθαι, καί ούτος τών έν άκροβυστίμ ίερεύς ήν, καί τόν έν περιτομή δεκάτας αύτφ προσενέγκαντα Αβραάμ εύλόγησεν, ούτως τόν αιώ­ νιον αύτού ιερέα καί κύριον ύπό τού άγιου πνεύματος καλούμενον, ό θεός τών έν άκροβυστίμ γενήσεσθαι έδήλου- καί τούς έν περιτομή προσιόντας αυτώ τούτ' έστι πιστεύοντας αυτώ καί τάς εύλογίας παρ' αύτού ζητούντας, καί αύτούς προσδέξεται καί εύλογήσει. καί ότι ταπεινός έσται πρώτον άνθρωπος, ειτα ύψωθήσεται, τά έπί τελεί τού ψαλμού δηλοί. Εκ χειμάρρου γάρ έν όδώ πίεται, καί άμα· Διά τούτο ύψώσει κεφαλήν. Έτι δέ καί πρός τό πείσαι ύμάς ότι τών γραφών ούδέν συνήκατε, καί άλλου ψαλμού τψ Δαυείδ ύπό τού άγιου πνεύματος είρημένου άναμνήσομαι, όν εις Σολομώνα, τόν γε­ νόμενον καί αύτόν βασιλέα ύμών, είρήσθαιΛέγετε· εις δέ τόν Χριστόν ήμών καί αύτός ε’ίρηται. ύμείς δέ άπό τών ομωνύμων 4* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Λέξεων εαυτούς εξαπατάτε, όπου γάρ ό νόμος τού κυρίου άμωμος εϊρηται, ούχί τόν μετ' εκείνον μέΛΛοντα άΛΛά τόν διά Μωυ­ σέως έξηγεισθε, τού θεού βοώντος καινόν νόμον καί καινήν διαθήκην διαθήσεσθαι. καί όπου ΛέΛεκται· Ό θεός, τό κρίμα σου τφ βασιΛεί δός, έπειδή βασιλεύς ΣοΛομών γέγονεν, είς αύτόν τόν ψαλμόν είρήσθαί φάτε, τών Λόγων τού ψαΛμού διαρρήδην κηρυσσόντων είς τόν αιώνιον βασιΛέα, τούτ' έστιν είς τόν Χριστόν, είρήσθαί. ό γάρ Χριστός βασιΛεύς καί ίερεύς καί θεός καί κύριος καί άγγελος καί άνθρωπος καί άρχιστράτηγος καί Λίθος καί παιδίον γεννώμενον καί παθητός γενόμενος πρώτον, ειτα είς ούρανόν άνερχόμενος καί πάΛιν παραγινόμενος μετά δόξης καί αιώνιον τήν βασιλείαν έχων κεκήρυκται, ώς άπό πασών τών γραφών άποδείκνυμι. ϊνα δέ καί ό είπον νοήσητε, τούς τού ψαΛμού Λόγους Λέγω, είσί δ' ούτοι· Ό θεός, τό κρίμα σου τφ βασιΛεί δός καί τήν δικαιοσύνην σου τφ υίφ τού βασιΛέως, κρίνειν τόν Λαόν σου έν δικαιοσύνη καί τούς πτωχούς σου έν κρίσει. άναλαβέτω τά όρη ειρήνην τφ Λαφ καί οί βουνοί δικαιοσύνην, κρίνει τούς πτωχούς τού Λαού, καί σώσει τούς υιούς τών πενήτων, καί ταπεινώσει συκοφάντην· καί συμπαραμενεί τφ ήλίψ καί προ τής σελήνης είς γενεάς γενεών, καταβήσεται ώς ύετός έπί πόκον καί ώσεί σταγών ή στάζουσα έπί τήν γήν. άνατελεί έν ταίς ήμέραις αύτού δικαιοσύνη, καί πλήθος ειρήνης έως ού άνταναιρεθή ή σελήνη, καί κατακυριεύσει άπό θαλάσσης έως θαλάσσης καί άπό ποτα­ μών έως περάτων τής οικουμένης, ένώπιον αύτού προπεσούνται Αίθίοπες, καί οί έχθροί αύτού χούν Λείξουσι. βασιλείς Θαρσείς καί νήσοι δώρα προσάξουσι, βασιλείς Αρράβων καί Σαββά δώρα προσάξουσι, καί προσκυνήσουσιν αύτφ πάντες οί βασιλείς τής γής, καί πάντα τά έθνη δουλεύσουσιν αύτφ· ότι έρρύσατο πτωχόν έκ δυνάστου, καί πένητα φ ούχύπήρχε βοηθός, φείσεται πτωχού καί πένητος, καί ψυχάς πενήτων σώσει· έκ τόκου καί έξ άδικίας Λυτρώσεται τάς ψυχάς αύτών, καί έντιμον τό όνομα αύτού ένώπιον αύτών. καί ζήσεται καί δοθήσεται 4 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας αύτφ έκ του χρυσίου τής Αρραβίας, καί προσεύξονται διά παν­ τός περί αύτού- όλην τήν ήμέραν εύΛογήσουσιν αύτόν. καί έσται στήριγμα έν τή γή έπ' άκρων τών όρέων- ύπεραρθήσεται ύπέρ τόν Λίβανον ό καρπός αύτού, καί έξανθήσουσιν έκ πόΛεως ώσεί χόρτος τής γής. έσται τό όνομα αύτού εύλογημένον είς τούς αιώνας- προ τού ήΛίου διαμένει, καί ένευΛογηθήσονται έν αύτφ πάσαι αί φυΛαί τής γής- πάντα τά έθνη μακαριούσιν αύτόν. εύΛογητός κύριος, ό θεός Ισραήλ, ό ποιών θαυμάσια μόνος, καί εύλογη μένον τό όνομα τής δόξης αύτού είς τόν αιώνα καί είς τόν αιώνα τού αίώνος- καί πΛηρωθήσεται τής δόξης αύτού πάσα ή γή. γένοιτο, γένοιτο. καί έπί τέλει τού ψαλμού τούτου, ού έφην, γέγραπται- Έξέλιπον οί ύμνοι Δαυείδ, υιού Ίεσσαί. καί ότι μέν βασιλεύς έγένετο καί μέγας ό Σολομών, έφ' ού ό οίκος Ιερουσαλήμ έπικληθείς άνιρκοδομήθη, έπίσταμαι. ότι δέ ούδέν τών έν τφ ψαλμφ είρημένων συνέβη αύτφ, φαίνεται, ούτε γάρ πάντες οί βασιλείς προσεκύνησαν αύτφ, ούτε μέχρι τών περάτων τής οικου­ μένης έβασίλευσεν, ούτε οί έχθροί αύτού έμπροσθεν αύτού πεσόντες χούν έλειξαν. άλλά καί τολμώ Λέγειν ά γέγραπται έν ταίς Βασιλείαις ύπ' αύτού πραχθέντα, ότι διά γυναίκα έν Σιδώνι είδωλολάτρει- όπερ ούχ ύπομένουσι πράξαι οί άπό τών έθνών διά Ιησού τού σταυρωθέντος έπιγνόντες τόν ποιητήν τών όλων θεόν, άλλά πάσαν αίκίαν καί τιμωρίαν μέχρις έσχάτου θα­ νάτου ύπομένουσι περί τού μήτε είδωλολατρήσαι μήτε είδωλόθυτα φαγείν. Καί ό Τρύφων- Καί μήν πολλούς τών τόν Τησούν Λεγόντων όμολογεϊν καί λεγομένων Χριστιανών πυνθάνομαι έσθίειν τά είδωλόθυτα καί μηδέν έκ τούτου βλάπτεσθαι Λέγειν. Κάγώ άπεκρινάμην- Καί έκ τού τοιούτους είναι άνδρας, όμολογούντας έαυτούς είναι Χριστιανούς καί τόν σταυρωθέντα Τησούν όμολογεϊν καί κύριον καί Χριστόν, καί μή τά έκείνου διδάγματα διδάσκοντας άλλά τά άπό τών τής πλάνης πνευμά­ των, ήμείς, οί τής άληθινής Ιησού Χριστού καί καθαράς δι- 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας δασκαλίας μαθηταί, πιστότεροι καί βεβαιότεροι γινόμεθα έν τή έλπίδι τή κατηγγελμένη ύπ' αύτού. ά γάρ προλαβών μέΛΛειν γίνεσθαι έν όνόματι αύτού έφη, ταύτα όψει καί ένεργείμ όρώμεν τελούμενα. είπε γάρ· ΠοΛΛοί έΛεύσονται έπί τώ όνόματί μου, έξωθεν ένδεδυμένοι δέρματα προβάτων, έσωθεν δέ είσι Λύκοι άρπαγες. καί· Έσονται σχίσματα καί αιρέσεις, καί· Προσέχετε άπό τών ψευδοπροφητών, οϊτινες έΛεύσονται πρός ύμάς, έξωθεν ένδεδυμένοι δέρματα προβάτων, έσωθεν δέ είσι Λύκοι άρπαγες. καί· Αναστήσονται πολλοί ψευδόχριστοι καί ψευδαπόστολοι, καί ποΛΛούς τών πιστών πλανήσουσιν. είσιν ούν καί έγένοντο, ώ φίλοι άνδρες, πολλοί οΐ άθεα καί βλάσφημα Λέγειν καί πράττειν έδίδαξαν, έν όνόματι τού Ιησού προσελθόντες· καί<καλούμενοί> είσιν ύφ' ήμών άπό τής προσωνυμίας τών άνδρών, έξ ούπερ έκάστη διδαχή καί γνώμη ήρξατο. άλλοι γάρ κατ' άλλον τρόπον βλασφημείν τόν ποιητήν τών όλων καί τόν ύπ' αύτού προφητευόμενον έλεύσεσθαι Χριστόν καί τόν θεόν Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ διδάσκουσιν· ών ούδενί κοινωνούμεν, οίγνωρίζοντες άθέους καί άσεβείς καί άδικους καί άνομους αύτούς ύπάρχοντας, καί άντί τού τόν Ίησούν σέβειν όνόματι μόνον όμολογείν. καί Χριστιανούς έαυτούς Λέγουσιν, ον τρόπον οί έν τοίς έθνεσι τό όνομα τού θεού έπιγράφουσι τοίς χειροποιήτοις, καί άνόμοις καί άθέοις τελεταίς κοινωνούσι. καί είσιν αύτών οί μέν τινες καλούμενοι Μαρκιανοί, οί δέ Ούαλεντινιανοί, οί δέ Βασιλειδιανοί, οί δέ Σατορνιλιανοί, καί άλλοι άλλω όνόματι, άπό τού άρχηγέτου τής γνώμης έκαστος ονομαζόμενος, ον τρόπον καί έκαστος τών φιλοσοφείν νομιζόντων, ώς έν άρχή προείπον, άπό τού πατρός τού Λόγου τό όνομα ής φιλοσοφεί φιλοσοφίας ήγείται φέρειν. ώς καί έκ τούτων ήμείς, ώς έφην, τόν Ίησούν καί τών μετ' αύτόν γενησομένων προγνώστην έπιστάμεθα, καί έξ άλλων δέ πολλών ών προείπε γενήσεσθαι τοίς πιστεύουσι καί όμολογούσιν αύτόν Χριστόν, καίγάρ ά πάσχομεν πάντα, άναιρούμενοι 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ύπό τών οικείων, προείπεν ήμίν μέλΛειν γενέσθαι, ώς κατά μη­ δέν» τρόπον έπιλήψιμον αύτού Λόγον ή πράξιν φαίνεσθαι. διό καί ύπέρ ύμών καί ύπέρ τών άλλων άπάντων άνθρώπων τών έχθραινόντων ήμίν εύχόμεθα, ινα μεταγνόντες σύν ήμίν μή βλασφημήτε τόν διά τε τών έργων καί τών άπό του ονόματος αύτου καί νυν γινομένων δυνάμεων καί άπό τών τής διδαχής Λόγων καί άπό τών προφητευθεισών είς αύτόν προφητειών άμωμον καί άνέγκΛητον κατά πάντα Χριστόν Τησουν, άΛΛά πιστεύσαντες είς αύτόν έν τή πάΛιν γενησομένη ένδόξψ αύτού παρουσίμ σωθήτε καί μή καταδικασθήτε είς τό πύρ ύπ' αύτού. Κάκείνος άπεκρίνατο· Έστω καί ταύτα ούτως έχοντα ώς Λέγεις, καί ότι παθητός Χριστός προεφητεύθη μέΛΛειν είναι, καί Λίθος κέκΛηται, καί ένδοξος μετά τήν πρώτην αύτού πα­ ρουσίαν, έν ή παθητός φαίνεσθαι κεκήρυκτο, έΛευσόμενος καί κριτής πάντων Λοιπόν καί αιώνιος βασιλεύς καί ίερεύς γενησόμενος· εί ούτος δέ έστι περί ού ταύτα προεφητεύθη, άπόδειξον. Κάγώ· Ώς βούλει, ώ Τρύφων, έΛεύσομαι προς άς βούΛει ταύτας άποδείξεις έν τφ άρμόζοντι τόπψ, έφην· τά νύν δέ συγχω­ ρήσεις μοι πρώτον έπιμνησθήναι ώνπερ βούλομαι προφητειών, είς έπίδειξιν ότι καί θεός καί κύριος τών δυνάμεων ό Χριστός καί Ιακώβ καλείται έν παραβολή ύπό τού άγιου πνεύματος, καί οί παρ' ύμίν έξηγηταί, ώς θεός βοά, άνόητοί είσι, μή είς τόν Χριστόν είρήσθαιλέγοντες άλλ' είς Σολομώνα, ότε είσέφερε τήν σκηνήν τού μαρτυρίου είς τόν ναόν όν φκοδόμησεν. έστι δέ ψαΛμός τού Δαυείδ ούτος· Τού κυρίου ή γή καί τό πλήρωμα αύτής, ή οικουμένη καί πάντες οί κατοικούντες έν αύτή. αύτός έπί θαλασσών έθεμελίωσεν αύτήν, καί έπί ποταμών ήτοίμασεν αύτήν. τίς. άναβήσεται είς τό όρος τού κυρίου, ή τίς στήσεται έν τόπψ άγίψ αύτού; άθφος χερσί καί καθαρός τή καρδίμ, ός ούκ έλαβεν έπί ματαίψ τήν ψυχήν αύτού καί ούκ ώμοσεν έπί δολω τφ πλησίον αύτού. ούτος Λήψεται εύλογίαν παρά κυρίου καί έλεημοσύνην παρά θεού σωτήρος αύτού. αύτη 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ή γενεά ζητούντων τόν κύριον, ζητούντων τό πρόσωπον του θεού Ιακώβ, άρατε πύΛας, οι άρχοντες ύμών, καί έπάρθητε, πύΛαι αιώνιοι, καί είσεΛεύσεται ό βασιλεύς τής δόξης. τίς έστιν ούτος ό βασιλεύς τής δόξης; κύριος κραταιός καί δυνατός έν πολέμψ. άρατε πύΛας οί άρχοντες ύμών, καί έπάρθητε, πύΛαι αιώνιοι, καί είσεΛεύσεται ό βασιλεύς τής δόξης. τίς έστιν ούτος ό βασιλεύς τής δόξης; κύριος τών δυνάμεων, αύτός έστιν ό βασιλεύς τής δόξης. κύριος ούν τών δυνάμεων ότι ούκ έστιν ό ΣοΛομών άποδέδεικται· άλλά ό ήμέτερος Χριστός ότε έκ νεκρών άνέστη καί άνέβαινεν εις τόν ούρανόν, κελεύονται οί έν τοίς ούρανοις ταχθέντες ύπό τού θεού άρχοντες άνοίξαι τάς πύΛας τών ούρανών, ίνα είσέλθη ούτος ός έστι βασιλεύς τής δόξης, καί άναβάς καθίση έν δεξιμ τού πατρός, έως άν θή τούς έχθρούς ύποπόδιον τών ποδών αύτού, ώς διά τού άλλου ψαλμού δεδήλωται. έπειδή γάρ οί έν ούρανφ άρχοντες έώρων άειδή καί άτιμον τό είδος καί άδοξον έχοντα αύτόν, ού γνωρίζοντες αύτόν, έπυνθάνοντο· Τίς έστιν ούτος ό βασιλεύς τής δόξης; καί άποκρίνεται αύτοίς τό πνεύμα τό άγιον ή άπό προ­ σώπου τού πατρός ή άπό τού ίδιου· Κύριος τών δυνάμεων, αύτός ούτός έστιν ό βασιλεύς τής δόξης. ότι γάρ ούτε περί Σολομώνος, ένδοξου ούτω βασιλέως όντος, ούτε περί τής σκη­ νής τού μαρτυρίου τών έφεστώτων ταίς πύλαις τού ναού τών Ιεροσολύμων έτόλμησεν άν τις είπείν· Τίς έστιν ούτος ό βασι­ λεύς τής δόξης; πάς όστισούν ομολογήσει. Καί έν διαψάλματι τεσσαρακοστού έκτου ψαλμού, έφην, εις τόν Χριστόν ούτως εϊρηται· Ανέβη ό θεός έν άλαλαγμφ, κύριος έν φωνή σάλπιγγος. ψάλατε τώ θεφ ήμών, ψάλατε- ψά­ λατε τώ βασιλεί ήμών, ψάλατε, ότι βασιλεύς πάσης τής γής ό θεός, ψάλατε συνετώς. έβασίλευσεν ό θεός έπί τά έθνη, ό θεός κάθηται έπί θρόνου άγιου αύτού. άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά τού θεού Αβραάμ, ότι τού θεού οί κραταιοί τής γής σφόδρα έπήρθησαν. καί έν ένενηκοστφ όγδόψ ψαλμφ ονειδίζει ύμάς τό πνεύμα τό άγιον, καί τούτον, ον μή θέλετε βασιλέα είναι, 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας βασιλέα καί κύριον καί τού Σαμουήλ καί τού Ααρών καί Μωυσέως καί τών άλλων πάντων άπλώς όντα μηνύει. είσί δέ οί λόγοι τού ψαλμού ούτοι· Ό κύριος έβασίλευσεν, όργιζέσθωσαν λαοί· ό καθήμένος έπί τών χερουβίμ, σαλευθήτω ή γή. κύριος έκ Σιών μέγας καί ύψηλός έστιν έπί πάντας τούς λαούς, έξομολογησάσθωσαν τφ όνόματί σου τφ μεγάλψ, ότι φοβερόν καί άγιόν έστι, καί τιμή βασιλέως κρίσιν άγαπφ. σύ ήτοίμασας εύθύτητα, κρίσιν καί δικαιοσύνην έν Ιακώβ σύ έποίησας. ύψούτε κύριον τόν θεόν ήμών καί προσκυνείτε τφ ύποποδίω τών ποδών αύτού, ότι άγιός έστι. Μωυσής καί Ααρών έν τοίς ίερεύσιν αύτού, καί Σαμουήλ έν τοίς έπικαλουμένοις τό όνομα αύτού· έπεκαλούντο, φησίν ή γραφή, τόν κύριον, καί αύτός είσήκουεν αύτών. έν στυλω νεφέλης έλάλει προς αύτούς· έφύλασσον τά μαρτύρια αύτού, καί τό πρόσταγμα ό έδωκεν αύτοίς. κύριε ό θεός ήμών, σύ έπήκουες αύτών· ό θεός, σύ εύίλατος έγένου αύτοίς καί έκδικών έπί πάντα τά έπιτηδεύματα αύτών. ύψούτε κύριον τόν θεόν ήμών καί προσκυνείτε είς όρος άγιον αύτού, ότι άγιος κύριος ό θεός ήμών. Καί ό Τρύφων ειπεν· Ώ άνθρωπε, καλόν ήν πεισθέντας ήμάς τοίς διδασκάλοις, νομοθετήσασι μηδενί έξ ύμών όμιλείν, μηδέ σοι τούτων κοινωνήσαι τών λόγων· βλάσφημα γάρ πολλά λέγεις, τόν σταυρωθέντα τούτον άξιών πείθειν ήμάς γεγενήσθαι μετά Μωϋσέως καί Ααρών καί λελαληκέναι αύτοίς έν στυλά) νεφέλης, ε'ίτα άνθρωπον γενόμενον σταυρωθήναι, καί άναβεβηκέναι είς τόν ούρανόν, καί πάλιν παραγίνεσθαι έπί τής γής, καί προσκυνητόν είναι. Κάγώ άπεκρινάμην· Οίδα ότι, ώς ό τού θεού λόγος έφη, κέκρυπται άφ' ύμών ή σοφία ή μεγάλη αύτη τού ποιητού τών όλων καί παντοκράτορας θεού, διό συμπαθών ύμίν προσκάμνειν άγωνίζομαι, όπως τά παράδοξα ήμών ταύτα νοήσητε, εί δέ μή, ινα κάν αύτός άθφος ώ έν ή μέρα κρίσεως. έτι γάρ καί παραδοξοτέρους δοκούντας άλλους λόγους άκούσετε· μή ταράσσεσθε δέ, άλλά μάλλον προθυμότεροι γινόμενοι άκροαταί καί έξετασταί μένετε, καταφρονούντες τής παραδόσεως τών ύμετέρων 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας διδασκάλων, έπεί ού τά διά τού θεού ύπό τού προφητικού πνεύ­ ματος ελέγχονται νοείν δυνάμενοι, άλλά τά ίδια μάλλον διδάσκειν προαιρούμενοι. έν τεσσαρακοστή ούν τετάρτψ ψαλμφ ομοίως εϊρηται είς τόν Χριστόν ταύτα· Έξηρεύξατο ή καρδία μου λόγον άγαθόν· λέγω έγώ τά έργα μου τφ βασιλεύ ή γλωσσά μου κάλαμος γραμματέως όξυγράφου. ώραίος κάλλει παρά τούς υιούς τών άνθρώπων, έξεχύθη χάρις έν χείλεσί σου· διά τούτο εύλόγησέ σε ό θεός είς τόν αιώνα, περίζωσαι τήν -ομφαίαν σου έπί τόν μηρόν σου, δυνατέ· τή ώραιότητί σου καί τφ κάλλει σου, καί έντεινε καί κατευοδού καί βασίλευε ένεκεν άληθείας καί πραότητος καί δικαιοσύνης· καί οδηγήσει σε θαυμαστώς ή δεξιά σου. τά βέλη σου ήκονημένα, δυνατέ, λαοί ύποκάτω σου πεσούνται έν καρδίμ τών έχθρών τού βασιλέως. ό θρόνος σου, ό θεός, είς τόν αιώνα τού αίώνος, •άβδος εύθύτητος ή -άβδος τής βασιλείας σου. ήγάπησας δι­ καιοσύνην καί έμίσησας άνομίαν· διά τούτο έχρισέ σε ό θεός σου έλαιον άγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου. σμύρναν καί στακτήν καί κασίαν άπό τών ίματίων σου, άπό βάρεων έλεφαντίνων, έξ ών εύφρανάν σε. θυγατέρες βασιλέων έν τή τιμή σου· παρέστη ή βασίλισσα έκ δεξιών σου, έν ίματισμφ διαχρύσφ περι­ βεβλημένη, πεποικιλμένη. άκουσον, θύγατερ, καί ϊδε καίκΛίνον τό ούς σου, καί έπιλάθου τού λαού σου καί τού οίκου τού πατρός σου· καί έπιθυμήσει ό βασιλεύς τού κάλλους σου, ότι αύτός έστι κύριός σου, καί προσκυνήσουσιν αύτφ. καί θυγάτηρ Τύρου έν δώροις· τό πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν οί πλούσιοι τού λαού, πάσα ή δόξα τής θυγατρός τού βασιλέως έσωθεν, έν κροσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. άπενεχθήσονται τφ βασιλεί παρθένοι όπίσω αύτού· αί πλησίον αύτής άπενεχθήσονται σοι. άπενεχθήσονται έν εύφροσύνη καί άγαλλιάσει, άχθήσονται είς ναόν βασιλέως. άντί τών πατέρων σου έγεννήθησαν οίυίοί σου· καταστήσεις αύτούς άρχοντας έπί πάσαν τήν γήν. μνησθήσομαι τού ονόματος σου έν πάση γενεφ καί γενεφ· διά τούτο λαοί έξομολογήσονταί σοι 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας είς τόν αιώνα καί είς τόν αιώνα του αίώνος. Καί ούδέν θαυμαστόν, έπεΐπον, είκαίήμάς μισείτε, τούς ταύτα νοούντας καί ελέγχοντας ύμών τήν άεί σκληροκαρδιον γνώμην, καί γάρ ΉΛίας περί ύμών προς τόν θεόν έντυγχάνων ούτως Λέγει- Κύριε, τούς προφήτας σου άπέκτειναν καί τά θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν· κάγώ ύπελείφθην μόνος, καί ζητούσι τήν ψυχήν μου. καί άποκρίνεται αύτώ- Έτι είσι μοι έπτακισχίλιοι άνδρες, οι ούκ έκαμψαν γόνυ τή ΒάαΛ. ον ούν τρόπον διά τούς έπτακισχιλίους έκείνους τήν οργήν ούκ έπέφερε τότε ό θεός, τόν αύτόν τρόπον καί νύν ούδέπω τήν κρίσιν έπήνεγκεν ή έπάγει, γινώσκων έτι καθ' ήμέραν τινάς μαθητευομένους είς τό όνομα τού Χριστού αύτού καί άπολείποντας τήν οδόν τής πλάνης, οι καίλαμβάνουσι δόματα έκαστος ώς άξιοι είσι, φωτιζόμενοι διά τού ονόματος τού Χριστού τού­ του- ό μέν γάρ Λαμβάνει συνέσεως πνεύμα, ό δέ βουλής, ό δέ ισχύος, ό δέ ίάσεως, ό δέ προγνώσεως, ό δέ διδασκαλίας, ό δέ φόβου θεού. Καί ό Τρύφων προς ταύτα είπέ μοι- Ότι παραφρονείς ταύτα λέγων, έπίστασθαί σε βούλομαι. Κάγώ προς αύτόν- Άκουσον, ώ ούτος, έλεγον, ότι ού μέμηνα ούδέ παραφρονώ- άλλά μετά τήν τού Χριστού είς τόν ούρανόν άνέλευσιν προεφητεύθη αίχμαλωτεύσαι αύτόν ήμάς άπό τής πλάνης καί δούναι ήμίν δόματα. είσί δέ οί λόγοι ούτοιΑνέβη είς ύψος, ήχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν, έδωκε δόματα τοίς άνθρώποις. οί λαβόντες ούν ήμείς δόματα παρά τού είς ύψος άναβάντος Χριστού ύμάς, τούς σοφούς έν έαυτοίς καί ένώπιον εαυτών επιστήμονας, άπό τών προφητικών Λόγων άποδείκνυμεν άνοήτους καί χείλεσι μόνον τιμώντας τόν θεόν καί τόν Χριστόν αύτού- ήμείς δέ καί έν έργοις καί γνώσει καί καρδίμ μέχρι θανάτου, οι έκ πάσης τής άληθείας μεμαθητευμένοι τιμώμεν. ύμείς δέ ίσως καί διά τούτο διστάζετε όμοΛογήσαι ότι ούτός έστιν ό Χριστός, ώς αί γραφαί άποδεικνύουσι καί τά φαινόμενα καί τά γινόμενα έπί τώ όνόματι αύτού, ίνα 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μή διώκησθε ύπό τών άρχόντων, οι ού παύσονται άπό τής του πονηρού καί πλάνου πνεύματος, τού όφεως, ένεργείας θανατοϋντες καί διώκοντες τούς τό όνομα τού Χριστού όμολογούντας, έως πάλιν παρή καί καταλύση πάντας καί τό κατ' άξίαν έκάστψ προσνείμη. Καί ό Τρύφων· Ήδη ούν τόν λόγον άποδος ήμϊν, ότι ούτος, όν φής έσταυρώσθαι καί άνεληλυθέναι είς τόν ούρανόν, έστιν ό Χριστός τού θεού, ότι γάρ καί παθητός ό Χριστός διά τών γραφών κηρύσσεται, καί μετά δόξης πάλιν παραγίνεσθαι, καί αιώνιον τήν βασιλείαν πάντων τών εθνών λήψεσθαι, πάσης βασιλείας αύτω ύποτασσομένης, ίκανώς διά τών προανιστορημέ­ νων ύπό σού γραφών άποδέδεικται· ότι δέ ούτός έστιν, άπόδειξον ήμιν. Κάγώ· Άποδέδεικται μέν ήδη, ώ άνδρες, τοις ώτα έχουσι καί έκ τών όμολογουμένων ύφ' ύμών· άλλ' όπως μή νομίσητε άπορείν με καί μή δύνασθαι καί προς ά άξιούτε άποδείξεις ποιεϊσθαι, ώς ύπεσχόμην, έν τώ προσήκοντι τόπψ ποιήσομαι, τά νύν δέ έπί τήν συνάφειαν ών έποιούμην λόγων άποτρέχω. Τό μυστήριον ούν τού προβάτου, ό τό πάσχα θύειν έντέταλται ό θεός, τύπος ήν τού Χριστού, ού τώ αϊματι κατά τόν λόγον τής είς αύτόν πίστεως χρίονται τούς οίκους έαυτών, τούτ' έστιν έαυτούς, οί πιστεύοντες είς αύτόν· ότι γάρ τό πλάσμα, ό έπλασεν ό θεός τόν Αδάμ, οικος έγένετο τού έμφυσήματος τού παρά τού θεού, καί πάντες νοειν δύνασθε. καί ότι πρόσκαιρος ήν καί αύτη ή έντολή, ούτως άποδείκνυμι. ούδαμοϋ θύεσθαι τό πρόβατον τού πάσχα ό θεός συγχωρει, εί μή έπί τόπψ φ έπικέκληται τό όνομα αύτού, είδώς ότι έλεύσονταιήμέραι μετά τό παθείν τόν Χριστόν, ότε καί ό τόπος τής Ιερουσαλήμ τοίς έχθροίς ύμών παςιαδοθήσεται καί παύ­ σονται άπασαι άπλώς προσφοραί γινόμεναι. καί τό κελευσθέν πρόβατον έκεΐνο οπτόν όλον γίνεσθαι τού πάθους τού σταυρού, δι' ού πάσχειν έμελλεν ό Χριστός, σύμβολον ήν. τό γάρ όπτώμενον πρόβατον σχηματιζόμενον ομοίως τώ σχήματι τού σταυ­ ρού όπτάται· είς γάρ όρθιος οβελίσκος διαπερονάται άπό τών κατωτάτω μερών μέχρι τής κεφαλής, καί εις πάλιν κατά τό 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μετάφρενον, φ προσαρτώνται καί αί χείρες του προβάτου, καί οί έν τή νηστείμ δέ τράγοι δύο όμοιοι κελευσθέντες γίνεσθαι, ών ό εις άποπομπαίος έγίνετο, ό δέ έτερος είς προσφοράν, τών δύο παρουσιών τού Χριστού καταγγελία ήσαν· μιάς μέν, έν ή ώς άποπομπαίον αύτόν παρεπέμψαντο οί πρεσβύτεροι τού λαού ύμών καί οί ιερείς, έπιβαλόντες αύτφ τάς χειρας καί θανατώσαντες αύτόν, καί τής δευτέρας δέ αύτού παρουσίας, ότι έν τφ αύτφ τόπψ τών Ιεροσολύμων έπιγνωσθήσεσθε αύτόν, τόν άτιμωθέντα ύφ' ύμών, καί προσφορά ήν ύπέρ πάντων τών μετανοείν βουλομένων άμαρτωλών καί νηστευόντων ήν καταλέγει Ήσαίας νηστείαν, διασπώντες στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμά­ των καί τά άλλα ομοίως τά κατηριθμημένα ύπ' αύτού, ά καί αύτός άνιστόρησα, φυλάσσοντες, ά ποιούσιν οί τφ Ιησού πιστεύοντες. καί ότι καί ή τών δύο τράγων τών νηστείμ κελευσθέντων προσφέρεσθαι προσφορά ούδαμού ομοίως συγκεχώρηται γίνεσθαι εί μή έν Ίεροσολύμοις, έπίστασθε. Καί ή τής σεμιδάλεως δέ προσφορά, ώ άνδρες, έλεγον, ή ύπέρ τών καθαριζομένων άπό τής λέπρας προσφέ­ ρεσθαι παραδοθείσα, τύπος ήν τού άρτου τής εύχαριστίας, ον είς άνάμνησιν τού πάθους, ού έπαθεν ύπέρ τών καθαιρομένων τάς ψυχάς άπό πάσης πονηριάς άνθρώπων, Ιησούς Χριστός ό κύριος ήμών παρέδωκε ποιείν, ϊνα άμα τε εύχαριστώμεν τφ θεφ ύπέρ τε τού τόν κόσμον έκτικέναι σύν πάσι τοίς έν αύτφ διά τόν άνθρωπον, καί ύπέρ τού άπό τής κακίας, έν ή γεγόναμεν, ήλευθερωκέναι ήμάς, καί τάς άρχάς καί τάς έξουσίας καταλελυκέναι τελείαν κατάλυσιν διά τού παθητού γενομένου κατά τήν βουλήν αύτού. όθεν περί μέν τών ύφ' ύμών τότε προσφερομένων θυσιών λέγει ό θεός, ώς προέφην, διά Μαλαχίου, ενός τών δώδεκα· Ούκ έστι θέλημά μου έν ύμίν, λέγει κύριος, καί τάς θυσίας ύμών ού προσδέξομαι έκ τών χειρών ύμών· διότι άπό άνατολής ήλιου έως δυσμών τό όνομά μου δεδόξασται έν τοίς έθνεσι, καί έν παντί τόπω θυμίαμα προσφέρεται τφ όνόματι μου καί θυσία καθαρά, ότι μέγα τό 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας όνομά μου έν τοίς έθνεσι, Λέγει κύριος, ύμείς δέ βεβηλούτε αύτό. περί δέ τών έν παντί τόπφ ύφ' ήμών τών έθνών προσφερομένων αύτφ θυσιών, τούτ' έστι τού άρτου τής εύχαριστίας καί τού ποτηριού ομοίως τής εύχαριστίας, προΛέγει τότε, είπών καί τό όνομα αύτού δοξάζειν ήμάς, ύμάς δέ βεβηΛούν. ή δέ έντοΛή τής περιτομής, κελεύουσα τή όγδοη ή μέρα έκ παντός περιτέμνειν τά γεννώμενα, τύπος ήν τής άΛηθινής περιτομής, ήν περιετμήθημεν άπό τής πΛάνης καί πονηριάς διά τού άπό νε­ κρών άναστάντος τή μιά τών σαββάτων ή μέρα Ιησού Χριστού τού κυρίου ήμών· μία γάρ τών σαββάτων, πρώτη μέν ούσα τών πασών ή μερών, κατά τόν άριθμόν πάΛιν τών πασών ήμερών τής κυκλοφορίας όγδοη καλείται, καί πρώτη ούσα μένει. ΆΛΛά καί τό δώδεκα κώδωνας έξήφθαι τού ποδή­ ρους τού άρχιερέως παραδεδόσθαι τών δώδεκα αποστόλων τών έξαφθέντων άπό τής δυνάμεως τού αιωνίου ίερέως Χριστού, δι' ών τής φωνής ή πάσα γή τής δόξης καί χάριτος τού θεού καί τού Χριστού αύτού έπληρώθη, σύμβολον ήν. διό καί ό Δαυείδ Λέγει- Είς πάσαν τήν γήν έξήλθεν ό φθόγγος αύτών καί είς τά πέρατα τής οικουμένης τά ρήματα αύτών. καί ό Ήσαίας ώς άπό προσώπου τών αποστόλων, Λεγόντων τφ Χριστφ ότι ούχί τή άκοή αύτών πιστεύουσιν άλλά τή αύτού τού πέμψαντος αύτούς δυνάμει, διό Λέγει ούτως- Κύριε, τίς έπίστευσε τή άκοή ήμών; καί ό βραχίων κυρίου τίνι άπεκαλύφθη; άνηγγείλαμεν ένώπιον αύτού ώς παιδίον, ώς ·ίζα έν γή διψώση, καί τά έξής τής προ­ φητείας προλελεγμένα. τό δέ είπείν τόν Λόγον ώς άπό προ­ σώπου πολλών Ανηγγείλαμεν ένώπιον αύτού, καί έπαγαγείν Ώς παιδίον, δηλωτικόν τού τούς πονηρούς ύπηκόους αύτού γενομένους ύπηρετήσαι τή κελεύσει αύτού καί πάντας ώς έν παιδίον γεγενήσθαι. όποιον καί έπί τού σώματος έστιν ίδείν- πολλών άριθμουμένων μελών τά σύμπαντα έν καλείται καί έστι σώμα· καί γάρ δήμος καί έκκλησία, πολλοί τόν άριθ­ μόν όντες άνθρωποι, ώς έν όντες πράγμα τή μιά κλήσεικαλούν- 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ται καί προσαγορεύονται. καί τά άλλα δέ πάντα άπΛώς, ώ άνδρες, έφην, τά ύπό Μωυσέως διαταχθέντα δύναμαι καταριθμών άποδεικνύναι τύπους καί σύμβολα καί καταγγελίας τών τφ Χριστφ γίνεσθαι μεΛΛόντων καί τών εις αύτόν πιστεύειν προεγνωσμένων καί τών ύπ' αύτού Χριστού ομοίως γίνεσθαι μεΛ­ Λόντων. άΛΛ' έπειδή καί ά κατηριθμησάμην τά νύν ικανά δοκεϊ μοι είναι, έπί τόν Λόγον τή τάξει παριών έρχομαι. Ώς ούν άπό Αβραάμ ήρξατο περιτομή καί άπό Μωυσέως σάββατον καί θυσίαι καί προσφοραί καί έορταί, καί άπεδείχθη διά τό σκΛηροκάρδιον τού Λαού ύμών ταύτα διατετάχθαι, ούτως παύσασθαι έδεικατά τήν τού πατρός βουΛήν εις τόν διά τής άπό τού γένους τού Αβραάμ καί φυΛής Ιούδα καί Δαυείδ παρθένου γεννηθέντα υιόν τού θεού Χριστόν, όστις καί αιώνιος νόμος καί καινή διαθήκη τφ παντίκόσμψ έκηρύσσετο προεΛευσόμενος, ώς αί προΛεΛεγμέναι προφητεϊαι σημαίνουσι. καί ήμείς, οί διά τούτου προσχωρήσαντες τφ θεφ, ού ταύτην τήν κατά σάρκα παρεΛάβομεν περιτομήν, άΛΛά πνευματικήν, ήν Ένώχ καί οί όμοιοι έφύΛαξαν· ήμείς δέ διά τού βαπτίσματος αύτήν, έπειδή άμαρτωΛοί έγεγόνειμεν, διά τό έλεος τό παρά τού θεού έΛάβομεν, καί πάσιν έφετόν ομοίως Λαμβάνειν. περί δέ τού τής γενέσεως αύτού μυστηρίου ήδη Λέγειν κατεπείγοντος Λέγω. Ήσαίας ούν περί τού γένους αύτού τού Χριστού, ότι άνεκδιήγητόν έστιν άνθρώποις, ούτως έφη ώς καί προγέγραπται· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; ότι αίρεται άπό τής γής ή ζωή αύτού, άπό τών άνομιών τού Λαού μου ήχθη εις θάνατον, ώς άνεκδιηγήτου ούν όντος τού γένους τούτου άποθνήσκειν μέΛΛοντος ϊνα τφ μώΛωπι αύτού ίαθώμεν οί άμαρτωΛοί άνθρωποι, τό προφητικόν πνεύμα ταύτα εϊπεν. έτι καί ϊνα ον τρόπον γέγονεν έν κόσμψ γεννηθείς έπιγνώναι έχωσιν οί πιστεύοντες αύτφ άνθρωποι, διά τού αύτού Ήσαίου τό προφητικόν πνεύμα ώς μέΛΛει γίνεσθαι προεφήτευσεν ούτως· Καί προσέθετο κύριος ΛαΛήσαι τφ Αχαζ, Λέγων· Αϊτησον σεαυτφ σημεϊον παρά κυρίου τού θεού σου εις βάθος 4 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ή είς ύψος, καί είπεν Άχαζ· Ού μή αιτήσω ούδ' ού μή πειράσω κύριον, καί είπεν Ήσαίας· Ακούετε δή, οίκος Δαυείδ. μή μικρόν ύμίν άγώνα παρέχειν άνθρώποις; καί πώς κυρίω παρέχετε άγώνα; διά τούτο δώσει κύριος αύτός ύμίν σημεΐονιδού ή παρθένος έν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν, καί καλέσεται τό όνομα αύτού Εμμανουήλ, βούτυρον καί μέλι φάγεται. πριν ή γνώναι αύτόν ή προελέσθαι πονηρά έκλέξεται τό άγαθόν- διότι, πριν ή γνώναι τό παιδίον αγαθόν ή κακόν, άπειθεί πονηρά τού έκλέξασθαι τό άγαθόν. διότι, πρίν ή γνώναι τό παιδίον καλείν πατέρα ή μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιλέως Ασσυριών, καί καταΛηφθήσεταιή γή ήν σύ σκληρώς οϊσεις άπό προσώπου τών δύο βασιλέων, άλλ' έπάξει ό θεός έπί σε καί έπί τόν Λαόν σου καί έπί τόν οίκον τού πατρός σου ήμέρας, αι ούδέπω ήκασιν έπί σέ, άπό τής ήμέρας ής άφειλεν Έφράϊμ άπό Ιούδα, τόν βασιλέα τών Ασσυριών. ότι μέν ούν έν τφ γένει τφ κατά σάρκα τού Αβραάμ ούδείς ούδέποτε άπό παρθένου γεγέννηται ούδέ λέλεκται γεγεννημένος άλλ' ή ούτος ό ήμέτερος Χριστός, πάσι φανερόν έστιν. έπεί δέ ύμείς καί οί διδάσκαλοι ύμών τολμάτε Λέγειν μηδέ είρήσθαι έν τή προφητείμ τού Ήσαίου Ιδού ή παρ­ θένος έν γαστρί έξει, άλλ' Ιδού ή νεάνις έν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν, καί έξηγείσθε τήν προφητείαν ώς είς Έζεκίαν, τόν γενόμενον ύμών βασιλέα, πειράσομαι καί έν τούτψ καθ' ύμών βραχέα έξηγήσασθαι καί άποδείξαι είς τούτον είρήσθαι τόν όμολογούμενον ύφ' ήμών Χριστόν. Ούτω γάρ κατά πάντα άθφος ύμών χάριν εύρεθήσομαι, εί άποδείξεις ποιούμενος άγωνίζομαι ύμάς πεισθήναιέάν δέ ύμείς, σκληροκάρδιοι μένοντες ή άσθενείς τήν γνώμην διά τόν άφωρισμένον τοϊς Χριστιανοίς θάνατον, τφ άληθεί συντίθεσθαι μή βούλησθε, έαυτοίς αίτιοι φανήσεσθε. καί εξαπατάτε εαυτούς, ύπονοούντες διά τό είναι τού Αβραάμ κατά σάρκα σπέρμα πάντως κληρονομήσειν τά κατηγγελμένα παρά τού θεού διά τού Χριστού δοθήσεσθαι αγαθά. ούδείς γάρ ούδέν έκεί- 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νων ούδαμόθεν λαβείν έχει πΛήν οί τή γνώμη έξομοιωθέντες τή πίστει του Αβραάμ καί έπιγνόντες τά μυστήρια πάντα, Λέγω δέ ότι τίς μέν εντολή είς θεοσέβειαν καί δικαιοπραξίαν διετέτακτο, τίς δέ έντοΛή καί πράξις όμοίως εϊρητο ή είς μυστήριον τού Χριστού ή διά τό σκΛηροκάρδιον τού Λαού ύμών. καί ότι τούτο έστιν έν τφ ΙεζεκιήΛ περί τούτου άποφαινόμενος ό θεός ειπεν· ’Εάν Νώε καί Ιακώβ καί Δανιήλ έξαιτήσωνται ή υιούς ή θυγατέρας, ού μή δοθήσεται αύτοίς. καί έν τώ Ήσαίμ είς τούτο αύτό έφη ούτως· Είπε κύριος ό θεός· Καί έξελεύσονται καί όψονται τά κώλα τών παραβεβηκότων άνθρώπων- ό γάρ σκώληξ αύτών ού τελευτήσει, καί τό πύρ αύτών ού σβεσθήσεται, καί έσονται είς όρασιν πάση σαρκί. ώς τεμόντας ύμάς άπό τών ψυχών ύμών τήν έλπίδα ταύτην σπουδάσαι δει έπιγνώναι, δι' ής οδού άφεσις ύμίν τών άμαρτιών γενήσεται καί έλπίς τής κληρονομιάς τών κατηγγελμένων άγαθών· έστι δ' ούκ άλλη ή αύτη, ινα τούτον τόν Χριστόν έπιγνόντες καί λουσάμενοι τό ύπέρ άφέσεως άμαρτιών διά Ήσαίου κηρυχθέν λουτρόν άναμαρτήτως λοιπόν ζήσητε. Καί ό Τρύφων· Εί καί έγκόπτειν δοκώ τοίς λόγοις τούτοις οίς λέγεις άναγκαίοις ούσιν έξετασθήναι, άλλ' ούν κατεπείγοντος τού έπερωτήματος, ό έξετάσαι βούλομαι, άνάσχου μου πρώτον. Κάγώ· Όσα βούλει έξέταζε, ώς σοι επέρχεται· έγώ γάρ καί μετά τάς εξετάσεις καί άποκρίσεις τούς λόγους άναλαμβάνειν πειράσομαι καί πληρούν. Κάκείνος- Είπέ ούν μοι, έφη· Οί ζήσαντες κατά τόν νόμον τόν διαταχθέντα διά Μωϋσέως ζήσονται όμοίως τφ Ιακώβ καί τφ Ένώχ καί τφ Νώε έν τή τών νεκρών άναστάσει ή ού; Κάγώ προς αύτόν· Είπόντος μου, ώ άνθρωπε, τά λελεγμένα ύπό τού Ιεζεκιήλ, ότι Κάν Νώε καί Δανιήλ καί Ιακώβ έξαιτήσωνταιυίούς καί θυγατέρας, ού δοθήσεται αύτοίς, άλλ' έκαστος τή αύτού δικαιοσύνη δήλον ότι σωθήσεται, ότι καί τούς κατά τόν νόμον τόν Μωϋσέως πολιτευσαμένους όμοίως σωθή- 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας σεσθαι ειπον. και γάρ έν τώ Μωυσέως νόμφ τά φύσει καλά και ευσεβή καί δίκαια νενομοθέτηται πράττειν τούς πειθομένους αύτοίς, καί προς σκΛηροκαρδίαν δέ τού Λαού διαταχθέντα γίνεσθαι ομοίως άναγέγραπται, ά καί έπραττον οί ύπό τόν νό­ μον. έπεί οί τά καθόΛου καί φύσει καί αιώνια καλά έποίουν εύάρεστοί είσι τφ θεφ, καί διά τού Χριστού τούτου έν τή άναστάσει ομοίως τοις προγενομένοις αύτών δικαίοις, Νώε καίΈνώχ καί Ιακώβ καί εί τινες άΛΛοι γεγόνασι, σωθήσονται σύν τοίς έπιγνούσι τόν Χριστόν τούτον τού θεού υιόν, ός καί προ εωσφό­ ρου καί σεΛήνης ήν, καί διά τής παρθένου ταύτης τής άπό τού γένους τού Δαυείδ γεννηθήναι σαρκοποιηθείς ύπέμεινεν, ϊνα διά τής οικονομίας ταύτης ό πονηρευσάμενος τήν άρχήν όφις καί οί έξομοιωθέντες αύτφ άγγεΛοι καταΛυθώσι, καί ό θάνατος καταφρονηθή καί έν τή δευτέρμ αύτού τού Χριστού παρουσίμ άπό τών πιστευόντων αύτφ καί εύαρέστως ζώντων παύσηται τέΛεον, ύστερον μηκέτ' ών, όταν οί μέν εις κρίσιν καί καταδίκην τού πυρός άπαύστως κοΛάζεσθαι πεμφθώσιν, οί δέ έν άπαθείμ καί άφθαρσίμ καί άΛυπίμ καί άθανασίμ συνώσιν. ’Εάν δέ τινες καί νύν ζήν βούΛωνται φυΛάσσοντες τά διά Μωυσέως διαταχθέντα καί πιστεύσωσιν έπί τούτον τόν σταυρωθέντα Τησούν, έπιγνόντες ότι αύτός έστιν ό Χριστός τού θεού καί αύτφ δέδοται τό κρϊναι πάντας άπΛώς καί αύτού έστιν ή αιώνιος βασιλεία, δύνανται καί αύτοί σωθήναι; έπυνθάνετό μου. Κάγώ πάΛιν· Συσκεψώμεθα κάκεϊνο, εί ένεστιν, έλεγον, φυΛάσσειν τά διά Μωυσέως διαταχθέντα άπαντα νύν. Κάκεϊνος άπεκρίνατο· Ού· γνωρίζομεν γάρ ότι, ώς έφης, ούτε πρόβατον τού πάσχα άΛΛαχόσε θύειν δυνατόν ούτε τούς τή νηστείμ κεΛευσθέντας προσφέρεσθαι χιμάρους ούτε τάς άΛΛας άπΛώς άπάσας προσφοράς. Κάγώ· Τίνα ούν ά δυνατόν έστι φυΛάσσειν, παρακαλώ, Λέγε αύτός· πεισθήση γάρ ότι μή φυλάσσων τά αιώνια δικαιώματά τις ή πράξας σωθήναι έκ παντός έχει. Κάκεϊνος· Τό σαββατίζειν Λέγω καί τό περιτέμνεσθαι καί τό τά έμμηνα φυΛάσσειν καί τό βαπτίζεσθαι άψάμενόν 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τίνος ών άπηγόρευται ύπό Μωϋσέως ή έν συνουσίμ γενόμενον. Κάγώ έφην· Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ καί Νώε καί Ιώβ, καί ε’ί τινες άΛΛοιγεγόνασι προ τούτων ή μετά τούτους ομοίως δίκαιοι, Λέγω δέ καί Σάρραν τήν γυναίκα τού Αβραάμ, καί'Ρεβέκκαν τήν τού Ισαάκ, καί'ΡαχήΛ τήν τού Ιακώβ, καί Λείαν, καί τάς Λοιπάς άΛΛας τάς τοιαύτας μέχρι τής Μωϋσέως, τού πιστού θεράποντος, μητρός, μηδέν τούτων φυΛάξαντας, εί δοκούσιν ύμίν σωθήσεσθαι; Καί ό Τρύφων άπεκρίνατο· Ού περιετέτμητο Αβραάμ καί οί μετ' αύτόν; Κάγώ· Έπίσταμαι, έφην, ότι περιετέτμητο Αβραάμ καί οί μετ' αύτόν· διά τί δέ έδόθη αύτοίς ή περιτομή, έν ποΛΛοίς τοίς προΛεΛεγμένοις είπον, καί εί μή δυσωπεί ύμάς τά Λεγάμενα, πάΛιν έξετάσωμεν τόν Λόγον, ότιδέ μέχρι Μωϋσέως ούδείς απλώς δίκαιος ούδέν όΛως τούτων περί ών έζητούμεν έφύΛαξεν ούδέ έντοΛήν έΛαβε φυΛάσσειν, πΛήν τήν άρχήν Λαβούσης άπό Αβραάμ τής περιτομής, έπίστασθε. Κάκείνος· Έπιστάμεθα, έφη, καί ότι σώζονται όμοΛογούμεν. Κάγώ πάΛιν· Διά τό σκΛηροκάρδιον τού Λαού ύμών πάντα τά τοιαύτα έντάλματα νοείτε τόν θεόν διά Μωϋσέως έντειΛάμενον ύμίν, ίνα διά πολλών τούτων έν πάση πράξει προ όφθαΛμών άεί έχητε τόν θεόν καί μήτε άδικείν μήτε άσεβείν άρχησθε. καί γάρ τό κόκκινον βάμμα περιτιθέναι αύτοίς ένετείΛατο ύμίν, ίνα διά τούτου μή Λήθη ύμάς Λαμβάνη τού θεού, καί φυΛακτήριον έν ύμέσιλεπτοτάτοις γεγραμμένων χαρακτήρων τινών, ά πάντως άγια νοούμεν είναι, περικείσθαι ύμάς έκέΛευσε, καί διά τούτων δυσωπών ύμάς άεί μνήμην έχειν τού θεού, άμα τε καί έλεγχον έν ταίς καρδίαις ύμών. ού δέ μικράν μνήμην έχετε τού θεοσεβείν, καί ούδ' ούτως έπείσθητε μή είδωΛοΛατρειν, άλλ' έπίΉΛίου όνομάζων τόν άριθμόν τών μή καμψάντων γόνυ τή ΒάαΛ, έπτακισχιΛίους τόν άριθμόν όντας είπε, καί έν τφ Ήσαίμ καί τά τέκνα ύμών θυσίαν πεποιηκέναι τοις είδώΛοις έΛέγχειύμάς. ήμείς δέ, ύπέρ τού μή θυσιάζειν οίς πάλαν έθύομεν, ύπομένομεν τάς έσχάτας τιμωρίας, 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί θανατούμενοιχαίρομεν, πιστεύοντες ότι άναστήσει ήμάς ό θεός διά του Χριστού αύτού καί άφθάρτους καί άπαθείς καί άθανάτους ποιήσει· καί ούδέν συμβάλλεσθαι προς δικαιοπραξίαν καί εύσέβειαν τά διά τήν σκληροκαρδίαν τού λαού ύμών διαταχθέντα γινώσκομεν. Καί ό Τρύφων πάλιν· ’Εάν δέ τις, είδώς ότι ταύτα ούτως έχει, μετά τού καί τούτον είναι τόν Χριστόν έπίστασθαι δήλον ότι καί πεπιστευκέναι καί πείθεσθαι αύτφ, βούλεται καί ταύτα φυλάσσειν, σωθήσεται; έπυνθάνετο. Κάγώ· Ώς μέν έμοί δοκεί, ώ Τρύφων, λέγω ότι σωθήσεται ό τοιούτος, έάν μή τούς άλλους άνθρώπους, λέγω δή τούς άπό τών έθνών διά τού Χριστού άπό τής πλάνης περιτμηθέντας, έκ παντός πείθειν άγωνίζηται ταύτά αύτφ φυλάσσειν, λέγων ού σωθήσεσθαι αύτούς έάν μή ταύτα φυλάξωσιν, όποιον έν άρχή τών λόγων καί σύ έπραττες, άποφαινόμενος ού σωθήσεσθαί με έάν μή ταύτα φυλάξω. Κάκείνος· Διά τί ούν είπας- Ώς μέν έμοί δοκεί, σωθή­ σεται ό τοιούτος, εί μήτι είσιν οί λέγοντες ότι ού σωθήσονται οί τοιούτοι; Είσίν, άπεκρινάμην, ώ Τρύφων, καί μηδέ κοινωνείν ομιλίας ή έστίας τοίς τοιούτοις τολμώντες· οίς έγώ ού σύναινός είμι. άλλ' έάν αύτοί διά τό άσθενές τής γνώμης καί τά όσα δύνανται νύν έκ τών Μωϋσέως, α διά τό σκληροκάρδιον τού λαού νοούμεν διατετάχθαι, μετά τού έπί τούτον τόν Χριστόν έλπιζειν καί τάς αιωνίους καί φύσει δικαιοπραξίας καί εύσεβείας φυ­ λάσσειν βούλωνται καί αίρώνται συζήν τοίς Χριστιανοίς καί πιστοίς, ώς προειπον, μή πείθοντες αύτούς μήτε περιτέμνεσθαι ομοίως αύτοίς μήτε σαββατίζειν μήτε άλλα όσα τοιαύτά έστι τηρείν, καί προσλαμβάνεσθαι καί κοινωνείν άπάντων, ώς όμοσπλάγχνοις καί άδελφοΐς, δείν άποφαίνομαι. εάν δέ οί άπό τού γένους τού ύμετέρου πιστεύειν λέγοντες έπί τούτον τόν Χριστόν, ώ Τρύφων, έλεγον, έκ παντός κατά τόν διά Μωϋσέως διαταχθέντα νόμον άναγκάζουσι ζήν τούς έξ έθνών πιστεύοντας έπί τούτον τόν Χριστόν ή μή κοινωνείν αύτοίς τής τοιαύτης συνδιαγωγής αίρούνται, ομοίως καί τούτους ούκ άποδέχομαι. 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας τούς δέ πειθομένους αύτοις έπί τήν έννομον πολιτείαν μετά τού φυλάσσειν τήν είς τόν Χριστόν τού θεού όμοΛογίαν καί σωθήσεσθαι ίσως ύπολαμβάνω. τούς δέ όμοΛογήσαντας καί έπιγνόντας τούτον είναι τόν Χριστόν καίήτινιουν αίτια μεταβάντας έπί τήν έννομον πολιτείαν, άρνησαμένους ότι ούτός έστιν ό Χριστός, καί πριν τελευτής μή μεταγνόντας, ούδ' όλως σω­ θήσεσθαι άποφαίνομαι. καί τούς άπό τού σπέρματος τού Αβραάμ ζώντας κατά τόν νόμον καί έπί τούτον τόν Χριστόν μή πιστεύ­ οντας πριν τελευτής τού βίου ού σωθήσεσθαι ομοίως άποφαίνομαι, καί μάλιστα τούς έν ταΐς συναγωγαίς καταθεματίσαντας καί καταθεματίζοντας τούς έπ' αύτόν τούτον τόν Χριστόν πιστεύοντας όπως τύχωσι τής σωτηρίας καί τής τιμωρίας τής έν τφ πυρί άπαλλαγώσιν. ή γάρ χρηστότης καί ή φιλανθρωπία τού θεού καί τό άμετρον τού πλούτου αύτού τόν μετανοοΰντα άπό τών άμαρτημάτων, ώς δι' Ιεζεκιήλ μηνύει, ώς δίκαιον καί άναμάρτητον έχει· καί τόν άπό εύσεβείας ή δικαιοπραξίας μετατιθέμενον έπί άδικίαν καί άθεότητα ώς άμαρτωλόν καί άδικον καί άσεβή έπίσταται. διό καί ό ήμέτερος κύριος Ιησούς Χριστός ειπεν· Έν οίς άν ύμάς καταλάβω, έν τούτοις καί κρινώ. Καί ό Τρύφων· Καί περί τούτων όσα φρονείς άκηκόαμεν, ειπεν. άναλαβών ούν τόν Λόγον, όθεν έπαύσω, πέραινε· παράδοξός τις γάρ ποτέ καί μή δυνάμενος όλως άποδειχθήναι δοκει μοι είναι- τό γάρ Λέγειν σε προϋπάρχειν θεόν όντα προ αιώνων τούτον τόν Χριστόν, είτα καί γεννηθήναι άνθρωπον γενόμενον ύπομείναι, καί ότι ούκ άνθρωπος έξ άνθρώπου, ού μόνον παράδοξον δοκει μοι είναι άλλά καί μωρόν. Κάγώ προς ταύτα έφην· Οιδ' ότι παράδοξος ό Λόγος δοκεί είναι, καί μάλιστα τοίς άπό τού γένους ύμών, οϊτινες τά τού θεού ούτε νοήσαι ούτε ποιήσαί ποτέ βεβούλησθε, άλλά τά τών διδασκάλων ύμών, ώς αύτός ό θεός βομ. ήδη μέντοι, ώ Τρύφων, είπον, ούκ άπόλλυται τό τούτον είναι Χριστόν τού θεού, έάν άποδείξαι μή δύνωμαι ότι καί προϋπήρχεν υιός τού ποιητου τών όλων, θεός ών, καίγεγένηται άνθρωπος διά τής παρθένου. 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άλλά έκ παντός άποδεικνυμένου ότι ούτός έστιν ό Χριστός ό τού θεού, όστις ούτος έσται, έάν δέ μή άποδεικνύω ότι προϋπήρχε καί γεννηθήναι άνθρωπος ομοιοπαθής ήμίν, σάρκα έχων, κατά τήν τού πατρός βουλήν ύπέμεινεν, έν τούτψ πεπλανήσθαί με μόνον λέγειν δίκαιον, άλλά μή άρνεισθαι ότι ούτός έστιν ό Χριστός, έάν φαίνηται ώς άνθρωπος έξ άν­ θρώπων γεννηθείς, καί έκλογή γενόμενος είς τόν Χριστόν είναι άποδεικνύηται. καί γάρ είσί τινες, ώ φίλοι, έλεγον, άπό τού ύμετέρου γένους όμολογούντες αύτόν Χριστόν είναι, άν­ θρωπον δέ έξ άνθρώπων γενόμενον άποφαινόμενοι· οις ού συν­ τίθεμαι, ούδ' άν πλεϊστοι ταύτά μοι δοξάσαντες ε’ίποιεν, έπειδή ούκ άνθρωπείοις διδάγμασι κεκελεύσμεθα ύπ' αύτού τού Χριστού πείθεσθαι, άλλά τοίς διά τών μακαρίων προφητών κηρυχθείσι καί δι' αύτού διδαχθείσι. Καί ό Τρύφων· Έμοί μέν δοκουσιν, είπεν, οί λέ­ γοντες άνθρωπον γεγονέναι αύτόν καί κατ' έκλογήν κεχρίσθαι καί Χριστόν γεγονέναι πιθανώτερον ύμών λέγειν, τών ταύτα άπερ φής λεγόντων· καί γάρ πάντες ήμείς τόν Χριστόν άνθρω­ πον έξ άνθρώπων προσδοκώμεν γενήσεσθαι, καί τόν Ήλίαν χρίσαι αύτόν έλθόντα. έάν δέ ούτος φαίνηται ών ό Χριστός, άνθρωπον μέν έξ άνθρώπων γενόμενον έκ παντός έπίστασθαι δει. έκ δέ τού μηδέ Ήλίαν έληλυθέναι ούδέ τούτον άποφαίνομαι είναι. Κάγώ πάλιν έπυθόμην αύτού· Ούχί Ήλίαν φησίν ό λόγος διά Ζαχαρίου έλεύσεσθαι προ τής ήμέρας τής μεγάλης καί φοβεράς ταύτης τού κυρίου; Κάκείνος άπεκρίνατο· Μάλιστα. Έάν ούν ό λόγος άναγκάξη όμολογείν ότι δύο παρουσίαι τού Χριστού προεφητεύοντο γενησόμεναι, μία μέν, έν ή παθητός καί άτιμος καί άειδής φανήσεται, ή δέ έτέρα, έν ή καί ένδοξος καί κριτής άπάντων έλεύσεται, ώς καί έν πολλοίς τοίς προλελεγμένοις άποδέδεικται, ούχί τής φοβεράς καί μεγάλης ήμέρας τούτ' έστι τής δευτέρας παρουσίας αύτού, πρόοδον γενήσεσθαι τόν Ήλίαν νοήσομεν τόν λόγον τού θεού κεκηρυχέναι; Μάλιστα, άπεκρίνατο. 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί ό ήμέτερος ούν κύριος, έφην, τούτο αύτό έν τοίς διδάγμασιν αύτού παρέδωκε γενησόμενον, είπών καί Ήλίαν έλεύσεσθαι· καί ήμείς τούτο έπιστάμεθα γενησόμενον, όταν μέλλη έν δόξη έξ ούρανών παραγίνεσθαι ό ήμέτερος κύριος Ιησούς Χριστός, ού καί τής πρώτης φανερώσεως κήρυξ προήλθε τό έν Ήλία γενόμενον πνεύμα τού θεού, έν Ιωάννη, τφ γενομένφ έν τφ γένειύμών προφήτη, μεθ' ον ούδείς έτερος λοιπός παρ' ύμίν έφάνη προφήτης· όστις έπί τόν Ίορδάνην ποταμόν καθεζόμενος έβόα· Εγώ μέν ύμάς βαπτίζω έν ύδατι είς μετάνοιαν· ήξει δέ ό ισχυρότερος μου, ού ούκ είμί ικανός τά ύποδήματα βαστάσαι· αύτός ύμάς βαπτίσει έν πνεύματι άγίφ καί πυρί. ού τό πτύον αύτού έν τή χειρί αύτού, καί διακαθαριεί τήν άλωνα αύτού καί τόν σίτον συνάξει είς τήν άποθήκην, τό δέ άχυρον κατακαύσει πυρί άσβέστφ. καί τούτον αύτόν τόν προφήτην συνεκεκλείκει ό βασιλεύς ύμών Ηρώδης είς φυλακήν, καί γενεσίων ήμέρας τελουμένης, όρχουμένης τής έξαδέλφης αύτού τού Ήρώδου εύαρέστως αύτφ, ειπεν αύτή αίτήσασθαιό έάν βούληται. καί ή μήτηρ τής παιδός ύπέβαλεν αύτή αίτήσασθαι τήν κεφαλήν Ίωάννου τού έν τή φυλακή· καί αίτησάσης έπεμψε καί έπί πίνακι ένεχθήναι τήν κεφαλήν Ίωάννου έκέλευσε. διό καί ό ήμέτερος Χριστός είρήκει έπί γής τότε τοίς λέγουσι προ τού Χριστού Ήλίαν δειν έλθειν· Ήλίας μέν έλεύσεται καί άποκαταστήσει πάντα· λέγω δέ ύμίν ότι Ήλίας ήδη ήλθε, καί ούκ έπέγνωσαν αύτόν, άλλ' έποίησαν αύτφ όσα ήθέλησαν. καίγέγραπται ότι Τότε συνήκαν οί μαθηταί ότι περί Ίωάννου τού βαπτιστού ειπεν αύτοις. Καί ό Τρύφων· Καί τούτο παράδοξον λέγειν μοι δοκεις, ότι τό έν Ήλία τού θεού γενόμενον προφητικόν πνεύμα καί έν Ιωάννη γέγονε. Κάγώ προς ταύτα- Ού δοκεί σοι έπί Ίησούν, τόν τού Ναυή, τόν διαδεξάμενον τήν λαοηγησίαν μετά Μωϋσέα, τό αύτό γεγονέναι, ότε έρρέθη τφ Μωυσεί έπιθείναι τώ Ιησού τάς χειρας, είπόντος αύτού τού θεού- Κάγώ μεταθήσω άπό τού πνεύματος τού έν σοί έπ' αύτόν; 4. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΕΛΛηνας Κάκείνος· ΜάΛιστα. Ώς ούν, φημί, έτι όντος τότε έν άνθρώποις τού Μωυσέως, μετέθηκεν έπί τόν Ίησοϋν ό θεός άπό τού έν Μωυσει πνεύ­ ματος, ούτως καί άπό τού ΉΛίου έπί τόν Ίωάννην έΛθειν ό θεός δυνατός ήν ποιήσαι, ϊνα, ώσπερ ό Χριστός τή πρώτη πα­ ρουσία άδοξος έφάνη, ούτως καί τού πνεύματος τού έν ΗΛίμ πάντοτε καθαρεύοντος, τού Χριστού, άδοξος ή πρώτη παρουσία νοηθή. κρύφια γάρ χειρί ό κύριος ποΛεμεϊν τόν ΑμαΛήκ ε ίρηται, καί ότι έπεσεν ό ΑμαΛήκ ούκ άρνήσεσθε. εί δέ έν τή ένδόξφ παρουσίμ τού Χριστού ποΛεμηθήσεσθαι τόν ΑμαΛήκ μόνον Λέγεται, ποιος καρπός έσται τού Λόγου, ός φησι· Κρυφίμ χειρί ό θεός ποΛεμεί τόν ΑμαΛήκ; νοήσαι δύνασθε ότι κρυφίμ δύναμις τού θεού γέγονε τφ σταυρωθέντι Χριστφ, ον καί τά δαιμόνια φρίσσει καί πάσαι άπΛώς αί άρχαί καί έξουσίαι τής γής. Καί ό Τρύφων· Έοικάς μοι έκ ποΛΛής προστρίψεως τής πρός ποΛΛούς περί πάντων τών ζητουμένων γεγονέναικαί διά τούτο έτοίμως έχειν άποκρίνεσθαι πρός πάντα ά άν έπερωτηθής. άπόκριναι ούν μοι πρότερον, πώς έχεις άποδείξαι ότι καί άλλος θεός παρά τόν ποιητήν τών όΛων, καί τότε άποδείξεις ότι καίγεννηθήναι διά τής παρθένου ύπέμεινε. Κάγώ έφην· Πρότερόν μοι συγχώρησον είπείν Λόγους τινάς έκ τής Ήσαίου προφητείας, τούς είρημένους περί τής προεΛεύσεως ήν προεΛήΛυθεν αύτού τού κυρίου ήμών Ιησού Χριστού τούτου Ιωάννης ό βαπτιστής καί προφήτης γενόμενος. Κάκείνος· Συγχωρώ. Κάγώ ειπον· Ήσαίας ούν περί τής Ίωάννου προεΛεύσεως ούτως προείπε· Καί ειπεν Έζεκίας πρός Ήσαίαν· Αγαθός ό Λόγος κυρίου, ον έΛάΛησε· γενέσθω ειρήνη καί δικαιοσύνη έν ταίς ήμέραις μου. καί· ΠαρακαΛείτε τόν Λαόν· ιερείς, ΛαΛήσατε είς τήν καρδίαν Ιερουσαλήμ καί παρακαΛέσατε αύτήν, ότι έπΛήσθη ή ταπείνωσις αύτής· ΛέΛυται αύτής ή άμαρτία, ότι έδέξατο έκ χειρός κυρίου διπΛά τά άμαρτήματα αύτής. φωνή βοώντος έν τή έρήμ<φ· ετοιμάσατε τάς οδούς κυρίου, εύθείας ποιείτε τάς τρίβους τού θεού ήμών. πάσα φάραγξ πΛηρωθή- 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας σεται, καί πάν όρος καί βουνός ταπεινωθήσεται· καί έσται πάντα τά σκολιά είς εύθείαν, καί ή τραχεία είς οδούς λείας· καί όφθήσεται ή δόξα κυρίου, καί όψεται πάσα σάρξ τό σωτήριον τού θεού, ότι κύριος έλάλησε. φωνή λέγοντος· Βόησον. καί είπονΤί βοήσω; Πάσα σάρξ χόρτος, καί πάσα δόξα άνθρώπου ώς άνθος χόρτου, έξηράνθη ό χόρτος, καί τό άνθος αύτού έξέπεσε, τό δέ ρήμα κυρίου μένει είς τόν αιώνα. Επ' όρους ύψηλού άνάβηθι, ό εύαγγελιζόμένος Σιών· ύψωσον τή ίσχύϊ τήν φωνήν σου, ό εύαγγελιζόμενος Ιερουσαλήμ, ύψώσατε, μή φοβείσθε. είπον ταις πόλεσιν Ιούδα· Ιδού ό θεός ύμών· κύριος ιδού μετ' ’ισχύος έρχεται, καί ό βραχίων μετά κυρίας έρχεται, ιδού ό μισθός μετ' αύτού, καί τό έργον έναντίον αύτού. ώς ποιμήν ποιμανεί τό ποίμνιον αύτού, καί τφ βραχίονι συνάξει άρνας, καί τήν έν γαστρί έχουσαν παρακαλέσει. Τίς έμετρησε τή χειρί τό ύδωρ καί τόν ούρανόν σπιθαμή καί πάσαν τήν γήν δρακί; τίς έστησε τά όρη σταθμφ καί τάς νάπας ζυγφ; τίς έγνω νούν κυρίου, καί τίς αύτού σύμβουλος έγένετο, ός συμβιβάσει αύτόν; ή προς τίνα συνεβουλεύσατο, καί συνεβίβασεν αύτόν; ή τίς έδειξεν αύτφ κρίσιν; ή οδόν συνέσεως τίς έγνώρισεν αύτφ; πάντα τά έθνη ώς σταγών άπό κάδου, καί ώς •οπή ζυγού έλογίσθησαν, καί ώς πτύελος λογισθήσονται. ό δέ Λίβανος ούχ ικανός είς καύσιν, καί τά τετράποδα ούχ ικανά είς όλοκάρπωσιν, καί πάντα τά έθνη ούθέν, καί είς ούδέν έλογίσ­ θησαν. Καί παυσαμένου μου ειπεν ό Τρύφων· Αμφίβολοι μέν πάντες οί λόγοι τής προφητείας, ήν φής σύ, ώ άνθρωπε, καί ούδέν τμητικόν είς άπόδειξιν ούπερ βούλει άποδείξαι έχοντες. Κάγώ άπεκρινάμην· Εί μέν μή έπαύσαντο καί είσέτι έγένοντο οί προφήται έν τφ γένει ύμών, ώ Τρύφων, μετά τούτον τόν Ίωάννην, ίσως άμφίβολα ένοείτε είναι τά λεγάμενα. εί δέ Ιωάννης μέν προελήλυθε βοών τοίς άνθρώποις μετανοείν, καί Χριστός έτι αύτού καθεζομένου έπί τού Ίορδάνου ποταμού έπελθών έπαυσέ τε αύτόν τού προφητεύειν καί βαπτίζειν, καί 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας εύηγγελίζετο, καί αύτός λέγων ότι εγγύς έστιν ή βασιλεία τών ούρανών, καί ότι δει αύτόν πολλά παθείν άπό τών γραμματέων καί Φαρισαίων, καί σταυρωθήναι καί τή τρίτη ήμέρμ άναστήναι, καί πάλιν παραγενήσεσθαι έν Ιερουσαλήμ καί τότε τοίς μαθηταίς αύτού συμπιείν πάλιν καί συμφαγείν, καί έν τφ μεταξύ τής παρουσίας αύτού χρόνφ, ώς προέφην, γενήσεσθαι ιερείς καίψευδοπροφήτας έπί τώ όνόματι αύτού προεμήνυσε, καί ούτω φαίνεται όντα· πώς έτι άμφιβάλλειν έστιν, έργα) πεισθήναι ύμών έχόντων; είρήκει δέ περί τού μηκέτι γενή­ σεσθαι έν τφ γένει ύμών προφήτην καί περί τού έπιγνώναι ότι ή πάλαι κηρυσσομένη ύπό τού θεού καινή διαθήκη διαταχθήσεσθαιήδη τότε παρήν, τούτ' έστιν αύτός ών ό Χριστός, ούτως· Ό νόμος καί οί προφήται μέχρι Ίωάννου τού βαπτιστού· έξ ότου ή βασιλεία τών ούρανών βιάζεται, καί βιασταί άρπάζουσιν αύτήν. καί εί θέλετε δέξασθαι, αύτός έστιν Ήλίας ό μέλλων έρχεσθαι. ό έχων ώτα άκούειν άκουέτω. Καί διά Ιακώβ δέ τού πατριάρχου προεφητεύθη ότι δύο τού Χριστού παρουσίαι έσονται, καί ότι έν τή πρώτη παθητός έσται, καί ότι μετά τό αύτόν έλθείν ούτε προφήτης ούτε βασιλεύς έν τφ γένει ύμών, έπήνεγκα, καί ότι τά έθνη, πιστεύοντα έπί τόν παθητόν Χριστόν, πάλιν παραγενησόμενον προσδοκήσει, έν παραβολή δέ καί παρακεκαλυμμένως τό πνεύμα τό άγιον διά τούτο αύτά έλελαλήκει, έφην. ούτως δέ είρηκέναι έπήνεγκα· Ιούδα, ήνεσάν σε οί άδελφοί σου, αί χείρές σου έπί νώτου τών έχθρών σου. προσκυνήσουσί σε οί υιοί τού πατρός σου. σκύμνος λέοντος Ιούδα· έκ βλαστού, υιέ μου, άνέβης. άναπεσών έκοιμήθη ώς λέων καί ώς σκύμνος· τίς έγερεί αύτόν; ούκ έκλείψει άρχων έξ Ιούδα καί ήγούμένος έκ τών μηρών αύτού, έως άν έλθη τά άποκείμενα αύτφ· καί αύτός έσται προσδοκία έθνών. δεσμεύων πρός άμπελον τόν πώλον αύτού καί τή έλικι τόν πώλον τής όνου αύτού. πλύνει έν οίνω τήν στολήν αύτού καί έν αίματι σταφυλής τήν περιβολήν αύτού. χαροποί οί οφθαλμοί αύτού άπό οίνου, καί λευκοί οί όδόντες αύτού ώς γάλα. 4 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ότι ούν ουδέποτε έν τφ γένει ύμών έπαύσατο ούτε προφήτης ούτε άρχων, έξ ότου άρχήν έλαβε, μέχρις ού ούτος Ιησούς Χριστός καί γέγονε καί έπαθεν, ούδ' άναισχύντως τολμήσετε είπείν ή άποδείξαι έχετε, καί γάρ Ήρώδην, άφ' ού έπαθεν, Άσκαλωνίτην γεγονέναι Λέγοντες, όμως έν τφ γένει ύμών όντα Λέγετε άρχιερέα, ώστε, καί τότε όντος ύμίν κατά τόν νόμον τού Μωϋσέως καί προσφοράς προσφέροντος καί τά άλλα νόμιμα φυλάσσοντας, καί προφητών κατά διαδοχήν μέχρις Ίωάννου γεγενημένων, ώς καί ότε είς Βαβυλώνα άπήχθη ό Λαός ύμών, πολεμηθείσης τής γής καί τών ιερών σκευών άρθέντων, μή παύσασθαι έξ ύμών προφήτην, ός κύριος καί ήγούμενος καί άρχων τού Λαού ύμών ήν. τό γάρ έν τοις προφήταις πνεύμα καί τούς βασιλείς ύμιν έχριε καί καθίστα. μετά δέ τήν Ιησού τού ήμετέρου Χριστού έν τφ γένει ύμών φανέρωσιν καί θάνατον ούδαμού προφήτης γέγονεν ούδέ έστιν, άλλά καί τό είναι ύμάς ύπό ίδιον βασιλέα έπαύσατο, καί προσέτι ή γή ύμών ήρημώθη καί ώς όπωροφυλάκιον καταλέλειπται. τό δέ είπείν τόν λόγον διά τού Ιακώβ· Καί αύτός έσται προσδοκία έθνών, συμβολικώς δύο παρουσίας αύτού έσήμανε καί τά έθνη μέλλειν αύτφ πιστεύειν, όπερ όψέ ποτέ πάρεστιν ίδείν ύμινοίγάρ άπό τών έθνών άπάντων διά τής πίστεως τής τού Χριστού θεοσεβείς καί δίκαιοι γενόμενοι, πάλιν παραγενησόμενον αύτόν προσδοκώ μεν. Καί τό Δεσμεύων πρός άμπελον τόν πώλον αύτού καί τή έλικι τόν πώλον τής όνου καί τών έργων, τών έπί τής πρώτης αύτού παρουσίας γενομένων ύπ' αύτού, καί τών έθνών όμοίως, τών μελλόντων πιστεύειν αύτφ, προδήλωσις ήν. ούτοι γάρ ώς πώλος άσαγής καί ζυγόν έπί αύχένα μή έχων τόν έαυτού, μέχρις ό Χριστός ούτος έλθών διά τών μαθητών αύτού πέμψας έμαθήτευσεν αύτούς, καί τόν ζυγόν τού λόγου αύτού βαστάσαντες τόν νώτον ύπέθηκαν πρός τό πάντα ύπομένειν διά τά προσδοκώμενα καί ύπ' αύτού κατηγγελμένα αγαθά. καί όνον δέ τινα άληθώς σύν πωλω αύτής προσδεδεμένην έν τινι είσόδψ κώμης Βηθσφαγής Λεγομένης, ότε έμελλεν είσέρχεσθαι είς τά Ιεροσόλυμα ό κύριος ήμών Ιησούς Χριστός, έκέλευσε 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τούς μαθητάς αύτού άγαγείν αύτφ, καί έπικαθίσας έπεισελήλυθεν είς τά Ιεροσόλυμα· όπερ ώς έπεπροφήτευτο διαρρήδην γενήσεσθαι ύπό τού Χριστού, γενόμενον ύπ' αύτού καί γνωσθέν, τόν Χριστόν όντα αύτόν φανερόν έποίει. καί, τούτων άπάντων γενομένων καί άπό τών γραφών άποδεικνυμενών, ύμείς έτι σκληροκάρδιοί έστε. προεφητεύθη δέ ύπό Ζαχαρίου, ενός τών δώδεκα, τούτο μέλλειν γίνεσθαι ούτως· Χαιρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, άλάλαξον, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ό βασιλεύς σου ήξει σοι δίκαιος καί σώζων αύτός καί πραύς καί πτωχός, έπιβεβηκώς έπί ύποζύγιον καί πώλον όνου. τό δέ καί όνον ύποζύγιον ήδη μετά τού πώλου αύτής όνομάζειν τό προφητικόν πνεύμα μετά τού πατριάρχου Ιακώβ έν τή κτήσει αύτόν έχειν, άλλά καί αύτόν τοίς μαθηταίς αύτού, ώς προέφην, άμφότερα τά ζώα κελεύσαι άγαγείν, προαγγελία ήν καί τοίς άπό τής συναγωγής ύμών άμα τοίς άπό τών έθνών πιστεύειν έπ' αύτόν μέλλουσιν. ώς γάρ τών άπό τών έθνών σύμβολον ήν ό άσαγής πώλος, ούτως καί τών άπό τού ύμετέρου λαού ή ύποσαγής όνος- τόν γάρ διά τών προφητών νόμον επικείμενον έχετε. άλλά καί διά τού προφήτου Ζαχαρίου, ότι παταχθήσεται αύτός ούτος ό Χριστός καί διασκορπισθήσονται οί μαθηταί αύτού, προεφητεύθη· όπερ καί γέγονε. μετά γάρ τό σταυρωθήναι αύτόν οί σύν αύτώ όντες μαθηταί αύτού διεσκεδάσθησαν, μέχρις ότου άνέστη έκ νεκρών καί πέπεικεν αύτούς ότι ούτως προεπεφήτευτο περί αύτού παθείν αύτόν· καί ούτω πεισθέντες καί είς τήν πάσαν οικουμένην έξελθόντες ταύτα έδίδαξαν. όθεν καί ήμείς βέβαιοι έν τή πίστει καί μαθητείμ αύτού έσμεν, έπειδή καί άπό τών προφητών καί άπό τών κατά τήν οικουμένην είς όνομα τού έσταυρωμένου έκείνου όρωμένων καί γενομένων θεοσεβών τήν πειθώ έχομεν. έστιδέ τά λεχθέντα ύπό τού Ζαχαρίου ταύτα· 'Ρομφαία, έξεγέρθητι έπί τόν ποιμένα μου καί έπ' άνδρα τού λαού μου, λέγει κύριος τών δυνάμεων· πάταξον τόν ποιμένα, καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα αύτού. Καί τό ύπό Μωϋσέως δέ άνιστορημένον 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί ύπό του πατριάρχου Ιακώβ προπεφητευμένον, τό Πλύνει έν οϊνω τήν στολήν αύτού καί έν αϊματι σταφυλής τήν περιβολήν αύτού, τό τφ αϊματι αύτού άποπλύνειν μέλλειν τούς πιστεύοντας αύτφ έδήλου. στολήν γάρ αύτού έκάλεσε τό άγιον πνεύμα τούς δι' αύτού άφεσιν άμαρτιών λαβόντας, έν οϊς άεί δυνάμει μέν πάρεστι, καί έναργώς δέ παρέσται έν τή δευτέρμ αύτού παρουσία, τό δέ αϊμα τής σταφυλής είπεϊν τόν λόγον, διά τής τέχνης δεδήλωκεν ότι αίμα μέν έχει ό Χριστός, ούκ έξ άνθρώπου σπέρματος, άλλ' έκ τής τού θεού δυνάμεως. ον γάρ τρόπον τό τής άμπέλου αίμα ούκ άνθρωπος έγέννησεν άλλά θεός, ούτως καί τό τού Χριστού αίμα ούκ έξ άνθρωπε ίου γένους έσεσθαι, άλλ' έκ θεού δυνάμεως προεμήνυσεν. ή δέ προφητεία αύτη, ώ άνδρες, ήν έλεγον, άποδεικνύει ότι ούκ έστιν ό Χριστός άνθρωπος έξ άνθρώπων, κατά τό κοινόν τών άνθρώπων γεννη­ θείς. Καί ό Τρύφων άπεκρίνατο· Μεμνησόμεθα καί ταύ­ της τής έξηγήσεώς σου, έάν καί δι' άλλων κρατύνης καί τούτο τό άπορη μα. τά νύν δέ ήδη άναλαβών τόν λόγον άπόδειξον ήμϊν ότι έτερος θεός παρά τόν ποιητήν τών όλων ύπό τού προφητι­ κού πνεύματος ώμολόγηται είναι, φυλαξάμενος λέγειν τόν ήλιον καί τήν σελήνην, ά γέγραπται τοϊς έθνεσι συγκεχωρηκέναι τόν θεόν ώς θεούς προσκυνεϊν· καί τούτω τφ λογά) ώς παραχρώμενοι προφήται πολλάκις λέγουσιν ότι Ό θεός σου θεός τών θεών έστι καί κύριος τών κυρίων, προστιθέντες ό μέγας καί ισχυρός καί φοβερός πολλάκις. ού γάρ ώς όντων θεών ταύτα λέγεται, άλλ' ώς τού λόγου διδάσκοντος ήμάς ότι τών νομιζομένων θεών καί κυρίων ό τφ όντι θεός, ό τά πάντα ποιήσας, κύριος μόνος έστίν. ϊνα γάρ καί τούτο έλέγξη τό άγιον πνεύμα, διά τού άγιου Δαυείδ ειπεν· Οί θεοί τών έθνών, νομιζόμενοι θεοί, είδωλα δαιμόνιων είσίν, άλλ' ού θεοί, καί έπάγεικατάραν τοίς ποιούσιν αύτά καί προσκυνούσε Κάγώ· Ού ταύτας μέν τάς άποδείξεις έμέλλον φέρειν, ειπον, ώ Τρύφων, δι' ών καταδικάζεσθαι τούς ταύτα καί τά τοιαύτα προσκυνουντας έπ ίσταμαι, άλλά τοιαύτας προς ας άντειπεϊν μέν ούδείς δυνήσεται. ξέναι δέ σοι δόξουσιν είναι, καίπερ 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας καθ' ή μέραν άναγινωσκόμεναι ύφ' ύμών, ώς και έκ τούτου συνείναι ύμάς ότι διά τήν ύμετέραν κακίαν άπέκρυψεν ό θεός άφ' ύμών τό δύνασθαι νοείν τήν σοφίαν τήν έν τοίς Λόγοις αύτού, πΛήν τινων, οίς κατά χάριν τής ποΛυσπΛαγχνίας αύτού, ώς έφη Ήσαίας, έγκατέΛιπε σπέρμα είς σωτηρίαν, ίνα μή ώς Σοδομιτών καί Γομορραίων τέΛεον καί τό ύμέτερον γένος άπόΛηται. προσέχετε τοιγαρούν οισπερ μέΛΛω άναμιμνήσκειν άπό τών άγιων γραφών, ούδέ έξηγηθήναι δεομένων άΛΛά μόνον άκουσθήναι. Μωϋσής ούν, ό μακάριος καί πιστός θεράπων θεού, μηνύων ότι ό όφθείς τφ Αβραάμ πρός τή δρυϊ τή Μαμβρή θεός σύν τοίς άμα αύτφ έπί τήν Σοδόμων κρίσιν πεμφθείσι δύο άγγέΛοις ύπό άΛΛου, τού έν τοίς ύπερουρανίοις άεί μένοντος καί ούδενί όφθέντος ή όμιΛήσαντος δι' έαυτού ποτέ, ον ποιητήν τών όΛων καί πατέρα νοούμεν. ούτω γάρ φησιν Ώφθη δέ αύτφ ό θεός πρός τή δρυϊ τή Μαμβρή, καθημένου αύτού έπίτή θύρα τής σκηνής μεσημβρίας. άναβΛέψας δέ τοίς όφθαΛμοίς είδε, καί ιδού τρεις άνδρες είστήκεισαν έπάνω αύτού. καί ίδών συνέδραμεν είς συνάντησιν αύτοίς άπό τής θύρας τής σκηνής αύτού, καί προσεκύνησεν έπί τήν γήν, καί είπε· καί τά Λοιπά μέχρι τού- Ώρθρισε δέ Αβραάμ τό πρωί είς τόν τόπον ού είστήκει έναντι κυρίου, καί έπέβΛεψεν έπί πρόσωπον Σοδόμων καί Γομόρρας καί έπί πρόσωπον τής γής τής περιχώρου, καί είδε, καί ιδού άνέβαινε φΛόξ έκ τής γής ώσεί άτμίς καμίνου, καί παυσάμενος Λοιπόν τού Λέγειν, έπυθόμην αύτών εί ένενοήκεισαν τά είρημένα. Οί δέ έφασαν νενοηκέναι μέν, μηδέν δέ έχειν είς άπόδειξιν τούς ΛεΛεγμένους Λόγους ότι θεός ή κύριος άλλος τίς έστιν ή ΛέΛεκται άπό τού άγιου πνεύματος παρά τόν ποιητήν τών όΛων. Κάγώ πάΛιν· Ά Λέγω πειράσομαιύμάς πεϊσαι, νοήσαντας τάς γραφάς, ότι έστί καί Λέγεται θεός καί κύριος έτερος ύπό τόν ποιητήν τών όΛων, ός καί άγγελος καλείται, διά τό άγγέΛΛειν τοίς άνθρώποις όσαπερ βούλεται αύτοίς άγγείΛαι ό τών όΛων ποιητής, ύπέρ ον άλλος θεός ούκ έστι. καί άνιστο- 4 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ρών πάλιν τά προλεχθέντα έπυθόμην τού Τρύφωνος· Δοκεί σοι όφθήναι ύπό τήν δρύν τήν Μαμβρή ό θεός τφ Αβραάμ, ώς ό λόγος λέγει; Κάκείνος- Μάλιστα. Καί εις, έφην, εκείνων ήν τών τριών, ους άνδρας έωράσθαι τφ Αβραάμ τό άγιον προφητικόν πνεύμα λέγει; Κάκείνος· Ού· άλλά ώπτο μέν αύτφ ό θεός προ τής τών τριών οπτασίας· είτα οί τρεις έκεινοι, ους άνδρας ό λόγος ονο­ μάζει, άγγελοιήσαν, δύο μέν αύτών πεμφθέντες έπί τήν Σοδόμων άπώλειαν, εις δέ εύαγγελιζόμένος τή Σάρρρ ότι τέκνον έξει, έφ' φ έπέπεμπτο, καί άπαρτίσας άπήλλακτο. Πώς ούν, ειπον, ό εις τών τριών γενόμενος έν τή σκηνή, ό καί είπών Είς ώρας άνακάμψω πρός σε, καί τή Σάρρμ υιός γενήσεται, φαίνεται έπανελθών γενομένου τή Σάρρα υιού, καί θεόν αύτόν όντα ό προφητικός λόγος κάκει σημαίνει; ίνα δέ φανερόν ύμίν γένηται ό λέγω, άκούσατε τών ύπό Μωυσέως διαρρήδην είρημένων. έστι δέ ταύτα· Ίδοΰσα δέ Σάρρα τόν υιόν Άγαρ, τής παιδίσκης τής Αιγύπτιας, ός έγένετο τφ Αβραάμ, παίζοντα μετά Ισαάκ τού υιού αύτής, είπε τφ Αβραάμ· Έκβαλε τήν παιδίσκην ταύτην καί τόν υιόν αύτής· ού γάρ κληρονομήσει ό υιός τής παιδίσκης ταύτης μετά τού υιού μου Ισαάκ, σκληρόν δέ έφάνη τό ρήμα σφόδρα έναντίον Αβραάμ περί τού υιού αύτού. είπε δέ ό θεός τφ Αβραάμ· Μή σκληρόν έστω έναντίον σου περί τού παιδιού καί περί τής παιδίσκης· πάντα όσα άν είπη σοι Σάρρα, άκουε τής φωνής αύτής, ότι έν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. νενοήκατε ούν ότι ό είπών τότε ύπό τήν δρύν έπαναστρέψαι, ώς προηπίστατο άναγκαίον είναι τφ Αβραάμ συμβουλεύσαι άπερ έβούλετο αύτόν Σάρρα, έπανελήλυθεν, ώς γέγραπται, καί θεός έστιν, ώς οί λόγοι σημαίνουσιν ούτως είρημένοι· Είπε δέ ό θεός τφ Αβραάμ· Μή σκληρόν έστω έναντίον σου περί τού παιδιού καί περί τής παιδίσκης; έπυνθανόμην. Καί ό Τρύφων έφη· Μάλιστα· ούκ έκ τούτου δέ άπέδειξας ότι άλλος έστίν ό θεός παρά τούτον τόν όφ- 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας θέντα τφ Αβραάμ, ός καί τοις άΛΛοις πατριάρχαις καί προφήταις ώπτο, άλλ' ήμάς άπέδειξας ούκ όρθώς νενοηκότας ότι οί τρεις, οι έν τή σκηνή παρά τφ Αβραάμ γενόμενοι, όλοι άγγελοι ήσαν. Καί πάλιν έγώ· Εί ούν καί άπό τών γραφών μή είχον άποδεΐξαι ύμίν ότι εις τών τριών έκείνων καί ό θεός έστι καί άγγελος καλείται, έκ τού άγγέλλειν, ώς προέφην, οίσπερ βούλεται τά παρ' αύτού ό τών όλων ποιητής θεός, τούτον τόν έπί τής γής έν ίδέμ άνδρός ομοίως τοις σύν αύτφ παραγενομένοις δυσίν άγγέλοις φαινόμενον τφ Αβραάμ, τόν καί προ ποιήσεως κόσμου όντα θεόν, τούτον νοειν ύμάς εύλογον ήν, όπερ τό πάν έθνος ύμών νοεί. Καί πάνυ, έφη· ούτως γάρ καί μέχρι τού δεύρο εϊχομεν. Κάγώ πάλιν είπον- Επί τάς γραφάς έπανελθών πειράσομαι πεισαι ύμάς ότι ούτος ό τε τφ Αβραάμ καί τφ Ιακώβ καί τφ Μωυσει ώφθαιΛεγόμενος καίγεγραμμένος θεός έτερός έστι τού τά πάντα ποιήσαντος θεού, άριθμφ Λέγω άλλά ού γνώμη· ούδέν γάρ φημι αύτόν πεπραχέναι ποτέ ή άπερ αύτός ό τόν κόσμον ποιήσας, ύπέρ ον άλλος ούκ έστι θεός, βεβούληται καί πράξαι καί όμιλήσαι. Καί ό Τρύφων· Ότι ούν καί έστιν άπόδειξον ήδη, ίνα καί τούτψ συνθώμεθα· ού γάρ παρά γνώμην τού ποιητού τών όλων φάσκειν τι ή πεποιηκέναι αύτόν ή Λελαληκέναι λέγειν σε ύπολαμβάνομεν. Κάγώ είπον- Ή γραφή ούν ή προλελεγμένη παρ' έμού τούτο φανερόν ύμίν ποιήσει, έστι δέ ταύτα· Ό ήλιος έξήλθεν έπί τήν γην, καί Λώτ είσήλθεν είς Σηγώρ. καί ό κύριος έβρεξεν έπί Σόδομα θειον καί πύρ παρά κυρίου έκ τού ούρα­ νού, καί κατέστρεψε τάς πόλεις ταύτας καί πάσαν τήν περίοικον. Καί ό τέταρτος τών σύν Τρύφωνι παραμεινάντων έφη· Όν ούν ό Λόγος διά Μωϋσέως τών δύο άγγέλων κατελθόντων είς Σόδομα καί κύριον ένα ώνόμασε, παρά τούτον καί τόν θεόν αύτόν τόν όφθέντα τφ Αβραάμ Λέγειν άνάγκη. Ού διά τούτο, έφην, μόνον, όπερ ήν, έκ παντός τρό­ που όμολογείν έδει ότι καί παρά τόν νοούμενον ποιητήν τών όλων άλλος τις κυριολογείταιύπό τού άγίου πνεύματος· ού 4 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μόνον δέ διά Μωϋσέως, άλλά καί διά Δαυείδ. καί γάρ καί δι' εκείνου ε’ίρηται· Λέγει ό κύριος τφ κυρίω μου· Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου, ώς προείρηκα. καί πάλιν έν άλλοις λόγοις· Ό θρόνος σου, ό θεός, είς τόν αιώνα τού αίώνος· -άβδος εύθύτητος ή •άβδος τής βασιλείας σου. ήγάπησας δικαιοσύνην καί έμίσησας άνομίαν· διά τούτο έχρισέ σε ό θεός, ό θεός σου, έλαιον άγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου. εί ούν καί άλλον τινά θεολογείν καί κυριολογείν τό πνεύμα τό άγιόν φάτε ύμείς παρά τόν πατέρα τών όλων καί τόν Χριστόν αύτού, άποκρίνασθέ μοι, έμού άποδείξαι ύμίν ύπισχνουμένου άπ' αύτών τών γραφών ότι ούχ είς τών δύο άγγέλων τών κατελθόντων είς Σόδομά έστιν ον έφη ή γραφή κύριον, άλλ' έκείνον τόν σύν αύτοίς καί θεόν λεγόμενον όφθέντα τφ Αβραάμ. Καί ό Τρύφων· Άποδείκνυε· καί γάρ, ώς όρμς, ή τε ή μέρα προκόπτει, καί ήμείς προς τάς ούτως έπικινδύνους άποκρίσεις ούκ έσμέν έτοιμοι, επειδή ούδενός ούδέποτε ταύτα έρευνώντος ή ζητούντος ή άποδεικνύντος άκηκόαμεν. καί σού λέ­ γοντος ούκ ήνειχόμεθα, εί μή πάντα έπί τάς γραφάς άνήγες· έξ αύτών γάρ τάς άποδείξεις ποιεισθαι σπουδάζεις, καί μηδένα ύπέρ τόν ποιητήν τών όλων είναι θεόν άποφαίνη. Κάγώ· Έπίστασθε ούν, έφην, ότι ή γραφή λέγει- Καί είπε κύριος προς Αβραάμ· Τί ότι έγέλασε Σάρρα λέγουσα· Αρά γε άληθώς τέξομαι; έγώ δέ γεγήρακα. μή άδυνατει παρά τφ θεφ ρήμα; είς τόν καιρόν τούτον άναστρέφω πρός σε είς ώρας, καί τή Σάρρμ υιός έσται. καί μετά μικρόν- Έξαναστάντες δέ έκειθεν οί άνδρες κατέβλεψαν έπί πρόσωπον Σοδόμων καί Γομόρρας· Αβραάμ δέ συνεπορεύετο μετ' αύτών, συμπέμπων αύτούς. ό δέ κύριος ειπεν· Ού μή κρύψω έγώ άπό Αβραάμ τού παιδός μου ά έγώ ποιώ, καί μετ' ολίγον πάλιν ούτως φησίν· Είπε κύριος· Κραυγή Σοδόμων καί Γο­ μόρρας πεπλήθυνται, καί αί άμαρτίαι αύτών μεγάλαι σφόδρα. καταβάς ούν όψομαι εί κατά τήν κραυγήν αύτών τήν έρχομένην πρός με συντελούνται, εί δέ μή, ινα γνώ. καί άποστρέψαντες 4 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας οί άνδρες έκείθεν ήλθον είς Σοδομα. Αβραάμ δέ ήν έστηκώς έναντι κυρίου, καί έγγίσας Αβραάμ ε'ίπεν· Μή συναπολέσης δίκαιον μετά άσεβούς, καί τά έξής- ού γάρ γράφε ιν πάλιν τά αύτά, τών πάντων προγεγραμμένων, δοκεί μοι, άλλ' εκείνα, δι' ών καί τήν άπόδειξιν τφ Τρύφωνι καί τοίς σύν αύτφ πεποίημαι, λέγειν άναγκαίον. Τότε ούν ήλθον έπί τά έξής, έν οις λέλεκται ταύταΑπήλθε δέ κύριος, ώς έπαύσατο λέγων τφ Αβραάμ, καί απήλθεν είς τόν τόπον αύτού. ήλθον δέ οί δύο άγγελοι είς Σόδομα εσπέρας· Λώτ δέ έκάθητο παρά τήν πύλην Σοδόμων· και τά έξής ομοίως μέχρι τού· Έκτείναντες δέ οί άνδρες τάς χείρας έπίασαν τόν Λώτ προς εαυτούς είς τόν οικον, καί τήν θύραν τού οίκου προσέκλεισαν· καί τά έπόμενα μέχρι τού· Καί έκράτησαν οί άγγελοι τής χειρός αύτού καί τής χειρός τής γυναικός αύτού καί τών χειρών τών θυγατέρων αύ­ τού, έν τφ φείσασθαι κύριον αύτού. καί έγένετο ή νίκα έξήγαγον αύτούς έξω, καί ειπον· Σώζε, σώζε τήν σεαυτού ψυ­ χήν. μή περιβλέψη είς τά όπίσω, μηδέ στής έν πάση τή περιχώρψ- είς τό όρος σώζου, μήποτε συμπαραληφθής. είπε δέ Λώτ προς αύτούς· Δέομαι, κύριε, έπειδή εύρεν ό παίς σου έλεος έναντίον σου, καί έμεγάλυνας τήν δικαιοσύνην σου, ό ποιείς έπ' έμέ τού ζήν τήν ψυχήν μου· έγώ δέ ού δύναμαι διασωθήναι είς τό όρος, μή καταλάβη με τά κακά καί άποθάνω. ιδού ή πόλις αύτη έγγύς τού καταφυγείν έστιν έκεί μικρά· έκεί σωθήσομαι, ώς μικρά έστι, καί ζήσεται ή ψυχή μου. καί ειπεν αύτφ· Ιδού έθαύμασά σου τό πρόσωπον καί έπί τφ ·ήματι τούτψ τού μή καταστρέψαι τήν πόλιν περί ής έλάλησας. σπεύσον τού σωθήναι έκεί- ού γάρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα έως τού είσελθείν σε έκεί. διά τούτο έκάλεσε τό όνομα τής πόλεως Σηγώρ. ό ήλιος έξήλθεν έπί τήν γήν, καί Λώτ είσήλθεν είς Σηγώρ. καί ό κύριος έβρεξεν είς Σόδομα καί Γόμορρα θειον καί πύρ παρά κυρίου έκ τού ούρανού, καί κατέστρεψε τάς πόλεις ταύτας καί πάσαν τήν περίοικον. Καί πάλιν παυσάμενος έπέφερον· Καί νύν ού νενοήκατε, φίλοι, ότι ό εις τών τριών, ό καί θεός καί κύριος 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τώ έν τοίς ούρανοις ύπηρετών, κύριος τών δύο άγγέΛων; προσεΛθόντων γάρ αύτών είς Σόδομα, αύτός ύποΛειφθείς προσωμίΛει τώ Αβραάμ τά άναγεγραμμένα ύπό Μωυσέως· ού και αύτού άπεΛθόντος μετά τάς όμιΛίας, ό Αβραάμ ύπέστρεψεν είς τόν τόπον αύτού. ού έΛθόντος, ούκέτι δύο άγγεΛοι όμιΛουσι τφ Λώτ άΛΛ' αύτός, ώς ό Λόγος δηΛοί, καί κύριός έστι, παρά κυρίου τού έν τφ ούρανφ, τούτ' έστι τού ποιητού τών όΛων, Λαβών τό ταύτα έπενεγκείν Σοδόμοις καί Γομόρροις άπερ ό Λόγος καταριθμεί, ούτως είπών· Κύριος έβρεξεν έπί Σόδομα καί Γόμορρα θειον καί πύρ παρά κυρίου έκ τού ούρανού. Καί ό Τρύφων σιγήσαντός μου ειπεν· Ότι μέν ή γραφή τούτο άναγκάζει όμοΛογείν ήμάς, φαίνεται, ότι δέ άπορήσαι άξιόν έστι περί τού Λεγομένου, ότι έφαγε τά ύπό τού Αβραάμ κατασκευασθέντα καί παρατεθέντα, καί σύ άν όμοΛογήσε ιας. Κάγώ άπεκρινάμην· Ότι μέν βεβρώκασι, γέγραπται· εί δέ τούς τρεις άκούσαιμεν ΛεΛέχθαι βεβρωκέναι, καί μή τούς δύο μόνους, οϊτινες άγγεΛοι τφ όντιήσαν καί έν τοίς ούρανοις, δήΛόν έστιν ήμίν, τρεφόμενοι, κάν μή όμοίαν τροφήν ήπερ οί άνθρωποι χρώμεθα τρέφονται (περί γάρ τής τροφής τού μάννα, ήν έτράφησαν οί πατέρες ύμών έν τή έρήμφ, ή γραφή ούτω Λέγει, ότι άρτον άγγέΛων έφαγον), εϊποιμ' άν ότι ό Λόγος, ό Λέγων βεβρωκέναι, ούτως άν Λέγοι ώς άν καί αύτοί εϊποιμεν έπί πυρός ότι πάντα κατέφαγεν, άΛΛά μή πάντως τούτο έξακούειν ότι όδούσι καί γνάθοις μασώμενοι βεβρώκασιν. ώστε ούδέ ένταύθα άπορήσαιμεν άν περί ούδενός, εί τροπολογίας έμπειροι κάν μικρόν ύπάρχωμεν. Καί ό Τρύφων· Δυνατόν καί ταύτα ούτω θεραπευθήναι περί τρόπου βρώσεως, παρ' ον άναΛώσαντας τά παρασκευασθέντα ύπό τού Αβραάμ βεβρωκέναι γεγραμμένον έστίν. ώστε έρχου ήδη άποδώσων ήμίν τόν Λόγον, πώς ούτος ό τφ Αβραάμ όφθείς θεός, καίύπηρέτης ών τού ποιητού τών όΛων θεού, διά τής παρθένου γεννηθείς, άνθρωπος ομοιοπαθής πάσιν, ώς προέφης, γέγονεν. Κάγώ· Συγχώρει, ώ Τρύφων, πρότερον, είπον, καί 4 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άλλας τινάς άποδείξεις τφ κεφαλαίψ τούτψ συναγαγειν διά πολλών, ίνα καί ύμείς πεπεισμένοι καί περί τούτου ήτε, καί μετά τούτο ον άπαιτείς Λόγον αποδώσω. Κάκείνος· Ώς σοί δοκεί, έφη, πράττε· καί έμοί γάρ πάνυ ποθητόν πράγμα πράξεις. Κάγώ ειπον· Γραφάς ύμίν άνιστορείν μέΛΛω, ού κατα­ σκευήν Λόγων έν μόνη τέχνη έπιδείκνυσθαι σπεύδω· ούδέ γάρ δύναμις έμοί τοιαύτη τίς έστιν, άλλά χάρις παρά θεού μόνη είς τό συνιέναι τάς γραφάς αύτού έδόθη μοι, ής χάριτος καί πάντας κοινωνούς άμισθωτί καί άφθόνως παρα­ καλώ γίνεσθαι, όπως μή καί τούτου χάριν κρίσιν όφΛήσω έν ήπερ μέΛΛει κρίσει διά τού κυρίου μου Ιησού Χριστού ό ποιη­ τής τών όλων θεός ποιείσθαι. Καί ό Τρύφων· Αξίως μέν θεοσεβείας καί τούτο πράτ­ τεις· είρωνεύεσθαι δέ μοι δοκεΐς, Λέγων δύναμιν Λόγων τεχνι­ κών μή κεκτήσθαι. Κάγώ πάΛιν άπεκρινάμην· Έπεί σοι δοκεί ταύτα ούτως έχειν, έχέτω· έγώ δέ πέπεισμαι άΛηθώς είναι. άλλ' ίνα μάΛΛον τάς άποδείξεις τάς Λοιπάς ήδη ποιήσωμαι, πρόσεχε τόν νούν. Κάκείνος· Λέγε. Κάγώ· Ύπό Μωϋσέως, ώ άδεΛφοί, πάΛιν γέγραπται, έλεγον, ότι ούτος ό όφθείς τοίς πατριάρχαις Λεγόμενος θεός καί άγγελος καί κύριος Λέγεται, ίνα καί έκ τούτων έπιγνώτε αύτόν ύπηρετούντα τφ τών όλων πατρί, ώς ήδη συνέθεσθε, καί διά πλειόνων πεπεισμένοι βεβαίως μενείτε. έξηγούμενος ούν διά Μωϋσέως ό Λόγος τού θεού τά περί Ιακώβ, τού υίωνού τού Αβραάμ, ούτως φησί· Καί έγένετο ήνίκα έκίσσων τά πρόβατα έν γαστρί Λαμβάνοντα, καί ειδον τοίς όφθαλμοίς αύτά έν τφ ύπνψ· καί ιδού οί τράγοι καί οί κριοί, άναβαίνοντες έπί τά πρόβατα καί τάς αίγας, διάΛευκοι καί ποικίλοι καί σποδοειδείς -αντοί. καί είπέ μοι ό άγγελος τού θεού καθ' ύπνους· Ιακώβ, Ιακώβ. έγώ δέ ειπον· Τί έστι, κύριε; καί ειπεν· Ανάβλεψον τοίς όφθαλμοίς σου καί ίδε τούς τράγους καί τούς κριούς άναβαίνοντας έπί τά πρόβατα καί τάς αίγας, διαλεύκους καί ποικίλους καί σποδοει- 4 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας δεις -αντούς- έώρακα γάρ όσα σοι Λάβαν ποιεί, έγώ είμι ό θεός ό όφθείς σοι έν τόπφ θεού, ού ήΛειψάς μοι έκει στήΛην καίηύξω έκει ευχήν, νύν ούν έξεΛθε καί άνάστηθι έκ τής γής ταύτης καί άπεΛθε εις τήν γήν τής γενέσεώς σου, καί έσομαι μετά σού. καί πάΛιν έν άΛΛοις Λόγοις περί αύτού τού Ιακώβ Λέγων ούτως φησίν· Αναστάς δέ τήν νύκτα έκείνην έΛαβε τάς δύο γυναίκας καί τάς δύο παιδίσκας καί τά ένδεκα παιδία αύτού καί διέβη τήν διάβασιν τού Ίαβώχ, καί έΛαβεν αύτούς καί διέβη τόν χειμάρρουν καί διεβίβασε πάντα τά αύτού. ύπεΛείφθη δέ Ιακώβ μόνος· καί έπάΛαιεν άγγελος μετ' αύτού έως πρωί είδε δέ ότι δύναται πρός αύτόν, καί ήψατο τού πΛάτους τού μηρού αύτού, καί ένάρκησε τό πλάτος τού μηρού Ιακώβ έν τφ παΛαίειν αύτόν μετ' αύτού. καί ειπεν αύτφ· ΑπόστειΛόν με· άνέβη γάρ ό όρθρος. ό δέ ειπεν· Ού μή σε άποστείΛω, άν μή με εύΛογήσης. είπε δέ αύτφ· Τί τό όνομά σου έστίν; ό δέ ειπεν· Ιακώβ, είπε δέ αύτφ· Ού κΛηθήσεται τό όνομά σου Ιακώβ, άλλά ΊσραήΛ έσται τό όνομά σου· ότι ένίσχυσας μετά τού θεού, καί μετά άνθρώπων δυνατός έση. ήρώτησε δέ Ιακώβ καί ειπεν· ΑνάγγειΛόν μοι τό όνομά σου. καί ειπεν· Ένα τί τούτο έρωτμς τό όνομά μου; καί εύΛόγησεν αύτόν έκει. καί έκάΛεσεν Ιακώβ τό όνομα τού τόπου έκείνου Είδος θεού· ειδον γάρ θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, καί έχάρη ή ψυχή μου. καί πάΛιν έν έτέροις περί τού αύτού Ιακώβ έξαγγέΛΛων ταύτά φησίν· ΉΛθε δέ Ιακώβ εις Λουζά, ή έστιν εις γήν Χαναάν, ή έστι ΒαιθήΛ, αύτός καί πάς ό Λαός, ός ήν μετ' αύτού. καί φκοδόμησεν έκει θυσιαστήριον, καί έκάΛεσε τό όνομα τού τόπου έκείνου ΒαιθήΛ· έκει γάρ έφάνη αύτφ ό θεός έν τφ άποδιδράσκειν άπό προσώπου τού άδεΛφού αύτού Ήσαύ. άπέθανε δέ Δεβόρρα, ή τροφός 'Ρεβέκκας, κα­ τωτέρω ΒαιθήΛ ύπό τήν βάλανον, καί έκάΛεσεν Ιακώβ τό όνομα αύτής ΒάΛανον πένθους, ώφθη δέ ό θεός Ιακώβ έτι έν Αουζά, ότε παρεγένετο έν Μεσοποταμίμ τής Συρίας, καί εύΛόγησεν αύτόν. καί ειπεν αύτφ ό θεός· Τό όνομά σου Ιακώβ ού κΛη- 5ι Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας θήσεται έτι, άΛΛά Ισραήλ έσται τό όνομά σου. θεός καλείται καί θεός έστι καί έσται. Καί συννευσάντων ταίς κεφαλαίς απάντων έφην έγώ· Καί τούς Λόγους, οι άγγέλλουσι πώς ώφθη αύτφ, φεύγοντι τόν άδελφόν Ήσαύ, ούτος και άγγελος καί θεός καί κύριος, καί έν ιδέα άνδρός τφ Αβραάμ φανείς καί έν ίδέQ άνθρώπου αύτφ τφ Ιακώβ παλαίσας, άναγκαιον είναι είπείν ύμίν Λογιζόμενος, Λέγω. είσ'ι δέ ούτοι· Καί έξήλθεν Ιακώβ άπό τού φρέατος τού όρκου και έπορεύθη είς Χαράν, καί άπήντησε τόπφ> καί έκοιμήθη έκεϊ- έδυ γάρ ό ήλιος, καί έλαβεν άπό τών Λίθων τού τόπου καί έθηκε πρός κεφαλής αύτού, καί έκοιμήθη έν τφ τόπω έκείνψ καί ένυπνιάσθη· καί ιδού κλϊμαξ έστηριγμένη έν τή γή, ής ή κεφαλή άφικνειτο είς τόν ούρανόν, καί οι άγγελοι τού θεού άνέβαινον καί κατέβαιναν έπ' αύτής, ό δέ κύριος έστήρικτο έπ' αύτήν. ό δέ είπεν- Εγώ είμι κύριος, ό θεός Αβραάμ, τού πατρός σου, καί Ισαάκ, μή φοβού· ή γή, έφ' ής σύ καθεύδεις έπ' αύτής, σοί δώσω αύτήν καί τφ σπέρματί σου· καί έσται τό σπέρμα σου ώς ή άμμος τής γής, καί πλατυνθήσεται είς θάλασσαν καί νότον καί βορράν καί άνατολάς, καί ένευλογηθήσονται έν σοί πάσαι αί φυλαί τής γής καί έν τφ σπέρματί σου. καί ιδού έγώ μετά σού, διαφυλάσσων σε έν όδφ πάση ή άν πορευθής, καί άποστρέψω σε είς τήν γήν ταύτην, ότι ού μή σε έγκαταλίπω έως τού ποιήσαί με πάντα όσα έλάΛησά σοι. καί έξηγέρθη Ιακώβ έκ τού ύπνου αύτού, καί είπεν ότι Έστι κύριος έν τφ τόπω τούτω, έγώ δέ ούκ ήδειν. καί έφοβήθη, καί είπεν- Ώς φοβερός ό τόπος ούτος. ούκ έστι τούτο άλλ' ή οίκος τού θεού, καί αύτη ή πύλη τού ούρανού. καί άνέστη Ιακώβ τφ πρωί, καί έλαβε τόν Λίθον όν ύπέθηκεν έκεί πρός κεφαλής αύτού, καί έστησεν αύτόν στήλην καί έπέχεε τό έλαιον έπί τό άκρον αύτού. καί έκάλεσεν Ιακώβ τό όνομα τού τόπου Οίκος θεού- καί Ούλαμμάους ήν τό όνομα τή πόλει τό πρότερον. 5ι Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας Και ταύτα είπών Ανάσχεσθέ μου, έλεγον, και άπό τής βίβλου τής ’Εξόδου άποδεικνύοντος ύμιν, πώς ό αύτός ούτος καί άγγελος καί θεός καί κύριος καί άνήρ καί άνθρωπος, Αβραάμ καί Ισαάκ φανείς, έν πυρί φλογός έκ βάτου πέφανται καί ώμίλησε τφ Μωυσει. κάκείνων ήδέως καί άκαμάτως καί προθύμως άκούειν λεγόντων, έπέφερον· Ταύτα δέ έστιν έν τή βίβλψ ή έπιγράφεται Έξοδος. Μετά δέ τάς ή μέρας τάς πολλάς έκείνας έτελεύτησεν ό βασιλεύς Αίγύπτου, καί κατεστέναξαν οί υιοί Ισραήλ άπό τών έργων· καί τά λοιπά μέχρι τού· ’Ελθών συνάγαγε τήν γερουσίαν ’Ισραήλ, καί έρείς προς αύτούς· Κύριος, ό θεός τών πατέρων ύμών, ώφθη μοι, ό θεός Αβραάμ καί ό θεός ’Ισαάκ καί ό θεός Ιακώβ, λέγων· Επισκοπή έπισκέπτομαι ύμάς καί όσα συμβέβηκεν ύμίν έν Αίγύπτψ. Καί έπί τούτοις έπέφερον· Ώ άνδρες, νενοήκατε, λέγων, ότι όν λέγει Μωύσής άγγελον έν πυρί φλογός λελαληκέναι αύτφ ούτος αύτός, θεός ών, σημαίνει τφ Μωυσει ότι αύτός έστιν ό θεός Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ; Καί ό Τρύφων· Ού τούτο νοούμεν άπό τών λόγων τών προλελεγμένων, έλεγεν, άλλ' ότι άγγελος μέν ήν ό όφθείς έν φλογί πυρός, θεός δέ ό όμιλών τφ Μωυσει, ώστε καί άγγελον καί θεόν, δύο όμού όντας, έν τή τότε όπτασίμ γεγενήσθαι. Κάγώ πάλιν άπεκρινάμην· Εί καί τούτο γέγονε τότε, ώ φίλοι, ώς καί άγγελον καί θεόν όμού έν τή όπτασίμ τή τφ Μωυσει γενομένη ύπάρξαι, ώς καί άποδέδεικταιύμίν διά τών προγεγραμμένων λόγων, ούχ ό ποιητής τών όλων έσται θεός ό τφ Μωυσει είπών αύτόν είναι θεόν Αβραάμ καί θεόν ’Ισαάκ καί θεόν ’Ιακώβ, άλλ' ό άποδειχθείς ύμίν ώφθαι τφ Αβραάμ καί τφ ’Ιακώβ, τή τού ποιητου τών όλων θελήσει ύπηρετών καί έν τή κρίσει τών Σοδόμων τή βουλή αύτού όμοίως ύπηρετήσας· ώστε, κάν ώς φάτε έχη, ότι δύο ήσαν, καί άγγελος καί θεός, ού τόν ποιητήν τών όλων καί πατέρα, καταλιπόντα τά ύπέρ ούρανόν άπαντα, έν όλίγω γής μορίω πεφάνθαι πάς όστισούν, κάν μικρόν νούν έχων, τολμήσει είπείν. Καί ό Τρύφων Επειδή ήδη προαποδέδεικται ότι ό όφθείς τφ Αβραάμ θεός καί κύριος ώνομασμένος ύπό κυρίου τού έν 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ούρανοις Λαβών τά έπαχθέντα τή Σοδόμων γή έπήγαγε, καί νυν, κάν άγγελος ήν σύν τφ φανέντι τφ Μωυσεί θεφ γεγενημένος, θεόν, τόν άπό τής βάτου όμιΛήσαντα τφ Μωυσεί, ού τόν ποιητήν τών όλων θεόν νοήσομεν γεγονέναι, άΛΛ εκείνον τόν καί τφ Αβραάμ καί τφ Ισαάκ καί τφ Ιακώβ άποδειχθέντα πεφανερώσθαι, ός καί άγγελος τού τών όλων ποιητού θεού καλείται καί νοείται είναι έκ τού διαγγέΛΛειν τοίς άνθρώποις τά παρά τού πατρός καί ποιητού τών άπάντων. Κάγώ πάΛιν· Ήδη μέντοι, ώ Τρύφων, άποδείξω ότι προς τή Μωυσέως όπτασίμ αύτός ούτος μόνος, καί άγγελος καλούμενος καί θεός ύπάρχων, ώφθη καί προσωμίλησε τφ Μωυσεί. ούτως γάρ έφη ό Λόγος· Ώφθη δέ αύτφ άγγελος κυρίου έν πυρί φλογός έκ βάτου· καί όρά ότι ό βάτος καίεται πυρί, ό δέ βάτος ού κατεκαίετο. ό δέ Μωυσής είπε· ΠαρεΛθών όψομαι τό όραμα τούτο τό μέγα, ότι ού κατακαίεται ό βάτος. ώς δ' είδε κύριος ότι προσάγει ίδεϊν, έκάλεσεν αύτόν κύριος έκ τής βάτου. ον ούν τρόπον τόν τφ Ιακώβ όφθέντα κατά τούς ύπνους άγγελον ό λόγος Λέγει, είτα αύτόν τόν όφθέντα κατά τούς ύπνους άγγελον είρηκέναι αύτφ, ότι Εγώ είμι ό θεός ό όφθείς σοι ότε άπεδίδρασκες άπό προσώπου Ήσαύ τού άδελφού σου, καί έπί τού Αβραάμ έν τή κρίσει τών Σοδόμων κύριον παρά κυρίου τού έν τοίς ούρανοις τήν κρίσιν έπενηνοχέναι έφη, ούτως καί ένταύθα ό λόγος, λέγων άγγελον κυρίου ώφθαι τφ Μωυσεί καί μετέπειτα κύριον αύτόν όντα καί θεόν σημαίνων, τόν αύτόν Λέγει ον καί διά πολλών τών Λελεγμένων ύπηρετούντα τφ ύπέρ κόσμον θεφ, ύπέρ ον άλλος ούκ έστι, σημαίνει. Μαρτύριον δέ καί άλλο ύμίν, ώ φίλοι, έφην, άπό τών γραφών δώσω, ότι άρχήν προ πάντων τών κτισμάτων ό θεός γεγέννηκε δύναμίν τινα έξ έαυτού Λογικήν, ήτις καί δόξα κυρίου ύπό τού πνεύματος τού άγιου καλείται, ποτέ δέ υιός, ποτέ δέ σοφία, ποτέ δέ άγγελος, ποτέ δέ θεός, ποτέ δέ κύριος καί Λόγος, ποτέ δέ άρχιστράτηγον έαυτόν λέγει, έν άνθρώπου μορφή φανέντα τφ τού Ναυή Ιησού· έχει γάρ πάντα προσονομάζεσθαι έκ τε τού ύπηρετείν τφ πατρικφ βουλή μάτι καί έκ 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας του άπό του πατρός θελήσει γεγεννήσθαι. άλλ' ού τοιούτον όποιον καί έφ' ήμών γινόμενον όρώμεν; λόγον γάρ τινα προβάλλοντες, λόγον γεννώ μεν, ού κατά άποτομήν, ώς έλαττωθήναι τόν έν ήμίν λόγον, προβαλλόμενοι, καί όποιον έπί πυρός όρώμεν άλλο γινόμενον, ούκ έλαττουμένου έκείνου έξ ού ή άναψις γέγονεν, άλλά τού αύτού μένοντος, καί τό έξ αύτού άναφθέν καί αύτό όν φαίνεται, ούκ έλαττώσαν έκείνο έξ ού άνήφθη. μαρτυρήσει δέ μοι ό λόγος τής σοφίας, αύτός ών ούτος ό θεός άπό τού πατρός τών όλων γεννηθείς, καί λόγος καί σοφία καί δύναμις καί δόξα τού γεννήσαντος ύπάρχων, καί διά Σολομώνος φήσαντος ταύτα· Εάν αναγγείλω ύμίν τά καθ' ή μέραν γινόμενα, μνημονεύσω τά έξ αίώνος άριθμήσαι. κύριος έκτισέ με άρχήν οδών αύτού είς έργα αύτού. προ τού αίώνος έθεμελίωσέ με έν άρχή, προ τού τήν γήν ποιήσαι καί προ τού τάς άβύσσους ποιήσαι, προ τού τάς πηγάς προελθείν τών ύδάτων, προ τού τά όρη έδρασθήναι· προ δέ πάντων τών βουνών γεννμ με. ό θεός έποίησε χώραν καί άοίκητον καί άκρα οίκούμενα ύπ' ούρανόν. ήνίκα ήτοίμαζε τόν ούρανόν, συμπαρήμην αύτφ· καί ότε άφώριζε τόν αύτού θρόνον έπ' άνέμων, ήνίκα ισχυρά έποίει τά άνω νέφη καί ώς άσφαλείς έποίει πηγάς άβύσσου, ήνίκα ισχυρά έποίει τά θεμέλια τής γής, ήμην παρ' αύτφ άρμόζουσα. έγώ ήμην ή προσέχαιρε· καθ' ή μέραν δέ εύφραινόμην έν προσώπψ αύτού έν παντί καιρφ, ότι εύφραίνετο τήν οικουμένην συντελέσας καί εύφραίνετο έν υίοίς άνθρώ­ πων. νύν ούν, υιέ, άκουέ μου. μακάριος άνήρ ός είσακούσεταί μου, καί άνθρωπος ός τάς οδούς μου φυλάξει, ύπνών έπ' έμαίς θύραις καθ' ήμέραν, τηρών σταθμούς έμών εισόδων· αί γάρ έξοδοί μου έξοδοι ζωής, καί ήτοίμασται θέλησις παρά κυρίου, οί δέ είς έμέ άμαρτάνοντες άσεβούσιν είς τάς έαυτών ψυχάς, καί οί μισούντές με άγαπώσι θάνατον. Καί τούτο αύτό, ώ φίλοι, είπε καί διά Μωύσέως ό τού θεού λόγος, μηνύων ήμίν ον έδήλωσε τόν θεόν λέγειν 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τούτψ αύτφ τφ νοήματι έπί τής ποιήσεως τού άνθρώπου, Λέγων ταύτα· Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν· καί άρχέτωσαν τών ιχθύων τής θαΛάσσης καί τών πετεινών τού ούρανού καί τών κτηνών καί πάσης τής γής καί πάντων τών ερπετών τών έρπόντων έπί τής γής. και έποίησεν ό θεός τόν άνθρωπον, κατ' εικόνα θεού έποίησεν αύτόν· άρσεν καί θήΛυ έποίησεν αύτούς. καί εύΛόγησεν ό θεός αύτούς Λέ­ γων· Αύξάνεσθε καί πΛηθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γήν καί κατακυριεύσατε αύτής. Καί όπως μή, άΛΛάσσοντες τούς προΛεΛεγμένους Λόγους, έκείνα Λέγητε ά οί διδάσκαλοι ύμών Λέγουσιν, ή ότι πρός έαυτόν έλεγεν ό θεός Ποιήσωμεν, όποιον καί ή με ις μέΛΛοντές τι ποιείν πολλάκις πρός εαυτούς Λέγομεν Ποιήσωμεν, ή ότι πρός τά στοιχεία, τούτ' έστι τήν γήν καί τά άλλα ομοίως, έξ ών νοούμεν τόν άνθρωπον γεγονέναι, θεόν είρηκέναι Ποιήσωμεν, Λόγους τούς είρημένους ύπ' αύτού τού Μωϋσέως πάλιν Ιστορήσω, έξ ών άναμφιλέκτως πρός τινα, καί άριθμφ όντα έτερον καί Λογικόν ύπάρχοντα, ώμιληκέναι αύτόν έπιγνώναι έχομεν. είσι δέ οίΛόγοι ούτοι· Καί ειπεν ό θεός· Ιδού Αδάμ γέγονεν ώς εις έξ ήμών τού γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, ούκούν είπών Ώς εις έξ ήμών, καί άριθμόν τών άΛΛήλοις συνόντων, καί τό έλάχιστον δύο μεμήνυκεν. ού γάρ οπερ ή παρ' ύμιν Λεγομένη αϊρεσις δογματίζει φαίην άν έγώ άΛηθές είναι, ή οί έκείνης διδάσκαλοι άποδεΐξαι δύνανται ότι άγγέλοις έλεγεν ή ότι άγγέλων ποίημα ήν τό σώμα τό άνθρώπειον. άλλά τούτο τό τφ όντι άπό τού πατρός προβληθέν γέννημα προ πάντων τών ποιημάτων συνήν τφ πατρί, καί τούτψ ό πατήρ προσομιλεί, ώς ό Λόγος διά τού ΣοΛομώνος έδήΛωσεν, ότι καί άρχή προ πάντων τών ποιημάτων τούτ' αύτό καί γέννημα ύπό τού θεού έγεγέννητο, ό σοφία διά ΣοΛομώνος καλείται, καί δι' άποκαλύψεως τής γεγενημένης Ιησού τφ τού Ναυή τούτο αύτό είπόντος. ίνα δέ καί έκ τούτων φανερόν ύμίν γένηται ό Λέγω, άκούσατε καί τών άπό τού βιβλίου Ιησού. έστι 5ι Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας δέ ταύτα· Καί έγένετο ώς ήν Ιησούς έν Ιεριχώ, άναβλέψας τοίς όφθαλμοις όρά άνθρωπον έστηκότα κατέναντι αύτού. καί προσεΛθών ό Ιησούς ειπεν αύτφ· Ήμέτερος εί ή τών ύπεναντίων; καί ειπεν αύτφ· Έγώ άρχιστράτηγος δυνάμεως κυρίου, νύν παραγέγονα. καί Ιησούς έπεσεν έπί πρόσωπον έπί τήν γήν, καί ειπεν αύτφ· Δέσποτα, τί προστάσσεις τφ σφ οίκέτη; καί Λέγει ό άρχιστράτηγος κυρίου προς Ίησούν· Λύσαι τά ύποδήματα τών ποδών σου· ό γάρ τόπος, έφ' ού έστηκας, γή άγια έστί. καί ή Ιεριχώ συγκεκΛεισμένη ήν καί ώχυρωμένη, καί ούδείς έξ αύτής έξεπορεύετο. καί είπε κύριος προς Ίησούν· Ιδού παραδίδωμί σοι τήν Ιεριχώ ύποχείριον καί τόν βασιλέα αύτής τόν έν αύτή, δυνατούς όντας ίσχύϊ. Καί ό Τρύφων· Ίσχυρώς καί διά πολλών δείκνυταί σοι τούτο, φίλε, έφη. Λοιπόν ούν καί ότι ούτος διά τής παρ­ θένου άνθρωπος γεννηθήναι κατά τήν τού πατρός αύτού βούλησιν ύπέμεινεν άπόδειξον καί σταυρωθήναι καί άποθανεϊν· δήΛον δέ καί ότι μετά ταύτα άναστάς άνεΛήΛυθεν είς τόν ού­ ρανόν, άπόδειξον. Κάγώ άπεκρινάμην· Ήδη καί τούτο άποδέδεικταί μοι, ώ άνδρες, έν τοίς προανιστορημένοις Λόγοις τών προφητειών, οΰς δι' ύμάς πάΛιν άναμιμνησκόμενος καί έξηγούμενος πειράσομαι καί είς τήν περί τούτου συγκατάθεσιν άγαγείν ύμάς. ό γούν Λόγος ον έφη Ήσαίας· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; ότι αίρεται άπό τής γής ή ζωή αύτού· ού δοκει σοι λελέχθαι ώς ούκ έξ άνθρώπων έχοντος τό γένος τού διά τάς άνομίας τού Λαού είς θάνατον παραδεδόσθαι είρημένου ύπό τού θεού; περί ού καί Μωυσής τού αίματος, ώς προέφην, αϊματι σταφυλής, έν παραβολή είπών, τήν στολήν αύτού πλύνειν έφη, ώς τού αίματος αύτού ούκ έξ άνθρωπείου σπέρματος γεγεννημένου άλλ' έκ θελήματος θεού. καί τά ύπό Δαυείδ είρημένα· Έν ταίς Λαμπρότησι τών άγιων σου, έκ γαστρός προ εωσφόρου έγέννησά σε. ώμοσε κύριος καί ού μεταμεληθήσεται- Σύ ίερεύς είς τόν αιώνα κατά τήν τάξιν ΜεΛχισεδέκ· ού σημαίνει ύμίν ότι άνωθεν καί διά γαστρός άνθρωπείας ό θεός καί πατήρ τών όλων γεννάσθαι αύτόν έμελλε; 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας καί έν έτέροις είπών, τοίς καί αύτοίς προλελεγμένοις· Ό θρόνος σου, ό θεός, είς τόν αιώνα του αίώνος- -άβδος εύθύτητος ή -άβδος τής βασιλείας σου. ήγάπησας δικαιοσύνην καί έμίσησας άνομίαν- διά τούτο έχρισέ σε ό θεός, ό θεός σου, έλαιον άγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου. σμύρναν καί στακτήν καί κασσίαν άπό τών ίματίων σου, άπό βάρεων έλεφαντίνων, έξ ών εύφρανάν σε. θυγατέρες βασιλέων έν τή τιμή σου- παρέστη ή βασίλισσα έκ δεξιών σου, έν ιματισμφ διαχρύσψ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. άκουσον, θύγατερ, καί ϊδε καί κλίνον τό ούς σου, καί έπιλάθου τού λαού σου καί τού οίκου τού πατρός σου- καί έπιθυμήσει ό βασιλεύς τού κάλλους σου, ότι αύτός έστι κύριός σου, καί προσκυνήσεις αύτφ. ότι γούν καί προσκυνητός έστι καί θεός καί Χριστός ύπό τού ταύτα ποιήσαντος μαρτυρούμένος, καί οί λόγοι ούτοι διαρρήδην σημαίνουσι. καί ότι τοίς είς αύτόν πιστεύουσιν, ώς ούσι μιά ψυχή καί μιά συναγωγή καί μιά έκκλησίμ, ό λόγος τού θεού λέγει ώς θυγατρί, τή έκκλησίμ τή έξ ονόματος αύτού γενομένη καί μετασχούση τού ονόματος αύτού (Χριστιανοί γάρ πάντες καλούμεθα), ομοίως φανερώς οί λόγοι κηρύσσουσι, δι­ δάσκοντες ήμάς καί τών παλαιών πατρφων έθών έπιλαθέσθαι, ούτως έχοντες- Άκουσον, θύγατερ, καί ϊδε καί κλϊνον τό ούς σου, καί έπιλάθου τού λαού σου καί τού οίκου τού πατρός σου- καί έπιθυμήσει ό βασιλεύς τού κάλλους σου, ότι αύτός έστι κύριός σου, καί προσκυνήσεις αύτφ. Καί ό Τρύφων- Έστω ύμών, τών έξ έθνών, κύριος καί Χριστός καί θεός γνωριζόμενος, ώς αί γραφαί σημαίνουσιν, οϊτινες καί άπό τού ονόματος αύτού Χριστιανοί καλεϊσθαι πάντες έσχήκατε- ήμείς δέ, τού θεού τού καί αύτόν τούτον ποιήσαντος λατρευταί όντες, ού δεόμεθα τής ομολογίας αύτού ούδέ τής προσκυνήσεως. Κάγώ πρός ταύτα εϊπον- Ώ Τρύφων, εί ομοίως ύμίν φιλέριστος καί κενός ύπήρχον, ούκ άν έτι προσέμενον κοινωνών ύμίν τών λόγων, ού συνιέναι τά λεγάμενα παρασκευαζομένοις, άλλά τι λέγειν μόνον θήγουσιν εαυτούς- νύν δέ, έπεί κρίσιν θεού δέδοικα, ού φθάνω άποφαίνεσθαι περί ούδενός τών άπό 5ι Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας του γένους ύμών, εί μήτι έστιν άπό τών κατά χάριν τήν άπό κυρίου Σαβαώθ σωθήναι δυναμένων. διό κάν ύμεις πονηρεύησθε, προσμενώ προς ότιούν προβαλείσθε καί άντιλέγετε άποκρινόμενος· καί τό αύτό καί προς πάντας άπλώς τούς έκ παντός γέ­ νους άνθρώπων, συζητεΐν ή πυνθάνεσθαί μου περί τούτων βουλομένους πράττω. ότι ούν καί οί σωζόμενοι άπό τού γένους τού ύμετέρου διά τούτου σώζονται καί έν τή τούτου μερίδι είσί, τοίς προλελεγμένοις ύπ' έμού άπό τών γραφών εί προσεσχήκειτε, ένενοήκειτε άν ήδη, κάμε δήλον ότι περί τούτου ούκ άν ήρωτήσατε. πάλιν δέ έρώ τά προλελεγμένα μοι άπό τού Δαυείδ, καί άξιώ ύμάς προς τό συνιέναι, μή προς τό πονηρεύεσθαι καί άντιλέγειν μόνον έαυτούς ότρύναι. Είσίν ούν οί λόγοι, ούς φησιν ό Δαυείδ, ούτοι· Ό κύ­ ριος έβασίλευσεν, όργιζέσθωσαν λαοί· ό καθήμένος έπί τών χερουβίμ, σαλευθήτω ή γή. κύριος έν Σιών μέγας καίύψηλός έστιν έπί πάντας τούς λαούς, έξομολογησάσθωσαν τφ όνόματί σου τφ μεγάλψ, ότι φοβερόν καί άγιόν έστι, καί τιμή βασιλέως κρίσιν άγαπφ. σύ ήτοίμασας εύθύτητας, κρίσιν καί δικαιοσύνην έν Ιακώβ σύ έποίησας. ύψούτε κύριον τόν θεόν ήμών καί προσκυνεΐτε τφ ύποποδίφ τών ποδών αύτού, ότι άγιός έστι. Μωυσής καί Ααρών έν τοίς ίερεύσιν αύτού, καί Σαμουήλ έν τοις έπικαλουμένοις τό όνομα αύτού· έπεκαλούντο τόν κύριον, καί αύτός είσήκουεν αύτών. έν στύλω νε­ φέλης έλάλει προς αύτούς, ότι έφύλασσον τά μαρτύρια αύτού, καί τά προστάγματα αύτού ά έδωκεν αύτοίς. καί έν άλλοις, τοίς καί αύτοίς προανιστορημένοις, διά τού Δαυείδ λεχθείσι λόγοις, ούς είς Σολομώνα άνοήτως φάσκετε είρήσθαι, έπιγεγραμμένους είς Σολομώνα, έξ ών καί τό ότι είς Σολομώνα ούκ εϊρηνται άποδείκνυται, καί ότι ούτος καί προ τού ήλιου ήν, καί οί άπό τού λαού ύμών σωζόμενοι δι' αύτού σωθήσονται. είσί δέ ούτοι· Ό θεός, τό κρίμα σου τφ βασιλεί δός καί τήν δικαιο­ σύνην σου τφ υίφ τού βασιλέως· κρίνει τόν λαόν σου έν δι­ καιοσύνη καί τούς πτωχούς σου έν κρίσει. άναλαβέτωσαν τά 5ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας όρη τφ Λαφ ειρήνην καί οί βουνοί δικαιοσύνην, κρίνει τούς πτωχούς τού Λαού, καί σώσει τούς υιούς τών πενήτων, καί ταπεινώσει συκοφάντην· καί συμπαραμενεί τφ ήΛίφ καί προ τής σεΛήνης γενεάς γενεών· καί τά Λοιπά άχρι τού· Προ τού ήΛίου διαμένει τό όνομα αύτού. καί ένευΛογηθήσονται έν αύτφ πάσαι αί φυΛαί τής γης· πάντα τά έθνη μακαριούσιν αύτόν. εύΛογητός κύριος, ό θεός ΊσραήΛ, ό ποιών θαυμάσια μόνος, καί εύΛογητόν τό όνομα τής δόξης αύτού είς τόν αιώνα τού αίώνος· καί πΛηρωθήσεται τής δόξης αύτού πάσα ή γή. γένοιτο, γένοιτο. καί έκ τών άΛΛων ών προείπον ομοίως διά Δαυείδ ΛεΛέχθαι Λόγων, ότι άπ' άκρων τών ούρανών προέρχεσθαι έμεΛΛεν καί πάΛιν είς τούς αύτούς τόπους άνιέναι έμηνύετο, άναμνήσθητε, ϊνα καί θεόν άνωθεν προεΛθόντα καί άνθρωπον έν άνθρώποις γενόμενον γνωρίσητε, καί πάΛιν έκείνον παραγενησόμενον, ον όράν μέΛΛουσι καί κόπτεσθαι οί έκκεντήσαντες αύτόν. είσί δέ ούτοι· Οί ούρανοί διηγούνται δόξαν θεού, ποίησιν δέ χειρών αύτού άναγγέΛΛει τό στερέωμα, ή μέρα τή ήμέρμ έρεύγεται ρήμα, καί νύξ τή νυκτί άναγγέΛΛειγνώσιν. ούκ είσί ΛαΛιαί ούδέ Λόγοι, ών ούχί άκούονται αί φωναί αύτών. είς πάσαν τήν γήν έξήΛθεν ό φθόγγος αύτών καί είς τά πέρατα τής οικουμένης τά ρήματα αύτών. έν τφ ήΛίφ έθετο τό σκή­ νωμα αύτού, καί αύτός ώς νυμφίος έκπορευόμενος έκ παστού αύτού, άγαΛΛιάσεται ώς γίγας δραμείν οδόν, άπ' άκρου τού ούρανού ή έξοδος αύτού, καί τό κατάντημα αύτού έως άκρου τού ούρανού, καί ούκ έστιν ός άποκρυβήσεται τής θέρμης αύτού. Καί ό Τρύφων έφη· Ύπό τών τοσούτων γραφών δυσωπούμένος ούκ οιδα τί φώ περί τής γραφής ήν έφη Ήσαίας, καθ' ήν ό θεός ούδενί έτέρψ δούναι τήν δόξαν αύτού Λέγει, ούτως είπών· Εγώ κύριος ό θεός, τούτο μου όνομα, τήν δόξαν μου έτέρψ ού μή δώσω ούδέ τάς άρετάς μου. Κάγώ· Εί μέν άπΛώς καί μή μετά κακίας τούτους τούς Λόγους είπών έσίγησας, ώ Τρύφων, μήτε τούς προ αύτών προειπών μήτε τούς έπακοΛουθούντας συνάψας, συγγνωστός εί, εί δέ χάριν τού νόμιζειν δύνασθαι είς άπορίαν έμβάΛΛειν τόν 5ι Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας λόγον, ϊν' εϊπω εναντίας είναι τάς γραφάς άλλήλαις, πεπλάνησαι· ού γάρ τολμήσω τούτο ποτέ ή ένθυμηθήναιή είπείν, άλλ' έάν τοιαύτη τις δοκούσα είναι γραφή προβληθή, καί πρόφασιν έχη ώς εναντία ούσα, έκ παντός πεπεισμένος ότι ούδεμία γραφή τή έτέρμ έναντία έστίν, αύτός μή νοεϊν μάλλον ομολογήσω τά είρημένα, καί τούς έναντίας τάς γραφάς ύπολαμβάνοντας τό αύτό φρονεϊν μάλλον έμοί πεισαι άγωνίσομαι. όπως δ' άν ής προτεθεικώς τό πρόβλημα, θεός έπίσταται. έγώ δέ ώς είρηται ό λόγος άναμνήσω ύμάς, όπως καί έξ αύτού τούτου γνωρίσητε ότι ό θεός τώ Χριστψ αύτού μονά) τήν δόξαν δίδωσιν. άναλήψομαι δέ βραχείς τινας λόγους, ώ άνδρες, τούς έν συναφεία τών είρημένων ύπό τού Τρύφωνος καί τούς ομοίως συνημμένους κατ' έπακολούθησιν· ού γάρ έξ έτέρας περικοπής αύτούς έρώ, άλλ' ύφ' έν ώς είσι συνημμένοικαί ύμείς τόν νούν χρήσατέ μοι. είσίδέ ούτοι- Ούτως λέγει κύριος ό θεός, ό ποιήσας τόν ούρανόν καί πήξας αύτόν, ό στερεώσας τήν γήν καί τά έν αύτή, καί διδούς πνοήν τώ λαώ τώ έπ' αύτής καί πνεύμα τοϊς πατούσιν αύτήν- Εγώ κύριος ό θεός έκάλεσά σε έν δικαιοσύνη, καί κρατήσω τής χειρός σου καί ίσχύσω σε, καί έδωκά σε είς διαθήκην γένους, είς φώς έθνών, άνοίξαι οφθαλμούς τυφλών, έξαγαγεϊν έκ δεσμών πεπέ­ δη μένους καί έξ οίκου φυλακής καθημένους έν σκότει. έγώ κύριος ό θεός, τούτο μου όνομα, τήν δόξαν μου έτέρψ ού μή δώσω ούδέ τάς άρετάς μου τοϊς γλυπτοϊς. τά άπ' άρχής ιδού ήκει, καινά ά έγώ άναγγέλλω, καί προ τού άναγγεϊλαι έδηλώθη ύμίν. Υμνήσατε τώ θεώ ύμνον καινόν- άρχή αύτού άπ' άκρου τής γής- οί καταβαίνοντες τήν θάλασσαν καί πλέοντες άεί, νήσοι καί οί κατοικούντες αύτάς. εύφράνθητι έρημος καί αί κώμαι αύτών καί αί έπαύλεις, καί οί κατοικούντες Κηδάρ εύφρανθήσονται, καί οί κατοικούντες πέτραν άπ' άκρου τών όρέων βοήσονται. δώσουσι τω θεώ δόξαν, τάς άρετάς αύτού έν ταϊς νήσοις άναγγελούσι. Κύριος ό θεός τών δυνάμεων έξελεύσεται, συντρίψει πόλεμον, έπεγερεϊ ζήλον καί βοήσεται 5 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έπί τούς εχθρούς μετ' ισχύος, καί ταύτα είπών έφην πρός αύτούς· Νενοήκατε, ώ φίΛοι, ότι ό θεός Λέγει δώσειν τούτψ, όν είς φως έθνών κατέστησε, δόξαν καί ούκ άλλα) τινί, άΛΛ ούχ, ώς έφη Τρύφων, ώς έαυτφ κατέχοντος τού θεού τήν δόξαν; Καί ό Τρύφων άπεκρίνατο· Νενοήκαμεν καί τούτο· πέραινε τοιγαρούν καί τά έπίΛοιπα τού Λόγου. Κάγώ πάΛιν άναλαβών τόν Λόγον, όπόθεν τήν άρ­ χήν έπεπαύμην άποδεικνύων ότι έκ παρθένου γεννητός καί διά παρθένου γεννηθήναι αύτόν διά Ήσαίου έπεπροφήτευτο, καί αύτήν τήν προφητείαν πάΛιν έΛεγον. έστι δέ αύτη· Καί προσέθετο κύριος ΛαΛήσαι τφ Άχαζ, Λέγων· Αϊτησαι σεαυτφ σημεΐον παρά κυρίου τού θεού σου είς βάθος ή είς ύψος, καί είπεν Άχαζ· Ού μή αιτήσω ούδέ μή πειράσω κύριον, καί είπεν Ήσαίας· Ακούσατε δή, οίκος Δαυείδ. μή μικρόν ύμίν άγώνα παρέχειν άνθρώποις; καί πώς κυρίψ παρέχετε άγώνα; διά τούτο δώσει κύριος αύτός ύμίν σημεΐον- ιδού ή παρθένος έν γαστρί Λήψεται καί τέξεται υιόν, καί καΛέσουσι τό όνομα αύτού Εμμανουήλ, βούτυρον καί μέΛι φάγεται. πριν ή γνώναι αύτόν ή προεΛέσθαι πονηρά έκΛέξεται τό άγαθόν· διότι, πριν ή γνώναι τό παιδίον κακόν ή άγαθόν, άπειθεί πονηρά τού έκΛέξασθαι τό άγαθόν. διότι, πριν ή γνώναι τό παιδίον καΛείν πατέρα ή μητέρα, Λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί τά σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιΛέως Ασσυριών, καί καταΛηφθήσεται ή γή. σκΛηρώς οϊσεις άπό προσώπου τών δύο βασιλέων. άΛΛ έπάξει ό θεός έπί σέ καί έπί τόν Λαόν σου καί έπί τόν οίκον τού πατρός σου ήμέρας, αΐ ούδέπω ήκασιν, άπό τής ήμέρας ής άφεΐΛεν Έφράϊμ άπό Ιούδα τόν βασιλέα Ασσυριών. καί έπέφερον· Ότι μέν ούν έν τφ γένει τφ κατά σάρκα Αβραάμ ούδείς ούδέποτε άπό παρθένου γεγέννηται ούδέ ΛέΛεκται γεγεννημένος άλλ' ή ούτος ό ήμέτερος Χριστός, πάσι φανερόν έστι. Καί ό Τρύφων άπεκρίνατο· Ή γραφή ούκ έχει· Ιδού ή παρθένος έν γαστρί Λήψεται καί τέξεται υιόν, άλλ' 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Ιδού ή νεάνις έν γαστρί Λήψεται και τέξεται υιόν, και τά έξης Λοιπά ώς έφης. έστι δέ ή πάσα προφητεία ΛεΛεγμένη εις Έζεκίαν, εις ον και άποδείκνυται άποβάντα κατά τήν προφητείαν ταύτην. έν δέ τοίς τών Λεγομένων ΈΛΛήνων μυθοις ΛέΛεκται ότι Περσευς έκ Δανάης, παρθένου ούσης, έν χρυσού μορφή -εύσαντος επ' αύτήν τού παρ' αύτοίς Διός καΛουμένου, γεγέννηται· καί υμείς τά αύτά έκείνοις Λέγοντες, αίδείσθαι οφεί­ λετε, και μάΛΛον άνθρωπον έξ άνθρώπων γενόμενον Λέγειν τόν Ίησουν τούτον, καί, έάν άποδείκνυτε άπό τών γραφών ότι αύτός έστιν ό Χριστός, διά τό έννόμως και τεΛέως ποΛιτεύεσθαι αύτόν κατηξιώσθαι του έκΛεγήναι είς Χριστόν, άλλά μή τερατοΛογείν τολμάτε, όπως μήτε ομοίως τοίς ΈΛΛησι μωραίνειν έΛέγχησθε. Καί έγώ πρός ταύτα έφην· Ώ Τρύφων, έκείνό σε πεπεϊσθαι βούλομαι καί πάντας άπλώς άνθρώπους, ότι κάν γελοιάζοντες ή έπιτωθάζοντες χείρονα Λέγητε, ούκ έκστήσετέ με τών προκειμένων, άλλ' έξ ών είς έλεγχον νομίζετε προβάΛΛειν Λόγων τε ή πραγμάτων, έξ αυτών τάς άποδείξεις τών ύπ' έμού Λεγομέ­ νων μετά μαρτυρίας τών γραφών άεί ποιήσομαι. ούκ όρθώς μέντοι ούδέ φιλαλήθως ποιείς, κάκεινα περί ών άεί συγκατα­ θέσεις ήμίν γεγένηνται, ότι διά τό σκληροκάρδιον τού Λαού ύμών διά Μωυσέως τινές τών έντολών τεθειμέναι είσίν, άναλύειν πειρώμενος. έφης γάρ διά τό έννόμως ποΛιτεύεσθαι έκΛελέχθαι αύτόν καί Χριστόν γεγενήσθαι, εί άρα ούτος άποδειχθείη ών. Καί ό Τρύφων· Σύ γάρ ώμολόγησας ήμιν, έφη, ότι καί περιετμήθη καί τά άλλα τά νόμιμα τά διά Μωυ­ σέως διαταχθέντα έφύλαξε. Κάγώ άπεκρινάμην· ΏμοΛόγησά τε καί ομολογώ- άΛΛ' ούχ ώς δικαιούμενον αύτόν διά τούτων ώμολόγησα ύπομεμενηκέναι πάντα, άλλά τήν οικονομίαν άπαρτίζοντα, ήν ήθελεν ό πατήρ αύτού καί τών όλων ποιητής καί κύριος καί θεός, καί γάρ τό άποθανείν σταυρωθέντα ομολογώ ύπομειναι αύτόν καί τό άνθρωπον γενέσθαι καί τοσαύτα παθείν όσα διέθεσαν αύτόν οί άπό τού γένους ύμών. έπεί πάλιν, ώ Τρύφων, μή συντί- 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας θεσαι οίς φθάνεις συντεθειμένος, άπόκριναί μοι· οί προ Μωυσέως γενόμενοι δίκαιοι καί πατριάρχαι, μηδέν φυΛάξαντες τών όσα άποδείκνυσιν ό Λόγος άρχήν διαταγής είΛηφέναι διά Μωυσέως, σώζονται έν τή τών μακαρίων κΛηρονομίμ ή ού; Καί ό Τρύφων έφη· Αί γραφαί άναγκάζουσί με όμοΛογειν. Όμοίως δέ άνερωτώ σε πάΛιν, έφην· Τάς προσφοράς καί τάς θυσίας δι' ένδειαν ό θεός ένετείΛατο ποιείν τούς πατέρας ύμών, ή διά τό σκΛηροκάρδιον αύτών καί εύχερές προς είδωΛοΛατρείαν; Καί τούτο, έφη, αί γραφαί όμοίως άναγκάζουσιν όμοΛογείν ήμάς. Καί ότι, φημί, καινήν διαθήκην διαθήσεσθαι ό θεός έπήγγεΛται παρά τήν έν όρει Χωρήβ, όμοίως αί γραφαί προείπον; Καί τούτο άπεκρίνατο προειρήσθαι. Κάγώ πάΛιν· Ή δέ παΛαιά διαθήκη, έφην, μετά φόβου καί τρόμου διετάγη τοίς πατράσιν ύμών, ώς μηδέ δύνασθαι αύτούς έπάίειν τού θεού; Κάκείνος ώμοΛόγησε. Τί ούν; έφην. Έτέραν διαθήκην έσεσθαι ό θεός ύπέσχετο, ούχ ώς έκείνη διετάγη, καί άνευ φόβου καί τρόμου καί άστραπών διαταγήναι αύτοίς έφη, καί δεικνύουσαν τί μέν ώς αιώνιον καί παντί γένει άρμόζον καί ένταλμα καί έργον ό θεός έπίσταται, τί δέ προς τό σκΛηροκάρδιον τού Λαού ύμών άρμοσάμενος, ώς καί διά τών προφητών βομ, ένετέταΛτο. Καί τούτψ συνθέσθαι, έφη, έκ παντός τούς φιΛαΛήθεις, άΛΛά μή φιΛέριδας, άναγκαίον. Κάγώ· Ούκ οιδ' όπως, έφην, φιΛερίστους τινάς άποκαΛών, αύτός ποΛΛάκις έν τούτω έφάνης τώ έργω ών, άντειπών ποΛΛάκις οίς συνετέθης. Καί ό Τρύφων· Άπιστον γάρ καί άδύνατον σχεδόν πράγμα έπιχειρείς άποδεικνύναι, ότι θεός ύπέμεινε γεννηθήναι καί άνθρωπος γενέσθαι. Εί τούτο, έφην, έπ' άνθρωπείοις διδάγμασινή έπιχειρήμασιν έπεβαΛόμην άποδεικνύναι, άνασχέσθαι μου ούκ άν έδει ύμάς· εί δέ γραφάς καί είς τούτο είρημένας τοσαύτας, 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας πλειστάκις αύτάς Λέγων, άξιώ ύμάς έπιγνώναι αύτάς, σκληροκάρδιοι προς τό γνώναι νούν καί θέλημα τού θεού γίνεσθε. εί δέ βούλεσθε τοιούτοι άεί μένειν, έγώ μέν ούδέν άν βλαβείηντά δέ αύτά άεί έχων, ά καί προ τού συμβαλείν ύμίν είχον, άπαΛΛάξομαι ύμών. Καί ό Τρύφων· Όρα, ώ φίλε, έφη, ότι μετά ποΛΛού κόπου καί καμάτου γέγονέ σοι τό κτήσασθαι αύτά· καί ή μάς ούν, βασανίσαντας πάντα τά έπιτρέχοντα, συνθέσθαι δει οίς άναγκάζουσιν ήμάς αί γραφαί. Κάγώ προς ταύτα· Ούκ άξιώ, ειπον, ύμάς μή παντί τρόπψ άγωνιζομένους τήν έξέτασιν τών ζητουμένων ποιείσθαι, άΛΛ' έκείνοις μή πάλιν άντιΛέγειν, μηδέν έχοντας Λέγειν, οίς έφητε συνθέσθαι. Καί ό Τρύφων έφη· Τούτο πειρασόμεθα πράξειν. ΠάΛιν έγώ έφην· Προς τοις άνηρωτημένοις καί νύν ύπ' έμού πάΛιν άνερωτήσασθαι ύμάς βούλομαι- διά γάρ τών άνερωτήσεων τούτων καί περαιωθήναι σύν τάχει τόν Λόγον άγωνιούμαι. Καί ό Τρύφων έφη· Άνερώτα. Κάγώ ειπον· Μήτι άλλον τινά προσκυνητόν καί κύριον καί θεόν Λεγόμενον έν ταίς γραφαίς νοείτε είναι πΛήν τού τούτο ποιήσαντος τό πάν καί τού Χριστού, ός διά τών τοσούτων γραφών άπεδείχθη ύμίν άνθρωπος γενόμενος; Καί ό Τρύφων· Πώς τούτο δυνάμεθα είναι όμοΛογήσαι, οπότε, εί καί άλλος τίς έστι πΛήν τού πατρός μόνου, τήν τοσαύτην ζήτησιν έποιησάμεθα; Κάγώ πάΛιν· Αναγκαϊόν έστι καί ταύτα ύμάς έρωτήσαι, όπως γνώ· μήτι άλλο φρονείτε παρά θεφ; ομολογήσατε. Κάκεϊνος- Ού, άνθρωπε, έφη. Κάγώ πάλιν- Ύμών ούν ταύτα άληθώς συντιθεμένων καί τού Λόγου Λέγοντος· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; ούκ ήδη καί νοείν οφείλετε ότι ούκ έστι γένους άνθρώπου σπέρμα; Καί ό Τρύφων· Πώς ούν ό λόγος Λέγει τφ Δαυείδ ότι άπό τής όσφύος αύτού Λήψεται έαυτφ υιόν ό θεός καί κατορ­ θώσει αύτφ τήν βασιλείαν καί καθίσει αύτόν έπί θρόνου τής δόξης αύτού; 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Κάγώ έφην· Ώ Τρύφων, εί μέν καί τήν προφητείαν, ήν έφη Ήσαίας, ού φησι πρός τόν οίκον τού Δαυείδ· Ιδού ή παρθένος έν γαστρί λήψεται· άλλά πρός έτερον οίκον τών δώ­ δεκα φυλών, ίσως άν άπορίαν είχε τό πράγμα· έπειδή δέ καί αύτή ή προφητεία πρός τόν οικον Δαυείδ ε’ίρηται, τό είρημένον πρός Δαυείδ ύπό θεού έν μυστηρίψ διά Ήσαίου ώς έμελλε γίνεσθαι έξηγήθη· εί μήτι τούτο ούκ έπίστασθε, ώ φίλοι, έφην, ότι πολλούς λόγους, τούς έπικεκαλυμμένως καί έν παραβολαίς ή μυστηρίοις ή έν συμβόλοις έργων λελεγμένους, οί μετ' εκείνους τούς είπόντας ή πράξαντας γενόμενοι προφήται έξηγήσαντο. Καί μάλα, έφη ό Τρύφων. Εάν ούν άποδείξω τήν προφητείαν ταύτην τού Ήσαίου είς τούτον τόν ήμέτερον Χριστόν είρημένην, άλλ' ούκ είς τόν Έζεκίαν, ώς φάτε ύμείς, ούχί καί έν τούτψ δυσωπήσω ύμάς μή πείθεσθαι τοίς διδασκάλοις ύμών, οϊτινες τολμώσι λέγειν τήν έξήγησιν, ήν έξηγήσαντο οί έβδομήκοντα ύμών πρεσβύτεροι παρά Πτολεμαίψ τώ τών Αιγυπτίων βασιλεί γενόμενοι, μή είναι έν τισιν άληθή; ά γάρ άν διαρρήδην έν ταίς γραφαίς φαίνονται έλέγχοντα αύτών τήν άνόητον καί φίλαυτον γνώμην, ταύτα τολμώσι λέγειν μή ούτω γεγράφθαι· ά δέ άν καί έλκειν πρός ά νομίζουσι δύνασθαι άρμόζειν πράξεις άνθρωπε ίους, ταύτα ούκ είς τούτον τόν ήμέτερον Ίησούν Χριστόν είρήσθαι λέγουσιν, άλλ' είς ον αύτοί έξηγεϊσθαι έπιχειρούσιν. όποιον καί τήν γραφήν ταύτην, περίής ή νύν ομιλία έστίν, έδίδαξαν ύμάς λέ­ γοντες είς Έζεκίαν αύτήν είρήσθαι, όπερ, ώς ύπεσχόμην, άπο­ δείξω ψεύδεσθαι αύτούς. ας δ' άν λέγω μεν αύτοίς γραφάς, αΐ διαρρήδην τόν Χριστόν καί παθητόν καί προσκυνητόν καί θεόν άποδεικνύουσιν, ας καί προανιστόρησα ύμίν, ταύτας είς Χριστόν μέν είρήσθαι άναγκαζόμενοι συντίθενται, τούτον δέ μή είναι τόν Χριστόν τολμώσιλέγειν, έλεύσεσθαι δέ καί παθείν καί βασιλεύσαι καί προσκυνητόν γενέσθαι θεόν όμολογούσιν· όπερ γελοίον καί άνόητον ον ομοίως άποδείξω. άλλ' έπεί κατεπείγει με πρότερον πρός τά ύπό σού έν γελοίψ 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τρόπψ είρημένα άποκρίνασθαι, πρός ταύτα τάς άποκρίσεις ποιήσομαι, καί πρός τά έπίλοιπα είς ύστερον τάς άποδείξεις δώσω. Ευ ϊσθι ούν, ώ Τρύφων, Λέγων έπέφερον, ότι ά παραποιήσας ό Λεγόμενος διάβολος έν τοίς ΈΛΛησι Λεχθήναι έποίησεν, ώς καί διά τών έν Αίγύπτω μάγων ένήργησε καί διά τών έπί ΉΛία ψευδοπροφητών, καί ταύτα βεβαίαν μου τήν έν ταίς γραφαίς γνώσιν καί πίστιν κατέστησεν. όταν γάρ Διό­ νυσον μέν υιόν τού Διός έκ μίξεως ήν μεμίχθαι αύτόν τή ΣεμέΛη, γεγενήσθαι Λέγωσι, καί τούτον εύρετήν άμπέΛου γενόμενον, καί διασπαραχθέντα καί άποθανόντα άναστήναι, είς ού­ ρανόν τε άνεΛηΛυθέναι ίστορώσι, καί όνον έν τοίς μυστηρίοις αύτού παραφέρωσιν, ούχί τήν προΛελεγμένην ύπό Μωϋσέως άναγραφείσαν Ιακώβ τού πατριάρχου προφητείαν μεμιμήσθαι αύτόν νοώ; έπάν δέ τόν ΉρακΛέα ισχυρόν καί περινοστήσαντα πάσαν τήν γήν, καί αύτόν τώ Διί έξ Αλκμήνης γενόμενον, καί άποθανόντα είς ούρανόν άνεΛηΛυθέναι Λέγωσιν, ούχί τήν Ισχυρόν ώς γίγας δραμείν οδόν αύτού, περί Χριστού ΛεΛεγμένην γραφήν ομοίως μεμιμήσθαι νοώ; όταν δέ τόν Ασκλη­ πιόν νεκρούς άνεγείραντα καί τά άλλα πάθη θεραπεύσαντα παραφέρη, ούχί τάς περί Χριστού ομοίως προφητείας μεμιμήσθαι τούτον καί έπί τούτψ φημί; έπεί δέ ούκ άνιστόρησα πρός ύμάς τοιαύτην γραφήν, ή σημαίνει τόν Χριστόν ταύτα ποιήσειν, καί μιάς τίνος άναγκαίως έπιμνησθήσομαι, έξ ής καί συνείναι ύμίν δυνατόν, πώς καί τοίς έρήμοις γνώσεως θεού, Λέγω δέ τοίς έθνεσιν, οΐ καί οφθαλμούς έχοντες ούχ έώρων ούδέ καρδίαν έχοντες συνίεσαν, τά έξ ύλης κατασκευάσματα προσκυνούντες, ό Λόγος προέλεγεν άρνηθήναι αύτά καί έλπιζειν έπί τούτον τόν Χριστόν. ε’ίρηται δέ ούτως· Εύφράνθητι έρημος ή διψώσα, άγαΛΛιάσθω έρημος καί έξανθείτω ώς κρίνον, καί έξανθήσει καί άγαΛΛιάσεται τά έρημα τού Ίορδάνου, καί ή δόξα τού Λι­ βάνου έδόθη αύτή καί ή τιμή τού ΚαρμήΛου, καί ό Λαός μου όψεται τό ύψος κυρίου καί τήν δόξαν τού θεού, ίσχύσατε χείρες 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα. παρακαλείσθε οίόλιγόψυχοι τή καρδία, ίσχύσατε, μή φοβείσθε. ιδού ό θεός ήμών κρίσιν άνταποδίδωσι καί άνταποδώσει· αύτός ήξει καί σώσει ήμάς. τότε άνοιχθήσονται οφθαλμοί τυφλών, καί ώτα κωφών άκούσονται· τότε άλείται ώς έλαφος χωλός, καί τρανή έσται γλώσσα μογιλάλων, ότι έρράγη έν έρήμψ ύδωρ καί φάραγξ έν γή διψώση, καί ή άνυδρος έσται είς έλη, καί είς διψώσαν γήν πηγή ύδατος έσται. πηγή ύδατος ζώντος παρά θεού έν τή έρήμω γνώσεως θεού τή τών έθνών γή άνέβλυσεν ούτος ό Χριστός, ός καί έν τώ γένει ύμών πέφανται, καί τούς έκ γενετής καί κατά τήν σάρκα πηρούς καί κωφούς καί χωλούς ίάσατο, τόν μέν άλλεσθαι, τόν δέ καί άκούειν, τόν δέ καί όράν τφ λόγω αύτού ποιήσας· καί νεκρούς δέ άναστήσας καί ζήν ποιήσας, καί διά τών έργων έδυσώπει τούς τότε όντας άνθρώπους έπιγνώναι αύτόν. οί δέ καί ταύτα όρώντες γινόμενα φαν­ τασίαν μαγικήν γίνεσθαι έλεγον· καί γάρ μάγον είναι αύτόν έτόλμων λέγειν καί λαοπλάνον, αύτός δέ καί ταύτα έποίει πείθων καί τούς έπ' αύτόν πιστεύειν μέλλοντας, ότι, κάν τις, έν λώβη τινί σώματος ύπάρχων, φύλαξ τών παραδεδομένων ύπ' αύτού διδαγμάτων ύπάρξη, ολόκληρον αύτόν έν τή δευτέρμ αύτού παρουσίμ μετά τού καί άθάνατον καί άφθαρτον καί άλύπητον ποιήσαι άναστήσει. Όταν δέ οί τά τού Μίθρου μυστήρια παραδιδόντες λέγωσιν έκ πέτρας γεγενήσθαι αύτόν, καί σπήλαιον καλώσι τόν τόπον ένθα μυεΐν τούς πειθομένους αύτφ παραδιδούσιν, ένταύθα ούχί τό είρημένον ύπό Δανιήλ, ότι Λίθος άνευ χειρών έτμήθη έξ όρους μεγάλου, μεμιμήσθαι αύτούς έπίσταμαι, καί τά ύπό Ήσαίου ομοίως, ού καί τούς λόγους πάντας μιμήσασθαι έπεχείρησαν; δικαιοπραξίας γάρ λόγους καί παρ' έκείνοις λέγεσθαι έτεχνάσαντο. τούς δέ είρη μένους λόγους τού Ήσαίου άναγκαίως άνιστορήσω ύμίν, όπως έξ αύτών γνώτε ταύθ' ούτως έχειν. είσί δέ ούτοι· Ακούσατε, οί πόρρωθεν, ά έποίησα· γνώσονται οί έγγίζοντες τήν ίσχύν μου. άπέστησαν οί έν Σιών 5 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άνομοι- άνομοι, λήψεται τρόμος τούς άσεβεΐς. τίς άναγγελεί ύμίν τόν τόπον τόν αιώνιον; πορευόμενος έν δικαιοσύνη, λά­ λων εύθεΐαν οδόν, μισών άνομίαν καί άδικίαν, καί τάς χείρας άφωσιωμένος άπό δώρων, βαρόνων ώτα ίνα μή άκούση κρίσιν άδικον αίματος, καμμύων τούς οφθαλμούς ίνα μή ϊδη άδικίανούτος οίκήσει έν ύψηλφ σπηλαίψ πέτρας ίσχυράς. άρτος δοθήσεται αύτφ, καί τό ύδωρ αύτού πιστόν, βασιλέα μετά δόξης όψεσθε, καί οί οφθαλμοί ύμών όψονται πόρρωθεν. ή ψυχή ύμών μελετήσει φόβον κυρίου, πού έστιν ό γραμματικός; πού είσιν οί βουλεύοντες; πού έστιν ό άριθμών τούς τρεφομένους, μικρόν καί μέγαν λαόν; φ ού συνεβουλεύσαντο, ούδέ ήδεισαν βάθη φωνών, ώστε μή άκούσαι- λαός πεφαυλισμένος, καί ούκ έστι τφ άκούοντι σύνεσις. ότι μέν ούν καί έν ταύτη τή προφητεία περί τού άρτου, ον παρέδωκεν ήμίν ό ήμέτερος Χριστός ποιεΐν είς άνάμνησιν τού τε σωματοποιήσασθαι αύτόν διά τούς πιστεύοντας είς αύτόν, δι' ούς καί παθητός γέγονε, καί περί τού ποτηριού, ό είς άνάμνησιν τού αίματος αύτού παρέδωκεν εύχαριστούντας ποιεΐν, φαίνεται, καί ότι βα­ σιλέα τούτον αύτόν μετά δόξης όψόμεθα, αύτη ή προφητεία δηλοΐ. καί ότι λαός, ό είς αύτόν πιστεύειν προεγνωσμένος, μελετήσειν φόβον κυρίου προέγνωστο, αύται αί λέξεις τής προφητείας βοώσι. καί ότι οί τά γράμματα τών γραφών έπίστασθαιλογιζόμενοι, καί άκούοντες τών προφητειών, ούκ έχουσι σύνεσιν, ομοίως αύται αί γραφαΐ κεκράγασιν. όταν δέ, ώ Τρύ­ φων, έφην, έκ παρθένου γεγεννήσθαι τόν Περσέα ακούσω, καί τούτο μιμήσασθαι τόν πλάνον όφιν συνίημι. Αλλ' ούχί τοίς διδασκάλοις ύμών πείθομαι, μή συντε­ θειμένος καλώς έξηγεΐσθαι τά ύπό τών παρά Πτολεμαίψ τφ Αιγυπτίων γενομένω βασιλεΐ έβδομήκοντα πρεσβυτέ­ ρων, άλλ' αύτοί έξηγεΐσθαι πειρώνται. καί ότι πολλάς γραφάς τέλεον περιειλον άπό τών έξηγήσεων τών γεγενημένων ύπό τών παρά Πτολεμαίω γεγενημένων πρεσβυτέρων, έξ ών διαρρή­ 5 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δην ούτος αύτός ό σταυρωθείς ότι θεός καί άνθρωπος καί σταυρούμενος καί άποθνήσκων κεκηρυγμένος άποδείκνυται, είδέναι ύμάς βούλομαι- ας, επειδή άρνείσθαι πάντας τούς άπό τού γένους ύμών έπίσταμαι, ταις τοιαύταις ζητήσεσιν ού προσ­ βάλλω, άλλ' έπί τάς έκ τών όμολογουμένων έτι παρ' ύμίν τάς ζητήσεις ποιείν έρχομαι. καί γάρ όσας ύμίν άνήνεγκα ταύτας γνωρίζετε, πλήν ότι περί τής λέξεως, τής Ιδού ή παρθένος έν γαστρί λήψεται, άντείπατε, λέγοντες ειρήσθαι- ’Ιδού ή νεάνις έν γαστρί λήψεται. καί ύπεσχόμην άπόδειξιν ποιήσασθαι ούκ είς Έζεκίαν, ώς έδιδάχθητε, τήν προφητείαν ειρήσθαι αλλ' είς τούτον τόν έμόν Χριστόν- καί δή τήν άπόδειξιν ποιήσομαι. Καί ό Τρύφων είπε- Πρώτον αξιούμεν είπείν σε ήμιν καί τινας ών λέγεις τέλεον παραγεγράφθαι γραφών. Κάγώ είπον- Ώς ύμίν φίλον, πράξω. άπό μέν ούν τών έξηγήσεων, ών έξηγήσατο Έσδρας εις τόν νόμον τόν περί τού πάσχα, τήν έξήγησιν ταύτην άφείλοντο- Καί ειπεν Έσδρας τώ λαώ- Τούτο τό πάσχα ό σωτήρ ήμών καί ή κατα­ φυγή ήμών. καί έάν διανοηθήτε καί αναβή ύμών έπί τήν καρ­ διάν, ότι μέλλομεν αύτόν ταπεινούν εν σημείψ, καί μετά ταύτα έλπίσωμεν έπ' αύτόν, ού μή έρημωθή ό τόπος ούτος είς τόν άπαντα χρόνον, λέγει ό θεός τών δυνάμεων- άν δέ μή πιστεύσητε αύτφ μηδέ είσακούσητε τού κηρύγματος αύτού, έσεσθε έπίχαρμα τοίς έθνεσι. καί άπό τών διά Ίερεμίου λεχθέντων ταύτα περιέκοψαν· Εγώ ώς άρνίον φερόμενον τού θύεσθαι. έπ' έμέ έλογίζοντο λογισμόν, λέγοντες- Δεύτε, έμβάλωμεν ξύλον είς τόν άρτον αύτού καί έκτρίψωμεν αύτόν έκ γής ζώντων, καί τό όνομα αύτού ού μή μνησθή ούκέτι. καί έπειδή αύτη ή περι­ κοπή, ή έκ τών λόγων τού Ίερεμίου, έτι έστιν έγγεγραμμένη έν τισιν άντιγράφοις τών έν συναγωγαίς Ιουδαίων (προ γάρ ολίγου χρόνου ταύτα έξέκοψαν), έπειδάν καί έκ τούτων τών λόγων άποδεικνύηται ότι έβουλεύσαντο Ιουδαίοι περί αύτού τού Χριστού, άναιρείν αύτόν σταυρώσαντες βουλευσάμενοι, καί αύτός μηνύεται, ώς καί διά τού Ήσαίου προεφητεύθη, ώς πρόβατον 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας έπί σφαγήν αγόμενος, καί ένθάδε ώς άρνίον άκακον δηΛούταιών άπορούμενοι έπί τό βΛασφημεϊν χωρούσε καί άπό τών Λόγων του αύτού Ίερεμίου ομοίως ταύτα περιέκοψαν· Έμνήσθη δέ κύριος ό θεός άπό ΊσραήΛ τών νεκρών αύτού, τών κεκοιμημένων είς γήν χώματος, καί κατέβη πρός αύτούς εύαγγεΛίσασθαι αύτοίς τό σωτήριον αύτού. Καί άπό τού ένενηκοστού πέμπτου ψαΛμού τών διά Δαυείδ Λεχθέντων Λόγων Λέξεις βραχείας άφείΛοντο ταύτας· άπό τού ξύΛου. είρημένου γάρ τού Λόγου· Είπατε τοίς έθνεσιν· Ό κύριος έβασίΛευσεν άπό τού ξύΛου, άφήκαν· Είπατε έν τοίς έθνεσιν· Ό κύριος έβασίΛευσεν. έν δέ τοίς έθνεσι περί ούδενός ώς θεού καί κυρίου έΛέχθη ποτέ άπό τών τού γένους ύμών άνθρώπων ότι έβασίΛευσεν, άλλ' ή περί τού­ του μόνου τού σταυρωθέντος, ον καί σεσώσθαι άναστάντα έν τφ αύτφ ψαΛμφ τό πνεύμα τό άγιον Λέγει, μηνύον ότι ούκ έστιν όμοιος τοίς τών έθνών θεοίς- έκείνα γάρ εϊδωΛά έστι δαιμόνιων. άλλ' όπως τό Λεγόμενον νοήσητε, τόν πάντα ψαΛμόν άπαγγεΛώ ύμίν. έστι δέ ούτος· Άισατε τφ κυρίψ ^σμα καινόν, ασατε τφ κυρίψ πάσα ή γή. ασατε τφ κυρίψ καί εύΛογήσατε τό όνομα αύτού· εύαγγεΛίζεσθε ήμέραν έξ ήμέρας τό σωτήριον αύτού. άναγγείΛατε έν τοις έθνεσι τήν δόξαν αύτού, έν πάσι τοίς Λαοίς τά θαυμάσια αύτού· ότι μέγας κύριος καί αίνετός σφόδρα, φοβερός έστιν ύπέρ πάντας τούς θεούς· ότι πάντες οί θεοί τών έθνών δαιμόνια, ό δέ κύριος τούς ούρανούς έποίησεν. έξομοΛόγησις καί ώραιότης ένώπιον αύτού, άγιωσύνη καί μεγαλοπρέπεια έν τφ άγιάσματι αύτού. ένέγκατε τφ κυρίω, αί πατριαί τών έθνών, ένέγκατε τφ κυρίψ δόξαν καί τιμήν, ένέγκατε τφ κυρίω δόξαν έν όνόματι αύτού. αίρετε θυσίας καί είσπορεύεσθε είς τάς αύΛάς αύτού. προσκυ­ νήσατε τφ κυρίφ έν αύΛή άγια αύτού. σαΛευθήτω άπό προσώπου αύτού πάσα ή γή. είπατε έν τοίς έθνεσιν- Ό κύριος έβασίΛευσε. καί γάρ κατώρθωσε τήν οικουμένην, ήτις ού σαΛευθήσεται· κρίνει Λαούς έν εύθύτητι. εύφραινέσθωσαν οί ού- 5. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ρανοί καί άγαλλιάσθω ή γή, σαλευθήσεται ή θάλασσα καί τό πλήρωμα αύτής. χαρήσεται τά πεδία καί πάντα τά έν αύτοις, άγαλλιάσονται πάντα τά ξύλα τού δρυμού άπό προσώπου κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι τήν γήν. κρίνει τήν οικουμένην έν δικαιοσύνη καί λαούς έν τή άληθείμ αύτού. Καί ό Τρύφων· Εί μέν, ώς έφης, είπε, παρέγραψάν τι άπό τών γραφών οί άρχοντες τού λαού, θεός δύναται έπίστασθαι· άπίστψ δέ έοικε τό τοιούτον. Ναί, έφην, άπίστψ έοικε· φοβερώτερον γάρ έστι τής μοσχοποίίας, ήν έποίησαν έπί γής μάννα πεπλησμένοι, καί τού τά τέκνα θύειν τοίς δαιμονίοις, ή τού αύτούς τούς προφήτας άνηρηκέναι. άλλά δή, έφην, μοι νομίζεσθε μηδέ άκηκοέναι ας ειπον περικεκοφέναι αύτούς γραφάς. ύπέρ αύταρκείας γάρ αί τοσαύται προανιστορημέναι είσίν είς άπόδειξιν τών ζητηθέντων μετά τών λεχθήσεσθαι μελλόντων παρ' ύμίν παραπεφυλαγμένων. Καί ό Τρύφων έφη· Ότι δι' ήμάς άξιώσαντας άνιστόρησας αύτάς, έπιστάμεθα. περί δέ τού ψαλμού τούτου, ον τελευταίον έφης άπό τών Δαυείδ λόγων, ού δοκεί μοι είς άλλον τινά είρήσθαι άλλ' είς τόν πατέρα, τόν καί τούς ούρανούς καί τήν γήν ποιήσαντα· σύ δ' αύτόν φής είς τόν παθητόν τούτον, ον καί Χριστόν είναι σπουδάζεις άποδεικνύναι, είρήσθαι. Καί άπεκρινάμην· Διά λέξεως, ήν τό άγιον πνεύμα έν τούτψ τφ ψαλμφ άνεφθέγξατο, νοήσατε λέγοντός μου, παρα­ καλώ, καίγνώσεσθε ούτε κακώς με λέγειν ούθ' ύμάς όντως κεκλήσθαι· ούτως γάρ άν καί πολλά άλλα νοήσαι τών ύπό τού άγίου πνεύματος είρημένων καθ' έαυτούς γενόμενοι δυνήσεσθε. Άισατε τφ κυρίψ ^σμα καινόν, μσατε τφ κυρίψ πάσα ή γή. μσατε τφ κυρίψ καί εύλογήσατε τό όνομα αύτού· εύαγγελίζεσθε ή μέραν έξ ή μέρας τό σωτήριον αύτού, έν πάσι τοίς λαοίς τά θαυμάσια αύτού. ώς τφ θεφ καί πατρί τών όλων ήδοντας καί ψάλλοντας τούς άπό πάσης τής γής γνόντας τό σωτήριον τούτο μυστήριον, τούτ' έστι τό πάθος τού Χριστού, δι' ού τούτους έσωσεν, ένδιάγοντας κελεύει, έπιγνόντας ότι καί αίνετός καί φοβερός καί ποιητής τού τε ούρανού καί τής γής 5. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ό τούτο τό σωτήριον ύπέρ του άνθρωπείου γένους ποιήσας, τόν καί μετά τό σταυρωθήναι άποθνήσκοντα καί βασιλεύειν πάσης τής γής κατηξιωμένον ύπ' αύτού, ώς καί διά ... ... τής γής, είς ήν ούτος είσπορεύεται είς αύτήν, καί έγκαταλείψουσί με, καί διασκεδάσουσι τήν διαθήκην μου, ήν διεθέμην αύτοίς έν τή ήμέρμ έκείνη. καί καταλείψω αύτούς καί άποστρέψω τό πρόσωπόν μου άπ' αύτών· καί έσται κατάβρωμα, καί εύρήσουσιν αύτόν κακά πολλά καί θλίψεις, καί έρεϊ τή ήμέρμ έκείνη· διότι ούκ έστι κύριος ό θεός μου έν ήμίν, εύροσάν με τά κακά ταύτα. έγώ δέ άποστροφή άποστρέψω τό πρόσωπόν μου άπ' αύτών τή ήμέρμ έκείνη, διά πάσας τάς κακίας άς έποίησαν, ότι έπέστρεψαν έπί θεούς άλλοτρίους. Έν δέ τώ βιβλίψ τής Εξόδου, ότι αύτού τό όνομα τού θεού καί Ιησούς ήν, ό λέγει τφ Αβραάμ μή δεδηλώσθαι μηδέ τφ Ιακώβ, διά Μωϋσέως έν μυστηρίψ όμοίως έξηγγέλθη, καίήμείς νενοήκαμεν. ούτως δέ ειρηται- Καί είπε κύριος τφ Μωυσεί· Είπέ τφ λαφ τούτην ιδού έγώ άποστέλλω τόν άγγελόν μου προ προσώπου σου, ϊνα φυλάσση σε έν τή όδφ, όπως είσαγάγη σε είς τήν γήν ήν ήτοίμασά σοι. πρόσεχε αύτφ καί είσάκουε αύτού, μή άπείθει αύτφ. ού γάρ μή ύποστείληταί σε· τό γάρ όνομά μου έστιν έπ' αύτφ. τίς ούν είς τήν γήν είσήγαγε τούς πατέρας ύμών; ήδη ποτέ νοήσατε ότι ό έν τφ όνόματι τούτψ έπονομασθείς Ιησούς, πρότερον Αύσής καλούμενος, εί γάρ τούτο νοήσετε, καί ότι τό όνομα αύτού τού είπόντος τφ Μωυσεϊ· τό γάρ όνομά μου έστιν έπ' αύτφ. Ιησούς ήν, έπιγνώσεσθε. καί γάρ καί Ισραήλ αύτός ήν καλού­ μενος, καί τόν Ιακώβ τούτψ τφ όνόματι όμοίως μετωνομάκει. ότι δέ καί άγγελοι καί άπόστολοι τού θεού λέγονται οί άγγέλλειν τά παρ' αύτού άποστελλόμενοι προφήται, έν τφ Ήσαίμ δεδήλωται. λέγει γάρ έκεϊ ό Ήσαίας· Απόστειλόν με. καί ότι προφήτης ισχυρός καί μέγας γέγονεν ό έπονομασθείς τφ Ιησού όνόματι, φανερόν πάσίν έστιν. εί ούν έν τοσαύταις μορφαϊς οϊδαμεν πεφανερώσθαι τόν θεόν έκείνον τφ Αβραάμ καί τφ Ιακώβ καί τφ Μωυσεϊ, πώς άπορούμεν καί άπιστούμεν κατά 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τήν τού πατρός τών όλων βουλήν καί άνθρωπον αύτόν διά παρθένου γεννηθήναι μή δεδυνήσθαι, καί ταύτα έχοντες γραφάς τοιαύτας, έξ ών συννοήσαι έστι διαρρήδην ότι κατά τήν τού πατρός βουλήν καί τούτο γέγονεν. Όταν γάρ ώς υιόν άνθρώπου λέγη Δανιήλ τόν παραΛαμβάνοντα τήν αιώνιον βασιλείαν, ούκ αύτό τούτο αίνίσσεται; τό γάρ ώς υιόν άνθρώπου είπείν, φαινόμενον μέν καί γενόμενον άνθρωπον μηνύει, ούκ έξ άνθρωπίνου δέ σπέρματος ύπάρχοντα δηλοί. καί τό λίθον τούτον είπείν άνευ χειρών τμηθέντα, έν μυστηρίψ τό αύτό κέκραγε· τό γάρ άνευ χειρών είπείν αύτόν έκτετμήσθαι, ότι ούκ έστιν άνθρώπινον έργον, άλλά τής βου­ λής τού προβάλλοντος αύτόν πατρός τών όλων θεού. καί τό Ήσαίαν φάναι· Τήν γενεάν αύτού τίς διηγήσεται; άνεκδιήγητον έχοντα τό γένος αύτόν έδήλου· ούδείς γάρ, άνθρωπος ών έξ άνθρώπων, άνεκδιήγητον έχει τό γένος, καί τό τόν Μωυσέα είπείν πλύνειν αύτόν τήν στολήν αύτού έν αϊματι σταφυλής, ούχ ό καί ήδη πολλάκις πρός ύμάς παρακεκαλυμμένως προπεφητευκέναι αύτόν ειπον έστίν, ότι αίμα μέν έχειν αύτόν προεμήνυεν, άλλ' ούκ έξ άνθρώπων, ον τρόπον τό τής άμπέλου αίμα ούκ άνθρωπος έγέννησεν άλλ' ό θεός; καί Ήσαίας δέ μεγάλης βουλής άγγελον αύτόν είπών, ούχί τούτων ώνπερ έδίδαξεν έλθών διδάσκαλον αύτόν γεγενήσθαι προεκήρυσσεν; ά γάρ μεγάλα έβεβούλευτο ό πατήρ είς τε πάντας τούς εύαρέστους γενομένους αύτφ καί γενησομένους άνθρώπους, καί τούς άποστάντας τής βουλής αύτού ομοίως άνθρώπους ή άγγέλους, ούτος μόνος άπαρακαλύπτως έδίδαξεν, είπών· "Ηξουσιν άπό άνατολών καί δυσμών, καί άνακλιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ έν τή βασιλείμ τών ούρανών· οί δέ υιοί τής βασιλείας έκβληθήσονται είς τό σκότος τό έξώτερον. καί· Πολλοί έρούσί μοι τή ήμέρμ έκείνη· Κύριε, κύριε, ού τφ σφ όνόματι έφάγομεν καί έπίομεν καί προεφητεύσαμεν καί δαιμόνια έξεβάλομεν; καί έρώ αύτοίς- Αναχωρείτε άπ' έμού. καί έν άλλοις Λόγοις, οίς καταδι- 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας κάζειν τούς άναξίους μή σώζεσθαι μέλλει, έφη έρείν· Υπάγετε είς τό σκότος τό εξώτερον, ό ήτοίμασεν c) πατήρ τώ σατανά καί τοίς άγγέλοις αύτού. καί πάλιν έν έτέροις λόγοις έφη· Δίδωμι ύμίν έξουσίαν καταπατείν έπάνω όφεων καί σκορπιών καί σκολοπενδρών καί έπάνω πάσης δυνάμεως τού έχθρού. καί νύν ήμείς, οί πιστεύοντες έπί τόν σταυρωθέντα έπί Ποντίου Πιλάτου Ίησούν κύριον ήμών, τά δαιμόνια πάντα καί πνεύ­ ματα πονηρά έξορκίζοντες ύποτασσόμενα ήμίν έχομεν. Είγάρ διά τών προφητών παρακεκαλυμμένως κεκήρυκτο πα­ θητός γενησόμενος ό Χριστός καί μετά ταύτα πάντων κυριεύσων, άλλ' ούν γε ύπ' ούδενός νοείσθαι έδύνατο, μέχρις αύτός έπεισε τούς άποστόλους έν ταίς γραφαίς ταύτα κεκηρύχθαι διαρρήδην. έβόα γάρ προ τού σταυρωθήναι· Δει τόν υιόν τού άνθρώπου πολλά παθείν καί άποδοκιμασθήναι ύπό τών γραμματέων καί Φαρισαίων, καί σταυρωθήναι καί τή τρίτη ήμέρμ άναστήναι. καί Δαυείδ δέ προ ήλιου καί σελήνης έκ γαστρός γεννηθήσεσθαι αύτόν κατά τήν τού πατρός βουλήν έκήρυξε, καί θεόν ισχυρόν καί προσκυνητόν, Χριστόν όντα, έδήλωσε. Καί ό Τρύφων ειπεν· Ότι μέν ούν καί τοιαύτα καί τοσαύτα ικανά δυσωπήσαί έστι, σύμφημί σοι· ότι δέ άπαιτώ σε τόν λόγον, όν πολλάκις προεβάλλου, άποδείξαι, είδέναι σε βούλομαι, περαίωσον ούν καί αύτόν ήμίν, ινα ίδωμεν καί ώς εκείνον είς Χριστόν τούτον τόν ύμέτερον άποδεικνύεις είρήσθαι· ήμεις γάρ είς Έζεκίαν αύτόν λέγομεν πεπροφητεύσθαι. Κάγώ έφην· Ώς βούλεσθε, καί τούτο πράξω· άποδείξατε δέ μοι ύμείς πρώτον ότι είς τόν Έζεκίαν εϊρηται, ότι, πριν ή γνώναι αύτόν καλείν πατέρα ή μητέρα, έλαβε δύναμιν Δα­ μασκού καί τά σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιλέως Ασσυριών. Ού γάρ ώς βούλεσθε έξηγείσθαι συγχωρηθήσεται ύμίν, οτιΈζεκίας έπολέμησε τοίς έν Δαμασκώ ή έν Σαμαρείμ έναντι βασιλέως Ασσυριών. Πριν ή γάρ γνώναι τό παιδίον καλείν πατέρα ή μητέρα, ό προφητικός λόγος έφη, λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας έναντι βασιλέως Ασσυ- 5. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας ρίων. είγάρ μή μετά προσθήκης ταύτα είπε τό προφητικόν πνεύμα· Πριν ή γνώναι τό παιδίον καλείν πατέρα ή μητέρα Λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας, άλλά μόνον είρήκει· καί τέξεται υιόν καί λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας, έδύνασθε λέγειν· ’Επειδή προεγίνωσκεν ό θεός μέλλειν αύτόν λήψεσθαι ταύτα, προειρήκει. νύν δέ μετά τής προσθήκης ταύτης εϊρηκεν ή προφητεία· Πρίν ή γνώναι τό παι­ δίον καλείν πατέρα ή μητέρα λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας. καί ούδενί τών έν Ίουδαίοις ποτέ συμβεβηκέναι τούτο άποδείξαι έχετε, ήμείς δέ έχομεν άποδείξαι τούτο γενόμενον έν τφ ήμετέρψ Χριστφ. άμα γάρ τφ γεννηθήναι αύτόν μάγοι άπό Αρραβίας παραγενόμενοι προσεκύνησαν αύτφ, πρότερον έλθόντες προς Ηρώδην τόν έν τή γή ύμών τότε βα­ σιλεύοντα, ον ό Λόγος καλεί βασιλέα Ασσυριών διά τήν άθεον καί άνομον αύτού γνώμην, έπίστασθε γάρ τοιαύτα, έφην, έν παραβολαίς καί όμοιώσεσι πολλάκις Λαλούν τό άγιον πνεύμα· οιον πεποίηκε καί προς τόν Λαόν άπαντα τόν έν Ίεροσολύμοις, πολλάκις φήσαν προς αύτούς· Ό πατήρ σου Αμορραΐος καί ή μήτηρ σου Χετταία. Καί γάρ ούτος ό βασιλεύς Ηρώδης, μαθών παρά τών πρεσβυτέρων τού Λαού ύμών, τότε έλθόντων προς αύτόν τών άπό Αρραβίας μάγων, καί είπόντων έξ άστέρος τού έν τφ ούρανφ φανέντος έγνωκέναι ότι βασιλεύς γεγένηται έν τή χωρά ύμών, καί ήλθομεν προσκυνήσαι αύτόν, καί έν Βηθλεέμ τών πρεσβυτέρων είπόντων, ότιγέγραπται έν τφ προφήτη ούτως· Καί σύ Βηθλεέμ, γή Ιούδα, ούδαμώς έλαχίστη εί έν τοίς ήγεμόσιν Ιούδα· έκ σού γάρ έξελεύσεται ήγούμένος, όστις ποιμανεΐ τόν Λαόν μου. τών άπό Αρραβίας ούν μάγων έλθόντων εις Βηθλεέμ καί προσκυνησάντων τό παιδίον καί προσενεγκάντων αύτφ δώρα, χρυσόν καί Λίβανον καί σμύρναν, έπειτα κατά άποκάλυψιν, μετά τό προσκυνήσαι τόν παίδα έν Βηθλεέμ, έκεΛεύσθησαν μή έπανελθείν προς τόν Ήρώδην. καί Ιωσήφ δέ, 5. Του άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ό τήν Μαρίαν μεμνηστευμένος, βουληθείς πρότερον έκβαλείν τήν μνηστήν αύτφ Μαριάμ, νομίζων έγκυμονείν αυτήν άπό συνουσίας άνδρός, τούτ' έστιν άπό πορνείας, δι' οράματος κεκέλευστο μή έκβαλείν τήν γυναίκα αύτου, είπόντος αύτφ τού φαν εντός άγγέλου ότι έκ πνεύματος άγιου ό έχει κατά γαστρός έστι. φοβηθείς ούν ούκ έκβέβληκεν αύτήν, άλλά, άπογραφής ούσης έν τή Ίουδαίμ τότε πρώτης έπί Κυρηνίου, άνεληλύθει άπό Ναζαρέτ, ένθα φκει, είς Βηθλεέμ, όθεν ήν, άπογράψασθαι· άπό γάρ τής κατοικούσης τήν γήν έκείνην φυλής Ιούδα τό γένος ήν. καί αύτός άμα τή Μαρίμ κελεύεται έξελθείν είς Αίγυπτον καί είναι έκεί άμα τφ παιδίω, άχρις άν αύτοίς πάλιν άποκαλυφθή έπανελθείν είς τήν Ίουδαίαν. γεννηθεντός δέ τότε τού παιδιού έν Βηθλεέμ, έπειδή Ιωσήφ ούκ ειχεν έν τή κώμη έκείνη που καταλύσαι, έν σπηλαίω τινί σύνεγγυς τής κώμης κατέλυσε· καί τότε, αύτών όντων έκεί, έτετόκειή Μαρία τόν Χριστόν καί έν φάτνη αύτόν έτεθείκει, όπου έλθόντες οί άπό Αρραβίας μάγοι εύρον αύτόν. ότι δέ Ήσαίας καί περί τού συμβόλου τού κατά τό σπήλαιον προεκεκηρύχει, άνιστόρησα ύμίν, έφην, καί δι' αύτούς δέ τούς σήμερον σύν ύμίν έλθόντας πάλιν τής περικοπής έπιμνησθήσομαι, ειπον· καί άνιστόρησα ήν καί προέγραψα άπό τού Ήσαίου περικοπήν, είπών διά τούς λόγους έκείνους τούς τά Μίθρα μυστήρια παραδιδόντας, έν τόπφ έπικαλουμένψ παρ' αύτοίς σπηλαίψ μυεϊσθαι ύπ' αύτών, ύπό τού διαβόλου ένεργηθήναι είπείν. Καί ό Ηρώδης, μή έπανελθόντων πρός αύτόν τών άπό Αρραβίας μάγων, ώς ήξίωσεν αύτούς ποιήσαι, άλλά κατά τά κελευσθέντα αύτοίς δι' άλλης οδού είς τήν χώραν αύτών άπαλλαγέντων, καί τού Ιωσήφ άμα τή Μαρίμ καί τφ παιδίφ, ώς καί αύτοίς άποκεκάλυπτο, ήδη έξελθόντων είς Αίγυπτον, ού γινώσκων τόν παίδα, ον έληλύθεισαν προσκυνήσαι οί μάγοι, πάντας άπλώς τούς παίδας τούς έν Βηθλεέμ έκέλευσεν άναιρεθήναι. καί τούτο έπεπροφήτευτο μέλλειν γίνεσθαι διά Ίερεμίου, είπόντος 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας δι' αύτού του άγιου πνεύματος ούτως· Φωνή έν 'Ραμά ήκούσθη, κλαυθμός καί όδυρμός πολύς· 'Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αύτής, καί ούκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ούκ είσί. διά ούν τήν φω­ νήν, ή έμελλεν άκούεσθαι άπό 'Ραμά, τούτ' έστιν άπό τής Αρραβίας (έστι γάρ καί μέχρι τού νύν τόπος καλούμενος έν Αρραβίμ 'Ραμά), κλαυθμός έμελλεν τόν τόπον καταλαμβάνειν, όπου 'Ραχήλ, ή γυνή Ιακώβ, τού έπικληθέντος Ισραήλ, τού άγιου πατριάρχου, τέθαπται, τούτ' έστι τήν Βηθλεέμ, κλαιουσών τών γυ­ ναικών τά τέκνα τά ίδια τά άνηρημένα καί μή παράκλησιν έχουσών έπί τφ συμβεβηκότι αύταϊς. καί γάρ τό είπείν τόν Ήσαίαν· Λήψεται δύναμιν Δαμασκού καί σκύλα Σαμαρείας, τήν τού πονηρού δαίμονας, τού έν Δαμασκφ οίκούντος, δύναμιν έσήμαινε νικηθήσεσθαι τφ Χριστφ άμα τφ γεννηθήναι· όπερ δείκνυταιγεγενημένον. οίγάρ μάγοι, οϊτινες έσκυλευμένοιήσαν πρός πάσας κακάς πράξεις, τάς ένεργουμένας ύπό τού δαιμό­ νιου έκείνου, έλθόντες καί προσκυνήσαντες τφ Χριστφ φαίνονται άποστάντες τής σκυλευσάσης αύτούς δυνάμεως έκείνης, ήν έν μυστηρίψ έσήμαινεν ήμίν ό λόγος οίκείν έν Δαμασκφ. άμαρτωλόν δέ καί άδικον ούσαν έν παραβολή τήν δύναμιν έκείνην καλώς Σαμαρείαν καλεί. ότι δέ Δαμασκός τής Αρραβικής γής ήν καί έστιν, εί καί νύν προσνενέμηται τή Συροφοινίκη λεγομένη, ούδ' ύμών τινες άρνήσασθαι δύνανται. ώστε καλόν άν είη ύμάς, ώ άνδρες, ά μή νενοήκατε, παρά τών λαβόντων χάριν άπό τού θεού ήμών τών Χριστιανών μανθάνειν, άλλά μή κατά πάντα άγωνίζεσθαι τά ύμέτερα διδάγματα κρατύνειν, άτιμάζοντας τά τού θεού. διό καί είς ήμάς μετετέθη ή χάρις αύτη, ώς Ήσαίας φησίν είπών ούτως· Έγγίζει μοι ό λαός ούτος· τοίς χείλεσιν αύτών τιμώσί με, ή δέ καρδία αύτών πόρρω άπέχειάπ' έμού· μάτην δέ σέβονται με, έντάλματα άν­ θρώπων καί διδασκαλίας διδάσκοντες, διά τούτο ιδού έγώ προσθήσω του μεταθεϊναι τόν λαόν τούτον, καί μεταθήσω αύ­ τούς, καί άφελώ τήν σοφίαν τών σοφών αύτών, τήν δέ σύνεσιν τών συνετών άθετήσω. 5 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Καί ό Τρύφων, ύπαγανακτών μέν, αίδού μένος δέ τάς γραφάς, ώς έδηλούτο άπό του προσώπου αυτού, είπε πρός με· Τά μέν του θεού άγιά έστιν, αί δέ ύμέτεραι έξηγήσεις τετεχνασμέναι είσίν, ώς φαίνεται καί έκ τών έξηγημένων ύπό σού, μάλλον δέ καί [Βλάσφημοι- άγγέλους γάρ πονηρευσαμένους καί άποστάντας τού θεού λέγεις. Κάγώ ένδοτικώτερον τή φωνή, παρασκευάσαι αύτόν [3ουλόμενος πρός τό άκούειν μου, άπεκρινάμην λέγων- Άγαμαί σου, άνθρωπε, τό εύλαβές τούτο, καί εύχομαι τήν αύτήν διάθεσίν σε έχειν καί περί όν διακονείν γεγραμμένοι είσίν οί άγγελοι, ώς Δανιήλ φησιν, ότι ώς υιός άνθρώπου πρός τόν παλαιόν τών ήμερών προσάγεται, καί αύτφ δίδοται πάσα βασιλεία είς τόν αιώνα τού αίώνος. ϊνα δέ γνωρίζης, εϊπον, ώ άνθρωπε, μή ήμετέρμ τόλμη χρησαμένους τήν έξήγησιν ταύτην, ήν μέμφη, πεποιήσθαιήμάς, μαρτυρίαν σοιάπ' αύτού τού Ήσαίου δώσω, ότι πονηρούς άγγέλους κατψκηκέναι καί κατοικεϊν λέγει καί έν Τάνει, τή Αιγύπτια χώρμ. είσί δέ οί λόγοι ούτοιΟύαί τέκνα άποστάται, τάδε λέγει κύριος- έποιήσατε βουλήν ού δι' έμού καί συνθήκας ού διά τού πνεύματός μου, προσθεϊναι άμαρτίας έφ' άμαρτίαις- οί πονηρευόμενοι καταβήναι είς Αί­ γυπτον, έμέ δέ ούκήρώτησαν, τού βοηθηθήναιύπό Φαραώ καί σκεπασθήναι σκέπην Αιγυπτίων, έσται γάρ ύμίν ή σκέπη Φαραώ είς αισχύνην, καί τοις πεποιθόσιν έπ' Αιγυπτίους όνειδος, ότι είσίν έν Τάνει άρχηγοί άγγελοι πονηροί, μάτην κοπιάσουσι πρός λαόν, ός ούκ ώφελήσει αύτούς είς βοήθειαν, άλλ' είς αισχύνην καί όνειδος. άλλά καί Ζαχαρίας φησιν, ώς καί αύτός έμνημόνευσας, ότι ό διάβολος είστήκει έκ δεξιών Ιησού τού ίερέως, άντικεισθαι αύτφ, καί είπείν- Έπιτιμήσαι σοι κύ­ ριος, ό έκδεξάμενος Ιερουσαλήμ, καί πάλιν έν τφ Ίώβ γέγραπται, ώς καί αύτός έφης, ότι οί άγγελοι ήλθον στήναι έμπροσθεν κυρίου, καί ό διάβολος άμα αύτοίς έληλύθει. καί ύπό Μωυσέως έν άρχή τής Γενέσεως όφιν πλανήσαντα τήν Εύαν γεγραμμένον έχομεν καίκεκατηραμένον. καί έν Αιγυπτω ότι μάγοι ήσαν έξισοΰσθαιτή δυνάμει τή ένεργουμένη 5. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας διά τού πιστού θεράποντος Μωϋσέως ύπό τού θεού, έγνωμεν. καί Δαυείδ ότι Οί θεοί τών έθνών δαιμόνιά είσιν ειπεν, έπίστασθε. Καί ό Τρύφων πρός ταύτα έφη· Είπον πρός σε, ώ άνθρωπε, ότι άσφαλής έν πάσι σπουδάζεις είναι ταίς γραφαις προσπΛεκόμενος. είπέ δέ μοι, άΛηθώς ύμείς άνοικοδομηθήναι τόν τόπον Ιερουσαλήμ τούτον όμοΛογείτε, καί συναχθήσεσθαι τόν Λαόν ύμών καί εύφρανθήναι σύν τώ Χριστφ, άμα τοις πατριάρχαις καί τοίς προφήταις καί τοίς άπό τού ήμετέρου γένους ή καί τών προσηΛύτων γενομένων πριν έΛθείν ύμών τόν Χριστόν, προσδοκάτε, ή, ϊνα δόξης περικρατείν ήμών έν ταίς ζητήσεσι, πρός τό ταύτα όμοΛογειν έχώρησας; Κάγώ είπον· Ούχ ούτω τάλας εγώ, ώ Τρύφων, ώς έτερα Λέγειν παρ' ά φρονώ. ώμοΛόγησα ούν σοι καί πρότερον ότι έγώ μέν καί άΛΛοι ποΛΛοί ταύτα φρονούμεν, ώς καί πάντως έπίστασθε τούτο γενησόμενον· πολλούς δ' αύ καί τών τής καθαράς καί εύσεβούς όντων Χριστιανών γνώμης τούτο μή γνώ­ ριζε ιν έσήμανά σοι. τούς γάρ Λεγομένους μέν Χριστιανούς, όντας δέ άθέους καί άσεβείς αίρεσιώτας, ότι κατά πάντα βλά­ σφημα καί άθεα καί άνόητα διδάσκουσιν, έδήλωσά σοι. ότι δ' ούκ έφ' ύμών μόνων τούτο Λέγειν με έπίστασθε, τών γεγενημένων ήμίν Λόγων άπάντων, ώς δύναμις μου, σύνταξιν ποιήσομαι, έν οίς καί τούτο όμολογούντά με, ό καί πρός ύμάς ομολογώ, έγγράψω. ού γάρ άνθρώποις μάλλον ή άνθρωπίνοις διδάγμασιν αίρούμαι άκοΛουθείν, άλλά θεώ καί τοίς παρ' έκείνου διδάγμασιν. είγάρ καίσυνεβάλετε ύμείς τισιλεγομένοις Χριστιανοίς, καί τούτο μή όμολογούσιν, άλλά καί βλασφημείν τολμώσι τόν θεόν Αβραάμ καί τόν θεόν Ισαάκ καί τόν θεόν Ιακώβ, οΐκαίλέγουσι μή είναι νεκρών άνάστασιν, άλλά άμα τώ άποθνήσκειν τάς ψυχάς αύτών αναλαμβάνεσθαι είς τόν ού­ ρανόν, μή ύπολάβητε αύτούς Χριστιανούς, ώσπερ ούδέ Ιουδαίους, άν τις όρθώς έξετάση, όμολογήσειεν είναι τούς Σαδδουκαίους ή τάς όμοιας αιρέσεις Γενιστών καί Μεριστών καί ΓαΛιΛαίων καίΈΛΛηνιανών καί Φαρισαίων καί Βαπτιστών (καί μή άηδώς 5. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άκούσητέ μου πάντα ά φρονώ Λέγοντος), άΛΛά Λεγομένους μέν Ιουδαίους καί τέκνα Αβραάμ, καί χείΛεσιν όμοΛογουντας τόν θεόν, ώς αύτός κέκραγεν ό θεός, τήν δέ καρδίαν πόρρω έχειν άπ' αύτού. έγώ δέ, καί ε’ί τινές είσιν όρθογνώμονες κατά πάντα Χριστιανοί, καί σαρκός άνάστασιν γενήσεσθαι έπιστάμεθα καί χίλια έτη έν Ιερουσαλήμ οίκοδομηθείση καί κοσμηθείση καί πΛατυνθείση, ώς οί προφήται Ιεζεκιήλ καί Ήσαίας καί οί άλλοι όμολογούσιν. Ούτως γάρ Ήσαίας περί τής χιλιονταετηρίδος ταύτης ε ιπεν· Έσται γάρ ό ούρανός καινός καί ή γή καινή, καί ού μή μνησθώσι τών προτέρων ούδέ μή έπέλθη αύτών έπί τήν καρ­ δίαν, άλλ' εύφροσύνην καί άγαλλίαμα εύρήσουσιν έν αύτή, όσα έγώ κτίζω· ότι ιδού έγώ ποιώ τήν Ιερουσαλήμ άγαλλίαμα καί τόν Λαόν μου εύφροσύνην, καί άγαλλιάσομαι έπί Ιερουσαλήμ καί εύφρανθήσομαι έπί τω λαφ μου. καί ούκέτι ού μή άκουσθή έν αύτή φωνή κλαυθμού ούδέ φωνή κραυγής, καί ού μή γένηται έτι έκεί άωρος ήμέραις καί πρεσβύτης ός ούκ έμπλήσει τόν χρόνον αύτού· έσται γάρ ό νέος υιός έκατόν έτών, ό δέ άποθνήσκων άμαρτωλός υιός έκατόν έτών καί έπικατάρατος έσται. καί οίκοδομήσουσιν οικίας καί αύτοί ένοικήσουσι, καί καταφυτεύσουσιν άμπελώνας καί αύτοί φάγονται τά γενήματα αύ­ τών. ού μή οίκοδομήσωσι καί άλλοι κατοικήσουσι, καίού μή φυτεύσωσι καί άλλοι φάγονται· κατά γάρ τάς ή μέρας τού ξύλου τής ζωής αί ήμέραι τού Λαού μου έσονται, τά έργα τών πόνων αύτών πλεονάσουσιν. οί εκλεκτοί μου ού μή πονέσουσιν είς κενόν ούδέ τεκνοποιήσουσιν είς κατάραν· ότι σπέρμα δίκαιον καί εύλογημένον ύπό κυρίου έσονται, καί έγγονα αύτών μετ' αύτών. καί έσται πριν ή κεκράξαι αύτούς έγώ έπακούσομαι αύτών· έτι Λαλούντων αύτών έρώ· Τί έστι; τότε Λύκοι καί άρνες άμα βοσκηθήσονται, καί Λέων ώς βούς φάγεται άχυρα, όφις δέ γήν ώς άρτον, ούκ άδικήσουσιν ούδέ Λυμανούνται έπί τφ όρει τφ άγίψ, Λέγει κύριος. τό ούν ε ίρη μένον έν τοίς Λόγοις τούτοις, έφην· Κατά γάρ τάς ή μέρας τού ξύλου αί ήμέραι τού λαού μου έσονται, τά έργα τών πόνων αύτών <παλαιώσουσι>, 5. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νενοήκαμεν ότι χίλια έτη έν μυστηρίψ μηνύει, ώς γάρ τφ Αδάμ εϊρητο, ότι ή δ' άν ήμέρμ φάγη άπό του ξύΛου, έν έκείνη άποθανείται, έγνωμεν αύτόν μή άναπληρώσαντα χίΛια έτη. συνήκαμεν καί τό είρημένον, ότι Ημέρα κυρίου ώς χίΛια έτη, είς τούτο συνάγειν. καί έπειτα καί παρ' ήμίν άνήρ τις, φ όνομα Ιωάννης, εις τών αποστόλων τού Χριστού, έν άποκαλύψει γενομένη αύτφ χίΛια έτη ποιήσειν έν Ιερουσαλήμ τούς τφ ήμετέρψ Χριστφ πιστεύσαντας προεφήτευσε, καί μετά ταύτα τήν καθο­ λικήν καί, συνελόντι φάναι, αίωνίαν όμοθυμαδόν άμα πάντων άνάστασιν γενήσεσθαι καί κρίσιν. όπερ καί ό κύριος ήμών ειπεν, ότι Ούτε γαμήσουσιν ούτε γαμηθήσονται, άλλά ίσάγγελοι έσονται, τέκνα τού θεού τής άναστάσεως όντες. Παρά γάρ ήμίν καί μέχρι νύν προφητικά χαρίσματά έστιν, έξ ού καί αύτοί συνιέναι οφείλετε, ότι τά πάλαι έν τφ γένειύμών όντα είς ήμάς μετετέθη. όνπερ δέ τρόπον καίψευδοπροφήται έπί τών παρ' ύμίν γενομένων άγιων προφητών ήσαν, καί παρ' ήμίν νύν πολλοί είσι καί ψευδοδιδάσκαλοι, ούς φυΛάσσεσθαι προείπεν ήμίν ό ήμέτερος κύριος, ώς έν μηδενί ύστερείσθαιήμάς, έπισταμένους ότι προγνώστης ήν τών μετά τήν άνάστασιν αύτού τήν άπό τών νεκρών καί άνοδον τήν είς ούρανόν μελλόντων γίνεσθαιήμίν. είπε γάρ ότι φονεύεσθαι καί μισεισθαι διά τό όνομα αύτού μέλλομεν, καί ότι ψευδοπροφήται καί ψευδόχριστοι πολλοί έπί τφ όνόματι αύτού παρεΛεύσονται καί πολλούς πλανήσουσιν- όπερ καί έστι. πολλοί γάρ άθεα καί βλάσφημα καί άδικα έν όνόματι αύτού παραχαράσσοντες έδίδαξαν, καί τά άπό τού άκαθάρτου πνεύματος δια­ βόλου έμβαλλόμενα ταίς διανοίαις αύτών έδίδαξαν καί διδάσκουσι μέχρι νύν· ούς ομοίως ύμίν μεταπείθειν μή πλανάσθαι άγωνιζόμεθα, είδότες ότι πάς ό δυνάμενος Λέγειν τό άΛηθές καί μή Λέγων κριθήσεται υπό τού θεού, ώς διά τού Ιεζεκιήλ διεμαρτύρατο ό θεός, είπών ότι Σκοπόν τέθεικά σε τφ οίκω Ιούδα, έάν άμάρτη ό άμαρτωλός καί μή διαμαρτύρη αύτφ, αύτός μέν τή άμαρτία αύτού άπολείται, παρά σού δέ τό αίμα 5. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αύτού έκζητήσω· έάν δέ διαμαρτύρη αύτώ, άθφος έση. διά δέος ούν καί ημείς σπουδάζομεν όμιλε ίν κατά τάς γραφάς, άλλ' ού διά φιλοχρηματίαν ή φιλοδοξίαν ή φιληδονίαν· έν ούδενί γάρ τούτων έλέγξαι ήμάς όντας δύναταί τις. ούδέ γάρ ομοίως τοίς άρχουσι τού λαού τού ύμετέρου θέλομεν ζην, ους ονειδίζει ό θεός λέγων· Οί άρχοντες ύμών κοινωνοί κλεπτών, φιλούντες δώρα, διώκοντες άνταπόδομα. εί δέ τινας καί έν ήμίν τοιούτους γνωρίζετε, άλλ' ούν γε τάς γραφάς καί τόν Χριστόν διά τούς τοιούτους μή βλασφημήτε καί παρεξηγείσθαι σπουδάζητε. Καίγάρ τό Λέγει κύριος τώ κυρίψ μου· Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου, είς Έζεκίαν είρήσθαι έτόλμησαν ύμών οί διδάσκαλοι έξηγήσασθαι, ώς κελευσθέντος αύτού έν δεξιμ τού ναού καθεσθήναι, ότε προσέπεμψεν αύτώ ό βασιλεύς Ασσυριών άπειλών, καί έσημάνθη αύτώ διά τού Ήσαίου μή φοβείσθαι αύτόν. καί ότι μέν γέγονε τά λεχθέντα ύπό Ήσαίου ούτως, καί άπεστράφη ό βασιλεύς Ασσυριών τού μή πολεμήσαι τήν Ιερου­ σαλήμ έν ήμέραις τού Έζεκίου, καί άγγελος κυρίου άνεΐλεν έκ τής παρεμβολής τών Ασσυριών είς έκατόν όγδοήκοντα πέντε χιλιάδας, καί έπιστάμεθα καί όμολογούμεν. ότι δέ είς αύτόν ούκ εϊρηται ό ψαλμός, δήλον. έχειγάρ ούτως· Λέγει κύριος τώ κυρίψ μου· Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς έχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου. -άβδον δυνάμεως έξαποστελεί έπί Ιερουσαλήμ, καί κατακυριεύσει έν μέσψ τών έχθρών σου. έν λαμπρότητι τών άγιων, προ έωσφόρου έγέννησά σε. ώμοσε κύριος καί ού μεταμεληθήσεται· Σύ ιερεύς είς τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ. ότι ούν Έζεκίας ούκ έστιν ιερεύς είς τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, τίς ούχ ομολογεί; καί ότι ούκ έστιν ό λυτρούμενος τήν Ιερουσαλήμ, τίς ούκ έπίσταται; καί ότι -άβδον δυνάμεως αύτός ούκ άπέστειλεν είς Ιερουσαλήμ καί κατεκυρίευσεν έν μέσψ τών έχθρών αύτού, άλλ' ό θεός ήν ό άποστρέψας άπ' αύτού κλαίοντος καί όδυρομένου τούς πολε­ μίους, τίς ού γινώσκει; 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ό δέ ήμέτερος Ιησούς, ούδέπω ένδόξως έλθών, -άβδον δυνάμεως εις Ιερουσαλήμ έξαπέστειλε, τόν λόγον τής κλήσεως καί τής μετάνοιας πρός τά έθνη άπαντα, όπου τά δαιμόνια άπεκυρίευεν αύτών, ώς φησι Δαυείδ· Οί θεοί τών εθνών δαιμόνια, και ισχυρός ό λόγος αύτού πέπεικε πολ­ λούς καταλιπείν δαιμόνια, οίς έδούλευον, καί έπί τόν παντοκράτορα θεόν δι' αύτού πιστεύειν, ότι δαιμόνιά είσιν οί θεοί τών έθνών. καί τό Έν τή λαμπρότητι τών άγιων, έκ γαστρός προ έωσφόρου έγέννησά σε, τφ Χριστφ ε’ίρηται, ώς προέφημεν. Καί τό Ιδού ή παρθένος έν γαστρί λήψεται καί τέξεταιυίόν είς τούτον προείρητο. είγάρ μή έκ παρθένου ούτος, περί ού Ήσαίας έλεγεν, έμελλε γεννάσθαι, είς ον τό άγιον πνεύμα έβόα· Ιδού κύριος αύτός ήμίν δώσει σημείον· ιδού ή παρθένος έν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν; εί γάρ ομοίως τοίς άλλοις άπασι πρωτοτόκοις καί ούτος γεννάσθαι έκ συνου­ σίας έμελλε, τί καί ό θεός σημείον, ό μή πάσι τοίς πρωτοτόκοις κοινόν έστιν, έλεγε ποιείν; άλλ' όπερ έστιν άληθώς σημείον καί πιστόν τφ γένει τών άνθρώπων έμελλε γίνεσθαι, τούτ' έστι διά παρθενικής μήτρας τόν πρωτότοκον τών πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα άληθώς παιδίον γενέσθαι, προλαβών αύτό διά τού προφητικού πνεύματος κατά άλλον καί άλλον τρόπον, άνιστόρησα ύμίν, προεκήρυξεν, ϊνα όταν γένηται δυ­ νάμει καί βουλή τού τών όλων ποιητού γενόμενον γνωσθήώς καί άπό πλευράς μιάς τού Αδάμ ή Εύα γέγονε, καί ώσπερ τάλλα πάντα ζώα λογά) θεού τήν άρχήν έγεννήθη. ύμείς δέ καί έν τούτοις παραγράφειν τάς έξηγήσεις, ας έξηγήσαντο οί πρεσβύτεροι ύμών παρά Πτολεμαίφ τφ τών Αιγυπ­ τίων βασιλει γενομένψ, τολμάτε, λέγοντες μή έχειν τήν γραφήν ώς έκεινοι έξηγήσαντο, άλλ' Ιδού, φησίν, ή νεάνις έν γαστρί έξει, ώς μεγάλων πραγμάτων σημαινομένων, είγυνή άπό συνου­ σίας τίκτειν έμελλεν, όπερ πάσαι αί νεάνιδες γυναίκες ποιούσι πλήν τών στειρών, ας καί αύτάς βουλήθείς ό θεός γεννάν ποιήσαι δυνατός. 5. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ή μήτηρ γάρ του Σαμουήλ μή τίκτουσα διά βουλήν θεού τέτοκε, καί ή γυνή τού άγίου πατριάρχου Αβραάμ, καί Ελισάβετ ή τόν βαπτιστήν Ίωάννην τεκούσα, καί άλλαι τινές όμοίως. ώστε ούκ άδύνατον ύπολαμβάνειν δει ύμάς πάντα δύνασθαι τόν θεόν όσα βούλεται, καί μάλιστα, επειδή έπεπροφήτευτο μέλλειν γίνεσθαι, μή παραγράφεινή παρεξηγεισθαι τολμάτε τάς προφητείας, έπεί εαυτούς μόνους άδικήσετε, τόν δέ θεόν ού βλάψετε. Καί γάρ τήν προφητείαν τήν Λέγουσαν· Άρατε πύλας, οί άρχοντες ύμών, καί έπάρθητε, πύλαι αιώνιοι, ίνα είσέλθη ό βασιλεύς τής δόξης, όμοίως είς τόν Έζεκίαν τολμώσί τινες έξ ύμών έξηγεισθαι είρήσθαι, άλλοι δέ είς Σολομώνα. ού δέ είς τούτον ούδέ είς έκείνον ούτε είς άλλον άπλώς Λεγόμενον ύμών βασιλέα δυνατόν άποδειχθήναι είρήσθαι, είς δέ μόνον τούτον τόν ήμέτερον Χριστόν, τόν άειδή καί άτιμον φανέντα, ώς Ήσαίας έφη καί Δαυείδ καί πάσαι αίγραφαί, ός έστι κύριος τών δυνάμεων διά τό θέλημα τού δόντος αύτφ πατρός, ός καί άνέστη έκ νεκρών καί άνήλθεν είς τόν ούρανόν, ώς καί ό ψαλμός καί αί άλλαι γραφαί έδήλουν, καί κύριον αύτόν τών δυνά­ μεων κατήγγελλον, ώς καί νύν έκ τών ύπ' όψιν γινομένων -μον ύμάς πεισθήναι, εάν θέλητε. κατά γάρ τού ονόματος αύτού τούτου τού υιού τού θεού καί πρωτοτόκου πάσης κτίσεως, καί διά παρθένου γεννηθέντος καί παθητού γενομένου άνθρώπου, καί σταυρωθέντος έπί Ποντίου Πιλάτου ύπό τού Λαού ύμών καί άποθανόντος, καί άναστάντος έκ νεκρών καί άναβάντος είς τόν ούρανόν, πάν δαιμόνιον έξορκιζόμενον νικάταικαίύποτάσσεται. εάν δέ κατά παντός ονόματος τών παρ' ύμίν γεγενημένων ή βασιλέων ή δικαίων ή προφητών ή πατριαρχών έξορκίζητε ύμείς, ούχ ύποταγήσεται ούδέν τών δαιμόνιων- άλλ' εί άρα έξορκίζοι τις ύμών κατά τού θεού Αβραάμ καί θεού Ισαάκ καί θεού Ιακώβ, ίσως ύποταγήσεται. ήδη μέντοι οί έξ ύμών έπορκισταί τή τέχνη, ώσπερ καί τά έθνη, χρώμενοι έξορκίζουσι καί θυμιάμασι καί καταδέσμοις χρώνται, ειπον. ότι δέ καί άγγελοι 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας καί δυνάμεις είσίν, οίς ό λόγος ό τής προφητείας τής διά Δαυείδ έπάραι τάς πύλας, ινα είσέλθη ούτος ό έκ νεκρών άναστάς κύριος τών δυνάμεων κατά τό θέλημα τού πατρός, Ιησούς Χριστός, ό λόγος του Δαυείδ όμοίως άπέδειξεν, ού καί πάλιν έπιμνησθήσομαι διά τούτους τούς μή καί χθές συνόντας ήμίν, δι' ούς καί πολλά τών χθές είρημένων έπί κεφαλαίων λέγω. καί νυν προς ύμάς έάν τούτο λέγω, εί καί έταυτολόγησα πολλάκις, ούκ άτοπον είπείν έπίσταμαι· γελοίον μέν γάρ πράγμά έστιν, όράν τόν ήλιον καί τήν σελήνην καί τά άλλα άστρα τήν αύτήν οδόν άεί καί τάς τροπάς τών ώρών ποιεΐσθαι, καί τόν ψηφιστικόν άνδρα, εί έξετάζοιτο τά δίς δύο πόσα έστί, διά τό πολλάκις είρηκέναι ότι τέσσαρα, ού παύσεσθαι τού πάλιν λέγειν ότι τέσσαρα, καί τά άλλα όμοίως όσα παγίως όμολογείται άεί ωσαύτως λέγεσθαι καί όμολογείσθαι, τόν δέ άπό τών γραφών τών προφητικών ομιλίας ποιούμενον έάν καί μή τάς αύτάς άεί λέγειν γραφάς, άλλ' ήγείσθαι έαυτόν βέλτιον τής γραφής γεννήσαντα είπείν. έστιν ούν ό λόγος, δι' ού έσήμανα τόν θεόν δηλούν ότι καί άγγελοί είσιν έν ούρανφ καί δυνάμεις, ούτος· Αινείτε τόν κύριον έκ τών ούρανών, αινείτε αύτόν έν τοίς ύψίστοις· αινείτε αύτόν πάντες οί άγγελοι αύτού, αινείτε αύτόν πάσαι αί δυνάμεις αύτού. Καί Μνασέας δέ τις όνόματι τών συνελθόντων αύτοίς τή δευτέρμ ήμερα είπε· Καί ήμείς χαίρομεν πάλιν πειρωμένου σου τά αύτά λέγειν δι' ήμάς. Κάγώ είπον- Ακούσατε, φίλοι, τίνι γραφή πειθόμενος ταύτα πράττω. Ιησούς έκέλευσεν άγαπάν καί τούς έχθρούς, όπερ καί διά Ήσαίου έκεκήρυκτο διά πλειόνων, έν οίς καί τό μυστήριον πάλιν τής γενέσεως ήμών, καί άπλώς πάντων τών τόν Χριστόν έν Ιερουσαλήμ φανήσεσθαι προσδοκώντων καί δι' έργων εύαρεστείν αύτώ σπουδαζόντων. Είσί δέ οί διά Ήσαίου λόγοι ούτοι· Ακούσατε τό ρήμα κυρίου, οί τρέμοντες τό ρήμα αύτού. είπατε- άδελφοίήμών, τοίς μισούσιν ύμάς καί βδελυσσομένοις τό όνομα κυρίου δοξασθήναι. ώφθη έν τή εύφροσύνη 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας αύτών, κάκεϊνοι αίσχυνθήσονται. φωνή κραυγής έκ πόλεως, φωνή λαού, φωνή κυρίου άποδιδόντος άνταπόδοσιν τοίς ύπερηφάνοις. πρίν ή τήν ώδίνουσαν τεκεϊν, καί πρίν έΛθείν τόν πόνον τών ώδίνων, έξέτεκεν άρσεν. τίς ήκουσε τοιούτον, καί τίς έώρακεν ούτως, εί ώδινεν ή γή έν μιμ ήμέρμ, εί δέ καί τέκοι έθνος εις άπαξ, ότι ώδινε καί έτεκε Σιών τά παιδία αύτής; έγώ έδωκα τήν προσδοκίαν ταύτην καί ού γεννώση, είπε κύριος, ιδού έγώ γεννώσαν καί στείραν έποίησα, Λέγει κύριος. Εύφράνθητι Ιερουσαλήμ, καί πανηγυρίσατε πάντες οί άγαπώντες αύτήν· χαίρετε πάντες όσοι πενθείτε έπ' αύτήν, ϊνα θηΛάσητε καί έμπΛησθήτε άπό μασθού παρακΛήσεως αύτής, ϊνα έκθηΛάσαντες τρυφήσητε άπό εισόδου δόξης αύτού. Καί ταύτα είπών προσέθηκα· Ότι δέ, μετά τό σταυρωθήναι τούτον ον ένδοξον πάΛιν παραγενήσεσθαι άποδεικνύουσιν αί γραφαί, σύμβολον είχε τού ξύλου τής ζωής, ό έν τφ παραδείσω πεφυτεύσθαι έλέλεκτο, καί τών γενησομένων πάσι τοϊς δικαίοις, άκούσατε. Μωυσής μετά -άβδου έπί τήν τού Λαού άποΛύτρωσιν έπέμφθη, καί ταύτην έχων μετά χεϊρας έν άρχή τού Λαού διέτεμε τήν θάλασσαν, διά ταύτης άπό τής πέτρας ύδωρ άναβλύσαν έώρα· καί ξύλον βαλών εις τό έν Μερρμ ύδωρ, πικρόν ον, γλυκύ έποίησε. •άβδους βαλών Ιακώβ εις τάς Ληνούς τών ύδάτων έγκισσήσαι τά πρόβατα τού μητραδέλφου, ϊνα τά γεννώμενα έξ αύτών κτήσηται, έπέτυχεν· έν -άβδψ αύτού διεληλυθέναι τόν ποταμόν ό αύτός Ιακώβ καυχάται. κλίμακα έφη έωράσθαι αύτφ, καί τόν θεόν έπ' αύτής έστηρίχθαιή γραφή δεδήλωκε- καί ότι ούχ ό πατήρ ήν, άπό τών γραφών άπεδείξαμεν. καί έπί Λίθου καταχέας έλαιον έν τφ αύτφ τόπψ Ιακώβ στήλην τφ όφθέντι αύτφ θεφ άληλιφέναι ύπ' αύτού τού όφθέντος αύτφ θεού μαρτυρεϊται. καί ότι Λίθος Χριστός διά πολλών γραφών συμβολικώς έκηρύσσετο, ομοίως άπεδείξαμεν· καί ότι τό χρίσμα πάν, είτε έλαίου είτε στακτής είτε τών άλλων τών τής συνθέσεως τού μύρου χρισμάτων, τούτου ήν, ομοίως άπεδείξαμεν, τού Λόγου Λέγοντος· Διά τούτο έχρισέ σε ό θεός, 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ό θεός σου, έλαιον άγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου. καί γάρ οί βασιλείς πάντες καί οί χριστοί άπό τούτου μετέσχον καί βα­ σιλείς καλείσθαι καί χριστοί· ον τρόπον καί αύτός άπέ) τού πατρός έλαβε τό βασιλεύς καί Χριστός καί ίερεύς καί άγγελος, καί όσα άλλα τοιαυτα έχει ή έσχε. •άβδος ή Άαρών βλαστόν κομίσασα άρχιερέα αύτόν άπέδειξε. -άβδον έκ -ίζης Ίεσσαί γενή­ σεσθαι τόν Χριστόν Ήσαίας προεφήτευσε. καί Δαυείδ ώς τό ξύλον τό πεφυτευμένον παρά τάς διεξόδους τών ύδάτων, ό τόν καρπόν αύτού δώσει έν καιρφ αύτού, καί τό φύλλον αύτού ούκ άπορρυήσεσθαι, φησίν είναι τόν δίκαιον, καί ώς φοίνιξ άνθησεIV ό δίκαιος εϊρηται. άπό ξύλου τφ Αβραάμ ώφθη ό θεός, ώς γέγραπται, πρός τή δρυ'ϊ τή Μαμβρή. έβδομήκοντα ιτέας καί δώδεκα πηγάς εύρεν ό λαός διαβάς τόν Ιορδάνην. έν -άβδψ καί βακτηρίμ παρακεκλήσθαι ύπό τού θεού Δαυείδ λέγει. ξύλον Έλισσαίος βαλών είς τόν Ίορδάνην ποταμόν άνήνεγκε τόν σίδηρον τής άξίνης, έν ή πεπορευμένοι ήσαν οί υιοί τών προφητών κόψαι ξύλα είς οικο­ δομήν τού οίκου, έν φ τόν νόμον καί τά προστάγματα τού θεού λέγειν καί μελετάν έβούλοντο· ώς καί ήμάς βεβαπτισμένους ταίς βαρυτάταις άμαρτίαις, ας έπράξαμεν, διά τού σταυρωθήναι έπί τού ξύλου καί δι' ύδατος άγνίσαι ό Χριστός ήμών έλυτρώσατο καί οίκον εύχής καί προσκυνήσεως έποίησε. καί -άβδος ήν ή δείξασα Ιούδαν πατέρα τών άπό Θάμαρ διά μέγα μυστή­ ριον γεννηθέντων. Καί ό Τρύφων, είπόντος μου ταύτα, έφη· Μή με λοιπόν ύπολάμβανε, άνατρέπειν πειρώμενον τά ύπό σού λεγόμενα, πυνθάνεσθαι όσα άν πυνθάνωμαι, άλλά βούλεσθαι μαν­ θάνειν περί τούτων αύτών ών άν έρωτώ. είπέ ούν μοι, διά τού Ήσαίου είπόντος τού λόγου· Έξελεύσεται -άβδος έκ τής •ίζης Ίεσσαί, καί άνθος άναβήσεται έκ τής -ίζης Ίεσσαί, καί άναπαύσεται έπ' αύτόν πνεύμα θεού, πνεύμα σοφίας καί συνέσεως, πνεύμα βουλής καί ισχύος, πνεύμα γνώσεως καί εύσε- 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας βείας, καί έμπλήσει αύτόν πνεύμα φόβου θεού, καί όμοΛογήσας ταύτα πρός με, έλεγε ν, είς Χριστόν είρήσθαι, καί θεόν αύτόν προϋπάρχοντα Λέγεις, καί κατά τήν βουλήν τού θεού σαρκοποιηθέντα αύτόν Λέγεις διά τής παρθένου γεγεννήσθαι άνθρωπον, πώς δύναται άποδειχθήναι προύπάρχων, όστις διά τών δυνάμεων τού πνεύματος τού άγιου, ας καταριθμεί ό Λόγος διά Ήσαίου, πληρούται ώς ενδεής τούτων ύπάρχων; Κάγώ άπεκρινάμην- Νουνεχέστατα μέν καί συνετώτατα ήρώτησας- άληθώς γάρ άπορη μα δοκεί είναι- άλλ' ινα ε ιδής καί τόν περί τούτων Λόγον, άκουε ών Λέγω, ταύτας τάς κατηριθμημένας τού πνεύματος δυνάμεις ούχ ώς ένδεούς αύτού τού­ των όντος φησίν ό Λόγος έπεΛηΛυθέναι επ' αύτόν, άλλ' ώς επ' εκείνον άνάπαυσιν μεΛΛουσών ποιεισθαι, τούτ' έστιν επ' αύτού πέρας ποιεισθαι, τού μηκέτι έν τώ γένει ύμών κατά τό παλαιόν έθος προφήτας γενήσεσθαι, όπερ καί όψει ύμιν ίδείν έστι- μετ' έκείνον γάρ ούδείς ολως προφήτης παρ' ύμιν γεγένηται. καί ότι οί παρ' ύμιν προφήται, έκαστος μίαν τινά ή καί δευτέραν δύναμιν παρά τού θεού Λαμβάνοντες, ταύτα έποίουν καί έλάΛουν ά καί ήμείς άπό τών γραφών έμάθομεν, κατανοήσατε καί τά ύπ' έμού Λεγάμενα, σοφίας μέν γάρ πνεύμα Σολομών έσχε, συνέσεως δέ καί βουλής Δανιήλ, ισχύος δέ καί εύσεβείας Μωυσής, καί Ήλίας φόβου, καί γνώσεως Ήσαίας- καί οί άλλοι αύ ομοίως ή μίαν έκαστος ή έναΛΛάξ άλλην τινά μετ' άλλης δυνάμεως έσχον, οίον καί Ιερεμίας καί οί δώδεκα καί Δαυείδ καί οί άλλοι άπλώς όσοιγεγόνασι παρ' ύμίν προφήται. άνεπαύσατο ούν, τούτ' έστιν έπαύσατο, έλθόντος έκείνου, μεθ' ον, τής οικονομίας ταύτης τής έν άνθρώποις αύτού γενομένης χρόνοις, παύσασθαι έδει αύτά άφ' ύμών, καί έν τούτψ άνάπαυσιν λαβόντα πάλιν, ώς έπεπροφήτευτο γενήσεσθαι δόματα, ά άπό τής χάριτος τής δυνάμεως τού πνεύματος έκείνου τοίς επ' αύτόν πιστεύουσι δίδωσιν, ώς άξιον έκαστον έπίσταται. ότι έπεπροφήτευτο τούτο μέλλειν γίνεσθαι ύπ' αύτού μετά τήν είς ούρανόν άνέλευσιν αύτού, ειπον μέν ήδη καί πάλιν λέγω, ειπεν ούν- Ανέβη είς ύψος, ήχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν, έδωκε δόματα τοίς υίοις τών άνθρώπων. καί πάλιν έν έτέρμ 5. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας προφητείμ ε’ίρηται· Καί έσται μετά ταύτα, έκχεώ τό πνεύμά μου έπί πάσαν σάρκα καί έπί τούς δούΛους μου καί έπί τάς δούΛας μου, καί προφητεύσουσι. Καί παρ' ήμίν έστιν ίδείν καί θηΛείας καί άρσενας, χαρίσματα άπό τού πνεύματος τού θεού έχοντας, ώστε ού διά τό είναι αύτόν ένδεή δυνάμεως έπεπροφήτευτο έΛεύσεσθαι έπ' αύτόν τάς δυνάμεις τάς κατηριθμημένας ύπό Ήσαίου, άΛΛά διά τό έπέκεινα μή μέΛΛειν έσεσθαι. μαρτύριον δέ καί τούτο έστω ύμίν, ό έφην πρός ύμάς γεγονέναι ύπό τών Αρραβίας μάγων, οίτινες άμα τφ γεννηθήναι τό παιδίον έΛθόντες προσεκύνησαν αύτφ. καί γάρ γεννηθείς δύναμιν τήν αύτού έσχε· καί αύξάνων κατά τό κοινόν τών άΛΛων άπάντων άνθρώπων, χρώμενος τοίς άρμόζουσιν, έκάστη αύξήσει τό οίκείον άπένειμε, τρεφόμενος τάς πάσας τροφάς, καί τριάκοντα έτη ή πΛείονα ή καί έΛάσσονα μείνας, μέχρις ού προεΛήΛυθεν Ιωάννης κήρυξ αύτού τής παρουσίας καί τήν τού βαπτίσματος οδόν προϊών, ώς καί προαπέδειξα. καί τότε έΛθόντος τού Ιησού έπί τόν Ίορδάνην ποταμόν, ένθα ό Ιωάννης έβάπτιζε, κατεΛθόντος τού Ιησού έπί τό ύδωρ καί πύρ άνήφθη έν τφ Ιορδάνη, καί άναδύντος αύτού άπό τού ύδατος ώς περιστεράν τό άγιον πνεύμα έπιπτήναι έπ' αύτόν έγραψαν οί άπόστοΛοι αύτού τούτου τού Χριστού ήμών. καί ούχ ώς ένδεά αύτόν τού βαπτισθήναιή τού έπεΛθόντος έν είδει περιστεράς πνεύματος οϊδαμεν αύτόν έΛηΛυθέναι έπί τόν ποταμόν, ώσπερ ούδέ τό γεννηθήναι αύτόν καί σταυρωθήναι ώς ένδεής τούτων ύπέμεινεν, άΛΛ' ύπέρ τού γένους τού τών άνθρώπων, ό άπό τού Αδάμ ύπό θάνατον καί πΛάνην τήν τού όφεως έπεπτώκει, παρά τήν ιδίαν αιτίαν έκάστου αύτών πονηρευσαμένου. βουΛόμενος γάρ τούτους έν έΛευθέρα προαιρέσεικαίαύτεξουσίουςγενομένους, τούς τε άγγέΛους καί τούς άνθρώπους, ό θεός πράττειν όσα έκαστον ένεδυνάμωσε δύνασθαι ποιείν, έποίησεν, εί μέν τά εύάρεστα 5. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας αύτφ αίροίντο, καί άφθάρτους καί άτιμωρήτους αύτούς τηρήσαι, έάν δέ πονηρεύσωνται, ώς αύτφ δοκεί, έκαστον κολάζειν. καί γάρ ούδέ τό καθεσθέντα αύτόν όνψ είσεΛθείν είς ’Ιεροσόλυμα, ώς άπεδείξαμεν πεπροφητεύσθαι, δύναμιν αύτφ ένεποίει είς τό Χριστόν είναι, άλλά τοίς άνθρώποις γνώρισμα έφερεν ότι αύτός έστιν ό Χριστός, όνπερ τρόπον καί έπί τού Ίωάννου έδει γνώ­ ρισμα τοις άνθρώποις είναι, όπως έπιγνώσι τίς έστιν ό Χριστός. Ίωάννου γάρ καθεζομένου έπί τού Ίορδάνου καί κη­ ρύσσοντας βάπτισμα μετάνοιας, καί ζώνην δερματίνην καί έν­ δυμα άπό τριχών καμηλού μόνον φορούντος καί μηδέν έσθίοντος πλήν άκρίδας καί μέλι άγριον, οί άνθρωποι ύπελάμβανον αύτόν είναι τόν Χριστόν· πρός ούς καί αύτός έβόα· Ουκ είμι ό Χριστός, άλλά φωνή βοώντος· ήξειγάρ ό ισχυρότερος μου, ού ούκ είμι ικανός τά ύποδήματα βαστάσαι. καί έλθόντος τού Ιησού έπί τόν Ίορδάνην, καί νομιζομένου Ιωσήφ τού τέκτονος υιού ύπάρχειν, καί άειδούς, ώς αί γραφαί έκήρυσσον, φαινομένου, καί τέκτονος νομιζομένου (ταύτα γάρ τά τεκτονικά έργα είργάζετο), έν άνθρώποις ών, άροτρα καί ζυγά, διά τού­ των καί τά τής δικαιοσύνης σύμβολα διδάσκων καί ένεργή βίον, τό πνεύμα ούν τό άγιον καί διά τούς άνθρώπους, ώς προέφην, έν είδει περιστεράς έπέπτη αύτφ, καί φωνή έκ τών ούρανών άμα έληλύθει, ήτις καί διά Δαυείδ λεγομένη, ώς άπό προσώπου αύτού λέγοντος όπερ αύτφ άπό τού πατρός έμελλε λέγεσθαι· Υιός μου ει σύ, έγώ σήμερον γεγέννηκά σε· τότε γένεσιν αύτού λέγων γίνεσθαι τοίς άνθρώποις, έξ ότου ή γνώσις αύτού έμελλε γίνεσθαι· υιός μου ει σύ· έγώ σήμερον γεγέννη­ κά σε. Καί ό Τρύφων· Ευ ϊσθι, έφη, ότι καί πάν τό γένος ήμών τόν Χριστόν έκδέχεται, καί ότι πάσαι αί γραφαί, ας έφης, είς αύτόν ε’ίρηνται, όμολογούμεν· καί ότι τό Ιησούς όνομα δεδυσώπηκέ με, τφ τού Ναυή υίφ έπικληθέν, έκδότως έχειν καί πρός τούτο, καί τούτο φημι. εί δέ καί άτίμως ούτως σταυρω- 5 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας θήναι τόν Χριστόν, άπορου μεν· επικατάρατος γάρ ό σταυρούμενος έν τφ νόμψ λέγεται είναι· ώστε προς τούτο άκμήν δυσπείστως έχω. παθητόν μέν τόν Χριστόν ότι αί γραφαί κηρύσσουσι, φανερόν έστιν· εί δέ διά τού έν τω νόμψ κεκατηραμένου πάθους, βουλόμεθα μαθεϊν, εί έχεις καί περί τούτου άποδεϊξαι. Εί μέν μή έμελλε πάσχειν ό Χριστός, φημί αύτφ έγώ, μηδέ προείπον οί προφήται ότι άπό τών άνομιών τού λαού άχθήσεται είς θάνατον καί άτιμωθήσεται καί μαστιχθήσεται καί έν τοίς ανόμοις λογισθήσεται καί ώς πρόβατον έπί σφαγήν άχθήσεται, ού τό γένος έξηγήσασθαι έχειν ούδένα φησίν ό προφήτης, καλώς είχε θαυμάζειν. εί δέ τούτο έστι τό χα­ ρακτήριζαν αύτόν καί πάσι μηνύον, πώς ούχίκαίήμεϊς θαρρούντες πεπιστεύκαμεν είς αύτόν; καί όσοι νενοήκασι τά τών προφητών, τούτον φήσουσιν, ούκ άλλον, εί μόνον άκούσειαν ότι ούτος έσταυρωμένος. Καί ή μάς ούν, έφη, προβίβασον έκ τών γραφών, ϊνα σοι πεισθώμεν καί ήμεϊς. παθεϊν μέν γάρ καί ώς πρόβατον άχθήσεσθαι οϊδαμεν· εί δέ καί σταυρωθήναι καί ούτως αίσχρώς καί άτίμως άποθανεϊν διά τού κεκατηραμένου έν τφ νόμψ θανάτου, άπόδειξον ήμϊν· ήμεϊς γάρ ούδ' εις έννοιαν τούτου έλθεϊν δυνάμεθα. Οισθα, έφην, ότι όσα ειπον καί έποίησαν οί προφήται, ώς καί ώμολογήθη ύμίν, παραβολαϊς καί τύποις άπεκάλυψαν, ώς μή -αδίως τά πλεϊστα ύπό πάντων νοηθήναι, κρύπτοντες τήν έν αύτοις άλήθειαν, ώς καί πονέσαι τούς ζητούντας εύρεϊν καί μαθεϊν. Οί δέ έφησαν· Καί ώμολογήθη ήμϊν. Άκούοις άν ούν, φημί, τό μετά τούτο. Μωυσής γάρ πρώτος έξέφανεν αύτού ταύτην τήν δοκούσαν κατάραν δι' ών έποίησε σημείων. Τίνων τούτων, έφη, λέγεις; Ότε ό λαός, φημί, έπολέμει τφ Αμαλήκ και ό τού Ναυή υίός, ό έπονομασθείς τφ Ιησού όνόματι, τής μάχης ήρχεν, αύτός Μωυσής ηύχετο τφ θεφ τάς χεϊρας έκατέρως έκπετάσας, Ώρ δέ και Άαρών ύπεβάσταζον αύτάς πανήμαρ, ινα μή κοπωθέντος 5· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας αύτού χαΛασθώσιν. είγάρ ένεδεδώκει τι τού σχήματος τούτου τού τόν σταυρόν μιμούμενου, ώς γέγραπται έν ταίς Μωυσέως γραφαίς· ό Λαός ήττάτο· εί δέ έν τή τάξει έμενε ταύτη, ΑμαΛήκ ένικάτο τοσούτον, καί ισχύων διά τού σταυρού ίσχυεν. ού γάρ, ότι ούτως ηύχετο Μωυσής, διά τούτο κρείσσων ό Λαός έγίνετο, άλλ' ότι, έν άρχή τής μάχης τού ονόματος τού ’Ιησού όντος, αύτός τό σημείον τού σταυρού έποίει. τίς γάρ ούκ έπίσταται ύμών, ότι μάΛιστα μέν ή μετά οίκτου καί δακρύων εύχή μειΛίσσεται τόν θεόν καί ή έν πρηνεί κατακΛίσει καί έν γόνασιν όκΛάσαντός τίνος; τούτον δέ τόν τρόπον έπί Λίθου καθεζόμενος ούτε αύτός ηύξατο ούτε άλλος ύστερον, έχει δέ καί ό Λίθος σύμβοΛον, ώς άπέδειξα, πρός τόν Χριστόν. Καί γάρ δι' άλλον μηνύων τήν ίσχύν τού μυστη­ ρίου τού σταυρού ό θεός διά Μωυσέως ειπεν έν εύΛογίμ, ήν εύΛόγει τόν Ιωσήφ· Από εύΛογίας κυρίου ή γή αύτού, άπό ώρών ούρανού καί δρόσων, καί άπό άβύσσου πηγών κάτωθεν, καί καθ' ώραν γεννημάτων ήΛίου τροπών, καί άπό συνόδων μηνών, καί άπό κορυφής όρέων άρχής, καί άπό κορυ­ φής βουνών, καί ποταμών άεννάων, καί καρπών γης πΛηρώσεως. καί τά δεκτά τφ όφθέντι έν τή βατω έΛθοισαν έπί κεφαΛήν Ιωσήφ καί έπί κορυφής. Δοξασθείς έν άδεΛφοίς πρωτότοκος, ταύρου τό κάΛΛος αύτού, κέρατα μονοκέρωτος τά κέρατα αύτού, έν αύτοίς έθνη κερατιεί άμα έως άπό άκρου τής γής. μονο­ κέρωτος γάρ κέρατα ούδενός άλλου πράγματος ή σχήματος έχοι άν τις είπείν καί άποδείξαι, εί μή τού τύπου ός τόν σταυρόν δείκνυσιν. όρθιον γάρ τό έν έστι ξύΛον, άφ' ού έστι τό άνώτατον μέρος είς κέρας ύπερηρμένον, όταν τό άλλο ξύΛον προσαρμοσθή, καί έκατέρωθεν ώς κέρατα τφ ένί κέρατι παρεζευγμένα τά άκρα φαίνηται· καί τό έν τφ μέσψ πηγνύμενον ώς κέρας καί αύτό έξέχον έστίν, έφ' φ έποχούνται οί σταυρούμενοι, καί βΛέπεται ώς κέρας καί αύτό σύν τοίς άΛΛοις κέρασι συνεσχηματισμένον καί πεπηγμένον. καί τό Εν αύτοίς έθνη κερατιεί άμα έως άπ' άκρου τής γής δηλωτικόν έστι τού νύν γεγενη- 5· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μενού πράγματος έν πάσι τοίς έθνεσι. Κερατισθέντες γάρ, τούτ' έστι κατανυγέντες, οί έκ πάντων τών εθνών διά τού­ του του μυστηρίου είς τήν θεοσέβειαν έτράπησαν άπό τών μά­ ταιων ειδώλων καί δαιμόνων, τοίς δέ άπίστοις τό αύτό σχήμα είς κατάΛυσιν καί καταδίκην δηλούται- ον τρόπον έν τφ άπ' Αίγύπτου έξεΛθόντιλαφ διά τε του τύπου τής έκτάσεως τών χειρών τού Μωυσέως καί τής τού Ναυή υιού έπικΛήσεως τού ονόματος Ιησού ό ΑμαΛήκ μέν ήττάτο, ΊσραήΛ δέ ένίκα. καί διά τού τύπου δέ καί σημείου τού κατά τών δακόντων τόν ΊσραήΛ όφεων ή άνάθεσις φαίνεται γεγενημένη έπί σωτηρίμ τών πιστευόντων ότι διά τού σταυρούσθαι μέΛΛοντος θάνατος γενήσεσθαι έκτοτε προεκηρύσσετο τφ όφει, σωτηρία δέ τοίς καταδακνομένοις ύπ' αύτού καί προσφεύγουσι τφ τόν έσταυρωμένον υιόν αύτού πέμψαντι είς τόν κόσμον· ού γάρ έπί όφιν ήμάς πιστεύειν τό προφητικόν πνεύμα διά Μωυσέως έδίδασκεν, οπότε καί κατηράσθαι αύτόν τήν άρχήν ύπό τού θεού δηΛοί, καί έν τφ Ήσαίμ άναιρεθήσεσθαι ώς πολέμιον διά τής μεγάΛης μαχαίρας, ήτις έστιν ό Χριστός, σημαίνει. Εί ούν τις μή μετά μεγάΛης χάριτος τής παρά θεού Λάβοι νοήσαι τά είρημένα καί γεγενημένα ύπό τών προφητών, ούδέν αύτόν όνήσει τό τάς -ήσεις δοκείν Λέγειν ή τά γεγενημένα, εί μή Λόγον έχει καί περί αύτών άποδιδόναι. άλλά μήτι γε καί εύκαταφρόνητα δόξει τοίς ποΛΛοίς ύπό τών μή νοούντων αύτά Λεγάμενα; είγάρ τις έξετάζειν βούΛοιτο ύμάς, ότιΈνώχ καί Νώε άμα τοίς τέκνοις, καί ε’ί τινες άΛΛοι τοιούτοιγεγόνασι, μήτε έν περιτομή γενόμενοι μήτε σαββατίσαντες εύηρέστησαν τφ θεφ, τίς ή αιτία τού δι' άλλων προστα­ τών καί νομοθεσίας μετά τοσαύτας γενεάς άξιούν τόν θεόν δικαιούσθαι τούς μέν άπό Αβραάμ μέχρι Μωυσέως διά περι­ τομής, τούς δέ άπό Μωυσέως καί διά περιτομής καί τών άλλων εντολών, τούτ' έστι σαββάτου καί θυσιών καί σπονδών καί προσφο­ ρών, εί μή, ώς προείρηται ύπ' έμού, άποδείξετε ότι διά τό τόν θεόν, προγνώστην όντα, έγνωκέναι άξιον γενησόμενον τόν λαόν ύμών έκβΛηθήναι άπό τής Ιερουσαλήμ καί μηδένα έπιτρέπεσθαι είσελθείν έκει; 5· Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ούδαμόθεν γάρ άλλαχόθεν έστέ γνωριζόμενοι, ώς προέφην, εί μή άπό τής περί τήν σάρκα περιτομής, ούδέ γάρ Αβραάμ διά τήν περιτομήν δίκαιος είναι ύπό τού θεού έμαρτυρήθη, άλλά διά τήν πίστιν· προ τού γάρ περιτμηθήναι αύτόν είρηται περί αύτού ούτως· Έπίστευσε δέ Αβραάμ τφ θεφ, καί έλογίσθη αύτφ είς δικαιοσύνην. Καί ήμείς ούν, έν άκροβυστία τής σαρκός ήμών πιστεύοντες τφ θεφ διά τού Χριστού καί περιτομήν έχοντες τήν ωφελούσαν ήμάς τούς κεκτημένους, τούτ' έστι τής καρ­ διάς, δίκαιοι καί εύάρεστοι τφ θεφ έλπίζομεν φανήναι, επειδή καί ήδη μεμαρτυρήμεθα διά τών προφητικών λόγων ύπ' αύτού. τό δέ σαββατίζειν καί τάς προσφοράς φέρειν κελευσθήναι ύμάς, καί τόπον είς όνομα τού θεού έπικληθήναι άνασχέσθαι τόν κύριον, ίνα, ώς είρηται, μή είδωλολατρούντες καί άμνημονούντες τού θεού άσεβείς καί άθεοι γένησθε, ώς άεί φαίνεσθε γεγενημένοι. καί ότι διά ταύτα ένετέταλτο ό θεός τάς περί σαββάτων καί προσφορών έντολάς, προαποδέδεικταί μοι διά τών προ­ ειρημένων· διά δέ τούς σήμερον έλθόντας καί τά αύτά σχεδόν πάντα βούλομαι άναλαμβάνειν. έπεί, εί μή τούτο έστι, συκοφαντηθήσεται ό θεός, ώς μήτε πρόγνωσιν έχων μήτε τά αύτά δί­ καια πάντας διδάσκων καί ειδέναι καί πράττειν (πολλαίγάρ γενεαί άνθρώπων προ Μωϋσέως φαίνονται γεγενημέναι), καί ούκ έστι λόγος ό λέγων ώς αληθής ό θεός καί δίκαιος καί πάσαι αί οδοί αύτού κρίσεις, καί ούκ έστιν άδικία έν αύτφ. έπειδή δέ άληθής ό λόγος, καί θεός ύμάς τοιούτους μή είναι άσυνέτους καί φιλαύτους άεί βούλεται, όπως σωθήτε μετά τού Χριστού, τού εύαρεστούντος τφ θεφ καί μεμαρτυρημένου, ώς προέφην διά τών άγιων προφητικών λόγων τήν απόδειξιν ποιήσας. Τά γάρ άεί καί δι' όλου δίκαια καί πάσαν δικαιο­ σύνην παρέχει έν παντί γένει άνθρώπων, καί έστι πάν γένος γνωρίζον ότι μοιχεία κακόν καί πορνεία καί άνδροφονία καί όσα άλλα τοιαύτα. κάν πάντες πράττωσιν αύτά, άλλ' ούν γε τού έπίστασθαι άδικούντες, όταν πράττωσι ταύτα, ούκ άπηλλαγμένοι είσί, πλήν όσοι ύπό άκαθάρτου πνεύματος έμπεφορη- 5· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μένοι καί άνατροφής καί εθών φαύλων καί νόμων πονηρών διαφθαρέντες τάς φυσικάς έννοιας άπώλεσαν, μάλλον δέ έσβεσαν ή έπεσχημένας έχουσιν. ίδειν γάρ έστι καί τούς το ιού τους μή τά αύτά παθείν βουλομένους άπερ αύτοί τούς άλλους διατιθέασι, καί έν συνειδήσεσιν έχθραίς ταύτα ονειδίζοντας άλλήλοις άπερ έργάζονται. όθεν μοι δοκεί καλώς είρήσθαι ύπό τού ήμετέρου κυρίου καί σωτήρος Ιησού Χριστού, έν δυσίν έντολαίς πάσαν δικαιοσύνην καί εύσέβειαν πληρούσθαι· είσί δέ αύται· Αγαπήσεις κύριον τόν θεόν σου έξ όλης τής καρδίας σου καί έξ όλης τής ισχύος σου, καί τόν πλησίον σου ώς σεαυτόν. ό γάρ έξ όλης τής καρδίας καί έξ όλης τής ισχύος άγαπών τόν θεόν, πλήρης θεοσεβούς γνώμης ύπάρχων, ούδένα άλλον τιμήσει θεόν· καί άγγελον έκείνον άν τιμήση θεού βουλομένου, τόν άγαπώμενον ύπ' αύτού τού κυρίου καί θεού, καί ό τόν πλησίον ώς έαυτόν άγαπών, άπερ έαυτφ βούλεται άγαθά, κάκείνω βουλήσεται· ούδείς δέ έαυτφ κακά βουλήσεται. ταυτ' ούν τφ πλησίον καί εύξαιτ' άν καί έργάσαιτο γενέσθαι, άπερ καί έαυτφ, ό τόν πλησίον άγαπών· πλησίον δέ άνθρώπου ούδέν άλλο έστιν ή τό ομοιοπαθές καί λογικόν ζώον, ό άνθρωπος, διχή ούν τής πάσης δικαιοσύνης τετμημένης, πρός τε θεόν καί άνθρώπους, όστις, φησίν ό λόγος, άγαπά κύριον τόν θεόν έξ όλης τής καρδίας καί έξ όλης τής ισχύος, καί τόν πλησίον ώς έαυτόν, δίκαιος άληθώς άν εϊη. ύμείς δέ ούτε πρός θεόν ούτε πρός τούς προφήτας ούτε πρός εαυτούς φιλίαν ή άγάπην έχοντες ούδέποτε έδείχθητε, άλλ', ώς δείκνυται, καί είδωλολάτραι πάντοτε καί φονεις τών δικαίων εύρίσκεσθε, ώς καί μέχρις αύτού τού Χριστού τάς χειρας έπιβαλείν ύμάς καί μέχρι νύν έπιμένειν τή κακία ύμών, καταρωμένους καί τών τούτον τόν έσταυρωμένον ύφ' ύμών άποδεικνύντων είναι τόν Χριστόν- καί πρός τούτοις έκείνον μέν ώς έχθρόν θεού καί κατηραμένον άξιούτε άποδεικνύναι έσταυρώσθαι, όπερ τής άλογίστου ύμών γνώμης έργον έστίν. έχοντες γάρ άφορμάς άπό τών γενο- 5· Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μενών σημείων διά Μωϋσέως συνιέναι ότι ούτός έστιν, ού βούΛεσθε, άλλά καί πρός τούτοις, ήμάς άΛογείν δύνασθαι ύπολαμβάνοντες, συζητεϊτε όπερ ύμίν συμβαίνει, και ύμείς άπορείτε Λόγων, όταν εύτόνω τινί Χριστιανφ συμβάΛητε. Είπατε γάρ μοι, ούχί θεός ήν ό έντειΛάμενος διά Μωϋσέως μήτε εικόνα μήτε ομοίωμα μήτε τών έν ούρανω άνω μήτε τών έπί γής όΛως ποιήσαι, καί αύτός έν τή έρήμψ διά τού Μωϋσέως τόν χαΛκούν όφιν ένήργησε γενέσθαι, καί έπί σημεΐον έστησε, δι' ου σημείου έσώζοντο οί όφιόδηκτοι, καί άναίτιός έστιν άδικίας; μυστήριον γάρ διά τούτου, ώς προέφην, έκήρυσσε, δι' ου καταΛύειν μέν τήν δύναμιν τού όφεως, τού καί τήν παράβασιν ύπό τού Αδάμ γενέσθαι έργασαμένου, έκήρυσσε, σωτηρίαν δέ τοϊς πιστεύουσιν έπί τούτον τόν διά τού σημείου τούτου, τούτ' έστι τού σταυρού θανατούσθαι μέΛΛοντα άπό τών δηγμάτων τού όφεως, άπερ είσίν αί κακαί πράξεις, είδωλοΛατρείαι καί άλλαι άδικίαι. έπεί εί μή τούτο νοηθήσεται, δότε μοι Λόγον ότου χάριν τόν χαΛκούν όφιν Μωύσής έπί ση­ μείου έστησε, καί προβΛέπειν αύτόν τούς δακνομένους εκέΛευσε, καί έθεραπεύοντο οί δακνόμενοι, καί ταύτα αύτός κεΛεύσας μηδενός όΛως ομοίωμα ποιείν. Καί ό έτερος τών τή δευτέρμ άφιγμένων είπεν· ΑΛηθώς ειπας· ούκ έχομεν Λόγον διδόναι· καίγάρ έγώ περί τούτου ποΛΛάκις τούς διδασκάλους ήρώτησα, καί ούδείς μοι Λόγον άπέδωκεν. ώστε λέγε σύ ά Λέγεις· προσέχομεν γάρ σοι μυστήριον άποκαλύπτοντι, δι' ών καί τά τών προφητών διδάγ­ ματα συκοφαντητά έστι. Κάγώ· Όνπερ ούν τρόπον τό σημεΐον διά τού χαλκού όφεως γενέσθαι ό θεός έκέλευσε καί άναίτιός έστιν, ούτω δή καί έν τώ νόμιφ κατάρα κεΐται κατά τών σταυρουμένων άνθρώ­ πων· ούκ έτι δέ καί κατά τού Χριστού τού θεού κατάρα κεΐται, δι' ού σώζει πάντας τούς κατάρας άξια πράξαντας. Καί γάρ πάν γένος άνθρώπων εύρεθήσεται ύπό κατάραν όν κατά τόν νόμον Μωϋσέως· ’Επικατάρατος γάρ εϊρηται πάς ός ούκ έμμένει έν τοϊς γεγραμμένοις έν τώ βιβλίψ 5· Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς "Ελληνας τού νόμου του ποιήσαι αύτά. καί ούδείς άκριβώς πάντα έποίησεν, ούδ' ύμείς τολμήσετε άντειπειν· άλλ' είσίν οι μάλλον καί ήττον άλλήλων τά εντεταλμένα έφύλαξαν. εί δέ οί ύπό τόν νόμον τούτον ύπό κατάραν φαίνονται είναι, διά τό μή πάντα φυλάξαι, ούχί πολύ μάλλον πάντα τά έθνη φανήσονταιύπό κατάραν όντα, καί είδωλολατρούντα καί παιδοφθορούντα καί τά άλλα κακά έργαζόμενα; εί ούν καί τόν έαυτού Χριστόν ύπέρ τών έκ παντός γένους άνθρώπων ό πατήρ τών όλων τάς πάντων κατάρας άναδέξασθαι έβουλήθη, είδώς ότι άναστήσει αύτόν σταυρωθέντα καί άποθανόντα, διά τί ώς κεκατηραμένου τού ύπομείναντος κατά τήν τού πατρός βουλήν ταύτα παθείν τόν λόγον ποιείτε, καί ούχί μάλΛον εαυτούς θρηνείτε; εί γάρ καί ό πατήρ αύτού καί αύτός παθείν ταύτα αύτόν ύπέρ τού άνθρωπείου γένους ένήργησεν, ύμείς ούχ ώς γνώμη θεού ύπηρετούντες τούτο έπράξατε· ούδέ γάρ τούς προφήτας άναιρούντες εύσέβειαν είργάσασθε. καί μή τις ύμών λεγέτω· Εί ό πατήρ αύτόν ήθέλησε ταύτα παθείν, ϊνα τφ μώλωπι αύτού ϊασις γένηται τφ γένει τών άνθρώπων, ήμείς ούδέν ήδικήσαμεν. εί μέν ούν μετανοουντες έπί τοίς ήμαρτημένοις καί έπιγνόντες τούτον είναι τόν Χριστόν καί φυλάσσοντες αύτού τάς έντολάς ταύτα φήσετε, άφεσις ύμίν τών άμαρτιών ότι έσται προείπον. εί δέ αύτού τε έκείνου καί τών εις έκείνον πιστευόντων καταράσθε καί, όπόταν έξουσίαν έχητε, άναιρείτε, πώς ούχί καί τό έκείνω έπιβεβληκέναι τάς χείρας ύμών, ώς παρά άδικων καί άμαρτωλών καί μέχρις όλου σκΛηροκαρδίων καί άσυνέτων, έκζητηθήσεται; Καίγάρ τό είρημένον έν τφ νόμψ, ότι Επικατά­ ρατος πάς ό κρεμάμενος έπί ξύλου, ούχ ώς τού θεού καταρωμένου τούτου τού έσταυρωμένου ήμών τονοί τήν έλπίδα έκκρεμαμένην άπό τού σταυρωθέντος Χριστού, άλλ' ώς προειπόντος τού θεού τά ύφ' ύμών πάντων καί τών όμοιων ύμίν, μή έπισταμένων τούτον είναι τόν προ πάντων όντα καί αιώνιον τού θεού ιερέα καί βασιλέα καί Χριστόν μέλλοντα γίνεσθαι. 5· Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας όπερ καί όψει ίδείν ύμίν έστι γινόμενον· ύμείς γάρ έν ταίς συναγωγαΐς ύμών καταράσθε πάντων τών άπ' εκείνου γενομένων Χριστιανών, καί τά άλλα έθνη, ά καί ένεργή τήν κατάραν έργάζονται, άναιρούντα τούς μόνον όμολογούντας έαυτούς είναι Χριστιανούς· οις ήμείς άπασι λέγομεν ότι Αδελφοί ήμών έστε, έπίγνωτε μάλλον τήν άλήθειαν τού θεού, καί μή πειθομένων ήμίν μήτε έκείνων μήτε ύμών, άλλά άρνείσθαι ήμάς τό όνομα τού Χριστού άγωνιζομένων, θανατουσθαι μάλλον αίρούμεθα καί ύπομένομεν, πεπεισμένοι ότι πανθ' όσαύπέσχηται ό θεός διά τού Χριστού άγαθά άποδώσει ήμίν. καί πρός τούτοις πάσιν εύχόμεθα ύπέρ ύμών, ίνα έλεηθήτε ύπό τού Χριστού, ούτος γάρ έδίδαξεν ήμάς καί ύπέρ τών έχθρών εύχεσθαι, είπών· Γίνεσθε χρηστοί καί οίκτίρμονες, ώς καί ό πατήρ ύμών ό ούράνιος. καί γάρ τόν παντοκράτορα θεόν χρηστόν καί οίκτίρμονα όρώμεν, τόν ήλιον αύτού άνατέλλοντα έπί άχαρίστους καί δικαίους, καί βρέχοντα επί όσιους καί πονηρούς, ους πάντας ότι καί κρίνειν μέλλει έδίδαξε. Καί γάρ ούδέ τό μέχρις εσπέρας μειναι τόν προ­ φήτην Μωυσήν, ότε τάς χείρας αύτού ύπεβάσταζον Ώρ καί Ααρών, έπί τού σχήματος τούτου είκή γέγονε. καί γάρ ό κύριος σχεδόν μέχρις έσπέρας έμεινεν έπί τού ξύλου, καί πρός εσπέραν έθαψαν αύτόν· ειτα άνέστη τή τρίτη ήμέρμ. τούτο διά Δαυείδ ούτως έκπεφώνητο· Φωνή μου πρός κύριον έκέκραξα, καί έπήκουσέ μου έξ όρους άγιου αυτού, έγώ έκοιμήθην καί ύπνωσα· έξηγέρθην, ότι κύριος άντελάβετό μου. καί διά Ήσαίου ομοίως ε’ίρητο περί τούτου, δι' ού τρόπου άποθνήσκειν έμελλεν, ούτως· Έξεπέτασά μου τάς χείρας έπί λαόν άπειθούντα καί άντιλέγοντα, τοίς πορευομένοις έν όδψ ού καλή, καί ότι έμελλεν άνίστασθαι, αύτός Ήσαίας έφη Ή ταφή αύτού ήρται έκ τού μέσου, καί Δώσω τούς πλουσίους άντί τού θανάτου αύτού. καί έν άλλοις πάλιν λόγοις Δαυείδ είς τό πάθος καί τόν σταυρόν έν παραβολή μυστηριώδει ούτως ειπεν έν είκοστώ πρώτω ψαλμώ Ώρυξαν χεΐράς μου καί πόδας μου, έξη- 5· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ρίθμησαν πάντα τά όστά μου· αύτοί δέ κατενόησαν καί έπείδόν με. διεμερίσαντο τά ίμάτιά μου έαυτοίς, καί έπί τόν Ιματισμόν μου έβαλον κΛήρον. ότε γάρ έσταύρωσαν αύτόν, έμπήσσοντες τούς ήΛους τάς χείρας καί τούς πόδας αύτού ώρυξαν, καί οί σταυρώσαντες αύτόν έμέρισαν τά ίμάτια αύτού έαυτοίς, Λαχμόν βάΛΛοντες έκαστος κατά τήν τού κΛήρου έπιβοΛήν ό έκΛέξασθαι έβεβούΛητο. καί τούτον αύτόν τόν ψαλμόν ούκ είς τόν Χριστόν είρήσθαι Λέγετε, κατά πάντα τυφΛώττοντες, καί μή συνιέντες ότι ούδείς έν τφ γένει ύμών Λεχθείς ποτέ βασι­ λεύς χριστός πόδας καί χείρας ώρύγη ζών καί διά τούτου τού μυστηρίου άποθανών, τούτ' έστι τού σταυρωθήναι, εί μή μόνος ούτος ό Ιησούς. Καί τόν πάντα δέ ψαΛμόν ε’ίποιμι άν, όπως καί τό πρός τόν πατέρα εύσεβές αύτού άκούσητε, καί ώς είς έκείνον πάντα άναφέρει, ώς αύτός δι' έκείνου καί σωθήναι άπό τού θανάτου τούτου αϊτών, άμα τε δηΛών έν τφ ψαΛμφ όποιοι ήσαν οί έπισυνιστάμενοι κατ' αύτού, καί άποδεικνύων ότι άΛηθώς γέγονεν άνθρωπος άντιληπτικός παθών. έστι δέ ούτος· Ό θεός, ό θεός μου, πρόσχες μοι. ϊνα τί έγκατέΛιπές με; μακράν άπό τής σωτηρίας μου οί Λόγοι τών παραπτωμάτων μου. ό θεός μου, κεκράξομαι ήμέρας πρός σέ καί ούκ είσακούση, καί νυκτός καί ούκ είς άνοιαν έμοί. σύ δέ έν άγια) κατοικείς, ό έπαινος τού ΊσραήΛ. έπί σοι ήΛπισαν οί πατέρες ήμών, ήΛπισαν καί έρύσω αύτούς· πρός σέ έκέκραξαν καί έσώθησαν, έπί σοι ήΛπισαν καί ού κατησχύνθησαν. έγώ δέ είμι σκώληξ καί ούκ άνθρωπος, όνειδος άνθρώπων καί έξουθένημα Λαού, πάντες οί θεωρούντές με έξεμυκτήρισάν με, καί έλάΛησαν χείΛεσιν, έκίνησαν κεφαλήν- ΉΛπισεν έπί κύριον, -υσάσθω αύτόν, σωσάτω αύτόν, ότι θέλει αύτόν. ότι σύ εί ό έκσπάσας με έκ γαστρός, ή ελπίς μου άπό μασθών τής μητρός μου· έπί σέ έπερρίφην έκ μήτρας, άπό γαστρός μητρός μου θεός μου εί σύ. μή άποστής άπ' έμού, ότι ΘΛίψις έγγύς, ότι ούκ έστιν ό βοηθών μοι. 5 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με· ήνοιξαν επ' εμέ τό στόμα αύτών ώς λέων άρπάζων καί ώρυόμενος· ώσεί ύδωρ έξεχύθη καί διεσκορπίσθη πάντα τά όστά μου. έγενήθη ή καρδία μου ώσεί κηρός τηκόμενος έν μέσψ τής κοιλίας μου· έξηράνθη ώς όστρακον ή ισχύς μου, καί ή γλώσσά μου κεκόλληται τφ λάρυγγί μου, καί είς χούν θανάτου κατήγαγές με· ότι έκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με. ώρυξαν χείράς μου καί πόδας μου, έξηρίθμησαν πάντα τά όστά μου· αύτοί δέ κατενόησαν καί έπείδόν με. διεμερίσαντο τά ίμάτιά μου έαυτοίς, καί έπί τόν ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. σύ δέ, κύριε, μή μακρύνης τήν βοήθειάν σου άπ' έμού· είς τήν άντίληψίν μου πρόσχες. ·ύσαι άπό -ομφαίας τήν ψυχήν μου καί έκ χειρός κυνός τήν μονογενή μου· σώσόν με έκ στόματος λέοντος καί άπό κεράτων μονοκερώτων τήν ταπείνωσίν μου. διηγήσομαι τό όνομά σου τοίς άδελφοίς μου, έν μέσψ έκκλησίας ύμνήσω σε. οί φοβούμενοι τόν κύριον αίνέσατε αύτόν, άπαν τό σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αύτόν, φοβηθήτωσαν άπ' αύτού άπαν τό σπέρμα Ισραήλ. Καί είπών ταύτα έπήνεγκα· Όλον ούν τόν ψαλμόν ούτως άποδείξω ύμίν είς τόν Χριστόν είρημένον, δι' ών πάλιν αύτόν έξηγούμαι. ό ούν εύθύς λέγει· ό θεός, ό θεός μου, πρόσχες μοι· ινα τί έγκατέλιπές με; τούτο άνωθεν προείπεν όπερ έπί Χριστού έμελλε λέγεσθαι. σταυρωθείς γάρ ειπεν· Ό θεός, ό θεός, ινα τί έγκατέλιπές με; καί τά έξής· Μακράν άπό τής σωτηρίας μου οί λόγοι τών παραπτωμάτων μου· ό θεός μου, κεκράξομαι ήμέρας πρός σέ καί ούκ είσακούση, καί νυκτός καί ούκ είς άνοιαν έμοί, ώσπερ καί αύτά ά ποιείν έμελλε, έλέλεκτο. τή γάρ ήμέρμ, ήπερ έμελλε σταυρούσθαι, τρεις τών μα­ θητών αύτού παραλαβών είς τό όρος τό λεγόμενον Έλαιών, παρακείμενον εύθύς τφ ναφ τφ έν Ιερουσαλήμ, ηύχετο λέγων· Πάτερ, εί δυνατόν έστι, παρελθέτω τό ποτήριον τούτο άπ' έμού. καί μετά τούτο εύχόμενος λέγει· Μή ώς έγώ βού­ λομαι, άλλ' ώς σύ θέλεις· δηλών διά τούτων ότι άληθώς πα- 5. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας θητός άνθρωπος γεγένηται. άλλ' ίνα μή τις λέγη· Ήγνόει ούν ότι μέλλει πάσχειν· έπάγει έν τφ ψαλμφ εύθύς· Καί ούκ είς άνοιαν έμοί. όνπερ τρόπον ούδέ τφ θεφ είς άνοιαν ήν τό έρωτάν τόν Αδάμ πού έστιν, ούδέ τόν Κάϊν πού Άβελ, άλλ' είς τό έκαστον έλέγξαι όποιος έστι, καί ε ίς ή μάς τήν γνώσιν πάν­ των διά τού άναγραφήναι έλθείν, καί ούτως έσήμαινεν ούκ είς άνοιαν τήν έαυτού άλλά τών νομιζόντων μή είναι αύτόν Χριστόν, άλλ' ήγουμένων θανατώσειν αύτόν καί ώς κοινόν άνθρωπον έν μδου μένε tv. Τό δέ άκόλουθον· Σύ δέ έν άγίω κατοικείς, ό έπαινος τού Ισραήλ· έσήμαινεν ότι έπαίνου άξιον καί θαυμασμού μέλλει ποιείν, μετά τό σταυρωθήναι άνίστασθαι μέλλων τή τρίτη ήμέρμ έκ νεκρών, ό άπό τού πατρός αύτού λαβών έχει, ότι γάρ καί Ιακώβ καί Ισραήλ καλείται ό Χριστός, άπέδειξα- καί ού μόνον έν τή εύλογίμ καί ’Ιωσήφ καί Ιούδα τά περί αύτού κεκηρύχθαι έν μυστηρίψ άπέδειξα, καί έν τφ εύαγγελίψ δέ γέγραπται είπών· Πάντα μοι παραδέδοται ύπό τού πατρός, καί ούδείς γινώσκει τόν πατέρα εί μή ό υιός, ούδέ τόν υιόν εί μή ό πατήρ καί οις άν ό υιός άποκαλύψη. Απεκάλυψεν ούν ήμιν πάντα όσα καί άπό τών γραφών διά τής χάριτος αύτού νενοήκαμεν, γνόντες αύτόν πρωτότοκον μέν τού θεού καί προ πάντων τών κτισμάτων, καί τών πατριαρχών υιόν, έπειδή, διά τής άπό γένους αύτών παρθένου σαρκοποιηθείς, καί άνθρωπος άειδής, άτιμος καί παθητός ύπέμείνε γενέσθαι. όθεν καί έν τοίς λόγοις αύτού έφη, ότε περί τού πάσχειν αύτόν μέλλειν διελέγετο, ότι Δεί τόν υιόν τού άνθρώπου πολλά παθείν καί άποδοκιμασθήναι ύπό τών Φαρισαίων καί γραμματέων, καί σταυρωθήναι καί τή τρίτη ήμέρμ άναστήναι. υιόν ούν άνθρώ­ που έαυτόν έλεγεν, ήτοι άπό τής γεννήσεως τής διά παρθένου, ήτις ήν, ώς έφην, άπό τού Δαυείδ καί Ιακώβ καί Ισαάκ καί Αβραάμ γένους, ή διά τό είναι αύτόν τόν Αβραάμ πατέρα καί τούτων τών κατηριθμημένων, έξ ών κατάγει ή Μαρία τό γένος· καί γάρ πατέρας τών γεννωμένων ταις θυγατράσιν αύτών τέκ­ 5. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νων τούς τών θηλειών γεννήτορας έπιστάμεθα. καί γάρ υιόν θεού, Χριστόν, κατά τήν τού πατρός αύτού άποκάλυψιν έπιγνόντα αύτόν ένα τών μαθητών αύτού, Σίμωνα πρότερον καΛούμενον, έπωνόμασε Πέτρον, καί υιόν θεού γεγραμμένον αύτόν έν τοίς άπομνημονεύμασι τών άποστόλων αύτού έχοντες και υιόν αύτόν Λέγοντες νενοήκαμεν όντα καί προ πάντων ποιημάτων άπό τού πατρός δυνάμει αύτού καί βουλή προελθόντα, ος καί σοφία καί ή μέρα καί άνατοΛή καί μάχαιρα καί Λίθος καί -άβδος καί Ιακώβ καί Ισραήλ κατ' άΛΛον καί άΛΛον τρόπον έν τοις τών προφητών Λόγοις προσηγόρευται, καί διά τής παρθένου άνθρωπος γεγονέναι, ίνα καί δι' ής οδού ή άπό τού όφεως παρακοή τήν άρχήν έλαβε, διά ταύτης τής οδού καί κατάΛυσιν Λάβη. παρθένος γάρ ούσα Εύα καί άφθορος, τόν Λόγον τόν άπό τού όφεως συΛΛαβούσα, παρακοήν καί θάνατον έτεκε· πίστιν δέ καί χαράν Λαβούσα Μαρία ή παρθένος, εύαγγελιζομένου αύτή Γαβριήλ άγγέλου ότι πνεύμα κυρίου έπ' αύτήν έπελεύσεται καί δύναμις ύψίστου έπισκιάσει αύτήν, διό καί τό γεννώμενον έξ αύτής άγιόν έστιν υίός θεού, άπεκρίνατο· Γένοιτό μοι κατά τό ·ήμά σου. καί διά ταύτης γεγέννηται ούτος, περί ού τάς τοσαύτας γραφάς άπεδείξαμεν είρήσθαι, δι' ού ό θεός τόν τε όφιν καί τούς όμοιωθέντας αγγέλους καί άνθρώπους καταλύει, άπαΛΛαγήν δέ τού θανάτου τοίς μεταγινώσκουσιν άπό τών φαύλων καί πιστεύουσιν είς αύτόν εργάζεται. Τά δέ άκόλουθα τού ψαλμού ταύτα έν οίς ΛέγειΈπί σοίήλπισαν οί πατέρες ήμών, ήλπισαν καί έρρύσω αύτούς- πρός σέ έκέκραξαν, καί ού κατησχύνθησαν- έγώ δέ είμι σκώληξ καί ούκ άνθρωπος, όνειδος άνθρώπων καί έξουδένωμα λαού- δηλωτικά έστι τού καί πατέρας αύτόν όμολογείν τούς έλπίσαντας έπί τόν θεόν καί σωθέντας ύπ' αύτού, οίτινες καί πατέρες ήσαν τής παρθένου, δι' ής έγεννήθη άνθρωπος γενόμενος, καί αύτός σωθήσεσθαι ύπό τού αύτού θεού μηνύων, άλλ' ού τή αύτού βουλή ή ίσχύ'ί πράττειν τι καυχώμενος. καί 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας γάρ έπί γής τό αύτό έπραξε· Λέγοντος αύτφ τίνος· Διδάσκαλε αγαθέ, άπεκρίνατο- Τί με Λέγεις άγαθόν; εις έστιν αγαθός, ό πατήρ μου ό έν τοίς ούρανοις. τό δέ είπείν Έγώ είμι σκώληξ καί ούκ άνθρωπος, όνειδος άνθρώπων καί έξουθένημα Λαού, άπερ φαίνεται καί όντα καί γινόμενα αύτώ προέλεγεν. όνειδος μέν γάρ ήμίν, τοίς είς αύτόν πιστεύουσιν άνθρώποις, πανταχού έστιν· έξουθένημα δέ τού Λαού, ότι ύπό τού Λαού ύμών έξουδενωθείς καί άτιμωθείς ταύτα έπαθεν άπερ διεθήκατε αύτόν. καί τά άκόΛουθα· Πάντες οί θεωρούντές με έξεμυκτήρισάν με, καί έΛάΛησαν έν χείλεσιν, έκίνησαν κεφαλήνΉΛπισεν έπί κύριον, -υσάσθω αύτόν, ότι θέλει αύτόν· τά αύτά ομοίως έγγίνεσθαι αύτφ προείπεν. οίγάρ θεωρούντες αύτόν έσταυρωμένον τάς κεφαλάς έκαστος έκίνουν καί τά χείλη διέστρεφον, καί τοίς μυξωτήρσιν έν άΛΛήλοις διαρρινούντες έλεγον ειρωνευόμενοι ταύτα ά καί έν τοίς άπομνημονεύμασι τών άποστόλων αύτού γέγραπται· Υιόν θεού έαυτόν έλεγε, καταβάς περίπατε ίτω· σωσάτω αύτόν ό θεός. Καί τά εξής· Ή έλπίς μου άπό μασθών τής μητρός μου· έπίσέ έπερρίφην έκ μήτρας, άπόγαστρός μητρός μου θεός μου ει σύ, ότι ούκ έστιν ό βοηθών μοι. περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με· ήνοιξαν έπ' έμέ τό στόμα αύτών, ώς Λέων άρπάζων καί ώρυόμένος, ώσεί ύδωρ έξεχύθη καί διεσκορπίσθη πάντα τά όστά μου. έγενήθη ή καρδία μου ώσεί κηρός τηκόμενος έν μέσψ τής κοιλίας μου· έξηράνθη ώς όστρακον ή ισχύς μου, καί ή γλωσσά μου κεκόΛΛηται τφ Λάρυγγί μου· τών γεγενημένων τήν προαγγελίαν έποιείτο. τό γάρ Ή ελπίς μου άπό μασθών τής μητρός μου. άμα γάρ τφ γεννηθήναι αύτόν έν Βηθλεέμ, ώς προέφην, παρά τών άπό Αρραβίας μάγων μαθών 'Ηρώδης ό βασιλεύς τά κατ' αύτόν έπεβούλευσεν άνελείν αύτόν, καί κατά τήν τού θεού κέλευσιν Ιωσήφ Λαβών αύτόν άμα τή Μαρίμ άπήλθεν είς Αίγυπτον- μετά γάρ τό κηρύξαι αύτόν τόν παρ' αύτού Λόγον άνδρωθέντα ό πατήρ θανατωθήσεσθαιαύτόν έκεκρίκειόν έγεγεννήκει. έάν δέ τις ήμίν λέγη· Μή γάρ ούκ ήδύνατο ό θεός μάλλον 5. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας τόν Ήρώδην άποκτείναι; προλαβών λέγω· Μή γάρ ούκ ήδύνατο ό θεός τήν άρχήν καί τόν όφιν έξάραι τού μή είναι, καί μή είπείν ότι Καί έχθραν θήσω άνά μέσον αύτού καί τής γυναικός, καί τού σπέρματος αύτού καί τού σπέρματος αύτής; μή γάρ ούκ ήδύνατο εύθύς πλήθος άνθρώπων ποιήσαι; άλλ', ώς έγίνωσκε καλόν είναι γενέσθαι, έποίησεν αύτεξουσίους προς δικαιοπραξίαν καί άγγέλους καί άνθρώπους, καί χρόνους ώρισε μέχρις ού έγίνωσκε καλόν είναι τό αύτεξούσιον έχειν αύτούς· καί ότι καλόν είναι ομοίως έγνώριζε, καί καθολικάς καί μερικάς κρίσεις έποίει, πεφυλαγμένου μέντοι τού αύτεξουσίου. όθεν φησίν ό λόγος καί έν τή έπί τού πύργου καταβολή καί τή τών γλωσσών πολυφθογγίμ καί έξαλλοιώσει ταύτα· Καί είπε κύριος· Ιδού γένος έν καί χείλος έν πάντων, καί τούτο ήρξαντο ποιήσαι· καί νύν ούκ έκλείψει έξ αύτών πάντα όσα άν έπιθώνται ποιείν. καί τό τε Έξηράνθη ώς όστρακον ή ισχύς μου, καί ή γλώσσά μου κεκόλληται τφ λάρυγγί μου, ομοίως τών ύπ' αύτού μελλόν­ των γίνεσθαι κατά τό τού πατρός θέλημα προαγγελία ήν. ή γάρ τού ισχυρού αύτού λόγου δύναμις, δι' ής άεί ήλεγχε τούς συζητούντας αύτφ Φαρισαίους καί γραμματείς καί άπλώς τούς έν τφ γένειύμών διδασκάλους, έποχήν έσχε δίκην πολυΰδρου καί ίσχυράς πηγής, ής τό ύδωρ άπεστράφη, σιγήσαντος αύτού καί μηκέτι έπί Πιλάτου άποκρίνασθαι μηδέν μηδενί βουλομένου, ώς έν τοίς άπομνημονεύμασι τών άποστόλων αύτού δεδήλωται, όπως καί τό διά Ήσαίου είρημένον καρπόν ένεργή έχη, όπου είρηται- Κύριος δίδωσι μοι γλώσσαν τού γνώναι ήνίκα με δει είπείν λόγον. τό δέ καί είπείν αύτόν· Θεός μου εί σύ, μή άποστής άπ' έμού, διδάσκοντος άμα ότι έπί θεόν τόν πάντα ποιήσαντα έλπίζειν δει πάντας καί παρ' έκείνου μόνου σωτηρίαν καί βοήθειαν ζητείν, άλλά μή, ώς τούς λοιπούς τών άνθρώπων, διά γένος ή πλούτον ή ίσχύν ή σοφίαν νομίζειν δύνασθαι σώζεσθαι· όποιον καί ύμείς άεί έπράξατε, ποτέ μέν μοσχοποιήσαντες, άεί δέ άχάριστοι καί φονείς τών δικαίων καί τετυφωμένοι διά τό γένος φαινόμενοι. είγάρ ό υιός τού θεού φαίνεται μήτε 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας διά τό είναι υιός μήτε κατά τό είναι ισχυρός μήτε διά τό σοφός Λέγων δύνασθαι σώζεσθαι, άΛΛά πρός τό άναμάρτητος είναι, ώς Ήσαίας φησίν, μηδέ μέχρι φωνής ήμαρτηκέναι αύτόν, ανομίαν γάρ ούκ έποίησεν ούδέ δόλον τφ στόματι, άνευ τού θεού σωθήσεσθαι μή δύνασθαι, πώς ύμείς ή καί οί άΛΛοι οί άνευ τής έλπίδος ταύτης σωθήσεσθαι προσδοκώντες ούχ έαυτούς άπατάν Λογίζεσθε; Τά δέ έξής είρημένα έν τώ ψαλμφ· Ότι ΘΛίψις έγγύς, ότι ούκ έστιν ό βοηθών μοι· περιεκύκΛωσάν με μόσ­ χοι ποΛΛοί, ταύροι πίονες περιέσχον με· ήνοιξαν έπ' έμέ τό στόμα αύτών ώς Λέων άρπάζων καί ώρυόμενος· ώσεί ύδωρ έξεχύθη καί διεσκορπίσθη πάντα τά όστά μου· τών ομοίως αύτφ συμβάντων προαγγελία ήν. έκείνης γάρ τής νυκτός, ότε άπό τού Όρους τών ΈΛαιών έπήΛθον αύτφ οί άπό τού Λαού ύμών ύπό τών Φαρισαίων καί γραμματέων κατά τήν διδασκαλίαν έπιπεμφθέντες, έκύκλωσαν αύτόν ους μόσχους κερατιστάς καί προώλεις ό Λόγος έλεγε. καί τό Ταύροι πίονες περιέσχον με είπείν τούς καί αύτούς μέν τά όμοια τοίς μόσχοις ποιήσαντας, ότε ήχθη πρός τούς διδασκάλους ύμών, προέλεγεν- ους ώς ταύρους διά τούτο ό Λόγος ειπεν, έπειδή τούς ταύρους τού είναι μόσχους αιτίους ο’ίδαμεν. ώς ούν πατέρες είσί τών μόσχων οί ταύροι, ούτως οί διδάσκαλοι ύμών τοίς τέκνοις αύτών αίτιοι ή σαν τού έξελθ όντας είς τό Όρος τών ΈΛαιών συΛΛαβείν αύτόν καί άγειν έπ' αύτούς. καί τό είπείν Ότι ούκ έστιν ό βοηθών δηλωτικόν καί αύτό τού γενομένου. ούδείς γάρ ούδέ μέχρις ένός άνθρώπου βοηθείν αύτφ ώς άναμαρτήτψ βοηθός ύπήρχε. καί τό Ήνοιξαν έπ' έμέ τό στόμα αύτών ώς Λέων ώρυόμενος δηλοί τόν βασιλέα τών Ιουδαίων τότε όντα, καί αύτόν Ήρώδην Λεγόμενον, διάδοχον γεγενημένον Ήρώδου τού, ότε έγεγέννητο, άνελόντος πάντας τούς έν Βηθλεέμ έκείνου τού καιρού γεννηθέντας παίδας, διά τί) ύπονοείν έν αύτοίς πάντως είναι τόν περί ού είρήκεισαν αύτφ οί άπό Άρραβίας έλθόντες μάγοι· μή έπιστάμενος τήν τού ίσχυροτέρου πάντων βουλήν, ώς είς Αίγυπτον τφ Ιωσήφ καί τή Μαρίμ έκεκελεύκει άπαΛΛαγήναι Λα- 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας βούσι τό παιδίον, και είναι έκεί άχρις άν πάλιν αύτοίς άποκαλυφθή έπανελθειν είς τήν χώραν αύτών· κάκείήσαν άπελθόντες άχρις άν άπέθανεν ό άποκτείνας τά έν Βηθλεέμ παιδία Ηρώδης καί Αρχέλαος αύτόν διεδέξατο· καί ούτος έτελεύτα πριν τόν Χριστόν τήν οικονομίαν τήν κατά τό βούλημα τού πατρός γεγε­ νη μένην ύπ' αύτού έπί τφ σταυρωθήναι έλθείν. Ήρώδου δέ τόν Αρχέλαον διαδεξαμένου, λαβόντος τήν έξουσίαν τήν άπονεμηθείσαν αύτφ, φ καί Πιλάτος χαριζόμενος δεδεμένον τόν Ίησούν έπεμψε, καί τούτο γενησόμενον προειδώς ό θεός είρήκει ούτως· Καί αύτόν είς Ασσυρίου άπήνεγκαν ξένια τφ βασιλεύ ή λέοντα τόν ώρυόμενον έπ' αύτόν έλεγε τόν διάβολον, όν Μωύσής μέν όφιν καλεί, έν δέ τφ Ίώβ καί τφ Ζαχαρίμ διάβολος κέκληται, καί ύπό τού Ιησού σατανάς προσηγόρευται, όνομα άπό τής πράξεως ής έπραξε σύνθετον κτησάμενον αύτόν μηνύων· τό γάρ σατάν τή Ιουδαίων καί Σύρων φωνή άποστάτης έστί, τό δέ νάς όνομα έξ ού ή έρμηνεία όφις έκλήθη· έξ ών άμφοτέρων τών είρημένων έν όνομα γίνεται σατανάς. καί γάρ ούτος ό διάβολος άμα τφ άναβήναι αύτόν άπό τού ποταμού τού Ίορδάνου, τής φωνής αύτφ λεχθείσης· Υιός μου εί σύ, έγώ σήμερον γεγέννηκά σε· έν τοίς άπομνημονεύμασι τών άποστόλων γέγραπται προσελθών αύτφ καί πειράξων μέχρι τού είπείν αύτφ· Προσκύνησόν μοι· καί άποκρίνασθαι αύτφ τόν Χριστόν· 'Ύπαγε όπίσω μου, σατανά· κύριον τόν θεόν σου προσκυνήσεις καί αύτφ μόνω λατρεύσεις. ώς γάρ τόν Αδάμ έπλάνησεν, έλεγε καί τούτον δυνηθήναι έργάσασθαί τι. καί τό Ώσεί ύδωρ έξεχύθη καί διεσκορπίσθη πάντα τά όστά μου, έγενήθη ή καρδία μου ώσεί κηρός τηκόμενος έν μέσψ τής κοιλίας μου, όπερ γέγονεν αύτφ έκείνης τής νυκτός, ότε έπ' αύτόν έξήλθον είς τό Όρος τών Έλαιών σύλλαβεϊν αύτόν, προαγγελία ήν. έν γάρ τοίς άπομνημονεύμασιν, ά φημι ύπό τών άποστόλων αύτού καί τών έκείνοις πα- 5. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ρακοΛουθησάντων συντετάχθαι, γέγραπται ότι ίδρώς ώσεί θρόμ­ βοι κατεχείτο, αύτού εύχομένου καί Λέγοντας- Παρελθέτω, εί δυνατόν, τό ποτήριον τούτο- έντρομου τής καρδίας δήΛον ότι ούσης καί τών οστών όμοίως καί έοικυίας τής καρδίας κηρφ τηκομένψ είς τήν κοιλίαν, όπως είδώμεν ότι ό πατήρ τόν έαυ­ τού υιόν καί έν τοιούτοις πάθεσιν άληθώς γεγονέναι δι' ήμάς βεβούληται, καί μή Λέγωμεν ότι έκείνος, τού θεού υιός ών, ούκ άντεΛαμβάνετο τών γινομένων καί συμβαινόντων αύτφ. καί τό Έξηράνθη ώς όστρακον ή ισχύς μου, καί ή γλώσσά μου κεκόΛΛηται τώ Λάρυγγί μου, όπερ προείπον, τής σιγής, έν μηδενί μηδέν άποκρινόμενος ό πάντας έΛέγχων άσοφους τούς παρ' ύμιν διδασκάλους, προαγγελία ήν. Καί τό Είς χούν θανάτου κατήγαγές με, ότι έκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με- ώρυξαν χείράς μου καί πόδας μου, εξηρίθμησαν πάντα τά όστά μου- αυτοί δέ κατενόησαν καί επείδόν με - διεμερίσαντο τά ίμάτιά μου έαυτοίς, καί έπί τόν ιματισμόν μου έβαλον κλήρον, ώς προείπον, προαγγελία ήν διά ποιου θανάτου καταδικάζειν αύτόν έμελλεν ή συναγωγή τών πονηρευομένων, ούς καί κύνας καλεί, καί κυνηγούς μηνύων, ότι αύτοί οί κυνηγήσαντες καί συνήχθησαν οί άγωνιζόμενοι έπί τφ καταδικάσασθαι αύτόν- όπερ καί έν τοις άπομνημονεύμασι τών άποστό­ λων αύτού γέγραπται γενόμενον. καί ότι μετά τό σταυρωθήναι αύτόν έμέρισαν έαυτοίς οί σταυρώσαντες αύτόν τά ίμάτια αύτού, έδήλωσα. Τά δέ άκόλουθα τού ψαλμού- Σύ δέ, κύριε, μή μακρύνης τήν βοήθειάν σου άπ' εμού- είς τήν άντίληψίν μου πρόσχες- -ύσαι άπό -ομφαίας τήν ψυχήν μου καί έκ χειρός κυνός τήν μονογενή μου- σώσόν με έκ στόματος Λέοντος καί άπό κεράτων μονοκερώτων τήν ταπείνωσίν μου- όμοίως πάλιν διδασκαλία καί προαγγελία τών όντων αύτφ καί συμβαίνειν μελλόντων, μονογενής γάρ ότι ήν τφ πατρί τών όλων ούτος, ιδίως έξ αύτού λόγος καί δύναμις γεγεννη μένος, καί ύστερον άνθρωπος διά τής παρθένου γενόμενος, ώς άπό τών άπομνη- 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μονευμάτων έμάθομεν, προεδήλωσα. καί ότι σταυρωθείς άπέθανεν, ομοίως προείπε. τό γάρ 'Ρύσαι άπό -ομφαίας τήν ψυχήν μου καί έκ χειρός κυνός τήν μονογενή μου· σώσόν με έκ στόματος Λέοντας καί άπό κεράτων μονοκερώτων τήν ταπείνωσίν μου· ομοίως μηνύοντος δι' ού πάθους έμεΛΛεν άποθνήσκειν, τούτ' έστι σταυρούσθαι· τό γάρ Κεράτων μονοκε­ ρώτων ότι τό σχήμα τού σταυρού έστι μόνου, προεξηγησάμην ύμίν. καί τό άπό -ομφαίας καί στόματος Λέοντος καί έκ χειρός κυνός αίτείν αύτόν τήν ψυχήν σωθήναι, ϊνα μηδείς κυριεύση τής ψυχής αύτού αϊτησις ήν, ϊνα, ήνίκα ήμείς προς τή έξόδω τού βίου γινόμεθα, τά αύτά αίτώμεν τόν θεόν, τόν δυνάμενον άποστρέψαι πάντα άναιδή πονηρόν άγγελον μή Λαβέσθαι ήμών τής ψυχής. καί ότι μένουσιν αί ψυχαί άπέδειξα ύμίν έκ τού καί τήν ΣαμουήΛ ψυχήν κΛηθήναι ύπό τής έγγαστριμύθου, ώς ήξίωσεν ό Σαούλ. φαίνεται δέ καί ότι πάσαι αί ψυχαί τών ούτως δικαίων καί προφητών ύπό έξουσίαν έπιπτον τών τοιούτων δυνάμεων, όποια δή καί έν τή έγγαστριμύθψ έκείνη έξ αύτών τών πραγμάτων όμοΛογείται. όθεν καί ούτος δι­ δάσκει ή μάς καί διά τού υιού αύτού τό πάντως άγωνίζεσθαι δικαίους γίνεσθαι, καί προς τή έξόδψ αίτείν μή ύπό τοιαύτην τινά δύναμιν ύποπεσείν τάς ψυχάς ήμών. καί γάρ άποδιδούς τό πνεύμα έπί τφ σταυρφ είπε· Πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι τό πνεύμά μου, ώς καί έκ τών άπομνημονευμάτων καί τούτο έμαθον. καί γάρ προς τό ύπερβάΛΛειν τήν Φαρισαίων πολιτείαν τούς μαθητάς αύτού συνωθών, εί δέ μή γε, έπίστασθαι ότι ού σωθήσονται, ταύτα είρηκέναι έν τοίς άπομνημονεύμασιγέγραπται· Εάν μή περισσεύση ύμών ή δικαιο­ σύνη πλείον τών γραμματέων καί Φαρισαίων, ού μή είσέλθητε εις τήν βασιλείαν τών ούρανών. Καί ότι ήπίστατο τόν πατέρα αύτού πάντα παρέ­ χειν αύτφ, ώς ήξίου, καί άνεγερείν αύτόν έκ τών νεκρών, καί 5. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πάντας τούς φοβούμενους τόν θεόν προέτρεπεν αίνείν τόν θεόν διά τό έλεήσαικαί διά του μυστηρίου του σταυρωθέντος τού­ του πάν γένος τών πιστευόντων άνθρώπων, καί ότι έν μέσψ τών άδελφών αύτού έστη, τών αποστόλων, οίτινες, μετά τό άναστήναι αύτόν έκ νεκρών καί πεισθήναι ύπ' αύτού ότι καί προ τού παθείν έλεγεν αύτοίς ότι ταύτα αύτόν δει παθείν καί άπό τών προφητών ότι προεκεκήρυκτο ταύτα, μετενόησαν έπί τφ άφίστασθαι αύτού ότε έσταυρώθη, καί μετ' αύτών διάγων ύμνησε τόν θεόν, ώς καί έν τοίς άπομνημονεύμασι τών αποστό­ λων δηλούταιγεγενημένον, τά λείποντα τού ψαλμού έδήλωσεν. έστι δέ ταύτα· Διηγήσομαι τό όνομά σου τοίς άδελφοίς μου, έν μέσψ έκκλησίας ύμνήσω σε. οί φοβούμενοι τόν κύριον αίνέσατε αύτόν, άπαν τό σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αύτόν, φοβηθήτωσαν αύτόν άπαν τό σπέρμα Ισραήλ, καί τό είπείν μετωνομακέναι αύτόν Πέτρον ένα τών άποστόλων, καί γεγράφθαι έν τοίς άπομνημονεύμασιν αύτού γεγενημένον καί τούτο, μετά τού καί άλλους δύο άδελφούς, υιούς Ζεβεδαίου όντας, έπωνομακέναι όνόματι τού Βοανεργές, ό έστιν υιοί βροντής, σημαντικόν ήν τού αύτόν έκείνον είναι, δι' ού καί τό έπώνυμον Ιακώβ τφ Ισραήλ έπικληθέντι έδόθη καί τφ Αύσή όνομα Ιησούς έπεκλήθη, δι' ού ονόματος καί είσήχθη είς τήν έπηγγελμένην τοίς πατριάρχαις γήν ό περιλειφθείς άπό τών άπ' Αίγύπτου έξελθόντων λαός. καί ότι ώς άστρον έμελλεν άνατέλλειν αύτός διά τού γένους τού Αβραάμ, Μωϋσής παρεδήλωσεν ούτως είπών· Ανατελεί άστρον έξ Ιακώβ καίήγούμενος έξ Ισραήλ, καί άλλη δέ γραφή φησίν· Ιδού άνήρ, άνατολή όνομα αύτφ. άνατείλαντος ούν καί έν ούρανφ άμα τφ γεννηθήναι αύτόν άστέρος, ώς γέγραπται έν τοίς άπομνημονεύμασι τών άποστόλων αύτού. οί άπό Αρραβίας μάγοι, έκ τούτου έπιγνόντες, παρεγένοντο καί προσεκύνησαν αύτφ. Καί ότι τή τρίτη ήμέρμ έμελλεν άναστήσεσθαι μετά τό σταυρωθήναι, γέγραπται έν τοίς άπομνημονεύμασιν ότι οί άπό τού γένους ύμών συξητούντες αύτφ έλεγον ότι Δείξον ήμίν σημεΐον. καί άπεκρίνατο αύτοίς- Γενεά πονηρά καί μοι- 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας χαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ού δοθήσεται αύτοίς εί μή τό σημείον Ιωνά, καί ταύτα λέγοντος αύτού παρακεκαλυμμένα ήν νοείσθαι ύπό τών ακουόντων ότι μετά τό σταυρωθήναι αύτόν τή τρίτη ήμερα άναστήσεται. καί πονηροτέραν τήν γενεάν ύμών καί μοιχαλίδα μάλλον τής Νινευϊτών πόλεως έδήλου, οϊτινες, τού Ιωνά κηρύξαντος αύτοίς μετά τό έκβρασθήναι αύτόν τή τρίτη ήμερα άπό τής κοιλίας τού άδρού ιχθύος ότι μετά τρεις ήμέρας παμπληθεί άπολούνται, νηστείαν άπλώς πάντων ζώων, άνθρώπων τε καί άλογων, μετά σακκοφορίας καί εκτενούς όλολυγμού καί άπό τών καρδιών άληθινής μετάνοιας αύτών καί άποταγής τής πρός άδικίαν έκήρυξαν, πιστεύσαντες ότι έλεήμων ό θεός καί φιλάνθρωπος έστιν έπί πάντας τούς μετατιθεμένους άπό τής κακίας, ώς καί αύτόν τόν βασιλέα τής πόλεως εκείνης καί τούς μεγιστάνας ομοίως σακκοφορήσαντας προσμεμενηκέναι τή νηστεία καί τή ικεσία, καί έπιτυχείν μή καταστραφήναι τήν πόλιν αύτών. άλλά καί τού Ιωνά άνιωμένου έπίτφ τή τρίτη ήμέρα, ώς έκήρυξε, μή καταστραφήναι τήν πόλιν, διά τής οικονομίας τού έκ τής γής άνατεΐλαι αύτφ σικυώνα, ύφ' ον καθεζόμενος έσκιάζετο άπό καύματος (ήν δέ ό σικυών κολόκυνθα αιφνίδιος, μήτε φυτεύσαντος τού Ιωνά μήτε ποτίσαντος, άλλ' έξαίφνης έπανατείλας αύτφ σκιάν παρέχειν), κάκ τής άλλης ξηράναι αύτόν, έφ' φ έλυπειτο Ιωνάς, καίήλεγξεν αύτόν ού δικαίως άθυμούντα έπί τφ μή κατεστράφθαι τήν Νι­ νευϊτών πόλιν, λέγων· Σύ έφείσω περί τού σικυώνος, ού ούκ έκοπίασας έν αύτφ, ούτε έξέθρεψας αύτόν, ός ύπό νύκτα αύτού ήλθε καί ύπό νύκτα αύτού άπώλετο· κάγώ ού φείσομαι ύπέρ Νινευί, τής πόλεως τής μεγάλης, έν ή κατοικούσι πλείους ή δώδεκα μυριάδες άνδρών, οΐ ούκ έγνωσαν άνά μέσον δεξιάς αύτών καί άνά μέσον άριστεράς αύτών, καί κτήνη πολλά; Καί ταύτα οί άπό τού γένους ύμών έπιστάμενοι άπαντες γεγενημένα ύπό τού Ιωνά, καί τού Χριστού παρ' ύμίν βοώντος ότι τό σημείον Ιωνά δώσει ύμίν, προτρεπόμενος ινα κάν μετά τό άναστήναι αύτόν άπό τών νεκρών μετανοή- 5> Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σητε έφ' οίς έπράξατε κακοίς καί ομοίως Νινευίταις προσκλαύσητε τφ θεφ, όπως καί τό έθνος καί ή πόλις ύμών μή άλφ καταστραφείσα, ώς κατεστράφη, καί ού μόνον ού μετενοήσατε, μαθόντες αύτόν άναστάντα έκ νεκρών, άΛΛ', ώς προείπον, άνδρας χειροτονήσαντες έκΛεκτούς εις πάσαν τήν οικουμένην έπέμψατε, κηρύσσοντας ότι αϊρεσίς τις άθεος καί άνομος έγήγερται άπό Ιησού τίνος ΓαΛιΛαίου πΛάνου ον σταυρωσάντων ήμών, οί μαθηταί αύτού κΛέψαντες αύτόν άπό τού μνήματος νυκτός, όπόθεν κατετέθη άφηΛωθείς άπό τού σταυρού, πΛανώσι τούς άνθρώπους Λέγοντες έγηγέρθαι αυτόν έκ νεκρών καί είς ούρανόν άνε­ ΛηΛυθέναι κατειπόντες δεδιδαχέναι καί ταύτα άπερ κατά τών όμοΛογούντων Χριστόν καί διδάσκαλον καί υιόν θεού είναι παντί γένει άνθρώπων άθεα καί άνομα καί άνόσια Λέγετε. πρός τούτοις καί άΛούσης ύμών τής πόλεως καί τής γής έρημωθείσης ού μετανοείτε, άΛΛά καί καταράσθαι αύτού καί τών πιστευόντων είς αύτόν πάντων τολμάτε, καί ήμείς ύμάς καί τούς δι' ύμάς τοιαύτα καθ' ήμών ύπειΛηφότας ού μισούμεν, άλλ' εύχόμεθα κάν νύν μετανοήσαντας πάντας έΛέους τυχείν παρά τού εύσπλάγχνου καί πολυελέου πατρός τών όΛων θεού. ΑΛΛ' ότι τά έθνη μετανοεϊν από τής κακίας, έν ή πΛανώμενοι έποΛιτεύοντο, ακούσαντα τόν άπό τών άποστόΛων αύτού άπό Ιερουσαλήμ κηρυχθέντα καί δι' αύτών μαθόντα Λόγον, καί Λόγους βραχείς Λέγοντός μου άπό προφη­ τείας Μιχαίου, ένός τών δώδεκα, άνάσχεσθε. Είσί δέ ούτοι· Καί έσται έπ' εσχάτου ήμερών έμφανές τό όρος κυρίου, έτοιμον έπ' άκρου τών όρέων, έπηρμένον αύτό ύπέρ τούς βουνούς· καί ποταμόν θήσονται έπ' αύτφ Λαοί, καί πορεύσονται έθνη πολλά, καί ερούσι· Δεύτε, άναβώμεν είς τό όρος κυρίου καί είς τόν οίκον τού θεού Ιακώβ, καί φωτιούσιν ήμάς τήν οδόν αύτού, καί πορευσόμεθα έν ταις τρίβοις αύτού. ότι έκ Σιών έξεΛεύσεται νόμος καί Λόγος κυρίου έξ Ιερουσαλήμ, καί κρίνει άνά μέσον Λαών πολλών καί έλεγξει έθνη ισχυρά έως μακράν· καί συγκόψουσι τάς μαχαίρας αύτών είς άροτρα καί τάς ζιβύνας αύτών είς δρέπανα, καί ού μή άρη έθνος έπ' 5< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας έθνος μάχαιραν, καίού μή μάθωσιν έτι πολεμεϊν. και καθίσεται άνήρ υποκάτω άμπέΛου αύτού καί ύποκάτω συκής αυτού, καί ούκ έσται ό έκφοβών, ότι στόμα κυρίου τών δυνάμεων έλάΛησεν· ότι πάντες οί Λαοί πορεύσονται έν όνόματι θεών αύτών, ήμείς δέ πορευσόμεθα έν όνόματι κυρίου θεού ήμών είς τόν αιώνα, καί έσται έν τή ήμέρμ εκείνη, συνάξω τήν έκτεθΛιμμένην, καί τήν έξωσμένην άθροίσω καίήν έκάκωσα, καί θήσω τήν έκτεθΛιμμένην είς ύπόΛειμμα καί τήν έκπεπιεσμένην είς έθνος ισχυρόν· καί βασιλεύσει κύριος έπ' αύτών έν τω όρε ι Σιών άπό τού νύν καί έως τού αίώνος. Καί τελέσας ταύτα έπείπον· Καί ότι οί διδάσκα­ λοι ύμών, ώ άνδρες, τούς πάντας Λόγους τής περικοπής ταύτης είς τόν Χριστόν όμολογούσιν είρήσθαι, έπίσταμαι· καί αύτόν ότι ούδέπω φασιν έληλυθέναι, καί τούτο γινώσκω· εί δέ καί έληλυθέναι Λέγουσιν, ού γινώσκεται ός έστιν, άΛΛ' όταν έμφανής καί ένδοξος γένηται, τότε γνωσθήσεται ός έστι, φασί. καί τότε τά είρημένα έν τή περικοπή ταύτη φασιν άποβήσεσθαι, ώς μηδενός μηδέπω καρπού άπό τών Λόγων τής προφη­ τείας γενομένου· άλόγιστοι, μή συνιέντες, όπερ διά πάντων τών Λόγων άποδέδεικται, ότι δύο παρουσίαι αύτού κατηγγελμέναι είσί· μία μέν, έν ή παθητός καί άδοξος καί άτιμος καί σταυρούμενος κεκήρυκται, ή δέ δευτέρα, έν ή μετά δόξης άπό τών ούρανών παρέσται, όταν καί ό τής άποστασίας άνθρωπος, ό καί είς τόν ύψιστον έξαλλα λαλών, έπί τής γής άνομα τολμήση είς ήμάς τούς Χριστιανούς, οϊτινες, άπό τού νόμου καί τού Λόγου τού έξελθόντος άπό Ιερουσαλήμ διά τών τού Ιησού άποστόλων τήν θεοσέβειαν έπιγνόντες, έπί τόν θεόν Ιακώβ καί θεόν Ισραήλ κατεφύγομεν· καί οί πολέμου καί άΛΛηλοφονίας καί πάσης κακίας μεμεστωμένοι άπό πάσης τής γής τά πολεμικά όργανα έκαστος, τάς μαχαίρας είς άροτρα καί τάς ζιβύνας είς γεωργικά, μετεβάλομεν, καίγεωργούμεν εύσέβειαν, δικαιοσύνην, φιλανθρωπίαν, πίστιν, έλπίδα τήν παρ' αύτού τού πατρός διά τού σταυρωθέντος, ύπό τήν άμπελον τήν έαυτού έκαστος καθεζόμενοι, τούτ' έστι μόνη τή γαμετή γυναικί έκαστος 5> Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας χρώμενοι- ότι γάρ ό λόγος ό προφητικός λέγει- Καί ή γυνή αύτού ώς άμπελος εύθηνούσα, έπίστασθε. καί ότι ούκ έστιν ό έκφοβών καί δουλαγωγών ή μάς, τούς έπί τόν Ίησούν πεπιστευκότας κατά πάσαν τήν γήν, φανερόν έστι. κεφαλοτομούμενοιγάρ καί σταυρούμενοι καί θηρίοις παραβαλλόμενοι καί δεσμοίς καί πυρί καί πάσαις ταις άλλαις βασάνοις ότι ούκ άφιστάμεθα τής ομο­ λογίας, δήλόν έστιν, άλλ' όσψπερ άν τοιαυτά τινα γίνηται, τοσούτψ μάλλον άλλοι πλείονες πιστοί καί θεοσεβείς διά τού ονόματος του Ιησού γίνονται, όποιον έάν άμπέλου τις έκτέμη τά καρποφορήσαντα μέρη, είς τό άναβλαστήσαι ετέρους κλάδους καί εύθαλείς καί καρποφόρους άναδίδωσι, τόν αύτόν τρόπον καί έφ' ήμών γίνεται- ή γάρ φυτευθείσα ύπό του θεού άμπελος καί σωτήρος Χριστού ό λαός αύτού έστι. τά δέ λοιπά τής προφητείας έν τή δευτέρμ αύτού παρουσίμ άποβήσεται. Τήν γάρ έκτεθλιμμένην, τούτ' έστιν άπό τού κόσμου, όσον έφ' ύμίν καί τοίς άλλοις άπασιν άνθρώποις, ού μόνον άπό τών κτημά­ των τών ιδίων έκαστος τών Χριστιανών έκβέβληται άλλά καί τού κόσμου παντός, ζήν μηδενί Χριστιανφ συγχωρούντες. ύμείς δέ έπί τόν λαόν ύμών συμβεβηκέναι τούτο φάτε, εί δέ έξεβλήθητε πολεμηθέντες, δικαίως μέν ύμείς ταύτα πεπόνθατε, ώς αί γραφαί πάσαι μαρτυρούσιν- ήμείς δέ, ούδέν τοιούτον πράξαντες μετά τό έπιγνώναι τήν άλήθειαν τού θεού, μαρτυρούμεθα ύπό τού θεού, σύν τώ δικαιοτάτψ καί μονω άσπίλψ καί άναμαρτήτψ Χριστφ ότι άπό γής αιρόμεθα, βοά γάρ Ήσαίας- Ιδού ώς ό δίκαιος άπώλετο, καί ούδείς έκδέχεται τή καρδίμ- καί άνδρες δίκαιοι αίρονται, καί ούδείς κατανοεί. Καί ότι δύο παρουσίας συμβολικώς γενήσεσθαι τούτου τού Χριστού καί ύπό Μωύσέως προελέγετο, προειπον διά τού συμβόλου τών έν τή νηστείμ προσφερομένων τράγων, καί πάλιν έν οις έποίησαν Μωυσής καί Ιησούς τό αύτό προκηρυσσόμενον συμβολικώς ήν καί λεγόμενον, ό μέν γάρ αύτών τάς χείρας έκτείνας έπί τού βουνού μέχρις έσπέρας έμενεν, ύποβασταζομένων, τών χειρών, ό ούδενός άλλου τύπον 5< Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας δείκνυσιν ή του σταυρού, ό δέ τφ Ιησού όνόματι μετονομασθείς ήρχε τής μάχης, καί ένίκα Ισραήλ. ήν δέ καί τούτο έπ' άμφοτέρων τών άγιων άνδρών έκείνων καί προφητών τού θεού νοήσαι γεγενημένον, ότι άμφότερα τά μυστήρια εις αύτών βαστάσαι ούκ ήν δυνατός, λέγω δέ τόν τύπον τού σταυρού καί τόν τύπον τής τού ονόματος έπικλήσεως· ένός γάρ μόνου ή ισχύς αύτη έστί καί ήν καί έσται, ού καί τό όνομα πάσα άρχή δέδιεν, ώδίνουσα ότι δι' αύτού καταλύεσθαι μέλλουσιν. ό ούν παθητός ήμών καί σταυρωθείς Χριστός ού κατηράθη ύπό τού νόμου, άλλά μόνος σώσειν τούς μή άφισταμένους τής πίστεως αύτού έδήλου. καί τούς έν Αιγυπτω δέ σωθέντας, ότε άπώλλυντο τά πρωτότοκα τών Αιγυπτίων, τό τού πάσχα έρρύσατο αίμα, τό έκατέρωσε τών σταθμών καί τού ύπερθύρου χρισθέν. ήν γάρ τό πάσχα ό Χριστός, ό τυθείς ύστερον, ώς καί Ήσαίας έφη· Αύτός ώς πρόβατον έπί σφαγήν ήχθη. καί ότι έν ήμέρμ τού πάσχα συνελάβετε αύτόν καί ομοίως έν τώ πάσχα έσταυρώσατε, γέγραπται. ώς δέ τούς έν Αιγυπτω έσωσε τό αίμα τού πάσχα, ούτως καί τούς πιστεύσαντας -ύσεται έκ θανάτου τό αίμα τού Χριστού. έμελλεν ούν ό θεός πλανάσθαι, εί μή τό σημείον τούτο έπί τών θυρών έγεγόνει; ού φημι έγώ, άλλ' ότι προεκήρυσσε τήν μέλλουσαν δι' αίματος τού Χριστού γενήσεσθαι σωτηρίαν τφ γένει τών άνθρώ­ πων. καί γάρ τό σύμβολον τού κοκκίνου σπαρτίου, ού έδωκαν έν Ιεριχώ οί άπό Ιησού τού Ναυή πεμφθέντες κατάσκοποι Ταάβ τή πόρνη, είπόντες προσδήσαι αύτό τή θυρίδι δι' ής αύτούς έχάλασεν όπως λάθωσι τούς πολεμίους, ομοίως τό σύμβολον τού αίματος τού Χριστού έδήλου, δι' ού οί πάλαι πόρνοι καί άδικοι έκ πάντων τών έθνών σώζονται, άφεσιν άμαρτιών λαβόντες καί μηκέτι άμαρτάνοντες. Ύμείς δέ, ταύτα ταπεινώς έξηγούμενοι, πολλήν άσθένειαν καταψηφίζεσθε τού θεού, εί ταύτα ούτως ψιλώς άκούοιτε καί μή τήν δύναμιν έξετάζοιτε τών είρημένων. έπεί καί Μωυσής ούτω παράνομος άν κριθείη· αύτός γάρ παραγγεί- Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Λας μηδενός ομοίωμα γίνεσθαι, μήτε τών έπίτώ ούρανφ μήτε τών επί γής ή θαλάσσης, έπειτα όφιν χαλκούν αύτός έποίει, καί στήσας έπί σημείου τίνος έκέΛευσεν είς αύτόν όράν τούς δεδηγμένους· οι δ' έσώζοντο είς αύτόν άποβλέποντες. ό όφις άρα νοηθήσεται σεσωκέναι τόν Λαόν τότε, ον, προεϊπον, κατηράσατο ό θεός τήν άρχήν, καί άνεΛεϊ διά τής μεγάΛης μαχαίρας, ώς Ήσαίας βοά; καί ούτως άφρόνως παραδεξόμεθα τά τοιαυτα, ώς οί διδάσκαλοι ύμών φασι, καί ού σύμ­ βολα; ούχί δέ άνοίσομεν έπί τήν εικόνα τού σταυρωθέντος Ιησού τό σημείον, έπεί καί Μωυσής διά τής έκτάσεως τών χει­ ρών σύν τφ έπικΛηθέντι Ιησού όνόματι καί νικάν τόν Λαόν ύμών είργάζοντο; ούτω γάρ καί τού άπορείν περί ών έποίησεν ό νομοθέτης παυσόμεθα. ού γάρ καταλιπών τόν θεόν έπί θηρίον, δι' ού ή παράβασις καί παρακοή τήν άρχήν έλαβεν, έπειθε τόν Λαόν έλπιζειν. καί ταύτα μετά ποΛΛού νού καί μυστηρίου γέγονε καί έρρέθη διά τού μακαρίου προφήτου· καί ούδέν έστιν ό τις μέμψασθαι δικαίως έχει τών ΛεΛεγμένων ή γεγενημένων ύπό πάντων άπλώς τών προφητών, έάν τήν γνώσιν τήν έν αύτοίς έχητε. έάν δέ όσοι διδάσκαλοι ύμών, διά τί κάμηλοι μέν θήλειαι έν τφδε τώ τόπψ ού Λέγονται, ή τί είσιν αί Λεγόμεναι κάμηλοι θήλειαι, ή διά τί σεμιδάλεως μέτρα τόσα καί έλαίου μέτρα τόσα έν ταίς προσφοραίς, μόνα έξηγούνται ύμίν, καί ταύτα ταπεινώς καί χαμερπώς, τά δέ μεγάλα καί άξια ζητήσεως μηδέποτε τολμώσιλέγειν μηδέ έξηγείσθαι, ή καί ήμών έξηγουμένων παραγγέλλουσιν ύμίν μηδέ όλως έπαΐειν μηδέ είς κοινωνίαν λόγων έλθειν, ούχί δικαίως άκούσονται άπερ πρός αύτούς έφη ό ήμέτερος κύριος Ιησούς Χριστός· Τάφοι κεκονιαμένοι, έξωθεν φαινόμενοι ώραίοι καί έσωθεν γέμοντες όστέων νεκρών, τό ήδύοσμον άποδεκατούντες, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες, τυφλοί οδηγοί; έάν ούν μή τών διδαγμάτων τών έαυτούς ύψούντων καί θεΛόντων Έαββί ·αββί καλείσθαι καταφρονήσητε, καί μετά τοιαύ­ της ένστάσεως καί νού τοίς προφητικοίς λόγοις προσέλθητε, ϊνα τά αύτά πάθητε ύπό τών ύμετέρων άνθρώπων ά καί αύτοί οί προφήται έπαθον, ού δύνασθε όλως ούδέν άπό τών προφητικών 5< Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ώφέλιμον Λαβείν. Ό δέ Λέγω τοιούτον έστιν. Τησούν, ώς προέφην ποΛΛάκις, Αύσήν καλού μενον, έκείνον τόν μετά τού ΧαΛέβ κα­ τάσκοπον είς τήν Χαναάν έπί τήν γήν άποσταλέντα, Τησούν Μωυσής έκάλεσε. τούτο σύ ού ζητείς δι' ήν αιτίαν έποίησεν, ούκ άπορείς, ούδέ φιΛοπευστείς· τοιγαρούν ΛέΛηθέ σε ό Χριστός, καί άναγινώσκων ού συνίης, ούδέ νύν, άκούων ότι Ιησούς έστιν ό Χριστός ήμών, συΛΛογίζη ούκ άργώς ούδ' ώς έτυχεν έκείνψ τεθεισθαι τούνομα. άλλά διά τί μέν έν άλφα πρώτψ προσετέθη τφ Αβραάμ όνόματι, θεολογείς, καί διά τί έν ·ώ τφ Σάρρας όνόματι, ομοίως κομποΛογείς· διά τί δέ τό πατρόθεν όνομα τφ Αύσή, τφ υίφ Ναυή, όΛον μετωνόμασται τφ Ιησού, ού ζη­ τείς ομοίως. έπείδέ ού μόνον μετωνομάσθη αύτού τό όνομα, άλλά καί διάδοχος γενόμένος Μωυσέως, μόνος τών άπ' Αίγύπτου έξεΛθόντων έν ήλικίμ τοιαύτη όντων είσήγαγεν είς τήν άγίαν γήν τόν περιΛειφθέντα Λαόν· καί ον τρόπον έκείνος είσήγαγεν είς τήν άγίαν γήν τόν Λαόν, ούχί Μωυσής, καί ώς έκείνος έν κλήρα) διένειμεν αύτήν τοίς είσεΛθούσι μετ' αύτού, ούτως καί Ιησούς ό Χριστός τήν διασποράν τού Λαού έπιστρέψει, καί διαμεριεί τήν άγαθήν γήν έκάστφ, ούκέτι δέ κατά ταύτά. ό μέν γάρ πρόσκαιρον έδωκεν αύτοίς τήν κληρονομιάν, άτε ού Χριστός ό θεός ών ούδέ υιός θεού, ό δέ μετά τήν άγίαν άνάστασιν αιώνιον ήμίν τήν κατάσχεσιν δώσει, τόν ήλιον έστησεν έκείνος, μετονομασθείς πρότερον τφ Ιησού όνόματι καί Λαβών άπό τού πνεύματος αύτού ίσχύν. ότι γάρ Ιησούς ήν ό Μωυσει καί τφ Αβραάμ καί τοίς άΛΛοις άπλώς πατριάρχαις φανείς καί όμιλήσας, τφ τού πατρός θελήματι ύπηρετών, άπέδειξα· ός καί άνθρωπος γεννηθήναι διά τής παρθένου Μαρίας ήλθε, καί έστιν άεί. ούτος γάρ έστιν άφ' ού καί τόν ούρανόν καί τήν γήν καί δι' ού ό πατήρ μέλλει καινουργειν, ούτός έστιν ό έν Ιερουσαλήμ αιώνιον φώς Λάμπειν μέΛΛων, ούτός έστιν ό κατά τήν τάξιν ΜεΛχισεδέκ βασιλεύς ΣαΛήμ καί 5> Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας αιώνιος ίερεύς ύψίστου ύπάρχων. εκείνος λέγεται δευτέραν περιτομήν μαχαίραις πετρίναις τόν λαόν περιτετμηκέναι, όπερ κήρυγμα ήν τής περιτομής ταύτης ής περιέτεμεν ήμάς αύτός Ιησούς Χριστός άπό τών λίθων καί τών άλλων ει­ δώλων, καί θημωνιάς ποιήσας τών άπό άκροβυστίας, τούτ' έστιν άπό τής πλάνης τού κόσμου, έν παντί τόπψ περιτμηθέντων πετρίναις μαχαίραις, τοίς Ιησού τού κυρίου ήμών λόγοις. ότι γάρ λίθος καί πέτρα έν παραβολαίς ό Χριστός διά τών προφη­ τών έκηρύσσετο, άποδέδεικταί μοι. καί τάς μαχαίρας ούν τάς πετρίνας τούς λόγους αύτού άκουσόμεθα, δι' ών άπό τής άκρο­ βυστίας οί πλανώμενοι τοσούτοι καρδίας περιτομήν περιετμήθησαν, ήν περιτμηθήναι καί τούς έχοντας τήν άπό τού Αβραάμ άρχήν λαβούσαν περιτομήν ό θεός διά τού Ιησού προύτρεπεν έκτοτε, καί τούς είσελθόντας είς τήν γήν έκείνην τήν άγίαν δευτέραν περιτομήν πετρίναις μαχαίραις είπών τόν Ίησούν περιτετμηκέναι αύτούς. Έσθ' ότε γάρ τό άγιον πνεύμα καί έναργώς πράττεσθαί τι, ό τύπος τού μέλλοντος γίνεσθαιήν, έποίει, έσθ' ότε δέ καί λόγους έφθέγξατο περί τών άποβαίνειν μελλόντων, φθεγγόμενον αύτούς ώς τότε γινομένων ή καί γεγενη μένων· ήν τέχνην έάν μή είδώσιν οί έντυγχάνοντες, ούδέ παρακολουθήσαι τοίς τών προφητών λόγοις, ώς δει, δυνήσονται. παρα­ δείγματος δέ χάριν λόγους τινάς προφητικούς εϊποιμ' άν, όπως παρακολουθήσητε τώ λεγομένψ. όταν λέγη διά Ήσαίου· Αύτός ώς πρόβατον έπί σφαγήν ήχθη, καί ώς άμνός έναντίον τού κείραντος, ώς ήδη τού πάθους γενομένου λέγει, καί όταν πάλιν λέγη· Έγώ έξεπέτασα τάς χείράς μου έπίλαόν άπειθούντα καί άντιλέγοντα, καί όταν λέγη· Κύριε, τίς έπίστευσε τή άκοή ήμών; ήδη γεγενημένων πραγμάτων έξαγγελίαν οίλόγοι σημαίνοντες λελεγμένοι είσί. καί γάρ έν παραβολή λίθον πολλαχού καλείν άπέδειξα τόν Χριστόν καί έν τροπολογίμ Ιακώβ καί Ισ­ ραήλ. καί πάλιν όταν λέγη· Όψομαι τούς ούρανούς, έργα 5> Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τών δακτύλων σου, έάν μή άκούω τού Λόγου αύτού τήν εργα­ σίαν, ού συνετώς άκούσομαι, ώσπερ ύμών οί διδάσκαλοι άξιούσιν, οίόμενοι χε ιρας καί πόδας καί δακτύλους καί ψυχήν έχειν ώς σύνθετον ζώον τόν πατέρα τών όλων καί άγέννητον θεόν, οίτινες καί διά τούτο ώφθαι τφ Αβραάμ καί τφ Ιακώβ αύτόν τόν πατέρα διδάσκουσι. μακάριοι ούν ήμείς οι περιτμηθέντες πετρίναις μαχαίραις τήν δευτέραν περιτομήν, ύμών μέν γάρ ή πρώτη διά σιδήρου γέγονε καί γίνεται· σκληροκάρδιοι γάρ μένετε· ήμών δέ ή περιτομή, ήτις δευτέρα άριθμφ, μετά τήν ύμετέραν φανερωθεισα, διά Λίθων άκροτόμων, τούτ' έστι διά τών Λόγων τών διά τών άποστόλων τού άκρογωνιαίου Λίθου καί τού άνευ χειρών τμηθέντος, περιτέμνει ήμάς άπό τε είδωλολατρείας καί πάσης άπλώς κακίας· ών αί καρδίαι ούτως περιτετμημέναι είσίν άπό τής πονηριάς, ώς καί χαίρειν άποθνήσκοντας διά τό όνομα τό τής καλής πέτρας, καί ζών ύδωρ ταίς καρδίαις τών δι' αύτού άγαπησάντων τόν πατέρα τών όλων βρυούσης, καί ποτιζούσης τούς βουλομένους τό τής ζωής ύδωρ πιείν. άλλά ταύτα μέν ού νοείτε λέγοντας- ά γάρ ποιήσαι τόν Χριστόν πεπροφήτευται ού νενοήκατε, ούδέ ήμίν προσάγουσιν ύμάς τοϊς γεγραμμένοις πιστεύετε. Ιερεμίας μέν γάρ ούτω βοά· Ούαί ύμίν, ότι έγκατελίπετε πηγήν ζώσαν καί ώρύξατε έαυτοίς λάκκους συντετριμμένους, οι ού δυνήσονται συνέχειν ύδωρ. Μή έρημον ή ού έστι τό όρος Σιών; ότι Ιερουσαλήμ βιβλίον άποστασίου έδωκα έμπροσθεν ύμών. Αλλά Ζαχαρίμ, έν παραβολή δεικνύντι τό μυστήριον τού Χριστού καί άποκεκρυμμένως κηρύσσοντι, πιστεύσαι οφεί­ λετε. έστι δέ τά Λεγόμενα ταύτα· Χαίρε καί εύφραίνου, θύγατερ Σιών, ότι ιδού έγώ έρχομαι καί κατασκηνώσω έν μέσψ σου, λέγει κύριος, καί προστεθήσονται έθνη πολλά πρός κύριον έν τή ήμέρμ έκείνη, καί έσονταί μοι είς Λαόν· καί κατασκηνώσω έν μέσψ σου, καί γνώσονται ότι κύριος τών δυ­ νάμεων άπέσταλκέ με πρός σε. καί κατακληρονομήσει κύριος τόν Ιούδαν τήν μερίδα αύτού έπί τήν γήν τήν άγίαν, καί έκλέξεται έτι τήν Ιερουσαλήμ, εύλαβείσθω πάσα σάρξ άπό προσώ­ 5< Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας που κυρίου, ότι έξεγήγερται έκ νεφελών άγιων αύτού. Καί έδειξε μοιΊησούν, τόν ιερέα τόν μέγαν, έστώτα προ προσώπου άγγέλου κυρίου· καί διάβολος είστήκει έκ δεξιών αύτου, του άντικεϊσθαι αύτώ. καί είπε κύριος προς τόν διάβολον· Έπιτιμήσαι κύριος έν σοί, ό έκλεξάμενος τήν Ιερουσαλήμ, ούχί ιδού τούτο δαλός έξεσπασμένος έκ πυρός; Μέλλοντί τε τώ Τρύφωνι άποκρίνεσθαι καί άντιλέγειν μοι έφην· Πρώτον άνάμεινον καί άκουσον ά λέγω, ού γάρ ήν ύπολαμβάνεις έξήγησιν ποιείσθαι μέλλω, ώς μή γεγενημένου ίερέως τίνος Ιησού όνόματι έν τή Βαβυλωνίμ γή, όπου αιχμά­ λωτος ό λαός ύμών. όπερ εί καί έποίουν, άπέδειξα ότι ήν μέν Ιησούς ίερεύς έν τώ γένει ύμών· τούτον δέ αύτόν ούκ έν τή άποκαλύψει αύτού έωράκει ό προφήτης, ώσπερ ούδέ τόν διά­ βολον καί τόν τού κυρίου άγγελον ούκ αύτοψία, έν καταστάσει ών, έωράκει, άλλ' έν έκστάσει, άποκαλύψεως αύτώ γεγενημένης. νύν δέ λέγω ότι, όνπερ τρόπον διά τού Ιησού ονό­ ματος τώ Ναυή υίώ καί δυνάμεις καί πράξεις τινάς προκηρυσσούσας τά ύπό τού ήμετέρου κυρίου μέλλοντα γίνεσθαι πεποιηκέναι έφη, ούτω καί τήν έπί τού έν Βαβυλώνι Ιησού ίερέως γενομένου έν τώ λαώ ύμών άποκάλυψιν έρχομαι νύν άποδείξαι προκήρυξιν είναι τών υπό τού ήμετέρου ίερέως καί θεού καί Χριστού, υιού τού πατρός τών όλων, γίνεσθαι μελλόντων, ήδη μέντοι έθαύμαζον, έφην, διά τί καί προ μικρού ήσυχίαν ήγάγετε έμού λέγοντας, ή πώς ούκ έπελάβεσθέ μου είπόντος ότι ό τού Ναυή υιός τών έξελθόντων άπ' Αίγύπτου ομηλίκων μόνος είσήλθεν εις τήν αγίαν γήν καί οί γεγραμμένοι άφήλικες τής γενεάς έκείνης. ώσπερ γάρ αί μυιαι έπί τά έλκη προστρέχετε καί έφίπτασθε. κάν γάρ μύρια τις εϊπη καλώς, έν δέ μικρόν ότιούν είη μή εύάρεστον ύμίν ή μή νοούμενον ή μή προς τό άκριβές, τών μέν πολλών καλών ού πεφροντίκατε, τού δέ μικρού •ηματίου έπιλαμβάνεσθε καί κατασκευάζειν αύτό ώς άσέβημα καί άδικη μα σπουδάζετε, ϊνα τή αύτή όμοια κρίσει ύπό τού θεού κρινόμενοι πολύ μάλλον ύπέρ τών μεγάλων τολμημάτων, είτε κακών πράξεων είτε φαύλων έξηγήσεων, ας παρα- 5* Του άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ποιούντες έξηγείσθε, λόγον δώσετε. Ό γάρ κρίμα κρίνετε, δί­ καιόν έστιν ύμάς κριθήναι. Αλλ' ϊνα τόν λόγον τόν περί τής άποκαλύψεως Ιησού Χριστού τού άγιου άποδιδώ ύμίν, άναλαμβάνω τόν λόγον καί φημι κάκείνην τήν άποκάλυψιν είς ήμάς τούς έπί τόν Χριστόν άρχιερέα τούτον τόν σταυρωθέντα πιστεύοντας γεγενήσθαι· οϊτινες, έν πόρνείαις καί άπλώς πάση -υπαρμ πράξει ύπάρχοντες, διά τής παρά τού ήμετέρου Ιησού κατά τό θέλημα τού πατρός αύτού χάριτος τά -υπαρά πάντα, ά ήμφιέσμεθα, κακά άπεδυσάμεθα, οις ό διάβολος έφέστηκεν άεί άντικείμενος καί πρός έαυ­ τόν έλκειν πάντας βουλόμενος, καί ό άγγελος τού θεού, τούτ' έστιν ή δύναμις τού θεού ή πεμφθείσα ήμίν διά Ιησού Χριστού, έπιτιμμ αύτφ καί άφίσταται άφ' ήμών. καί ώσπερ άπό πυρός έξεσπασμένοι έσμέν, άπό μέν τών άμαρτιών τών προτέρων καθαρισθέντες, άπό δέ τής θλίψεως καί τής πυρώσεως, ήν πυρουσιν ήμάς ό τε διάβολος καί οί αύτού ύπηρέται πάντες, έξ ών καί πάλιν άποσπμ ήμάς Ιησούς ό υιός τού θεού· ένδύσαιήμάς τά ήτοιμασμένα ένδύματα, έάν πράξωμεν αύτού τάς έντολάς, ύπέσχετο, καί αιώνιον βασιλείαν προνοήσαι έπήγγελται. ον γάρ τρόπον Ιησούς έκείνος, ό λεγόμενος ύπό τού προφήτου ίερεύς, •υπαρά ίμάτια έφάνη φορών διά τό γυναίκα πόρνην λελέχθαι ε’ιληφέναι αύτόν, καί δαλός έξεσπασμένος έκ πυρός έκλήθη διά τό άφεσιν άμαρτιών ε’ιληφέναι, έπιτιμηθέντος καί τού άντικειμένου αύτφ διαβόλου, ούτως ήμείς, οί διά τού ’Ιησού ονόματος ώς εις άνθρωπος πιστεύσαντες είς τόν ποιητήν τών όλων θεόν, διά τού ονόματος τού πρωτοτόκου αύτού υιού τά -υπαρά ίμάτια τούτ' έστι τάς άμαρτίας, άπημφιεσμένοι, πυρωθέντες διά τού λόγου τής κλήσεως αύτού, άρχιερατικόν τό άληθινόν γένος έσμέν τού θεού, ώς καί αύτός ό θεός μαρτυρεί, είπών ότι έν παντί τόπψ έν τοίς έθνεσι θυσίας εύαρέστους αύτφ καί καθαράς προσφέροντες. ού δέχεται δέ παρ' ούδενός θυσίας ό θεός, εί μή διά τών ιερέων αύτού. Πάσας ούν διά τού ονόματος τούτου θυσίας, ας παρέδωκεν Ιησούς ό Χριστός γίνεσθαι, τούτ' έστιν έπί τή εύχα- 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ριστία του άρτου καί τού ποτηριού, τάς έν παντί τόπψ τής γής γινομένας ύπό τών Χριστιανών, προλαβών ό θεός μαρτυρεί ευάρεστους ύπάρχειν αύτφ· τάς δέ ύφ' ύμών καί δι' έκείνων ύμών τών ιερέων γινομένας άπαναίνεται, λέγων· Καί τάς θυσίας ύμών ού προσδέξομαι έκ τών χειρών ύμών· διότι άπό άνατολής ήλιου έως δυσμών τό όνομά μου δεδόξασται, λέγει, έν τοίς έθνεσιν, ύμείς δέ βεβηλούτε αύτό. καί μέχρινύν φιλονεικούντες λέγετε ότι τάς μέν έν Ιερουσαλήμ έπί τών έκεί τότε οίκούντων Ισραηλιτών καλουμένων θυσίας ού προσδέχεται ό θεός, τάς δέ διά τών έν τή διασπορή τότε δή όντων άπό τού γένους έκείνου άνθρώπων εύχάς προσίεσθαι αύτόν είρηκέναι, καί τάς εύχάς αύτών θυσίας καλειν. ότι μέν ούν καί εύχαί καί εύχαριστίαι, ύπό τών άξιων γινόμεναι, τέλειαι μόναι καί εύάρεστοί είσι τφ θεφ θυσίαι, καί αύτός φημι. ταύτα γάρ μόνα καί Χριστιανοί παρέλαβον ποιείν, καί έπ' άναμνήσει δέ τής τροφής αύτών ξηράς τε καί ύγράς, έν ή καί τού πάθους, ό πέπονθε δι' αύτούς ό υιός τού θεού, μέμνηνται· ού τό όνομα βεβηλωθήναι κατά πάσαν τήν γήν καί βλασφημείσθαι οι άρχιερείς τού λαού ύμών καί διδάσκαλοι είργάσαντο, ά -υπαρά καί αύτά ένδύματα, περιτεθέντα ύφ' ύμών πάσι τοίς άπό τού ονόματος τού Ιησού γενομένοις Χριστιανοίς, δείξει αιρόμενα άφ' ήμών ό θεός, όταν πάντας άναστήση, καί τούς μέν έν αίωνίψ καί αλυτω βασιλείμ άφθάρτους καί άθανάτους καί άλύπους καταστήση, τούς δέ είς κόλασιν αιώνιον πυρός παραπέμψη. ότι δέ εαυτούς πλανάτε καί ύμείς καί οί διδάσκαλοι ύμών, έξηγούμενοι ότι περί τών άπό τού γένους ύμών έν τή διασπορά όν­ των έλεγεν ό λόγος, ότι τάς εύχάς αύτών καί θυσίας καθαράς καί εύαρέστους έν παντί τόπω γενομένας έλεγεν, έπίγνωτε ότι ψεύδεσθε καί εαυτούς κατά πάντα άπαταν πειράσθε, ότι πρώτον μέν ούδέ νύν άπό άνατολών ήλιου έως δυσμών έστιν ύμών τό γένος, άλλ' έστι τά έθνη έν οίς ούδέπω ούδείς ύμών τού γένους φκησεν. ούδέ έν γάρ όλως έστί τι γένος 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας άνθρώπων, είτε βαρβάρων είτε ΈΛΛήνων είτε άπΛώς ύτινιούν όνόματι προσαγορευομενών, ή άμαξοβίων ή άοίκων καλούμενων ή έν σκηναις κτηνοτροφών οίκούντων, έν οίς μή διά του ονό­ ματος τού σταυρωθέντος Ιησού εύχα'ι καί εύχαριστίαι τφ πατρ'ι καί ποιητή τών όΛων γίνωνται. είτα δέ ότι κατ' έκείνο τού καιρού, ότε ό προφήτης Μαλαχίας τούτο έλεγεν, ούδέπω ή διασπορά ύμών έν πάση τή γή, έν όση νύν γεγόνατε, έγεγένητο, ώς και άπό τών γραφών άποδείκνυται. Ώστε μάλλον παυσάμενοι τού φιλεριστείν μετα­ νοήσατε πριν έλθείν τήν μεγάλην ή μέραν τής κρίσεως, έν ή κόπτεσθαι μέλλουσι πάντες οι άπό τών φυλών ύμών έκκεντήσαντες τούτον τόν Χριστόν, ώς άπό γραφής άπέδειξα προειρη­ μέναν. καί ότι ώμοσε κύριος κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, καί τί τό προειρημέναν έστίν, έξηγησάμην. καί ότι περί τού θάπτεσθαι μέλλοντος καί άνίστασθαιΧριστού ήν ή προφητεία τού Ήσαίου, φήσαντος· Ή ταφή αύτού ήρται έκ τού μέσου, προείπον. καί ότι κριτής ζώντων καί νεκρών άπάντων αύτός ούτος ό Χριστός, είπον έν πολΛοίς. καί Νάθαν δέ ομοίως περί τούτου λέγων πρός Δαυείδ ούτως έπήνεγκεν· Εγώ έσομαι αύτφ είς πατέρα, καί αύτός έσται μοι είς υιόν, καί τό έλεος μου ού μή άποστήσω άπ' αύτού, καθώς έποίησα άπό τών έμπροσθεν αύτού· καί στήσω αύτόν έν τφ οίκω μου καί έν τή βασιλείμ αύτού έως αίώνος. καί τόν ήγούμενον δέ έν τφ οϊκψ ούκ άλλον Ιεζεκιήλ Λέγει ή τούτον αύτόν. ούτος γάρ έξαίρετος ίερεύς καί αιώνιος βασιλεύς, ό Χριστός, ώς υιός θεού· ού έν τή πάλιν παρουσία μή δόξητε Λέγειν Ήσαίαν ή τούς άλλους προφήτας θυσίας άφ' αιμάτων ή σπονδών έπί τό θυσιαστήριον άναφέρεσθαι, άλλά άληθινούς καί πνευματικούς αίνους καί εύχαριστίας. καί ού μάτην ήμείς είς τούτον πεπιστεύκαμεν, ούδ' έπλανήθημεν ύπό τών ούτως διδαξάντων, άλλά καί θαυ­ μαστή προνοία θεού τούτο γέγονεν, ινα ήμείς ύμών, τών νομιζομένων ούκ όντων δέ ούτε φιλοθέων ούτε συνετών, συνετώτεροικαί θεοσεβέστεροι εύρεθώμεν διά τής κλήσεως τής καινής καί αιωνίου διαθήκης, τούτ' έστι τού Χριστού. 5 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τούτο θαυμά­ ζων Ήσαίας έφη· Καί συνέξουσι βασιλείς τό στόμα αύτών· ότι οίς ούκ άνηγγέλη περί αύτού όψονται, καί οΐ ούκ άκηκόασι. Κύριε, τίς έπίστευσε τή άκοή ήμών; καί ό βραχίων κυρίου τίνι άπεκαλύφθη; καί ταύτα Λέγων, έφην, ώ Τρύφων, ώς έγχωρεί, διά τούς σήμερον σύν σοί άφιγμένους ταύτά Λέγειν πειρώμαι, βραχέως μέντοι καί περικεκομμένως. Κάκείνος· Εύ ποιείς, έφη· κάν διά πλειόνων δέ καί τά αύτά πάλιν Λέγης, χαίρειν με καί τούς συνόντας τή άκροάσει γίνωσκε. Εγώ τε αύ ειπον· Ο’ίεσθε άν ήμάς ποτέ, ώ άνδρες, νενοηκέναι δυνηθήναι έν ταίς γραφαίς ταύτα, εί μή θελήματι του θεΛήσαντος αύτά έλάβομεν χάριν τού νοήσαι; ίνα γένηται καί τό ΛεΛεγμένον έπί Μωϋσέως· Παρώξυνάν με έπ' άΛΛοτρίοις, έν βδελύγμασιν αύτών έξεπίκρανάν με, έθυσαν δαιμονίοις οίς ούκ οίδασι· καινοί καί πρόσφατοι ήκασιν, ούς ούκ ήδεισαν οί πατέρες αύτών. θεόν τόν γεννήσαντά σε έγκατέλιπες, καί έπελάθου θεού τού τρέφοντός σε. καί είδε κύριος, καί έζήΛωσε, καί παρωξύνθη δι' οργήν υιών αύτού καί θυγατέρων, καί ειπεν· Αποστρέψω τό πρόσωπόν μου άπ' αύτών, καί δείξω τί έσται αύτοίς έπ' έσχάτων, ότι γενεά έξεστραμμένη έστίν, υιοί οίς ούκ έστι πίστις έν αύτοίς. αύτοί παρεζήλωσάν με έπ' ού θεφ, παρώργισάν με έν τοίς είδώλοις αύτών· κάγώ παραξηλώσω αύτούς έπ' ούκ έθνει, έπ' έθνει άσυνέτψ παροργιώ αύτούς· ότι πύρ έκκέκαυται έκ τού θυμού μου, καί καυθήσεται έως αδου· καταφάγεται τήν γήν καί τά γεννήματα αύτής, φλέξει θεμέλια όρέων. συνάξω είς αύτούς κακά. καί μετά τό άναιρεθήναι τόν δίκαιον έκείνον ήμείς λαός έτερος άνεθήλαμεν, καί έβλαστήσαμεν στάχυες καινοί καί εύθαλείς, ώς έφασαν οί προ­ φήται· Καί καταφεύξονται έθνη πολλά έπί τόν κύριον έν έκείνη τή ήμέρμ είς Λαόν, καί κατασκηνώσουσιν έν μέσω τής γής πάσης. ήμείς δέ ού μόνον Λαός άλλά καί λαός άγιός έσμεν, ώς έδείξαμεν ήδη. Καί καλέσουσιν αύτόν Λαόν άγιον, λελυτρωμένον ύπό κυ­ ρίου. 5 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ούκούν ούκ εύκαταφρόνητος δήμος έσμεν ούδέ βάρ­ βαρον φύλον ούδέ όποια Καρών ή Φρυγών έθνη, άλλά καί ή μάς έξελέξατο ό θεός καί έμφανής έγενήθη τοις μή έπερωτώσιν αύ­ τόν. Ιδού θεός είμι, φησι, τφ έθνει, οΐ ούκ έπεκαλέσαντο τό όνομά μου. τούτο γάρ έστιν έκείνο τό έθνος, ό πάλαι τφ Αβραάμ ό θεός ύπέσχετο, καί πατέρα πολλών έθνών θήσειν έπηγγείλατο, ούκ Άρράβων ούδ' Αιγυπτίων ούδ' Ίδουμαίων λέγων· έπεί καί Ισμαήλ μεγάλου πατήρ έθνους έγένετο καί Ήσαύ, καί Αμμανιτών έστι νύν πολύ πλήθος. Νώε δέ καί αύτού Αβραάμ πατήρ ήν καί άπλώς παντός άνθρώπων γένους, άλλοι δέ άλλων πρόγονοι. τί ούν πλέον ενθάδε ό Χριστός χαρίζεται τφ Αβραάμ; ότι διά τής όμοιας κλήσεως φωνή έκάλεσεν αύτόν, είπών έξελθείν άπό τής γής έν ή φκει. καί ήμάς δέ άπαντας δι' έκείνης τής φωνής έκάλεσε, καί έξήλθομεν ήδη άπό τής πολιτείας, έν ή έζώμεν κατά τά κοινά τών άλλων τής γής οίκητόρων κακώς ζώντες· καί σύν τφ Αβραάμ τήν άγίαν κληρονομήσομεν γήν, είς τόν άπέραντον αιώνα τήν κληρονομιάν ληψόμενοι, τέκνα τού Αβραάμ διά τήν όμοίαν πίστιν όντες. όν γάρ τρόπον έκείνος τή φωνή τού θεού έπίστευσε καί έλογίσθη αύτφ είς δικαιοσύνην, τόν αύτόν τρόπον καίήμείς τή φωνή τού θεού, τή διά τε τών άποστόλων τού Χριστού λαληθείση πάλιν καί τή διά τών προφητών κηρυχθείση ήμιν, πιστεύσαντες μέχρι τού άποθνήσκειν πάσι τοίς έν τφ κόσμφ άπεταξάμεθα. όμοιόπιστον ούν τό έθνος καί θεοσεβές καί δίκαιον, εύφραίνον τόν πατέρα, ύπισχνείται αύτφ, άλλ' ούχ ύμάς, οις ούκ έστι πίστις έν αύτοίς. Όράτε μέντοι ώς καί τφ Ισαάκ τά αύτά καί τφ Ιακώβ ύπισχνείται. ουτω γάρ λέγει τφ Ισαάκ· Καί εύλογηθήσονται έν τώ σπέρματί σου πάντα τά έθνη τής γής· τφ δέ Ιακώβ· Καί εύλογηθήσονται έν σοί πάσαι αί φυλαί τής γής καί έν τφ σπέρματί σου. ούκέτι τούτο τφ Ήσαύ ούδέ τφ Έουβίμ λέγει ούδέ άλλφ τινί, άλλ' έκείνοις έξ ών έμελλεν έσεσθαι κατά τήν οικονομίαν τήν διά τής παρθένου Μαρίας ό Χριστός, εϊγε δέ καί τήν εύλογίαν Ιούδα καταμάθοις, ϊδοις άν ό λέγω. 5 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μερίζεται γάρ τό σπέρμα έξ Ιακώβ, και διά Ιούδα και Φάρες καί Ίεσσα'ι και Δαυείδ κατέρχεται, ταύτα δ' ήν σύμ­ βολα ότι τινές τού γένους ύμών εύρεθήσονται τέκνα Αβραάμ, καί έν μερίδι τού Χριστού εύρισκόμενοι, άλλοι δέ τέκνα μέν τού Αβραάμ, ώς ή άμμος δέ ή έπί τό χείλος τής θαλάσσης όντες, ήτις άγονός τε καί άκαρπος, πολλή μέν καί άναρίθμητος ύπάρχουσα, ούδέν δέ όλως καρπογονούσα, άλλά μόνον τό ύδωρ τής θαλάσσης πίνουσα· όπερ καί τό έν τφ γένει ύμών πολύ πλήθος έλέγχεται, πικρίας μέν διδάγματα καί άθεότητος συμπίνοντες, τόν δέ τού θεού λόγον άποπτύοντες. φησί γούν καί έν τφ Ίούδμ· Ούκ έκλείψει άρχων έξ Ιούδα καί ήγούμενος έκ τών μηρών αύτού, έως άν έλθη φ άπόκειται· καί αύτός έσται προσ­ δοκία έθνών. και τούτο ότι ούκ είς Ιούδαν έρρέθη άλλ' είς τόν Χριστόν, φαίνεται· καί γάρ Ιούδαν πάντες οί άπό τών έθνών πάντων ού προσδοκώμεν, άλλά Ίησούν, τόν καί τούς πα­ τέρας ύμών έξ Αίγύπτου έξαγαγόντα. μέχρι γάρ τής παρουσίας τού Χριστού ή προφητεία προεκήρυσσεν· Έως άν έλθη φ άπόκειται· καί αύτός έσται προσδοκία έθνών. έλήλυθε τοιγαρουν, ώς καί έν πολλοίς άπεδείξαμεν, καί προσδοκάται πάλιν παρέσεσθαι έπάνω τών νεφελών Ιησούς, ού τό όνομα βεβηλούτε ύμείς καί βεβηλούσθαι έν πάση τή γή έξεργάζεσθε. δυνατόν δέ ήν μοι, έφην, ώ άνδρες, μάχεσθαι προς ύμάς περί τής λέξεως, ήν ύμείς έξηγείσθε λέγοντες είρήσθαι· Έως άν έλθη τά άποκείμενα αύτφ· έπειδή ούχ ούτως έξηγήσαντο οί έβδομήκοντα, άλλ' Έως άν έλθη φ άπόκειται. έπειδή δέ τά ακό­ λουθα μηνύει ότι περί Χριστού είρηται, ούτω γάρ έχουσι· Καί αύτός έσται προσδοκία έθνών, ού περί τού λεξειδίου συζητήσαι ύμίν έρχομαι, όνπερ τρόπον ούδέ άπό τών μή όμολογουμένων ύφ' ύμών γραφών, ών καί άνιστόρησα, άπό λόγων Ίερεμίου τού προφήτου καί Έσδρα καί Δαυείδ, τήν άπόδειξιν τήν περί τού Χριστού ποιήσασθαι έσπούδασα, άλλ' άπό τών όμολογουμένων μέχρι νύν ύφ' ύμών· ά εί ένενοήκεισαν οί διδάσκαλοι ύμών, εύ ιστέ ότι άφανή έπεποιήκεισαν, ώς καί τά περί τόν θάνατον 5 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας Ήσαίου, ον πριόνι ξυλίνψ έπρίσατε, μυστήριον καί αυτό του Χρίστου, τού τέμνειν ύμών τό γένος διχή μέλλοντος, καί τούς μέν άξιους σύν τοίς άγίοις πατριάρχαις καί προφήταις τής αιω­ νίου βασιλείας καταξιουν μέλλοντος, τούς δέ έπί τήν καταδίκην τού άσβέστου πυράς σύν τοίς όμοίοις άπειθέσικαί άμεταθέτοις άπό πάντων τών έθνών πέμψειν ήδη φήσαντος. Ήξουσι γάρ, είπεν, άπό δυσμών καί άνατολών, καί άνακλιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ έν τή βασιλείμ τών ουρανών οι δέ υιοί τής βασιλείας έκβληθήσονται είς τό σκότος τό εξώ­ τερον. καί ταύτα, ειπον, ότι ούδέν ούδενός φροντίζω ή τού τάληθές λέγειν, λέγοιμι, ούδένα δυσωπήσεσθαι μέλλων, κάν δέη παραυτίκα ύφ' ύμών μελισθήναι. ούδέ γάρ άπό τού γένους τού έμού, λέγω δέ τών Σαμαρέων, τίνος φροντίδα ποιού­ μενος, έγγράφως Καίσαρι προσομιλών, ειπον πλανάσθαι αύτούς πειθομένους τφ έν τφ γένει αύτών μαγω Σίμωνι, όν θεόν ύπεράνω πάσης άρχής καί έξουσίας καί δυνάμεως είναι λέγουσι. Καίήσυχίαν άγόντων αύτών έπέφερον· Διά Δαυείδ περί τούτου λέγων τού Χριστού, ώ φίλοι, ούκέτι έν τφ σπέρματι αύτού είπεν εύλογηθήσεσθαι τά έθνη, άλλά έν αύτφ. ούτω δέ έκεί έστι- Τό όνομα αύτού είς τόν αιώνα, ύπέρ τόν ήλιον άνατελεί· καί ένευλογηθήσονται έν αύτφ πάντα τά έθνη, εί δέ έν τφ Χριστφ εύλογείται τά έθνη πάντα, καί έκ πάντων τών έθνών έπί τούτον πιστεύομεν, καί αύτός έστιν ό Χριστός, καί ήμείς οίδι' αύτού εύλογημένοι. τόν μέν ήλιον ό θεός έδεδώκει πρότερον είς τό προσκυνείν αύτόν, ώς γέγραπται, καί ούδένα ούδέποτε ίδείν έστιν ύπομείναντα διά τήν πρός τόν ήλιον πίστιν άποθανεΐν· διά δέ τό όνομα τού Ιησού έκ παντός γένους άνθρώπων καί ύπομείναντας καί ύπομένοντας πάντα πάσχειν ύπέρ τού μή άρνήσασθαι αύτόν ίδείν έστι. πυρωδέστερος γάρ αύτού ό τής άληθείας καί σοφίας λόγος καί φω­ τεινότερος μάλλον τών ήλιου δυνάμεών έστι, καί είς τά βάθη τής καρδίας καί τού νού είσδύνων. όθεν καί ό λόγος έφη· Ύπέρ τόν ήλιον άνατελεί τό όνομα αύτού. καί πάλιν Ανατολή όνομα αύτού Ζαχαρίας φησί. καί περί τού αύτού λέ- 5 Του άγιου ’Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας γων ειπεν, ότι Κόψονται φυΛή κατά φυΛήν. εί δέ έν τή άτίμψ και άειδεί και έξουθενημένη πρώτη παρουσίμ αύτού τοσούτον έλαμψε και ϊσχυσεν, ώς έν μηδενί γένει άγνοείσθαι αύτόν καί άπό παντός μετάνοιαν πεποιήσθαι άπό τής παλαιάς κακής έκάστου γένους πολιτείας, ώστε καί τά δαιμόνια ύποτάσσεσθαι αύτού τφ όνόματι καί πάσας τάς άρχάς καί τάς βα­ σιλείας τούτου τό όνομα παρά πάντας τούς άποθανόντας δεδοικέναι, ούκ έκ παντός τρόπου έν τή ένδόξψ αύτού παρουσίμ καταλύσει πάντας τούς μισήσαντας αύτόν καί τούς αύτού αδίκως άποστάντας, τούς δέ ίδιους άναπαύσει, άποδιδούς αύτοίς τά προσδοκώ μένα πάντα; ήμιν ούν έδόθη καί άκούσαι καί συνειναι καί σωθήναι διά τούτου τού Χριστού καί τά τού πατρός έπιγνώναι πάντα, διά τούτο έλεγε πρός αύτόν· Μέγα σοι έστι τού κληθήναί σε παιδά μου, τού στήσαι τάς φυλάς τού Ιακώβ καί τάς διασποράς τού Ισραήλ έπιστρέψαι· Τέθεικά σε είς φώς έθνών, τού είναι σε είς σωτηρίαν αύτών έως έσχάτου τής γής· Ταύτα ύμεις μέν είς τόν γηόραν καί τούς προσηΛύτους είρήσθαί νομίζετε, τφ όντιδέ είς ήμάς ε’ίρηται τούς διά Ιησού πεφωτισμένους, ή γάρ άν κάκείνοις έμαρτύρει ό Χριστός· νυν δέ διπλότερον υίοίγεέννης, ώς αύτός είπε, γίνεσθε. ού πρός έκείνους ούν ούδέ τά διά τών προφητών είρημένα Λέλεκται, άλλά πρός ήμάς, περί ών ό λόγος λέγει· Άξω έν όδφ τυφλούς ήν ούκ έγνωσαν, καί τρίβους ούς ούκ ήδεισαν πατήσουσι. κάγώ μάρτυς, Λέγει κύριος ό θεός, καί ό παίς μου ον έξελεξάμην. τίσιν ούν μαρτυρεί ό Χριστός; δήλον ώς τοίς πεπιστευκοσιν. οί δέ προσήλυτοι ού μόνον ού πιστεύουσιν, άλλά διπλότερον ύμών βλασφημούσιν είς τό όνομα αύτού, καίήμάς τούς είς έκείνον πιστεύοντας καί φονεύειν καί αίκίζειν βούλονται- κατά πάντα γάρ ύμίν έξομοιούσθαι σπεύδουσι. καί πάλιν έν άλλοις βομ· Εγώ κύριος έκάλεσά σε τή δικαιοσύνη, καί κρατήσω τής χειρός σου καί ίσχύσω σε, καί 5 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας θήσω σε είς διαθήκην γένους, είς φώς εθνών, άνοίξαι οφθαλ­ μούς τυφλών, έξαγαγείν έκ δεσμών πεπεδη μένους. έπεί καί ταύτα, ώ άνδρες, πρός τόν Χριστόν καί περί τών εθνών τών πεφωτισμένων ε’ίρηται. ή πάλιν ύμείς έρείτε· Πρός τόν νόμον Λέγει καί τούς προσηλύτους ταύτα; Καί ώσπερ έν θεάτρψ άνέκραγόν τινες τών τή δευτέρμ άφιγμένων άλλά τί; ού πρός τόν νόμον Λέγει καί τούς φωτιζομένους ύπ' αύτού; ούτοι δέ είσιν οί προσήλυτοι. Ούκ, έφην, άπιδών πρός τόν Τρύφωνα. έπεί εί νόμος είχε τό φωτίζειν τά έθνη καί τούς έχοντας αύτόν, τίς χρεία καινής διαθήκης; έπεί δέ καινήν διαθήκην καί νόμον αιώνιον καί πρόσταγμα ό θεός προεκήρυσσε πέμψειν, ούχί τόν παλαιόν νόμον άκουσόμεθα καί τούς προσηλύτους αύτού, άλλά τόν Χριστόν καί τούς προσηλύτους αύτού, ήμάς τά έθνη, ους έφώτισεν, ώς πού φησίν· Ούτω λέγει κύριος· Καιρφ δεκτφ έπήκουσά σου, καί έν ήμέρμ σωτηρίας έβοήθησά σοι, καί έδωκά σε είς διαθήκην έθνών, τού καταστήσαι τήν γήν καί κληρονομιάν κληρονομήσαι έρήμους. τίς ούν ή κληρονομιά τού Χριστού; ούχί τά έθνη; τίς ή διαθήκη τού θεού; ούχ ό Χριστός; ώς καί άλλαχού φησίν- Υιός μου εί σύ, έγώ σήμερον γεγέννηκά σεα’ίτησαι παρ' εμού, καί δώσω σοι έθνη τήν κληρονομιάν σου καί τήν κατάσχεσίν σου τά πέρατα τής γής. Ώς ούν πάντα ταύτα ε’ίρηται πρός τόν Χριστόν καί τά έθνη, ούτως κάκείνα είρήσθαι νομίζετε, ούδέν γάρ χρήζουσιν οί προσήλυτοι διαθήκης, εί, ενός καί τού αύτού πάσι τοίς περιτεμνομένοις κειμένου νόμου, περί έκείνων ούτως ή γραφή Λέγει· Καί προστεθήσεται καί ό γηόρας πρός αύτούς, καί προστεθήσεται πρός τόν οίκον Ιακώβ, καί ότι μέν προσή­ λυτος ό περιτεμνόμενος είς τό τφ Λαφ προσκεχωρηκέναι έστιν ώς αύτόχθων, ήμείς δέ Λαός κεκλήσθαι ήξιωμένοι ομοίως έθνος έσμέν διά τό άπερίτμητοι είναι. πρός δέ καί γελοίόν έστιν ήγείσθαι ύμάς τών μέν προσηλύτων αύτών άνεφχθαι τά όμματα, ύμών δέ ού, καί ύμάς μέν άκούειν τυφλούς καί κω­ φούς, έκείνους δέ πεφωτισμένους. Καί έτιγελοιότερον άπο- 5 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας βήσεται ύμιν τό πράγμα, εί τόν νόμον τοις έθνεσι δεδόσθαι φήσετε, ύμείς δέ ούκ έκείνον τόν νόμον έγνωτε. ηύλαβεΐσθε γάρ άν τήν τού θεού οργήν, καί υιοί άνομοι καί -εμβεύοντες ούκ άν ήτε, δυσωπούμενοι άκούειν έκάστοτε Λέγοντος αύτού· Υιοί, οίς ούκ έστι πίστις έν αύτοίς- καί· Τίς τυφλός άλλ' ή οί παίδές μου, καί κωφός άΛΛ' ή οί κυριεύοντες αύτών; καί έτυφλώθησαν οί δούλοι τού θεού, εϊδετε πολλάκις, καί ούκ έφυΛάξασθε· άνεψγμένα τά ώτα ύμών, καί ούκ ήκούσατε. ή καλός ύμών ό έπαινος τού θεού, καί θεού μαρτυρία δούλοις πρέπουσα; ούκ αίσχύνεσθε πολλάκις ταύτά άκούοντες, ούδέ άπειλούντος τού θεού φρίσσετε, άλλ' ή Λαός μωρός καί σκληροκάρδιός έστε. Διά τούτο ιδού προσθήσω τού μεταθεΐναι τόν Λαόν τούτον, Λέγει κύριος, καί μεταθήσω αύτούς, καί άπολώ τήν σοφίαν τών σοφών καί τήν σύνεσιν τών συνετών κρύψω, εύλόγως. ού γάρ σοφοί έστε ούδέ συνετοί, άλλά δριμεΐς καί πανούργοι· σοφοί είς τό κακοποιήσαι μόνον, γνώναι δέ βουλήν θεού κεκρυμμένην ή διαθήκην κυρίου πιστήν ή τρίβους αιωνίους εύρείν άδύνατοι. τοιγαρούν· Έγερώ, φησί, τώ Ισραήλ καί τφ Ίούδμ σπέρμα άνθρώπων καί σπέρμα κτηνών, καί διά Ήσαίου περί άλλου Ισραήλ ούτω φησί· Τή ήμέρμ έκείνη έσται τρίτος Ισραήλ έν τοις Άσσυρίοις καί Αίγυπτίοις, εύλογη μένος έν τή γή, ήν εύλόγησε κύριος Σαβαώθ Λέγων· Εύλογη μένος έσται ό Λαός μου ό έν Αιγυπτω καί ό έν Ασσυρίοις, καί ή κληρονομιά μου Ισ­ ραήλ. εύλογούντος ούν τού θεού καί Ισραήλ τούτον τόν Λαόν καλούντος καί κληρονομιάν αύτού βοώντος είναι, πώς ού μετανοείτε έπί τε τφ έαυτούς άπατάν, ώς μόνοι ’Ισραήλ όντες, καί έπί τφ καταράσθαι τόν εύλογημένον τού θεού Λαόν; καί γάρ ότε πρός τήν Ιερουσαλήμ καί τάς πέριξ αύτής έλεγε χώρας, ούτω πάλιν έπεϊπε· Καί γεννήσω έφ' ύμάς άνθρώπους, τόν λαόν μου Ισραήλ, καί κληρονομήσουσιν ύμάς καί έσεσθε αύτοίς είς κατάσχεσιν, καί ού μή προστεθήτε έτι άτεκνωθήναι άπ' αύτών. 5 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Τί ούν; φησίν ό Τρύφων. Ύμείς Ισραήλ έστε, καί περί ύμών λέγει ταύτα; Εί μέν, έφην αύτφ, μή περί τούτων καί πολύν λόγον πεποιήμεθα, κάν άμφέβαλλον μή τι ού συνίων τούτο έρωτας· έπειδή δέ καί μετά άποδείξεως καί συγκαταθέσεως καί τούτο συνηγάγομεν τό ζήτημα, ού νομίζω σε άγνοείν μέν τά προει­ ρημένα ούδέ πάλιν φιλεριστείν, άλλά προκαλείσθαί με καί τούτοις τήν αύτήν άπόδειξιν ποιήσασθαι. Καί τφ διά τών οφθαλμών νεύματι συντιθεμένου· Πάλιν, έλεγον έγώ, έν τφ Ήσαία, ώσίν άκούοντες εί άρα άκούετε, περί τού Χριστού λέγων ό θεός έν παραβολή Ιακώβ αύτόν καλει καί Ισραήλ, ούτω λέγει· Ιακώβ ό παις μου, άντιλήψομαι αύτού. ’Ισραήλ έκλεκτός μου, θήσω τό πνεύμά μου έπ' αύτόν, καί κρίσιν τοίς έθνεσιν έξοίσει. ούκ έρίσει ούτε κράξει, ούτε άκούσεταί τις έν ταίς πλατείαις τήν φωνήν αύτού· κάλαμον συντετριμμένον ού κατεάξει καί λινόν τυφόμενον ού μή σβέσει, άλλά είς άλήθειαν έξοίσει, κρίσιν άναλήψει καί ού μή θραυσθήσεται, έως άν θή έπί τής γής κρίσιν· καί έπί τφ όνόματι αύτού έλπιούσιν έθνη. ώς ούν άπό τού ενός ’Ιακώβ εκείνου, τού καί Ισραήλ έπικληθέντος, τό πάν γένος ύμών προσηγόρευτο Ιακώβ καί Ισραήλ, ούτω καί ήμείς άπό τού γεννήσαντος ήμάς είς θεόν Χριστού, ώς καί Ιακώβ καί ’Ισραήλ καί Ιούδα καί Ιωσήφ καί Δαυείδ, καί θεού τέκνα άληθινά καλούμεθα καί έσμέν, οί τάς έντολάς τού Χριστού φυλάσσοντες. Καί έπειδή ειδον αύτούς συνταραχθέντας έπί τφ είπείν με καί θεού τέκνα είναι ήμάς, προλαβών τό άνερωτηθήναι ειπον· Ακούσατε, ώ άνδρες, πώς τό άγιον πνεύμα λέγει περί τού λαού τούτου, ότι υιοί ύψίστου πάντες είσί καί έν τή συναγωγή αύτών παρέσται αύτός ούτος ό Χριστός, τήν κρίσιν άπό παντός γένους άνθρώπων ποιούμενος. είρηνται δέ οί λόγοι διά Δαυείδ, ώς μέν ύμείς έξηγείσθε, ούτως· Ό θεός έστη έν συναγωγή θεών, έν μέσω δέ θεούς διακρίνει. Έως πότε κρίνετε άδικίαν παί πρόσωπα άμαρτωλών λαμβάνετε; κρίνατε όρφανφ καί πτωχφ καί ταπεινόν καί πένητα δικαιώσατε, έξέ- 5< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας λεσθε πένητα, καί πτωχόν έκ χειρός άμαρτωλού -ύσασθε. ούκ έγνωσαν ούδέ συνήκαν, έν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τά θεμέλια τής γής. έγώ είπα· Θεοί έστε καί υιοί ύψίστου πάντες· ύμείς δέ ώς άνθρωπος άποθνήσκετε, καί ώς εις τών άρχόντων πίπτετε, ανάστα, ό θεός, κρίνον τήν γήν, ότι σύ κατα­ κληρονομήσεις έν πάσι τοίς έθνεσιν. έν δέ τή τών έβδομήκοντα έξηγήσει ε’ίρηται· Ιδού δή ώς άνθρωποι άποθνήσκετε, καί ώς εις τών άρχόντων πίπτετε· ίνα δηλώση καί τήν παρακοήν τών άνθρώπων, τού Αδάμ λέγω καί τής Εύας, καί τήν πτώσιν τού ενός τών άρχόντων, τούτ' έστι τού κεκλημένου έκείνου όφεως, πεσόντος πτώσιν μεγάλην διά τό άποπλανήσαι τήν Εύαν. άλλ' έπειδή ού πρός τούτο μοι νύν ό λόγος λέλεκται άλλά πρός τό άποδείξαι ύμίν ότι τό πνεύμα τό άγιον ονειδίζει τούς άνθρώ­ πους, τούς καί θεφ ομοίως άπαθείς καί άθανάτους, έάν φυλάξωσι τά προστάγματα αύτού, γεγεννη μένους, καί κατηξιωμένους ύπ' αύτού υιούς αύτού καλείσθαι, καί ούτοι ομοίως τώ Αδάμ καί τή Εύμ έξομοιούμενοι θάνατον έαυτοίς έργάζονται, έχέτω καί ή έρμηνεία τού ψαλμού ώς βούλεσθε· καί ούτως άποδέδεικται ότι θεοί κατηξίωνται γενέσθαι, καί υιοί ύψίστου πάντες δύνασθαι γενέσθαι κατηξίωνται, καί παρ' έαυτούς καί κρίνεσθαι καί καταδικάζεσθαι μέλλουσιν, ώς καί Αδάμ καί Εύα. ότι δέ καί θεόν τόν Χριστόν καλεί, έν πολλοίς άποδέδεικται. Έβουλόμην, λέγω, παρ' ύμών μαθείν, ώ άνδρες, τίς ή δύναμις τού Ισραήλ ονόματος, καί ήσυχαζόντων αύτών έπήνεγκα· Εγώ ό έπίσταμαι έρώ· ούτε γάρ είδότα μή λέγειν δίκαιον ήγούμαι, ούτε ύπονοούντα έπίστασθαι ύμάς καί διά φθόνον ή δι' άπειρίαν τήν τού βούλεσθαι έπίσταμαι αύτός φρόντιζεIV άεί, άλλά πάντα άπλώς καί άδόλως λέγειν, ώς ό έμός κύριος ειπεν· Έξήλθεν ό σπειρών τού σπείραι τόν σπόρον· καί ό μέν έπεσεν είς τήν οδόν, ό δέ είς τάς άκάνθας, ό δέ έπί τά πετρώδη, ό δέ έπί τήν γήν τήν καλήν. έλπίδι ούν τού ειναί που καλήν γήν λέγειν δει· έπειδή γε έκείνος ό έμός κύριος, ώς ισχυρός καί δυνατός, τά ίδια παρά πάντων άπαιτήσει έλθών, 5. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας καί τόν οίκονόμον τόν έαυτού ού καταδικάσει, εί γνωρίζοι αύ­ τόν, διά τό έπίστασθαι ότι δυνατός έστιν ό κύριος αύτού καί έΛθών άπαιτήσει τά ίδια, έπί πάσαν τράπεζαν διδόντα, άλλ' ού δι' αιτίαν οίανδηποτούν κατορύξαντα. καί τό ούν Ισραήλ όνομα τούτο σημαίνει· άνθρωπος νικών δύναμιν· τό γάρ ϊσρα άνθρωπος νικών έστι, τό δέ ήΛ δύναμις. όπερ καί διά τού μυστηρίου τής πάλης, ήν έπάλαισεν Ιακώβ μετά τού φαινομένου μέν έκ τού τή τού πατρός βουλή ύπηρετείν, θεού δέ έκ τού είναι τέκνον πρωτότοκον τών όλων κτισμάτων, έπεπροφήτευτο ούτως καί άνθρωπος γενόμενος ό Χριστός ποιήσειν. ότε γάρ άνθρωπος γέγονεν, ώς προείπον, προσήλθεν αύτφ ό διάβολος, τούτ' έστιν ή δύναμις έκείνη ή καί όφις κεκλημένη καί σατανάς, πειράζων αύτόν καί άγωνιζόμενος καταβαλείν διά τού άξιούν προσκυνήσαι αύτόν. ό δέ αύτόν κατέλυσε καί κατέβαλεν, έλέγξας ότι πονηρός έστι, παρά τήν γραφήν άξιών προσκυνείσθαι ώς θεός, άποστάτης τής τού θεού γνώμης γεγενημένος, άποκρίνεταιγάρ αύτφ· Γέγραπται· Κύριον τόν θεόν σου προσκυ­ νήσεις καί αύτφ μονά) Λατρεύσεις. καί ήττη μένος καί έληλεγμένος άπένευσε τότε ό διάβολος. άλλ' έπεί καί ναρκάν έμελλε, τούτ' έστιν έν πονά) καί έν άντιλήψει τού πάθους, ότε σταυρούσθαι έμελλεν, ό Χριστός ό ήμέτερος, καί τούτου προκήρυξιν έποίησε διά τού άψασθαι τού μηρού τού Ιακώβ καί ναρκήσαι ποιήσαι. ό δέ Ισραήλ ήν όνομα αύτφ άνωθεν, ό έπωνόμασε τόν μακάριον Ιακώβ εύλογών τφ έαυτού όνόματι, κηρύσσων καί διά τούτου ότι πάντες οί δι' αύτού τφ πατρί προσφεύγοντες εύλογη μένος Ισραήλ έστιν. ύμείς δέ, μηδέν τούτων νενοηκότες μηδέ νοείν παρασκευαζόμενοι, έπειδή κατά τό σαρκικόν σπέρμα τού Ιακώβ τέκνα έστέ, πάντως σωθήσεσθαι προσδοκάτε, άλλ' ότι καί έν τούτοις έαυτούς πλανάτε, άποδέδεικταί μοι έν πολλοίς. Τίς δ' έστίν ούτος, ός καί άγγελος μεγάλης βουλής ποτέ, καί άνήρ διά Ιεζεκιήλ, καί ώς υιός άνθρώπου διά Δανιήλ, καί παιδίον διά Ήσαίου, καί Χριστός καί θεός προσκυνητός διά Δαυείδ, καί Χριστός καί Λίθος διά πολλών, καί σοφία διά 5< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ΣοΛομώνος, καί ’Ιωσήφ καί Ιούδας καί άστρον διά Μωϋσέως, καί άνατοΛή διά Ζαχαρίου, καί παθητός καί Ιακώβ καί ΊσραήΛ πάΛιν διά Ήσαίου, καί -άβδος καί άνθος καί Λίθος άκρογωνιαίος κέκΛηται καί υιός θεού, εί έγνώκειτε, ώ Τρύφων, έφην, ούκ άν έβΛασφημείτε είς αύτόν ήδη καί παραγενόμενον καί γεννηθέντα καί παθόντα καί άναβάντα είς τόν ούρανόν· ός καί πάΛιν παρέσται, καί τότε κόψονται ύμών αί δώδεκα φυΛαί. έπεί εί νενοήκατε τά είρημένα ύπό τών προφητών, ούκ άν έξηρνείσθε αύτόν είναι θεόν, τού μόνου καί άγεννήτου καί άρρήτου θεού υιόν, ε’ίρηταιγάρ που καί διά Μωϋσέως έν τή ’Εξόδψ ούτως· ΈΛάΛησε δέ κύριος πρός Μωυσήν, καί είπε πρός αύτόν· ’Εγώ είμι κύριος, καί ώφθην πρός τόν Αβραάμ καί ’Ισαάκ καί ’Ιακώβ, θεός αύτών, καί τό όνομά μου ούκ έδήΛωσα αύτοίς, καί έστησα τήν διαθήκην μου πρός αύτούς. καί ούτω πάΛιν Λέγει· Μετά Ιακώβ άνθρωπος έπάΛαιε· καί θεόν φησιν είναι- Είδον γάρ θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, καί έσώθη ή ψυχή μου, Λέγει είρηκέναι τόν ’Ιακώβ, καί ότι καί τόν τόπον, όπου αύτφ έπάΛαισε καί ώφθη καί εύΛόγησε, καί έκάΛεσεν Είδος θεού, άνέγραψε. καί τφ Αβραάμ ομοίως, Μωϋσής φησιν, ώφθη ό θεός πρός τή δρυϊ τή Μαμβρή, καθημένψ έπί τής θύρας τής σκηνής αύτού μεσημβρίας, είτα ταύτα είπών έπιφέρει· ΑναβΛέψας δέ τοίς όφθαΛμοίς είδε καί ιδού τρεις άνδρες είστήκεισαν έπάνω αύτού. καί ίδών συνέδραμεν είς συνάντησιν αύτοίς. μετ' όΛίγον δέ εις έξ αύτών ύπισχνείται τφ Αβραάμ υιόν· Τί ότι έγέΛασε Σάρρα Λέγουσα· Αρά γε τέξομαι; έγώ δέ γεγήρακα. μή άδυνατεί παρά τφ θεφ ρήμα; είς τόν καιρόν τούτον άποστρέψω είς ώρας, καί έσται τή Σάρρμ υιός, καί άπαΛΛάσσονται άπό Αβραάμ. καί ούτω περί αύτών πάΛιν Λέγει· Έξαναστάντες δέ έκείθεν οί άνδρες κατέβΛεψαν έπί πρόσωπον Σοδόμων. είτα πάΛιν πρός τόν Αβραάμ ός ήν καί έστιν ούτως Λέγει· Ού μή κρύψω άπό τού παιδός μου Αβραάμ έγώ ά μέλλω ποιείν· καί τά 5< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έξής άνιστορημένα άπό τών του Μωύσέως καί έξηγημένα ύπ' έμού πάλιν έλεγον, δι' ών άποδέδεικται υπό τφ πατρί καί κυρίψ τεταγμένος καί ύπηρετών τή βουλή αύτού ούτος ός ώφθη τφ τε Αβραάμ καί τφ Ισαάκ καί τφ Ιακώβ καί τοίς άλλοις πατριάρχαις, άναγεγραμμένος θεός, έλεγον. έπέφερον δέ, εί καί μή είπον έν τοίς έμπροσθεν· Ούτω δέ καί, ότε κρέας έπεθύμησεν ό λαός φαγείν καί άπιστεί Μωυσής τφ λελεγμένψ κάκεί αγγέλα), έπαγγελλομένψ δώσειν αύτοίς τόν θεόν είς πλησμο­ νήν, αύτός, ών καί θεός καί άγγελος παρά τού πατρός πεπεμμένος, ταύτα είπείν καί πράξαι δηλούται. ούτως γάρ έπάγει ή γραφή λέγουσα· Καί είπε κύριος πρός Μωυσήν· Μή ή χειρ κυρίου ούκ έξαρκέσει; ήδη γνώση εί έπικαταλήψεταί σε ό λόγος μου ή ού. καί πάλιν έν άλλοις λόγοις ούτως φησι- Κύριος δέ είπε πρός με· Ού διαβήση τόν Ίορδάνην τούτον, κύριος ό θεός σου, ό προπορευόμενος τού προσώπου σου, αύτός έξολοθρεύσει τά έθνη. Καί τά άλλα δέ τοιαύτά έστιν είρημένα τφ νομοθέτη καί τοίς προφήταις. καί ίκανώς ειρήσθαι μοι ύπολαμβάνω ότι, όταν μου ό θεός λέγη· Ανέβη ό θεός άπό Αβραάμ, ή Έλάλησε κύριος πρός Μωυσήν, καί Κατέβη κύριος τόν πύργον ίδείν όν φκοδόμησαν οί υιοί τών άνθρώπων ή ότε Έκλεισεν ό θεός τήν κιβωτόν Νώε έξωθεν, μή ήγείσθε αύτόν τόν άγέννητον θεόν καταβεβηκέναιή άναβεβηκέναι ποθέν. ό γάρ άρρητος πατήρ καί κύριος τών πάντων ούτε ποι άφίκται ούτε περιπατεί ούτε καθεύδει ούτε άνίσταται, άλλ' έν τή αύτού χώρμ, όπου ποτέ, μένει, όξύ ορών καί όξύ άκούων, ούκ όφθαλμοίς ούδέ ώσίν άλλά δυνάμει άλέκτψ- καί πάντα έφορμ καί πάντα γινώσκει, καί ούδείς ήμών λέληθεν αύτόν· ούτε κινού­ μενος, ό τόπψ τε άχώρητος καί τφ κόσμψ όλω, ός γε ήν καί πριν τόν κόσμον γενέσθαι. πώς άν ούν ούτος ή λαλήσειε πρός τινα ή όφθείη τινί ή έν έλαχίστψ μέρειγής φανείη, οπότε γε ούδέ τήν δόξαν τού παρ' αύτού πεμφθέντος ϊσχυεν ό λαός ίδειν έν Σινά, ούδ' αύτός Μωυσής ϊσχυσεν είσελθείν είς τήν 5< Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σκηνήν, ήν έποίησεν, εί μέν έπληρώθη τής παρά του θεού δόξης, ούδέ μήν ό ίερεύς ύπέμεινε κατενώπιον τού ναού στήναι, οτε τήν κιβωτόν Σολομών είσεκόμισεν είς τόν οίκον τόν έν Ιερουσαλήμ, ον αύτός ό Σολομών ώκοδομήκει; ούτε ούν Αβραάμ ούτε Ισαάκ ούτε Ιακώβ ούτε άλλος άνθρώπων είδε τόν πατέρα καί άρρητον κύριον τών πάντων άπλώς καί αύτού τού Χριστού, άλλ εκείνον τόν κατά βουλήν τήν έκείνου καί θεόν όντα, υιόν αύτού, καί άγγελον έκ τού ύπηρετείν τή γνώμη αύτού· ον καί άνθρωπον γεννηθήναι διά τής παρθένου βεβούληται, ός καί πύρ ποτέ γέγονε τή πρός Μωυσέα όμιλίμ τή άπό τής βάτου. έπεί έάν μή ούτω νοήσωμεν τάς γραφάς, συμβήσεται τόν πατέρα καί κύριον τών όλων μή γεγενήσθαί τότε έν τοίς ούρανοίς, οτε διά Μωϋσέως Λέλεκται- Καί κύριος έβρεξεν έπί Σόδομα πύρ καί θειον παρά κυρίου έκ τού ούρα­ νού· καί πάλιν διά Δαυείδ οτε Λέλεκται ούτως· Άρατε πύλας οί άρχοντες ύμών, καί έπάρθητε πύλαι αιώνιοι, καί είσελεύσεται ό βασιλεύς τής δόξης· καί πάλιν οτε φησί· Λέγει κύριος τφ κυρίψ μου· Κάθου έκ δεξιών μου, έως άν θώ τούς εχθρούς σου ύποπόδιον τών ποδών σου. Καί ότι κύριος ών ό Χριστός, καί θεός θεού υιός ύπάρχων, καί δυνάμει φαινόμενος πρότερον ώς άνήρ καί άγγελος, καί έν πυρός δόξη, ώς έν τή βατω, πέφανταικαί έπί τής κρίσεως τής γεγενημένης έπί Σόδομα, άποδέδεικται έν πολλοίς τοίς είρημένοις. άνιστόρουν δέ πάλιν ά καί προέγραψα άπό τής Εξόδου πάντα, περί τε τής οπτασίας τής έπί τής βάτου καί τής έπικλήσεως τού Ιησού ονόματος, καί έπέλεγον· Καί μή νομίζητε, ώ ούτοι, ότι περιττολογών ταύτα Λέγω πολλάκις, άλλ' έπείγινώσκω καί τινας προλέγειν ταύτα βουλομένους, καί φάσκειν τήν δύναμιν τήν παρά τού πατρός τών όλων φανείσαν τφ Μωυσει ή τφ Αβραάμ ή τφ Ιακώβ άγγελον καλείσθαι έν τή πρός άνθρώπους προόδφ, έπειδή δι' αύτής τά παρά τού πατρός τοίς άνθρώποις αγγέλλεται, δόξαν δέ, έπειδή έν άχωρήτφ ποτέ φαντασίμ φαίνεται, άνδρα δέ ποτέ καί άνθρωπον κα­ ί. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας λείσθαι, έπειδή έν μορφαις τοιαύταις σχηματιζόμενος φαίνεται αισπερ βούλεται ό πατήρ· καί λόγον καλούσιν, έπειδή καί τάς παρά του πατρός ομιλίας φέρει τοϊς άνθρώποις. άτμητον δέ καί άχώριστον τού πατρός ταύτην τήν δύναμιν ύπάρχειν, όνπερ τρόπον τό τού ήλιου φασί φως έπί γής είναι άτμητον καί άχώριστον όντος τού ήλιου έν τφ ούρανφ· καί, όταν δύση, συναποφέρεται τό φώς· ούτως ό πατήρ, όταν βούληται, λέγουσι, δύναμιν αύτού προπηδάν ποιεί, καί όταν βούληται, πάλιν άναστέλλει είς εαυτόν, κατά τούτον τόν τρόπον καί τούς άγγέλους ποιείν αύτόν διδάσκουσιν. άλλ' ότι μέν ούν είσίν άγγελοι, καί άεί μένοντες καί μή άναλυόμενοι είς έκεινο έξ ούπερ γεγόνασιν, άποδέδεικται· καί ότι δύναμις αύτη, ήν καί θεόν καλει ό προφητικός λόγος, διά πολλών ωσαύτως άποδέδεικται, καί άγγελον, ούχ ώς τό τού ήλιου φώς όνόματι μόνον άριθμειται, άλλά καί άριθμφ έτερόν τί έστι, καί έν τοίς προειρημένοις διά βραχέων τόν λόγον έξήτασα, είπών τήν δύναμιν ταύτην γεγεννήσθαι άπό τού πατρός, δυνάμει καί βουλή αύτού, άλλ' ού κατά άποτομήν, ώς άπομεριζομένης τής τού πατρός ούσίας, όποια τά άλλα πάντα μεριζόμενα καί τεμνόμενα ού τά αύτά έστιν ά καί πριν τμηθήναι· καί παραδείγματος χάριν παρειλήφειν ώς τά άπό πυρός άναπτόμενα πυρά έτερα όρώμεν, ούδέν έλαττουμένου έκείνου, έξ ού άναφθήναι πολλά δύνανται, άλλά ταύτού μένοντος. Καί νύν δέ έτι καί ους ειπον λόγους είς άπόδειξιν τούτου έρώ. όταν λέγη· Έβρεξε κύριος πυρ παρά κυρίου έκ τού ούρανού, δύο όντας άριθμφ μηνύει ό λόγος ό προ­ φητικός, τόν μέν έπί γής όντα, ός φησι καταβεβηκέναι ίδείν τήν κραυγήν Σοδόμων, τόν δέ έν τοίς ούρανοίς ύπάρχοντα, ός καί τού έπί γής κυρίου κύριός έστιν, ώς πατήρ καί θεός, αίτιός τε αύτφ τού είναι καί δυνατφ καί κυρίψ καί θεφ. καί πάλιν όταν λέγη ό λόγος είρηκέναι τόν θεόν έν άρχή· Ιδού Αδάμ γέγονεν ώς εις έξ ήμών, τάδε Ώς εις έξ ήμών, καί αύτός άριθμού δηλωτικόν έστιν, άλλ' ού τροπολογίαν χωρούσιν οί λόγοι, 5< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ώς έξηγεϊσθαι έπιχειροΰσιν οί σοφισταί καί μηδέ λέγειν τήν άλήθειαν μηδέ νοεϊν δυνάμενοι. καί έν τή Σοφία εϊρηται· Εάν άναγγείλω ύμίν τά καθ' ή μέραν γινόμενα, μνημονεύσω τά έξ αίώνος άριθμήσαι. Κύριος έκτισέ με άρχήν οδών αύτού είς έργα αύτού. προ τού αίώνος έθεμελίωσέ με, έν άρχή, προ τού τήν γήν ποιήσαι καί προ τού τάς άβύσσους ποιήσαι καί προ τού προελθείν τάς πηγάς τών ύδάτων, προ τού όρη έδρασθήναι· προ δέ πάντων βουνών γεννμ με. καί είπών ταύτα έπήγαγον· Νοείτε, ώ άκροαταί, εί γε καί τόν νούν προσέχετε· καί ότι γεγεννήσθαι ύπό τού πατρός τούτο τό γέν­ νημα προ πάντων άπλώς τών κτισμάτων ό λόγος έδήλου, καί τό γεννώμενον τού γεννώντος άριθμφ έτερόν έστι, πάς όστισούν όμολογήσειε. Καί συντιθέμενων πάντων ειπον· Καί λόγους δέ τινας, οΰς μή άπεμνημόνευσα πρότερον, εϊποιμ' άν άρτι· είσί δέ είρημένοι ύπό τού πιστού θεράποντος Μωϋσέως έπικεκαλυμμένως. εϊρηται δέ ούτως· Εύφράνθητε ούρανοί άμα αύτφ, καί προσκυνησάτωσαν αύτφ πάντες άγγελοι θεού- καί τά έξής τού λόγου έπέφερον ταύτα- Εύφράνθητε έθνη μετά τού λαού αύτού, καί ένισχυσάτωσαν αύτφ πάντες άγγελοι θεού, ότι τό αϊμα τών υιών αύτού έκδικεϊται, καί έκδικήσει, καί άνταποδώσει δίκην τοίς έχθροϊς, καί τοίς μισουσιν αύτόν άνταποδώσει, καί έκκαθαριεϊ κύριος τήν γήν τού λαού αύτού. καί είπών ταύτα ήμάς τά έθνη λέγει εύφραίνεσθαι μετά τού λαού αύτού, λέγω Αβραάμ παί Ισαάκ καί Ιακώβ καί τούς προφήτας καί άπλώς τούς άπ' έκείνου τού λαού πάντας εύαρεστούντας τφ θεφ, κατά τά προωμολογημένα ήμίν- άλλ' ού πάντας τούς άπό τού γένους ύμών άκουσόμεθα, έπειδή έγνωμεν καί διά Ήσαίου τά κώλα τών παραβεβηκότων ύπό σκώληκος καί άπαύστου πυρός διαβιβρώσκεσθαι μέλλειν, άθάνατα μένοντα, ώστε καί είναι είς όρασιν πάσης σαρκός. έπειπεϊν δέ ύμϊν βούλομαι καί πρός τούτοις, ώ άνδρες, έφην, καί άλλους τινάς λόγους άπ' 5< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας αύτών τών Μωυσέως Λόγων, έξ ών καί νοήσαι δύνασθε ότι άνωθεν μέν πάντας τούς άνθρώπους ό θεός διεσκόρπισε καί τά γένη καί γΛώσσας· έκ πάντων δέ τών γενών γένος έαυτφ Λαβών τό ύμέτερον, γένος άχρηστον καί άπειθές καί άπιστον, δείξας τούς άπό παντός γένους αίρουμένους πεπεϊσθαι αύτού τή βουΛή διά τού Χριστού, ον καί Ιακώβ καΛεί καί ΊσραήΛ ονομάζει, τούτους καί Ιακώβ καί ΊσραήΛ, ώς προέφην έν ποΛΛοϊς, είναι δει. Εύφράνθητε γάρ έθνη μετά τού Λαού αύτού είπών, τήν μέν όμοίαν αύτοίς άπονέμει κληρονομιάν, καί τήν όμοίαν όνομάσιαν δίδωσιν· έθνη δέ αύτούς καί εύφραινομένους μετά τού Λαού αύτού Λέγων, είς όνειδος τό ύμέτερον Λέγει έθνος, ον γάρ καί ύμεϊς τρόπον παρωργίσατε είδωΛοΛατρήσαντες, ούτω καί αύτούς είδωλολάτρας όντας κατηξίωσε γνώναι τήν βουΛήν αύτού καί κΛηρονομήσαι τήν κληρονομιάν τήν παρ' αύτφ. Έρώ δέ καί τούς Λόγους, δι' ών δηΛούται μερίσας πάντα τά έθνη ό θεός, είσί δέ ούτοι· Έπερώτησον τόν πατέρα σου, καί άναγγελεϊ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου, καί έρούσί σοι. ότε διεμέριζεν ό ύψιστος έθνη, ώς διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια έθνών κατά άριθμούς υιών ΊσραήΛ· καί έγενήθη μερίς κυρίου Λαός αύτού Ιακώβ, σχοίνισμα κληρονομιάς αύτού ΊσραήΛ. Καί είπών ταύτα έπήνεγκα Λέγων ότι οί έβδομήκοντα έξηγήσαντο, ότι Έστησεν όρια έθνών κατά άριθμόν άγγέΛων θεού, άλλ' έπεί καί έκ τούτου πάΛιν ούδέν μοι έλαττουται ό Λόγος, τήν ύμετέραν έξήγησιν είπον. καί ύμεϊς δ' εί βούΛεσθε τήν άΛήθειαν όμοΛογήσαι, ότι πιστότεροι πρός τόν θεόν έσμεν, οϊτινες διά τού έξουθενημένου καί ονείδους μεστού μυστηρίου τού σταυρού κΛηθέντες ύπό τού θεού, ών καί τή όμολογίμ καί τή ύπακοή καί τή εύσεβείμ κολάσεις μέχρι θανάτου ύπό τών δαιμόνιων καί τής στρατιάς τού διαβόλου, διά τής ύφ' ύμών έκείνοις γεγενημένης ύπηρεσίας, προστετίμηνται, πάνθ' ύπομένομεν ύπέρ τού μηδέ μέχρι φωνής άρνεϊσθαι τόν Χριστόν, δι' ού έκλήθημεν είς σωτηρίαν τήν προητοιμασμένην παρά τού πατρός, ύμών τών έν βραχίονι ύψηλφ καί έπισκοπή μεγάλης 5< Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας δόξης Λυτρωθέντων άπό τής Αίγύπτου, θαλάσσης ύμίν τμηθείσης καίγενομένης οδού ξηράς, έν ή τούς διώκοντας ύμάς μετά δυνάμεως πολλής πάνυ καί ενδόξων άρμάτων, έπικλύσας αύτοίς τήν δι' ύμάς όδοποιηθεϊσαν θάλασσαν, άπέκτεινεν· οίς καί στύλος φωτός έλαμπεν, ϊνα καί παρά τόν πάντα άλλον λαόν τόν έν τώ κόσμψ ίδίψ καί άνεΛΛιπεϊ καί μή δύνοντι φωτί χρήσθαι έχητε- οϊς άρτον είς τροφήν ίδιον άγγέλων ούρανίων, τό μάννα, έβρεξεν, ϊνα μηδέ σιτοποίίας δεόμενοι ζητήσητε· καί τό έν Μερρμ ύδωρ έγλυκάνθηκαί σημείον τού σταυρούσθαι μέΛΛοντος καί έπί τών όφεων τών δακόντων ύμάς, ώς προεϊπον, γεγένηται (πάντα προλαμβάνοντας προ τών ιδίων καιρών τά μυστήρια χαρίζεσθαι ύμίν τού θεού, πρός ον άχάριστοι έλέγχεσθε άείγεγενημένοι) καί διά τού τύπου τής έκτάσεως τών χειρών Μωυσέως καί τού έπονομασθέντος Ιησού πολεμούντων τόν Άμαλήκ, περί ού ειπεν ό θεός άναγραφήναι τό γεγενημένον, φήσας καί είς τάς ύμών άκοάς Ιησού παραθέσθαι τό όνομα, είπών ότι ούτός έστιν ό μέΛΛων έξαΛείφειν άπό τής ύπό τόν ούρανόν τό μνημόσυνον τού Αμαλήκ. καί ότι τό μνημόσυ­ νον τού Αμαλήκ καί μετά τόν τού Ναυή υιόν μένει, φαίνεταιδιά δέ τού Ιησού τού σταυρωθέντος, ού καί τά σύμβολα έκεϊνα προκηρύγματα ήν τών κατ' αύτόν άπάντων, ότι μέλλει έξολοθρευθήσεσθαι τά δαιμόνια καί δεδιέναι τό όνομα αύτού, καί πάσας τάς άρχάς καί τάς βασιλείας ομοίως ύφοράσθαι αύτόν, καί έκ παντός γένους άνθρώπων θεοσεβείς καί ειρηνικούς δείκνυσθαι είναι τούς είς αύτόν πιστεύοντας, φανερόν ποιεί, καί τά προανιστορημένα ύπ' έμού, Τρύφων, σημαίνουσι. καί τοσαύτη δέ όρτυγομήτρα έδόθη ύμίν έπιθυμήσασι κρεωφαγίας, όση άνάριθμος είπείν- οϊς καί έκ πέτρας ύδωρ άνέβλυσε, καί νεφέλη είς σκιάν άπό καύματος καί φυλακήν άπό κρύους εϊπετο, άλλου ούρανού καινού τρόπον καί προαγγελίαν άπαγγέλλουσα- ών καί οί ιμάντες τών ύποδημάτων ούκ έρράγησαν, ούδέ αύτά τά ύποδήματα έπαλαιώθη, ούδέ τά ένδύματα κατετρίβη, άλλά καί τά τών νεωτέρων συνηύξανε. 5< Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Καί πρός τούτοις έμοσχοποιήσατε καί πρός τάς θυγατέρας τών άΛΛογενών πορνεύσαικαί είδωΛοΛατρήσαι έσπουδάσατε, καί μετά ταύτα πάΛιν, τής γής ύμίν παραδοθείσης μετά δυνάμεως τοσαύτης, ώς καί τόν ήΛιον θεάσασθαιύμάς προστάζει τού άνδρός εκείνου τού έπονομασθεντός τφ Ιησού όνόματι στα­ βέντα έν τφ ούρανφ καί μή δύναντα μέχρις ώρών τριάκοντα έξ, καί τάς άΛΛας πάσας δυνάμεις τάς κατά καιρόν γεγενημένας ύμίν· ών καί άΛΛην μίαν καταριθμήσαι τά νύν είναι μοι δοκεί· συναίρεται γάρ πρός τό καί έξ αύτής συνιέναι ύμάς τόν Τησούν, όν καί ήμείς έπέγνωμεν Χριστόν υιόν θεού, σταυρωθέντα καί άναστάντα καί άνεΛηΛυθότα είς τούς ούρανούς καί πάΛιν παραγενησόμενον κριτήν πάντων απλώς άνθρώπων μέχρις αύτού Αδάμ. έπίστασθε ούν, έΛεγον, ότι, τής σκηνής τού μαρτυρίου ύπό τών περί Αζωτίους ποΛεμίων άρπαγείσης καί πΛηγής αύτοίς γεγενημένης φοβεράς καί άνιάτου, έβουΛεύσαντο έφ' άμάξης, ύφ' ή δαμάΛεις νεοτόκους έζευξαν, έπιθείναι, είς πείραν τού γνώναι εί δυνάμει θεού διά τήν σκη­ νήν πεπΛηγμένοι είσί καί βούΛεται ό θεός άπενεχθήναι αύτήν όθεν έΛήφθη. καί πραξάντων τούτο αί δαμάΛεις, ύπό μηδενός όδηγούμεναι άνθρώπων, ούκ ήΛθον μέν είς τόν τόπον όπόθεν ε’ίΛηπτο ή σκηνή, άλλ' είς χωρίον τινός άνδρός καΛουμένον Αύσή, ομωνύμου έκείνου τού μετονομασθέντος τφ Ιησού όνόματι, ώς προεΛέΛεκτο, ός καί είσήγαγε τόν Λαόν είς τήν γήν καί κατεκΛηροδότησεν αύτοίς αύτήν· είς ό χωρίον έΛθούσαι μεμενήκασι, δεικνυμένου ύμίν καί διά τούτων, ότι τφ τής δυ­ νάμεως όνόματι ώδηγήθησαν, ώς πρότερον ό περιΛειφθείς Λαός άπό τών άπ' Αίγύπτου έξεΛθόντων διά τού Λαβόντος τό Ιησού όνομα, Αύσή πρότερον καΛουμένου, είς τήν γήν ώδηγήθη. Καί τούτων καί πάντων τών τοιούτων παραδόξων καί θαυμαστών ύμίν γενομένων τε καί όρωμένων κατά καιρούς, έΛέγχεσθε καί διά τών προφητών μέχρι τού καί τά εαυτών τέκνα τεθυκέναι τοις δαιμονίοις καί έπί τούτοις πάσι τοιαύτα τετοΛμηκέναι είς τόν Χριστόν καί έτι τοΛμάν, έφ' οις πάσι γένοιτο ύμιν, έλεος παρά τού θεού καί τού Χριστού αύτού Λαβούσι, 5' Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας σωθήναι. διά γάρ του προφήτου Ήσαίου προεπιστάμενος ό θεός ταύτα μέλλειν ύμάς ποιειν κατηράσατο ούτως· Ούαί τή ψυχή αύτών· βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ' εαυ­ τών, είπόντες· Δήσωμεν τόν δίκαιον, ότι δύσχρηστος ήμίν έστι. τοίνυν τά γεννήματα τών έργων αύτών φάγονται. ούαί τφ άνόμψ- πονηρά κατά τά έργα τών χειρών αύτού συμβήσεται αύτφ. λαός μου, οί πράκτορες ύμών καλαμώνται ύμάς καί οί άπαιτούντες κυριεύσουσιν ύμών. λαός μου, οί μακαρίζοντες ύμάς πλανώσιν ύμάς καί τήν τρίβον τών οδών ύμών ταράσσουσιν. άλλά νύν καταστήσεται είς κρίσιν τόν λαόν αύτού, καί αύτός κύριος είς κρίσιν ήξει μετά τών πρεσβυτέρων τού λαού καί τών άρχόντων αύτού· ύμείς δέ τί ένεπυρίσατε τόν άμπελώνά μου, καί ή άρπαγή τού πτωχού έν τοις οϊκοις ύμών; ύμείς τί άδικείτε τόν λαόν μου καί τό πρόσωπον τών ταπεινών κατησχύνατε; καί έν έτέροις πάλιν λόγοις ό αύτός προφήτης είς τό αύτό ειπεν· Ούαί οί έπισπώμενοι τάς άμαρτίας αύτών ώς έν σχοινίψ μακρφ καί ώς ζυγού ίμάντι δαμάλεως τάς άνομίας, οί λέγοντες· Τό τάχος αύτού έγγισάτω, καί έλθέτω ή βουλή τού άγιου Ισραήλ, ίνα γνώμεν. Ούαί οί λέγοντες τό πονηρόν καλόν καί τό καλόν πονηρόν, οί τιθέντες τό φώς σκότος καί τό σκότος φώς, οί τιθέντες τό πικρόν γλυκύ καί τό γλυκύ πικρόν. Ούαί οί συνετοί έν έαυτοίς καί ένώπιον αυτών έ πιστή μονές. Ούαί οί ίσχύοντες ύμών, οί τόν οίνον πίνοντες, καί οί δυνάσται, καί οί κιρνώντες τό σίκερα, οί δικαιούντες τόν άσεβή ένεκεν δώρων, καί τό δίκαιον τού δικαίου αϊροντες. διά τούτο, ον τρόπον καυθήσεται καλάμη ύπό άνθρακας πυρός καί συγκαυθήσεται ύπό φλογός καιομένης, ή ·ίζα ώς χνούς έσται καί τό άνθος αύτών ώς κονιορτός άναβήσεται· ού γάρ ήθέλησαν τόν νόμον κυρίου Σαβαώθ, άλλά τό λόγιον κυρίου τού άγιου Ισραήλ παρώξυναν. καί έθυμώθη οργή κύριος Σαβαώθ, καί έπέβαλε τάς χείρας έπ' αύτούς καί έπάταζεν αύτούς καί παρωξύνθη έπί τά όρη, καί έγενήθη τά θνησιμαία αύτών έν μέσψ ώς κοπρία οδού· καί έν πάσι τούτοις ούκ άπεστράφησαν, άλλ' έτι ή χείρ 5' Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας αύτών ύψηλή. έτι γάρ άΛηθώς ή χειρ ύμών προς κακοποίίαν ύψηΛή, ότι καί τόν Χριστόν άποκτείναντες ούδ' ούτως μετανοείτε, άΛΛά καί ή μάς, τούς πιστεύσαντας δι' αύτού τφ θεφ καί πατρί τών όλων, μισείτε καί φονεύετε, οσάκις άν Λάβητε εξουσίαν, άδιαλείπτως δέ καταράσθε αύτώ τε έκείνιρ καί τοίς άπ' αύτού, πάντων ήμών εύχομένων ύπέρ ύμών καί ύπέρ πάν­ των άπΛώς άνθρώπων, ώς ύπό τού Χριστού ήμών καί κυρίου ποιείν έδιδάχθημεν, παραγγείλαντος ήμίν εύχεσθαικαί ύπέρ τών εχθρών καί άγαπάν τούς μισούντας καί εύλογείν τούς καταρωμένους. Εί ούν καί ύμάς δυσωπεί τά τε τών προφητών διδάγματα καί τά έκείνου αύτού, βέλτιόν έστιν ύμάς τφ θεφ έπεσθαιή τοίς άσυνέτοις καί τυφλοίς διδασκάΛοις ύμών, οϊτινες καί μέχρι νύν καί τέσσαρας καί πέντε έχειν ύμάς γυναίκας έκαστον συγχωρούσι, καί έάν εύμορφόν τις ίδών έπιθυμήση αύτής, τάς Ιακώβ τού Ισραήλ καί τών άλλων πατριαρχών πράξεις άνιστορούντες καί μηδέν άδικείν Λέγοντες τούς τά όμοια πράττοντας, τάλανες καί άνόητοι καί κατά τούτο όντες. ώς προέφην γάρ, οίκονομίαι τινές μεγάλων μυστηρίων έν έκάστη τινί τοιαύτη πράξει άπετεΛούντο. έν γάρ τοίς γάμοις τού Ιακώβ τίς οικονομία καί προκήρυξις άπετελείτο, έρώ, όπως καί έν τούτοις έπιγνώτε ότι ούδέν προς τό θειωδέστερον, δι' ό έκάστη πράξις γέγονεν, άπείδον ύμών άεί οί διδάσκαλοι, άλλά προς τά χαμαιπετή καί τά διαφθοράς μάΛΛον πάθη. Προσέχετε τοιγαρούν οίς Λέγω. Τής ύπό τού Χριστού μεΛΛούσης άπαρτίζεσθαι πράξεως τύποι ήσαν οί γάμοι τού Ιακώβ, δύο γάρ άδελφάς κατά τό αύτό ού θεμιτόν γαμήσαι τόν Ιακώβ· καί δουλεύει δέ τφ Λάβαν ύπέρ τών θυγατέρων, καίψευσθείς έπί τή νεωτέρμ πάλιν έδούλευσεν έπτά έτη. άλλά Λεία μέν ό λαός ύμών καί ή συναγωγή, 'Ραχήλ δέ ή έκκλησία ήμών. καί ύπέρ τούτων δουλεύει μέχρι νύν ό Χριστός καί τών έν άμφοτέραις δούλων. έπεί γάρ τοίς δυσίν υίοίς τό τού τρίτου σπέρμα 5' Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας είς δουλείαν ό Νώε έδωκε, νυν πάλιν είς άποκατάστασιν άμφοτέρων τε τών ελευθέρων τέκνων καί τών έν αύτοίς δούλων Χριστός έλήλυθε, τών αύτών πάντας καταξιών τούς φυλάσσοντας τάς έντολάς αύτού, ον τρόπον καί οί άπό τών έλευθέρων καί οί άπό δούλων γενόμενοι τφ Ιακώβ πάντες υιοί καί ομότιμοι γεγόνασι· κατά δέ τήν τάξιν καί κατά τήν πρόγνωσιν, όποιος έκαστος έσται, προλέλεκται. έδούλευσεν Ιακώβ τφ Λάβαν ύπέρ τών -αντών καί πολυμόρφων θρεμμάτων· έδούλευσε καί τήν μέχρι σταυρού δουλείαν ό Χριστός ύπέρ τών έκ παντός γένους ποικίλων καί πολυειδών άνθρώπων, δι' αίματος καί μυστηρίου τού σταυρού κτησάμενος αύτούς· Λείας άσθενείς ήσαν οί οφθαλμοί· καί γάρ ύμών σφόδρα οί τής ψυχής οφ­ θαλμοί. έκλεψε 'Ραχήλ τούς θεούς Λάβαν καί κατέκρυψεν αύ­ τούς έως τής σήμερον ή μέρας· καί ήμίν άπολώλασιν οί πατρικοί καί ύλικοί θεοί. τόν χρόνον πάντα έμισείτο ύπό τού άδελφού ό Ιακώβ· καί ήμείς νύν καί αύτός ό κύριος ήμών μισείται ύφ' ύμών καί ύπό τών άλλων άπλώς άνθρώπων, όντων πάντων τή φύσει άδελφών. Ισραήλ έπεκλήθη Ιακώβ· καί Ισραήλ καί ό Χριστός άποδέδεικται, ό ών καί καλούμενος Ιησούς. Καί όταν ή γραφή λέγη· Έγώ κύριος ό θεός, ό άγιος Ισραήλ, ό καταδείξας Ισραήλ βασιλέα ύμών· ούχί άληθώς τόν Χριστόν τόν αιώνιον βασιλέα άκούσεσθε; καί Ιακώβ γάρ, ό τού Ισαάκ υιός, ότι ούδέποτε βασιλεύς γέγονεν, έπίστασθε· καί διά τούτο ή γραφή, πάλιν έξηγουμένη ήμίν τίνα λέγει βα­ σιλέα Ιακώβ καί Ισραήλ, ούτως έφη· Ιακώβ ό παίς μου, άντιλήψομαι αύτού· καί Ισραήλ ό εκλεκτός μου, προσδέξεται αύτόν ή ψυχή μου. δέδωκα τό πνεύμά μου έπ' αύτόν, καί κρίσιν τοίς έθνεσιν έξοίσει. ού κεκράξεται, ούδέ άκουσθήσεται έξω ή φωνή αύτού· κάλαμον τεθραυσμένον ού συντρίψει καί λίνον τυφόμενον ού σβέσει, έως ού νίκος έξοίσει, κρίσιν άναλήψει, καί ού θραυσθήσεται, έως άν θή έπί τής γής κρίσιν· καί έπί τφ όνόματι αύτού έλπιούσιν έθνη. μήτι ούν έπί 5' Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τόν Ιακώβ τόν πατριάρχην οί άπό τών έθνών έΛπίζουσιν, άλλ' ούκ έπί τόν Χριστόν, καί ύμείς δέ αύτοί; ώς ούν ΊσραήΛ τόν Χριστόν καί Ιακώβ Λέγει, ούτως καί ήμείς έκ τής κοιΛίας τού Χριστού Λατομηθέντες ΙσραηΛιτικόν τό άΛηθινόν έσμεν γένος, αύτφ δέ μάΛΛον τώ ·ητφ προσέχωμεν. Καί έξάξω, φησί, τό έξ Ιακώβ σπέρμα καί έξ Ιούδα· καί κληρονομήσει τό όρος τό άγιόν μου, καί κΛηρονομήσουσιν οί έκΛεκτοί μου καί οί δούΛοί μου, καί κατοικήσουσιν έκεί· καί έσονται έν τώ δρυμφ έπαύΛεις ποιμνίων, καίφάραγξ Άχώρ είς άνάπαυσιν βουκοΛίων τφ Λαφ οί έζήτησάν με. ύμείς δέ, οί έγκαταΛείποντές με καί έπιΛανθανόμενοι τό όρος τό άγιόν μου καί έτοιμάζοντες τοίς δαιμονίοις τράπεζαν καί πΛηρούντες τφ δαίμονι κέρασμα, έγώ παραδώσω ύμάς είς μάχαιραν· πάντες σφαγή πεσείσθε ότι έκάλεσα ύμάς καί ούχ ύπηκούσατε, καί έποιήσατε τό πονηρόν ένώπιόν μου, καί ά ούκ έβουΛόμην έξελέξασθε. καί τά μέν τής γραφής ταύτα· συννοεϊτε δέ καί αύτοί ότι άΛΛο τί έστι τό έξ Ιακώβ σπέρμα νύν λεγόμενον, ούχ ώς οίηθείη τις άν περί τού Λαού Λέγεσθαι. ού γάρ ένδέχεται τοις έξ Ιακώβ γεγεννημένοις άπολιπείν έπείσαξιν τούς έξ Ιακώβ σπαρέντας, ούδέ όνειδίζοντα τφ Λαφ ώς μή άξίω τής κληρονομιάς, πάλιν, ώς ύποΛαβόμενος, τοίς αύτοίς ύπισχνείσθαι. άλλ' όνπερ τρόπον έκεί φησιν ό προφήτης· Καί νύν σύ οικος τού Ιακώβ, δεύρο καί πορευθώμεν έν φωτί κυρίου· άνήκε γάρ τόν Λαόν αύτού, τόν οικον Ιακώβ, ότι έπλήσθη ή χώρα αύτών, ώς τό άπ' άρχής, μαν­ τειών καί κληδονισμών- ούτω καί ένθάδε δει νοειν ήμάς δύο σπέρματα Ιούδα καί δύο γένη, ώς δύο οίκους Ιακώβ, τόν μέν έξ αίματος καί σαρκός, τόν δέ έκ πίστεως καί πνεύματος γεγεννημένον. Όράτε γάρ ώς πρός τόν Λαόν νύν Λέγει, άνωτέρω είπών· Όν τρόπον εύρεθήσεται ·άξ έν βότρυϊ, καί έρούσι· Μή Λυμανή αύτόν, ότι εύλογία έν αύτφ έστιν, ούτω ποιήσω ένεκεν τού δουλεύοντας μοι- τούτου ένεκεν ού μή άπολέσω πάντας· καί μετά τούτο έπιφέρει· Καί έξάξω τό έξ Ιακώβ καί έξ Ιούδα. 5' Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας δήλον ούν, εί έκείνοις ούτως οργίζεται καί όλιγοστούς καταλείψειν άπειλεί, άλλους τινάς έζάξειν επαγγέλλεται οι κατοικήσουσιν έν τφ όρει αύτού. ούτοι δέ είσιν ους είπε σπερείν καί γεννήσειν· ύμείς γάρ ούτε καλούντος αύτού άνέχεσθε ούτε λαλούντος άκούετε, άλλά καί τό πονηρόν έποιήσατε ενώπιον κυρίου, τό δέ ύπερβάλλον ύμών τής κακίας τό καί μισεϊν, ον έφονεύσατε, δίκαιον καί τούς άπ' αύτού λαβόντας είναι όπερ είσίν, εύσεβείς καί δίκαιοι καί φιλάνθρωποι, τοιγαρούν Ούαί τή ψυχή αύτών λέγει κύριος, διότι βεβούλευνται βουλήν πονηράν καθ' εαυτών, είπόντες· Άρωμεν τόν δίκαιον, ότι δύσ­ χρηστος ήμίν έστιν. ού γάρ καί ύμείς τή Βάαλ έθύετε, ώς οί πατέρες ύμών, ούδέ έν συσκίοις ή μετεώροις τόποις πέμματα έποιεϊτε τή στρατιμ τού ούρανού, άλλ' ότι ούκ έδέξασθε τόν Χριστόν αύτού. ό γάρ τούτον άγνοών άγνοεί καί τήν βου­ λήν τού θεού, καί ό τούτον ύβρίζων καί μισών καί τόν πέμψαντα δήλον ότι καί μισεί καί ύβριζει· καί ει ού πιστεύει τις είς αύτόν, ού πιστεύει τοίς τών προφητών κηρύγμασι τοίς αύτόν εύαγγελισαμένοις καίκηρύξασιν εις πάντας. Μή δή, ώ άδελφοί, κακόν τι εϊπητε είς εκείνον τόν έσταυρωμένον, μηδέ χλευάσητε αύτού τούς μώλωπας, οίς ίαθήναι πάσι δυνατόν, ώς καί ήμείς ίάθημεν. καλόν γάρ, ήν πεισθέντες τοίς λόγοις περιτμηθήτε τήν σκληροκαρδίαν, ήν ούχί δι' ύμών έγγινομένην γνώμην έχετε, έπειδή είς σημειον ήν δε­ δομένη, άλλ' ούκ είς δικαιοπραξίας έργον, ώς οί λόγοι άναγκάζουσι. συμφάμενοι ούν μή λοιδορήτε επί τόν υιόν τού θεού, μηδέ Φαρισαίοις πειθόμενοι διδασκάλοις τόν βασιλέα τού Ισραήλ έπισκώψητέ ποτέ, όποια διδάσκουσιν οί άρχισυνάγωγοι ύμών, μετά τήν προσευχήν, εί γάρ ό άπτόμενος τών μή εύαρέστων τφ θεφ ώς ό άπτόμενος κόρης τού θεού, πολύ μάλλον ό τού ήγαπημένου καθαπτόμενος. ότι δέ ούτος αύτός έστι, καί ίκανώς άποδέδεικται. Καί σιγώντων αύτών ειπον· Έγώ, ώ φίλοι, καί τάς γραφάς λέγω νύν ώς έξηγήσαντο οί έβδομήκοντα· είπών γάρ 5' Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός 'Έλληνας αύτάς πρότερον ώς ύμείς αύτάς έχετε, πείραν ύμών έποιούμην πώς διάκεισθε ήδη τήν γνώμην. Λέγων γάρ τήν γρα­ φήν, ή Λέγει· Ούαί αύτοίς, ότι βεβούλευνται βουΛήν πονηράν καθ' εαυτών είπόντες ώς έξηγήσαντο οί έβδομήκοντα έπήνεγκα· Άρωμεν τόν δίκαιον, ότι δύσχρηστος ήμίν έστιν· έμού έν άρχή τής όμιΛίας καί είπόντος όπερ ύμείς ειρήσθαι βούΛεσθε, εί­ πόντες· Δήσωμεν τόν δίκαιον, ότι δύσχρηστος ήμιν έστιν. άλλα δέ τινα έπράξατε, καί ού δοκείτέ μοι ένηκόως τών Λόγων έπακηκοέναι. άλλ' έπεί καί νύν ήδη ή ή μέρα πέρας ποιείσθαι μέΛΛει, πρός δυσμάς γάρ ήδη ό ήΛιός έστι, καί έν τι προσθείς τοις είρημένοις παύσομαι· τούτο δ' αύτό καί έν τοίς είρημένοις μοι έρρέθη, άλλά πάΛιν αύτό έπεξεργάσασθαι άν δίκαιον ειναί μοι δοκεί. Γινώσκετε ούν, ώ άνδρες, έφην, ότι έν τφ Ήσαίμ Λέλεκται ύπό τού θεού πρός τήν Ιερουσαλήμ, ότι Επί τού κα­ τακλυσμού τού Νώε έσωσά σε. τούτο δέ έστιν ό έλεγεν ό θεός, ότι τό μυστήριον τών σωζομένων άνθρώπων έπί τού κατακλυσ­ μού γέγονεν. ό δίκαιος γάρ Νώε μετά τών άλλων άνθρώπων έπί τού κατακλυσμού, τούτ' έστι τής τε γυναικός τής αύτού καί τών τριών τέκνων αύτών καί τών γυναικών τών υιών αύτού, οίτινες άριθμφ όντες οκτώ, σύμβολον είχον τής άριθμφ μέν όγδοης ή μέρας, έν ή έφάνη ό Χριστός ήμών άπό νεκρών άναστάς, δυνάμει δ' άεί πρώτης ύπαρχούσης. ό γάρ Χριστός, πρωτότοκος πάσης κτίσεως ών, καί άρχή πάλιν άλλου γένους γέγονε, τού άναγεννηθέντος ύπ' αύτού δι' ύδατος καί πίστεως καί ξύλου, τού τό μυστήριον του σταυρού έχοντος, όν τρόπον καί ό Νώε έν ξύλω διεσώθη έποχούμενος τοίς ύδασι μετά τών ιδίων, όταν ούν είπη ό προφήτης· Επί Νώε έσωσά σε, προέφην, τφ ομοίως πιστφ Λαφ πρός θεόν όντι καί τά σύμβολα ταύτα έχοντι λέγει, καίγάρ -άβδον έχων ό Μωυσής μετά χείρα διά τής θαλάσσης διήγαγεν ύμών τόν λαόν. ύμείς δέ ύπολαμβάνετε ότι τφ γένειύμών μόνων έλεγεν ή τή γή. ότι γάρ πάσα ή γή, ώς ή γραφή Λέγει, κατεκλύσθη, καί ύψώθη τό ύδωρ επάνω πάντων όρέων πήχεις δεκαπέντε, ό θεός ού τή 5: Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας γή φαίνεται είρηκώς, άλλά τφ λαφ τφ πειθομένψ αύτφ, φ καί άνάπαυσιν προητοίμασεν έν Ιερουσαλήμ, ώς προαποδέδεικται διά πάντων τών έπί τού κατακλυσμού συμβόλων· ειπον δέ, δι' ύδατος καί πίστεως καί ξύλου οί προπαρασκευαζόμενοι καί μετανοοϋντες έφ' οίς ήμαρτον έκφεύξονται τήν μέλλουσαν έπέρχεσθαι τού θεού κρίσιν. Καί γάρ άλλο μυστήριον έπί τού Νώε προεφητεύθη τελούμενον, ό ούκ έπίστασθε. έστι δέ τούτο, έν ταίς εύλογίαις, αίς εύλόγει ό Νώε τούς δύο υιούς αύτού, καί τόν υιόν τού υιού αύτού καταράται· τόν γάρ υιόν, συνευλογηθέντα ύπό τού θεού, τό προφητικόν πνεύμα καταράσθαι ούκ έμελλεν, άλλ', έπεί δι' όλου τού γένους τού έπιγελάσαντος τή γυμνώσει υιού αύτού ή προστίμησις τού άμαρτήματος είναι έμελλεν, άπό τού υιού τήν κατάραν πεποίηται. έν δέ οίς είπε προέλεγεν ότι καί οί άπό Σήμ γενησόμενοι διακαθέξουσι τάς κτήσεις καί οικήσεις τού Χαναάν, καί πάλιν οί άπό τού Ίάφεθ αύτάς, ας διακατέσχον παρά τών τού Χαναάν οί άπό Σήμ παραλαβόντες, διακαθέξουσιν, άφελόμενοι τούς άπό Σήμ γενομένους, ον τρόπον άφαιρεθέντων αύτά τών υιών Χαναάν αύτοί διακατέσχον. καί ότι ούτω γέγονεν, άκούσατε. ύμείς γάρ, οί άπό τού Σήμ κατάγοντες τό γένος, έπήλθετε κατά τήν τού θεού βουλήν τή γή τών υιών Χαναάν καί διακατέσχετε αύτήν. καί ότι οί υιοί Ίάφεθ, κατά τήν τού θεού κρίσιν έπελθόντες καί αύτοί ύμίν, άφείλοντο ύμών τήν γήν καί διακατέσχον αύτήν, φαίνεται, είρηται δέ ταύτα ούτως· Έξένηψε δέ Νώε άπό τού οίνου, καί έγνω όσα έποίησεν αύτφ ό υιός αύτού ό νεώτερος. καί ειπεν· Επικατάρατος Χαναάν παίς, οίκέτης έσται τοίς άδελφοίς αύτού. καί ειπεν- Εύλογητός κύριος, ό θεός Σήμ, καί έσται Χαναάν παις αύτού. πλατύναι κύριος τφ Ίάφεθ, καί κατοικησάτω έν τοίς οϊκοις Σήμ, καίγενηθήτω Χαναάν παίς αύτού. δύο ούν λαών εύλογηθέντων, τών άπό τού Σήμ καί τού Ίάφεθ, καί πρώτων κατασχειν τούς οίκους τού Χαναάν έγνωσμένων τών άπό Σήμ, καί πάλιν δια- 5' Τού άγιου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας δέξασθαι παρ' αυτών τάς αύτάς κτήσεις τών άπό Ίάφεθ προει­ ρημένων, καί τοίς δυσί λαοις τού ενός λαού τού άπό Χαναάν είς δουλείαν παραδοθέντος, ό Χριστός κατά τήν τού παντοκρά­ τορας πατρός δύναμιν δοθεισαν αύτφ παρεγένετο, είς φιλίαν καί εύλογίαν καί μετάνοιαν καί συνοικίαν καλών, τήν έν τή αύτή γή τών άγιων πάντων μέλλουσαν γίνεσθαι, ής, ώς προαποδέδεικται, διακατάσχεσιν έπήγγελται. όθεν οί πάντοθεν άνθρωποι, είτε δούλοι είτε έλεύθεροι, πιστεύοντες έπί τόν Χριστόν καί έγνωκότες τήν έν τοις λόγοις αύτού καί τών προφητών αύτού άλήθειαν, έπίστανται άμα αύτώ έν τή γή έκείνη γενησόμενοι καί τά αιώνια καί άφθαρτα κληρονομήσειν. Όθεν καί ’Ιακώβ, ώς προειπον, τύπος ών καί αύτός τού Χριστού, καί τάς δύο δούλας τών δύο έλευθέρων αύτού γυναικών έγεγαμήκει, καί έξ αύτών έτέκνωσεν υιούς, είς τό προμηνυθήναι ότι ό Χριστός προσλήψεται καί τούς έν γένει τού Ίάφεθ όντας άπό τού Χαναάν πάντας όμοίως τοις έλευθέροις καί τέκνα συγκληρονόμα έξει· άπερ ήμεις όντες, συνιέναι ύμεις ού δύνασθε, διά τό μή δύνασθαι άπό τής τού θεού ζώσης πηγής πιείν, άλλά άπό τών συντετριμμένων λάκκων καί ύδωρ μή δυναμένων συνέχειν, ώς ή γραφή λέγει. είσί δέ λάκκοι συντετριμμένοι καί ύδωρ μή συνέχοντες ους ώρυξαν ύμίν οί διδάσκαλοι ύμών αύτών, ώς καί ή γραφή διαρρήδην λέγει, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα άνθρώπων. καί πρός τούτοις έαυτούς καί ύμάς βουκολούσιν, ύπολαμβάνοντες ότι πάντως τοίς άπό τής σποράς τής κατά σάρκα τού Αβραάμ ούσι, κάν άμαρτωλοί ώσι καί άπιστοι καί άπειθείς πρός τόν θεόν, ή βασιλεία ή αιώνιος δοθήσεται, άπερ άπέδειξαν αί γραφαί ούκ όντα. ή γάρ τούτο ούκ άν είπεν Ήσαίας· Καί εί μή κύ­ ριος Σαβαώθ έγκατέλιπεν ήμίν σπέρμα, ώς Σόδομα άν καί Γό­ μορρα έγενήθημεν· καί Ιεζεκιήλ· ότι κάν Νώε καί Ιακώβ καί Δανιήλ έξαιτήσωνται υιούς ή θυγατέρας, ού μή δοθή αύτοίςάλλ' ούτε πατήρ ύπέρ υιού ούτε υιός ύπέρ πατρός, άλλ' έκαστος τή άμαρτίμ αύτού άπολείται καί έκαστος τή εαυτού δικαιοπραξίμ 5' Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σωθήσεται· καί πάΛιν Ήσαίας· Όψονται τά κώλα τών παραβεβηκότων· ό σκώληξ αύτών ού παύσεται, καί τό πύρ αύτών ού σβεσθήσεται, καί έσονται είς όρασιν πάση σαρκί. καί ό κύριος ήμών κατά τό θέΛημα τού πέμψαντος αύτόν πατρός καί δεσπότου τών όΛων ούκ άν ειπεν· Ήξουσιν άπό δυσμών καί ανατολών, καί άνακΛιθήσονται μετά Αβραάμ καί Ισαάκ καί Ιακώβ έν τή βασιΛείμ τών ούρανών· οί δέ υιοί τής βασιΛείας έκβΛηθήσονται είς τό σκότος τό έξώτερον. άΛΛά καί ότι ούκ αιτία τού θεού οί προγινωσκόμενοι καί γενησόμενοι άδικοι, είτε άγγεΛοι είτε άνθρωποι, γίνονται φαύΛοι, άΛΛά τή έαυτών έκαστος αιτία τοιούτοί είσιν όποιος έκαστος φανήσεται, άπέδειξα καί έν τοίς έμπροσθεν. Ένα δέ μή πρόφασιν έχητε Λέγειν ότι έδει τόν Χριστόν σταυρωθήναι, ή καί έν τφ γένει ύμών είναι τούς παραβαίνοντας, καί ούκ άν άλλως έδύνατο γενέσθαι, φθάσας διά βραχέων είπον, ότι βουΛόμενος τούς αγγέλους καί τούς άνθρώ­ πους έπεσθαι τή βουΛή αύτού ό θεός έβουΛήθη ποιήσαι τούτους αύτεξουσίους πρός δικαιοπραξίαν, μετά Λόγου τού έπίστασθαι αύτούς ύφ' ού γεγόνασι, καί δι' ον είσι πρότερον ούκ όντες, καί μετά νόμου τού ύπ' αύτού κρίνεσθαι, έάν παρά τόν ορθόν Λόγον πράττωσι· καί δι' έαυτούς ή μείς, οί άνθρωποι καί οί άγγελοι, έΛεγχθησόμεθα πονηρευσάμενοι, έάν μή φθάσαντες μεταθώμεθα. εί δέ ό Λόγος τού θεού προμηνύει πάντως τινάς καί αγγέ­ λους καί άνθρώπους κοΛασθήσεσθαι μέλλοντας, διότι προεγίνωσκεν αύτούς άμεταβλήτως γενησομένους πονηρούς, προείπε ταύτα, άλλ' ούχ, ότι αύτούς ό θεός τοιούτους έποίησεν. ώστε, έάν μετανοήσωσι, πάντες βουΛόμενοι τυχεϊν τού παρά τού θεού έλέους δύνανται, καί μακαρίους αύτούς ό Λόγος προλέγει είπών· Μακάριος, φ ού μή Λογίσηται κύριος άμαρτίαν· τούτο δέ έστιν, ός μετανοήσας έπί τοίς άμαρτήμασι τών άμαρτημάτων παρά τού θεού Λάβη άφεσιν, άλλ' ούχ, ώς ύμεϊς άπατάτε έαυ­ τούς καί άλλοι τινες ύμϊν όμοιοι κατά τούτο, οΐ Λέγουσιν ότι, κάν άμαρτωΛοί ώσι, θεόν δέ γινώσκουσιν, ού μή Λογίσηται αύτοίς κύριος άμαρτίαν. μαρτύριαν δέ τούτου τήν μίαν τού 5' Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Δαυείδ διά τήν καύχησιν αύτού γενομένην παράπτωσιν έχομεν, ήτις τότε άφείθη, ότε ούτως έκλαυσε καί έθρήνησεν ώς γέγραπται. εί δέ τφ τοιούτψ άφεσις πριν μετανοήσαι ούκ έδόθη, άλλ' ότε τοιαύτα έκλαυσε καί έπραξεν ό μέγας ούτος βασιλεύς καί χριστός καί προφήτης, πώς οί άκάθαρτοι καί πάντα άπονενοημένοι, έάν μή θρηνήσωσι καί κόψωνται καί μετανοήσωσιν, έλπίδα έχειν δύνανται ότι ού μή λογίσηται αύτοίς κύριος άμαρτίαν; καί ή μία δέ αύτη τής παραπτώσεως τού Δαυείδ πρός τήν τού Ούριου γυναίκα πράξις, ώ άνδρες, έφην, δείκνυσιν ότι ούχ ώς πορνεύοντες πολλάς έσχον γυναίκας οί πατριάρχαι, άλλ' οικονομία τις καί μυστήρια πάντα δι' αύτών άπετελείτοέπεί εί συνεχωρείτο, ήν βούλεται τις καί ώς βούλεται καί όσας βούλεται, λαμβάνειν γυναίκας, όποιον πράττουσιν οί άπό τού γένους ύμών άνθρωποι, κατά πάσαν γήν, ένθα άν έπιδημήσωσιν ή προσπεμφθώσιν, άγόμενοι όνόματι γάμου γυναίκας, πολύ μάλλον άν τφ Δαυείδ τούτο συνεχωρείτο πράξειν. Ταύτα είπών, ώ φίλτατε Μάρκε Πομπήϊε, έπαυσάμην. Επί ποσόν δέ ό Τρύφων έπισχών· Όράς, έφη, ότι ούκ άπό έπιτηδεύσεως γέγονεν έν τούτοις ήμάς συμβαλειν. καί ότι έξαιρέτως ήσθην τή συνουσία ομολογώ, καί τούτους δέ οιμαι όμοίως έμοί διατεθείσθαι- πλέον γάρ εύρομεν ή προσεδοκώμεν καί προσδοκηθήναί ποτέ δυνατόν ήν. εί δέ συνεχέστερον ήν τούτο ποιειν ήμάς, μάλλον άν ώφελήθημεν, έξετάζοντες αύτούς τούς Λόγους· άλλ' έπειδή, φησί, πρός τή άναγωγή ει καί καθ' ήμέραν πλούν ποιείσθαι προσδοκμς, μή όκνει ώς φίλων ήμών μεμνήσθαι έάν άπαλλαγής. Εμού δέ χάριν, έφην, εί έπέμενον, καθ' ήμέραν έβουΛόμην ταύτό γίνεσθαι· άναχθήσεσθαι δέ ήδη προσδοκών, επι­ τρέποντας τού θεού καί συνεργουντος, ύμάς προτρέπομαι, ένστησαμένους ύπέρ τής εαυτών σωτηρίας μέγιστον τούτον άγώνα, τών διδασκάλων ύμών σπουδάσαι προτιμήσαι μάλλον τόν τού παντοκράτορας θεού Χριστόν. Μεθ' ά άπήεσαν λοιπόν εύχόμενοί τέ μοι σωτηρίαν καί άπό τού πλου καί άπό πάσης κακίας· έγώ τε ύπέρ αύτών εύχό- Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μένος έφην· Ούδέν άλλο μεϊζον ύμιν εύχεσθαι δύ­ ναμαι, ώ άνδρες, ή ϊνα, έπιγνόντες διά ταύτης τής οδού δίδοσθαι παντί άνθρώπψ εύδαιμονειν, πάντως και αύτο'ιήμϊν όμοια ποιήσητε, τό ήμών είναι τόν Χριστόν τού θεού. ΤέΛος τού πρός Τρύφωνα Ιουδαίον διαλόγου τού άγιου Ιουστίνου. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας TOT ΑΓΙΟΤ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ. Πρώτη έρώτησις χριστιανική πρός τούς Έλληνας. Εί τφ μεγίστψ έν άνθρώποις άγαθφ μέγιστον άντίκειται κακόν, μέγιστον δέ έν άνθρώποις άγαθόν τό γνώναι τόν όν­ τως όντα θεόν, μέγιστον άρα κακόν τό τούτον άγνοειν. Αλλ' έπειδή έστι τούτο κακόν έν τισι τών άνθρώπων, ποιόν έστι τω δημιουργφ τού κόσμου θεφ πρεπωδέστερον τό έναλλάξαι τήν τού παρόντος βίου κατάστασιν καί άπαλλάξαι τούς άνθρώπους τού μεγίστου κακού, καθώς ό τών Χριστιανών βού­ λεται λόγος, ή τό έάσαι μένειν τόν κόσμον έπί τής αύτής καταστάσεως καί τούς άνθρώπους τφ μεγίστψ κακφ άεί κατεχο μένους; Απόκρισις έλληνική πρός τούς Χριστιανούς. Πρώτον μέν πρός τό πρώτον άπορον -ητέον, ώς μέγιστον κακόν ούδέν έστιν. Εί γάρ τών άγαθών τό μέγιστον ό θεός έστι, δήλον ότι, εί τις ύπόθοιτο μέγιστον κακόν, εύρεθήσεται έτέρα άρχή εναντία τφ θεφ, όπερ οί Μανιχαίοι κακώς λέγοντες λέγουσι. Καί γάρ άτοπον τόν θεόν μή πάντα καταλαμβάνειν, μή πάσιτήν έαυτού άγαθότητα έπιλάμπειν. Μέγιστον τοίνυν κακόν ούδέν. Καί γάρ ή άγνοια πολλάκις έπ' άγαθφ δίδοται τοίς άνθρώποις· όρώμεν ούν έπί πολλών ώς πολλάκις συμ­ βαίνει μάλλον καταφρονείν τών γινωσκομένων ή τών άγνοουμένων. Άλλως τε καί τό άγνοεϊν τόν όντως όντα θεόν ούκ έκ τίνος άλλου άλλ' έκ τής οικείας λήθης ή ψυχή πάσχει. Παρα­ γίνεται δέ καί ταίς ένταύθα ψυχαίς γνώσις θεού· ώσπερ ούν όρώμεν καί ένταύθα άνθρώπους γινώσκοντας τόν θεόν. Εί δέ τις έθέλοι τό άληθές λέγειν, ούδέ έστιν όλως άγνοια περί θεού· πάντες γάρ ότι έστιν ό θεός όμολογούσι κοινή έννοίμ. Ότι δέ καί ένταύθα όντες δύνανται οί άνθρωποι γινώσκειν τόν θεόν, καί ή τών ορθοδόξων πίστις σαφώς δηλοί, λέγουσα τόν θεόν αύτόν κατεληλυθέναι καί έγνώσθαι τοίς άνθρώποις. Εί τοίνυν δυνατόν καί ένταύθα τούς άνθρώπους όντας γινώσκειν τόν θεόν, ούδέν αύτοίς μέγιστον κακόν συμβαίνει έκ τού έν­ ταύθα είναι. Τοίς άγνοούσιγάρ, καθώς εϊρηται, έκ τής άπι­ στου φύσεως τό άγνοειν τόν θεόν συμβαίνει. Εί δέ τις καί 6ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας συγχωρήσει, δπερ άτοπον, μέγιστον είναι κακόν τά ενταύθα, καί κάλλιον ύπάρχειν τό μή είναι τά τήδε τού είναι, εί μέν λέγει κακά πεποιηκέναι τά τήδε τόν δημιουργόν δι' ασθένειαν, ανοηταίνει, τήν τού θεού δύναμιν φάσκων μή καταλαμβάνειν πάντα. Εί δέ, δυνάμενος καλά ποιήσαι τά τήδε, συνεχώρησεν έτέροις κακά ποιείν, καί τούτο έσται κατηγόρημα θεού· ό γάρ δυνάμενος μέν παύσαι, περιορών δέ, άληθέστερον αύτός δρά. Εί δέ αύτός έστιν ό θεός ό ποιήσας τά τήδε, δήλον ότι τού αύτού θεού μένοντος καί είς ύστερον καί άεί τά αύτά έσται. Ά γάρ πάλαι ήδύνατο καί νύν δύναται. Εί δέ νύν τι πλείον δύναται παρά τά προ τού, έγχρονος αύτού έσται ή τοιαύτη δύναμις, δπερ άτοπον· τό γάρ έγχρονον φθαρτόν. Εί δέ, δυ­ νάμενος καί πάλαι κωλύσαι τό μέγιστον ούτω κακόν, ούκ έκώλυσε, φθονερός άν ε’ίη· δπερ άσεβές καί φαντάζεσθαι. Δει ούν τόν αύτόν έπί τών αύτών μένοντα τά αύτά ποιείν. Έλεγχος τής άποκρίσεως ούκ όρθώς γεγενημένης. Ικανός μέν ήν είς έλεγχον τού άσυστάτου λόγου αύτός ό λόγος νοούμενος. Τφ γάρ λέγειν έν άρχή μέν τού λόγου μή είναι μέγιστον κακόν, έν τφ τελεί δέ τού λόγου τό άσεβές είναι καί έκ μόνης φαντασίας τό τά άνάξια περί θεού φρονείν, πώς ούκ έστι κεκριμένως είσαγόμενον τό μέγιστον κακόν, τό άκρίτως έκβληθέν παρά τού άποκριναμένου; Εί δέ προστεθείη τή τοιαύτη έκ μόνης φαντασίας άσεβείμ καί τό λέγειν, μείζων γίνεται ή άσέβεια· εί δέ σύν τφ λέγειν καί τό γράφειν, έξ άνάγκης πάσαν κακίας ύπερβολήν ή άσέβεια έχουσα. Εί δέ ταύτα ούτως έχει, καί έστιν έν πάσι τοις άναξίως περί θεού λεγομένοις τε καί γραφομένοις ή καί μόνον φανταζομένοις ασέ­ βεια καθαιρετική τής δόξης τού θεού, έστιν άρα έξ άγνοιας θεού τό μέγιστον κακόν έν άνθρώποις. Άλλ' έπειδή έδοξε τή σή θεοσεβείμ τό καί παρ' ήμών έγγράφως έλεγχθήναι τού λόγου τό άσύστατον, διά τούτο έν συντόμψ γράφω τά ύποτεταγμένα. Τό γάρ διά πλειόνων έλέγξαι πρόδηλον ψεύδος ναρκώδες καί τφ γράφοντι καί τφ άναγινώσκοντι. Δύο είδη τού μεγίστου κακού έθηκεν ό άποκρινάμενος έν τή έαυτού άποκρίσει, καί τρία είδη τής άγνοιας τού θεού· έκείνα μέν κατά τούς Μανιχαίους, ταύτα δέ κατ' αύτόν τόν 6< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άποκρινάμενον. Καί τών δύο ειδών τού μεγίστου κακού τό μέν έλεγε κατ' ούσίαν, τό δέ κατ' ένέργειαν τού κατ' ούσίαντών δέ τριών ειδών τής τού θεού άγνοιας τό μέν έλεγε κατά λήθην, τό δέ κατά τήν άπιστον φύσιν, τό δέ κατά τήν άγαθήν δόσιν. Ποιών δέ σύντομον τήν άναίρεσιν καί τών κατά Μανιχαίους καί τών κατ' αύτόν έφασκε, ποτέ μέν άναιρών τών Μανιχαίων τήν δόξαν, όταν φησί· Μέγιστον κακόν ούδέν έστιν· εί δέ τις ύπόθοιτο μέγιστον κακόν, εύρεθήσεται έτέρα άρχή έναντία τώ θεφ, όπερ οί Μανιχαίοι κακώς Λέγοντες λέγουσι· ποτέ δέ, όταν φησί· Τό άγνοείν τόν όντως όντα θεόν ούκ έξ άλλου τίνος άλλ' έκ τής οικείας λήθης ή ψυχή πάσχει· έν έκείνοις μέν άναιρών τό κατ' ούσίαν μέγιστον κακόν, έν τούτοις δέ τό κατ' ένέργειαν. Αναιρών δέ καί τά είδη τής άγνοιας τού θεού, ά αύτός έθηκε, καί φησίν· Ούδέ έστιν όλως άγνοια περί θεού· πάντες γάρ ότι έστι θεός όμολογούσι κοινή έννοίμ. Εί μέν ούν ούκ έστιν όλως άγνοια περί θεού, δήλον ότι ψευδές τό Αγνοείν τόν θεόν συμβαίνει τοίς άνθρώποις ή κατά λήθην ή κατά τήν άπιστον φύσιν ή κατά τήν άγαθήν δό­ σιν. Εί δέ κοινήν έννοιαν πάντων λέγει τήν κατά τήν ειδικήν έννοιαν έκάστης τών κακοδόξων αίρέσεως άναιρουμένην, ούδ' ούτως έσται γνώσις θεού έν τοίς πάσιν. Ήμείς δέ ούτε τό κατά τούς Μανιχαίους μέγιστον κακόν ούδέ τήν κατ' αύτόν τόν άποκρινάμενον άγνοιαν θεού έθήκαμεν έν τή έρωτήσει, άλλά μέγιστον κακόν κατ' έννοιαν εϊπομεν, τό κατά τού θεού ψεύ­ δος, άγνοιαν δέ θεού τήν τό ψεύδος είρηκυίαν· όπερ έστι τρί­ τον είδος τού μεγίστου κακού, έκ τής έκουσίου άπειθείας τε καί άπιστίας άνθρώπων συμβαινον αύτοίς. Ό προθέμένος ό άποκρινάμενος άναιρείν, άνείλε μέν τά κατά τούς Μανιχαίους δύο τού μεγίστου κακού είδη, τό δέ καθ' ήμάς ούκ άνείλε. Διό δυοΐν θάτερον άνάγκη ήμάς λέγειν περί τού άποκριναμένου, ή τό μή νοήσαι τό καθ' ήμάς τρίτον είδος τού μεγίστου κακού, ή τό μή εύπορήσαι δικαίας άντιλογίας τούτου άναιρετικής. Ότι δέ έστι τό καθ' ήμάς μέγιστον κακόν έξ άγνοιας θεού συμβαΐνον τοίς άνθρώποις, δείκνυται ούτως. Τό μέγιστον κακόν, τό μή ον κατ' ούσίαν, τούτο διά τήν άγνοιαν τού θεού ύπέθεντο οί άνθρωποι είναι τοίς έαυτών δόγμασι. Μαρτυρεί δέ τούτψ Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας και αύτός ό άποκρινάμενος έν οις έλεγε- Μέγιστον κακόν ούδέν έστι· καί εί τις ύπόθοιτο μέγιστον κακόν, εύρεθήσεται έτέρα άρχή έναντία τφ θεφ, όπερ οί Μανιχαιοι κακώς Λέγοντες Λέγουσι. Καί γάρ άτοπον τόν θεόν μή πάντα καταΛαμβάνειν, μή πάσι τήν εαυτού άγαθότητα έπιΛάμπειν. Μέγιστον τοίνυν κακόν ούδέν. Εν τούτοις άνήρηται μέν τό κατ' ούσίαν μέγιστον κακόν, ύποΛέΛειπται δέ τό καθ' ύπόθεσιν έν δόγματι, ό έθήκαμεν ήμείς έν τή έρωτήσει. ΑΛΛ' έπειδή πρός άναίρεσιν τού καθ' ήμάς μεγίστου κακού ό άποκρινάμενος άποτεινόμενος έλεγε Μέγιστον κακόν ούδέν έστι, διά τούτο δήΛός έστιν ό άποκρινάμενος ή μή νοήσας, καθά ε’ίρηται, τό καθ' ήμάς μέ­ γιστον κακόν, ή μή εύπορήσας δικαίας άντιΛογίας. ΑΛΛ' εί τούτο ούτως έχει, δήΛον ότι έστι μέγιστον κακόν έν άνθρώποις καθ' ύπόθεσιν έν δόγματι. Εί γάρ, φησί, μέγιστον τών άγαθών ό θεός έστιν, άΛηθής μέν καί εύσεβής ή φωνή ή Λέγουσα τόν θεόν μέγιστον είναι τών άγαθών. ΑΛΛ' έπειδή τινες τών άνθρώπων έξ άγνοιας θεού άποστερούσι μέν τόν όντως όντα θεόν τών δικαίων αύτού προσηγοριών τε καί τιμών, καί προσάπτουσιν αύτάς τοίς ούκ ούσιν, άρά γε ού δοκεί τφ άποκριναμένψ άσέβειαν είναι διπΛήν, ής μείζων ούκ έστι, τό τόν μέν όντως όντα θεόν αγνοείν, τόν δέ ούκ όντα ταίς έκείνου τιμάν προσηγορίαις καί τιμαίς; Πώς δέ ένδέχεται κατά τήν έκείνου άπόφασιν Λέγουσαν μή είναι μέγιστον κακόν έν άνθρώποις, τής μεγίστης άσεβείας ούσης έν άνθρώποις, εί μή τιγε άρα τήν μεγίστηV άσέβειαν ούχ ήγειται μέγιστον είναι κακόν; Εί τις, φησίν, ύπόθοιτο μέγιστον κακόν, εύρεθήσεται έτερα άρχή έναντία τφ θεφ, όπερ οί Μανιχαιοι κακώς Λέγοντες Λέγουσι. Καί γάρ άτοπον τόν θεόν μή πάντα καταΛαμβάνειν, μή πάσι τήν εαυτού άγαθότητα έπιΛάμπειν. Μέγιστον τοίνυν κακόν ούδέν. Εί μέγιστον κακόν ούδέν έστιν έν άνθρώποις, πώς διέβαΛες τούς Μανιχαίους ώς κακώς Λέγουσιν ά Λέγουσιν; Εί μέν γάρ κακώς Λέγουσιν οί Μανιχαιοι ά Λέγουσιν, δήΛον ότι κακόν έστι τό Λεγόμενον παρ' αύτών· πάς γάρ ό Λέγων κακώς τό κακόν Λέγει κακώς· τό δέ κατά τούς Μανιχαίους κακόν τοιούτόν έστιν, ού μεϊζον ούκ έστιν. ΑΛΛ' εί άΛηθές τούτο, άΛηθώς άρα έστι μέγα κακόν έν άνθρώποις, είκαί μή κατ' 6ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ουσίαν, άΛΛ' έν ύποθέσει καί δόγματι. Καί γάρ, φησίν, ή άγνοια ποΛΛάκις έπ' άγαθφ δίδοται τοίς άνθρώποις· όρώμεν γούν έπί πολλών ώς ποΛΛάκις συμ­ βαίνει μάΛΛον καταφρονεϊν τών γινωσκομένων ήπερ τών αγνο­ ουμένων. Άλλως τε καί τό άγνοείν τόν όντως όντα θεόν ούκ έκ τίνος άΛΛου άλλ έκ τής οικείας Λήθης ή ψυχή πάσχει. Πα­ ραγίνεται δέ καί ταίς ένταύθα ψυχαίς γνώσις τού θεού· ώσπερ ούν όρώμεν καί ένταύθα άνθρώπους γινώσκοντας τόν θεόν. Εί δέ τις έθέΛοι τό άΛηθές Λέγειν, ούδέ έστιν όΛως άγνοια περί τού θεού· πάντες γάρ ότι έστι θεός όμοΛογούσι κοινή έννοίμ. Ότι δέ καί ένταύθα όντες δύνανται οί άνθρωποι γινώσκειν τόν θεόν, καί ή τών ορθοδόξων πίστις σαφώς δηΛοί, Λέγουσα τόν θεόν αύτόν κατεΛηΛυθέναι καί έγνώσθαι τοίς άνθρώποις. Ειπεν ότι έπ' άγαθφ δέδοται ποΛΛάκις τοίς άνθρώποις ή άγνοια. ΑΛΛ' εί μέν τήν τού θεού Λέγει άγνοιαν, περί ής έστιν ήμίν ό Λόγος, προδήΛως άτοπον τό τήν άγνοιαν τού θεού Λέγειν έπ' άγαθφ δίδοσθαι τοίς άγνοούσι· τούτψ γάρ τώ Λόγφ έσονται πάσαι αί θρησκείαι αί άγνοούσαι τόν θεόν έπ' άγαθφ έαυτών άγνοούσαι τόν θεόν, ή δέ τόν θεόν γινώσκουσα θρη­ σκεία ούκ έπ' άγαθφ έαυτής. Εί δέ έτέραν Λέγει άγνοιαν, περίής προέκειτο ήμίν Λέγειν, άκαιρος ή παράθεσις άντί τής ζητουμένης άγνοιας τήν μή ζητουμένην έχουσα. Ειπεν ότι έκ τής οικείας Λήθης πάσχει ή ψυχή τό άγνοείν τόν θεόν. Ειπεν ότι καί ένταύθα παραγίνεται ταίς ψυχαίς γνώσις θεού- ειπεν ότι καί ένταύθα όρώμεν γινώσκοντας τόν θεόν. Ειπεν ότι ούδ' όΛως έστίν άγνοια περί θεού· πάντες γάρ ότι έστι θεός όμοΛογούσι κοινή έννοίμ. Ειπεν ότι καί ένταύθα δύναν­ ται οί άνθρωποιγινώσκειν τόν θεόν· καί τούτου είς άπόδειξιν παρέθετο τήν πίστιν τών ορθοδόξων, Λέγουσαν αύτόν τόν θεόν κατεΛηΛυθέναι καί έγνώσθαι τοίς άνθρώποις. ΑΛΛ' εί μέν άΛηθές ότι τή οίκείμ Λήθη πάσχει ή ψυχή τό άγνοείν τόν θεόν, δήΛον ότι ψευδές τό Ούδέ έστιν όΛως άγνοια περί θεού- πάντες γάρ ότι έστι θεός όμοΛογούσι κοινή έννοίμ. Τίς δέ ήν χρεία τού παραγενέσθαι ταίς ένταύθα ψυχαίς γνώσιν τού θεού, πάν­ των γινωσκόντων τόν θεόν καί όμοΛογούντων κοινή έννοίμ; Τό δέ Καί ένταύθα όρώμεν άνθρώπους γινώσκοντας τόν θεόν, Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας περί τίνων Λέγει άνθρώπων; Εί μέν περί τών έγνωκότων τόν θεόν κατεΛθόντα καίγνωρισθέντα αύτοις κατά τήν πίστιν τών ορθοδόξων, άΛηθής ό Λόγος· όρώμεν γάρ αύτούς. Πώς δέ ό τή τού θεού πρός άνθρώπους παρουσίμ άποδείξειχρησάμενος τού δυνατόν είναι τοις άνθρώποις καί ένταύθα γνώναι θεόν αύτός άπιστει τοις παρ' αύτού -ηθεισι περί τής τού κόσμου άνακτίσεως; Ή γάρ άπιστος άπόδειξις πιστόν ού δείκνυσι τό είς δείξιν προκείμενον. Εί δέ μή τούς έκ διδασκαλίας τού κατελθόντος θεού άνθρώπους Λέγει ένταύθα έγνωκότας τόν θεόν, ψευδής ό Λόγος ό Λέγων· Όρώμεν άνθρώπους ένταύθα έγνωκότας τόν θεόν. Εγώ γάρ τούτους ούχ όρώ. Καί εί ούκ ήν όλως άγνοια περί θεού· πάντες γάρ όμολογούσι κοινή έννοίμ· ποίαγνώσις τού θεού ένταύθα παραγέγονε τοίς άνθρώποις, εί μή ή ειδική γνώσις, καθ' ήν πάσαι αί ούσαι έπί γής θρησκείαιτής μέν τόν άληθή Λόγον πρεσβευούσης θρη­ σκείας άπλώς τώ ψεύδει, άΛΛήλων δέ ταίς διαφοραίς τού ψεύ­ δους διαφέρουσιν; ΆΛΛ' εί τούτο ούτως έχει, ούκ άρα κατά τόν Λόγον τού άποκριναμένου παραγίνεται ταίς ένταύθα ψυχαίς γνώσις θεού, άλλά μάλλον ή άγνοια, εϊγε μή τή καθόλου γνώσει τού θεού ούση έν αύταίς άΛΛήλων διαφέρουσιν αί θρησκείαι, τή ειδική δέ μάλλον τή ένταύθα παραγενομένη αύταις. Εί τοίνυν δυνατόν καί ένταύθα τούς άνθρώπους όντας γινώσκειν τόν θεόν, ούδέν αύτοίς μέγιστον κακόν συμβαίνει έκ τού ένταύθα είναι. Τοίς άγνοούσιγάρ, καθώς ε’ίρηται, έκ τής οικείας άπιστου φύσεως τό άγνοείν τόν θεόν συμβαίνει. Δύο φωνάς άΛΛήλων άναιρετικάς συμπλέξας ό άποκρινάμενος έθηκεν έν τή εαυτού άποκρίσει τό Εί δυνατόν τούς άν­ θρώπους ένταύθα όντας γινώσκειν τόν θεόν, ούδέν αύτοίς μέ­ γιστον συμβαίνει κακόν· καί τό Τοίς άγνοούσιν έκ τής οικείας άπιστου φύσεως συμβαίνει τό άγνοείν τόν θεόν. Καί τό μέ­ γιστον κακόν, ό έξέβαλε διά τής πρώτης φωνής, τούτο διά τής δευτέρας είσήγαγε φωνής· εί μέγιστόν έστι κακόν τό κατά διπλήν άσεβείαν άσεβείν είς τόν όντως όντα θεόν, αύτόν μέν άποστερειν τής κατ' ούσίαν δόξης, τούς δέ ούκ όντας θεούς τή έκείνου δόξη ψευδώς τιμάν· όπερ ύπερβολήν ούδέ μιάς άπολέλοιπε κακίας. Τό δέ, διά τό δυνατόν είναι άνθρώποις Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ένταύθα ούσιγινώσκειν τόν θεόν, μηδέν αύτοίς μέγιστον συμβαίνειν κακόν, τούτο ούκ έστι τού μεγίστου κακού άναίρεσις άλλ' έπίτασις, ότι και έν τφ δυνατφ άδυνατούσιν οί άνθρω­ ποι έκ τής οικείας έκουσίου άπιστίας, καί, δυνάμενοι κατά άπλήν εύσέβειαν σωστικήν άνθρώπων εύσεβείν, προτιμώσι ταύτης τήν διπλήν άσέβειαν· ήν μή λέγειν μέγιστον κακόν τών άτοπωτάτων έστίν. Εί δέ τις καί συγχωρήσει, όπερ άτοπον, μέγιστον είναι κακόν τά ένταύθα, καί κάλλιαν ύπάρχειν τό μή είναι τά τήδε τού είναι, εί μέν λέγει κακά πεποιηκέναι τά τήδε τόν δη­ μιουργόν δι' άσθένειαν, άνοηταίνει, τήν τού θεού δύναμιν φάσκων μή καταλαμβάνειν πάντα. Εί δέ, δυνάμενος ποιήσαι καλά τά τήδε, συνεχώρησεν έτέροις κακά ποιείν, καί τούτο έστι κατηγόρημα τού θεού· ό γάρ δυνάμενος μέν παύσαι, περιορών δέ, άληθέστερον αύτός δρμ. Εί κατά τά έν τοίς άνωτέρω είρημένα συμβαίνει τοίς άγνοούσι τόν θεόν τό άγνοείν τόν θεόν έκ τής οικείας άπιστου φύσεως, όπερ έστί μέγιστον όμολογούμενον κακόν, πώς νύν τούτο κατά τήν άτοπον συγχωρεί συγχώρησιν ό άποκρινάμενος; Αλλ' εί μή τούτο άλλ' έτερον μέγιστον κακόν κατά τήν άτοπον συγχωρεί συγχώρησιν, άλλ' ού καθ' ή μάς έστιν έκείνο τό μέγιστον κακόν άλλά κατά τούς Μανιχαίους. Καθ' ή μάς γάρ καλά τά τήδε πάντα, ώς τόν μέγιστον τών άγαθών έχοντα δημιουργόν, καί μέγιστον κακόν κατ' ούσίαν ούδέν έστιν έν αύτοίς, ούτε κατά τήν ένέργειαν τού κατ' ούσίαν, άλλά κατά τήν έκούσιον προαίρεσιν τών άν­ θρώπων, τό ψεύδος προτιμώσαν τής άληθείας κατά τήν προ­ ειρημένη ν διπλήν άσέβειαν. Ήν δ ιορθού μένος ό τού κόσμου δημιουργός καί θεός έταξε τήν ή μέραν, καθ' ήν πάντων τών έν τφ κόσμψ έξ άπιστίας τε καί άπειθείας τού θεού κα­ κών ποιεί τήν άναίρεσιν κατά τήν πίστιν τών ορθοδόξων, τών ένταύθα έπεγνωκότων τόν θεόν καί κατά τήν μαρτυρίαν τού άποκριναμένου. Ούκ έχρήν ούν τόν άποκρινάμενον, πρός τό καθ' ή μάς μέγιστον κακόν έχοντα τόν λόγον, πρός τό κατά τούς Μανιχαίους μέγιστον κακόν άποτείνεσθαι· άγνοιας γάρ τούτο σημείον καί άπορίας έλέγχου, καθά ε’ίρηται. Συγχωρεί δέ ήμάς πράττειν ά έκουσίως αίρούμεθα κακά, ού διά τήν Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας άσθένειαν τής αύτού δυνάμεως, άλλ' ίνα τό ήμών αύθαίρετον καί τό αύτού μακρόθυμον δειχθή, ών χωρίς ούτε ήμείς άν­ θρωποι ούτε αύτός άγαθός ένεδέχετο είναι έπί τής παρούσης καταστάσεως. Εί δέ αύτός έστιν ό θεός ό ποιήσας τά τήδε, δήλον ότι τού αύτού θεού μένοντας καί ές ύστερον καί άεί ταύτά έσται. Ά γάρ πάλαι ήδύνατο καί νύν δύναται. Εί δέ νύν πλέον τι δύναται παρά τό προ τού, έγχρονος αύτού έσται ή τοιαύτη δύναμις, όπερ άτοπον· τό γάρ έγχρονον φθαρτόν. Έφ' ών λέγεται τό ποιήσας, έπί τούτων λέγεται καί τό πεποίηκε καί τό ποιήσει, καί ώς ίσοδυναμούντων άλλήλοις έστιν αύτών ή μετάληψις άκώλυτος· προηγείται δέ τό ποιήσας τού ποιήσει φυσική άνάγκη, άτινά έστι σημαντικά τών δύο άκρων τού χρό­ νου. Τόν δέ έχοντα τά δύο άκρα τού χρόνου, τουτέστι τό παρεληλυθός καί τό μέλλον, άνάγκη έχειν καί τό μεταξύ τών άκρων τού χρόνου, τουτέστι τό ένεστώς. Καί έπειδή χρονικήν έχει έμφασιν τό ποιήσας, έξ άνάγκης καί ό θεός, ποιήσας τά τήδε κατά τήν φωνήν τού άποκριναμένου, έν χρόνψ αύτά πεποίηκεν. Αλλά ποιήσας ό θεός τά τήδε τά άφθαρτα καί τά φθαρτά έποίησε· μέρη γάρ ταύτα τών τήδε. Διό δήλον ότι εύλόγως μέν έθηκεν ό άποκρινάμενος έπί τού θεού τό ποιήσας, άλόγως δέ τφ έγχρόνω τά φθαρτά τών άφθάρτων διέστειλε, τών τή τού ποιήσας φωνή αλλήλων μή διαστελλομένων, εϊγε έποίησε τά φθαρτά καί τά άφθαρτα. Εί τοίνυν ό λέγων περί τού θεού τό ποιήσει τήν άνάκτισιν κατά πρόσληψιν λέγει τής έγχρόνου δυνάμεως, έσται άρα καί ό λέγων περί αύτού τό ποιή­ σας κατά πρόσληψιν λέγων τής έγχρόνου δυνάμεως, εϊγε ήγείται πανταχού τό ποιήσας τού ποιήσει· εί δέ ποιήσας ού κατά πρόσληψιν έποίησε τής έγχρόνου δυνάμεως, ούδ' άρα ποιήσει κατά πρόσληψιν τής έγχρόνου δυνάμεως. Εί δέ, δυνάμενος καί πάλαι κωλύσαι τούτο τό μέγιστον κακόν, ούκ έκώλυσε, φθονερός άν εϊη· όπερ άσεβές καί φαντάζεσθαι. Δεϊ ούν τόν αύτόν έπί τών αύτών μένοντα τά αύτά ποιείν. Ότι ένεκεν άγνοιας θεού πολυτρόπως άσεβούσιν οί άνθρωποι, εί τόν όντως όντα θεόν άγνοούσιν, έν τοϊς άνωτέρω έδείξαμεν. Ή γάρ άθετούσι τόν θεόν, άποστερούντες αύτόν Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τής ίδιας δόξης, καί τούς ούκ όντας θεούς τοίς εκείνου όνόμασι καί πράγμασι ψευδώς τιμώσιν, ή τήν δημιουργίαν τε καί πρόνοιαν τού κόσμου ύποτιθέασιν είναι μαχομένων άλλήλοις δημιουργών, ή τφ τού άγενήτου όνόματι, μονά) πρέποντι τφ δημιουργφ τού κόσμου θεφ, όνομάζουσι τά μέρη τού κόσμου, καί χωρίς τού δημιουργειν προσριπτούσι τφ θεφ τό όνομα τού δημιουργού, ινα παραλείψω τά άλλα εν άνθρώποις είδη τών μεγίστων κακών, τά ισην ή καί μείζονα έχοντα άσέβειαν τής άσεβείας τών φθονερόν τόν θεόν φανταζομένων. Αλλ' εί ταύτα μέν καί τά τοιαύτά έστιν έν άνθρώποις μέγιστα κακά, τήν δέ ύπό Χριστιανών κηρυττομένην άνάκτισιν, έν ή γίνεται πάντων τών έν άνθρώποις κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σώμα κακών ή άναίρεσις, ό άποκρινάμενος άπιστεί, πώς ούκ έστι κατ' αύτόν ό θεός φθονερός, ός, δυνάμενος κωλύσαι τά έν άνθρώποις μέγιστα κακά, ού κωλύει, άλλ' έπί τών αύ­ τών μένων άεί ποιεί τούς είς αύτόν τε καί είς άλλήλους άσεβούντας; Τίνος δέ ένεκεν άπιστει ό άποκρινάμενος τού κόσμου τήν άνάκτισιν; Διά τήν άδυναμίαν τού ποιουντος, ή διά τό άπρεπές τού έργου; Αλλ' εί μέν διά τήν άδυναμίαν τού ποιούντος, έσται ό θεός ούδέ ποιητής. Ών γάρ τής μεταποιήσεως ό θεός ούκ έχει τήν δύναμιν, τούτων ούδέ τής ποιήσεως έχει· έπόμενα γάρ έστι ταύτα άλλήλοις, τιθέμενα ή άναιρούμενα. Εί δέ διά τό άπρεπές τού έργου, έσται άρα τό κρειττον έργον μή πρέπον αύτφ· όπερ άτοπον, τό λέγειν φθαρτούς μέν άνθρώπους πρέπειν αύτφ ποιείν, άφθάρτους δέ μή πρέπειν αύτφ ποιείν. Δευτέρα έρώτησις χριστιανική πρός τούς Έλληνας. Εί άδύνατον είναι θεόν τόν μηδέν πεποιηκότα, πώς έστι θεός, εί ό κόσμος άγένητος, καθά τισι δοκεί; Απόκρισις έλληνική πρός τούς Χριστιανούς. Τό λέγειν άδύνατον είναι θεόν τόν μηδέν πεποιηκότα άτο­ κόν έστι. Πάλιν γάρ κάνταύθα ό αύτός εφαρμόζει λόγος, ώς ούδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ. Εί δέ μηδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ, δήλον ώς ούτε τό παρεληλυθός τού χρό­ νου άρμόζει έπιφέρειν τφ θεφ. Εί δέ τούτο μή άρμόζει, καί τό πεποιηκέναι τόν θεόν τό ότιούν ούχ άρμόττειλέγειν. Τί 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ούν; Φαίης άνενέργητον τόν θεόν ήμάς Λέγοντας άμαρτάνειν; ΆΛΛ' ού τούτο φαμεν, άΛΛ ότι ού πεποίηκε μέν ό θεός ούτε ποιεί ούτε ποιήσει έν χρόνω· ούδέν γάρ μάΛΛον πεποίηκεν ή ποιεί, ούδ' αύ ποιεί ή ποιήσει· άΛΛά τό τε παρελθόν παρά τφ θεφ έν τφ ένεστώτι καί τό μέΛΛον έν τφ ήδη γεγονέναι, ώς ούδέν μέν ρευστόν έχοντος τού θεού, άεί δέ τά αύτά ποιούντος διά τήν τεΛείαν αύτού καί άμετάβλητον δύναμιν τε καί ένέργειαν. Ποιεί τοίνυν τόν κόσμον έν αύτφ τούτψ όπερ έστί, τήν κίνησιν αύτφ άπαυστον παρέχων, τφ έΛΛάμπειν αύτόν δι' αίώνος. Ώστε πεποίηκε μέν ούδέν ούτε ποιήσει. Ποιεί δέ άεί ό αύτός τό αύτό, μή έχων άρχήν τής ποιήσεως, ίνα μή καί τέλος- ώς, εϊγε άρχήν έχουσι καί τελευτήν αί ένέργειαι αύτού, φθαρτός έσται ό θεός τή ένεργείμ· όπερ άτοπον. Έσται γάρ καί ή δύναμις αύτού μεταβλητή, ώς άΛΛοτε άλλαις κεχρημένη ένεργείαις· καί ή ούσία σαλευθήσεται, άΛΛοτε άΛΛας γεννώσα δυνάμεις καί μή μένουσα έν ταϊς αύταΐς. Ώστε, εί ταύτα διά πάντων, δήλον ώς ό θεός έσται μεταβλητός ούσίμ, δυνάμει καί ένεργείμ· όπερ άτοπον. Ό αύτός τοίνυν μένων ούδέν έχει έγχρονον. Ποιεί τοίνυν τόν κόσμον, τάττων αύτόν άεί, καί ό κόσμος τφ μέν άεί φρουρείσθαι γίνεται, τφ δέ άεί είναι ό αύτός άγένητος ύπάρχει. Έλεγχος τής άποκρίσεως ούκ όρθώς γεγενημένης. Τό Λέγειν άδύνατον είναι θεόν τόν μηδέν πεποιηκότα άτοπόν έστι. ΠάΛιν γάρ κάνταύθα ό αύτός έφαρμόζει Λόγος, ώς ούδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ. Εί διά τό Μηδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ άτοπόν έστι τό Λέγειν περί αύτού τό πεποίηκε, τής αύτής έστιν άτοπίας καί τό ποιείν, έγχρονον ώς τό πεποίηκε. Πώς ούν άνάρμοστον μέν Λέγει ό άποκρινάμενος τφ θεφ τό πεποίηκεν, εύάρμοστον δέ τό ποιεί; Καί εί μέν τό ποιήσας ίσον δύναται τφ ποιεί, ώσαύτως δέ καί τό ποιεί τφ ποιήσει, τών δέ ίσοδυναμούντων άκώλυτος ή μετάΛηψις, πώς έν μέν τή πρώτη άποκρίσει έθηκεν ό άποκρινάμενος έπί τού θεού τό ποιήσας καί τό ποιεί, νύν δέ άναιρεί άπ' αύτού άμφότερα; Καί τό μέν ποιήσας ούτως έθηκεν έπί τού θεού· Ό αύτός έστι, φησίν, ό θεός ό ποιήσας τά τήδε· τό δέ ποιείν ούτως έθηκε· Δεί ούν, φησί, τόν αύτόν έπί τών 6 Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛληνας αύτών μένοντα τά αύτά ποιείν. Αναιρών δέ έν τή δευτέρμ άποκρίσει τά κείμενα έν τή πρώτη άποκρίσει ούτως φησίν· Άτοπον τό Λέγειν άδύνατον είναι θεόν τόν μηδέν πεποιηκότα. Καί πάΛιν· Ούτε πεποίηκεν ό θεός ούτε ποιεί ούτε ποιήσει έν χρόνψ. ΑΛΛ' ίσως τό αύτός έαυτφ άντιΛέγειν κατά τήν οίκείαν Λήθην ύπέμεινε, καθ' ήν, ώς είπε, συμβαίνει τοϊς άνθρώποις τό άγνοεΐν. Έξετάσωμεν δέ ήμείς τά τού­ των έξής. Ούδέν, φησίν, έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ- δήλον ώς ούτε τό παρεΛηΛυθός τού χρόνου άρμόζει έπιφέρειν τφ θεφ. Εί δέ τούτο μή άρμόζει, καί τό πεποιηκέναι τόν θεόν τό ότιούν ούχ άρμόττει Λέγειν. Έν τούτοις τό άτοπον ύποθέμενος ό άποκρινάμενος. ώς ούδέν έγχρονον παρά τφ θεφ, τά τφ άτόπψ έξ άνάγκης έπόμενα ώς εύλογα έπιφέρει, τό Εί μηδέν έγχρονον παρά τφ θεφ, δήλον ώς ούτε τό παρεΛηΛυθός τού χρόνου άρμόζει έπιφέρειν τφ θεφ. Εί δέ τούτο μή άρμόζει, καί τό πεποιηκέναι τόν θεόν τό ότιούν ούχ άρμόζειΛέγειν. Ότι δέ άτόπως ύπέθηκε τό μηδέν έγχρονον είναι παρά τφ θεφ, ού πρός τήν άπόδειξιν τοϊς έξής έπαγομένοις έχρήσατο, έλέγχει αύτός έαυτόν ό άποκρινάμενος έν οίς έφασκεν έν τή πρώτη άποκρίσει· Εί δέ αύτός, φησίν, ό θεός ό ποιήσας τά τήδε, δήλον ότι τού αύτού θεού μένοντος καί ές ύστερον καί άεί τά αύτά έσται. Ά γάρ πάλαι ήδύνατο καί νύν δύναται. Εί τοίνυν μηδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ, δήλον ότι ούτε τό ποιήσας ούτε τό ποιεί ούτε τό πρότερον καί ύστερον ούτε τό πάλαι καί τό νύν ούτε τό ήδύνατο καί δύναται. Τό γάρ ποιήσας καί τό πρότερον καί το πάλαι καί τό ήδύνατο τού παρεληλυθότος χρόνου έστι δηλωτικά, καί τό ποιεί καί τό ύστερον καί τό νύν καί τό δύναται τού ένεστώτος καί τού μέλ­ λοντος χρόνου έστι σημαντικά. Εί δέ ταύτα κείμενα έπί τού θεού σημαντικά τε καί θετικά γίνονται τού πάντα τά ποιήματα τού θεού έγχρονα ε ίναι παρ' αύτφ, δήλον ότι άτόπως ύπέθηκε τό μηδέν έγχρονον είναι παρ' αύτφ. Τούτου δέ ώς άτόπως ύποτεθέντος άναιρουμένου, συναναιρείται έξ άνάγκης καί τό μή άρμόττειν τφ θεφ τό πεποίηκε. Καί τούτου γάρ άναιρεθέντος, έξ άνάγκης τίθεται τό τούτου εναντίον, τουτέστι τό 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άρμοζεLV τφ θεφ τό πεποίηκεν. Έπί παντός γάρ χρή ή τήν φάσιν είναι άληθή ή τήν άπόφασιν. Κειμένου δέ τού άρμόττειν τφ θεφ τό πεποίηκεν, άδύνατον Λέγειν θεόν τόν μηδέν πεποιηκότα· τούτο γάρ έστιν έκείνψ έπόμενον. Τί ούν; Φαίης άνενέργητον ήμάς τόν θεόν λέγοντας άμαρτάνειν; Άλλ' ού τούτο φαμεν, άλλ' ότι ού πεποίηκε μέν ό θεός ούδέν ούτε ποιεί ούτε ποιήσει έν χρόνω· ούδέν γάρ μάλλον πεποίηκεν ή ποιεί, ούδ' αύ ποιεί ή ποιήσει· άλλά τό τε παρελθόν παρά τφ θεφ έν τφ ένεστώτι καί τό μέλλον έν τφ ήδη γεγονέναι, ώς ούδέν μέν ρευστόν έχοντος τού θεού, άεί δέ τά αύτά ποιούντος διά τήν τελείαν αύτού καί άμετάβλητον δύναμίν τε καί ένέργειαν. Αλλά τό φεύγειν μέν τήν άμαρτίαν λέγουσαν τόν θεόν άνενέργητον, λέγειν δέ περί αύτού τό ούτε πεποίηκεν ούτε ποιεί ούτε ποιήσει έν χρόνω, είς τήν αύτήν έστιν άμαρτίαν έμπεσείν. Είγάρ ήβουλήθης άμαρτανείν καί Λέγειν τόν θεόν άνενέργητον, τί πλέον είχες λέγειν ών νύν είρηκας, μή βουΛόμενος άμαρτάνειν καί Λέγειν άνενέργητον τόν θεόν, τού μήτε πεποιηκέναι τόν θεόν μήτε ποιείν μήτε ποιήσειν; Τών γάρ -ημάτων, τών χρονικήν έμφασιν δηλούντων καί έχόντων, έκ τής ένεργείας τού θεού άναιρουμένων εύρεθήσεται ό θεός άνενέργητος, διό ούτε ποιητής. Εί μηδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ, δήλον ότι ούτε τό παρεληλυθός τού χρόνου έστί παρ' αύτφ ούτε τό ένεστώς ούτε τό μέλλον. Πώς ούν ό άποκρινάμενος, άναιρών άπό τού θεού τά έγχρονα, τίθησιν έπί τού θεού τά έγχρονα καί φησίνΑλλά τό τε παρελθόν παρά τφ θεφ έν τφ ένεστώτι καί τό μέλλον έν τφ ήδη γεγονέναι; Τούτο δυείν τινων έχει τήν έμφασιν, ή τούτο μή ον παρά τφ θεφ έστιν έν τφ μή όντι, ή τούτο μή ον παρά τφ θεφ έστιν έν τφ όντι. Αλλ' εί μέν τό πρώτον, έστιν άδύνατον· τό γάρ έν τινι είναι ή μή ε ίναι τού οντος έστίν. Εί δέ τό δεύτερον, έστι παρά τφ θεφ τό μή ον έν τφ όντι, τουτέστι τό παρεληλυθός τού χρόνου έν τφ ένεστώτι τού χρόνου. Τούτου δέ κειμένου, έλεγχος γίνεται τού μή όρθώς είρήσθαι τό ούδέν έγχρονον παρά τφ θεφ τό παρεληλυθός έν τφ ένεστώτι καί τό μέλλον έν τφ ήδη γεγονέναι, άτινά έστιν έγχρονα. Καί εί ένήλλαξε τόν τρόπον τού πώς 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας έστι παρά τώ θεφ τά τού χρόνου μέρη, άλλ' όμως δέδωκεν είναι παρ' αύτώ τού χρόνου τό παρεΛηΛυθός καί τό ένεστώς καί τό μέλΛον· καί εί μή μάΛΛον τό πεποίηκε τού ποιεί, ούδ' αύ τό ποιεί τού ποιήσει. Έπεί τίς ήν χρεία τής τού μάλΛον άναιρέσεως άπό τών ποιήσεων τών κατά τό πεποίηκε καί ποιεί καί ποιήσει άΛΛήλων διαφερουσών, τών ποιήσεων ούσών τών κατά τό μάλλον καί ήττον μή διαφερουσών άΛ­ ΛήΛων; Ούδέ γάρ άναίρεσίς εστι τού πεποιηκέναι τό μή μάλλον πεποίηκεν ή ποιεί, άλλά θέσις μάλλον τού πεποίηκεν. Αλλά προδήΛως πάντα όσα άνείΛεν άπό τού θεού τά έγχρονα έν τφ προοιμίψ τής δευτέρας άποκρίσεως, ταύτα αύτφ κατέΛιπεν ένταύθα- Ώς ούδέν ρευστόν έχοντος τού θεού, άεί δέ τά αύτά ποιουντος διά τήν τελείαν αύτού καί άμετάβλητον δύναμιν τε καί ένέργειαν. Ό άναιρών τά έγχρονα ού τίθησι τά έγχρονα. Πώς ούν, εί κατά τόν άποκρινάμενον μηδέν έγχρονον παρά τφ θεφ, ποιεί τά αύτά ό θεός; Τό γάρ ποιεί άδύνατον νοηθήναι τού ένεστώτος χρόνου έκτος. Πώς δέ έχει τελείαν δύναμιν τε καί ένέργειαν ό θεός, εί δή άπαύστως ποιεί τά αύτά; Εί γάρ διά τούτο Λέγεται ή κίνησις ένέργεια άτελής, διά τό άεί κινείσθαι, ής εί κατά μίμησιν καί ό θεός έποίει, άτελής έσται ή αύτού ένέργεια καί ού τελεία- ή γάρ τελεία ένέργεια έν τφ ήδη άποτελεσθέντι έργα) θεωρείται καί ούκ έν τφ άτελέστω. ΑΛΛ' εί μέν διά τό άτελές τής ένεργείας καί διά τό άτελέστατον τού Λόγου Λέγει τόν θεόν μηδέν πεποιηκέναι ό άποκρινάμενος, ούκ άληθεύσει, Λέγων τελείαν είναι τήν ένέργειαν τού θεού, τήν μηδέν ούτε τφ όΛψ ούτε τφ μέρει τελέσασαν. Εί δέ τού έργου μή τελεσθέντος άδύνατον τελείαν είναι τήν ένέργειαν τού ποιούντος, δήλον ότι ούδέ ό θεός έχει τελείαν ένέργειαν, άεί ποιών τό ποιούμενον. Ποιεί τοίνυν τόν κόσμον έν αύτφ τούτψ όπερ έστι, τήν κίνησιν αύτφ άπαυστον παρέχων, τφ έΛΛάμπειν αύτόν δι' αίώνος. Εί έν τή παροχή τής κινήσεως ποιεί τόν κόσμον ό θεός, δήλον ότι έγχρονον ποιεί τόν κόσμον- ού γάρ άνευ χρό­ νου ή κίνησις ή τφ κόσμψ παρά τού θεού προς τήν αύτού κίνησιν παρεχομένη. Εί τοίνυν τό ποιειν τού ένεστώτος έστι χρόνου καί ή κίνησις έγχρονός έστι, πώς ούκ έστι ψευδές τό 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Ούδέν έγχρονόν έστι παρά τφ θεφ; Πώς δέ δυνατόν κινείσθαι τόν κόσμον τόν μήπω γεγονότα, άΛΛ' ή έν τφ ποιεισθαι όντα, τφ τόν μέν θεόν ποιείν άχρόνως, τόν δέ κόσμον έν τφ χρονω ποιεισθαι; Ανάγκη γάρ, ώσπερ ποιεί ό ποιών, ούτως ποιεισθαι τό ποιούμενον άχρόνως. Εί δέ τή παροχή τής κινήσεως ποιεί τόν κόσμον ό θεός, καί ούχ άρμόττει τό Λέγεσθαι περί αύτού τό πεποίηκε τόν κόσμον, ούδ' άρα τφ κόσμψ άρμόττει τό κινηθήναι. Εί έτερον μέν τό κινούμενον, έτέρα δέ ή κίνησις, οίον έστω τό μέν κινούμενον ό ήλιος, ή δέ κίνησις αύτού μετάστασις κατά φοράν έκ τόπου είς τόπον, καί ή κίνησις ού παρέχει μέν τφ ήλίψ τήν ούσίαν, παρέχει δέ αύτφ τό κινείσθαι κατά φοράν, δήλον ότι δύο ποιήσεις έχει ό ήλιος, μίαν μέν τής ούσίας, έτέραν δέ τής κινήσεως· οίόν έστιν ό ήλιος πίλημα, αίθεροειδής τή ούσίμ, λαμπρός τφ εϊδει, σφαιροειδής τφ σχήματι, ών ούδέν διά κινήσεως έχει ό ήλιος. ΑΛΛ' εί μηδέν τούτων διά τής κινήσεως έχει ό ήλιος, δήλον ότι ούδέ διά τής ποιήσεως τής παρά τού θεού. Εί δέ τή παροχή τής άπαύστου κινήσεως ποιεί τόν ήλιον ό θεός, τόν όντα μέρος τού κόσμου, ώσπερ ποιεί όλον τόν κόσμον, καί δει πρώτον είναι τό κινητόν καί ύστερον τήν κίνησιν, ή άρα άποίητός έστιν ό ήλιος τή ούσίμ, ή κατά άΛλην ποίησιν έποίησεν αύτού τήν ούσίαν καί κατά άΛλην ποίησιν τήν κίνησιν, καί ποιήσας μέν πρώτον αύτού τήν ούσίαν, ύστερον δέ παρασχών αύτφ τήν κίνησιν. ΑΛΛ' εί τό κινείσθαι αύτόν άεί ποιεί, τήν δέ ούσίαν αύτού ούκ άεί ποιεί, δήλον ότι μετά τήν ποίησιν τής ούσίας αύτού παρέχει αύτφ τήν άπαυστον κίνησιν, καί έστι τό τέλος τής ούσίας τής ποιήσεως αύτού άρχή τής κινήσεως αύτού. Εί δέ ταύτα ούτως έχει, δήλον ότι ούδέν άχρονον παρά τφ θεφ· ή γάρ ποίησις ποίησιν διαδεχόμενη άχρονος ούκ έστιν. Ώστε πεποίηκε μέν ούδέν ούτε ποιήσει. Ποιεί δέ άεί ό αύτός τό αύτό, μή έχων άρχήν τής ποιήσεως, ινα μή καί τέλος. Δειχθέντος τού άΛλην είναι τού ήλιου τήν ποίησιν τής ούσίας, καί άΛλην τήν διά κινήσεως, ήν άπαυστον ώνόμασεν ό άποκρινάμενος, καί ότι προηγείται ή ποίησις τής ούσίας αύτού τής διά κινήσεως ποιήσεως, πώς ούκ έστιν άτοπον τό άναρ­ χαν λέγειν τού ήλιου τήν ποίησιν τήν διά τής κινήσεως, τού 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ήΛίου προ τής άπαύστου διά κινήσεως ποιήσεως τήν τής ού­ σίας παυσαμένην ποίησιν έσχηκότος; Ή τοίνυν ούκ έστι ποιη­ τής τής τού ήΛίου ούσίας ό θεός, ή ούκ έστιν άναρχος ή διά τής κινήσεως ποίησις τού ήΛίου. ΆΛΛ' εί μέν τό πρώτον, εί ούκ έστι ποιητής τής τού ήΛίου ούσίας ό θεός, ούδ' άρα διά τής κινήσεώς έστιν αύτού ποιητής· παρ' ού γάρ έχει τήν ού­ σίαν, παρά τούτου άνάγκη έχειν καί τήν κίνησιν. Εί δέ τό δεύτερον, φθαρτός έσται ό θεός τήν ένέργειαν, εϊγε κατά τόν άποκρινάμενον παυσαμένης τής ένεργείας τού θεού φθείρεται ό θεός τή ένεργείμ. Εί δέ ποιητής τής τού ήΛίου ούσίας έστιν ό θεός καί ταύτην άεί ού ποιεί, δήΛον ότι πεποίηκε ταύτην προ τού κινείσθαι αύτόν καί ούδέν ποίημα άχρονον παρά τώ θεφ. Ώς, εϊγε άρχήν έχουσι καί τελευτήν αί ένέργειαι αύτού, φθαρτός έσται ό θεός τή ένεργείμ· όπερ άτοπον. Έσται δέ καί ή δύναμις αύτού μεταβλητή, άλλοτε άλλας ένεργείας προέχουσα. Εί δέ ή δύναμις μεταβλητή, άλλοτε άλλαις κεχρημένη ένεργείαις, καί ή ούσία σαλευθήσεται, άλλοτε άλλας γεννώσα δυνάμεις καί μή μένουσα έν ταϊς αύταίς. Ώστε, εί ταύτα διά πάντων, δήΛον ότι ό θεός έσται μεταβλητός ούσίμ, δυνάμει, ένεργείμ· όπερ άτοπον. Ώσπερ αύτός ό θεός ούκ έχει άρχήν καί τελευτήν, ούτως ούδέ ή ένέργεια αύτού ούδέ τά έργα αύτού· αίγάρ ένέργειαι αύτού έν τοίς έργοις αύ­ τού είσιν. Έσται άρα ώσπερ μή χρήζων αύτός τού ποιούντος, ούτως ούδέ τά Λεγάμενα αύτού έργα· έσται ψεύδος καί τό Λέγειν τόν θεόν ποιητήν τών κατ' αύτόν, άνάρχων τε όντων καί άτελευτήτων. Εί δέ πανταχού κατά διαφοράν προϋπάρξεώς τε καί μεθυπάρξεως διέστηκεν ό ποιητής τού ποιή­ ματος, δήΛον ότι ό άναιρών άπό τού θεού καί τών έργων αύτού τήν διαφοράν ταύτην άμφότερα άποστερεϊ, τόν θεόν καί τά ποιήματα, τόν μέν τής τού ποιητού προσηγορίας, τά δέ τής τών ποιημάτων. Καί εί έστι μέν ή τού θεού δύναμις άπει­ ρος, ώσπερ ούν καί έστι, πεπερασμένα δέ τά έργα αύτού, πώς ούκ έστιν ό θεός καθ' ας έχει μέν δυνάμεις, μή ένεργών δέ κατ' αύτάς, φθαρτός κατά τήν κρίσιν τού άποκριναμένου; Εί δέ καθ' ας έχει δυνάμεις, καί μή ένεργών κατ' αύτάς, 6 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας φθαρτός ούκ έστιν, ούδ' άρα παυσαμένης τής ένεργείας τού θεού, τής τόν κόσμον παραγούσης, φθείρεται θεός τή ένεργείμ. Όσον δή και βούλεται, και ούχ όσον δύναται, ενεργεί- και ού ποιεί φθαρτόν τόν θεόν ή τής ένεργείας συστολή. Ούδ' άρα, όταν συστέλλη τήν ένέργειαν, κατά μεταβολήν συστέλλει τής δυνάμεως- άλλ' έστι μέν ή δύναμις τού θεού άεί άμετάβλητος, κέχρηται δέ ταις ένεργείαις έφ' όσον βούλεται. Ού γάρ ένεργει θεός καθάπερ ένεργούσιν οί έν τφ ένεργειν τό είναι έχοντες, καί παυσαμένης τής ένεργείας παύσονται καί αύτοί τού είναι, οίον τό πύρ καί ή χιών. Εί γάρ ούτως ένεργει θεός, ούχ ένεκεν τών γινομένων μάλλον ή ένεκεν τού είναι αύτόν ένεργει, ώς, εί παύσοιτο τού ένεργειν, παύσεται καί τού είναι. Εί δέ άτοπον τούτο, άτοπον άρα καί τό λέγειν μετα­ βλητήν τήν τού θεού δύναμιν τή συστολή τής ένεργείας, ή σαλευομένην τήν ούσίαν αύτού ταις ποικίλαις ένεργείαις άλλοτε άλλας προβαλλομένην. Καί καθάπερ ποιών ή μάς ό θεός πρώτον μέν βρέφη, έπειτα δέ νεανίσκους, είτα γέροντας, ού κατά τήν μεταβολήν ποιεί τής δυνάμεως, ούδέ κατά τήν φθο­ ράν τής ένεργείας, ούτε κατά τήν σαλευομένην αύτού ούσίαν, έναλλάσσων ήμών τάς ήλικίας κατά διαφόρους καιρούς τφ πρώτψ καί ύστέρψ άλλήλων διαφερούσας, άλλά κατά τήν προ­ βολήν καί συστολήν τής ένεργείας, ούτως ού κατά τήν μετα­ βολήν τής δυνάμεως άρχήν καί τέλος ή ένέργεια αύτού έχει, άλλά κατά προβολήν καί συστολήν. Εί μέν γάρ συστελλόμενης τής ένεργείας ούκέτι ήδύνατο ό θεός τή παυσαμένη ένεργείμ κεχρήσθαι, δικαίως άν έλέγετο φθορά ένεργείας- εί δέ άεί δύναται τήν αύτήν ένέργειαν, ότε βούλεται, προβάλλεσθαι, ούκ άρα φθείρεται ή ένέργεια τού θεού συστελλομένη. Τής γάρ δυνά­ μεως μή φθειρομένης άδύνατον φθαρήναιτήν ένέργειαν. Άλλη γάρ έστιν ή φθορά τής ένεργείας, καί άλλη ή συστολή τής ένεργείας, ώς, εί μή συνεστέλλετο ή ένέργεια ή τόν κόσμον ποιούσα, άπειροι άν κόσμοι έγένοντο τφ πλήθει κατά τήν άπαυστον ένέργειαν. Νύν δέ, ένός μόνου τού κόσμου γενομένου, τφ πεπερασμένφ τού έργου δείκνυται πεπερασμένη ή ένέργεια ή τόν κόσμον ποιήσασα. Ό αύτός τοίνυν μενών ούδέν έχει έγχρονον. Ποιεί τοί- 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νυν τόν κόσμον, τάττων αύτόν άεί, καί ό κόσμος τφ μέν άεί φρουρεΐσθαι γίνεται, τφ δέ άεί είναι ό αύτός άγένητος ύπάρχει. Εί μηδέν έχει έγχρονον ό θεός, ούδ' άρα τό ποιεΐν έχει· έγχρονον γάρ τό ποιεΐν. Καί εί ποιεί τόν κόσμον ό θεός, μή τήν ούσίαν αύτού παράγων, ού ποιεί τόν κόσμον· ό γάρ κόσμος χωρίς ούσίας ούκ έστι κόσμος. Εί δέ ό κόσμος ούσίαν έχει άποίητον, έξ άνάγκης καί άφρούρητός έστιν· ού γάρ πρός τό γενέσθαι κατ' ούσίαν ού δέεται, τούτου ούδέ πρός τό φρουρεΐσθαι έπιδέεται· ή γάρ άγένητος φύσις ούδενός τών έξωθεν έαυτής έστιν έπιδεκτική. Καί εί έπί παντός χρή ή τήν φάσιν ή τήν άπόφασιν είναι άΛηθή, πώς ό άποκρινάμενος άμφότερα έθηκεν έπί τής τού κόσμου γενέσεως, καί τήν φάσιν καί τήν άπόφασιν, Λέγων αύτόν είναι γενητόν καί άγένητον; Έτι δέ εί, καθά ειπεν έν τή τρίτη άποκρίσει, άγένητος ών ό θεός άγενήτως ποιεί πάντα, ού γινόμενα άΛΛά συνυφιστάμενα, άΛΛ' έπειδή πάν συνυφιστάμενον τή τού φ συνυφίσταται σωτηρίμ σώζεται, μή χρήζον έτέρας φρουράς πΛήν τής έκείνου σωτη­ ρίας (σωζομένου γάρ έκείνου σέσωσται καί αύτό), διά τούτο, εί χρεία έστι φρουράς πρός σωτηρίαν, έκείνο χρήζει φρουράς ού ύφισταμένου συνυφίσταται τά συνυφιστάμενα, ούχί τά συνυφιστάμενα. ΆΛΛ' εί ταύτα ούτως έχει, ούκ άρα ό κόσμος χρήζει φρουράς ό συνυφιστάμένος τφ θεφ, άΛΛ' αύτός ό θεός φ συνυφίσταται ό κόσμος. Εί δέ τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό τόν κόσμον Λέγειν συνυφιστάμενον τφ θεφ. Χρή ούν Λέγειν βουΛήσει τού θεού ύφίστασθαι τόν κόσμον, καί βουΛήσει τού θεού διαμένει ό αύτός, εί καί μή άεί. Ώσαύτως τά τή ύποστάσει τίνος συνυφιστάμενα τή έκείνου διαμονή διαμένει, ούχί εαυτών· οΐον τή συνθέσει τών γραμμών συνυφίστανται αί γωνίαι, καί μενούσης τής συνθέσεως μένουσι καί αί γωνίαι, καί άναιρουμένης τής συνθέσεως άναιρούνται καί αί γωνίαι· καί εί χρεία έστι τού διαμένειν τάς γωνίας, άνάγκη δούναι φρουράν τή συνθέσει τών γραμμών, ούχί ταίς γωνίαις καθ' έαυτάς, άΛΛά κατά συμβεβηκός μέν ταίς γωνίαις, καθ' εαυτό δέ τή συνθέσει τών γραμμών. Κατά ταύτα χρή νοεΐν τόν κόσμον, εί άγενήτως συνυφίσταται τφ θεφ, καθά φησίν ό άποκρινάμενος. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Τρίτη έρώτησις χριστιανική πρός τούς ΈΛΛηνας. Εί τω είναι καί ού τφ βούΛεσθαι ποιεί ό θεός, οιον θερ­ μαίνει τό πύρ τφ ε ίναι, πώς αύτός μέν έν έστί τε καί άπΛούν καί μονοειδές, διαφόρων δέ ούσιών έστι ποιητής; Απόκρισις έΛΛηνική πρός τούς Χριστιανούς. Ούκ οίητέον, ώσπερ έν ήμίν άΛΛο μέν έστι τό είναι, άΛΛο δέ τό βούΛεσθαι, ούτω καί έν τφ θεφ· άΛΛά τό αύτό άντικρυς ύπάρχει τό είναι καί τό βούΛεσθαι έν τφ θεφ. Ό γάρ έστι καί βούΛεται, καί ό βούΛεται έστι· καί ούδεμία διαίρεσις έπί τού θεού, διά τό αύτοπάρακτον είναι τόν θεόν. Ώστε καί τήν διαίρεσιν τού είναι πρός τό βούΛεσθαι έπί τού θεού άπορριπτέον. ΑΛΛά μήν ούδ' ούτως τόν θεόν τφ είναι ποι­ είν ύποθετέον ώς τό πύρ θερμαίνει· τό γάρ πύρ, εί καί ούσιωδώς, άΛΛ' όμως συμβεβηκυίαν έχει τήν θερμότητα, παρά δέ τφ θεφ ούδέν ούτε ούσιωδώς συμβέβηκεν ούτε συμβεβηκότως. Έπεί ούν συμβέβηκε μέν αύτφ ούδέν, τό δέ είναι καί τό βούΛεσθαι ταύτόν ύπάρχει τφ θεφ, άπΛούν τέ έστι καί μονοειδές, ποιητικόν άγενήτως τών όντων. Ώσπερ γάρ όρώμεν ότι τά γεννητά, οιον άνθρωπος ό δείνα γεννητώς γενόμενος γεννητικός τε ών, γεννητά ποιεί, καί καθόΛου τά γεννητά γεν­ νητώς γενόμενα γεννητά ποιεί καί έξ αύτών ποιεί, τόν αύτόν τρόπον καί ό θεός, άγένητος ών, άγενήτως ποιεί πάντα, ού γινόμενα άλλά συνυφιστάμενα, καί τή μέν τής δυνάμεως άπειρίμ διάφορα ποιεί. Μή προσέχωμεν δέ τόν θεόν άνθρωπίνως. Ού γάρ ώσπερ ήμείς, τό πρότερον άλλως έχοντες, ύστε­ ρον είς άΛΛο μεταβάΛΛοντες, Λεγόμεθα ποιείν, ούτως καί ό θεός ποιεί- άλλά, δι' άρρητον ύπερβάΛΛουσάν τε δύναμιν άχρόνως ποιών πάντα, τεΛειοί πάντα, καί άμα τφ αύτόν είναι καί τά όντα ποιεί, ού χρείαν έχων ώσπερ ήμείς τό πρότερον γενέσθαι καί τεΛειωθήναι, καί ούτως ποιήσαι τό ύστερον, διά τό μηδέν είναι έν αύτφ πρότερον καί ύστερον. Όρώμεν ούν καί τήν φύσιν αύτφ τφ είναι ποιούσαν καί άθρόον άεί τήν μεταβολήν έργαζομένην, ώσπερ καί έπί τής πήξεως τού γά­ λακτος άθρόως τήν πήξιν θεώμεθα παραγινομένην τφ γάλακτι. ΠοΛΛφ τοίνυν τόν θεόν μάλλον οίητέον άθρόως καί άχρόνως πάντα ποιείν, αύτόν μέν όντα έν, τή δέ άπειρίμ τής δυνά- 6 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας μεως τά διάφορα παράγοντα, καί αύτά παντελώς αύτοπάρακτα τυγχάνοντα. Έλεγχος τής άποκρίσεως ούκ όρθώς γεγενημένης. Ούκ οίητέον, φησίν, ώσπερ έν ήμίν άλλο μέν έστι τό είναι, άλλο δέ έστι τό βούλεσθαι, ούτως καί έν τφ θεφ· άλλά τό αύτό άντικρυς ύπάρχει τό είναι καί τό βούλεσθαι έν τώ θεφ. Ό γάρ έστι καί βούλεται, καί ο βούλεται έστι· καί ούδεμία διαίρεσις έπί τού θεού, διά τό αύτοπάρακτον είναι τόν θεόν. Ώστε τήν διαίρεσιν τήν τού είναι προς τό βούλε­ σθαι έπί τού θεού άπορριπτέον. Τού θεού έχοντος ούσίαν μέν προς ύπαρξιν, βούλησιν δέ προς ποίησιν, ό άπορρίπτων ούσίας τε καί βουλής τήν διαφοράν καί τήν ύπαρξιν άπορρίπτει τού θεού και τήν ποίησιν, ύπαρξιν μέν τήν αύτού, ποίησιν δέ τών ούκ όντων. Ότι δέ άλλη έστιν ή ούσία τού θεού καί άλλη ή βουλή, δείκνυται καί έκ τού λόγου τού άποκριναμένου, τού είπόντος· Ό γάρ έστι καί βούλεται, καί ό βούλεται έστιν. Αντέστρεψε τή ούσίμ τήν βουλήν, καί τή βουλή τήν ούσίαν. Αντιστροφή δέ ούδαμώς ένδέχεται γενέσθαι τών άντιστρεφομένων ούκ όντων άλλο καί άλλο ή λογά) ή άριθμφ. Τό τφ άριθμφ έν ον ούδέν κωλύει τφ λόγω άλλο καί άλλο είναιοιον ή εύθεία γραμμή τή μέν ύποστάσει άριθμφ μία έστί, τφ δέ λόγψ τής εύθείας καί τής γραμμής άλλο καί άλλο. Κατά τόν τρόπον τούτον ού διαιρείται τού θεού ή φύσις τφ λογά) τής ούσίας καί τής βουλής; Εί άλλο τό ύπάρχειν καί άλλο τό ένυπάρχειν, καί ύπάρχει μέν τού θεού ή ούσία, ένυπάρχει δέ τή ούσία ή βουλή, άλλη άρα ή ούσία τού θεού καί άλλη ή βουλή. Εί ή μέν βουλή τού θεού έκ τής ούσίας, ή δέ ούσία ούκ έκ τής βουλής, άλλη άρα ή ούσία τού θεού καί άλλη ή βουλή. Ή ούσία τού θεού τό μή είναι ούσία ού δέχεται, ή δέ βουλή τού θεού δέχεται τό μή βούλεσθαι· οιον έβούλετο ό θεός ποιήσαι ένα ήλιον, δεύτερον ήλιον ούκ έβούλετο ποιήσαι, ότι, ώσπερ έλυσιτέλει τοίς ούσι τό ένα είναι τόν ήλιον, ούτως ούκ έλυσιτέλει τοίς ούσι τό γενέσθαι δεύτερον ήλιον· καί έβούλετο μέν τό λυσιτελές, τό δέ μή λυσιτελές ούκ έβούλετο. Αλλ' εί τούτο, άλλη άρα ή ούσία τού θεού καί άλλη ή βουλή. Εί ό έστιν ό θεός τούτο καί βούλεται, δήλον ότι βουλητόν έστι καί ού 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας βουλή. Πώς ούν ταύτόν έστι τή ούσίμ ή βουλή, τού βουλητού καί τής βουλής άλλου καί άλλου όντος, καθάπερ τό αισθητόν καί ή αϊσθησις; Εί άναρχος καί άΐδιός έστι θεός, ούτε αύτοπάρακτός έστιν ούτε έτεροπάρακτος· ό γάρ άπλώς αύτοπάρακτος ουδενι λογω έστιν άΐδιος καί άναρχος. Ό άποκρινάμενος δι' έτέρας φωνής άναιρεί τής ούσίας τού θεού καί τής βουλής τό έτερον, δι' έτέρας δέ φωνής τούτο τίθησιν. Αναιρών μέν τής ούσίας τού θεού καί τής βουλής τό έτερον έλεγεν· Ούκ οίητέον, ώσπερ έν ήμίν άλλο μέν έστι τό είναι, άλλο δέ τό βούλεσθαι, ούτω καί έν τφ θεφ. Τιθέμενος δέ τό έτερόν φησιν· Αλλά τό αύτό άντικρυς ύπάρχει. Καί πάλιν· Τό δέ είναι καί τό βούλεσθαι ταύτόν ύπάρχει τφ θεφ. Ώσπερ γάρ τό έτερον άλλο άλλα) έστίν έτερον, ούτως καί τό ταύτόν άλλο άλλα) έστίν άντικρυς ταύτόν· ωσαύτως δέ καί τό άντικρυς άλλο άλλα) έστίν άντικρυς. Αλλ' εί ταύτόν έστιν ή ούσία τού θεού καί ή βουλή, άντικρυς έσται άλλο καί άλλο· εί δέ μή γε, άναιρουμένου τού άλλου καί άλλου, άναιρεθήσεται έξ άνάγκης τό ταύτόν τής ούσίας τού θεού καί τής βουλής καί τό άντικρυς. Ώσπερ τό κινεισθαι ένέργειά έστι κινήσεως, ούτως καί τό βούλεσθαι βουλής έστιν ένέργειά· καίήν έχει διαφοράν ή δύναμις πρός τήν ένέργειαν, ταύτην έχει ή βουλή πρός τό βούλεσθαι. Αδύνατον δέ τό βούλεσθαι πρός μέν τήν βουλήν έχειν τήν διαφοράν, πρός δέ τόν βουλόμενον μή έχειν. Εί δέ ούδενίλόγψ δυνατόν ταύτόν είναι τό βούλεσθαι καί τήν βουλήν καί τόν βουλόμενον, δήλον ότι ό άπορρίπτων τού θεού καί τού βούλεσθαι τό άλλο καί άλλο τού ένεργούντος καί τής ένεργείας άπορρίπτει τήν διαφοράν· όπερ άτοπον. Εί άλλο τό ένυπόστατον, καί άλλο τό άνυπόστατον, καί θεός μέν έκείνο, τό βούλεσθαι δέ τούτο, δήλον ότι ό τού θεού καί τού βούλεσθαι άπορρίπτων τό άλλο καί άλλο ή τό ένυπόστατον άπορρίπτει ή τό άνυπόστατον. Είκατά τόν λόγον τού άντικειμένου όπερ έστι θεός καί βούλεται, καί ό βούλεται έστι, δήλον ότι, εί μή βουληθείη θεός τό μή φθείρεσθαι τήν ένέργειαν αύτού, παυσαμένης αύτής φθείρεται ού βουληθέντος αύτού. Ούκ άρα έστιν ό θεός ό βούλεται. Εί τό ποιείν έστι τής τού θεού βουλής, δήλον ότι, ώσπερ διαφέρει τό ποι- 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας είν άπΛώς τού ποια και πόσα καί πότε ποιείν, ούτω διαφέρει τό είναι τού βούΛεσθαι. ΑΛΛά μήν ούδ' ούτως τόν θεόν τφ είναι ποιείν ύποθετέον ώς τό πύρ θερμαίνει· τό γάρ πύρ, εί καί ούσιωδώς, άΛΛ' όμως συμβεβηκυίαν έχει τήν θερμότητα, παρά δέ τφ θεφ ούδέν ούτε ούσιωδώς συμβέβηκεν ούτε συμβεβηκότως. Έπεί ούν συμβέβηκε μέν αύτφ ούδέν, τό δέ είναι καί τό βούΛεσθαι ταύτόν ύπάρχει τφ θεφ, άπΛούν τέ έστι καί μονοειδές, ποιη­ τικόν άγενήτως τών όντων. Τό μέν πώς συμβέβηκε τφ πυρί ή θερμότης, ώς βούΛεται Λέγειν ό άποκρινάμενος, Λεγέτω. Ού γάρ περί τού πώς αύτφ συμβέβηκεν ή θερμότης νύν έστι τό ζητούμενον, άλλά περί τής άβουΛήτου ένεργείας, καθ' ήν τφ είναι ενεργεί. Τό βούΛεσθαι ή ούσίας έστίν ή πρόσεστι τή ούσία. ΑΛΛ' εί μέν ούσία έστίν, ούκ έστιν ό βουΛόμενος, εί δέ πρόσεστι τή ούσίμ, έξ άνάγκης άλλο καί άλλο έστίν· ούκ έστι γάρ τό ον καί τό προσόν ταύτόν. Εί πολλά μέν βούΛεται ό θεός, πολλά δέ ούκ έστιν, ούκ άρα ταύτόν παρά τφ θεφ τό είναι τφ βούΛεσθαι. Ό θεός εί όσα μέν βούΛεται ποιείν δύναται ποιείν, ούχ όσα δέ δύναται ποιείν βούΛεται ποιείν, ού ταύτόν άρα παρ' αύτφ τό είναι τφ βούΛεσθαι. Ό θεός εί έν μέν έστι καί άπΛούν καί μονοειδές, πολλά δέ βούΛεται καί πολλά ού βούΛεται, οίον βούΛεται μέν τή ποικιΛίμ πολλά είναι τά όντα, άπειρα δέ αύτά είναι τφ πΛήθει ού βούΛεται, ούκ άρα ταύτόν παρ' αύτφ τό είναι τφ βούΛεσθαι. Ό θεός εί ό ύπάρχει ού ποιεί, ποιεί δέ ό βούΛεται, βούΛεται δέ ποιείν τόν κόσμον, ούκ άρα ταύτόν παρ' αύτφ τφ είναι τό βούΛεσθαι. Εί άγενήτως άγένητα ού γίνεται, ούδ' άρα άγενήτως άγένητα ποιεί ό θεός· άδύνατον γάρ είναι ποιητόν άγένητον. Ώσπερ ή διδασκαλία ένέργειά έστι τού διδάσκοντος έν τφ μανθάνοντι, ούτως ή ποίησις ένέργειά έστι τού ποιούντος έν τφ ποιουμένψ- ό άρα άναιρών τήν γένεσιν άπό τού ποιουμένου άναιρεί καί τήν ένέργειαν άπό τής ποιήσεως τού ποιούντος. Μάτην ένεργεί θεός τήν ποίησιν, ούκ όντος τού γινομένου. Εί άποιήτως ού ποιεί ό θεός, ούδ' άρα άγενήτως ποιεί. Τό ποιεί ό θεός φάσις έστι ποιήσεως, τό δέ άποιήτως ποιεί δυνάμει άπόφασίς έστι τής φάσεως. Μαχόμενα ονόματα 6 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τό άγένητόν καί τό ποιητόν. Εί τό διά ποιήσεως άγένητόν, ούκ άρα άγένητόν τό μή διά ποιήσεως. Ούδέν διαφέρει τό λέγειν· Ό μέν ποιήσας έποίησε, τύ δέ ποιούμενον ούκ έγένετο, τού λέγειν· Ποιεί ό θεός τά άγένητα. Εί εύλογον τό λέγειν· Ό θεός άγενήτως άγένητα ποιεί, εύλογον άρα καί τό λέγειν· Αγενήτως τά άγένητα γίνεται. Ακολουθεί γάρ τφ ποιεί τό γίνεται φυσική άνάγκη. Εί δέ άτοπον τό δεύτερον, άτοπον άρα καί τό πρώτον. Εί έγχρονον τό γίνεσθαι, έγχρονον καί τό ποιείσθαι· ισοδύναμα γάρ. Αδύνατον γάρ έν τφ ποιείν τόν ποιούντα μή γίνεσθαι τό ποιούμενον. Εί άγενήτως ούδέν γίνεται, ούδ' άρα άγενήτως ποιείται τι· τό γάρ γίνε­ σθαι καί τό ποιείσθαι λεξει μέν ού ταύτόν, έργα) δέ ταύτόν. Ό θεός, εί τφ είναι ποιεί, άναγκαστικώς ποιεί ά ποιεί, εί δέ τφ βούλεσθαι ποιεί, αύθεντικώς ποιεί· αύθεντικώς δέ ποιων όσα βούλεται καί οια βούλεται καί ότε βούλεται ποιεί. Ό θεός εί τφ είναι ποιεί, είς ούδέν αύτού χρησιμεύει τό βού­ λεσθαι, φ ούδαμώς δύναται κεχρήσθαι. Δύο άσύμβατα τίθησιν έπί τού θεού ό άποκρινάμενος· ποιητικόν αύτόν ονο­ μάζει τών όντων, καί προσάπτει αύτφ τό άγενήτως ποιείν. Είγάρ αύτός μέν άγενήτως ποιεί, τό δέ ποιούμενον ούδαμώς γίνεται, ούτε γενητώς ούτε άγενήτως, ούτε ποιητώς ούτε άποιήτως, ώσπερ άρα ού γίνεται τό ποιούμενον, ούτως ούδέ ποιεί ό ποιών. Ώσπερ, φησίν, όρώμεν ότι τά γεννητά, οΐον άνθρωπος γεννητώς γενόμενος γεννητικός τε ών, γεννητά ποιεί, καί καθόλου τά γεννητά γεννητώς γενόμενα γεννητά καί τά έξ αύτών ποιεί, τόν αύτόν τρόπον καί ό θεός, άγένητος ών, άγενήτως ποιεί πάντα, ού γινόμενα άλλά συνυφιστάμενα, καί τή μέν τής δυνάμεως άπειρίμ τά διάφορα ποιεί. Τίς ούν έστιν ό ποιήσας τόν άνθρωπον, τόν κατά τήν φωνήν τού άποκριναμένου γεννητώς γενόμενον, καί αύτόν όντα γεννητόν, γεν­ νητώς γεννητά ποιούντα; Αλλ' εί μέν ό θεός, πώς ούκ έψεύσατο ό άποκρινάμενος, είπών· Ό θεός, άγένητος ών, άγε­ νήτως άγένητα ποιεί; Εί δέ ούχ ό θεός, πώς ού τών άλλοτρίων προνοεί ό θεός, προνοών τών άνθρώπων, ών ούκ έστι ποιητής; Εί δέ άτοπον τό μή λέγειν τόν θεόν ποιητήν τού άν- 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας θρώπου, άτοπον άρα καί τό Λέγειν τόν θεόν άγενήτως άγένητα ποιείν· ιδού γάρ πεποίηκε τόν άνθρωπον γεννητώς όντα γεννητόν. Εί ού τό μέρος γεννητόν, τούτου έξ άνάγκης καί τό όλον γεννητόν, μέρος δέ τού κόσμου ό άνθρωπος, ό κατά τήν φωνήν τού άποκριναμένου γεννητώς γενόμενος, γενητός άρα καί ό κόσμος. Εί άγένητός έστιν ό θεός καί τά άγένητα ποιεί, πώς ού κατά κοινού φέρει τό τού άγενήτου όνομα, τό μηδενί αύτόν άντιδιαστέΛΛον; Εί ό θεός ό έστιν ού ποιεί (άδύ­ νατον γάρ), ποιεί δέ ά ούκ έστι, γενητά άρα ποιεί, άγένητός αύτός ών. Ού ζητούμεν δέ πρώτον τό πώς ποιεί ό θεός, άλλά τό τί ποιεί· εύρεθέν γάρ τό τί ποιεί εύρηται καί τό πώς ποιεί. Εί άγένητός ύπάρχων ό θεός άγενήτως άγένητα ποιεί, καί άδέσποτος άρα ύπάρχων άδεσπότως άδέσποτα ποιεί. Εί δέ άτοπον τό δεύτερον, άτοπον άρα καί τό πρώτον. Τά άδιαστάτως συνυφιστάμενα άλλήλοις, ούδέν αύτών ούδενός αύτών δύναται είναι ποιητής· εί δέ μή γε, άλλήλων έσονται ποιηταί. Εί δέ τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό λέγειν τόν θεόν ποιη­ τήν τών άδιαστάτως αύτφ συνυφισταμένων. Εί άπειρα μέν δύναται ποιείν ό θεός, άλλά τφ βούλεσθαι, ό θεός δέ διάφορα μέν είναι ού δύναται (έν γάρ έστι καί άπλούν καί μονοειδές), διάφορα δέ βούλεται, ούκ άρα τφ είναι ποιεί, άλλά τφ βούλεσθαι. Εί, ώσπερ τή συνθέσει τών γραμμών συνυφίστανται αί γωνίαι, ούτως καί ό κόσμος τφ θεφ, άναγκαστικώς άρα καί άβουλήτως ποιεί τόν κόσμον ό θεός, κατά συμβεβηκός καί ού καθ' αύτό· άναγκαστικώς γάρ καί κατά συμβεβηκός συνυ­ φίστανται αί γωνίαι τή θέσει τών γραμμών. Ό ποιών τό μή ον ποιεί· τό γάρ ον ού χρήζει ποιητού. Αλλ' εί τούτο, ούκ άρα ποιητής έστιν ό θεός τών συνυφισταμένων αύτφ, καθά φησίν ό άποκρινάμενος. Ό θεός οικίαν ούκ έποίησεν, άλλ' έποίησε τόν άνθρωπον, καί δέδωκεν αύτφ δύναμιν ποιητικήν τής οικίας. Ούδέν ούν τούτων άγενήτως παρά τφ θεφ, ούτε ή ποίησις τού άνθρώπου ούτε ή δόσις τής δυνάμεως. Δύο κα­ νόνας έθηκεν ό άποκρινάμενος· ένα μέν έπί τής ποιήσεως τών άγεννήτων όντων καί άγεννήτως ποιούντων, ένα δέ έπί τής ποιήσεως τών γεννητών όντων καί γεννητώς ποιούντων. Καί τά μέν, φησίν, έργα τών άγεννήτων συνυφίσταται τοίς έαυ- 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας τών ποιηταΐς άγεννήτως, τά δέ έργα τών γεννητών έγχρονα. Μηδενός τοίνυν τών άγεννήτων έγχρόνως ποιούντων, δήλον ότι τά γεννητά ούτε γέγονεν ύπό τού άγεννήτου ούτε γενέσθαι δύναται. Μή προσέχωμεν δέ τό ποιείν τόν θεόν ανθρωπινως. Ού γάρ ώσπερ ήμεις, τό πρότερον άλλως έχοντες, ύστερον είς άλλο μεταβάλλοντες, λεγόμεθα ποιείν, ούτως καί ό θεός ποιεί· άλλά, δι' άρρητον ύπερβάλλουσάν τε δύναμιν άχρόνως ποιών πάντα, τελειοι πάντα, καί άμα τφ αύτόν είναι καί τά όντα ποιεί, ού χρείαν έχων ώσπερ ήμεις τού πρότερον γενέσθαι καί τελειωθήναι, καί ούτως ποιήσαι, διά τό μηδέν είναι έν αύτφ πρότερον καί ύστερον. Ημείς μέν τό πρότερον μεταβάλλομεν είς τό ύστερον τή εύρέσει τού βελτίονος· ό δέ θεός ούχ ούτως, άλλ', ώσπερ προσήκει, τό έξ άρχής ποιεί, ού μεταβάλλων είς ύστερον τά πρότερα. Είγάρ προέθηκε μέν έξ άρ­ χής τό μεταβαλείν είς ύστερα τά πρότερα καί ού μεταβάλλει, ή άσθένεια ένομίζετο τής δυνάμεως ή ότι εύρε τού προκειμένου τό βέλτιον, ών ούδέν πρόσεστι τφ θεφ, ούτε ή άσθένεια τής δυνάμεως ούτε τό ύστερον εύρείν τού προτέρου τό βέλτιον. Εί ποιεί ό θεός πάντα, τά μή γινόμενα άλλά συνυφιστάμενα, περιττόν ήν τό άμα τφ είναι αύτόν τά όντα ποιείν. Ώσπερ γάρ περιττόν ήν, ούσης τής συνθέσεως τών γραμμών, ποιήσαι τάς γωνίας, ούτως περιττόν ήν, οντος τού θεού σύν τφ κόσμψ, ποιήσαι τόν κόσμον, εί άρα συνυφίσταται τφ θεφ, καθά φησίν ό άποκρινάμενος. Εί άμα τφ είναι τόν θεόν έστι καί ό κόσμος, ό δέ κόσμος άεί έν κινήσει, ή δέ κίνησις έν χρονω, έν χρονω άρα ό θεός σύν τφ κόσμψ. Εί άγένητος ών ό θεός καί άγενήτως άγένητα ποιεί, ού τά γινόμενα άλλά τά συνυφιστάμενα αύτφ, άγέννητος άρα καί ό άνθρωπος, μέρος άν τού κόσμου. Πώς ούν γεννητόν τούτον ό άποκρινάμενος καλεί; Καί εί άγένητος ών ό θεός καί άγενήτως άγένητα ποιεί, δήλον ότι καί άπλούς ών άπλά πάντα συνυφιστάμενα αύτφ ποιεί. Αλλ' εί τούτο, ούκ άρα συνυφίσταται τφ θεφ ό κόσμος, σύνθετος ών καί όλψ καί μέρει. Εί έν έστιν ό θεός, καί ούχ έν τό συνυφιστάμενον αύτφ, ούδ' άρα συνυφίσταται αύτφ τά γενητά άγενήτψ όντι. Ό θεός εί νοητών τε καί αί- 6. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας σθητών έστιν επέκεινα, και ού ποιεί έργα νοητών τε καί αι­ σθητών επέκεινα, ούδ' άρα άγένητος ών άγένητα ποιεί. Εί άδύνατον συνυφίστασθαι τφ έπέκεινα έαυτού, πώς συνυπέστη ό κόσμος τφ θεφ, έπέκεινα όντι αύτού; Εί άδύνατον είναι άγένητα τά σύνθετα, πώς ό ούρανός καί ό ήΛιος καί ό κόσμος είσίν άγένητοι, σύνθετοι όντες, άΛΛοθεν έχοντες τήν ύΛην καί άΛΛοθεν τό είδος; Όρώμεν καί τήν φύσιν αύτώ τώ είναι ποιούσαν καί άθρόαν άεί τήν μεταβολήν έργαζομένην, ώσπερ έπί τής πή­ ξεως τού γάΛακτος άθρόως τήν πήξιν θεώμεθα παραγινομένην τφ γάΛακτι. ΠοΛΛφ τοίνυν τόν θεόν μάΛΛον οίητέον άθρόως καί άχρόνως πάντα ποιειν, αύτόν μέν όντα έν, τή δέ άπειρίμ τής δυνάμεως διάφορα προάγοντα, καί αύτά παν­ τελώς αύτοπάρακτα τυγχάνοντα. Ή μέν φύσις άθρόαν τήν μεταβολήν έργάζεται, ού πρός ποίησιν ούσίας άλλά πρός ποίησιν τού πάθους· ή γάρ πήξις έν τώ γάΛακτι πάθος έστι τού γάΛακτος, ούσίαν δέ ουδαμώς άθρόως ποιεί ή φύσις. Πώς ούν ούκ έστιν ό άποκρινάμενος άνοικείψ ύποδείγματι, τή έργασίμ τής φύσεως, χρησάμενος πρός παράστασιν τής τού θεού άχρόνως εργασίας, δημιουργού πολλών καί διαφό­ ρων ούσιών όντος, ας, κάν άθρόως ποιή ό θεός, ούδ' ούτως άχρόνως; Τό γάρ άθρόον τού χρόνου έστι τό άτομον. Τών αύτοπαράκτων ου κυριεύει ή τού θεού βούΛησις, κυριεύει δέ ή βούΛησις τού θεού ών αύτή παράγει. ΑΛΛ' εί κυριεύει ή βούΛησις τού θεού πάντων, ούδέν άρα αύτοπάρακτον. Αύτοπάρακτον ονομάζει ό άποκρινάμενος καί τόν θεόν καί τόν κόσμον. ΑΛΛ' εί αύτοπάρακτός έστιν ό κόσμος, συνυφιστάμενος τή αίτίμ τής ύποστάσεως αύτού, άνάγκη άρα καί τόν θεόν, αύτοπάρακτον όντα, συνυφίστασθαι τή αίτια τής ύπο­ στάσεως αύτού. ΑΛΛ' εί τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό Λέγειν τόν θεόν καί τόν κόσμον αύτοπαράκτους, καί συνυφισταμένους άΛΛήλοις άδιαστάτως. Είκαθ' αύτό μέν έστιν ό θεός αύτοπάρακτος, κατά συμβεβηκός δέ ό κόσμος ό συνυφιστάμενος αύτφ, πώς ούκ έστι ψευδές τό Ούδέν συμ­ βαίνει θεφ, εϊγε, αύτοπαράκτως παραγομένου τού θεού, συν­ υπέστη αύτφ αύτοπάρακτος ό κόσμος; Εί τά φυσική άνάγκη 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τινί συμβησόμενα άβουΛήτως συμβαίνει αύτφ, πώς, εί φυ­ σική άνάγκη συνυφίσταται ό κόσμος τφ θεφ, ούκ άβουΛήτως αύτφ συνυφίσταται κατά συμβεβηκός; Εί ταύτόν έστι παρά τφ θεφ τό είναι τφ βούλεσθαι, δήλον ότι έν οίς ού βούλε­ ται ό θεός έν τούτοις ούδέ έστι. Πώς ούν, μή όντος αύτού, ό κόσμος αύτφ συνυφίσταται; ΑβουΛήτως γάρ αύτφ συνυ­ φίσταται ό κόσμος. Εί ό άγένητος άγενήτως άγένητα ποιεί, δήλον ότι καί ό άσύνθετος άσυνθέτως άσύνθετα ποιεί. Εί δέ μή τό δεύτερον, ούδ' άρα τό πρώτον. Σύνθετος γάρ ό κόσμος. Εί ό θεός θεϊκώς θεούς ου ποιεί, πώς ό άγένητος άγενήτως άγένητα ποιεί; Ού γάρ αύτός έαυτφ συνυφίσταται, άλλά έτερος. Άλλο ό θεός, άλλο τό άγένητον- έκείνω μέν ύπάρχει, τούτω δέ χωρίζεται τών γενητών. Καί ποιών ό θεός ύπάρχει, ποιών ού χωρίζεται. Εί δέ καί ω χωρί­ ζεται ποιεί, άλλά κατά συμβεβηκός καί ού καθ' αύτό, πώς ούδέν συμβαίνει τφ θεφ κατά συμβεβηκός ποιούντι; Εί, ώσπερ συνυφίσταται τή σφαίρμ τό κοιλον καί τό κυρτόν, ούτως συνυφίσταται τφ θεφ ό κόσμος, άΛΛηλαίτιοι άρα ό μέν θεός τού κόσμου, ό δέ κόσμος τού θεού, καθάπερ κάκείνα. Εί ού ποιεί τις βουλήσει ά καί μή βουλόμενος έποίει, πώς ούν βουλήσει τόν κόσμον έποίησεν ό θεός, ον καί μή βουλόμενος ποιείν έξ άνάγκης έποίει; Εί έν μέν τή ούσία ό θεός, άπειρος δέ τή δυνάμει, τά δέ συνυφιστάμενα αύτφ μήτε έν κατά τήν ούσίαν αύτού μήτε άπειρα κατά τήν δύναμιν αύτού, ούδ' άρα συνυφίσταται αύτφ. Ό θεός άεί τέ­ λειός έστιν, άεί δυνατός έστιν· καί έν αύτφ μέν πρότερον καί ύστερον ούδέν, έν δέ τοίς έργοις αύτού έστιν άμφότερα. Εί σύνθετα τά έργα αύτού, πάν δέ σύνθετον έξ άπλών σύγκειται, καί άδύνατον άμα είναι τά άπλά τοίς συνθέτοις· πρώτα γάρ τά άπλά, ύστερον δέ τά σύνθετα. Ώσπερ άδιάβλητος ό θεός έπί τή άσθενεία τής δυνάμεως, ότι μή ποιή­ σας πλείους κόσμους, άλλά ποιήσας ένα κόσμον έπαυσε τήν ποίησιν, ούτως άδιάβλητος ό θεός έπί τφ άτελεί τής δυνά­ μεως, ότι μή άμα τφ είναι αύτόν τόν κόσμον έποίησεν, άλλ' ότε έβούλετο. Ούδέν διαφέρει τό αύτοπάρακτον τού αύτογενούς· άλλ' εί αύτοπάρακτος ό θεός καί αύτοπάρακτος 6. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ό κόσμος, έσονται αύτογένητοι ο τε θεός και ό κόσμος. Εί, ώσπερ όρώμεν άθρόως τήν πήξιν τφ γάλακτι παραγινομένην, ούτως άθρόως παραγίνεται τφ κόσμψ τό είναι, γενητός άρα ό κόσμος και μεταβλητός έκ του άνουσίου είς ουσίαν· τό γάρ παραγίνεται τό γενέσθαι δηλοί. Εί αύτοπάρακτος ό θεός καί αύτοπάρακτος ό κόσμος, ή αύτοπαραξία έκατέρου έκατέρου έσται άρχή τής ύπάρξεως. Πώς ούν άναρ­ χος καί άΐδιος ό θεός καί ό κόσμος, τάς αύτοπαραξίας έχοντες αύτών άρχάς τής ύπάρξεως αύτών; Τό αύτοπάρακτον παραγωγής έχει σημασίαν τού άφ1 έαυτού παραγομένου. Αλλ' επειδή πάν τό παραγόμενον ή τή παρουσίμ παράγεται κατά μετάστασιν έκ τόπου είς τόπον, ή τή ούσίμ παράγεται κατά ποίησιν άγουσαν έκ τής άνυπαρξίας είς ύπαρξιν, μηδέν δέ τούτων πρόσεστι τώ θεφ, δήλον ότι ούκ όρθώς αύτόν ώνόμασεν ό άποκρινάμενος αύτοπάρακτον· τό γάρ αύτοπά­ ρακτον τού έτεροπαράκτου τφ όλως αύτοπαράκτψ ούδέν δια­ φέρει. Είάδύνατον είναι τό άγένητον ποιητόν, άδύνατον είναι τόν κόσμον άγένητον καί τόν ποιήσαντα αύτόν θεόν. Εί δέ τφ ποιητφ διαφέρει ό κόσμος τού θεού, έξ άνάγκης καί τφ γενητφ διαφέρει· ποιητός γάρ ό κόσμος, άποίητος δέ ό θεός. Εί ό φυσική άνάγκη τφ άγενήτφ συνυφιστάμενος άποίητός έστι, πώς ούν ούκ έστι ψευδές τό Έποίησε ποιητόν κόσμον ό θεός, άποίητον όντα καί άγένητον κατ' αύτόν; Εί αύτοπάρακτος έστιν ό κόσμος καί ού ποιητός, έξ άνάγκης καί αύτοποίητός έστιν. Τού αύτοπαράκτου τό αύτογένητον καί αύτοποίητον ούδέν διαφέρει. Άλλ' εί αύτοπάρακτος ό τε θεός καί ό κόσμος, αύτογένητοι καί αύτοποίητοι έσονται. Εί δέ τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό λέγειν αύτο­ πάρακτον μέν τόν άναρχόν τε καί άίδιον θεόν, άγένητον δέ καί αύτοπάρακτον τόν ποιητόν κόσμον. Εί αύτοπάρακτος έστιν ό κόσμος, ούκ έστι θεοπάρακτος· καί εί μή θεοπάρακτος, ούδέ παρήγαγεν αύτόν ό θεός. Πώς ούν ό άποκρινάμενος, όταν λέγη προάγοντα μέν τόν θεόν, αύτοπάρακτον δέ τόν κόσμον, ούκ έστι ψευδή καί άσύμβατα λέγων; Πολλφ τοίνυν, φησί, τόν θεόν μάλλον οίητέον άθρόως καί άχρόνως πάντα ποιείν, αύτόν μέν όντα έν, τή δέ άπειρίμ τής δυνά- 6. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μεως τά διάφορα προάγοντα, καί αύτά παντελώς αύτοπάρακτα τυγχάνοντα. Καί εί ισοδύναμε! τό ποιεΐν τφ ποιήσειν, πώς ό άναιρών άπό τού θεού τό ποιήσειν, ώς έμφασιν μέν έχον τού μέλλοντος χρόνου, νύν τίθησιν έπ' αύτού τό ποιεΐν, τήν αύτήν έχον τού χρόνου έμφασιν; Εί δέ σύν τή έμφάσει τού μέλλοντος χρόνου έχει τό ποιεΐν καί τού παρεληλυθότος τήν έμφασιν, πώς ούκ έστιν έν τή τού θεού έργασίμ τού χρόνου πάντα τά μέρη ύπάρχοντα; Τετάρτη έρώτησις χριστιανική πρός τούς Έλληνας. Εί άδύνατον τφ πρώην μέν ούκ όντι, ύστερον δέ όντι, συνάΐδιον είναι τφ άεί όντι, πώς, είγενητός ό κόσμος, συνάΐδιός έστι παρά τφ θεφ; Απόκρισις έλληνική πρός τούς Χριστιανούς. Ότι· μέν άδύνατον τό έγχρονον (τούτο γάρ σημαίνει τό πάλαι μέν μή ον, ύστερον δέ όν) άΐδιον είναι καί συνάΐδιον τφ άεί όντι, δήλον. Ότι δέ καί έκ τούτου τού Λόγου δείκνυται ό κόσμος άγένητος, καί τούτο παντί που δήλον. Αλλ' εϊ τις έθέλοι Λέγειν ώς τινες τών παλαιών τόν κόσμον γενητόν καΛούσιν, εί μέν έπιπολαίως σκέψοιντο τούς Λόγους, μέμψοιντο άν δικαίως τούς τούτο Λέγοντας· εί δέ τό βάθος κατανοήσωσιν άκριβώς τών Λεχθέντων, εύρήσουσιν άκριβώς καί σαφώς άγέ­ νητον τούτους τόν κόσμον άποφαινομένους. Αύτοί γάρ, Λέγοντες τήν τε παραδειγματικήν καί τήν ποιητικήν αιτίαν άγέ­ νητον είναι, δήλον ότι καί τόν κόσμον, δημιούργημα τούτων όντα, σαφώς άγένητον άποφαίνουσι. Τοίς γάρ παλαιοΐς άποδέδεικται τά καλούμενα πρός τί άμα τή φύσει ύπάρχειν. Έπεί ούν ή τε είκών πρός τό παράδειγμα καί τό παράδειγμα πρός τήν εικόνα καί τό δημιούργημα πρός τόν δημιουργόν καί ό δημιουργός πρός τό δημιούργημα, άμα τή φύσει ύπάρξει· εί τοίνυν άγένητος ό δημιουργός καί τό παράδειγμα άγένητον, καί ό κόσμος, τού μέν παραδείγματος είκών ών, τού δέ δη­ μιουργού δημιούργημα. Ότι δέ τά πρός τί άμα τή φύσει ύπάρχει, σαφώς πάσιν άποδέδεικταικαί ώμολόγηται, καί αύτόθεν •μδιον γινώσκειν. Τό γάρ δεξιόν καί άριστερόν τών πρός τί. Ώσπερ ούν ούκ ένδέχεται τό δεξιόν είναι μή όντος τού άριστερού μηδέ τό άριστερόν έκτος τού δεξιού, ούτως ούκ ένδέχε- 6 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ται τόν δημιουργόν είναι άνευ τού δημιουργήματος ή τό δη­ μιούργημα άνευ τού δημιουργού. Εί ούν άγένητος ό δημιουρ­ γός, άγένητον και τό δημιούργημα. Είδε τις θέΛοιΛέγειν ότι πρότερον μέν ήν ό δημιουργός, ύστερον δέ γέγονε τό δημιούρ­ γημα, καί αΛΛω περιπεσείται άτόπω. Εύρεθήσεταιγάρ δυ­ νάμει είναι Λέγων τόν δημιουργόν καί ούκ ένεργείμ (οπερ ούδέν άΛΛο έστιν ή τόν θεόν άτεΛή Λέγειν), καί πρός τούτοις ούδέν ήττον συνυφίστασθαι τφ δημιουργώ τό δημιούργημα, δυνάμει ον καί τούτο ώσπερ ό δημιουργός, άπανταχού τών πρός τί ύφισταμένων έπ' ίσης. Εί μέν ούν ό δημιουργός δυνάμει, καί τό δημιούργημα δυνάμει· εί δέ ό δημιουργός ένεργείμ καί τέΛειος, καί τό δημιούργημα ομοίως. Σαφώς τοίνυν παντί δήΛον ύπάρχει τό συνυφίστασθαι τώ δημιουργφ, καθά δη­ μιουργός, τό δημιούργημα. ΈΛεγχος τής άποκρίσεως ούκ όρθώς γεγενη μένης. Ώς δείξας άποκρινάμενος έν ταις άΛΛαις αύτού άποκρίσεσι τόν κόσμον άγένητον, ούτως καί έν τή παρούση άποκρίσει έπαγγέΛΛεται δείξαι τόν κόσμον άγένητον· καίτοι έν ταίς άΛΛαις αύτού άποκρίσεσιν ούτε έκ τών φανερών τε καί γνωρίμων τού κόσμου έδογμάτισε τήν άγενεσίαν, ούτε διά τής άποδείξεως ταύτην έθηκεν, άΛΛά μόνον κατά τήν οίκείαν αύθεντίαν τό δοκούν αύτφ άπεφήνατο. ΈΛθών δέ είς τήν παρούσαν ταύτην άπόκρισιν, έν ή πειράται δείξαι τόν κόσμον άγένητον, πρώτον μέμνηταιτών παΛαιών, γενητόν είρηκότων τόν κόσμον· οΰς δικαίας μέμψεως έΛεξεν άξιους, γενητόν τόν κόσμον είρηκότας, εί μή ταίς έτέραις αύτών φωναίς τάς οικείας αύτών φωνάς άνέτρεψαν, Λεγούσας τόν κόσμον γενητόν. Τούτο δέ ού δικαίας έστί μέμψεως άπαΛΛακτικόν, άΛΛά ποιητικόν μάΛΛον τής μεγάΛης καί δικαίας μέμψεως, τό θεϊναι έπί τής τού κόσμου γενέσεως τήν φάσιν καί τήν άπόφασιν, καί τό τοίς οίκείοις Λόγοις μάχεσθαι αύτούς έαυτοίς. Καί ταύτα μέν είρήσθω είς έΛεγχον τού μή δικαίως κεχρήσθαι τόν άποκρινάμενον ταίς άΛΛήΛαις μαχομέναις φωναίς, πρός άπόδειξιν συστατικήν τού τόν κόσμον είναι άγένητον. Ήμείς δέ έξετάσωμεν τάς τών παΛαιών έκείνων φωνάς, έν αίς δεδειγμένως τόν κόσμον άγένητον άποφαίνουσι, καθά φησιν ό 6. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας άποκρινάμενος. Ότι δέ, φησί, καί έκ τούτου του λόγου δείκνυται ό κό­ σμος άγένητος, καί τούτο παντί που δήλον. Αλλά καί ε’ί τις έθέλοι λέγειν ώς τινες τών παλαιών τόν κόσμον γενητόν καλούσιν, εί μέν έπιπολαίως προσέχουσι τοίς λόγοις, μέμψοιντο άν δικαίως τούς τούτο λέγοντας· εί δέ τό βάθος κατανοήσουσιν άκριβώς τών λεχθέντων, εύρήσουσιν άκριβώς και σαφώς άγένητον τούτους τόν κόσμον άποφαινομένους. Αύτοί γάρ, λέγοντες τήν τε παραδειγματικήν καί ποιητικήν αιτίαν άγένητον είναι, δήλον ότι καί τόν κόσμον, δημιούργημα τού­ των όντα, σαφώς άγένητον άποφαίνουσιν. Εί κειται τοίς παλαιοίς τό γενητόν είναι τόν κόσμον, καί έπιπολαίως μέν νοούμενον τό κείμενον μένει άμετάβλητον, βαθέως δέ νοούμενον είς τό άντικείμενον μεταπίπτει, διά τί μή τήν παρα­ δειγματικήν τε καί ποιητικήν αιτίαν, τήν κειμένην τοις παλαιοίς, ταίς όμοίαις προσοχαίς τού έπιπολαίως τώ βαθέως χρησαμένου είς άντικείμενον μεταβαλλομέναις χρησάμενος ό άποκρινάμενος τόν γενητόν κόσμον, τόν κείμενον τοίς παλαιοίς, είς τόν άγένητον μετέβαλεν, ίνα τούς τούτο είρηκότας δικαίας μέμψεως άπαλλάξη; Εί δέ τούτο ποιείν άτοπον, χρή ταίς τών πραγμάτων φύσεσι νοήσαι τών παλαιών τούς λόγους, καί μή ταίς διαφόροις προσοχαίς μεταβαλλούσαις τά κείμενα είς τά άντικείμενα. Εί άλλο τό παράδειγμα καί άλλο τό κατά τό παράδειγμα (άπλούν γάρ τό παράδειγμα, σύνθετον δέ τό κατά τό παράδειγμα), τό δέ ούτως άλλο καί άλλο έξ άνάγκης άλ­ λοτε καί άλλοτε, τό δέ άλλοτε καί άλλοτε, πρότερον καί ύστε­ ρον, ού δύναται άμα είναι τή φύσει, ούκ άρα άμα τή φύσει τό παράδειγμα καί τό κατά τό παράδειγμα. Ό άποκρινάμενος ποτέ μέν κοινόν δημιούργημα λέγει τόν κόσμον τής τε παρα­ δειγματικής αιτίας καί τής ποιητικής, καί φησι· Δήλον ότι καί τόν κόσμον, δημιούργημα τούτων όντα- ποτέ δέ τής μέν ποιητικής δημιούργητα, τής δέ παραδειγματικής εικόνα. Καί δήλον έκ τούτου, ότι ούτε τφ δημιουργφ προς τί έστι καθό είκών ό κόσμος, ούτε τφ παραδείγματι καθό δημιούργημα. Αλλ' εί τούτο, ούκ άρα άληθές τό τούτων είναι δημιούργημα τόν κόσμον. Εί τώ παραδείγματι δημιουργεί ό δημιουργός 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τόν κόσμον, βουλόμενος αύτόν δημιουργεί, άΛΛ' εί τώ είναι αύτόν δημιουργεί, περιττόν τό παράδειγμα, τού είναι τόν θεόν άρκουντος πρός ποίησιν τού ποιούμενου, καί παράγει τό βούλημα· ού γάρ γίνεται βουλητά ά καί μή βουΛομένου τού ποιούντος έγίνετο. Τοιούτον γάρ τό έργον τών τφ είναι ποιούντων. Ό θεός μέν αύτός έστιν άγένητος, τό δέ παρά­ δειγμα έγέννησεν έκ τής έαυτού διανοίας, τόν δέ κόσμον έδημιούργησεν έκ τής ύλης κατά τό παράδειγμα. ΑΛΑ' είκατά τόν άποκρινάμενον, έπειδή δημιούργημα τού άγενήτου δη­ μιουργού έστιν ό κόσμος, διά τούτο καί αύτός άγένητός έστιν, έσται άρα καί τό παράδειγμα άγένητον, έπεί γέννημα τού άγε­ νήτου έστίν. Εί δέ άτοπον τό Λέγειν άγένητον τό γέννημα, άτοπον άρα καί τό Λέγειν άγένητον τό γενητόν. Εί διά τό είναι τόν δημιουργόν άγένητον άνάγκη καί τό δημιούργημα είναι άγέ­ νητον, δήΛον ότι τούτω τφ τρόπψ άνάγκη ε ίναι καί άδημιούργητον τό δημιούργημα· άδημιούργητος γάρ ό δημιουργός. Εί δέ τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό Λέγειν τόν κόσμον άγέ­ νητον. Τό δημιουργητόν τού γενητού Λέξει μόνη διαφέρει, πράγματι δέ ού διαφέρει· διό καθ' όλου Αντιστρέφει άΛΛήΛοις διά τό είναι αύτά επ' ίσης· εί τι γάρ γενητόν, τούτο έξ άνάγκης καί δημιουργητόν, καί ε’ί τι δημιουργητόν, τούτο έξ άνάγκης καί γενητόν. ΑΛΛ' έπειδή άδύνατον έστι τόν κόσμον είναι άγένητον καί γενητόν (έπί παντός γάρ ή τήν φάσιν άΛηθή είναι δει ή τήν άπόφασιν), πώς άρα τόν κόσμον δυνατόν είναι δημιουργητόν καί άγένητον; Τό δίς είναι τό αύτό έν άλλα) έξ άνάγκης άλλοτε καί άλλοτε- οίον τό παράδειγμά έστιν έν τφ θεφ καί έν τή ύλη, καί έν τφ θεφ μέν άποίητον, ποιητόν δέ έν τή ύλη, καί έν τφ θεφ μέν ού κόσμος άλλά τού κόσμου παράδειγμα, έν τή ύλη δέ κόσμος. Αλλ' εί μέν άλλοτε καί άλλοτε, καί άλλως καί άλλως, έξ άνάγκης καί πρότερον καί ύστερον. Εί δέ πρότερον καί ύστερον, δήλον ότι ού συνάίδιον. Τοις παλαιοίς άποδέδεικται τά καλούμενα πρός τί άμα τή φύσει ύπάρχειν. Έπεί ούν ή τε είκών πρός τό παράδειγμα καί τό παράδειγμα πρός τήν εικόνα καί τό δημιούργημα πρός τόν δημιουργόν καί ό δημιουργός πρός τί) δημιούργημα, άμα τή φύσει τά τοιαύτα υπάρξει· εί τοίνυν άγένητος ό δημιουρ­ 6. Τού αγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας γός καί τό παράδειγμα, άγένητος και ό κόσμος, του μέν παρα­ δείγματος είκών ών, τού δέ δημιουργού δημιούργημα. Οίς παΛαιοίς άποδέδεικται τά πρός τί άμα τή φύσει, αύτοίς άποδέδοται τής είκόνος ό Λόγος. Είκών, φησίν, έστιν ής ή γένεσις διά μιμήσεως. ΑΛΛ' εί κατά τόν άποκρινάμενον άγένητός έστιν ό κόσμος, δήΛον ότι άπώΛεσεν ό κόσμος τής είκόνος τό όνομα, καί τό όνομα καί τό πράγμα· έν άγενεσίμ γάρ άδύνατον τώ κόσμω σώζειν τής είκόνος τόν Λόγον. Ό Λέγων τό δημιούργημα άγένητον, έπειδή ό δημιουργός αύτού άγένητός έστιν, όφείΛει καί άδημιούργητον Λέγειν τό δημιούργημα, επειδή ό δημιουργός αύτού άδημιούργητός έστιν· άντακοΛουθούσι γάρ άΛΛήΛοις έξ άνάγκης, τώ μέν άγενήτψ τό άδημιούργητον καί τφ άδημιουργήτω τό άγένητον. Εί δέ τούτο άτοπον, άτοπον άρα καί τό Λέγειν δημιούργημα άγένητον. Εί άμα τή φύσει τά πρός τί καί διά τούτο άνάγκη συναγένητον είναι τφ δημιουργφ τό δημιούργημα, καθά τώ άποκριναμένω δοκεί, ά­ νάγκη άρα τόν αύτόν τρόπον συναγένητον Λέγειν τό γενητόν τφ άγενήτψ. Πρός τί γάρ καί ταύτά έστι· πρός γάρ τό γε­ νητόν τό άγένητον, καί πρός τό άγένητον τό γενητόν. Εί δέ τού γενητου μέν ούκ όντος δυνάμει έστι τό άγένητον άγένητον, όντος δέ τού γενητού ένεργείμ έστίν άγένητον τό άγένητον, άνάγκη άρα καί έπί τού δημιουργού καί τού δημιουργήματος καί τού παραδείγματος καί τής είκόνος τούτο ώσαύτως νοειν· καί ούδέν άτοπον συμβαίνει. Ήν γάρ έχει φύσιν τό πρός τί κατά τόν δημιουργόν καί τό δημιούργημα, τήν αύτήν έχει καί κατά τό γενητόν καί άγένητον. Καί τό πρώτον καί ύστερον τών πρός τί έστίν· πρός γάρ τό πρώτον τό ύστερον καί πρός τό ύστερον τό πρώτον, καί άμα είσί τή φύσει δυνάμει ή τή φύσει ένεργείμ. ΑΛΛ' εί κατά τόν άποκρινάμενον τό δημιούρ­ γημα συναγένητον έστι τφ άγενήτψ δημιουργφ, έπειδή πρός τί έστι καί άμα τή φύσει, έσται άρα τούτψ τφ τρόπψ καί τό γενητόν συναγένητον τφ άγενήτψ θεφ. Πρώτος μέν γάρ ό θεός, ύστερον δέ τό γενητόν· καί έστιν ώς πρός τί άμα τή φύσει τό πρότερον καί ύστερον. Εί δέ, χωρίς τού ποτέ μέν δυνάμει, ποτέ δέ ένεργείμ, άδύνατόν έστι τό πρώτον καί ύστε­ ρον είναι άμα τή φύσει, ούδ' άρα τό δημιούργημα συναΐδιόν 6. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας έστι τφ δημιουργφ ούτε ή είκών τφ παραδείγματι. Ότι δέ τά πρός τί άμα τή φύσει ύπάρχει, σαφώς πάσιν άποδέδεικται καί ώμοΛόγηται, καί αύτόθεν -μδιον γινώσκειν. Τό γάρ δεξιόν καί τό άριστερόν τών πρός τί. Ώσπερ ούν ούκ ενδέχεται τό δεξιόν είναι μή όντος τού άριστερού μηδέ τό άρι­ στερόν έκτος τού δεξιού, ούτως ούκ ένδέχεται τόν δημιουργόν είναι άνευ τού δημιουργήματος ή τό δημιούργημα άνευ τού δη­ μιουργού. Εί ούν άγένητος ό δημιουργός, άγένητόν καί τό δημιούργημα. Εί μέν γάρ, ώσπερ κατά τήν αύτήν ούσίαν ύπήρχε τό δεξιόν και τό άριστερόν έν τφ όΛφ μέρει πρός άΛΛηΛα, ούτως ύπήρχε καί ό δημιουργός καί τό δημιούργημα κατά τήν αύτήν ούσίαν έν τφ όΛφ μέρει πρός άΛΛηΛα, είχεν άν χώραν τό ύπόδειγμα, φ χρησάμενος ό άποκρινάμενος έπειράτο δείξαι συναγένητον τφ δημιουργφ τό δημιούργημα· εί δέ τό μέν δεξιόν καί τό άριστερόν κατά τήν αύτήν ούσίαν έστιν έν τφ όΛψ μέρει πρός άΛΛηΛα, ό δέ δημιουργός καί τό δημιούρ­ γημα ούκ έστι τοιούτον, δήΛον ότι άνοικείψ ύποδείγματι έχρήσατο ό άποκρινάμενος, πρός τήν φύσιν τού πράγματος μηδεμίαν άναΛογίαν έχοντι πρός τό ύποδεικνύμενον. Τών πρός τί τά μέν άΛΛήΛων Λέγονται όπερ Λέγονται, οΐον ό πατήρ τού υιού Λέγεται πατήρ καί ό υιός τού πατρός Λέγεται υιός, τά δέ ού Λέγονται άΛΛήΛων όπερ Λέγονται, ώς τό εύθύ καί τό περι­ φερές, ών έστι κοινόν τό ποτέ μέν δυνάμει Λέγεσθαι θάτερον όπερ Λέγονται, ποτέ δέ ένεργείμ, τά δέ άμφότερα άεί ή δυνά­ μει έστιν ή ένεργείμ, ώς τό κοιΛον καί τό κυρτόν, τά δέ άεί ένεργείμ, ώς τό άνω καί κάτω. Τούτων ούσών τών πρός τί τών διαιρέσεων, όταν βουΛώμεθά τίνος ζητουμένου Λύσαι τό άπορον διά τού πρός τί, χρή πρώτον καταμαθείν ποιας διαιρέσεως τών πρός τί έστι τό ζητούμενον, εΐθ' ούτως κατά τήν φύσιν τής διαιρέσεως κατασκευάζειν τήν άναΛογίαν, ήν έχει τό ύπόδειγμα πρός τό ύποδεικνύμενον· εί δέ μή γε, εύρεθήσεται τό ύπόδειγμα άνοίκειον καί τό άπορον άΛυτον. Εί ό δημιουργός καί τό δημιούργημα τών πρός τί έστι τών άΛΛήΛων Λεγομένων όπερ Λέγονται (δημιουργού γάρ τό δημιούργημα καί τού δημιουργήματος ό δημιουργός), ό δέ άποκρινάμενος, βουΛόμενος ύποδείγματι δείξαι συναγένητον τφ άγενήτψ τό γε- 6. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας νητόν, έΛαβεν εις τήν τούτου δείξιν τό προς τί τών άΛΛήΛων μή Λεγομένων (τό γάρ δεξιόν ού Λέγεται τού άριστερού ούτε τό άριστερόν τού δεξιού), δήΛός έστιν ότι άνοικείφ ύποδείγματι έχρήσατο κατά τήν φύσιν τού δεικνυμένου άναΛογίαν ούκ έχοντι Λυτικήν άπορίας τού ζητουμένου προς τό ύποδεικνύμενον. Εί δέ τις θέΛειΛέγειν ότι πρότερον μέν ήν ό δημιουρ­ γός, ύστερον δέ γέγονε τό δημιούργημα, καί άΛΛω περιπεσείται άτόπφ. Εύρεθήσεταιγάρ δυνάμει είναι Λέγων τόν δημιουργόν καί ούκ ένεργείμ (όπερ ούδέν άΛΛο έστίν ή τόν θεόν άτεΛή Λέ­ γειν), καί προς τούτοις ούδέν ήττον συνυφίστασθαι τφ δημιουργφ τό δημιούργημα, δυνάμει όν καί αύτό ώσπερ ό δη­ μιουργός, άπανταχού τών προς τί ύφισταμένων έπ' ίσης. Εί μέν ούν ό δημιουργός δυνάμει, καί τό δημιούργημα δυνάμει· εί δέ ό δημιουργός ένεργείμ καί τέΛειος, καί τό δημιούργημα ομοίως. Σαφώς τοίνυν παντί δήΛον ύπάρχει τό συνυφίστασθαι τφ δημιουργφ, καθό δημιουργός, τό δημιούργημα. Εί, ώσπερ προς τό δημιούργημα τήν κατά τό προς τί σχέσιν έχει ό θεός ώς δημιουργός, ούτως έχει τήν αύτήν κατά τό προς τί σχέσιν καί προς τό γενητόν ώς άγένητός, καί προς τά ύστερα ώς πρώτος, καί ούδέν άτεΛές έχει ούτε έν τή άγενεσίμ αύτού ούτε έν τή πρωτείμ αύτού (ούδενίγάρ Λογά) δυνατόν είπείν τόν θεόν άγένητον άτεΛή ή πρώτον άτεΛή, διά τό είναι αύτόν ποτέ δυνάμει άμφότερα, άγένητόν τε καί πρώτον), ούτως ούκ έν­ δέχεται άτεΛή είναι τόν θεόν, πρότερον όντα δυνάμει δημιουρ­ γόν. Εί δέ διά τό είναι αύτόν πρώτον μέν δυνάμει δημιουρ­ γόν, ύστερον δέ ένεργείμ, διαβάΛΛεται εις άτέΛειαν, άνάγκη άρα καί διά τό είναι αύτόν πρώτον μέν δυνάμει άγένητόν τε καί πρώτον, ύστερον δέ ένεργείμ, διαβΛηθήναι αύτόν εις άτέΛειαν. Εί δέ άτοπον τό διαβάΛΛειν τόν θεόν έπί τή άτεΛείμ τής άγενεσίας τε καί πρωτείας, άτοπον άρα καί τό διαβάΛ­ Λειν αύτόν έπί τή άτεΛείμ τής δημιουργικής αύτού δυνάμεως, διά τό μή άμα τφ είναι αύτόν πεποιηκέναι τόν κόσμον, άΛΛά ύστερον ότε έβούΛετο. Ούκ ένδέχεται γάρ τόν κατά τινα τού προς τί σχέσιν άτεΛή όντα μή κατά τάς Λοιπάς πάσας τού προς τί σχέσεις ομοίως είναι άτεΛή. Πέμπτη έρώτησις χριστιανική προς τούς ΈΛΛηνας. 6. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Εί άγένητος ό ούρανός καί άγένητος ό θεός καί οίκεί έν τφ ούρανφ ό θεός, πώς κατοίκων έν τοίς ούκ αύτού ό θεός ούχ ύβρίζεται; Όν γάρ ούκ έποίησεν ούρανόν, ούτος ούκ έστιν αύτού. Απόκρισις έΛΛηνική πρός τούς Χριστιανούς. Ότι μέν άγένητος ό θεός καί άγένητος ό ούρανός, δήΛον έκ τε τών έπιπολαίως τανύν είρημένων καί έκ τών παρά πολ­ λών γενναίως άποδεδειγμένων. Ότι δέ τόν θεόν φάναι κατοικείν έν τώ ούρανφ ούκ έστιν εύΛογον, σκοπήσωμεν τήδε. Πρώ­ τον μέν γάρ τό οίκούμενον τού οίκούντος πρός σωτηρίαν γέγονεν ώστε, εί ό μέν κόσμος οίκητήριον, ό δέ θεός οίκών, δήΛον ότι ό μέν κόσμος σώζει τόν θεόν, ό δέ θεός σώζεται ύπό τού κόσμου, όπερ έστι πάντων άτοπώτατον. Άλλως τε τό κρείττον τού καταδεεστέρου έστι περιεκτικόν, τό δέ καταδεέστερον ύπό τού κρείττονος περιέχεται. ΑΛΛά μήν τό οίκούν ύπό τής οίκήσεως περιέχεται, καί τόν θεόν άρα περιέξει τό οίκητήριον· καί έσται έκ τούτου τού Λόγου ό μέν θεός έν τή χείρονι τάξει, τό δέ δημιούργημα έν τή κρείττονι. ΆΛΛως τε καί τό περιεχόμενον έν τόπψ έστι, πάν δέ έν τόπω ον σώμά έστι· καί ό θεός άρα, εί έν τόπ<φ έστι, σώμα έσται. Πώς ούν συνέξει σώμα όν έλαττον, καθό περιέχεται, τό μεϊζον σώμα; Άτοπον λέγειν. Ότι δέ τό οίκούν έν τόπω περιεχόμενόν έστι τή οικία, παντί που δήΛον, καί τώ αύτόθεν τυφλώττοντι. Τί ούν; φαίης άν. Πώς Όμηρος Λέγει τού δη­ μιουργού οίκημα τόν ούρανόν; Ότι, πανταχοϋ μέν τήν έΛΛαμψιν τού θεού θεασάμενος περί τόν κόσμον, ο’ίκησιν τόν κόσμον έκάΛεσε τού θεού, ώς ύποδοχήν όντα τής ποιήσεως καί δημιουργίας πάσης τού θεού. Έξαιρέτως δέ τόν ούρανόν καΛούσι, διότι τού παντός κόσμου τό άκρότατον τόν ούρανόν πάσιν είναι ώμοΛόγηται. Έλεγχος τής άποκρίσεως ούκ όρθώς γεγενημένης. Τό Λέγειν δημιουργόν μέν τόν θεόν, άδημιούργητον δέ τόν κόσμον τό γάρ άδημιούργητον ίσον δύναται τώ άγενήτψ, καί τών ίσοδυναμούντων άκώλυτος ή μετάληψις- καί τό Λέγειν Ό άδημιούργητος θεός άδημιούργητα ποιεί, ό ίσον έστι τφ τόν άγένητον θεόν άγενήτως άγένητα ποιείν καί τό Λέγειν 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας άΐδιον μέν τόν θεόν, συναίδιον δέ τόν κόσμον, και έκ τής άνυπαρξίας εις ύπαρξιν τόν θεόν και τόν κόσμον αύτοπαράκτως παραγόμενον· τό γάρ αύτοπάρακτον, έπί του θεού και του κόσμου Λεγόμενον, ταύτήν έχει τήν δήΛωσιν· και τό Λέγειν αύτοπάρακτον καί έτεροφρούρητον τόν κόσμον· τό γάρ θεοφρουρητον δηλοί τό έτεροφρούρητον (έτερος γάρ ό κόσμος καί έτερος ό θεός ό τόν κόσμον φρουρών, ον αύτοπάρακτον όντα άναγκαίως έχρήν καί αύτοφρούρητον είναι)· καί τό Λέγειν τόν θεόν καί τόν κόσμον άγενήτους καί αύτογενήτους· τό γάρ αύτοπάρακτον, έπί τού θεού καί τού κόσμου Λεγόμενον, δηΛοί τό αύτογένητον· καί τό Λέγειν Ποιήσας τά τήδε ό θεός, καί πάΛιν τό Ούκ έποίησεν· έγχρονον γάρ ώς τό έποίησεν ούτως καί τό ποιήσας· καί τό Λέγειν άϊδίως συνυφίστασθαι άδιαστάτως τφ θεφ τόν κόσμον, τόν έκ τής ύλης καί τού είδους γενητώς διά συνθέσεως τήν ύπαρξιν παρά τού δημιουργού λαβόντα· καί τό λέγειν άφθαρτον καί φθαρτόν είναι τόν κό­ σμον· άφθαρτον μέν τφ είναι, φθαρτόν δέ τφ φρουρείσθαι· καί τό λέγειν Γίνεται ό κόσμος, τό δέ γενητόν έγχρονον, καί τό έγχρονον φθαρτόν· καί τό λέγειν πάσης ποιήσεώς τε καί δημιουργίας θεού ύποδοχήν είναι τόν κόσμον, καί τό φθαρ­ τών μή είναι δημιουργόν τόν θεόν· ό γάρ θεός κατά τόν άποκρινάμενον ούδέν έγχρονον ποιεί, τά δέ γενητά καί έγχρονα πάντα κατ' αύτόν έστιν άεί φθαρτά· ταύτα καί τά τοιαύτα ούκ έστιν άνδρών τών κατά τήν ε’ίδησιν τής τών πραγμάτων φύσεως διά γενναίας άποδείξεως τά περί τού θεού καί τού κόσμου άποδεικνύντων, άΛΛά -ιψοκινδύνων άνθρώπων τών κατά τήν άναισχυντίαν τό δοκούν αύτοίς περί τού θεού καί τού κόσμου άποφαινομένων. Τό δέ κακίζειν μέν τής τού θεού έν τφ ούρανφ οίκήσεως τήν λέξιν, ώς μή πρέπουσαν θεφ, άνθρώπων έστιν ούκ έχόντων τών άτόπως λεγομένων τήν α’ίσθησιν· ή γάρ κακέμ­ φατος λέξις κακέμφατον έχει καί τήν έννοιαν. Ήμείς δέ ούκ έθήκαμεν έν τή έρωτήσει τόν τρόπον τής τού θεού έν τφ ού­ ρανφ οίκήσεως, ον ό άποκρινάμενος διέβαλεν, άΛΛά τό Εί άγένητος έστιν ό ούρανός, ούκ έστι τού θεού, καί οί λέγοντες κατοικείν τόν θεόν έν αύτφ έφ' ύβρειλέγουσι τού θεού κατοι- 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας κούντος έν τφ ούρανφ ούκ αύτού. Οίκον δέ καί θρόνον λέ­ γομεν τού θεού τόν ούρανόν, ούχ ώς τού θεού τούτου πρός ο’ίκησιν ή πρός καθέδραν χρήζοντος, άπεριγράπτου καί άνενδεούς παντελώς ύπάρχοντος· άλλ' ίνα μή, πρός τό μέγεθος τής αύ­ τού ύποστάσεως καί τό άφθαρτον τής ουσίας αύτού άφορώντες, θεόν τούτον ή ισότιμον θεφ ύπολάβωμεν, διά τούτο όνομάζομεν αύτόν οίκον καί θρόνον τού θεού, ταύταις ταίς όνομασίαις πάσης τής πρός τόν θεόν κατ' ούσίαν καί κατά τάς τής ούσίας προσηγορίας κοινωνίας αύτόν χωρίζοντες. Ώσπερ γάρ ό οίκος καί ό θρόνος ύστερός έστι τού πεποιηκότος αύτόν, ούτως καί ό ούρανός ύστερός έστι τού θεού, ώς γενητός τού άγενήτου. Καί εί άφθαρτον λέγομεν τόν ούρανόν τανύν, ού συνωνύμως αύτόν τφ θεφ όνομάζομεν άφθαρτον· ό μέν γάρ θεός άκτίστως έκ τής αύτού ούσίας καί άϊδίως τό άφθαρτον έχει, ό δέ ούρανός κτιστώς έκ τής τού θεού βουλήσεως έχει τό άφθαρτον πρός τήν χρείαν τών τήδε, καί πληρωθείσης τής χρείας είς έτερον τρόπον άφθαρσίας μεταφέρεται. Ό γάρ δεδωκώς αύτφ θεός σώματος μέγεθος, όσον ήβουλήθη καί ούχ όσον ήδυνήθη (ήδύνατο γάρ ποιήσαι αύτόν τφ μεγέθει πολύ μείζονα ή όπερ έστί), νύν αύτός αύτόν έταξε τφ οικεία) όρψ έν άφθαρσίμ διαμένειν, έως τού καιρού τής τών όντων είς τό κρείττον μεταποιήσεως κατά τήν πίστιν τών ορθοδόξων, τών έκ διδασκαλίας τού γνωσθέντος αύτοίς θεού θεόν έγνωκότων καί κατά τήν μαρτυρίαν τού άποκριναμένου. 6. Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας TOT ΑΓΙΟΤΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ περί τού άσωμάτου καί περί τού θεού καί περί τής άναστάσεως τών νεκρών. α. Πόθεν δήΛον εί έστι τι άσώματον, καί εί έστιν άσώματον; β. Πόθεν δήΛον ότι αύτό έφ' έαυτού δύναται είναι έκτος σώματος, καί εί έστιν αύτό έφ' έαυτού άσώματον; γ. Πόθεν δήΛον εί έστι κάΛΛιον τό άσώματον τού σώμα­ τος, καί εί ού κάΛΛιον τό άσώματον τού σώματος; δ. Τί έστι τό άσώματον, πότερον ψυχή ή κρείττον ψυ­ χής, οίον θεός; ε. Καί τίνι διαφέρει ψυχή θεού; Ç. Καί πόθεν δήΛον εί όλως έστι θεός; ζ. Καί εί έστι θεός, ζητητέον είτε ποιεί είτε έποίησέ ποτέ είτε καί μέΛΛει ποιείν τό ό τί ποτέ; η. Καί είτε έποίησεν είτε ποιεί είτε ποιήσει; θ. Καί τί ποιεί καί πώς ποιεί, είτε μετά βουλής είτε καί άνευ βουλής; ι. Καί εί μετά βουλής, όργάνψ κεχρημένος ή άνευ ορ­ γάνου; ια. Καί εί άνευ βουλής, πότερον αλόγως ποιεί άνευ διά­ νοιας καί έπισκέψεως ή μετά τίνος επικρίσεως; ιβ. Καί εί μετά έπικρίσεως, τίνος ένδείμ έπικρίσεως δείται; Εί δέ άκρίτως, ποίψ τφ Λογω διερευνητέον. ιγ. Καί εί δοίημεν γίνεσθαι τι παρ' αυτού, πότερον τό γινόμενον άφθαρτον ή φθαρτόν; Καί εί μέν άφθαρτον, άπορούμεν εί τό όλως γενητόν άφθαρτον δύναται είναι καί ποιώ τφ Λόγω; Καί εί φθείρεται, τί διαφέρει τά τού άθανάτου έργα τών άνθρωπίνων; [Καί γάρ] πολλαπλασίονα χρόνον πολΛάκις πολλά τούτων διαμένει, τού ποιήσαντος αύτού φθαρέντος, αύτά άφθαρτα όντα, ώς έπ' οικοδομών [έστιν ίδείν καί τών] τοιούτων. ιδ. Καί εί φθείρεται τό γινόμενον παρά τού θεού, τίνος κακία φθείρεται, τού ποιήσαντος ή τού γεγονότος ή τίνος έξω­ θεν ύπεναντίου γινομένου τφ ποιήσαντι; Ό τι δ' άν αύτών 6. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ύποθώμεθα, δήΛον ότι τού ποιήσαντος ή κακία. Είτε γάρ τό γεγονός διά τινα έμφυτον έαυτού κακίαν όφείΛει φθαρήναι, ό ποιήσας αίτιος, ότι τοιούτον αύτό έποίησεν, ώστε ύπολιμπάνεσθαι έν αύτω κακόν τι· είτε έξωθεν έστι τιύπεναντίον τω ποιήσαντι, καί ούτως κακίμ τού πεποιηκότος, διά τό μή δύνασθαι κατακρατείν τών εναντίων· είτε έκ τού ποιήσαντος ή κακία, πρόδηλον ώς αύτός ό κακός. Ταύτα μέν περί τούτων τέως έκ πολλών ολίγα- είγάρ έθέλομεν, ζητητέον καί τί έστι σώμα καί έκ τίνων τό σώμα, καί τάς έπί τούτοις άπορίας. Ταύτα δέ τέως έάσαντες, ώς ένούντων μηδέν τών άπορων, ζητούμεν τών γενναιοτέρων έν τι θαύματος άξιούμενον άπό τών περί τής άναστάσεως Λόγων· έν γάρ τι τών ούκ εύτεΛών άπορων, τών παρά τοίς Λιθοκαρδίοις κινουμένων, έστι καί τούτο. ιε. Είγάρ δει, φησί, σώους άνίστασθαι τούς τετελευτηκότας, πώς, είσυμβαίη άνθρωπον άποθανείν είς θάλατταν, είτα βρωθέντα τούτον ύπό ιχθύων αύθις ύπό άλλων άνθρώ­ πων καταβρωθήναι διά μέσων τών ιχθύων, πώς άν άναλάβοι τάς σάρκας τάς είς άλλους άνθρώπους καταδαπανηθείσας; Ή γάρ τούτον άνάγκη παρά τάς σάρκας άναστήναι, ας έφαγον οί άλλοι άνθρωποι διά μέσων τών ιχθύων, καθώς πολλάκις εϊρηται, ή έκείνους, μέλη τών έαυτού σαρκών άπαιτουμένους, άποθέσθαι καί έλλιπείς γενέσθαι, ίνα άποπληρώσωσι τό έλΛείπον τών ύπ' αύτών άδίκως καταβρωθέντων. Καί ταύτα οία γελώντες οί Λιθοκάρδιοί φασιν. Έγώ δέ παρακαλώ εκτός άπορίας κατασκευαστικόν Λόγον τής άναστάσεως μαθείν, τόν έξ άνάγκης άποδεικνύντα ότι άνάγκη είναι άνάστασιν διά τινων άποδεικτικών καί άληθών Λόγων. Τών γάρ άποδείξεων έρρωμένων ταίς άληθείαις, ούδένα τών άποριών Λόγον εύ ϊστε ποιήσομαι· καίγάρ άτοπον καί φιλόνεικον πρός έρρωμένην άπόδειξιν έθέλειν έρίζειν. Αποκρίσεις χριστιανικαί πρός τάς προρρηθείσας έρωτήσεις άπό τής εύσεβείας τών φυσικών Λογισμών. Ούτοι οί Λόγοι ούκ είσι Λογικαί άπορίαι, άλλ' έρωτήσεις άτεχνοι. Ό γάρ Λόγος, ό κατασκευάζων λογικάς άπορίας, έν τοίς άκολούθως πως Λεγομένοις συνάγει τό άτοπον· οίον μόνος 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ό άνθρωπος γελαστικόν, πάν γελαστικόν ζώον, μόνος άρα ό άνθρωπος ζώον· αίπερ είσίν άκόλουθοι προτάσεις μέν, άτοπον δέ τό συμπέρασμα. Έν δέ τοίς προκειμένοις λόγοις ούδέν άτοπον κατά άκολουθίαν συνήχθη· διό ούκ εύλόγως έκλήθησαν άπορίαι. [Έρώτησις. Πόθεν δήλον εί έστι τι άσώματον; Απόκρισις.] Εί άδύνατον τό αύτό τά αύτά καί άγνοείν καίγινώσκειν (έπί παντός γάρ άληθή τήν κατάφασιν είναι δει ή τήν άπόφασιν), πώς ό άγνοών, εί έστιν άσώματον, γινώσκει βούλησίν τε καί έπίκρισιν, διάνοιάν τε καί έπίσκεψιν, νούν τε καί λό­ γον, άτινά έστι τού άσωμάτου ένεργήματα; Τό γάρ έν άγνωσίμ τής τού άσωμάτου ύπάρξεως γινώσκειν τού άσωμάτου τά ένερ­ γήματα τών ούκ είδότων ό φασίν έστιν. Άλλο. Τό κατασκευάζειν άπορίαν καίλύειν άπορίαν, ούκ έστιν αίσθήσεως τούτο, ούδέ σώματός έστι. Τό δέ μή ον σώματος, τούτο άνάγκη είναι τού άσωμάτου. Άλλο. Πόθεν ζητούμεν τής τού άσωμάτου ύπάρξεως τήν δήλωσιν; Εί μέν γάρ τό ζητείν περί τίνος, εί έστιν ή ούκ έστι, λόγου έστιν, ό δέ λόγος τού λογικού ύπάρχει ένέργημα, άλογον δέ τό σώμα καθ' εαυτό, δήλον ότι έστι τι άσώματον, φ ίδιον ύπάρχει τό ζητείν καί κρίνειν. Άλλο. Τφ μή όμολογούντι είναι τι άσώματον άνοίκειον ύπάρχει τό λογω ζητείν καί κρίνειν εί έστι τι άσώματον· άλογον γάρ τό κεχρήσθαι μέν ταίς τού άσωμάτου ένεργείαις, άγνοείν δέ τού άσωμάτου τήν ύπαρξιν. Άλλο. Αύο είσίν έν ήμίν καταληπτικαί τών πραγμά­ των δυνάμεις, ή τε αϊσθησις καί ή νόησις· ών αί ένέργειαι τοσούτψ άλλήλων διαφέρουσιν, όσω τά ύπό θατέρου κατα­ λαμβανόμενα μή δύνανται καταλαμβάνεσθαι ύπό τού έτέρου. Άλλ' έπειδή πάσαι δυνάμεις ούσιών είσι δυνάμεις, διά τούτο άνάγκη είναι ούσίας δύο, ών τής μέν ίδιον τό αίσθάνεσθαι, τής δέ τό νοεΐν. Άλλ' εί τούτο, έστιν άρα ούσία τις άσώματος, ής ίδιον ύπάρχει τό νοείν, ώσπερ τό αίσθάνεσθαι τφ σώματι. 6 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας Άλλο. Εί έστι τι έμψυχον, άνάγκη είναι τήν ψυχήν· τή γάρ τής ψυχής μετοχή τό έμψυχον υπάρχει έμψυχον. Et ή έπιστήμη ούκ έστιν έφ' έαυτής, άλλ' έν τή ψυχή, άνάγκη άρα είναι τήν ψυχήν έφ' έαυτής, έν ή ύπάρχειή έπιστήμη. Άλλο. Εί τό μέν σώμα δείται τής ψυχής πρός τό ζήν τε καί αίσθάνεσθαι, ή δέ ψυχή ού δειται τού σώματος, ούτε πρός τό ζήν ούτε πρός τί) νοείν, έτερον άρα ή ψυχή παρά τό σώμα. Άλλο. Εί ή μέν ψυχή προστάττει τώ σώματι, τό δέ σώμα ύπουργεί τοίς τής ψυχής προστάγμασιν, έτερον άρα τι ή ψυχή παρά τό σώμα. Άλλο. Εί ή μέν ψυχή τεχνίτου Λόγον έπέχει, τό δέ σώμα οργάνου, ού ταύτόν δέ ύπάρχει τώ τεχνίτη τά όργανα, ού ταύτόν άρα τή ψυχή τό σώμα. Άλλο. Εί πρώτος ό Λόγος καί ύστερον τό κατά τόν Λόγον (έν μέν γάρ τή ψυχή ό Λόγος, έν δέ τή ύΛη τό κατά τόν Λόγον), έτερον άρα τι ή [ύΛη] παρά τήν ψυχήν. Τό δέ ύΛης έτερον, τούτο καί σώματος έτερον. Άλλο. Εί τό μή όν σώμα ούδέ ούσία έστι, πώς διαι­ ρείται ή ούσία είς σώμα καί άσώματον, τού διαιρούμενου άνάγκη ύπάρχοντος έν τοις είς ά διαιρείται; Έρώτησις. Εί έστι τι άσώματον, πόθεν δήΛον ότι αύτό έφ' εαυτού δύναται είναι; Άπόκρισις. Ού τή παρουσίμ τό σώμα τό καθ' έαυτό ζωής τε καί αίσθήσεως καί διάνοιας μέτοχον, καί τή άπουσίμ πάΛιν νε­ κρόν τε καί άναίσθητον καί άδιανόητον γίνεται, τούτο άνάγκη είναι έφ' έαυτού, ώς τή έαυτού φύσει ύπάρχον άφθαρτον. Άλλο. Τό κατασκευάζειν έπιστημόνως τάς Λογικάς άπορίας, καί ταύτας όμοίως έπιστημόνως Λύειν, ούκ έστιν αίσθή­ σεως έργον· ώμοΛόγηται γάρ τό μή δύνασθαι τήν αϊσθησιν ούσίας τε καίάληθείας έφάπτεσθαιγνώσεως. Είδε τούτο, καί έπιστήμης μέν έστι τό έφάπτεσθαι ούσίας τε καί άληθείας γνώσεως, αίσθήσεως δέ ούκ έστι, τό δέ μή όν τής αίσθήσεως ούδέ σώματός έστιν, άνάγκη άρα είναι τι άσώματον έφ' έαυ- 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τού, έν φ υπάρχει ή επιστήμη. ΆΛΛο. Εί δει τήν ούσίαν είναι έφ' έαυτής, διαιρείται δέ ή ούσία κατά τήν πρώτην διαίρεσιν είς σώμα καί άσώματον, πώς ούκ έστι τό άσώματον ούσία έφ' έαυτής ύπάρχουσα; ΆΛΛο. Τό δυνάμενον έαυτό χωρίζειν τού προσπάσχειν σώματι καί μή φθείρεσθαι δύναται καί χωρισθήναι τού σώ­ ματος καί μή φθείρεσθαι· διό κάΛΛιον καί τιμιώτερόν έστι τού σώματος, ώς αίτιον ύπάρχον τού καλόν είναι τό σώμα τή αύτού παρουσίμ. Τό τοιούτον φαμεν είναι τήν Λογικήν ψυ­ χήν, πνεύμα ούσαν νοερόν, ζωτικήν τε καί γνωστικήν καί αύτοκίνητον, ής όμοουσίους είναι φαμεν τούς τε άγγέλους καί τούς δαίμονας. Καί, καθόλου είπείν, πάν ένούσιον, τό ύπό τίνος δυνάμενον κρατείσθαι, σώμά έστι τφ κρατούντι αύτό. Καί τό θείόν φαμεν είναι άσώματον, ούχ ότι έστιν άσώματον (έπέκεινα γάρ έστιν ό θεός τή αύτού ούσία ώσπερ τού σώματος ούτως καί τού άσωμάτου, ώς έκατέρου τούτων ύπάρχων δη­ μιουργός· ούδέ γάρ έποίησεν ό θεός ά αύτός ύπάρχει), άλλ', ώσπερ είώθαμεν έν τοίς παρ' ήμίν τιμιωτέροις ύλικοίς άεί γεραίρειν τό θειον, ούτως καί έν τοίς όνόμασιν, ούχ ώς τού θεού τούτων δεομένου, άΛΛ' ήμών τήν περί αύτού έννοιαν αύ­ τοίς ένδεικνυμενών. Τούτψ ούν τώ τρόπω όνομάζομεν αύτόν άσώματον, καίτοι είδότες αύτόν έπέκεινα ύπάρχοντα τού άσω­ μάτου, ώς τούτου δημιουργόν. Κείσθω δέ όλως καί τούτο έν τφ Λόγω δεικτικόν ύπάρχον τού ειναί τι άσώματον. Εί δέ μηδέν ήν έν τοίς ούσιν άσώματον, ούδ' άν τό σώμα. ΆΛΛ' έπειδή έστι τι άσώματον, ώσπερ έστί τι σώμα, διά τούτο άνάγκη τοίς έναντίοις όνόμασι τά έναντία άΛΛήλων διαστέλΛειν. Καί γάρ τόν θεόν καλούμεν άκτιστον, τώ τού άκτιστου όνόματι τών κτιστών αύτόν διαστέλλοντες. Καί εί μή ήσαν τά κτιστά, ούδέ θεός τούτων διεστέΛΛετο τώ τού άκτιστου όνόματι. Κατά ταύτην ούν τήν γινομένην τώ τού άκτιστου όνόματι διαστολήν δείκνυται ό θεός σωμάτων τε καί άσωμάτων ύπάρχων έπέκεινα. Είγάρ τό κτιστόν όνομα πάντα συλλήβδην περιέχει τά σώματά τε καί τά άσώματα, δήλον ότι ό τούτψ τφ όνόματι τών κτιστών διαστεΛΛόμενος έξ άνάγκης καί σωμάτων τε καί άσωμάτων διέσταλται. Καί όπερ πρόσεστι 6· Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τοίς άΛΛοις άσωμάτοις, τό μή κρατείσθαι ύπό σωμάτων, τούτο πρόσεστι καί τφ θεφ, ώς τω άσωμάτψ ούχί άΛΛ' ώς τφ επέκεινα του άσωμάτου. Καί επειδή τό μή έχειν δημιουρ­ γόν καί δεσπότην του έχειν δημιουργόν καί δεσπότην τιμιώτερόν έστι, διά τούτο τόν θεόν καΛούμεν άκτιστον. Τό γάρ ύπάρχον άκτιστον ούτε δημιουργόν δύναται έχειν ούτε δεσπό­ την. Ωσαύτως δέ έπειδή τό μή κρατείσθαι ύπό τίνος τού κρατείσθαι τιμιώτερόν έστι, διά τούτο καΛούμεν αύτόν άσώματον. Έρώτησις. Πόθεν δήΛον εί όΛως έστι θεός; Απόκρισις. Έκ τής τών όντων συστάσεώς τε και διαμονής. Ού γάρ άν ήν τά όντα, μή τού θεού προϋπάρχοντας αύτών, τού πάντα τά μέρη τής κτίσεως χρειωδώς πρός ΛυσιτέΛειαν τής όΛης κτί­ σεως ύποστησαμένου, τού ήμίν γνωσθέντος διά προρρήσεως καί διδασκαλίας προφητών τε καί τού κυρίου καί σωτήρος ήμών Ιησού Χριστού καί τών αύτού άποστόΛων Λόγοις θείαις δυνάμεσι μεμαρτυρημένοις. Έρώτησις. Εί ποιεί θεός ή έποίησεν ή μέΛΛει ποιείν; Καί εί ποιεί, μετά βουΛής ή άνευ βουΛής; Απόκρισις. Έποίησεν ό θεός καί ποιεί καί ποιήσει διά τής οικείας βουΛήσεως. Έποίησε γάρ τήν κτίσιν ούκ ούσαν πρότερον βουΛηθείς αύτός, ήν τή εαυτού προνοία έν τφ είναι διατη­ ρεί, οπερ έστί ποιεί, ήν καί μέΛΛει άνακτίζειν καί είς τήν βεΛτίονα άγαγείν κατάστασιν διά τής άνακτίσεως, οπερ έστί ποιήσει, ίνα καθαρίση αύτήν άπό πάσης άτοπίας τής έκ τής τών Λογικών -μθυμίας συμβάσης αύτή, ούκ έκ τής έπικρίσεώς τε καί έπισκέψεως ύστερον εύρών τό βέΛτιον, άΛΛά άνωθεν καί προ τής τού κόσμου ποιήσεως ήν αύτφ δεδογμένον τούτο ποιείν. Ούτε γάρ πρός γνώσιν ούτε πρός δύναμιν δυνατόν προσγενέσθαι τφ θεφ ύστερον ό μή πρότερον είχε. Δείγμα δέ τού βουΛήσει τόν θεόν ποιείν τόν κόσμον τουτό έστι, τό, δυναμένου τού θεού πΛείονας ποιείν ήΛίους, ούκ έποίησε πΛείο- 6 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός "Ελληνας νας, άλλ' ένα μόνον έποίησεν· ό γάρ μή δυνάμενος πλείονας ποιήσαι ήλιους ούδέ ένα δύναται ποιείν, καί ό τόν ένα ήλιον δυνάμενος ποιήσαι έξ άνάγκης καί πλείονας δύναται ποιείν. Πώς ούν ούκ έποίησεν ό θεός πλείονας ήλιους, ούς έδύνατο ποιείν, εί μή τι άρα ούκ έβούλετο πλείονας ποιείν ήλιους; Εί δέ οΰς ούκ έποίησεν ήλιους βουλήσει ούκ έποίησε, δήλον άρα ότι καί όν έποίησε βουλήσει έποίησε, καί καθάπερ τόν ήλιον, ούτως καί τά λοιπά πάντα τά μέρη τής κτίσεως, τά τε άφθαρτα καί τά φθαρτά, τά έκ τής τού θεού βουλής τό τε είναι καί τό τοιάδε είναι έχοντα. Έρώτησις. Εί κάλλιον τό άσώματον τού σώματος; Απόκρισις. Εί ζωούται τό σώμα καί διανοητικόν γίνεται, ού σώματος έτέρου παρουσία άλλά τή τού άσωμάτου, πώς ούκ έστι τό άσώ­ ματον τού σώματος ύπάρχον κάλλιον; Άλλο. Εί έκ τής ύλης καί τού είδους έστί πάσα ή σω­ ματική ούσία, καί ούκ έκ τής ύλης τό είδος άλλ' άλλαχόθεν παραγίνεται τή ύλη, πώς ούκ έστι τό άσώματον κάλλιον τής ύλης, έξ ού παραγίνεται είς τήν ύλην τό είδος; Άλλο. Εί ούκ ένδέχεται γνωσθήναι τό ίσον τού άνίσου άγνοουμένου, πώς ένδέχεται γνωσθήναι τό σώμα τού άσωμά­ του άγνοουμένου; Άλλο. Εί τά σωματικά πάντα έν σώματι μέν ύπάρχει είδωλικώς, ή ψυχή δέ λογικώς, πώς ούκ έστιν ή ψυχή άσώματος; Άλλο. Εί δυνατόν τή ψυχή κατά νούν ένεργείν, ενεργεί δέ κατά νούν ή ψυχή, όταν χωρίζη έαυτήν πάσης αίσθήσεως, πώς ούκ έστιν έφ' έαυτής ή ψυχή; Έρώτησις. Τί διαφέρει θεός ψυχής; Απόκρισις. Ήι διαφέρει τό δημιουργόν καί δεσπότην είναι τού δη­ μιουργόν καί δεσπότην έχειν, καί ή διαφέρει τό ύπέρ τό όν τού όντος. Έρώτησις. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Εί μετά βουλής ποιεί ό θεός, όργανα) κεχρη μένος ή άνευ οργάνου; Απόκρισις. Άνενδεής έστιν ό θεός παντός τού έξωθεν τής έαυτού φύσεως· καί ώσπερ άνευ οργάνου βουλεύεται, ούτως καί άνευ οργάνου ποιεί. Είγάρ άμα τφ βούλεσθαι αύτόν γενέσθαι τι ύφίσταται βουληθέντος, πώς ού περιττή τών οργάνων ή χρήσις τών γινομένων; Έρώτησις. Εί άνευ βουλής ποιεί ό θεός, πότερον άλόγως ποιεί άνευ διανοίας καί έπισκέψεως ή μετά τίνος έπικρίσεως; Καί εί μετά έπικρίσεως, τίνος ένδείμ έπικρίσεως δείται; Εί δέ άκρίτως, ποια) τφ λογά); Απόκρισις. Εί γνωστά τφ θεφ τά έργα αύτού, τά δέ γνωστά λογά) έστί γνωστά, πώς ού λογά) γινώσκει ό θεός ά ποιεί; Τό δέ μετά διανοίας καί έπισκέψεως καί έπικρίσεως ποιείν τι τών παρ' ήμίν τεχνιτών έστιν ίδιον, τών τούτοις πρός άμεινον τέλος τών γινομένων άφικνουμένων, ό δέ θεός, άτε μήτε προσλαμβάνων γνώσιν μήτε άποβάλλων γνώσιν, ούδενός τούτων δείται. Έρώτησις. Εί τό όλως γενητόν δύναται άφθαρτον είναι, ποίω τφ λόγω; Απόκρισις. Ών ή άφθαρσία έκ τής έτέρου βουλής έξήρτηται, ταύτα ού δύναται άγενήτως άφθαρτα είναι- διό μόνον τόν θεόν λέγομεν έχειν άθανασίαν, ότι έκ τής οικείας φύσεως καί ούκ έκ τής έτέρου βουλής πρόσεστιν αύτφ ταύτα. Άλλο. Ό θεός εί ύπέρ μέν τούς άφθάρτους έστίν ώς τούτων ποιητής, ύπέρ δέ τό άγένητον ούκ έστιν (ούδέ γάρ έστιν τών άγενήτων δημιουργός), ούκ άρα έπεται τφ άφθάρτψ τό άγένητον. Άλλο. Εί άφθαρτος έστιν ό θεός τή αύτού φύσει, άφθαρτος δέ καί ή ψυχή τή βουλήσει τού δημιουργού, πώς έν τοσαύτη άφθαρσίας διαφορμ έπεται καθ' ύμάς τφ 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας άφθάρτψ τό άγένητόν; ΆΛΛο. Εί ούν τεΛεί τι προς σύστασιν τών φθαρτών, πώς ούκ είσί τών φθορίμων πραγμάτων τά άφθαρτα υπουρ­ γικά, τής αιτίας τής άφθαρσίας αύτών προς τήν τοιαυτην άγούσης αύτά ύπουργίαν; ΑΛΛ' εί τούτο, δήΛον ότι άφθαρσίαν μέν διά χρειώδη τινά δύναται τις έχειν, άγενεσίαν δέ ούκέτι· τό γάρ άγένητόν χωρίς πάσης χρειώδους αιτίας δει ύπάρχειν άγένητόν. ΆΛΛο. Εί πρώτον μέν σώμα τό στοιχείον, δεύτερον δέ σώμα τό έκ στοιχείων, τό δέ έκ στοιχείων σώμα ούκ ένδέχεται είναι άγένητόν (ούδέν γάρ άγένητόν ύστερον είναι δύναταιγενητού), πώς, εί έστι τά έκ στοιχείων σώματα άφθαρτα, ού γενητά έσονται άφθαρτα; ΆΛΛο. Εί γενητά πάντα τά στοιχεία, πώς ούκ έστι Ληρώδες τό τά έκ στοιχείων Λέγειν άγένητα; Εί γάρ ή ύΛη καθ' έαυτήν μέν ούκ έστιν ούτε στοιχείον ούτε ούσία, προσΛαβούσα δέ ποιότητά τε καί ποσότητα στοιχείον γίνεται καί ούσία, πώς τά έκ τών τοιούτων στοιχείων άποτεΛούμενα δύναται είναι καί άγένητα, εί συμβαίη αύτοίς είναι άφθαρτα; ΆΛΛο. Εί άΛΛο τό σώμα καί άλλο τό άφθαρτον σώμα καί άΛΛο τό φθαρτόν σώμα, κατά δέ τήν διαφοράν άφθαρσίας τε καί φθοράς διαιρείται τό σώμα εις άφθαρτόν τε καί φθαρ­ τόν σώμα, πώς ούκ έστιν άνάγκη ίδιον είναι τού διαιρουμένου σώματος τό γενητόν ή τό άγένητόν; Εί δέ ούδέν τούτων ίδιον έστι τού διαιρουμένου σώματος, πώς ούκ έσται τό διαιρούμενον σώμα ούτε γενητόν ούτε άγένητόν; Εί δέ τούτο άδύ­ νατον, τό μηδέτερον είναι τό διαιρούμενον σώμα, άνάγκη άρα έστι τεθήναι τό διαιρούμενον σώμα τούτο είναι τό άφθαρ­ τον σώμα καί τό φθαρτόν, εις ά διαιρείται τό διαιρούμενον σώμα. Έρώτησις. Εί φθείρεται τό γινόμενον ύπό τού θεού, τίνος κακία φθείρεται, τού ποιήσαντος ή τού γεγονότος ή τίνος έξωθεν ύπεναντίου γινομένου τώ ποιήσαντι; Απόκρισις. Ούτε έκ τής τού πεποιηκότος κακίας ούτε έκ τής τού 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ύπεναντίου φθείρεται τά φθειρόμενα, άΛΛά τφ όρψ του δη­ μιουργού, του εργαζομένου έν μέν τοίς καθέκασταν τήν φθο­ ράν, έν δέ τοίς καθόΛου τήν άφθαρσίαν. Είγάρ έκ τών είρημένων τίνος κακίας έφθείρετο τά φθειρόμενα, όΛον άν τό γένος έφθείρετο, καί τό καθέκαστον καί τό καθόΛου· εί γάρ δώμεν έκ τίνος κακίας είναι τήν φθοράν, ούκ άν διεσώθη έν τοις γινομένοις τό γένος τών φθειρομένων άφθαρτον, τής κα­ κίας ώσπερ τού καθέκαστον ούτως καί τού καθόΛου κυριευούσης. Εί δέ τίνος κακία τό καθόΛου φθαρήναι άδύνατον, ούδ' αύ τό καθέκαστον τίνος φθείρεται κακία, άΛΛά τφ όρψ τού θεού. Εί γάρ ούκ έστιν έν τοίς ούσι κακία τις δυναμένη κωΛύσαι τήν γένεσιν, ούδ' άρα έστιν έν τοίς ούσι κακία τις ή φθείρουσα τό γένος. Αποκρίσεις περί άναστάσεως πρός τάς προρρηθείσας έρωτήσεις περί αύτής. α. Τό τόν άνθρωπον είναι ή γενέσθαι ίχθυόβρωτον καί τόν ίχθύν άνθρωπόβρωτον ούτε τόν άνθρωπον είς ίχθύν άναΛύει ούτε τόν ίχθύν είς άνθρωπον, άΛΛ' έκατέρου ή άνάΛυσις γίνεται είς τά στοιχεία έξ ών τήν άρχήν συνετέθησαν. Εί καί ό τρόπος τής μέρων άναΛύσεως γίνεται διά τής ύπ' άΛΛήΛων βρώσεως, άΛΛά πάσης άναΛύσεως τής καθ' οίονδήποτε τρόπον γινομένης τό τέλος έστι τό είς τά στοιχεία χωρείν τά άναΛυόμενα. Ού χρή ούν διά τήν ύπ' άΛΛήΛων βρώσιν άν­ θρώπου καί ιχθύος σεσοφισμένην κατασκευάζειν άπορίαν άναιρετικήν άναστάσεως, άΛΛά πρός τήν δύναμίν άφοράν τού θεού, τού μή μόνον έπαγγεΛΛομένου ποιείν τών νεκρών τήν άνάστασιν, άλλά καί διά τής ήδη ήργμένης άναστάσεως του σωτήρος ήμών Χρίστου βεβαίαν παρεσχηκότος ήμίν ταύτης τήν πίστιν. ΆΛΛ' εί τά στοιχεία ύπόκειται είς τήν κτίσιν τών γινομένων καί είς άνάκτισιν τών φθαρέντων, πώς, εί άπιστον καί άδύ­ νατον ήγείται όν τήν άνάκτισιν τών φθαρέντων, ούκ άπιστος καί άδύνατος έσται καί ή κτίσις τών γινομένων τήν άρχήν; Όπερ έστιν άτοπον. β. Ούτε τήν κτίσιν τού κόσμου ούτε τήν άνάκτισιν αύτού πιστεύουσιν ΈΛΛηνες. ΑΛΛ' εί μέν άΛηθεύουσι τό πρώτον, ούτως άν γένοιτο δήΛον. Λέγουσιγάρ τόν χρόνον είναι άΐ- 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας διον. ΑΛΛ' εί μέν ό χρόνος έστιν άίδιος, άνάγκη άρα καί τά μέρη τού χρόνου είναι άίδια, τουτέστι τάς τε ώρας καί τάς ή μέρας, τούς τε μήνας καί τόν ένιαυτόν. Εί δέ ταύτα ούκ έστιν άΐδια, διά τό είναι έν αύτοίς τά μέν πρότερα, τά δέ ύστερα, ούδ' άρα ό κόσμος, ών έν τφ χρόνψ, δύναται είναι άγένητος. γ. Διά δύο πράγματα χρή άπιστείν τών νεκρών τήν άνάστασιν, ή διά τό μή δύνασθαι τόν θεόν έγείρειν τούς νεκρούς, ή διά τό μή ΛυσιτεΛείν τοίς άνισταμένοις είναι αύτούς άφθάρτους. Τούτων δέ τό μέν έστιν άσεβές, τό δέ γελοιον. ΑΛΛ' εί τούτο, πώς ούκ έκ τής άσεβείας καί γέλωτος συνέστηκεν ό Λόγος τών άπιστούντων τών νεκρών τήν άνάστασιν; δ. Ά ποιεί ό θεός αύτουργικώς, ταύτα προστάγματι ποιεί· σύγχρονος δέ τώ προστάγματι τού θεού ή ύπαρξις τών ύπ' αύτού ποιούμενων. Διενοήθης, φησί, καί πάρεστιν. ΑΛΛ' εί τούτο άρμοδίως ε’ίρηται περί τού θεού, πώς ό άπιστών τήν άνάστασιν ούκ άπιστει καί τφ θεφ τό έχειν τήν τοιαύτην δύναμιν; Ούδέ γάρ έτέρου τίνος δέονται οί άνιστάμενοι έκ τών νεκρών πΛήν τού προστάγματος τού θεού. ε. Εί άΛηθές έστι τό Τών άδοκήτων πόρον εύρε θεός, καθάπερ ούν καί άΛηθές, πώς ού ψευδή τόν Λόγον ποιεί ό τών νεκρών άπιστών τήν άνάστασιν; C,. Εί, γινομένης τής άνακτίσεως, έξ άνάγκης άναιρείται πάσα ή περί τού δημιουργού τού κόσμου κατά τών έργων αύτού έν άνθρώποις διχόνοια, πώς ούκ έσται τού κόσμου ή άνάκτισις καΛΛίων τής τού κόσμου κτίσεως; Διά γάρ τήν άνάκτισιν καΛή καί ή κτίσις. Εκείνης δέ άπιστουμένης ώς άδυνάτου, πώς ού κάκιστη έσται ή τού κόσμου κτίσις; ζ. ΆΛΛο τό πάντη άδύνατον, καί άλλο τό τινί άδύνατον. Πάντη μέν άδύνατον έστιν, ώς τή διαμέτρω τό σύμμετρον είναι τή πλευρμ· τινί δέ άδύνατον έστιν, ώς τή φύσει τό χωρίς σπέρματος ποιείν ξώον. Τίνι τούτων τών άδυνάτων ύποβάλΛουσι τήν άνάστασιν οί ταύτην άπιστούντες; ΑΛΛ' εί μέν τφ πρώτψ, ψευδής έστιν ό Λόγος· ού γάρ κατά άνάκτισιν άσύμμετρος γίνεται ή διάμετρος τή πλευρά, οίδέ άνιστάμενοι κατά άνάκτισιν άνίστανται. Εί δέ τφ τινί, άλλά τφ θεφ πάντα δυνατά τά τινί άδύνατα. 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας η. Εί έπί τού παρόντος βίου ό εύσεβής του άσεβούς έλπίδι μόνη διαφέρει, πώς ό άναιρών τών μελλόντων τήν ελπίδα ούκ άναιρει εύσεβούς τε και άσεβούς τήν διαφοράν; θ. Εί χωρίς τού καθέκαστον άδύνατόν έστιν ύπάρχειν τό καθόλου, πώς, εί κτιστόν τό καθέκαστον, ού κτιστόν έσται καί τό καθόλου; Αλλ' εί τούτο, πώς ούκ έστι ψευδές τό συνάίδιον είναι τόν άνθρωπον καί τά λοιπά μέρη τής κτίσεως τφ θεφ; Οίον εί κτιστός ό Πλάτων, πώς ού κτιστός ό άν­ θρωπος; ι. Πώς οίΈλληνες, ύποθέμενοι τό άΐδιον είναι τόν κό­ σμον, τά τή ύποθέσει έξ άνάγκης έπόμενα έδογμάτισαν; Αλλ' εί μέν ήν κατ' αύτούς άίδιος ό κόσμος, εύλόγως άν έλεγον μή έσεσθαι τού κόσμου τήν άνάκτισιν· τού γάρ κτιστού κόσμου έστιν ή άνάκτισις καί ούχί τού άκτιστου. Ότι δέ ούκ έστιν άίδιος ό κόσμος, δήλον έκ τού μή είναι τόν άνθρωπον συνάίδιον τφ θεφ. Είγάρ συνάίδιον τφ θεφ τό καθόλου, έξ άνάγκης καί τό καθέκαστον· εί δέ μή τό καθέκαστον, ούδέ τό καθόλου. ια. Τό έφάπαξ πάντας τούς άνθρώπους διά τής άνακτίσεως είς τό είναι αύτούς άφθάρτους μεταγαγείν πολύ θειωδέστερον ύπάρχει κατά μ[έγεθος] τού αύτούς είς τήν θνητήν ταύτην κατάστασιν, έν ή νύν έσμεν, είσαγαγείν. Έφύλαττε δέ ήμιν τό κατάλληλον καί θειωδέστερον είς ύστερον, ώς έν αύτφ τό τέλος τής ήμών ύποστάσεως κείμενον. Ού εί άπεστερημένοι ή μεν κατά τούς άπιστούντας τήν άνάστασιν, ποσά) μάλλον άν ήν κάλλιον τό μή είναι τού είναι ή μάς; Άχρηστον γάρ πάν τό στερούμενον τού οικείου τέλους. ιβ. Εί άδύνατόν τινι ύπέρ τού μή όντος πράγματος τής έαυτού ζωής προτιμήσαι τόν θάνατον, πώς ούν, καθ' ύμάς ούκ όντος άληθούς τού περί τής άναστάσεως δόγματος, ύπέρ τούτου τής έαυτών ζωής προετίμησαν οί μάρτυρες τόν έαυτών θάνατον; Ποιας δέ άλλης θρησκείας πολυτρόποις βασάνοις τε καί θανάτοις έβεβαιώθη τό δόγμα ή τής έαυτών θρησκείας, λέγω δέ τών Χριστιανών περί τής τών νεκρών άναστάσεως; ιγ. Εί, ά μή πιστεύουσιν Έλληνες, ταύτα ούτε έστιν ούτε 6. Του άγίου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έσται, έν τή γνώσει άρα τών Ελλήνων κειται τών όντων ή ύπαρξις. Πώς ούν έν τοίς πλείστοις τών κυριωτάτων δογμά­ των έαυτοίς τε καί άλλήλοις μαχόμενοι δείκνυνται; Ή γάρ τοιαύτη μάχη ούκ έά κεϊσθαι έν τή γνώσει τών Ελλήνων τών οντων τήν υπαρξιν. ιδ. Εί τή παραδόσει τών θεασαμένων τόν άρχηγόν τής άναστάσεως άναστάντα έκ τών νεκρών είς άθάνατον ζωήν άπιστούσιν, αλυτω δέ άποδείξει λύειν τό τής άναστάσεως δόγμα άσθενοϋσι. Τό γάρ ίχθυόβρωτον γενέσθαι τόν άνθρωπον άπορίαν μέν έχει, άπόδειξιν δέ ού. Άδύνατον γάρ τό αύτό πράγμα καί θεότητιύποπεσείν ώς γεγονός· του δέ πράγματος τή ούσίμ δυνάμει άποδεδειγμένου, ούδείς συλλογισμός δύναται ποιήσασθαι τήν άνατροπήν. ιε. Ό ήλιος, οτε έστιν ύπέρ τήν γήν, ύπό τήν γήν ούκ έστι, καί οτε έστιν ύπό τήν γήν, ύπέρ τήν γήν ούκ έστι. Πώς ούν άίδιος καθ' ύμάς ούτος, τό είναι αύτόν ύπέρ τήν γήν ή ύπό τήν γήν άϊδίως ούκ έχων; Εί δέ τόν ούκ άίδιον ώς άίδιον ύπολαμβάνουσιν Έλληνες, πώς έσονται άξιόπιστοι νομοθέται τού μή έσεσθαι τών νεκρών τήν άνάστασιν; tÇ. Τό ποτέ μέν άνω, ποτέ δέ κάτω, τών ποτέ ούκ όν­ των έστιν ούτε άνω ούτε κάτω. Πώς ούν άίδιος ό ήλιος, ό προ τού είναι άνω ή κάτω ούκ ών; Τοίς ούν τόν ήλιον κατά τήν οίκείαν φύσιν γενητόν όντα μή έπισταμένοις, πώς ούκ άτοπον τούτοις πιστεύειν περί τού μή άνίστασθαι τούς νε­ κρούς, ών ό άρχηγός τής άναστάσεως πρωτότοκος αύτών ήδη γέγονεν έκ τής άναστάσεως; ιζ. Ότε ή δύναμις ισχύει τού ποιούντος, τότε καί ή ύλη έπιτήδειος πρός τήν ποίησιν τού γινομένου. Άλλ' εί τις νε­ κρός έπιτήδειός έστι τώ θεφ πρός έγερσιν, έξ άνάγκης καί πάς· καί εί μή πάς, ούδείς. Ού χρή δέ τοίς ήμετέροις ένθυμήμασι μετρεΐν τού θεού τά έργα· ύπέρ νούν γάρ καί αϊσθησιν καί λόγον τού θεού τά έργα, έν οίς έστι καί τόν ίχθυό­ βρωτον νεκρόν άνάγκη πάλιν είς τό είναι έλθείν, εί καί συνέβη αύτόν φθαρήναι ύπό τίνος. ιη. Πώς έστιν άληθές τό ζώντων καί νεκρών κυριεύειν τόν κύριον, καθ' ύμάς ούκ έχοντα δύναμιν θατέρου είς έτερον 6. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας μεταποιητικήν; ιθ. Εί ποιητής τών μέν χειρόνων έστιν ό θεός, τών δέ βελτιόνων ούκ έστι, πώς ούκ έστι τούτο δείγμα τής τού θεού άσθενείας; Όπερ έστιν άσεβές λέγειν. Εί δέ ίση έστιν ή τού θεού δύναμις προς ποίησιν έκατέρου, διά τί άπιστειτε τήν άνάστασιν τών νεκρών, τών είς άφθαρσίαν άνισταμένων; κ. Εί θεφ μέν προς τό ποιειν έστιν ούκ άδύνατον, ή μιν δέ προς τό γενέσθαι έστι λυσιτελές τό έκ τής πολυστενάκτου τε καί έμφθάρτου ζωής άγαγειν ήμάς είς μακαρίαν τε καί άφθαρτον κατάστασιν διά τής άναστάσεως μάλλον, ή έκ τής τών φιλοσόφων φιλοπονίας είς τήν τών μυρμήκων φιλοπονίαν άναγαγειν τούς φιλοσοφούντας Έλληνας διά τής μετεμψυχώσεως, τί γελοιωδέστερον τού έκείνψ μέν μεμαρτυρημένψ άπιστειν, τούτο δέ άσυστάτως πιστεύειν καί δογματίζειν, ώστε τόν πάλαι άθηνάίζοντα φιλόσοφον Πλάτωνα ύστερον μυρμηκίζειν; κα. Εί κατά τούς Έλληνας τφ είναι καί ού τφ βούλε­ σθαι ποιεί ό θεός τούς άνθρώπους, πώς ό Πλάτων ποτέ μέν έστι ζώον λογικόν καί άνθρωπος, ποτέ δέ ζώον άλογον καί μύρμηξ διά τής μετεμψυχώσεως; Εί μέν έπεται τφ θεφ τό γενέσθαι τόν Πλάτωνα άνθρωπον, άνάγκη, μεταγομένου τού Πλάτωνος έκ τού είναι αύτόν άνθρωπον είς τό γενέσθαι αύτόν μύρμηκα, μεταγενέσθαι καί τόν θεόν τού είναι ό έστιν. Εί δέ ό Πλάτων μέν μεταφέρεται, ό δέ θεός τού είναι ό έστιν ού μεταφέρεται, πώς τφ είναι καί ού τφ βούλεσθαι ό θεός ποιεί τούς άνθρώπους; κβ. Εί τό έργον τού θεού ού φθείρεται, ό δέ άνθρωπος φθείρεται, ούκ άρα έστιν ό άνθρωπος έργον τού θεού κατά τούς τούτο λέγοντας. κγ. Εί τό γένος ήμών είς τό είναι είσάγεται διά τής γενέσεως, καί τού είναι έξάγεται διά τής φθοράς, πώς ένδέχεται τόν θεόν του είναι καί τού μή είναι αίτιον είναι, ού τφ βού­ λεσθαι άλλά τφ είναι αύτόν; κδ. Εί τά έκ τών στοιχείων πάλιν στοιχεία, τί άτοπον ή άδύνατον φαίνεται τό πάλιν είναι τά έκ τών στοιχείων; κε. Εί ούκ έστιν ύπό τόν όρον ό θεός, άλλά παντός όρου 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός "Ελληνας υπάρχει δεσπότης, πώς τού μένγίνεσθαικαίφθείρεσθαι τούς άνθρώπους δεσπόζει θεός, τού δέ γίνεσθαι καί μή φθείρεσθαι ήμάς ού δεσπόζει; kÇ. Εί άνακτίζων ήμάς ό θεός εις άφθαρσίαν έκ μετα­ μέλειας καθ' ύμάς τούτο ποιεί, πώς ού μάλλον έκ μεταμελείας συνεχώρει είναι άεί; κζ. Εί άμεταμέλητα τά χαρίσματα τού θεού, έχαρίσατο δέ ήμίν τό είναι ήμάς, πώς ού τόν έξ άρχής περί ήμάς πληροί σκοπόν ό θεός, άνακτίζων ήμάς είς άφθαρσίαν; κη. Κατά τούς πιστεύοντας τών νεκρών τήν άνάστασιν τή τού θεού δικαιοκρισίμ καί άποθνήσκομεν καί άναζωοποιούμεθα, έκείνο μέν τή τού άνθρώπου παρακοή, τούτο δέ τή τού άνθρώπου ύπακοή. Παρ' οίς ούν άγνωστον τό αίτιον τού θανάτου, παρά τούτοις καί ό τής φύσεως τού άνθρώπου δη­ μιουργός έστιν άγνωστος. Άγνοούντων δέ αύτών τό αίτιον τού θανάτου καί τόν δημιουργόν τής φύσεως άνθρώπου, πώς ούκ έξ άγνοιας λέγουσι τό μή είναι τών νεκρών τήν άνάστασιν; κθ. Άλλο τό πάντη μή όν, καί άλλο τό τοιόνδε μή όν· οίον άλλο τό τήν άρχήν μή γενέσθαι άνθρωπον, καί άλλο τό μετά τό γενέσθαι αύτόν φθαρήναι. Καί έπειδή ούκ έστι τφ θεφ έργον έργου έργωδέστερον, πώς ούκ έστιν άλογον τό πιστεύειν μέν θεφ έπί τή ποιήσει τών πάντη ούκ όντων, άπιστείν δέ αύτφ έπίτή μεταποιήσει τών φθαρέντων; λ. Εί, ώσπερ προ τού γενέσθαι τόν άνθρωπον ό άν­ θρωπος δυνάμειήν έν τοίς στοιχείοις έξ ών γέγονεν, ούτως καί μετά τό φθαρήναι αύτόν έστι δυνάμει έν τοίς στοιχείοις, πώς άπιστούσιν οί Έλληνες θεφ, έπαγγειλαμένψ άνιστάν τούς νεκρούς, ώς έπ' άδυνάτψ πράγματι, τού άνθρώπου δυνάμει όντος έν τοίς στοιχείοις, ώσπερ πάλαι κτιζομένου, ούτως καί νύν άνακτιζομένου; λα. Εί ούκ ήδύνατο ό θεός έξ άρχής άφθάρτους ποιείν τούς άνθρώπους, δήλον ότι ούδέ νύν δύναται. Εί δέ καί έξ άρχής έσχε δύναμιν τού ποιήσαι ήμάς άφθάρτους καί ούκ άπέβαλε ταύτην, πώς ούκ έστιν άλογον τό ώς έπ' άδυνάτφ πράγματι άπιστείν θεφ, έπαγγειλαμένψ καθ' όμοίωσιν τού 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έγερθέντος έκ τών νεκρών ύπ' αύτού είς άφθαρτον ζωήν άφθάρτους ποιείν καί τούς λοιπούς άνθρώπους; λβ. Δυνάμει τό ζώον έν τφ σπέρματιτή φύσει, δυνάμει ή κλίνη έν τώ ξύλψ τή τέχνη, δυνάμει οί άνιστάμενοι έν τοίς στοιχείοις τφ θεφ. Άλλ' εί τούτο, πώς ούκ έστιν άτοπον τό πιστεύειν μέν τή φύσει τά φυσικά, καί τή τέχνη τά τεχνητά, άπιστείν δέ θεφ τά θεία; λγ. Τή θεία αύθεντίμ ούδέν έστιν άπειθές. Εί ή θά­ λασσα καί ή γή τφ θείω προστάγματι πάλαι δέδωκεν ά ούκ έλαβε, πώς ού νύν μάλλον δώσει ά έλαβε, προστάξαντος τού θεού; λδ. Εί, ώσπερ ή φύσις έκ τού φθαρέντος σπέρματος ού δύναται ποιείν τό ζώον καί ή τέχνη έκ τού φθαρέντος ξύλου ού δύναται ποιείν τήν κλίνην, ούτως ούδέ ό θεός δύναται έκ τού φθαρέντος άνθρώπου άφθαρτον ποιείν άνθρωπον, έμμε­ τρος άρα έσται ή δύναμις τού θεού, ώσπερ τής φύσεως καί τής τέχνης. Εί δέ τούτο άτοπον λέγειν, άτοπον άρα καί τό άπιστείν θεφ ποιείν έκ τού φθαρέντος άνθρώπου άφθαρτον άνθρωπον. λε. Εί, ώσπερ άπίστοις άνθρώποις άδύνατον φαίνεται γενέσθαι τήν άνάστασιν, ούτως άδύνατόν έστι τφ θεφ τό ποιείν τήν άνάστασιν, ούδέν άρα κατά τούτο διαφέρει θεός άνθρώ­ που. Εί δέ άπειράκις διαφέρει, ώσπερ ούν καί διαφέρει, πώς ούκ έστιν άτοπον τό άπιστείν θεφ τήν ποίησιν ών έχει τού ποιείν τήν δύναμιν; λφ. Ών ισχύει θεός τήν ύπέρ φύσιν ποίησιν, τούτων πώς ούκ έστιν άτοπον τό άπιστείν αύτφ τήν ύπέρ φύσιν μεταποίησιν; λζ. Εί τό μή κατά φύσιν γινόμενον, τούτου άπιστον καί άδύνατον τήν ποίησιν χρή ύπολαμβάνειν, πώς ούκ έσται καί τού πρώτου γεγονότος άνθρώπου άπιστος καί άδύνατος ή ποίησις, μή κατά φύσιν γεγενημένου; Άδύνατον γάρ γενέσθαι έξ άνθρώπου άνθρωπον κατά φύσιν, μή πρώτον τού άνθρώ­ που γινομένου ύπέρ φύσιν. λη. Εί μή γίνομαι πάλιν όπερ ή μην, πώς άπολαμβάνω τής άρετής ή τής κακίας τάς άμοιβάς, ών έπί τού παρόντος 6. Τού άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ούκ έτυχον; Εί γάρ ού γίνεται τών νεκρών ή άνάστασις, πώς ούκ έσονται ίσοι άΛΛήΛοις οί τε δρώντες τούς μαρτυρικούς άγώνας καί οί ύπομένοντες; Εί δέ άδικον τούτο, πώς ούκ άδι­ κον τό μή γίνεσθαι τών νεκρών τήν άνάστασιν, έν ή μόνη έν­ δέχεται γίνεσθαι τών πεποιηκότων τά άδικα καί τών ύπομεμενηκότων τήν διάκρισιν, κατά τήν διαφοράν τιμής τε καί τιμωρίας; Λθ. Εί τό τί ήν ό άνθρωπος καί έστι, πώς προεχώρησεν άποθανών τής τού θεού γνώσεως; Ούκ άπέστη τό είναι αύτόν πάΛιν ό ήν. Τά γάρ έργα τού θεού γνωστά αύτφ καί δυνατά· καί εί μή δυνατά αύτφ, ούδέ γνωστά αύτφ. μ. Εί καΛόν μέν τό είναιήμάς έν τφ παρόντι θνητούς, κάΛΛιον δέ τό είναι ήμάς άθανάτους έν τφ μέΛΛοντι, πώς ούκ έστιν άτοπον τό Λέγειν τόν θεόν δυνατόν μέν πρός ποίησιν τού καλού, αδύνατον δέ πρός ποίησιν τού καΛΛίονος; μα. Εί άδύνατον τφ θεφ τό θνητόν σώμα ποιήσαι άθά­ νατον, πώς ούκ έσται ό θάνατος ισχυρότερος τού θεού, έξ αύτού μή δυναμένου -ύσασθαι τούς αύτφ ύποκειμένους; μβ. Εί ό θεός έχει δύναμιν ζωοποιητικήν τών νεκρών, πώς ούκ είσίν έπιτήδειοι πρός άνάστασιν οί άνιστάμενοι; Τού θεού δέ πρός τό άνιστάν τούς νεκρούς δυνατού ύπάρχοντος, καί τών άνισταμένων έπιτηδείων πρός τό άνίστασθαιύπαρχόντων, ποιαν έχει χώραν ή άπιστία τών άπιστούντων τήν άνάστασιν; μγ. Εί τού είναι καί τού μή είναι ή μάς δεσπόζει θεός, πώς ούκ έσται άπό τής αύτής αύτού δεσποτείας τό γίνεσθαι ήμάς άθανάτους; Εί δέ τό γενέσθαι ήμάς άθανάτους έξωθεν τής τού θεού δεσποτείας καθίστηκε, πώς ούκ έσται θεός τού μή είναι ή μάς μή δεσπόζων; μδ. Εί, ήν έχουσι φύσιν τά άθάνατα καί τά θνητά, έκ τής τού θεού έχουσι βουΛήσεως, πώς ούκ έστι δυνατόν τό άθανατίζεσθαι τούς νεκρούς βουΛηθέντος τού θεού; με. Ών τά άνθιστάμενα άσθενεί, τούτων ή σύστασις βέ­ βαια. ΑΛΛ' εί παντί άντιστάσεως τρόπψ κεχρημένοι οί ΈΛΛηνες πρός άναίρεσιν τού τής άναστάσεως δόγματος άναιρείν τούτο ούκ ισχυσαν, τή τού ποιούντος τήν άνάστασιν θεού δυ­ 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νάμει άσάΛευτον έν ταίς ποΛυτρόποις άντιστάσεσι φυΛαττόμενον τό δόγμα, κατά τί άπιστος τών νεκρών ή άνάστασις, του περί ταύτης δόγματος μήτε ύπό χειρών μήτε ύπό γΛώσσης σαΛευομένου; μζ. Εί μέγιστόν έστι δείγμα τής του θεού άηττήτου καί άπεριγράπτου δυνάμεως τό είδέναι πάντων τών άνθρώ­ πων, ζώντων τε καί νεκρών, τάς τε ιδέας καί τάς πράξεις άγαθάς τε καί φαύΛας, πώς ούκ έστι τών νεκρών ή άνάστασις άπόδειξις τής τού θεού άπεριγράπτου δυνάμεώς τε καίγνώσεως, δι' ής είς τό είναι πάΛιν άποκαθιστμ τούς άνθρώπους; ΑΛΛ' εί τούτο, πώς ούκ έσται άποστερών τόν θεόν τής τοιαύτης άποδείξεως ό άποστερών τούς νεκρούς τής άναστάσεως; μζ. Εί έΛπίσαντες ΈΛΛηνες άναιρείν διά τής οικείας άντιστάσεως τό περί τής άναστάσεως δόγμα άπέτυχον τής έΛπίδος, πώς ούκ έσονται άποτυγχάνοντες πάΛιν τής έΛπίδος, έΛπίζοντες πάΛιν μή έσεσθαι τών νεκρών τήν άνάστασιν; μη. Έχρήν τούς ΈΛΛηνας, μαχεσαμένους κατά τού περί τής άναστάσεως δόγματος, ή μή ήττάσθαι έν τή μάχη ή ήττηθέντας μή άπιστείν τήν άνάστασιν· εί δέ μή γε, έσται αύτών ή πρώτη ματαιοπονία έλεγχος τής άλογου αύτών άπιστίας. 6. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛληνας ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΤΙΝΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΩΝ. Τών κατά τήν άνθρωπίνην σπουδήν εις θεραπείαν τού θεού ύπό τών άνθρώπων γινομένων καλών ούδέν ούτως έστί δεκτόν τω θεώ, ώς τό κατά δύναμιν σπουδάζειν βελτίους ποιείν τούς άνθρώπους. Ταύτην ούν τήν προθυμίαν έν ύμίν, ώ τιμιώτατε πρεσβύτερε Παύλε, σφόδρα ούσαν διάπυρον ορών, έτοίμως ύμίν ύπήκουσα περί ών ένετείλασθέ μοι βραχείάν τινα ποιήσασθαι τήν έκλογήν τών έΛληνικών περί θεού καί κτίσεως δογμάτων, ούχ ίνα τιγνψς άληθές έξ αύτών (πώς γάρ άν ό άνωθεν έχων τήν διά τών προφητών περί τούτων διδασκαλίαν παρ' αύτού τού τήν κτίσιν πεποιηκότος θεού;), άλλ' ίνα γνώς μή κατά τήν άποδεικτικήν επιστήμην, καθ’ ήν επαγγέλλον­ ται Έλληνες περί θεού τε καί κτίσεως τούς λόγους ποιείν, τούτο πεποιηκότας, άλλ' είκασμώ τό δοκούν διορισαμένους. Τών περί θεού καί κτίσεως τούς λόγους πεποιημένων άνθρώ­ πων οί μέν παρ' αύτού τού τήν κτίσιν πεποιηκότος θεού τήν διδασκαλίαν έδέξαντο περί θεού καί κτίσεως διά τών προφη­ τών, τών πρός τούτο ύπουργησάντων τφ θεφ, ους πρώτον θείοις έργοις τοίς δι' αύτών γιγνομένοις άξιους τού πιστεύεσθαι άνέδειξεν, ειθ' ούτως περί τών τοίς διδασκομένοις άδήλων τήν διδασκαλίαν παρέσχεν· οί δέ, τοίς διά τών προ­ φητών άπιστήσαντες λόγοις, τοίς οίκείοις αύτών λογισμοις έπέτρεψαν θεογνωσίας τήν εύρεσιν. Καί κατ' εκείνους μέν τούς έκ διδασκαλίας θεού καί κτίσεως έγνωκότας τήν διαφο­ ράν εις έστιν ό θεός, καθ' έκάτερον τόν τής άγενεσίας τρό­ πον άγένητος ών, θεόν δέ ή θεούς ούτε προ αύτού ούτε μεθ' αύτόν έσχηκώς, συνάίδιον ούκ έχων ούτε ύποκείμενον ούτε άντικείμενον, άφθαρτον έχων τήν ούσίαν καί άνεμπόδιστον τήν ένέργειαν, δημιουργός ών τού κόσμου παντός, άρχήν έχοντος τού είναι καί τού τί είναι καί τού πώς διαμένειν τήν έκείνου θέλησιν. Ή γάρ έν άφθαρσίμ διαμένει τά μέρη τού κόσμου, ώς ό ούρανός καί τά ούράνια καί αί άόρατοι δυνάμεις, ή έν τω γίνεσθαί τε καί φθείρεσθαι, ώς τά έπί γής ζώά τε καί 6. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας φυτά. Καί ώσπερ τό γεγονός ούκ άν έγένετο μή έκείνου προστάξαντος Γενηθήτω, ούτως ούδ' άν δ ιέ μείνε μή έκείνου θεμένου τό πρόσταγμα, τοίς μέν άφθάρτοις τού έστάναι εις τόν αιώνα τού αίώνος, τοίς δέ έν γενέσει καί φθορά τού Αύ­ ξάνεσθε καί πΛηθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γήν. Προς ένδειξιν δέ τής θείας αύτού δυνάμεως καί τού μή νόμψ φύσεως αύτόν δουΛεύειν, άλλ' αύθεντία βουλήσεως τό δοκούν έργάζεσθαι, τά μέν έν άρχή τών έν γενέσει καί φθορή φύσεως έκ τής γής καί τών ύδάτων έποίησε, προστάξας· Έξαγαγέτω ή γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος καί φυτά έχοντα έν έαυτοίς τό σπέρμα καί ξύλα ποιούντα καρπούς· καί πάΛιν· Έξαγαγέτω τά ύδατα ψυχήν ζώσαν κατά γένος· τά δέ έκ τών γεναρχών γεγενημένα έκ τής καταβολής τού σπέρματος γενέσθαι ώρίσατο. Καί περί τούτων πάντες οί παρά τού θεού προς πάντας άν­ θρώπους άποσταλέντες προφήται ταύτά φρονούντες διετέΛουν, καί διαφωνία έν αύτοίς γέγονεν ούδεμία· κατά δέ τούς άπιστήσαντας μέν τοίς τών προφητών Λόγοις, οίκείω δέ είκασμφ περί θεού καί κτίσεως τό δοκούν διόρισα μένους, πολλή τίς έστιν ή προς άλλήλους τε καί προς εαυτούς διαφωνία έν τοίς περί τών όντων καί τής τούτων άρχής κατ' ούσίαν τε καί άριθμόν καί κίνησιν καί πέρας, καθώς δείκνυται έκ τού πρώ­ του λόγου τής Φυσικής άκροάσεως Αριστοτέλους, μετά τού μηδέν αύτόν άληθεύειν περί ών διείληφε διορίσασθαι πραγ­ μάτων. α. Έκ τού πρώτου Λόγου τής Φυσικής άκροάσεως Αριστοτέλους. Αεί γάρ έστι τι ό ύπόκειται, έξ ού γίνεται τό γινόμε­ νον, οιον τά φυτά καί τά ζώα έκ σπέρματος. Γίγνεται δέ τά γινόμενα άπλώς τά μέν μετασχηματίσει, οιον άνδριάς, τά δέ προσθέσει, οιον τά αύξανόμενα, τά δέ άφαιρέσει, οιον έκ τού Λίθου ό Ερμής, τά δέ συνθέσει, οιον οικία, τά δέ άλΛοιώσει, οιον τά τρεπόμενα κατά τήν ύλην. Πάντα δέ τά ούτω γινόμενα φανερόν ότι έξ ύποκειμένων γίνεται. Καί τούτο διττόν· ή γάρ τό ύποκείμενον ή τό άντικείμενον. Λέγω δέ άντικείσθαι τό άμουσον, ύποκείσθαι δέ τόν άνθρωπον. 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Εί πρώτον έστι τό σπείρον σπέρμα και ύστερον τό έκ σπέρματος γιγνόμενον καίγενητά άμφότερα, τή μέν γενέσει τού κειμένου έκ σπέρματος γιγνομένου ύπόκειται τό σπέρμα, τή δέ γενέσει τού σπείραντος ύποκεισθαι τό σπέρμα ού δυνα­ τόν· ούκ άρα άεί τά ζώα καί τά φυτά έκ σπέρματος γίνεται. Έτι εί ζώον γενητόν έκάτερον, τό σπείρον καί τό έκ σπέρμα­ τος γιγνόμενον, καί ούκ έκ τού αύτού ύποκειμένου έκάτερον, άΛΛά θάτερον μέν έκ τού σπέρματος, έτερον δέ ούκ έκ τού σπέρματος, πώς ού ψευδές τό άεί τά ζώα γίνεσθαι έκ τού σπέρματος; Καί περί τών φυτών ό αύτός Λόγος. Έτι εί άρχή μέν τού έκ σπέρματος γιγνομένου έστι τό σπείρον, άγνωστον δέ τούτο καί άδιόριστον έν τή πραγματείμ τής Φυσικής άκροάσεως ΑριστοτέΛους, τίνος ένεκεν έγράφη αύτη ή πραγματεία, τής άρχής άγνοουμένης τού πρώτου ζώου τε καί φυτού; Ακο­ λουθεί γάρ τή άγνωσίμ τής άρχής ή άγνωσία τών έξ άρχής. Εί τό ζώον, τό έκ σπέρματος γιγνόμενον, γίνεται δέ κατά φύσιν, δήΛον ότι τού αύτού ζώου γιγνομένου μέν, μή έκ σπέρ­ ματος δέ, ού γίνεται κατά φύσιν. Είπάτωσαν ούν οί Αριστο­ τελικοί, κατά τί γίνεται τό ζώον τό μή κατά φύσιν γιγνόμενον. Έτι εί διαφοράς κατά γένεσιν τού ζώου δοθείσης, τού τε έκ σπέρματος καί κατά φύσιν καί τού μή έκ σπέρματος μήτε κατά φύσιν γιγνομένου, άνάγκη πεπερασμένην είναι τήν γένεσιν, πώς ούν συνάναρχα Λέγουσιν Έλληνες τά τε ζώα καί τά φυτά τφ θεφ, τά κατά φύσιν γεγονότα, τά μήτε τφ πρώτψ ζωω τε καί φυτφ σύγχρονα είναι δυνάμενα; Έτι εί άπαν τό γιγνόμενον άεί σύνθετόν έστι, πώς τόν τρόπον τών κατά σύνθεσιν γινομένων τή οίκείμ τού τρόπου διαφορά τών άλλων τών τής γενέσεως τρόπων διέστειλας; Είγάρ άπαν γενητόν σύν­ θετον, κατά σύνθεσιν άνάγκη γίνεσθαι· άλλ' εί ό τρόπος τής κατά σύνθεσιν γενέσεως πάση γενέσει άρμόττει, περιττώς τών άλλων τής γενέσεως τρόπων διέσταλται τή οίκείμ διαφορμ. Έτι εί τά ύποκείμενα ταίς -ηθείσαις γενέσεσιν ούσίαι είσί καί έν αύταίς θεωρείται τό διττόν τού ύποκειμένου, τουτέστι τό ύποκείμενον καί τό άντικείμενον, ή δέ ύλη ούσία ούκ έστι, πώς άρμόττει ό τρόπος τής γενέσεως τών έξ ούσιών γιγνομένων τφ τρόπψ τής γενέσεως τών μή έξ ούσίας γιγνομένων; 6. Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Ανάγκη άρα ή ούσίαν είναι τήν ύλην, ή τρόπψ έτέρψ γίγνεσθαι τά έκ τής ύλης γιγνόμενα παρά τούς -ηθέντας τρόπους τής γενέσεως. Αλλ' επειδή τή πραγματεία τής Φυσικής άκροάσεως ή ύλη διώρισται μή είναι ούσία και ό τρόπος τής γενέσεως τών έξ αύτής γιγνομένων ού παραδέδοται, πώς ού περιττή αύτη ή πραγματεία, έν ή τό σαφές άπορον; Έτι εί, ώς άνάγκη τή φύσει καί τή τέχνη τό μή έκ τού τυχόντος ποιείν τά τυχόντα, άλλ' έκ τών ώρισμένων τά ώρισμένα, ούτως άνάγκη καί τφ θεφ έκ τών ώρισμένων ποιείν τά ώρισμένα, τίς έστιν ό τώ θεφ τούτον τόν όρον θέμενος; Ότι δέ τή φύσει καί τή τέχνη ό θεός έθηκε τούτον τόν όρον, φανερόν. Εί δέ ό θεός ύπό τόν όρον ούκ έστιν, άλλά ποιεί έκ τού τυχόντος τά τυχόντα, τή τού όρου άνάγκη μή κωλυόμενος τού ποιείν ά βούλεται, πώς ούκ ήλευθέρωται καί τού όρου τού ποιείν έκ τών ύποκειμένων κατ' άνάγκην; β. Τού αύτού Αριστοτέλους έκ τού αύτού λόγου. Έστι δέ τό ύποκείμενον άριθμφ μέν έν, είδει δέ δύο. Ό μέν γάρ άνθρωπος καί ό χρυσός καί όλως ή ύλη άριθμητή· τόδε γάρ τι μάλλον, καί ού κατά συμβεβηκός έξ αύτού γίνεται τό γιγνόμενον· ή δέ στέρησις καί ή έναντίωσις συμβεβηκός· έν δέ τό είδος, οϊον ή τάξις, ή μουσική ή τών άλλων τι τών ούτω κατηγορουμένων. Δι' ών έστι μέν ώς δύο λεκτέον είναι τάς άρχάς, έστι δέ ώς τρεις- καί έστι μέν ώς τά εναντία, οιον ε’ί τις λέγοι τό μουσικόν καί τό άμουσον ή τό θερμόν καί τό ψυχρόν ή τό ήρμοσμένον καί τό άνάρμοστον, έστι δέ ώς ού· ύπ' άλλήλων γάρ πάσχειν τά έναντία άδύνατον. Λύεται δέ καί τούτο διά τό άλλο είναι τό ύποκείμενον· τούτο γάρ ούκ έναντίον. Ώστε ούτε πλείους τών έναντίων αί άρχαί τρόπον τινά, άλλά δύο ώς είπείν τφ άριθμφ, ούτε αύ παντελώς δύο διά τό έτερον ύπάρχειν τό είναι αύτοίς, άλλά τρεις. Εί έστι τό ύποκείμενον άριθμφ μέν έν, εϊδει δέ δύο, άφ' ών δει έν τφ ένί ύποκείσθαι, πώς ούκ έστι τό ύποκείμενον αύτό έαυτφ ύποκείμενον; Εί δέ τούτο άδύνατον, πώς ούκ έστι 6* Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ψευδές τό ε’ίδει δύο είναι τό ύποκείμενον; Έτι εί δεί ύποκείσθαί τι άεί τών γιγνομένων, έστι δέ τούτο ή ύλη, πώς ούκ έστιν ή ύλη άεί γενητή; Αεί γάρ τφ ένί τών έναντίων ύπόκειται. Ή γάρ τή στερήσει ύπόκειταιή τφ ε’ίδει έναντίω όντι τή στερήσει· καί τφ ε’ίδει μέν γίνεται έμμορφος, τή στερήσει δέ άμορφος. Πώς ούν ούκ έστιν ούσία γενητή ή ύλη, άεί τό είναι γενητώς έχουσα; Έτι εί ή στέρησις ούδέν έστιν έτερον παρά τήν άναίρεσιν παντός τού όντος, έχουσα δέ ταύτην ή ύλη, πώς ούκ άνήρηται αύτής καί τό είναι αύτήν ύλην; Έτι εί άπόντος τού είδους τής ύλης άπεστιν αύτής καί τό είναι αύτήν ούσίαν καί τό τάδε τι καί τό όν, ούδαμού άρα ή ύλη άπόντος αύτής τού είδους. Έτι εί άριθμητή ή ύλη, τά δέ έναντία τά ταύτη συμβεβηκότα ούκ άριθμητά, πώς τρεις άρχαί, ή τε ύλη καί τά ταύτη συμβεβηκότα; Εί ούδέν ών έν τή συστάσει τών φύσεων γιγνομένων θεωρού μεν έστιν έκ τής ύλης, ούδέ τό ποιόν ούδέ τό ποσόν, πώς έξ αύτής τά γιγνόμενα γίγνεται καθ' αύτά; Εί άδύνατόν τι είναι καί μή είναι τόδε τι, πώς διά τήν στέρησιν τόδε τι μή ούσα ή ύλη τό είναι έχει; Εί ή στέρησις καί τό είδος τή ύλη συμβέβηκεν, ού­ σία δέ ούκ έστιν ή ύλη, πώς ταύτη συμβέβηκε τά έναντία; Τή γάρ ούσίμ συμβαίνει τά συμβεβηκότα. Εί ώσπερ ή τάξις έν τοίς τεταγμένοις, ούτως καί τό είδος έν τή ύλη, πώς τά μέν άτακτα προ τής τάξεως τό είναι τόδε τι έχει, ή δέ ύλη προ τού είδους τό είναι τόδε μή έχουσα, σώζεται έν τή ύλη ή άναλογία τής τάξεως ώς πρός τό είδος; Εί έν τή συνθέσει μέν τών γιγνομένων δύο θεωρούνται μόναι άρχαί, ή τε ύλη καί τό είδος, χωρίς δέ συνθέσεως τρεις είσιν άρχαί, ή τε ύλη καί ή στέρησις καί τό είδος, δήλον άρα ότι μή όντος μέν τού γιγνομένου κείμεναι τρεις ήσαν άρχαί· όντος δέ τού γιγνομένου ού τρεις, άλλά δύο. Πώς ούν ούκ έστι τό γιγνόμενον άρχή τής άπωλείας τής μιάς άρχής, ή εί μή άπώλετο, ούκ άν έγίνετο τό γιγνόμενον; Εί ώσπερ πάσχει ό άνθρωπος ύπό τού μουσι­ κού καί τού άμούσου καί τό σώμα ύπό ψυχρού καί θερμού καί ή φωνή ύπό τής άρμονίας τε καί άναρμοστίας, ούτως πάσχει ή ύλη ύπό τού είδους καί τής στερήσεως, έστω ή ύλη ούσία, ώς άνθρωπος καί τό σώμα, ή συμβεβηκός, ώς ή φωνή, 6* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ϊνα σωθή τό τής άναλογίας άκόλουθον. Εί δέ ούτε ούσία έστίν ή ύΛη ούτε συμβεβηκός, ούδ' άρα πάσχει ύπό τών έναντίων. γ. Τού αύτού έκ τού αύτού λόγου. Πόσαι μέν ούν αί άρχαί τών περί γένεσιν φυσικών, καί πώς, ε’ίρηται· καί δήΛόν έστιν ότι δει ύποκείσθαί τι τοις έναντίοις καί τά έναντία δύο είναι. Τρόπον δέ τινα άΛΛον ούκ άναγκαίον· ικανόν γάρ τό έτερον τών έναντίων ποιείν τή παρουσίμ καί άπουσία τήν μεταβολήν. Ή δέ ύποκειμένη φύσις έπιστητή κατά άναλογίαν. Ώς γάρ πρός άνδριάντα χαλκός ή πρός κλίνην ξύλον ή πρός τών άλλων τι τών έχόντων μορφήν ή ύλη καί τό άμορφον έχει πριν λαβείν τήν μορφήν, ούτως αύτη πρός ούσίαν έχει καί τό τόδε τι καί τό ον. Μία μέν ούν άρχή αύτη, ούχ ούτω μία ούσα ούδέ έν ώς τό τόδε τι, μία δέ ή ό λόγος, έτι δέ τό έναντίον τούτψ ή στέρησις. Πότερον δέ ούσία τό είδος ή τό ύποκείμενον, ούπω δήλον. Εί τό είδος τή παρουσία αύτού ειδοποιεί τήν ύλην καί τή άπουσίμ αύτού ποιεί άνείδεον, είσί δέ άρχαί δύο, τό τε εί­ δος καί τό άνείδεον, ποιεί δέ αύτά ταύτα καί ή στέρησις τή παρουσίμ αύτής καί τή άπουσία, έσονται άρα αί άρχαί ύπ' άλλήλων γιγνόμεναί τε καί άναιρούμεναι καί ούκ άΐδιοι· τό γάρ άΐδιον παρουσίας τίνος καί άπουσίας ού χρήζει πρός τό είναι. Εί τή παρουσίμ καί άπουσία τών έναντίων γίνεται τών άρχών ή μεταβολή, δήλον ότι γίνεται ή μεταβολή έκ τού είναι αύτάς άρχάς. Πώς ούν δύνανται μένειν άρχαί, αί άποβεβληκυϊαι τό είναι άρχαί; Εί ή άρχή αρχήν έχουσα ούκ έστιν άρχή, πώς ή ύλη, τού μέν είναι άρχήν έχουσα τό είδος, τού δέ μή είναι τήν στέρησιν, δύναται είναι άρχή; Τό φύσιν όνομάζειν τό ύποκείμενον τή στερήσει, τό μήτε ούσία ον μήτε τόδε τι μήτε ον, πώς ούκ έστι περιττόν; Εί άρχαί ούτε έξ άλλων είσίν ούτε έξ άλλήλων, έστι δέ έκ τής άπουσίας τού εί­ δους ή στέρησις καί έκ τής άπουσίας τής στερήσεως τό εί­ δος, πώς ούκ είσίν έξ άλλήλων άρχαί, τό τε είδος καί ή 6> Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας στέρησις; Τή γάρ άπουσία άΛΛήΛων ποιητικαί άΛΛήΛων. Εί ον έχει Λόγον ό χαλκός πρός τόν μέΛΛοντα έξ αύτού γίνεσθαι άνδριάντα, τούτον έχει ή ύλη πρός τήν ούσίαν και τό τόδε τι και τό ον, πώς ό μέν χαλκός, έάν μή ή ούσία και τόδε τι και ον, Λόγον έχειν πρός τόν άνδριάντα ού δύ­ ναται, ή δέ ύλη, μήτε ούσία ούσα μήτε τόδε τι μήτε ον, άναλογίαν έχειν πρός τόν χαλκόν δύναται; Εί πάντα τά έν συστάσεσι τών φυσικών θεωρούμενα αίσθήσει έστιν έπιστητά, πώς ή ύλη, έξ ής τά αισθητά, αναλογία έστιν έπιστητή καί ούκ αίσθήσει, ή πώς όλως έκ μή αισθητού δυνατόν γενέσθαι τά αισθητά; Εί τόδε τί έστι καί τό μίαν άρχήν είναι, πώς ή ύλη τό μέν είναι μίαν άρχήν έχει, τό δέ είναι αύτήν τόδε τι ούκ έχει; Καί εί τό είναι τόδε τι καί τό τόδε τι μή είναι ούσία έστί, πώς ή ύλη τό μέν τόδε τι μή είναι έστιν, ούσία δέ ούκ έστι; Πώς δέ δύναται τις έκβάΛΛειν τήν ύλην τού είναι έν, ό διελών αύτήν είς δύο είδη, είς τε τό ύποκείμενον τώ γιγνομένψ καί είς τό άντικείμενον; Εί ούπω δήλον έκ τών είρημένων, εί ούσία έστί τό είδος ή τό ύποκείμενον, πώς άποφαντικώς εϊρηκε περί τής ύλης τό μή είναι αύτήν ούσίαν μήτε τόδε τι μήτε ον; Τό γάρ ύποκείμενον εϊρηκεν είναι τήν ύλην. Ποτέ μέν μή είναι αύτήν ούσίαν μήτε τόδε τι μήτε ον, ποτέ δέ άδηλον εί ούσία έστί, πώς ούκ έστι τών ούκ είδότων ό φασιν; δ. Έκ τού αύτού λόγου. Ζητήσαντες οίκατά φιλοσοφίαν πρώτοι τήν άλήθειαν καί τήν φύσιν τήν τών όντων έξετράπησαν οιον οδόν τινα άΛΛην άπωσθέντες ύπό άπειρίας, καί φασίν ούτε γίγνεσθαι τών όντων ούδέν ούτε φθείρεσθαι διά τό άναγκαίον μέν είναι γίγνεσθαι τό γινόμενον ή έξ όντος ή έκ μή όντος, έκ δέ τούτων άμφοτέρων άδύνατον είναι- ούτε γάρ τό όν γίγνε­ σθαι (είναι γάρ ήδη) έκ τε μή όντος ούθέν άν γενέσθαι (ύποκείσθαι γάρ τι δει). Καί ούτω δή τό έφεξής συμβαινον αύξοντες ούδέ είναι πολλά φασιν άλλά μόνον αύτό τό ον. 6, Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Ικανά καί ταύτα μαρτυρήσαι τή αλήθεια του ύφ' ήμών •ηθέντος περί τών παρ' Έλλησι φιλοσόφων, ώς κατά τήν άποδεικτικήν επιστήμην περί τών όντων τούς λόγους μή πεποιηκότων, άλλ' είκασμφ τό δοκούν διορισαμένων. ε. Έκ τού αύτού λόγου. Ήμείς δέ λέγομεν ότι τό έξ όντος ή μή όντος γίνε­ σθαι, ή τό μή ον ή τό ον ποιείν τι ή πάσχειν ή ότιούν τόδε γίγνεσθαι, ένα μέν τρόπον ούδέν διαφέρει ή τό τόν ιατρόν ποιείν τι ή πάσχειν ή έξ ιατρού είναι τι ή γίνεσθαι· ώστε έπειδή τούτο διχώς ή πλεοναχώς λέγεται, δήλον ότι και τό έξ όντος καί τό ον ή ποιείν ή πάσχειν. Οίκοδομεϊ μέν ούν ό ιατρός, ούχ ή ιατρός δέ άλλ' ή οικοδόμος, καί λευκός γίνεται, ούχ ή ιατρός άλλ' ή μέλας· ιατρεύει δέ καί άνίατρος γίνεται, ή ιατρός. Έπεί δέ μάλιστα λέγομεν τόν ια­ τρόν κυρίως ποιείν τι ή πάσχειν ή γίγνεσθαι έξ ιατρού, έάν ή ιατρός ταύτα ποιή ή πάσχη, δήλον ότι καί τό μή έξ όντος γίγνεσθαι τούτο σημαίνει, τό ή μή ον. Όπερ έκείνοι μέν ού διελόντες άπέστησαν, καί διά ταύτην τήν άγνοιαν τοσούτον προσηγνόησαν, ώστε μηθέν οίεσθαι γίγνε­ σθαι μήτ' είναι τών άλλων, άλλ' άνελείν πάσαν τήν γένεσιν. Ήμείς δέ καί αύτοί φαμεν γίνεσθαι μέν ούδέν άπλώς έκ μή όντος, όμως μέντοι γίγνεσθαι έκ μή όντος, οιον κατά συμβεβηκός· έκ γάρ τής στερήσεως, ό έστι καθ’ αύτό μή ον, ούκ ένυπάρχοντος γίνεται. Θαυμάζεται δέ τούτο καί άδύνατον ούτω δοκεί, γίγνεσθαι τι έκ μή όντος. Ωσαύτως δέ ούδέ έξ όντος ούδέ τό ον γίγνεσθαι, πλήν κατά συμβεβηκός· ούτω δέ καί τούτο γίγνεσθαι τόν αύτόν τρόπον, οιον εί έκ ζώου ζώον άν γίνοιτο καί έκ τίνος ζώου τι ζώον, οιον εί κύων έξ ίππου γίγνοιτο. Γίγνοιτο μέν γάρ άν ού μόνον έκ τίνος ζώου ό κύων, άλλά καί έκ ζώου, άλλ' ούχ ή ζώον· ύπάρχει γάρ ήδη τούτο· εί δέ τι μέλλοι γίγνεσθαι ζώον μή κατά συμβεβηκός, ούκ έκ ζώου έσται, καί εί τι όν, ούκ έξ όντος ούδέ έκ μή όντος. Τό γάρ έκ μή όντος είρηται ήμίν τί σημαίνει, ότι ή μή όν. Έτι 6 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας δέ καί τό είναι άπαν ή μή είναι ούκ άναιρούμεν. Εί τό Μήτε έκ του άπΛώς όντος μήτε έκ του άπΛώς μή όντος δυνατόν έστι γενέσθαι τι κοινόν έστι τών έξ άπειρίας τε καί άγνοιας άναιρούντων τήν γένεσιν, καί τούτου τού τούς σφαΛΛομένους διορθωσαμένου, πώς ούκ άνήρηταιή γένεσις κατά τόν διορθωσάμενον, ώς άνήρηται κατά τούς σφαΛΛομέ­ νους; Εί άδύνατόν έστι γενέσθαι τι κατά συμβεβηκός έξ όντος καί έκ μή όντος, μή προεπινοουμένης τής γενέσεως τού καθ' αύτό γιγνομένου, οίον άδύνατόν τόν ιατρόν γενέσθαι Λευκόν μή τού μέΛανος Λευκού γιγνομένου, καί άδύνατόν τόν ιατρόν οίκοδομείν μή τού οικοδόμου οίκοδομούντος, έάν ή μέΛας καί οικοδόμος ό ιατρός, πώς γίνεται τι κατά συμβεβηκός έξ όντος καί έκ μή όντος, μηδενός προηγουμένως καθ' αύτό γιγνομένου; Εί πρώτον μέν τό ζώον, ύστερον δέ τό ζώον έκ ζώου καί τό τι ζώον έκ τινός ζώου, καί τή μέν γενέσει τού ζώου έκ ζώου ύπόκειται τό σπέρμα, τή δυνάμει μέν ζώον, ένεργείμ δέ ού ζώον, τή δέ γενέσει τού άπΛώς ζώου τό ύποκείμενον ούκ ήν σπέρμα, πώς ούκ έστι παρά φύσιν γιγνόμενον τό ζώον έκ μή ζώου; Εί πρό τού γενέσθαι τό γιγνόμενον ή μέν ύΛη ήν, τό δέ γιγνόμενον έξ αύτής ούκ ήν, τί ήν ή ύΛη; Οίον εί ύΛη ήν τού ίππου πρό τού γενέσθαι τόν ίππον, εί πάντα τά έν τή ούσίμ τού ίππου θεωρούμενά έστιγενητά, πώς ήν άγένητος ή ύΛη, έξ ής γέγονεν ίππος; Εί καθ' αύτό μέν ούτε ή στέρησις όν έστιν ούτε ή ύΛη, τό δέ συμβεβηκός τώ καθ' αύτό όντι συμβαίνει, πώς κατά συμβεβηκός δυνατόν γενέσθαι τι έκ τής στερήσεως, μήτε καθ' αύτό μήτε κατά συμβεβηκός ούσης; Ών διεζευγμένων όντων άδύνατόν έστι γενέσθαι τι έξ ούδενός αύτών, τούτων ούτε συμπεπΛεγμένων δυνατόν γενέσθαι τι· οίον έκ τού όντος άπΛώς ού δυνατόν γενέσθαι τι, ωσαύ­ τως καί έκ τού άπΛώς μή όντος, ίνα ταίς ΑριστοτέΛους χρησώμεθα φωναις. Πώς άμφότερα γέγονε δυνατά, καί τό γε­ νέσθαι έξ όντος καί τό γενέσθαι έκ μή όντος; Εί τό ύποκεί­ μενον, έξ ού γίγνεται τό γιγνόμενον, τοϊς έναντίοις άνάγκη ύποκεισθαι, ούκ άρα γίγνεταί τι έκ τής στερήσεως κατά συμ­ βεβηκός τοις έναντίοις μή ύποκειμένης; Ό τό πάν μή άναιρών μήτε είναι μήτε τό μή είναι, άΛΛά συγχωρών τό πάν 6> Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας είναι καί μή είναι, πώς δύναται άληθεύειν λέγων τήν ύλην μή είναι μήτε ούσίαν μήτε τόδε τι μήτε όν; Εί γιγνεται μέν τό γιγνόμενον, ούκ έξ άπλώς δέ μή όντος ούτ' έξ άπλώς όντος, άλλά έξ άμφοτέρων, γίγνεται άρα καί έκ τής ύλης ώς έκ τού όντος καί έκ τού μή όντος, καί ώς έκ τού τόδε τι όντος καί τόδε τι μή όντος. Αλλ' εί ταύτα ούτως έχει, ψευδές άρα τό •ηθέν περί τής ύλης, τό μήτε αύτήν είναι ούσίαν μήτε τόδε τι μήτε όν. Ώσπερ ή ύλη έστίν άμορφος, ούτως καί τό είδος έστιν άϋλον. Άλλ' εί μέν ή ύλη καί τό άμορφον αύτής είσι δύο άρχαί, καί τό είδος άρα καί τό άϋλον αύτού δύο έσονται άρχαί. Πώς ούν τεσσάρων ούσών τών άρχών τρεις μόναι έτέθησαν άρχαί. Ç. Έκ τού αύτού λόγου. Ημείς γάρ ύλην καί στέρησιν έτερον είναι φαμεν, καί τούτων τό μέν ούκ όν είναι κατά συμβεβηκός, τήν ύλην, τήν δέ στέρησιν καί καθ' αύτήν, καί τήν μέν έγγύς καί ούσίαν πως, τήν δέ ούδαμώς. Οί δέ τό μή όν ε'ίναί φασι, τό μέγα καί τό μικρόν όμοίως, έν τό συναμφότερον ή τό χωρίς έκάτερον. Ώστε παντελώς έτερος ό τρόπος ούτος τής τριάδος κάκεϊνος. Εί κατά συμβεβηκός ούκ όν είναι τή ύλη έστι, δήλον ότι κατά συμβεβηκός ή ύλη ούτε ύλη έστίν ούτε άρχή· όντος γάρ έστι τό είναι ύλη καί τό είναι άρχή. Καί εί κατά συμβεβηκός ούκ όν ειναί έστι τή ύλη διά τήν στέρησιν, δήλον ότι κατά συμβεβηκός όν έστι διά τό είδος. Έσται άρα τή ύλη καθ' αύτό μέν ούδέποτε όν, κατά συμβεβηκός δέ άεί, ποτέ μέν ούκ όν είναι, ποτέ δέ όν είναι. Πώς ούν ούκ έστιν άτοπον τό λέγειν έγγύς είναι ούσίας καί ούσίαν πως τό μηδέποτε καθ' αύτό όν; Εί άλλο τό ύλην είναι καί άλλο τό τίνος είναι ύλην, καί στερείται μέν ή ύλη τού τίνος είναι ύλην, τού δέ είναι αύτήν ύλην ού στερείται, έσται άρα ή ύλη όν καί ούκ όν, όν μέν διά τό είναι αύτήν ύλην, ούκ όν δέ διά τό μή είναι αύ­ τήν τίνος ύλην. Αλλ' εί μηδενός έστιν ύλη ή ύλη, ούδέν άρα τής άμορφίας έστίν ή ύλη. Εί δέ τής άμορφίας έστίν ή 6* Τού άγίου ’Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ύλη, ουδέποτε άρα ήν ή ύΛη ή ύλη, άΛΛ' άεί τίνος ύλη, ποτέ μέν τής άμορφίας, ποτέ δέ τής μορφής. Ότι δέ τί έστιν ή άμορφία δήΛον έξ ού έτέθη άρχή είναι τών γιγνομένων. ΑΛΛ' εί ταύτα ούτως έχει, ούδέποτε άρα ούκ ον είναι τήν ύλην, άλλ' άεί ον είναι, ποτέ μέν άμορφαν, ποτέ δέ μεμορφωμένην· διό καί άεί γενητή. Είδύναταιή ύΛη τήν συνάίδιον αύτής άποβαΛείν άμορφίαν, δύναται άρα καί τήν συνάΐδιον αύτής άποβαΛείν άγενεσίαν. Εί δέ μή τό δεύτε­ ρον, ούδ' άρα τό πρώτον. Πώς ούν γίγνεται τό γιγνόμενον έκ τής ύΛης, τής ύΛης τήν συνάΐδιον αύτής άμορφίαν μή άποβαΛΛομένης; Εί, ώσπερ ό τρόπος τής κατά τόν Αριστοτέλη ν τριάδος έτερός έστι παρά τόν τρόπον τής κατά ΠΛάτωνα τριάδος, ούτω καί ή τριάς έτέρα, πώς ούκ έστιν άρχή τών γιγνομένων ή έξάς άλλ' ή τριάς; Καί εί ή τριάς ούχ έτέρα, πώς ό τρόπος αύτής έτερος; ζ. Έκ τού αύτού Λόγου. Ή μέν γάρ ύπομένουσα συναιτία τή μορφή τών γιγνομένων έστίν, ώσπερ μήτηρ· ή δέ έτέρα μοίρα τής έναντιώσεως πολλάκις άν φαντασθείη τώ πρός τό κακοποιόν αύτής άτενίζοντι τήν διάνοιαν ούδέ είναι τό παράπαν. Όντος γάρ τίνος θείου καί άγαθού καί έφετού, τό μέν έναντίον αύτφ φαμεν είναι, τό δέ πεφυκέναι έφίεσθαι καί όρέγεσθαι αύτού κατά τήν φύσιν αύτού. Τοίς δέ συμβαίνει τό έναντίον όρέ­ γεσθαι τής αύτού φθοράς. Καίτοι ούτε αύτού οΐόν τε έφίε­ σθαι τό είδος διά τό μή είναι ένδεές, ούτε τό έναντίον· φθαρτικά γάρ άΛΛήλων τά έναντία. Αλλά τούτο έστιν ή ύΛη, ώσπερ άν εί θήΛυ άρρενος καί αισχρόν καΛού· πΛήν ού καθ' αύτό αισχρόν, άλλά κατά συμβεβηκός, ούδέ ΘήΛυ, άλλά κατά συμβεβηκός. Φθείρεται δέ καί γίνεται έστι μέν ώς, έστι δέ ώς ού. Ώς μέν γάρ τό έν φ, καθ' αύτό φθείρεται· τό γάρ φθειρόμενον έν τούτφ έστίν ή στέρησις· ώς δέ κατά δύναμιν, ού καθ' αύτό, άλλ' άφθαρτον καί άγένητον άνάγκη αύτήν είναι. Είτε γάρ έγίνετο, ύποκεΐσθαί τι δει πρώ­ τον, τό έξ ού ένυπάρχοντος· τούτο δ' έστίν αύτή ή φύσις, 6* Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας ώστ' έσται πρίν γενέσθαι. Λέγω γάρ ύΛην τό πρώτον υπο­ κείμενον έκάστψ, έξ ού γίνεται τι ένυπάρχοντος μή κατά συμβεβηκός. Είτε φθείρεται, εις τούτο έσχατον άφίξεται, ώστε έφθαρμένη έσται πρίν φθαρήναι. Εί, ώσπερ άρχή τών γιγνομένων ή ύΛη καί τό είδος, ούτω καί ή στέρησις, πώς ή μέν ύΛη συναιτία τή μορφή τών γιγνομένων, ή δέ στέρησις ού συναιτία; Εί διά τούτο άρχή τό εί­ δος, έπειδή έξ αύτού τό είναι τώ γιγνομένψ, δήΛον ότι καί ή στέρησις διά τούτο άρχή, επειδή δι' αύτήν τό μή είναι τώ γιγνομένψ. Πώς ούν άρχή Λέγεται τών γιγνομένων ή στέρησις; Εί, ότε πάρεστι τό είδος, τότε ή στέρησις ούχ ύπομένει, δήΛον ότι μή παρόντος τού είδους ύπομένει ή στέρησις. Πώς ούν ούκ έστιν άτοπον τό Λέγειν μή είναι τό ύπομένον; ’Όντος γάρ έστι τό ύπομένειν. Εί έτέρα μοίρα τής έναντιώσεώς έστιν ή στέρησις, καί τό κακοποιόν ταύτης έστι τό είδος, πώς ούκ έστι τό είδος άγαθόν τε καί κακόν, άγαθόν μέν τή ύΛη, ώς δι' αύτού ύπάρχειν τή ύΛη τό ούσία είναι, κακόν δέ τή στερήσει, ώς δι' αύτού άναιρουμένη; Εί έστι τι θείόν τε καί άγαθόν καί έφετόν, καί έχει τό έναντίον ό ούκ έστιν ούτε άγαθόν ούτε έφετόν, έσται άρα τό θειον άγαθόν τε καί ούκ άγαθόν, έφετόν τε καί ούκ έφετόν, διό καί θείόν τε καί ού θειον. Εί δέ άτοπον τούτο, ούκ άρα τό θειον τό άγα­ θόν τε καί έφετόν έχει τι εναντίον· τό γάρ άπλώς άγαθόν πάσιν άγαθόν, ού τισι μόνον. Εί τό έναντίον τού άγαθού ούκ έφίεται τού άγαθού (φθοράς γάρ τής αύτού φύσεως έφίεται, εί έφίεται τού άγαθού) καί τό είδος εαυτού ούκ έφίεται (άνενδεές γάρ τό είδος), έστι δέ τό θειον έφετόν τε καί όρεκτον, τίνι δέ έφετόν τε καί όρεκτόν εί μή τή ύΛη; Έμψυχος άρα ή ύΛη· έμψύχου γάρ έστι τό έφίεσθαικαί όρέγεσθαι. Εί δέ έμψυχος ή ύΛη, πώς ούκ έστι ψευδές τό ούκ όν είναι κατά συμβεβηκός τήν ύΛην; Ή γάρ ψυχή ον έστι, καί τό ψυχήν έχον όν έστιν. Εί, ώς θήΛυ έφίεται τού άρρενος καί ώς αισχρόν τού καλού, ή ύΛη έφίεται τού άγαθού, καί ούκ έστιν ή ύΛη καθ' αύτό ΘήΛυ καί αισχρόν, άλλά κατά συμβεβηκός, δήΛον ότι ούδέ καθ' αύτό έφίεται τού άγαθού, άλλά κατά συμβεβη­ κός. Έσται άρα καί τό θειον ού καθ' αύτό άγαθόν τε καί 6* Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας έφετόν καί όρεκτόν, άλλά κατά συμβεβηκός· όπερ έστίν άτο­ κον Λέγειν. Εί έστιν ή ύλη γενητή μέν διά τό είδος, φθαρτή δέ διά τήν στέρησιν, άγένητος δέ δι' έαυτήν καί άφθαρτος, έσται άρα ή ύΛη άεί μέν φθαρτή ή γενητή, άφθαρτος δέ καί άγένητος ουδέποτε· άεί γάρ ή στερήσει ύπόκειται τή έν αύτή φθειρομένη, ή τώ είδει τω έν αύτή γιγνομένω. Τό άγένητον έπί μέν τών γενητών τήν στέρησιν σημαίνει γενέσεως δυναμένης έσεσθαι, έπί δέ τών άϊδίων τήν άπόφασιν πάσης σημαίνει γενέσεως τής τε προγεγονυίας καί τής μεΛΛούσης έσεσθαι· οίον ό χαλκός ό μέλλων έσεσθαι άνδριάς, πριν γένηται άνδριάς, άγένητος Λέγεται κατά στέρησιν, διά τό δύνασθαι αύτόν γενέσθαι άνδριάντα· έπί δέ θεού τό άγένητον πάσης άπόφασιν σημαίνει τής κατ' ούσίαν γενέσεως προγεγονυίας τε καί μεΛΛούσης. Δύο τοίνυν όντων τών τής άγενεσίας τρόπων, κατά ποιόν έστιν άγένητος ή ύλη; Εί μέν κατά στέρησιν, άγέ­ νητος άρα ή ύλη ώσπερ ό χαλκός, εί δέ κατά άπόφασίν έστιν ή ύλη άγένητος, ούδέν άρα γίνεται ή ύλη- ούτε, ον Λόγον έχει ό χαλκός πρός τόν άνδριάντα, τούτον δύναται έχειν ή ύλη πρός τήν ούσίαν, καθά είπεν Αριστοτέλης. Εί ούτως έστί ή ύλη άγένητος ώς ό θεός, καί δύναται ό θεός έκ τού άγενήτου ποιήσαι τι, δήλον ώς δύναται ό θεός καί έκ τού άπλώς μή οντος ποιήσαι τι. Ήν γάρ έχει άνεπιτηδειότητα τό μή ον πρός τό μή γενέσθαι τι έξ αύτού κατά φύσιν καί κατά τέχνην, τήν αύτήν έχει καί τό άϊδίως άγένητον πρός τό γενέσθαι τι έξ αύτού κατά φύσιν καί κατά τέχνην. Πώς ούν έκ μέν τού άϊδίως άγενήτου ήδυνήθη ό θεός ποιήσαι τι, έκ δέ τού άπλώς μή οντος ούκ ήδυνήθη; Αλλά προδήλως ή άπιστία τού δύ­ νασθαι τόν θεόν έκ μή οντος ποιήσαι τι τούς μέν πρώτους φιλοσόφους είς άρνησιν πάσης τών όντων έκ τής ύλης γενέ­ σεως άπώσατο, τόν δέ τούτο διορθωσάμενον Αριστοτέλην είς άναίρεσιν τής γενέσεως τής ύλης. Εί έστι τι γιγνόμενον καί έστι τι ό τούτο γίγνεται, καθά είπεν έν τοίς άνωτέρω, ούδέν άρα τούτων έστίν ή ύλη, εί άγένητος έστι καί άφθαρτος. Εί άγένητος έστιν ύλη καί άφθαρτος, έξ άνάγκης καθ' έκάτερον τόν τής άγενεσίας τρόπον άγένητος έστιν· ούτ' άρα γίνεται τι έξ αύτής ούτε φθείρεται έν αύτή. Πώς ούν φθεί­ 6* Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ρεται έν άφθάρτψ ή στέρησις; Εί μία έστιν ή ύλη, πολλά δέ καί διάφορα τά έξ αύτής γιγνόμενα, πώς άνάγκη μένειν τήν ύλην άγένητον, τού αεί διαιρετού αύτής μή δυναμένου μένειν άδιαιρέτου; Εί άριθμώ μέν μία έστιν ή ύλη, είδει δέ δύο, καί έστιν άγένητος καί άφθαρτος, ή άρα όλη έστιν άγένητος καί άφθαρτος ή τό ήμισυ αύτής. Αλλ' εί μέν όλη έστιν άγένη­ τος καί άφθαρτος, δήλον ότι καί τό ήμισυ αύτής τοιούτον· εί δέ τό ήμισυ αύτής εστιν άγένητόν τε καί άφθαρτον καί τό ήμισυ αύτής ού τοιούτον, έσται άρα ή άντίφασις περί τού αύ­ τού άληθής· όπερ άδύνατον. Εί τό δεχόμενον τό είδος ή έκείνο γίγνεται ή έξ έκείνου γίγνεται, πώς άγένητος ή ύλη τό είδος δεχομένη; Εί τών όντων έστι τό άγένητον είναι καί άφθαρτον, πώς ή ύλη καί όν ούκ έστι καί άγένητος καί άφθαρ­ τος έστιν; Εί τό άγενήτως όν έν τώ άγενήτω άγένητον καί τούτο, πώς ή άγένητος ούσα έν τή ύλη στέρησις γίνεται καί φθείρεται; Εί, καθώς ε’ίρηται, ικανόν τό έτερον τών έναντίων τή έαυτού παρουσίμ τε καί απουσίμ ποιειν τήν μεταβολήν, τί τό μεταβαλλόμενον τής ύλης άγενήτου καί άφθάρτου ούσης; Εί τό άγένητον καί άφθαρτον περί τήν ούσίαν θεωρείται τού άγενήτου καί άφθάρτου όντος, πού τό άγένητον καί άφθαρτον τής ύλης, ούσίας μή ούσης τής ύλης; Εί μή ήν γενητός ό χαλκός κατά τήν προγεγονυίαν αύτού γένεσιν, ούδέ άνδριάς έγίνετο. Πώς τοίνυν γίνεται ή ύλη ή έκ τής ύλης τι, τής ύλης μή προγεγονυίας; Εί μή έφθείρετο ό χαλκός, ούδέ τό χαλκούν έφθείρετο. Πώς τοίνυν φθείρεται τό ύλικόν, τής ύλης άφθάρ­ του ούσης; Εί έκ τών άσωμάτων σώμα ούκ άποτελείται, πώς γέγονε σώμα έκ τής ύλης καί τού είδους, καθ' αύτά άσωμά­ των όντων; Εί φυσική άνάγκη άκολουθεί τώ άγενήτψ καί άφθάρτω τό άδιαίρετον καί τό άτρεπτον, πώς έν τοίς διηρημένοις κατά γένη ε’ίδεσίν έστιν ή άγένητος καί άφθαρτος ύλη, καί πώς κατά άλλοίωσιν γίνεται τά τρεπόμενα κατά τήν ύλην, καθώς έν τή έκθέσει τών τής γενέσεως τρόπων διωρίσατο έν τοίς άνωτέρω; η. Έκ τού δευτέρου λόγου τής Φυσικής άκροάσεως Αριστοτέλους. Ένα μέν ούν τρόπον ή φύσις ούτω λέγεται, ή πρώτη έκάστψ ύποκειμένη ύλη τών έχόντων έν αύτοίς άρχήν κινήσεως 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας καί μεταβολής, άλλον δέ τρόπον ή μορφή καί τό είδος τό κατά τόν λόγον. Ώσπερ γάρ τέχνη λέγεται τό κατά τήν τέχνην καί τό τεχνικόν, ούτω καί φύσις τό κατά φύσιν λέγεται καί τό φυσικόν. Τί ούν άν εϊποιμεν τό κατά τήν ύλην καί τό ύλικόν εί μή ύλην; Είπέ τί έτερον; Εί δέ ύλην λέγοιμεν τούτο, έσται άρα τότε ύλην είναι τήν ύλην, ότε τό κατά τήν ύλην καί τό ύλικόν· καί γάρ ή φύσις τότε φύσις, ότε τό κατά φύσιν καί τό φυσι­ κόν· ώσαύτως δέ καί ή τέχνη. Τά γάρ κατά τόν αύτόν τρόπον έκφωνούμενα τόν αύτόν πρός άλληλα έχει λόγον. Αλλ' εί τότε ή ύλη ύπάρχει, ότε τό κατά τήν ύλην καί τό ύλικόν, ούκ άρα άγένητος ή ύλη. θ. Τού αύτού έκ τού αύτού λόγου. Ώστε άλλον τρόπον ή φύσις άν εϊη τών έχόντων έν αύτοίς κινήσεως άρχήν ή μορφή καί τό είδος, ού χωριστόν ον άλλ' ή κατά τόν λόγον. Τό δέ έκ τούτων φύσις μέν ούκ έστι, φύσει δέ, οίον άνθρωπος. Εί κατά φύσιν έστίν ό άνθρωπος καί φυσικόν τι ζώον, πώς ούκ έστι φύσις ό άνθρωπος; Διορισάμενος γάρ έλεγε· Φύσις λέγεται τό κατά φύσιν καί τό φυσικόν. ι. Έκ τού αύτού λόγου. Έν μέν ούν τοίς κατά τέχνην ήμείς ποιούμεν τήν ύλην τού έργου ένεκα, έν δέ τοίς φυσικοίς ύπάρχει ούσα. Έπειδή έστιν έργον έτερον τό μήτε κατά φύσιν μήτε κατά τέχνην, πού τούτου τού έργου τήν ύλην θετέον; Γίνεται γάρ ζώον έκ ζώου· καί ει μή πρώτον τό ζώον, ούδέ ζώον έκ ζώου. Καί κατά φύσιν μέν γίνεται τό έκ ζώου ζώον, ού κατά φύσιν δέ τό ζώον άπλώς. Αλλ' εί μέν έν τοις κατά τέχνην ή ύλη έξωθεν, έν δέ τοίς κατά φύσιν ή ύλη έν τοίς φυσικοίς, δήλον ότι έν τοίς μήτε κατά τέχνην μήτε κατά φύσιν έργοις ή ύλη έτέρως ύπάρχει- ής εί μή ποιήσειε τόν διορισμόν ό περί τών φυσικών τήν πραγματείαν έχων, άσύστατα ποιεί καί τά ήδη διορισθέντα. Είγάρ τότε οίόμεθα είδέναι έκαστον, όταν τά αίτια γνωρίζω μεν τά πρώτα καί τάς άρχάς τάς πρώτας, 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πώς άν γνωρίσειεν άν τις τό έκ ζώου ζώον, ό τό ζώον άγνοών τό μή έκ ζώου; ’Εκείνο γάρ τούτου άρχή τε καί αίτιον. ια. Εκ του αύτού Λόγου. Επειδή έστι τό αύτόματον καί ή τύχη αίτια ών άν νούς γένοιτο αίτιος ή φύσις, όταν κατά συμβεβηκός αίτιόν τιγένηται τούτων αύτών, ούθέν δέ κατά συμβεβηκός έστι πρότερον τών καθ' αύτό, δήλον ότι ούδέ τό κατά συμβεβηκός αίτιον πρότερον τού καθ' αύτό. Ύστερον άρα τό αύτόματον καί ή τύχη νού καί φύσεως· ώστε εί ότι μάλιστα τού ούρανού αίτιον τό αύτόματον, άνάγκη πρότερον νούν αίτιον καί φύσιν είναι καί άλλων πολλών καί τούδε τού παντός. ’Εν τούτοις ού μόνον τών πρώτων καί τών δευτέρων αι­ τίων ήν ούκ έφύλαξεν είπε τήν τάξιν, άλλά καί τόν ούρανόν, όν καί αύτόν έν τφ δευτέρω λόγω τής Φυσικής άκροάσεως έν τοίς άνωτέρω ύπεξείλετο τής αύτομάτου γενέσεως, ένταύθα ύπέβαλε τή γενέσει ού μόνη τή αύτομάτω, άλλά καί τή διά νού τε καί φύσεως· όπερ έστί προδήλως άτοπον, τό τόν είληφότα διά νού τε καί φύσεως τήν κατ' ούσίαν γένεσιν, διά τών πρώτων αιτίων, τούτον πάλιν διά τών δευτέρων αιτίων τήν αύτήν λαβείν γένεσιν. Έτι δέ πώς ούκ έστι τών άτοπωτάτων τό τόν αύτόν ποτέ μέν έξελείν τής αύτομάτου γενέ­ σεως, ποτέ δέ ύποβάλλειν ταύτη, καί ποτέ μέν άγένητον όνομάζειν, ποτέ δέ γενητόν ύπό φύσεως; Ποιήσομαι δέ τών φωνών τούτων τήν έκθεσιν, έν αίς ταύτα ποιεί, ίν' έκ πα­ ραλλήλου γνωσθή τό έν αύτφ περιεχόμενον ψεύδος. ιβ. Εκ τού αύτού λόγου. Είσί δέ οι καί τού ούρανού τούδε καί τών κοσμικών πάντων αίτιώνται τό αύτόματον· άπό ταύτομάτου γάρ φασι γενέσθαι τήν δίνην καί τήν κίνησιν τήν διακρίνασαν καί καταστήσασαν είς ταύτην τήν τάξιν τό πάν. Καί μάλα τούτο γε αύτό θαυμάσαι άξιον λέγοντας· τό γάρ τά μέν ζώα καί τά φυτά άπό τύχης μήτε είναι μήτε γίνεσθαι, άλλ' ήτοι φύσιν ή 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας νούν ή τοιούτον έτερον είναι τό αίτιον (ού γάρ ό τι έτυχεν έκ τού σπέρματος έκάστου γίνεσθαι, άΛΛ' έκ μέν τοιουδί έλαίαν, έκ δέ τοιουδί άνθρωπον), τά δέ θειότερα τών φανερών άπό τού αύτομάτου γίνεσθαι, τοιαύτην δέ αιτίαν μηδεμίαν είναι οίαν τών ζώων ή τών φυτών. Καίτοι εί ούτως έχει, τούτο γ' αύτό αίτιον εϊη άν ζητήσεως, καί καλώς έχει Λεχθήναί τι περί αύτού τούτου. Πρός γάρ τφ καί άλλως άλογον είναι τό Λεγόμενον, έτι άτοπώτερον τό Λέγειν ταύτα όρώντας έν μέν τφ ούρανφ ούθέν άπό ταύτομάτου γιγνόμενον, έν δέ τοις ούκ άπό τύχης πολλά συμβαίνοντα άπό τύχης· καίτοι είκός γε ήν τό έναντίον. Ότι μέν άπό ταύτομάτου γεγονέναι τόν ούρανόν καί πάΛιν μή άπό ταύτομάτου, δηΛούσιν αί Λέξεις, ών τήν έκθεσιν πεποιήκαμεν έκ τού δευτέρου Λόγου τής Φυσικής άκροάσεως έν τοίς δυσί κεφαΛαίοις, τώ τε ένδεκάτω καί τώ δωδεκάτψ. Ότι δέ άγένητον καί πάΛιν γενητόν ύπό φύσεως Λέγει αύτόν, ποιήσομαι καί τούτων τών Λέξεων τήν έκθεσιν, έν αϊς τούτο πεποίηκεν. ιγ. Έκ τού δευτέρου Περί ούρανού Λόγου ΑριστοτέΛους. Ότι μέν ούν ού γέγονεν ό πάς ούρανός ούτε ένδέχεται φθαρήναι, καθάπερ τινές φασιν, άλλ' έστιν εις καί άΐδιος, άρχήν μέν καί τελευτήν ούκ έχων τού παντός αίώνος, έχων δέ καί περιέχων έν έαυτφ τόν άπειρον χρόνον, έκ τε τών είρημένων έξέσται Λαμβάνειν τήν πίστιν. Ταύτα περί τής άγενεσίας τού ούρανού είπών Αριστο­ τέλης, όρα οια πάΛιν περί τής γενέσεως αύτού Λέγει έν τφ πρώτψ Περί ούρανού Λογω. [ιδ. Έκ τού πρώτου Περί ούρανού Λόγου.] Καί όρθώς έοικεν ή φύσις τό μέλλον έσεσθαι άγένητον καί άφθαρτον έξελέσθαι έκ τών έναντίων· έν τοίς έναντίοις γάρ ή γένεσις καί ή φθορά. Εί τών άδυνάτων μέν ούδέν ούτε έστίν ούτε έσεσθαι δυ­ νατόν, έστι δέ τών άδυνάτων τό μέλλον έσεσθαι άγένητον είναι, άναρχόν τε καί άτελεύτητον, έχον τε καί περιέχον έν έαυτφ τόν άπειρον χρόνον, έσται άρα ό ταύτα Λέγων δυνατού τε καί άδυνάτου πράγματος αγνοών τήν διαφοράν. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ιε. Έκ του πρώτου Περί ούρανού λόγου Άριστοτέλους, έν τφ τελεί του λόγου. Οϋθέν γάρ άπό ταύτομάτου ούτε άφθαρτον ούτε άγένη­ τον οίόν τε είναι. Πώς ούν άν τις πιστεύσειε τφ άμφότερα λέγοντι περί τού ούρανού; Έν μέν τφ ένδεκάτψ κεφαλαίω τό αύτόματον αίτιον είναι λέγει τού ούρανού, έν δέ τφ τρισκαιδεκάτψ άναρχόν τε καί άγένητον τόν ούρανόν είναι λέγει. tÇ. Έκ τού δευτέρου λόγου τής Φυσικής άκροάσεως. Διτταί δέ άρχαί αί κινούσαι φυσικώς, ών ή έτέρα ού φυσική· ού γάρ έχει κινήσεως άρχήν έν έαυτή. Τοιούτον δέ έστιν ε’ί τι κινεί μή κινούμενον, ώστε τό τε παντελώς άκίνητον καί τό πάντων πρώτον. Πώς άν ούν κινήσειε φυσικώς ή άρχή, ή μήτε φυσική ούσα μήτε κατά φύσιν κινούσα; Τή γάρ μόνη φυσική άρχή τή κατά φύσιν κινούση άκόλουθόν έστι τό φυσικώς κινείν. Εί άρχή ή μή ούσα φυσική ούκ έχει έν έαυτή άρχήν κινήσεως, δήλον ότι ή φυσική άρχή έχει έν έαυτή άρχήν κινήσεως· άλλ' ή άρχή ή άρχήν έχουσα ούκ έστιν άρχή. Εί έν τοίς άϊδίως άγενήτοις ούδέν ούδενός πρότερον ή ύστερον είναι δύναται, πώς ή άρχή άκίνητος, ή μή κινουμένη, κινούσα, πάντων πρώτον έστιν ή όλως άρχή; ιζ. Έκ τού τρίτου λόγου τής αύτής πραγματείας. Τού δέ είναι άπειρον τήν πίστιν λαμβάνουσιν έκ τε τού χρόνου· ούτος γάρ άπειρος- έτι τφ ούτως άν μόνως μή ύπολείπειν γένεσιν καί φθοράν, εί άπειρον εϊη όθεν άφαιρείται τό γινόμενον. Εί ό χρόνος άεί έν τφ γίνεσθαι τό είναι έχει, τό δέ γιγνόμενον προ τού γίνεσθαι ούκ ήν, πώς άπειρος ό χρόνος, ού άεί τής ύπάρξεως προηγείται ή άνυπαρξία; Καί γάρ τό μήπω ον μέλλει παρείναι, καί τό μέλλον μέλλει παρελθείν, καί τό παρελθόν έμελλε γίνεσθαι. Εί τφ μή ύπολείπεσθαι τήν γένεσιν καί τήν φθοράν άνάγκη άπειρον είναι τήν γένεσιν καί τήν φθοράν, έσται άρα καί ή γένεσις καί ή φθορά άναρ­ χος, ώσπερ τό άγένητον καί τό άφθαρτον· εί δέ τούτο άδύνατον, ούκ άρα άπειρος ή γένεσις καί ή φθορά. 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας ιη. Έκ του αύτού λόγου. Άλλά μήν ούδέ άριθμός ούτως ώς κεχωρισμένος καί άπειρος- άριθμητόν γάρ ό άριθμός ή τό έχον άριθμόν. Εί ούν τό άριθμητόν ενδέχεται άριθμήσαι, καί τό διεξελθείν άν εϊη δυνατόν τό άπειρον. Εί τού άριθμητού καί τού έχοντος άριθμόν ούκ έστιν άπει­ ρος ό άριθμός, άριθμητός δέ ό γεγονώς χρόνος, πεπερασμένος άρα άν εϊη γεγονώς χρόνος. ιθ. Έκ τού αύτού λόγου. Ότι δέ, εί μή έστιν άπειρον ούδαμώς, πολλά άδύνατα συμβαίνει, δήλον- τού τε γάρ χρόνου έσται τις άρχή καί τε­ λευτή, καί τά μεγέθη ού διαιρετά είς μέγεθος, καί άριθμός ούκ έσται άπειρος. Εί τού άπειρου τό μέν έστιν ένεργείμ, τό δέ δυνάμει, άδύνατον δέ τό νύν ένεργείμ όν τού άπειρου μή πρότερον είναι δυνάμει, άδύνατον άρα τό άπειρον άεί τό μέν είναι ένεργείμ, τό δέ δυνάμει, άλλά εί πρότερον μέν δυνάμει, ύστερον δέ ένεργείμ. Εί, ώσπερ κατά τό μέλλον άτελεύτητος ό χρόνος, ούτως καί κατά τό παρεληλυθός άναρχος, έσται άρα ό χρόνος ώσπερ άγένητος κατά τό μέλλον ούτως καί κατά τό παρελη­ λυθός. Εί δέ τούτο άδύνατον άγένητον είναι τόν χρόνον κατά τό μέλλον, καθ' ό ούπω ήν γεγονώς, γεγονώς δέ κατά τό παρεληλυθός, ούκ άρα άναρχος ό χρόνος. Τού μέν γάρ άνάρχου ούκ έστιγένεσις, τού δέ χρόνου έστιν. Εί ούδέν δύναται ένεργείμ είναι άπειρον, ούκ άρα αίήδη ληφθείσαι διχοτομίαι τού μεγέθους άπειροί είσιν, ούτε ό ήδη ληφθείς άριθμόςάμφότεροιγάρ ένεργείμ είσίν. Εί δέ ούκ είσίν άπειροι, πε­ περασμένοι άρα- εί δέ πεπερασμένοι, καί άρχήν άρα έχουσι, τό μέν τού διχοτομείσθαι, ό δέ τού άριθμείσθαι. κ. Έκ τού αύτού λόγου. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας Τό άπειρον έστι μέν προσθέσει, έστι δέ άφαιρέσει. Τό δέ μέγεθος ότι μέν κατ' ένέργειαν ούκ έστιν άπειρον, εϊρηται, διαιρέσει δέ έστι. Λείπεται ούν δυνάμει είναι τό άπειρον. Ού δεϊ δέ τό δυνάμει όν λαμβάνειν, ώσπερ, εί δυνατόν τουτί άνδριάντα είναι, ώς καί έσται τουτί άνδριάς, ούτω τι καί άπειρον, ό έσται ένεργείμ· άλλ' έπεί πολλαχώς τό [δυνάμει] είναι, ώσπερ ή μέρα έστι καί ό άγών, τφ άεί άλλο καί άλλο γίνεσθαι, ούτω καί τό άπειρον. Καί γάρ έπί τούτων έστι καί δυνάμει καί ένεργείμ. Όλως μέν γάρ ούτως έστι τό άπειρον, τφ άεί άλλο καί άλλο λαμβάνεσθαι, καί τό λαμβανόμενον άεί πεπερασμένον είναι, άλλ' άεί έτερον καί έτερον. Εί κατ' ένέργειαν ούκ έστι τι άπειρον, δήλον ότι πάν τό ένεργείμ όν άεί πεπερασμένον έστί· πεπερασμένον δέ όν έξ άνάγκης άρχήν έχει, άρχήν δέ έχον έξ άνάγκης έστί γενητόν, γενητόν δέ όν ήν άρα ποτέ ότε ούκ ήν. Τούτο έπί παντός άπειρου προσθέσει τε καί άφαιρέσει, δυνάμει τε καί διαιρέσει λεγομένου. κα. Έκ τού αύτού λόγου. Ούδ' εϊ τι έξω έστί, τούτο άπειρόν έστιν· άλλά τό δεχόμενον τό έξωθεν μείζον γίνεται ού ήν προ τού δέξασθαι τό έξωθεν. Τό δέ τή προσθήκη τού έξωθεν μείζον έαυτού γινό­ μενον άεί πεπερασμένον έστίν. Εί τό άπειρον άεί έν προσθήκη καί άφαιρέσει, άεί άρα έν γενέσει τό άπειρον. Πώς ούν άναρχον τό άεί έν τφ γί­ νεσθαι τό είναι έχον; Γενητόν γάρ άναρχον ούκ έστιν. κβ. Έκ τού αύτού λόγου. Άπειροι αί διχοτομίαι τού μεγέθους. Ώστε δυνάμει μέν έστιν, ένεργείμ δέ ού· άλλ' άεί ύπερβάλλει τό λαμβανόμενον παντός ώρισμένου πλήθους. Άλλ' ούχ όριστός ούτος ό άριθμός, ούδέ μένει ή άπειρία άλλά γίνεται, ώσπερ καί ό χρόνος καί ό άριθμός τού χρόνου. 6 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Εί ού μένει ή άπειρία άΛΛά γίνεται, ώσπερ καί ό χρόνος καί ό άριθμός τού χρόνου, ούδέν άρα άπειρον άγένητόν. Εί δέ πάν άπειρον γενητόν, γενητά άρα καί τά άλλα πάντα έν οίς Λέγεται είναι τό άπειρον. Εί τό συμβαίνον τφ άπείρψ έξ άνάγκης συμβαίνει κκείνοις έν οίς έστιν ή άπειρία, συμ­ βαίνει δέ τφ άπείρω τό γενέσθαι καί τό είναι ήργμένον, γενητός άρα ό χρόνος καί ήργμένος· ωσαύτως δέ καί ή κίνησις, ής ό χρόνος έστιν άριθμός. κγ. Έκ τού τετάρτου Λόγου τής αύτής πραγματείας. Τό γάρ μή όν ούδαμού είναι. Πώς ούν ή ύΛη μηδέν ούσα, μήτε ούσα μήτε όν μήτε τόδε τι; κδ. Έκ τού αύτού Λόγου. Δόξειε δ' άν καί Ησίοδος όρθώς Λέγειν, ποιήσας πρώ­ τον τό χάος. Λέγει γούν Πάντων μέν πρώτιστα χάος γένετ', αύτάρ έπειτα γαί' εύρύστερνος", ώς δέον πρώτον ύπάρξαι χώραν τοίς ούσι, διά τό νομίζειν, ώσπερ οί πολλοί, πάντα είναι που καί έν τόπω. Εί δέ έστι τοιούτον, θαυ­ μαστή τις άν είη ή τού τόπου δύναμις καί προτέρα πάν­ των· ού γάρ άνευ τών άλλων ούδέν έστιν, έκείνο τών άλλων άνάγκη πρώτον είναι. Εί τοίνυν πρώτος ό τόπος καί ύστερα τά έν τφ τόπψ φυσική άνάγκη, καθώς είπεν ό Ησίοδος καί ό Αριστοτέλης προσεμαρτύρησε τή τού Λόγου όρθότητι, πώς ούκ έστι τών άδυνάτων τό τόν όντα έν τφ τόπψ ούρανόν Λέγειν άγένητόν; Τούτο γάρ ίσον έστι τφ Λέγειν πρό τού άγενήτου είναι τό γενητόν. κε. Έκ τού αύτού Λόγου. Πρώτον μέν ούν δει κατανοήσαι ότι ούκ άν έζητείτο ό τόπος, εί μή ή κίνησις ήν ή κατά τόν τόπον· διά γάρ τούτο καί τόν ούρανόν οίόμεθα μάλιστα έν τφ τόπω, ότι άεί έν κινήσει. 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Εί άδύνατον έστι τό άγένητον πρός τό είναι τε καί πρός τό κινηθήναι δεισθαι του κινητού, άδύνατον άρα τόν ούρανόν είναι άγένητον· έπιδέεταιγάρ τού τόπου πρός τό είναι τε καί πρός τό κινηθήναι. kÇ. Έκ τού αύτού λόγου. Μέγεθος μέν γάρ έχει ό τόπος, σώμα δέ ούθέν. Εί μέν πεπερασμένα έχει ό τόπος τά διαστήματα καί τό μέγεθος, γενητός άρα ό τόπος· εί δέ άπειρα, ή άρα δυ­ νάμει ή ένεργείμ. Αλλά εί μέν δυνάμει, έστι γενητός άρα ό τόπος, ώσπερ ό χρόνος καί ό τού χρόνου άριθμός· εί δέ ένεργείμ, ψευδής άρα ό λόγος ό λέγων μηδέν ένεργείμ δύνασθαι είναι άπειρον. Εί κατά μέν πρόνοιάν τινός έστιν ό τόπος ό έστι καί έχει ό έχει, γενητός άρα ό τόπος καί τής προνοίας δεύτερος· εί δέ άγενήτως τε καί άνάρχως έστίν ό τόπος ό έστι καί έχει ό έχει, άγένητος άρα ό τόπος καί πρώτος τών έν τόπψ πάντων, έν οίς έστιν ό ούρανός καί τά έν τφ ούρανφ φαινόμενα- ού γάρ άνευ τών άλλων ούδέν έστιν, έκείνο δή τών άλλων άνάγκη πρώτον είναι. κζ. Έκ τού αύτού λόγου. Ώς γάρ, εί άλλοιούται, έστι τούτο ό νύν μέν λευκόν πάλαι δέ μέλαν (διό φαμεν είναι τι τήν ύλην), ούτως καί ό τόπος διά τής τοιαύτης τινός δοκει είναι φαντασίας, πλήν έκείνο μέν διότι ό ήν άήρ τούτο νύν ύδωρ, ό δέ τόπος ότι ού ήν ό άήρ ένταύθά έστι νύν ύδωρ. Εί ον έχει λόγον ό τόπος πρός τά έν αύτφ, τούτον έχει ή ύλη πρός τά έν αύτή διά τής όμοιας φαντασίας, άληπτος δ' ό τόπος καί ή ύλη, ούδέν άρα έστίν ή ύλη τών έν αύτή άλλοιουμένων τε καί γιγνομένων καί ούκ ούσία. Πώς ούν έτέθη ή ύλη ούσία είναι τών άπλώς γιγνομένων; κη. Έκ τού αύτού λόγου. 6 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Πάν σώμα ή κατά φοράν ή κατ' αύξησιν κινητόν καθ' αύτό που, ό δέ ούρανός, ώσπερ ε’ίρηται, ού που όΛως ούδέ έν τινι τόπψ έστίν, εϊγε μηδέν αύτόν περιέχει σώμα. Εί τό κατά φοράν κινητόν καθ' αύτό που, κατά φοράν δέ κινητός ό ούρανός, καί καθ' αύτό άρα άνάγκη είναι που τόν ούρανόν. Εί δέ μή τό δεύτερον, ούδ' άρα τό πρώτονάχώριστα γάρ άΛΛήΛων, καί τή άναιρέσει τού θατέρου άκοΛουθεί ή τού δευτέρου άναίρεσις. Εί ούκ έστιν ό ούρανός έν τόπψ καθ' αύτό, πώς κυκλικήν φοράν φερόμενος τών μερών αύτού τά μέν άνω γίνεται κάτω, τά δέ κάτω γίνεται άνω; Άνω δέ καί κάτω ών τοίς έαυτού μέρεσι, πώς ούκ έστι ψευδές τό Λέγειν τόν ούρανόν μή είναι έν τόπω; κθ. Έκ τού αύτού Λόγου. Στιγμής ούκ έστιν ό τόπος. Ούκούν ούκ έστι πού ή στιγμή, ώσπερ καί τό μή όν­ ε ί δέ ψευδές τούτο, όν άρα έστίν ή στιγμή καί πού. Εί δέ πού, καί τόπον αύτής είναι έξ άνάγκης. Λ. Έκ τού αύτού Λόγου. Καί έστιν ό τόπος καί πού, ούχ ώς έν τόπω δέ, άΛΛ' ώς τό πέρας εν τώ πεπερασμένη. Ού γάρ έν τόπψ τό όν, άΛΛά τό κινητόν σώμα. Εί πάν τό έν τόπω πού έστι, καί ού πάν τό πού έν τόπψ έστί, πΛέον άρα τό πού τού έν τόπψ. Πώς ούν μιάς κατηγορίας είναι Λέγεται τό πού καί τό έν τόπω, τά τοσούτον άΛΛήΛων διαφέροντα, ώστε καί τόν τόπον Λέγειν είναι μέν πού, ούκ έν τόπω δέ; Καί εί τό πέρας τού πεπερασμέ­ νου, έτέρου μέν πεπερασμένου έστί τόπος, έτέρου δέ πέρας, πώς ούκ έστιν άνάγκη άεί τόν τόπον είναι καί τόπον καί πέρας; Καί εί πρί) τών έν τόπψ ό τόπος έστί, πώς ού ΛέΛυταιή άνάγκη τού άεί τόν τόπον είναι τόπον μέν άΛΛου, πέρας δέ άΛΛου; Καί εί τό μηδαμώς όν ούκ έστιν έν τόπψ (εϊη γάρ άν που, καθώς είπε), πώς ούκ έστι ταύτόν τό 6 Τού άγιον Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πού τώ έν τόπψ; Καί εί μή άπαν έν τόπψ τό ον, πώς ούκ έσται ταύτά τώ μή όντι τινά τών όντων, ε’ί γε τό μή είναι έν τόπω κοινόν έστιν άμφοτέρων; Καί εί τό κινητόν σώμα μόνον έν τόπψ έστί, πώς ό ούρανός, σώμα ον κι­ νητόν, ούκ έστιν έν τόπψ; λα. Έκ τού αύτού λόγου. Ότι μέν ούν ή όλως ούκ έστιν ή μόλις καί άμυδρώς, έκ τώνδέ τις άν ύποπτεύσειε. Τό μέν γάρ αύτού γέγονε καί ούκ έστι, τό δέ μέλλει καί ούπω έστίν. Έκ δέ τούτων καί ό άπειρος καί ό άείλαμβανόμενος χρόνος σύγκειται. Τό δέ έκ μή όντων συγκείμενον άδύνατον άν δόξειε μετέχειν ούσίας. Παντός γάρ μεριστού, έάν περ ή, άνάγκη, ότε έστιν, ήτοι ένια ή πάντα τά μέρη είναι- τού δέ χρόνου τά μέν γέγονε, τά δέ μέλλει, έστι δέ ούθέν, οντος μεριστού. Τό δέ νύν ού μέρος- μετρείν γάρ τό μέρος καί συγκείσθαι δει τό όλον έκ τών μερών- ό δέ χρόνος ού δοκεί συγκείσθαι έκ τών νύν. Εί πάν τό γιγνόμενον προ τού γενέσθαι ούκ ήν, ούκ άρα άίδιός τε καί άναρχος ό χρόνος- διό ούτε ή κίνησίς έστιν άίδιός τε καί άναρχος, ής ό χρόνος έστίν άριθμός. Εί γάρ τό μέλλον μέρος τού χρόνου ούπω έστίν, ήν δέ καί τό γεγονός μέρος τού χρόνου προ τού γενέσθαι μέλλον, ήν άρα ότε ούκ ήν τό γεγονός μέρος τού χρόνου. Καί εί δει τό άπειρον άναρχον είναι, ούκ άρα άπειρος ό χρόνος, τήν μετα­ βολήν τού μέλλοντος έχων άρχήν τού είναι. Καί εί μέν τό γεγονός μέρος τού χρόνου ένεργεία έστί χρόνος, τό δέ μέλλον δυνάμει, έν δέ τοις ούσιν ή ένέργεια καί δύναμις, ούκ άρα έκ μή όντων σύγκειται ό έκ τού γεγονότος καί μέλλοντος συγκείμενος χρόνος. Καί εί τής ούσίας ού μετέχει ό χρόνος, άλλ' όμως τού παρακείσθαι ταίς ούσίαις μετέχει, ώς καί έκ τούτου φανερόν ότι τών όντων έστίν ό χρόνος. Καί εί τό γεγονός μέρος τού χρόνου έν τοίς γεγονόσι μέρεσι τού μεριστού θεωρείται, πώς ούθέν μέρος έστί τού χρόνου, μεριστού οντος; Καί εί τό νύν ούκ έστιν έλάχιστον μέρος τού χρόνου, 6, Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τί έστι τό έξαίφνης καί τό άτομον καί ή στιγμή του χρό­ νου Λεγόμενον; Πώς ενδέχεται έκ μέν του μέΛΛοντος γίνεσθαι είς τό νυν τήν μεταβολήν, έκ δέ του νυν είς τό παρεληλυθός, του νυν μή όντος μέρους του χρόνου; Πάντα γάρ μέρος του χρόνου, πρώτον, μέΛΛον, ύστερον, νυν, έπειτα, παρεληλυθός. λβ. Έκ του αύτού τετάρτου λόγου τής αύτής πραγματείας. Ότι μέν τοίνυν ούτε κίνησις ούτε άνευ κινήσεως ό χρόνος έστί, φανερόν. ΆΛΛ' ότιγενητός ό χρόνος καί ούκ άίδιος, ήργμένος καί ούκ άναρχος, πεπερασμένος καί ούκ άπειρος, φανερόν έστι καί τούτο. Εί δέ ό χρόνος τοιούτος, έξ άνάγκης καί ή κίνησις, ής άριθμός έστιν ό χρόνος. λγ. Έκ τού αύτού λόγου. Όση γάρ ή κίνησις, τοσούτος καί ό χρόνος άεί δοκεί γεγονέναι. Οίς τό γενητόν καί τό γεγονέναι πρόσεστι, τούτων έξ άνάγκης τό άίδιόν τε καί άναρχον καί τό άπειρον άπεστιν. λδ. Έκ τού αύτού λόγου. Τότε φαμέν γεγονέναι χρόνον, όταν τού προτέρου καί ύστέρου έν τή κινήσει α’ίσθησιν λάβωμεν. Όρίζομεν δέ τφ άλλο καί άλλο ύπολαβείν αύτά καί τό μεταξύ αύτών έτε­ ρον. Όταν γάρ έτερα τά άκρα τού μέσου νοήσω μεν, καί δύο εϊπη ή ψυχή τά νύν, τό μέν πρότερον τό δέ ύστερον, τότε καί τούτο φαμεν είναι χρόνον· τό γάρ όριζόμενον τφ νύν χρόνος είναι δοκεί· έστι γάρ ό χρόνος άριθμός κινήσεως κατά τό πρότερον καί ύστερον. Ούκ άρα κίνησις ό χρόνος, άλλ' ή άριθμόν έχει ή κίνησις. Σημείον δέ· τό μέν πλείον καί έλαττον κρίνομεν άριθμφ, κίνησιν δέ πλείω καί έλάττω χρόνψ. Ό τήν γένεσιν τού χρόνου τφ έν τή κινήσει προτέρψ καί ύστέρψ οριζόμενος άίδιόν τε καί άναρχον καί άπειρον 6< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας ούτε τόν χρόνον Λέγει ούτε τήν κίνησιν- εί γάρ γέγονεν, ούτε άίδιόν έστιν ούτε άναρχον, καί εί τοίς οίκείοις άκροις έστι περατουμένη, άπειρος ούκ έστιν. Λε. Έκ τού αύτού Λόγου. Τό δέ νύν τόν χρόνον μετρεί, ή πρότερον καί ύστερον, καί άκοΛουθεί τφ μεγέθει ή κίνησις, ταύτη δέ ό χρόνος. Εί ούκ έστι τό νύν μέρος τού χρόνου, καθώς ειπεν έν τφ τριακοστφ πρώτα) κεφαλαίω, πώς μετρεί τόν χρόνον; Ή άρα ού μετρεί τόν χρόνον τό νύν, ή μέρος αύτό άνάγκη είναι τού χρόνου. Καί εί άκοΛουθεί τφ μεγέθει ή κίνησις, ταύτη δέ ό χρόνος, γενητόν άρα τό μέγεθος, ώσπερ ή κίνησις καί ό χρόνος, τά έκείνω άκοΛουθούντα. AC,. Έκ τού αυτού Λόγου. Τής γραμμής ελάχιστος άριθμός πΛήθει μέν έστι δύο ή μία, μεγέθει δέ ούκ έστιν ελάχιστος- έλάχιστος γάρ κατά μέν άριθμόν έστιν ό εις ή δύο, κατά δέ μέγεθος ούκ έστιν. Εί μή έλάχιστόν έστι μέρος έν τή γραμμή μέν ή στιγμή, έν τφ χρόνω δέ τό νύν, τί έτερόν έστιν ή στιγμή έν τή γραμμή καί τό νύν έν τφ χρόνω; Εί δέ ούκ έλάχιστόν έστι μέρος, άλλά πέρας, πώς ούν χωρίς μέν τού πεπερασμένου άδύνατον έστιν είναι τό πέρας, χωρίς δέ τής γραμμής ένδέχεται είναι τήν στιγμήν; Καί εί έν οις ούκ έστι τό έλάχιστον, έν τούτοις ούδέ τό μέγιστον, κατά τί ή Λοιπή διαφορά τών μερών, τού μεγίστου καί τού έλαχίστου άναιρουμένης τής διαφοράς; Λζ. Έκ τού αύτού Λόγου. Ώστε φανερόν ότι τά άεί όντα ή τά άεί μή όντα ούκ έστιν έν χρόνω- ού γάρ περιέχεται ύπό χρόνου, ούδέ μετρείται τό είναι αύτών ύπό τού χρόνου. Πώς ούν τήν κίνησιν είρηκας είναι άΐδιον, καί τόν χρό­ 6< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νον ταύτης άριθμόν; Ών γάρ ό χρόνος έστιν άχώριστος, ταύτα ούκ ενδέχεται μή είναι έν χρόνψ. λη. Έκ τού αύτού λόγου. Όσα μήτε κινείται μήτε ήρεμεϊ, ούκ έστιν έν χρόνψτό μέν γάρ έν χρόνω είναι έστί τό μετρεϊσθαι χρόνψ, ό δέ χρόνος κινήσεως καί ήρε μίας μέτρον. Εί τό όν έν τώ χρόνω έκεϊνο κινείται καί ήρεμεϊ, κι­ νείται δέ ό ούρανός κατά τόν λέγοντα καί ήρεμεϊ ή γή, έν χρονω άρα ό ούρανός καί ή γή καί ή τούτων κίνησίς τε και ήρε μία. Καί εί γενητός ό χρόνος, έξ άνάγκης [άρα γενητός καί ό ούρανός καί ή γή. λθ. Έκ τού πέμπτου λόγου τής αύτής πραγματείας. Ώστε άνάγκη έκ τών είρημένων τρεις είναι μεταβολάς, τήν τε έξ ύποκειμένου είς ύποκείμενον, καί τήν έξ ύποκειμένου είς μή ύποκείμενον, καί τήν έκ μή ύποκειμένου είς ύποκείμενον. Ή γάρ ούκ έξ ύποκειμένου είς μή ύποκεί­ μενον ούκ έστι μεταβολή διά τό μή είναι κατ' άντίθεσιν· ούτε γάρ έναντία ούτε άντίφασίς έστιν. Ή μέν ούν ούκ έξ ύποκειμένου είς ύποκείμενον μεταβολή κατ' άντίφασιν γένεσίς έστιν, ή δ'] έξ ύποκειμένου είς ούχ ύποκείμενον φθορά. Ούδαμού άρα ή υλη, ήν είπες έν τοϊς άνωτέρω ύποκειμένην τοϊς γινομένοις τε καί φθειρομένοις, τοϊς μέν ώς έξ ού, τοϊς δέ ώς είς ό. μ. Έκ τού αύτού λόγου. Τό μέν γάρ μή λευκόν ή μή άγαθόν όμως ένδέχεται κινεϊσθαι κατά συμβεβηκός (εϊη γάρ άνθρωπος τό μή λευ­ κόν), τό δέ άπλώς μή τόδε ούδαμώς· άδύνατον γάρ τό μή όν κινεϊσθαι. Εί έκ τού μή κινουμένου άδύνατον γενέσθαι ούσίαν, καί 6< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας τό άπλώς τόδε μή ον ούδαμώς κινείται (άδύνατον γάρ τό μή ον κινεισθαι), πώς γέγονεν έκ τής ύΛης ούσία άπΛώς τόδε τι ούκ ούσης; μα. Έκ τού όγδοου Λόγου τής αύτής πραγματείας. Εί δέ άδύνατον είναι καί νοήσαι χρόνον άνευ τού νύν, τό δέ νύν μεσάτης τις, καί άρχήν καί τελευτήν έχον, άΛΛ' άρχήν μέν τού έσομένου χρόνου, τελευτήν δέ τού παρελθόν­ τος, άνάγκη άεί είναι τόν χρόνον· τό γάρ έσχατον τού τε­ λευταίου Ληφθέντος χρόνου τό νύν έστιν· ούδέν γάρ έστι Λαβειν έν τφ χρόνψ παρά τό νύν. Ώστε έπεί έστιν άρχή καί τελευτή, άνάγκη έπ' άμφότερα είναι χρόνον. ΑΛΛ' εί χρόνον, άνάγκη καί κίνησιν, ειπερ ό χρόνος πάθος έστί κινήσεως. Έν τούτοις κατασκευάζει ό Αριστοτέλης τόν ούρανόν είναι άΐδιον. Εί γάρ μεσάτης τις έστί καί άρχή καί τελευτή, καί εκατέρωθεν άεί έχει χρόνον, ω τεθέντι άναγκαίως έπεται τό τόν χρόνον είναι άΐδιον· καί εί ό χρόνος άΐδιος, καί ή κίνησις έξ άνάγκης έστιν άΐδιος, ής ό χρόνος έστιν άριθμός· καί εί ή κίνησις άΐδιος, έξ άνάγκης καί τό κινούμενον σώμα άΐδιον έστι. Τούτο δέ άτόπως έθηκε τό συναΐδιον είναι· καί έλεγχθήσεται ούτως. Ώς γάρ γενήσεται ό μέλΛων γί­ νεσθαι χρόνος, ούτως γέγονε καί ό παρελθών. ΑΛΛ' ό μέλΛων γίνεσθαι χρόνος, ώσπερ τήν μέΛΛουσαν γένεσιν έχει, ούτως καί τήν άρχήν· καί ώσπερ ούδέν τού παρελθόντος έστιν έν τώ μέλΛοντι, ούτως ούδέν τού μέλλοντος έστιν έν τφ παρόντι. Αλλ' εί τό νύν ον έστι καί πάρεστι, τό δέ μέλλον ούπω έστιν ούτε ον ούτε παρόν, ούκ άρα έστί τό παρόν νύν άρχή τού μέλλοντος χρόνου, άλλά τό μέλλον έσεσθαι νύν έκεΐνό έστιν άρχή τού μέλλοντος, ό ούτε μεσάτης τις έστιν, έχον έπ' άμφότερα χρόνον, άλλ έπί θάτερον, ούτε άρχή καί τελευτή, τό αύτό μέν νύν, άλλου δέ καί άΛΛου χρόνου, οιον άρχή μέν τού μέλλοντος, τελευτή δέ τού παρελθόντοςάλλ' άλλο μέν νύν άρχή καί άΛΛο τελευτή, τού αύτού δέ χρόνου. Άλλως δέ εί άδύνατον τό νύν είναι νύν, έάν μή 6< Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πρότερον ή μέλλον καί ούκ ον, άδύνατόν άρα τό νύν συναΐδιον είναι. Εί γάρ πάν τό πρότερον ούκ όν, ύστερον δέ, γενητόν τούτο, τοιούτον δέ καί τό νύν, γενητόν άρα τό νύν· εί δέ τό νύν, έξ άνάγκης καί ό πάς χρόνος, ού άρχή καί τελευτή τό νύν· καί εί ό χρόνος, εξ άνάγκης καί ή κίνησις, ής ό χρόνος έστιν άριθμύς· καί εί ή κίνησις, έξ άνάγκης καί τό κινούμενον σώμά έστι γενητόν. μβ. Έκ τού αύτού λόγου. Όλως δέ τό νομίζειν ταύτην τήν άρχήν είναι ικανήν, ότι άεί έστιν ούτως ή γίνεται, ούκ όρθώς έστιν ύπολαβείν, έφ' ό Δημόκριτος άνάγει τάς περί φύσεως αιτίας, ότι ούτως καί τό πρότερον έγίνετο· τού δέ άεί ούκ άξιοι άρχήν ζητείν, λέγων έπί τινων όρθώς, ότι δέ έπί πάντων, ούκ όρθώς. Καί γάρ τό τρίγωνον έχει δυσίν όρθαίς άεί τάς γωνίας ίσας, άλλ' όμως έστί τι τής άϊδιότητος ταύτης έτε­ ρον αίτιον άίδιον· τών μέντοι άρχών ούκ έστιν αίτιον άϊδίων ούσών. Εί τοίνυν ώς γίνεται νύν, ούτως καί τό πρότερον έγί­ νετο, ούκ όρθώς έστιν ύπολαβείν άρχήν είναι τών άεί κατά φύσιν γιγνομένων, έξ άνάγκης άρα όρθώς έστιν ύπολαβείν άρχήν ε ίναι τών κατά φύσιν γιγνομένων τό μή ούτως γεγονός, ώς τό νύν γίγνεται, άλλ' έτέρως· διό δίκαιόν έστι καί τού άεί γινομένου ζητείν τήν άρχήν. Άλλως γίνεται ζώον έκ ζώου, καί άλλως γέγονε ζώον έκ μή ζώου· καί τό μέν ζώον έκ μή ζώου ούτε κατά φύσιν γέγονεν ούτε άεί γίνεται, τό δέ ζώον έκ ζώου άεί τε καί κατά φύσιν γίνεται, έξ ότου έλαβεν άρχήν τού γίνεσθαι έκ ζώου τού μή έκ ζώου. Καί τούτο έπί πάντων τών άεί κατά φύσιν γιγνομένων, ούκ έπί τινών μόνον· άδύνατόν γάρ τά έξ άρχών γενητών τήν αύτήν έχειν γένεσιν, ήν έσχήκασιν αί άρχαί. Ή έν τοίς γενητοίς άϊδιότης άναρχος είναι ού δύναται. Καί γάρ τό τρίγωνον άεί ταις δυσίν όρθαις ίσας έχει τάς τρεις γωνίας, άρχήν έχον γενητήν τήν εύθεϊαν, ής ό λόγος έστί γραμμή άκρως τετα­ μένη. Αύτη γάρ έστιν αιτία τού τό τρίγωνον δυσίν ορ­ ό. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας θαις ϊσας έχειν τάς τρεις γωνίας· καί ταύτης μέν ούκ ούσης ούκ ένδέχεται είναι τρίγωνον, τριγώνου δέ μή όντος ένδέχεται είναι εύθείαν. Αί άρχαί τών κατά φύσιν άεί γινομένων άΐδιοι είναι ού δύνανται. Είγάρ ήν έχουσι φύσιν ταύτην μεταδιδόασι τοίς έξ αύτών γιγνομένοις, γενητή δέ αύτη, γενητή άρα καί ή τών άρχών φύσις, εί καί ό τρόπος τής γε­ νέσεως ένήλλακται καί έστιν έτερος τής τών έξ άρχών. μγ. Έκ τού αύτού λόγου. Ανάγκη είναι τι έν καί άΐδιον τό πρώτον κινούν. Δέδεικταιγάρ ότι άνάγκη άεί κίνησιν είναι. Εί δέ άεί, άνάγκη συνεχή είναι· καί γάρ τό άεί συνεχές· τό γάρ έφεξής ού συνεχές. Εί δέ συνεχής, μία· μία δ' ή ύφ' ένός τε κινούντος καί ένός τού κινούμενου· εί γάρ άλλο καί άλλο κινήσει, ού συνεχής ή κίνησις άλλ' έφεξής. Εί τό πρώτον κινούν τήν κατά φοράν κίνησιν, ή δέ κατά φοράν κίνησίς έστι τού ούρανού, ό δέ ούρανός έστι φυσικόν σώμα, τό δέ φυσικόν σώμα έν έαυτφ έχει φυσικώς τής κατά φύσιν κινήσεως τήν άρχήν, περιττώς άρα κινείται ό ούρανός τού πρώτου κινούντος τήν κατά φοράν κίνησιν· ήν καί εί μή τό πρώτον κινούν έκίνει αύτόν, έκινείτο άν αύτός ύφ' έαυτού, διά τό είναι αύτόν πέμπτον στοιχείον μήτε βαρύτητα έχον κι­ νούσαν αύτόν έπί τό κάτω, μήτε κουφότητα κινούσαν αύτόν έπί τό άνω, άλλά έτέραν δύναμιν άνώνυμον κινούσαν αύτόν περί τό μέσον. Εί τό πρώτον κινούν τήν κατά φοράν κίνησιν τόν ούρανόν ούτε κατά φύσιν αύτόν κινεί (περιττόν γάρ τό ούτως κινείν) ούτε παρά φύσιν (δευτέρα γάρ έστι κίνησις ή παρά φύσιν τής κατά φύσιν κινήσεως), ούκ άρα κινεί τι τόν ούρανόν. Εί πάσα κίνησις, ώς γίνεται νύν, ούτως καί τό πρότερον έγίνετο, γίνεται δέ νύν κατά μεταβολήν τού μέλλοντος γίνεσθαι, τό δέ μέλλον γίνεσθαι προ τού γενέσθαι ούπω ήν, τό δέ πρώτον μέν ούκ όν, ύστερον δέ, γενητόν τούτο πάν, τό δέ γενητόν άναρχον τε καί άΐδιον ού δυνατόν είναι, ούκ άρα ή κίνησις άΐδιός τε καί άναρχος. 6< Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας μδ. Έκ του αύτού Λόγου. Φανερόν ότι ή φορά πρώτη. Τό γάρ πρώτον ώσπερ έφ' ετέρων, ούτως καί έπίκινήσεως άν Λέγοιτο πΛεοναχώς. Λέγεται δέ πρότερον, ού γε μή όντος ούκ έσται τά άλλα, έκείνο δέ άνευ τών άλλων, καί τό χρονω, καί τό κατ' ούσίαν. Ότι άνάγκη τήν φοράν είναι πρώτην. Ούδέ γάρ μία άνάγκη ούτε αύξεσθαι ούτε άΛΛοιούσθαι τό φερόμενον, ούδέ δή γίνεσθαι ή φθείρεσθαι· τούτων δέ ούδεμίαν ενδέχεται τής συνεχούς μή ούσης, ήν κινεί τό πρώτον κινούν. Έτι χρονω πρώτη· τοίς γάρ άϊδίοις μόνον ένδέχεται κινείσθαι ταύτην. ΑΛΛ' έφ' ένός μέν τών έχόντων τήν γένεσιν τήν φοράν ύστάτην άναγκαίον είναι τών κινήσεων· μετά γάρ τό γε­ νέσθαι πρώτον αύξησις καί άΛΛοίωσις, φορά δέ ήδη τεΛειουμένων κίνησίς έστιν. ΑΛΛά έτερον άνάγκη κινούμενον είναι κατά φοράν πρότερον, ό καί τής γενέσεως αίτιον έσται τοίς γιγνομένοις, ού γιγνόμενον, οίον τό γεννήσαν τού γεννηθέντος, έπεί δόξειεν άν ή γένεσις είναι πρώτη τών κινήσεων διά τούτο, ότι γενέσθαι δει τό πράγμα πρώτον. Τό δέ έφ' ένός μέν ότουούν τών γιγνομένων ούτως έχει, άΛΛ έτερον άναγκαίον πρότερόν τι κινείσθαι τών γιγνομένων, όν αύτό καί μή γιγνόμενον, καί τούτου έτερον πρό­ τερον. Εί τό αύξανόμενον τούτο έστι γενητόν, αύξάνει δέ ή φορά τφ ποσφ τής κινήσεως, ούκ άίδιος ή φορά· τό γάρ φερόμενον σώμα έχει τόπους διαφόρους, έν οίς κατατείνον τήν μετάστασιν τών αύτού μερών φερόμενον ποιεί τής κατά φοράν κινήσεως τήν αύξησιν. Εί έν αύτή έχει ή φορά τφ ποσφ τής κινήσεως τήν αύξησιν, πώς Λέγεται ή φορά τής κατ' αύξησιν κινήσεως είναι πρώτη; Εί άδύνατον έστι τό μή ήργμένον καί πεπερασμένον δέξασθαι τή προσθήκη τήν αύξησιν, ούκ άρα άναρχος ή φορά, τφ ποσφ τής κινήσεως άεί μείζων γινομένη. Είή φορά έν τφ γίνεσθαι καί άπογίνεσθαι τό είναι έχει, ούκ άρα άίδιος ή φορά, ής άεί προη­ γείται τού είναι τό μή είναι- πάσα γάρ κίνησις κατά μετα­ βολήν γίνεται τού μήπω όντος, άλλά μέΛΛοντος. Εί πάσα 6< Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας φορά τώ παρελθόντι πεπερασμένον έστι, τό δέ πεπερασμένον πάν έξ άνάγκης καί ήργμένον, τό δέ ήργμένον πάν γε­ νητόν, γενητή άρα ή φορά. Καί εί ή φορά τού φερομένου σώματος ούκ έστι προτέρα, γενητόν άρα καί τό φερόμενον. Εί έν τοις άϊδίοις τό μέν μόνον κινεί, τό δέ μόνον κινείται άϊδίως τήν κατά φοράν κίνησιν, πώς ούκ έστι τών άδυνάτων τό άναρχον ήργμένην κινείσθαι κίνησιν; Εί τό ού άνευ τών άλλων ούδέν έστι τούτο ούσίμ τε καί χρόνψ τών άλλων πρώ­ τον έστι, πώς ούν έστιν άγένητόν; Έτέθη γάρ τό πρώτον κινούν πάντων πρώτον είναι καί άγένητόν, έτι δέ ό ούρανός καί τά έν τώ ούρανφ φαινόμενά τε καί κινούμενα είναι άγέ­ νητα πάντα· όπερ έστιν άτοπον, τό Λέγειν άγένητόν τι είναι πρό τίνος άϊδίου έν τοις άϊδίοις. Εί τό πρώτον κινούν τήν συνεχομένην κίνησιν κινεί, κινεί δέ ούτε τήν κατά φύσιν ούτε τήν παρά φύσιν, έκείνην μέν ώς περιττήν, καθώς έρρέθη, ταύτην δέ ώς δευτέραν ούσαν τής κατά φύσιν κινήσεως, ούκ άρα κινεί τήν συνεχή κίνησιν ούδέν. Εί τών άϊδίων κινουμένων ούτε ή κίνησις προτέρα τών κινουμένων, ούτε τά κινούμενα πρότερα τής κινήσεως, έστι δέ ή κίνησις πάσα κατά μεταβολήν τού μήπω όντος άλλά μέΛΛοντος, έσται άρα τά κινούμενα πάντα έκ μεταβολής τού μήπω όντος, άλλά μέΛΛοντος, τό είναι έχοντα. Εί έφ' ένός τών γινομένων ή φορά ύστάτη τών κινήσεων, άλλ' άνάγκη έτερον κινούμενον κατά φοράν είναι πρότερον, ό καί τής γενέσεως αίτιον άγένητον όν, πώς ένδέχεται τό αύτό τής κατά φύσιν γενέσεως αίτιον είναι, καί τής ύπέρ τήν φύσιν γενέσεως; Ό γάρ πρώτως γεννήσας ούκ έγεννήθη. Καίτοι τό πρότερον κινούμενον ούτως έκινείτο έπί τής γενέσεως τού πρώτως γινομέ­ νου, ώς ύστερον έκινήθη έπί τής γενέσεως τών έξ έκείνου. Ή άρα ούκ έστιν αίτιον τής πάσης γενέσεως τό ούτως κινούμενον άγενήτως, ή ού κινεί τό πρώτον κινούν τήν συνεχή κίνησιν, διαφοράς γενέσεως έν τοις γιγνομένοις θεωρουμένης, καθ' ήν τά μέν ύπέρ τήν φύσιν γέγονε, τά δέ κατά φύσιν. Εί έστιν άγένητόν τό πρότερον καί ύστερον, έσται άρα ότε τό άγένητόν ούκ άγένητόν· όπερ έστιν άτοπον, τό ποτέ μή είναι τό άγένητόν. 6. Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας με. Έκ του αύτού λόγου. Έν δέ τφ συνεχεί ένεστι μέν άπειρα ήμίσεα, άλλ' ούκ έντελεχείμ άλλά δυνάμει. Εί έντελεχείμ μέν ούδέν άπειρον, δήλον ότι ούδέ ή κίνησις ούδέ ό χρόνος έστίν άπειρος. Κινήσεώς τε καί χρόνου τφ παρελθόντι πεπερασμένων όντων, έξ άνάγκης είσίν ήργμένοι· ήργμένων δέ αύτών, έξ άνάγκης είσι καί γενητοί· εί δέ ή κίνησις καί ό χρόνος είσι γενητοί, έξ άνάγκης άρα καί τό κινούμενον σώμα, τό άεί έν τφ κινεισθαι τό είναι έχον· εί δέ καί άεί τόν ληφθέντα χρόνον τούτου τά ήμίσεα ενδέχεται ληφθήναι έκ τού μέλλοντος καί προστεθήναι τφ παρελθόντι, άλλ' ούδ' ούτως ένδέχεται τόν χρόνον τφ παρελθόντι άπει­ ρον είναι έντελεχείμ ποτέ. μφ. Άριστοτέλους έκ τού Περί ούρανού πρώτου λόγου. *) Αναγκαίον είναι τι σώμα άπλούν, ό πέφυκε φέρεσθαι τήν κύκλω κίνησιν κατά τήν έαυτού φύσιν. Τίς ούν χρεία τού πρώτως κινούντος κινείν τοιούτον σώμα, τό κατά τήν έαυτού φύσιν τήν κύκλω κινούμενον κίνησιν; μζ. Έκ τού αύτού λόγου. Φανερόν ότι πέφυκέ τις ούσία σώματος άλλη παρά τάς ένταύθα συσταθείσας, θειοτέρα καί προτέρα τούτων άπάντων. Εί τούτο τό σώμα ά'ίδίως καί άνάρχως περί τήν γήν τήν ένταύθα ούσαν ούσίαν κινείται, πώς δύναται τής γής είναι πρότερον, ής χωρίς ούκ άν έκινείτο τήν κύκλψ κίνησιν; Καί εί τό άίδιον καί τό άγένητον καί τό χρήσιμον πρός σύ­ στασήν τών ένταύθα γιγνομένων, ώς πρόσεστι τφ τοιούτψ σώματι, ούτως πρόσεστι τή γή, διά τί τό σώμα έκείνο τιμιώτερον καί πρότερον τής γής; μη. Έκ τού αύτού λόγου. 6< Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος προς ΈΛΛηνας Τό δέ κυκΛω σώμα φερόμενον άδύνατον έχειν βάρος ή κουφότητα. Εί τό μή έχον βάρος καί κουφότητα ού δυνατόν είναι απτόν (έν γάρ τοίς έχουσι βάρος καί κουφότητά έστι τό απτόν), πώς τό εκείνων άνευ μή δυνάμενον είναι έχει, εκείνα δέ ούκ έχει; Πώς δέ τή αύτού κινήσει θερμαντικήν τινα δύναμιν άέρος αποτελεί, καθάπερ τά ενταύθα σώματα τά έχοντα βαρύτητα καί κουφότητα, τά ταίς έαυτών κινήσεσι θερμαντικάς έκτεΛούντα ένεργείας; μθ. Έκ τού αύτού Λόγου. Αί δέ τής φοράς εναντιώσεις κατά τάς τών τόπων είσίν εναντιώσεις· εί μέν γάρ ϊσαι ήσαν, ούκ άν ήν κίνησις αύτών, εί δέ ή έτέρα κίνησις έπεκράτει, ή έτέρα ούκ άν ήν. Ώστε εί άμφότερα ήν, μάτην άν ήν θάτερον σώμα μή κινούμενον τήν αύτού κίνησιν· μάτην γάρ ύπόδημα τούτο Λέγομεν, ού μή έστιν ύπόδεσις. Ό δέ θεός καί ή φύσις ούδέν μάτην ποιούσιν. Είήσαν έν φορμ σωμάτων κινήσεις έναντίαι, ή ϊσαι κατά τήν άντιπερίστασιν κωΛύουσαι τάς άΛΛήΛων κινήσεις, είτε άνισοι, καί διά τήν έπικράτειαν τού θατέρου τό έτερον άκίνητον έγίνετο, τή βία τού έπικρατούντος έπικρατούμενον, τήν αύτού κατά φύσιν μή άνύον κίνησιν, μάτην άν έγένετο τά ούτως προς τάς οικείας τε καί κατά φύσιν κινήσεις έμπεποδισμένα, καί θεού ούκ άν ήν έργα ταύτα ούτε φύσεως δηΛονότι. Εί τών μάτην γινομένων ό θεός τούτων ποιητής ούκ ήν ούτε ή φύσις, τών ού μάτην άρα γιγνομένων, άΛΛ' άνεμποδίστως τάς κατά φύσιν αύτών κινήσεις έντεΛούντων, ό θεός τούτων έστί ποιητής καί ή φύσις. Πώς ούν ούκ έστι τών άτοπωτάτων τό άγένητα Λέγειν άίδιά τε καί άναρχα ταύτα, ών ό θεός καί ή φύσις έστί ποιητής; Καί εί ύποδήματα έργα τεχνίτου έκείνα Λέγομεν τά έχοντα ύπόδεσιν, διά τί μή καί τά σώματα τά κατά φύσιν τάς οικείας έκτεΛούντα κινήσεις Λέγομεν νοήματα θεού τε καί φύσεως; 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας V. Έκ του αύτού Λόγου. Τό μέν ούν έτερον είναι τόν Λόγον τόν άνευ τής ύΛης καί τόν έν τή ύλη τής μορφής καλώς λέγεται, καί έστω τούτο άληθές. ΑΛΛ' ούδέν ήττον ούδεμία άνάγκη διά τούτο πλείους είναι κόσμους, ούδέ ένδέχεται πλείους γενέσθαι, έπείπερ ούτος έκ πάσης έστί τής ύλης, ώσπερ έστιν. Εί τό άΰλως καί ένύλως έστί τού λόγου πρός τόν λόγον ή διαφορά, δήλον ότι ύστερον τού λόγου του άΰλου ό λόγος ό ένυλος. Πώς ούν άγένητος ό κόσμος έκ τού ύστέρου λόγου τήν σύστασιν έσχηκώς; Εί άνείδεος καί άνούσιος καί τού είναι τόδε τι έστερημένη ή ύλη προ τού λαβεϊν τό είδος καί γε­ νέσθαι ούσία καί τόδε τι, πώς άγένητος ό κόσμος έκ τής τοιαύτης ύλης γεγονώς; Εί ό έσχηκώς τόν λόγον τού ένός κόσμου ούτος καί πλειόνων κόσμων είχε τούς Λόγους, καί μή τώ άρεσκομένω τού κόσμου έποίει τήν ποίησιν κατά τήν οίκείαν βούλησιν, άΛΛά τή εύπορία τής ύλης ϊσχυσε ποιείν κόσμον ένα καί τή άπορίμ αύτής ούκ ϊσχυσε ποιείν πλείονας κόσμους, πώς ού δοκεί μάτην έσχηκέναι πλειόνων κόσμων τούς λόγους, ών τήν ποίησιν ούκ ϊσχυσε διά τήν άπορίαν τής ύλης; Εί έξ άγενήτου άδύνατον γενέσθαι άγένητον, πώς, εί άγένητος μέν ή ύλη, άγένητος δέ καί ό κόσμος, γίνεται ούτος έξ έκείνης; Εί μή, ώς έποίησεν ό θεός τά έκ τής ύλης, ού­ τως καί τήν ύλην έποίησεν, ούκ άρα ποιεί ό θεός όσα βού­ λεται, άΛΛ' όσα ισχύει. Εί δέ ϊσην τή βουλήσει έχει τήν ίσχύν έν πάσι, ποιητής άρα τής ύλης ό θεός, ώσπερ καί τών έκ τής ύλης. Εί ή ύλη ύποκειμένη θεφ είς ποίησιν τών έξ αύτής, άνείδεος ούσα καί άνούσιος, άποιός τε καί άποσος, ύπό τής τού θεού δυνάμεως μετεβλήθη είς ταύτα πάντα καί γέγονεν ούσία πεποιωμένη καί πεποσωμένη, πώς ούκ ηύξήθη ύπό τής αύτής τού θεού δυνάμεως τάς τοσαύτας έν αύτή έργασαμένης μεταβολάς είς τοσουτον, ώστε καί πλείονας κόσμους γενέσθαι έξ αύτής, άΛΛ' είς γένεσιν ένός κόσμου άναλωθεϊσα άκοντα τόν θεόν έπαυσε τού ποιείν πλείονας κόσμους; να. Έκ τού αύτού λόγου. 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας Ό δέ ούρανός έστι μέν τών καθ' έκαστα καί τών έκ τής ύλης· άλλ' εί μή έκ μορίου αύτής συνέστηκεν άλλ' έξ άπάσης, τό μέν είναι αύτφ ούρανφ καί τφδε τφ ούρανφ έτε­ ρόν έστιν, ού μέντοι ούτε ε’ίη άν άλλος ούτ' άν ένδέχοιτο γενέσθαι πλείους διά τό πάσαν τήν ύλην περιειληφέναι τούτον. Εί έστιν ό ούρανός τών καθ' έκαστα καί τών έκ τής ύλης καί λόγου συγκειμένων, ώστε τό μέν είναι αύτφ ούρανφ, τφ άύλω δέ λογά) είναι έτερον, πώς ούκ έστιγενητός άρχήν έχων τής οικείας ούσίας, τήν σύνθεσιν ύλης τε καί λόγου έξ ών έστιν; Εί ή ύλη καθ' έαυτήν ούτε βαρύτητα έχει ούτε κουφότητα (έστι γάρ ταύτα τών έξ αύτής γινομένων σωμά­ των πάθη), εί έκ πάσης τής τοιαύτης ύλης γέγονεν ό ούρανός ό μήτε βαρύτητα έχων μήτε κουφότητα, πόθεν γέγονε τά άλλα πάντα, τής ύλης άναλωθείσης πάσης είς τήν τού ούρανού ποίησιν; Εί προ τού είδοποιηθήναι τήν ύλην τφ εϊδει τού ούρανού ούτως ούκ είχε βαρύτητα καί κουφότητα, ώς νύν ούκ έχει μετά τό είδοποιηθήναι αύτήν, πώς ούκ έκινείτο προ τής είδοποιήσεως, ώς νύν κινείται μετά τήν είδοποίησιν; Εί τό κινείσθαι ούσίας έστί, καί τό μή έχειν βαρύτητα καί κουφό­ τητα ύλης έστί καί ούκ ούσίας, κινείται δέ ό ούρανός τήν κύκλω κίνησιν διά τό μή έχειν βαρύτητα καί κουφότητα, δήλον ότι διά τήν ύλην τό κινείσθαι ούτως έχει ό ούρανός καί ού διά τό είδος. Πώς ούν άκίνητος ή ύλη προ τού εί­ δους κατά τήν κύκλψ κίνησιν, ούτε βαρύτητα έχουσα ούτε κουφότητα; νβ. Έκ τού δευτέρου λόγου Περί ούρανού. Έκαστον έστιν, ών έστιν έργον, ένεκα τού έργου. Θεού δέ ένέργεια αθανασία- τούτο δ' έστί ζωή άίδιός. Ώστε άνάγκη τφ θεφ κίνησιν άΐδιον ύπάρχειν. Έπεί δέ ό ούρα­ νός τοιουτον (σώμα γάρ τι θειον), διά τούτο έχει έγκύκλιον σώμα, ό φύσει κινείται άεί. Εί τού μέν άγενήτου καί άϊδίου ούδέν έστι τού είναι αίτιον, ών δέ έστιν έργον ταύτα ένεκεν τού έργου έστίν, ούκ άρα 6 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άΐδια ών τά έργα τού είναι έστιν αίτια. Εί άψύχων έστι τό τή παρουσίμ μόνον ένεργείν τάς κατά φύσιν ένεργείας, λογι­ κών δέ τό τή βουλήσει, πώς έστι θεός ό ούρανός, ό μή βουλήσει τήν άθανασίαν ένεργών, άλλά τή κινήσει τε καί τή μεταστάσει τών εαυτού μερών; Εί τό άγένητον ούτε πρός τό είναι ούτε πρός τό ποιεΐν χρήζει τίνος ή τινων τών έξωθεν τής συνέργειας, πώς ό ούρανός, καί πρός τό είναι αύτόν κι­ νητόν χρήζων τής γής, περί ήν κινείται, καί πρός τό ποιεΐν τού ήλιου καί τής σελήνης καί τών λοιπών άστρων, έστιν άγένητος; Εί τού άγενήτου ούκ έστι λόγος έν τφ ποιούντι, πώς, εί άγένητος ό ούρανός, έχει λόγον άϋλον έν τφ ποιούντι καί λόγον ένυλον έν τή ύλη, δι' όν έτερον τό ούρανφ είναι τφ τόδε ούρανόν είναι; Εί ού δύναται ό ούρανός ποιήσαι τή βουλήσει ά ποιεί τή κινήσει, πώς θεός ούτος άΐδιος, άίδιον ένεργών ζωήν άβουλήτως; Εί έν τοίς άϊδίοις ούκ ένεργεί ό ούρανός τήν αιώνιον ζωήν (έχουσιγάρ ταύτην έκ τής οικείας φύσεως), τά γενητά δέ καί φθαρτά αιωνίως ού ζώσι, πού ή αιώνιος ζωή, ήν ένεργεί ό ούρανός· Εί μή μόνον πρός γένεσιν τών γιγνομένων, άλλά καί πρός τήν τών φθειρόμενων φθο­ ράν χρησίμη ή τού ούρανού κίνησις, πώς θεός ό ούρανός καί ή ένέργεια αύτού ζωή αιώνιος, δι' ής φθείρεται τά φθαρτά; Εί έκ τής ύλης συναγένητον τή ύλη ού δυνατόν είναι, πώς άγένητος ό ούρανός, ό ών έκ τής ύλης; Εί τό έξ άμφοτέρων ύστερον άμφοτέρων, πώς ό ούρανός, ό ών έκ τής ύλης καί τού είδους, συναΐδιός έστιν άμφοτέροις; Εί τό είδος ούκ έκ τής ύλης, άλλά έκ τού ποιούντος, πώς ό ούρανός, άλλοθεν έχων τήν ύλην καί έτέρωθεν τό είδος, άγένητος έστιν; Εί ύλικόν έστι σώμα ό ούρανός καί σφαιρικόν έχει τό σχήμα καί έστιν άγένητος, πώς ούκ άμφότερα έχει έκ τής ύλης, καί τό είναι ό έστι καί τό έχειν ό έχει; Εί έστιν ή ύλη τό τοίς καθ' αύτό έξ αύτής γιγνομένοις πρώτως ύποκείμενον καί ένυπάρχον, πώς άγένητος ών ό ούρανός, ώς τά γενητά τήν ύλην έχει ύποκειμένην τε καί ένυπάρχουσαν; νγ. Έκ τού αύτού λόγου. 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας Επειδή ό ούρανός σώμά τι θειον, διά τούτο έχει τό εγκύκλιον σώμα, ό φύσει κινείται κύκλω άεί. Διά τί ούν ούχ όλον τό σώμα τού ούρανού τοιούτον; Ότι άνάγκη μένειν τι τού σώματος τού φερομένου κύκλω τό έπί τώ μέσψ, τούτου δ' ούδέν οιόν τε μένειν μόριον ούθ' όλως ούτ' έπί τού μέ­ σου. Καί γάρ άν ή κατά φύσιν κίνησις ήν αύτού έπί τό μέσον· φύσει δέ κύκλω κινείται- ού γάρ άν ήν άΐδιος ή κίνησις· ούθέν γάρ παρά φύσιν άΐδιον. "Υστερον δέ τό παρά φύσιν τού κατά φύσιν, καί έκστασίς τίς έστιν έν τή γενέσει τό παρά φύσιν τού κατά φύσιν. Ανάγκη τοίνυν γήν είναιτούτο γάρ ήρεμεϊ έπί τού μέσου. Αλλά μήν εί γήν, άνάγκη καί πύρ είναι- τών γάρ έναντίων εί θάτερον φύσει, άνάγκη καί θάτερον είναι φύσει, έάνπερ ή έναντίον, καί είναι τινα αύτού φύσιν· ή γάρ αύτή ύλη τών έναντίων καί τής στερήσεως προτέρα, λέγω δέ οιον τό θερμόν τού ψυχρού. Αλλά μήν εϊπερ έστι πύρ καί γή, άνάγκη καί τά μεταξύ αύτών είναι σώματα· έναντίωσιν γάρ έκαστον έχει προς έκαστον τών στοιχείων. Τούτων δέ ύπαρχόντων άνάγκη γένεσιν είναι διά τό μηδέν οιόν τ' αύτών είναι άΐδιον· πάσχειγάρ καί ποιεί τά έναντία ύπ' άλλήλων, καί φθαρτικά άλλήλων έστιν. Έτι δέ ούκ εύλογον είναι τι κινητόν άΐδιον, ού μή ένδέχεται κατά φύσιν είναι τήν κίνησιν άΐδιον- τούτων δ' έστι κίνησις. Ότι μέν τοίνυν άναγκαΐον είναι γένεσιν, έκ τούτων δήλον. Εί δέ γένεσιν, άναγκαΐον είναι καί άλλην φθοράν, ή μίαν ή πλείους- κατά γάρ τήν τού όλου ωσαύτως άναγκαΐον έχειν τά στοιχεία τών σωμάτων προς άλληλα. Νύν δέ τοσούτόν έστι δήλον, διά τίνα αιτίαν πλείω τά έγκύκλιά έστι σώματα, ότι άνάγκη γένεσιν είναι, γένεσιν δέ, εϊπερ καί πύρ, τούτο δέ καί τά άλλα, εϊπερ καί τήν γήν- ταύτην δέ, ότι άνάγκη μένειν τι άεί, εϊπερ καί κινεϊσθαι τι άεί. Εί διά μέν τό μή έχειν βαρύτητα καί κουφότητα έστι σώμα άεί κινητόν περί τό μέσον τού ούρανού σώμα, άνάγκη άρα όλον τό σώμα τού ούρανού κινεϊσθαι περί τό μέσον- εί δέ σώμα μέν τοιούτον έχει ό ούρανός, κίνησιν δέ τοιαύτην ούκ έχει, δήλον ότι παρά φύσιν κινείται. Εί περί τό μέσον 6 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας κινείται τού ούρανού σώμα, ούχ όΛον δέ κατά τήν φοράν τού στοιχείου, έξ ού είναι Λέγεται τό σώμα, άΛΛά σφαιρικώς κατά άντιμετάστασιν τών μερών, πώς ούχί ή σφαιρική κίνησις επικρατεί τήν στοιχείου κίνησιν; Καίτοι ούδαμώς τοις έκ τών στοιχείων σώμασιν ή κίνησις κατά τό είδος ύπάρχει, άΛΛά κατά τά στοιχεία έξ ών είσί. Πώς ούν έκ τού ούρανού σώματος ή άνάγκη τής κινήσεως ένήΛΛακται; Σώματι μήτε βαρύτητα έχοντι μήτε κουφότητα άναγκαϊόν έστιν έχειν στάσιν άκίνητον μάΛΛον ή κίνησιν άστατον· εί γάρ μήτε ύπό βαρύτητάς έστι κατωφερές μήτε ύπό κουφό­ τητας άνωφερές, άνάγκη μενειν αύτό άκίνητον. Εί έσχηματίζετο Λίθος τώ τής σφαίρας σχήματι καί έτίθετο έν τώ άέρι, ένεχθήναι κάτω είς τήν έαυτού χώραν, ούκ άν έφέρετο κάτω κυλιόμενος σφαιρικώς διά τό σχήμα, άλλά κατ’ εύθεϊαν έφέρετο κατά τήν έαυτού βαρύτητα. Πώς ούν τό πέμπτον στοιχεϊον, έξ ού έστιν ό ούρανός, τό πεφυκός περί τό μέσον κινείσθαι διά τό μή έχειν βαρύτητα ή κουφότητα, ού κατά τήν οίκείαν φύσιν όλον σύν τοίς έαυτού μέρεσι φέρεται περί τό μέσον, άλλά σφαιρικώς κατά άντιμετάστασιν τών μερών κινείται τήν κίνησιν, ούκ ούσαν τής τού στοιχείου φύσεως άλλά τού σφαιρικού σχήματος; Εί ούτε παρά φύσιν ούτε πε­ ριττόν ούτε μάτην έστί τι έν τοίς άϊδίοις, πώς ούκ έστιν ό ούρανός παρά φύσιν κινούμενος, καί μάτην έχει τού στοι­ χείου τήν φύσιν, καθ' ήν ού κινείται, καί περιττώς ύπό τού πρώτως κινούντος μή κινούμενου κινείται κίνησιν, ήν καί χωρίς έκείνου ήδύνατο κινηθήναι; Εί μή τό ήρεμούν ήρέμει άεί έπί τού μέσου, ούκ άν τό κινούμενον άεί περί τό μέσον έκινείτο. Πώς ούν ούκ έστι ψευδές τό τόν ούρανόν κινείσθαι άεί τή έαυτού φύσει; Εί μή τήν φύσιν καί τήν θέσιν ήν έχει έσχεν ή γή, ώσαύτως δέ καί ό ούρανός εί μή τήν φύσιν καί τήν θέσιν ήν έχει έσχεν, ούκ άν τό κινούμενον έκινείτο, ούτ' άν τό ήρεμούν ήρέμει. Πώς ούν άίδια ταύτα καί άγένητα, ών τό τί είναι καί τό πώς ειναί έστιν έκατέρου διά θάτερον· όπερ έστιν ίδιον τών γενητών; Εί έν τοίς άϊδίοις ούτε κατά πρόνοιάν έστί τι ούτε τι αύτόματον (τά γάρ κατά πρόνοιαν δεύτερα τής προνοίας, καί τό κατ' αύτόματον ή παρά φύσιν 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ή συμβεβηκός έν τοις κατά προαίρεσιν γιγνομένοις έστίν· άλλά τό μέν παρά φύσιν δεύτερόν έστι τού κατά φύσιν· κατά γάρ τήν έκτροπήν τού κατά φύσιν γίνεται τό παρά φύσιν· καί τό συμβαΐνον έν τοίς κατά προαίρεσιν γινομένοις δεύ­ τερόν έστι τής προαιρέσεως), πώς ύπάρχει έν τοίς άϊδίοις τό είναι τόδε τι διά τό είναι άλλο τόδε τι, οίον έπειδή ό ούρανός έστιν άναγκαΐον είναι καί τήν γήν, εί δέ γή καί ού­ ρανός έστι; Τούτο δέ προνοίας έστίν έργον, τής τόδε τό πάν έκ διαφόρων κατ' ούσίαν τε καί χρείαν μερών ποιησάσης. Ή άρα ούκ άίδια ό τε ούρανός καί ή γή καί τά έν αύτοίς πάντα, τά πρός τό είναι τε καί ποιείν καί πάσχειν άλλήλοις συντελούντα, ή εί άίδια, ούκ άνάγκη τόδε τόδε είναι, έπειδή τόδε τόδε έστίν. Μίαν άΐδιον άνάγκην ύποθέμενος ό Αριστοτέλης πολλάς άλλας άϊδίους άνάγκας έκ τής ύποτεθείσης έξήρτησεν. Ανάγκη, φησίν, είναι κίνησιν άΐδιον. Εί δέ κίνησις, άνάγκη είναι καί χρόνον άΐδιον· άριθμός γάρ κινήσεως ό χρόνος. Εί δέ άΐδιος ή κίνησις, άνάγκη ταύτη είναι συνεχή. Εί δέ συνεχής ή κίνησις, άνάγκη είναι σώμα άπλούν παρά τά ένταύθα σώματα, μήτε βαρύτητα μήτε κου­ φότητα έχον· τά γάρ βαρέα καί κούφα σώματα, έπειδή κατ' εύθείαν κινείται, συνεχώς κινεΐσθαι ού δύναται. Εί δέ συνε­ χώς κινείται, άνάγκη σφαιρικόν έχειν σχήμα· τούτψ γάρ τφ σχήματι ένδέχεται μονά) τήν συνεχή γενέσθαι κίνησιν. Εί δέ σφαιρικώς κινείται, άνάγκη τήν γήν είναι έν τφ μέσψ άεί ήρε μούσαν, ινα περί αύτήν γίνηται τής σφαίρας ή κίνησις. Εί δέ ή γή, άνάγκη καί τά μεταξύ γής τε καί πυρός σώματα. Εί δέ ταύτα, άνάγκη είναι τήν γένεσιν, έπειδή ταύτα άίδια είναι ού δύναται. Εί δέ ή γένεσις, άνάγκη είναι καί άλλα έγκύκλια σώματα. Αλλ' εί, εί τόδε τόδε έστίν, άνάγκη τόδε τόδε είναι έν τοίς άγενήτοις τε καί άϊδίοις χώραν ούκ έχει, ούκ άρα άΐδιά τε καί άγένητα τά -ηθέντα. Εί δέ άίδια ταύτα καί άγένητα, ούκ άρα τούτο δι' έκεΐνο ούτε έκεΐνο διά τούτο. Επειδή εί ή γή έστιν, άνάγκη καί τό πύρ είναι καί τά μεταξύ αύτών σώματα, πώς, εί ή μέν γή άγένητος τε καί άΐδιος, τό πύρ ούκ άΐδιον, τό ύπάρχον κούφόν τε καί άνωφερές; Είγάρ, ώς φησιν, ών έναντίων τό θάτερον 6 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας φύσει καί τό θάτερον άνάγκη φύσει είναι, πώς ούκ άτοπον τό τήν γήν είναι άΐδιον τε καί άγένητον, τό δέ πύρ μή είναι άΐδιον, ή τό πύρ είναι άΐδιον, τήν δέ γήν μή είναι άΐδιον, τά δι' άΛΛηΛα όντα; Εί διά τήν γένεσιν άνάγκη είναι άλλα έγκύκΛια σώματα, πώς ούχ ή γένεσις έστιν αίτια τών άϊδίων; Άΐδια γάρ τά έγκύκΛια σώματα, καί ή γένεσις κατά τήν τούτων κίνησιν. Εί δέ τούτο άτοπον, ούκ άρα τά έγκύκΛια σώματα άγένητα- ών γάρ τό είναι διά τό άλλα γενέσθαι έστί, γενητά ταύτα καί ούκ άΐδια. Εί ένδέχεται έν τοίς άϊδίοις ύπάρξειν τό ύπάρξον έν τοίς γενητοΐς, τόδε άνάγκη είναι, έπεί τόδε έστί τόδε, ούδέν άρα διαφέρει τά άγένητα τών γενητών· έν γάρ, φησι, τοίς άϊδίοις τό ένδεχόμενον ούδέν διαφέρει τού είναι. νδ. Έκ τού αύτού λόγου. Επειδή έστι διχώς έπί τού κύκλου κινηθήναι, καί ούκ είσιν έναντίαι αύται. ΑΛΛά εί μηθέν ώς έτυχε μηδ' άπό ταύτομάτου ένδέχεται έν τοίς άϊδίοις είναι, ό δέ ούρανός άΐδιος καί ή κύκλω φορά, διά τίνα ποτέ αιτίαν έπί θάτερα φέρεται, άλλ' ούκ έπί θάτερα; Άνάγκη γάρ καί τούτο άρ­ χήν είναι ή είναι αύτού άρχήν. Εί γάρ ή φύσις άεί ποιεί τών ένδεχομένων τό βέλτιστον, έστι δέ καθάπερ τών έπί τής εύθείας φορών ή πρός τόν άνω τόπον τιμιωτέρα (θειότερος γάρ ό τόπος ό άνω τού κάτω), τόν αύτόν τρόπον καί ή είς τό πρόσθεν τής είς τό όπισθεν έχει, εϊπερ καί τό δεξιόν καί τό αριστερόν. Μαρτυρεί δ' ή -ηθεΐσα άπορία, ότι τό πρότερον καί τό ύστερον- αύτη γάρ ή αιτία Λύει τήν άπορίαν. Εί γάρ έχει ώς ένδέχεται βέλτιστα, αύτη άν εϊη αι­ τία καί τού είρημένου- βέλτιστον γάρ κινεισθαι άπλήν τε κίνησιν καί άπαυστον, καί ταύτην έπί τό τιμιώτερον. Εί τόν ούρανόν ή φύσις έποίησε κινηθήναι είς τό έμ­ προσθεν καί μή είς τό όπίσω, ή άεί τών ένδεχομένων τό βέλτιστον ποιουμένη, πώς άΐδιος ό ούρανός καί ή τούτου φορά, ύπό τής φύσεως γεγενη μένος καί τό τήν βελτίστην κινηθήναι κίνησιν έχων; Εί τήν διαφοράν, ήν έχει ό άνω τόπος 6 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας πρός τόν κάτω, ταύτην έχει ή είς τό πρόσθεν κίνησις πρός τήν είς τό όπισθεν κίνησιν κατά τό τιμιώτερον καί θειότερον καί βέλτιστον, πώς ούκ είσίν έναντίαι αί κινήσεις αύται τοσούτον άΛΛήλων διαφέρουσαι; Εί τών άπλών σωμάτων ή κίνησις άπλή, ού κατά τό ενδεχόμενον άλλά κατά τό άναγκα ιον, πώς διχώς κινηθήναι δύναται ό ούρανός άπλούν σώμα έχων καί κινείται ενδεχομένως; Εί πανταχόθεν έστίν ό ούρανός ίσος έαυτφ, καί ίσα έχων τά μέρη τοίς μέρεσι, καί ώς εάν κινηθή τήν σφαιρικήν τε καί έγκυκλον σώζει κίνησιν, δύναται άρα καί άπό μεσημβρίας κινηθήναι είς άρκτον καί άπό άρκτου είς μεσημβρίαν, ώς δύναται κινηθήναι άπό άνατολής είς δύσιν καί άπό τής δύσεως είς άνατολήν. Πώς ούν ού μάτην ή φύσις τφ σώματι τού ούρανού ένέθηκε τοσούτων κινήσεων τάς δυνάμεις, εί τετραχώς μέν έχει τάς δυνάμεις, μοναχώς δέ κινείται; νε. Έκ τού αύτού Λόγου. Περί δέ τών καλουμένων άστρων έπόμενον άν εϊη Λέ­ γειν, έκ τίνων συνεστάσι καί τίνες αί κινήσεις αύτών. Εύλογώτατον δέ καί τοίς είρημένοις έπόμενον τό έκαστον τών άστρων ποιεΐν έκ τούτου τού σώματος έν φ τυγχάνει τήν φοράν έχον, έπειδή έφαμέν τι είναι ό κύκλω φέρεσθαι πέφυκεν· ώσπερ γάρ οί πύρινα φάσκοντες είναι διά τούτο Λέγουσιν, ότι τό άνω σώμα πύρ είναι φασιν, ώς εύλογον ον έκαστον συνεστάναι έκ τούτων έν οίς έκαστον έστίν, ομοίως καίήμείς Λέγομεν. Ή δέ θερμότης άπ' αύτών καί τό φώς γίνεται παρατριβομένου τού άέρος ύπό τής έκείνων φοράς. Πέφυκε γάρ ή κίνησις έκπυρούν καί Λίθους καί ξύλα καί σίδηρον· εύλογώτερον ούν τό έγγύτερον τού πυρός, έγγύτερον δέ ό άήρ οιον καί έπί τών φερομένων βελών- ταύτα γάρ έκπυρούται ούτως ώστε τήκεσθαι τάς μολυβδίδας, καί έπείπερ αύτά έκπυρούται, άνάγκη καί τόν κύκλω αύτών άέρα τό αύτό πάσχειν. Ταύτα μέν ούν αύτά έκθερμαίνεται διά τί) έν άέρι φέρεσθαι, ός διά τήν πΛηγήν τή κινήσει γίνεται πύρ· τών δέ άνω έκαστον έν τή σφαίρμ φέρεται, ώστε 6 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας αύτά μέν μή έκπυρούσθαι, τού δέ άέρος υπό τήν τού κυκλι­ κού σώματος σφαίραν όντος άνάγκη φερομένης έκείνης θερμαίνεσθαι, καί ταύτην μάλιστα ή ό ήλιος τυγχάνει ένδεδεμένος. Διό δή πλησιάζοντας τε αύτού καί άνίσχοντος καί ύπέρ ήμάς όντος γίνεται θερμότης. Ότι μέν ούν ούτε πύρινά έστιν ούτε έν τφ πυρί φέρεται, ταύθ' ήμίν είρήσθω περί αύτών. Εί έκ τής αύτής ύλης, έξ ής έστιν ό ούρανός, έκ ταύτης έστι καί τά άστρα, πώς ούκ έστι ψευδές τό Έκ πάσης γέγονε τής ύλης ό ούρανός, καί τό Πάσαν τήν ύλην περιείληφεν; Εί τό κινούμενον καί τή κινήσει θερμαντικόν έτέρου γιγνόμενον, έάν μή προηγουμένως αύτό τή έαυτού κινήσει θερμανθή, θερμαντικόν έτέρου γενέσθαι ού δύναται, πώς ή σφαίρα καί τά έν αύτή άστρα θερμαίνουσι τή έαυτών κινήσει τόν άέρα, αύτά μή θερμαινόμενα; Εί τό τή έαυτού κινήσει θερμαντικάς ένεργείας έκτελούν άνάγκη τούτο ή βαρύτητα έχειν ή κουφότητα, πώς ό ούρανός καί τά έν αύτφ άστρα μήτε βαρύτητα έχοντα μήτε κουφότητα τάς θερμαντικάς έκτελεί ένεργείας; Εί τά τήν αύτήν έχοντα κινητήν ούσίαν, τούτοις άνάγκη τήν αύτήν καθ' αύτό κινείσθαι κίνησιν καί μή κατά συμβεβηκός, πώς ούκ έστιν ό ήλιος κατά συμβεβηκός κινούμενος, εί τή σφαίρμ ένδέδεται; Καί περί τών άλλων άστρων ό αύτός λόγος, εί μή δι' έαυτών κινούνται τάς κατά φύσιν αύτών κινήσεις, άλλά διά τών σφαιρών αίς είσιν ένδεδεμένα. Εί έκ τής αύτής ύλης έστίν ό ήλιος ής έστιν ό ούρα­ νός, τής μήτε βαρύτητα μήτε κουφότητα έχούσης, καί σφαιρι­ κόν έχει τό σχήμα, ώσπερ έχει καί ό ούρανός, διά τί μή ώσαύ­ τως κινούνται άμφότεροιή κατά άντιμετάστασιν τών μερών ώσπερ κινείται ό ήλιος; Εί ούδέν παρά φύσιν έν τοίς ά'ίδίοις, πώς ούκ έστι παρά φύσιν τό τήν κίνησιν, ήν έχει τις κατά φύσιν, ταύτην μή δι' έαυτού κινείσθαι άλλά δι' έτέρου; Κι­ νούνται γάρ ό τε ήλιος καί τά άστρα ού δι' έαυτών, άλλά διά τών σφαιρών έν αίς είσιν ένδεδεμένοι. Εί, ώσπερ τά γενητά κατά λόγον έστίν ό γέγονεν, ούτως καί τά άγένητα κατά λόγον έστίν ό έστιν, ύστερα άρα τού λόγου τά άγένητα. Εί δέ τούτο άδύνατον, ούκ άρα κατά λόγον έστι τά άγένητα. Μή 6 Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας όντων δέ αύτών κατά Λόγον, πώς έκαστον αύτών χρειωδώς έστιν ο έστι καί έχει ό έχει καί ποιεί ό ποιεί; Τά γάρ χρειω­ δώς όντα Λόγου τε καί προνοίας έστιν έργα. Εί άκοΛουθεί τοϊς γενητοϊς τό έκ Λόγου είναι καί ύλης, ούκ άρα έκ Λόγου καί ύΛης τά άγένητα. Πώς ούν άγένητα ό τε ούρανός καί τά έν αύτφ πάντα καί έστιν έκ Λόγου καί ύΛης; Εί, καθά είπεν ό Αριστοτέλης, έν τοϊς άϊδίοις ούδέν μάτην ούδέ παρά φύσιν, πώς άφ' ών είπε περί τής τού ήΛίου κινήσεως συμβαίνει τώ ήΛίψ άμφότερα, καί τό μάτην καί τό παρά φύσιν; Εί γάρ τού ήΛίου τή κινούση αύτόν σφαίρμ μή ένδεδεμένου τήν αύτήν κατά φύσιν έκινεϊτο κίνησιν ήν νύν κινείται, πώς ού μάτην ένεδέθη τή σφαίρμ; Εί δέ μή ταύτην έκινεϊτο κατά φύσιν, άΛΛ' έτέραν παρά ταύτην είτε τφ ποσφ είτε τφ ποιφ, πώς ού παρά φύσιν κινείται νύν; vQ Έκ τού αύτού Λόγου. Τούς μέν κύκλους κινεϊσθαι, τά δέ άστρα ήρεμεϊν καί ένδεδεμένα τοϊς κύκΛοις φέρεσθαι. Εί μέν κατά φύσιν ήρεμεϊ έν τοϊς κύκΛοις τά άστρα, μάτην ένδέδεται τοϊς κύκΛοις, εί δέ παρά φύσιν ήρεμεί, δήΛον ότι βίμ ήρεμεϊ· άλλά έν τοϊς άϊδίοις ούθέν ούτε μάτην ούτε παρά φύσιν. Ούκ άρα εύρεν ό Αριστοτέλης τόν περί τής τών άστρων κινήσεως Λόγον· άΐδια γάρ Λέγει τά άστρα, καί έν οϊς είπε περί τής αύτών κινήσεως άμφότερα φαίνεται, τό μάτην καί παρά φύσιν. Εί άΐδια μέν τά άστρα, άΐδιος δέ καί ό ούρανός έν φ έστι τά άστρα δεδεμένα, καί θεός έκα­ στον αύτών προσηγόρευται, πώς ούκ είσί θεοί ύπό θεών συ­ ρόμενοι; Τά γάρ τφ κινουμένψ ένδεδεμένα συρομένως κινεί­ ται. Εί άλλη ή σύνθεσις ούσίας (έξ ύλης γάρ καί είδους) καί άλλη ή σύνθεσις ή έκ τών ούσίαν έχόντων μερών, πώς άΐδια ταύτα Λέγεται τά άμφοτέρας έχοντα τάς συνθέσεις; Ό γάρ ούρανός, έχων τόν ήλιον καί τά άστρα ένδεδεμένα μέρη, σύνθετος έξ αύτών έστιν· έχων γάρ ταύτα έν έαυτφ έστιν ό ούρανός. 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος προς ΈΛΛηνας νζ. Έκ τού αύτού Λόγου. Προς δέ τούτοις άΛογον τό μηθέν όργανον αύτοίς άποδούναι τήν φύσιν προς τήν κίνησιν- ούθέν γάρ ώς έτυχε ποιεί ή φύσις, ούδέ τών μέν ζώων φροντίσαι, τών δέ ούτω τιμίων ύπεριδείν, άλλ' έοικεν ώσπερ επίτηδες άφεΛείν πάντα δι' ών ένδέχεται προϊέναι καθ' αύτά. Εί τών ά'ίδίων τε καί άγενήτων ούδείς έστι ποιητής, ούδέ φροντίδι τινός είσιν ά είσιν ή έχουσιν ά έχουσι κατά φύσιν, πώς, εί άγένητός έστιν ό ούρανός καί τά έν τφ ούρανφ φαινόμενα συναγένητα ύπάρχει αύτώ, τήν φύσιν έχει ποιητήν τε καί φροντιστήν τών προς τήν σύστασιν αύτών τελούμενων; Είήρμοττε τφ περί τής κινήσεως τών ά'ίδίων τόν Λόγον ποιουμένψ τό Λέγειν τήν φύσιν μηδέν ώς έτυχε ποιείν, πώς ούκ έστι δήΛον ότι έργα είσί τής φύσεως ό τε ούρανός καί τά έν τφ ούρανφ φαινόμενα, τής άφεΛούσης αύτών τά όργανα τής κινήσεως; νη. Έκ τού αύτού Λόγου. Έπεί ούν δει τόν μέν ούρανόν κινείσθαι τήν έαυτού κίνησιν, τά δ' άλλα άστρα μή προϊέναι δι' αύτών, ευλόγως άν έκάτερον εϊη σφαιροειδές- ούτω γάρ άν μάλιστα τό μέν κινηθήσεται, τό δέ ήρεμήσει. Εί τό ήρεμούν έκείνο Λέγεται τό δυνάμενον κινηθήναι τήν κίνησιν έκείνην άφ' ής ήρεμεί, πώς ήρεμεί τά άστρα ιδίαν ούκ έχοντα κίνησιν, καθ' ήν κινείσθαι έχρήν; Εί δέ δύναμιν μέν έχει τού κινείσθαι, κωλύεται δέ διά τό ένδεδέσθαι τή σφαίρμ, πώς ού παρά φύσιν έχει τό κινείσθαι άεί; Εί τοίς άεί κινουμένοις ώς άρμόδιον έδόθη τό σφαιρι­ κόν σχήμα, πώς τών έχόντων τό σφαιρικόν σχήμα τό μέν κινείται άεί ώς ό ούρανός, τό δέ άεί ήρεμεί ώς τά άστρα; νθ. Έκ τού αύτού Λόγου. Ώστε, έπείπερ ού φαίνεται τούτο άεί συμβαίνον, ούτε Z Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας άν έμψυχον ούτε βίαιον φέροιτο φοράν ούθέν αύτών, ώσπερ τό μέλλον έσεσθαι προνοούσης τής φύσεως, ότι μή τούτον τόν τρόπον έχούσης τής κινήσεως ούθέν άν ήν τών περί τόν δεύρο τόπον ομοίως έχον. Πώς ούν άίδια καί άγένητα τά κατά τήν πρόνοιαν τής φύσεως τό είναι τοιάδε καί τό κινείσθαι τοιώσδε είληφότα; Τά γάρ κατά πρόνοιαν δεύτερα τής προνοίας, καί τά άίδια ούδενός έστι δεύτερα. Εί τό μέλλον έσεσθαι προ τού είναι ούκ ήν, πώς ένδέχεται περί τού ούρανού καί τών άστρων καί τής αύτών κινήσεως άμφότερα είναι άληθή, τό μέλλον έσεσθαι καί τό άίδια καί άγένητα αύτά είναι; Τό γάρ μέλλον ούπω έστί, καί τό άίδιόν τε καί άγένητον πάντοτε ένεστιν. Εί ένεκα τού τά περί τόν δεύρο τόπον ώς έσχεν ομοίως έχειν τόν είρημένον τρόπον τής κινήσεως τού ούρανού ή φύσις προενόησεν είναι, πώς άίδιά τε καί άγένητα ταύτα, ά ένεκεν τών γενητών έστιν ώς έστι καί κινείται ώς κινείται; ξ. Έκ τού αύτού λόγου. Έπειδή γάρ δέδεικται ότι ού πεφύκασι κινείσθαι δι' αύτών, ή δέ φύσις ούδέν άλόγως ούδέ μάτην ποιεί, δήλον ότι καί σχήμα τοιούτον άποδέδωκε τοίς άκινήτοις ό ήκιστά έστι κινητικόν. Ήκιστα δέ κινητικόν ή σφαίρα διά τό μηδέν έχειν όργανον πρός τήν κίνησιν. Ώστε δήλον ότι σφαιροειδή άν εϊη τόν όγκον. Εί ή φύσις δέδωκε τοίς άεί κινητοίς τό σφαιρικόν σχήμα έπιτήδειον πρός τήν εύκινησίαν, πώς ούκ έστι τά άστρα μάτην είληφότα σχήμα τοιούτον, ένδεδεμένα τοίς κύκλοις καί τήν κατά φύσιν αύτών μή δυνάμενα έκτελείν κίνησιν; Εί ού πεφύκασι τά άστρα δι' αύτών κινείσθαι, ούκ άρα έχουσι κατά φύσιν τήν άίδιόν κίνησιν. Πώς ούν είσιν έκ τού αύτού στοιχείου έξ ού καί ό ούρανός, τού μήτε βαρύτητα έχοντος μήτε κουφότητα; Εί ό μέν ούρανός διά τό είναι αύτόν έκ τοιούτου στοιχείου καί διά τό σφαιρικόν έχειν τό σχήμα πέφυκε περί τό μέσον κινείσθαι άεί δι' έαυτού, τά δέ άστρα έκ τού αύτού όντα στοιχείου καί τό αύτό έχοντα σχήμα ού 7 Τού αγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας πεφύκασι κινείσθαι δι' εαυτών, μάτην ώς έοικε δέδωκεν αύ­ τοίς ή φύσις ούσίαν τε καί σχήμα πρός τήν άεί κίνησιν επιτήδειον, εί στάσιν έχουσιν άκίνητον. Τό ούσίαν έχειν καί σχήμα άεί κινητόν τά άστρα καί στάσιν άκίνητον πώς ούκ έστι δείγμα τής άλογου τε καί ματαίας ποιήσεως τής παρά τήν φύσιν πεποιηκυίας ήρεμεϊν τά άστρα; Εί τών άγενήτων τε καί άϊδίων αί ούσίαι πάσης ποιήσεως τής τε κατά τόν λόγον καί τής παρά τόν λόγον άνώτεραί είσι, πώς, εί άγένητος ό ούρανός καί τά άστρα, κατά πρόνοιαν τής φύ­ σεως τής μηθέν άλόγως μήτε ματαίως ποιούσης είσιν ό είσι καί έχουσιν ά έχουσιν; Εί ούκ έχρήν κινείσθαι τά άστρα, διά τί όλως κινούνται δι' ετέρων; Εί δέ έχρήν κινείσθαι, διά τί μή δι' εαυτών κινούνται άλλά δι' ετέρων, δυναμένης τής φύ­ σεως ποιείν αύτά κινείσθαι δι' εαυτών τήν κίνησιν ήν νύν κι­ νούνται δι' ετέρων, τής έν εύκινητοτάτη αύτών ούσίμ πεποιηκυίας αύτά άκίνητα καθ' αύτά; Εί έν τοίς άϊδίοις ούδέν παρά φύσιν, παρά φύσιν δέ τό ούσίαν μέν καί σχήμα έχειν άεί κινητόν, στάσιν δέ άκίνητον, άρα ούκ άΐδια τά έν οις τι παρά φύσιν, ή ψευδές τό έν τοίς άϊδίοις ούδέν παρά φύσιν. Εί ούδέν τών άγενήτων ούτε ό έχει ούτε ό μή έχει κατά πρόνοιάν τίνος έχει ή ούκ έχει, πώς, εί άγένητος ό ού­ ρανός καί τά άστρα, κατά πρόνοιαν τής φύσεως όργανον μέν ούκ έχει κινήσεως, σχήμα δέ έχει σφαιρικόν άντί τού οργάνου, πρός τήν συνεχή κίνησιν έπιτηδειότερον όν τών πορευτικών οργάνων; ξα. Έκ τού αύτού λόγου. Ή μέν πρώτη μία ούσα πολλά κινεί τών σωμάτων τών θείων, αί δέ πολλαί ούσαι έν μόνον έκάστη· τών γάρ πλανωμένων έν ότιούν πλείους φέρεται φοράς. Ταύτη ούν άνισάζει ή φύσις καί ποιεί τινα τάξιν, τή μέν μιμ πολλά άποδιδούσα σώματα, τώ δέ ένί σώματι πολλάς φοράς. Έν πολλαϊς γάρ σφαίραις ή μία σφαίρα ένδεδεμένη φέρεται, έκάστη δέ σφαίρα σώμα τυγχάνει ον. Εί τών άγενήτων τε καί άϊδίων ούσιών ποιητής ούδείς, 7ι Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας πώς άίδιά τε καί άγένητα ταύτα, ών ή φύσις τής τάξεώς έστι ποιητής, τή μέν μιά άποδιδούσα πολλά σώματα, τφ δέ ένί σώματι ποΛΛάς φοράς, τά πΛήθη τών τού ενός σώ­ ματος φορών ίσάζουσα τφ πΛήθει τών σωμάτων. Εί τά άγένητα ταύτα καί άποίητα, πώς ένδέχεται έν τοίς άγενήτοις πεποιημένην είναι τάξιν φυσικήν; Σφαίρα σφαίρμ ένδεδεμένη, τήν αύτήν έχουσα ούσίαν ήν έχει ή σφαίρα ή ένδέδεται, πώς ού φαίνεται άμφοτέρας έχουσα τάς άτοπίας τάς έν τοίς άϊδίοις μή ύπαρχούσας, τό μάτην έχειν τήν κινητήν ού­ σίαν καθ' ήν ού κινείται, καί τό παρά φύσιν κινείσθαι κατά συμβεβηκός; ξβ. Έκ τού τρίτου Λόγου Περί ούρανού. Τών φύσει Λεγομένων τά μέν είσιν ούσίαι, τά δέ έργα καί πάθη τούτων· Λέγω δέ ούσίας μέν τά άπΛά σώματα, οιον πύρ καί γήν καί τά σύστοιχα τούτοις, καί όσα έκ τού­ των, τόν τε σύνοΛον ούρανόν καί τά μόρια τούτου, πάΛιν τά τε ζώα καί τά φυτά καί τά μόρια τούτων. Ό είρηκώς τόν ούρανόν είναι έξ άπΛού τίνος στοιχείου έτέρου όντος παρά τά ένταύθα στοιχεία, καί ότι ούκ ένδέχεται ούρανόν άλλον γενέσθαι διά τό τούτον πάσαν περιειΛηφέναι τήν ύΛην, πώς νύν Λέγει έκ τών αύτών είναι στοιχείων τόν ούρανόν, έξ ών καί τά ζώα καί τά φυτά; ΑΛΛ' εί μέν άλλον ούρανόν Λέγει έξ άλλων στοιχείων γενέσθαι, πώς ού ψεύδεται Λέγων· Ούκ ένδέχεται άλλον ούρανόν είναι πΛήν ένός; Εί δέ τόν αύτόν Λέγει ούρανόν ποτέ μέν έξ άλλον θειοτέρου στοι­ χείου παρά τά ένταύθα ποτέ δέ έκ τών αύτών στοιχείων, πώς ούκ έστι θατέρως ψευδόμενος; ξγ. Έκ τού αύτού Λόγου. Περί μέν ούν τού πρώτου τών στοιχείων ε’ίρηται, καί ποιόν τι τήν φύσιν, καί ότι άφθαρτον καί άγένητον. Εί στοιχείόν έστι τό έξ ού γίγνεται τό γιγνόμενον ένυπάρχον αύτφ, πώς ένδέχεται τό αύτό καί στοιχείον είναι καί 7ι Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος προς Έλληνας άγένητον; Εί πρώτον τό στοιχείον καί ύστερον τό έκ τού στοιχείου, πώς άγένητον τό στοιχείον, έξ ού ό ούρανός, καί συναγένητος αύτφ ό ούρανός; Εί διά τούτο άγένητον τό στοιχείον ότι ούκ έκ στοιχείου, πώς άγένητος ό ούρανός ό ών έκ στοιχείου; ξδ. Έκ τού αύτού λόγου. Άίδια μέν ούν είναι άδύνατον· όρώμεν γάρ καί πύρ καί ύδωρ καί έκαστον τών άπλών σωμάτων διαλυόμενον. Ώστ' άνάγκη γενητά καί φθαρτά είναι τά στοιχεία τών σωμάτων. Εί στοιχείον τών σωμάτων έστι καί ή γή, πώς τήν μέν γήν συναΐδιόν τε καί συναγένητον είρηκας τφ ούρανφ, τά δέ άλλα στοιχεία γενητά καί φθαρτά; ξε. Έκ τού αύτού λόγου. Τών στοιχείων ή γένεσις έξ άλλήλων. Πώς γίνεται έξ άλλήλων τά στοιχεία πρώτον μή γινομέ­ νων κατά τήν γένεσιν τήν έξ άλλήλων; Ταύτην γάρ τήν γένεσιν άνάγκη προηγεισθαι εκείνης τής γενέσεως· όντων γάρ αύτών μεταβάλλεται είς άλληλα καί γίνονται έξ άλλήλων. α. Ή φύσις ή ποιούσα τά φυσικά, έάν μή προηγουμέ­ νως γίνηται ύπό τού μή κατά φύσιν ποιούντος, ούτε ύπάρχει ούτε ποιεί. β. Ότι ούχ άπλώς πάν πράγμα γενητόν τε καί φθαρτόν έν τή γενέσει έχει τόν τετραμερή χρόνον, άρχήν καί έπίδοσιν, άκμήν καί παρακμήν, άλλά τό φύσει ή τέχνη γινόμενον. γ. Εί τοίς ήμετέροις όνόμασι καλείται ό θεός πάν ε’ί τι καλείται, ούκ έστιν άνάγκη έπεσθαι τφ θεφ διά τό όνομα όσα έπεται τφ ήμετέρψ όνόματι. Καλείται δέ ό θεός καί άλήθεια καί αγαθός- καί τή μέν άληθείμ άντίκειται τό ψεύ­ δος, τφ δέ άγαθφ τό κακόν, τφ δέ θεφ ούδέν άντίκειται. Τούτο μή νοήσας ό Πλάτων ύπεναντίον τι έδογμάτισε τφ 7 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας θεφ, κακόν άναγκαϊόν τε καί άίδιον. δ. Ούκ έστι τό όν μή τόδε τι όν, οιον ούκ έστι σώμα μή τόδε σώμα όν. Αλλ' εί ή ύλη τό είναι τόδε ούκ έχει, ούδ' άρα τό είναι έχει· άχώριστον γάρ τό είναι τού τόδε είναι. ε. Ή φύσις και ή τέχνη έκ τών ούσιών ποιούσιν άπερ ποιούσιν, οιον έκ σπέρματος ποιεί ή φύσις τόν άνθρωπον καί έξ άνθρώπου τό σπέρμα· ούσίαι δέ είσι τό τε σπέρμα καί ό άνθρωπος. Ώσαύτως καί αί τέχναι ποιούσιν έκ τού χαλκού άνδριάντα καί έκ πλίνθων οικίαν· ούσίαι δ' είσίν ό τε χαλκός καί αί πλίνθοι. Τοίνυν τής ύλης ούκ ούσης ούσίας, τίς έστιν ό ποιήσας έξ αύτής τά γεγονότα έξ αύτής, τής φύσεώς τε καί τέχνης άδυνατούσης ποιεϊν τι έκ μή ούσίας; Ç. Εί, καθώς φησιν Αριστοτέλης, έστι σώμα μήτε βαρύ μήτε κουφον μήτε έν τών τεσσάρων στοιχείων μήτε έκ τών τεσσάρων στοιχείων, δήλον ότι, εί άληθές τούτο, έσται σώμα μήτε θερμόν μήτε ψυχρόν μήτε κατά φύσιν μήτε κατά πάθος· τό γάρ κατά φύσιν ή κατά πάθος θερμόν ή ψυχρόν ή τών τεσσάρων στοιχείων έστιν ή έκ τών τεσσάρων έστί στοιχείων. Εί δέ σώμα ούκ έστι μήτε κατά φύσιν θερμόν ή ψυχρόν μήτε κατά πάθος, ούδ' άρα έστί σώμα μήτε βαρύ μήτε κουφον μήτε όν τών τεσσάρων στοιχείων μήτε όν έκ τών τεσσάρων στοιχείων. Πώς ούν λέγει θερμόν είναι τόν αιθέρα διά τήν κίνησιν τού ούρανίου σώματος καί τών έν αύτφ κινουμένων σωμάτων; Τά γάρ ταις κινήσεσι θερμαίνοντα σώματα προ τών θερμαινομένων ύπ' αύτών θερ­ μαίνεται· άλλ' εί θερμαίνεται, δήλον ότι κατά πάθος θερμαί­ νεται· εί δέ κατά πάθος, δήλον ότι κατά άλλοίωσιν· εί δέ κατά άλλοίωσιν, δήλον ότι κατά μεταβολήν· εί δέ κατά μετα­ βολήν, δήλον ότι έκ τού έναντίου είς τό έναντίον μεταβάλ­ λεται. Έναντίον δέ τώ ψυχρώ τό θερμόν· έκ τού ψυχρού άρα είς τό θερμόν μεταβάλλεται. Αλλ' έπειδή ούκ έστι σώμα έκ τού ψυχρού είς τό θερμόν κατά πάθος μεταβαλλόμενον, μή όν μήτε τών τεσσάρων στοιχείων μήτε έκ τών τεσ­ σάρων στοιχείων, διά τούτο ούκ έστι τό ούράνιον σώμα έτερον στοιχεϊον παρά τά τέσσαρα στοιχεία- θερμαίνεται γάρ κατά 7ι Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας πάθος έκ τού ψυχρού εις τό θερμόν μεταβαλλόμενον. ζ. Εί τά έκ τής κινήσεως θερμαινόμενα σώματα τφ πΛείονι τής κινήσεως πΛειόνως θερμαίνεται, πώς, είκατά τόν ΑριστοτέΛην σώμά έστιν ό ήΛιος ού κατά φύσιν θερμόν άλλά κατά κίνησιν, τφ πΛείονι τής κινήσεως πΛειόνως ούτε θερμαίνεται ούτε θερμαίνει, άΛΛά άεί τφ άνίσψ τής κινήσεως τό ίσον έχει τής θερμότητος; η. Εί κατά τόν ΑριστοτέΛην όρος τής ούσίας έστί τό τών έναντίων άνά μέρος δεκτικόν, πώς Λέγει πάΛιν ό αύτός Αριστοτέλης τήν ύΛην μή είναι ούσίαν, ούσαν τών έναντίων άνά μέρος δεκτικήν, τής στερήσεως γάρ καί έξεως; θ. Εί ό στερούμενος τού είναι τόδε ούτος καί τού είναι έστέρηται, πώς Λέγει ό Αριστοτέλης άδύνατον έκ τού πάντη μή όντος γενέσθαι τι, τής ύλης κατ' αύτόν άμφοτέρων στερουμένης, καί τού είναι καί τού τόδε είναι; ι. Εί έκ τού πάντη μή όντος ού γίνεται τι, δήλον ότι έκ τού όντος γίνεται τι. ΑΛΛ' εί ή ύλη τούτο, πώς άληθεύει Αριστοτέλης Λέγων τήν ύλην ούκ όν; ια. Εί μή άλλοιούται ή ύλη, ού δυνατόν γενέσθαι τι έξ αύτής. ΑΛΛ' εί πάν τό άΛΛοιούμενον έκ τούδε είς τόδε άλλοιούται, ούκ έστι δέ ή ύλη τόδε, ούκ άρα άλλοιούται- διό ούδέ γίνεται τι έξ αύτής. ιβ. Εί έκ τού τυχόντος είς τό τυχόν ού γίνεται μετα­ βολή, άλλά είς τό έναντίον έν τφ αύτφ γένει, οιον έν τή ποιότητι ού γίνεται μεταβολή έκ τού Λευκού είς τό μέγα άλλ' είς τό μέλαν, κατά τί ούν μεταβάλλεται ή ύλη έν τή γενέσει τών έξ αύτής γινομένων ούσιών, μηδέν έχουσα δυνάμενον μεταβάΛΛεσθαι; ιγ. Εί, ώσπερ έν τοίς ζωϊκοίς τό ζώον καί έν τοίς χρωϊκοίς τό χρώμα, ούτως καί έν τοίς ύλικοίς ή ύλη, πώς άναιρουμένων τών ζωικών συναναιρείται τό ζώον καί άναιρουμένων τών χρωϊκών άναιρείται τό χρώμα, καί άναιρουμένων τών ύλικών ούκ άναιρείται ή ύλη; Εί δέ συναναιρείται τοίς ύλικοίς ή ύλη, πώς προϋπάρχει τών ύλικών ή ύλη; ιδ. Εί τό άπέχειν καί τό μετέχειν τών όντων έστί, δήλον ότι τό πάντη μή ον ούτε άπέχει τίνος ούτε μετέχει. Πώς ούν 7ι Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας μετέχει ή ύλη τής στερησεως, καί τών όντων ούκ έστιν; ιε. Εί άδύνατον τό αύτό έν τφ αύτφ άμφοτέρας κινείσθαι τάς κινήσεις, τήν τε κατά φύσιν καί τήν παρά φύσιν, πώς ό ήλιος κατά φύσιν μέν κινείται άπό τής άνατολής είς δύσιν, παρά φύσιν δέ άπό τής δύσεως είς άνατολήν διά τήν σφαίραν; Ού γάρ δυνατόν τό αύτό έν τφ αύτφ τάς εναν­ τίας κατά φύσιν κινείσθαι κινήσεις. tÇ. Τού ήλιου μή όντος περιττός ήν ό οφθαλμός, καί τού οφθαλμού μή όντος περιττός ήν ό ήλιος. Άλλ' έπειδή δι' έκάτερον αναγκαίος έκάτερος, γενητός άρα έκάτερος· τό γάρ άγένητον δι' ούδέν έστιν άγένητον, άλλά δι' αύτό μό­ νον, μάλλον δέ ού δι' αύτό· άναίτιον γάρ τό άναίτιον. ιζ. Εί άδύνατον χρόνου όντος τό γενόμενον γενέσθαι μέν κατ' αιτίαν, ού κατά χρόνον δέ, πώς λέγουσιν οί Έλληνες τόν κόσμον γεγενήσθαι κατ' αιτίαν καί ού κατά χρόνον; ιη. Εί άδύνατον τόν κόσμον είναι χωρίς ένιαυτοϋ, πώς άΐδιος καί άγένητος ό κόσμος, τού ένιαυτοϋ ούκ όντος άϊδίου άλλ' έκ περιόδου πλειόνων ήμερών τό είναι έχοντος; ιθ. Εί γενητός ό ένιαυτός, πώς άίδια καί άγένητα τά έν τφ ένιαυτφ; Τού άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Μαρτύριαν τών Αγίων Ιουστίνου, Χαρίτωνος, Χαριτοϋς, Εύελπίστου, Ίέρακος, Παίονος, Λιβεριανού, καί τής Συνοδίας αύτών Έν τφ καιρφ τών άνομων προσταγμάτων τής είδωλολατρείας συΛΛηφθέντες οί μνημονευθέντες άγιοι είσήχθησαν πρός τόν τής 'Ρώμης έπαρχον 'Ρούστικον. Ών είσαχθέντων ό έπαρχος Ίουστίνφ ειπεν· Τινα βίον βιοίς; ’Ιουστίνος ειπεν· Άμεμπτον καί άκατάγνωστον πάσιν άνθρώποις. 'Ρούστικος έπαρχος ειπεν· Ποιους Λόγους μεταχειρίζη; Ιουστίνος ειπεν· Πάντας Λόγους έπειράθην μαθείν- συνεθέμην δέ τοίς άΛηθέσι Λόγοις τών Χριστιανών κάν μή άρέσκωσι τοίς ψευδοδοξούσιν. 'Ρουστικος έπαρχος ειπεν- Εκείνοι ούν σοι άρέσκουσιν οί λόγοι; Ιουστίνος ειπεν· Ναι, επειδή μετά δόγματος έπομαι αύτοίς. 'Ρούστικος έπαρχος ειπεν· Ποιόν έστι δόγμα; Ιουστίνος ειπεν· 'Όπερ εύσεβούμεν είς τόν τών Χριστιανών θεόν, ον ήγούμεθα ένα τούτων έξ άρχής δημιουργόν τής τού παντός κόσμου ποιήσεως, καί θεού παίδα Ίησούν Χριστόν, ός καί προκεκήρυκται ύπό τών προφητών μέλΛων παραγίνεσθαι τφ γένει τών άνθρώπων σωτηρίας κήρυξ καί διδάσκαλος καλών μαθημάτων. μικρά δέ νομίζω Λέγειν πρός τήν αύτού θεότητα προφητικήν τινα δύναμιν όμολογών, ότι προ­ κεκήρυκται περί τούτου ον έφην νύν υιόν θεού όντα, ίσθι γάρ ότι άνωθεν προείπον οί προφήται περί τής τούτου έν άνθρώποις γενομένης παρουσίας. 'Ρούστικος έπαρχος ειπεν· Πού συνέρχεσθε; ’Ιουστίνος ειπενΈνθα έκάστφ προαίρεσις καί δύναμίς έστιν. πάντως γάρ νομίζεις κατά αύτό δυνατόν συνέρχεσθαι ήμάς πάντας; 'Ρούστικος έπαρχος ειπεν· Είπέ, πού συνέρχεσθε, ή είς τίνα τόπον; Ιουστίνος ειπεν· Έγώ έπάνω μένω τού Μυρτίνου βαλανείου παρά πάντα τόν χρόνον ον έπεδήμησα τό δεύτερον τή 'Ρωμαίων πόλει- ού γινώσκω δέ άλλην τινά συνέΛευσιν εί μή τήν έκει. καί ε’ί τις έβούλετο άφικνείσθαι 7 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας παρ' έμοί, έκοινώνουν αύτφ τών τής άληθείας λόγων. Έούστικος είπεν· Ούκοΰν Χριστιανός εί; Ιουστίνος άπεκρίνατο· Ναί, Χριστιανός είμι. Έούστικος έπαρχος Χαρίτωνι είπεν Χαρίτων, καί σύ Χριστιανός εί; Χαρίτων είπεν· Χριστιανός είμι θεού κελεύσει. Έούστικος έπαρχος πρός τήν Χαριτώ είπεν-Σύ δέ τί λέγεις, Χαριτοί; Χαριτώ είπεν· Χριστιανή είμι τή τού θεού δωρεά. Έούστικος έπαρχος Εύελπίστψ είπεν· Καί σύ τίς εί; Εύέλπιστος είπεν Κάγώ Χριστιανός είμι καί τής αύτής έλπίδος μετέχων. Έούστικος έπαρχος Ίέρακι είπεν- Χριστιανός ει; Ιέραξ είπεν- Ναί, Χριστιανός είμι τόν αύτόν θεόν προσκυνών. Έούστικος έπαρχος είπεν- Ιουστίνος ύμάς έποίησε Χριστιανούς; Ιέραξ είπεν· Έκπαλαι ήμην Χριστιανός. Παίων έστώς είπεν- Κάγώ Χριστιανός είμι. Έούστικος είπενΤίς σε έδίδαξεν; Παίων είπεν- Από τών γονέων παρειλήφαμεν. Εύέλπιστος είπεν- Ιουστίνου μέν ήδέως ήκουον τόν λόγον, παρά τών γονέων δέ παρείληφα Χριστιανός είναι. Έούστικος είπεν· Πού είσιν οίγονείς σου; Εύέλπιστος είπεν- Έν Καππαδοκίμ. Έούστικος έπαρχος Ίέρακι λέγει· Οί σοί γονείς πού είσιν; Ιέραξ ειπεν-Έτελεύτησαν. έγώ δέ άπό ικανού χρόνου τής Φρυγίας άπεσπάσθην. Έούστικος έπαρχος Λιβεριανφ είπεν- Μή καί σύ Χριστιανός εί; Λιβεριανός είπεν- Κάγώ Χριστιανός είμι εύσεβής. Ό έπαρχος Ίουστίνψ λέγει· Έάν μαστιγωθείς άποκεφαλισθής, πέπεισαι ότι μέλλεις άναβαίνειν είς τόν ούρανόν; Ιουστίνος είπενΕλπίζω έκ τής ύπομονής έάν ύπομείνω- οιδα δέ ότι καί τοϊς όρθώς βιώσασιν παραμένει <τό θειον χάρισμα> μέχρι τής έκπυρώσεως. Έούστικος έπαρχος είπεν- Τούτο ούν ύπονοεϊς, ότι άναβήση; Ιουστίνος είπεν- Ούχύπονοώ, άλλ' άκριβώς πέπεισμαι. Έούστικος έπαρχος είπεν- Εί μή πείθεσθε, τιμωρηθήσεσθε. Ιουστίνος είπεν- Δι' εύχής έχομεν τιμωρηθέντες σωθήναι. 7 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Έούστικος έπαρχος άπεφήνατο· Οί μή βουΛηθέντες έπιθυσαι τοις θεοίς, φραγεΛΛωθέντες άπαχθήτωσαν τή τών νόμων άκοΛουθία. Οί δέ άγιοι μάρτυρες δοξάζοντες τόν θεόν, έξεΛθόντες έπί τόν συνήθη τόπον έτεΛείωσαν τό μαρτύριον έν τή του σωτήρος ήμών όμοΛογίμ, φ ή δόξα καί τό κράτος σύν τφ πατρί καί τφ άγίφ πνεύματι νυν καί είς αιώνας τών αιώνων, άμήν. 7 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ. Ό μέν τής άληθείας λόγος έστίν ελεύθερός τε καί αυτεξούσιος, ύπό μηδεμίαν βάσανον ελέγχου θέλων πίπτειν μηδέ τήν παρά τοίς άκούουσι δι' άποδείξεως έξέτασιν ύπομένειν. Τό γάρ εύγενές αύτού καί πεποιθός αύτφ τφ πέμψαντι πιστεύεσθαι θέλει. Λόγος δέ άληθείας άπό θεού πέμπεται· διό καί τό έλεύθερον τό περί αύτόν ού φορτικόν. Κατ' έξουσίαν γάρ φερόμενος εικότως ούδέ τάς άποδείξεις τών λεγομένων άπαιτεισθαι θέλει, ότι μηδέ είσιν άλλαι παρέξ αύτής τής άληθείας, όπερ έστίν ό θεός. Πάσα γάρ άπόδειξις ίσχυροτέρα καί πιστοτέρα τού άποδεικνυμένου τυγχάνει, εί γε τό πρότερον άπιστούμενον, πριν ή τήν άπόδειξιν έλθειν, ταύτης κομισθείσης έτυχε πίστεως, καί τοιούτον έφάνη όποιον έλέγετο. Τής δέ άληθείας ίσχυρότερον ούδέν ούδέ πιστότερον, ώστε ό περί ταύτης άπόδειξιν αϊτών όμοιος έστι τφ τά φαινόμενα ταίς αίσθήσεσι λόγοις θέλοντι άποδείκνυσθαι διότι φαίνεται. Τών γάρ διά τού λόγου λαμβανομένων κριτήριόν έστιν ή αίσθησις· αύτής δέ κριτήριόν ούκ έστι πλήν αύτής. Ώσπερ ούν τά διά τού λόγου θηρώμενα, άπάγοντες έπί τήν αϊσθησιν, ταύτη κρίνομεν, όποίά ποτέ όντα τυγχάνει, είτε άληθή είτε καί ψευδή, τά λεγάμενα, ούκέτι δέ κρίνομεν πιστεύοντες αύτή, ούτως τούς άνθρωπίνους καί κοσμικούς λόγους άναπέμπομεν έπί τήν άλήθειαν, καί ταύτη κρίνομεν, είτε φαύλοι είτε καί μή τυγχάνουσιν όντες, τούς δέ τής άλη­ θείας ούδενί κρίνομεν έτέρω, πιστεύοντες αύτή. Έστι δέ άλήθεια ό θεός, ό πατήρ τών όλων, ός έστι νούς τέλειος. Ού γενόμενος υιός ό λόγος ήλθεν είς ήμάς, σάρκα φορέσας, έαυ­ τόν τε καί τόν πατέρα μηνύων, διδούς ήμίν έν έαυτφ τήν έκ νεκρών άνάστασιν καί τήν μετά ταύτα ζωήν αιώνιον. Έστι δέ ούτος Ιησούς Χριστός, ό σωτήρ ήμών καί δεσπότης· ού­ τος τοίνυν αύτός έστιν έαυτού τε καί τών όλων πίστις τε καί άπόδειξις. Διόπερ οί τούτψ κατακολουθούντες καί γνόντες αύτόν, τήν είς αύτόν πίστιν ώς άπόδειξιν έχοντες, άναπαύονται έπ' αύτφ. Έπειδή δέ πολλούς ό άντικείμε- 7 Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας νος πολέμων ού παύεται, πολλαϊς δέ καί ποικίλαις μεθόδοις προς επιβουλήν χρήται, προς μέν τούς πεπιστευκότας, ϊνα τούτους τής πίστεως άπαγάγη, προς δέ τούς άπιστους έτι, ϊνα μή πιστεύσωσιν, άναγκαϊον είναι μοι δοκεϊ κα'ι ήμάς, καθωπλισμένους τοίς τής πίστεως λόγοις άτρώτοις ούσιν, άντιπολεμεϊν αύτφ διά τούς άσθενεϊς. Φασ'ιν οί χείρονα λέγοντες ούκ είναι τής σαρκός άνάστασιν. Αδύνατον γάρ είναι τήν φθειρομένην κα'ι διαλυομένην ταύτην συναχθήναι εις τό αύτό. Προς δέ τό άδύνατον κα'ι άσύμφορόν φασιν ύπάρχειν τήν ταύτης σωτηρίαν, κα'ι κακίζουσιν αύτήν τά ελαττώματα προφέροντες, κα'ι αύτήν μόνην τών άμαρτημάτων αιτίαν άποφαίνονται, ώστε, εί μέλλει, φασί, σάρξ άνίστασθαι, καί τά έλαττώματα συναναστήσεται. Καί σοφίσματα πλέκουσι τοιαύτα· Εί ή σάρξ άνίσταται, ήτοι ολόκληρος άναστήσεται καί πάντα τά μόρια έχουσα ή άτελής. Αλλά τό μέν έλλειπή μέλλειν αύτήν άνίστασθαι άδυναμίαν έμφαίνει τού άνιστώντος, εί τά μέν ήδυνήθη σώσαι, τά δέ ού. Εί δέ πάντα τά μέρη καί τά μόρια έξει, δήλον ότι ταύτα λέ­ γειν ύπάρχειν μετά τήν έκ νεκρών άνάστασιν πώς ούκ άτοπον, τού σωτήρος είρηκότος· Ούτε γαμούσιν ούτε γαμίσκονται, άλλ' έσονται ώς άγγελοι έν τφ ούρανφ; Οί δέ άγγελοι, φασίν, ούτε σάρκα έχουσιν ούτε έσθίουσιν ούτε συνουσιάζουσιν· ώστε ούδέ σαρκική άνάστασις γενήσεται. Ταύτα μέν ούν καί τά τούτοις όμοια λέγοντες πειρώνται διαστρέφειν τούς άπό τής πίστεως. Είσί δέ τινες οϊλέγουσι καί αύτόν τόν Τησούν πνευματικόν μόνον παρεϊναι, μηκέτι έν σαρκί, φαντα­ σίαν δέ σαρκός παρεσχηκέναι, πειρώμενοι καί αύτοί άποστερεϊν τής έπαγγελίας τήν σάρκα. Πρώτον μέν τά ύπ' αύ­ τών δοκούντα άπορα φαίνεσθαι λύσομεν· εϊθ' ούτως έξής έπάξομεν τόν άποδεικνύντα λόγον περί τής σαρκός ώς έχει σωτηρίαν. Φασί τοίνυν· Εί ολόκληρον άναστήσεται τό σώμα καί τά μόρια αύτού πάντα έξει, άνάγκη δέ καί τά έργα τών μο­ ρίων ύπάρξαι· μήτραν μέν κυΐσκειν, σπερματίζειν δέ μόριον 7 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου και μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας άνδρός, και τά Λοιπά δέ ομοίως. Έστω δέ έφ' ενός πάς Λόγος ίστάμενος. Τούτου γάρ άποδεικνυμενού ψευδούς οίχήσεται πάς ό Λόγος αύτών. Τό μέν ούν τά μόρια ένεργούντα ταύτα ένεργείν άπερ ένταύθα φαίνεται δήΛον, τό δέ κατ' άνάγκην αύτά κατά τήν άρχήν ένεργείν ούκ άναγκαίον. Ένα δέ σαφές ή τό Λεγόμενον, ούτω σκοπήσομεν. Μήτρας έστιν ενέργεια τό κυίσκειν καί μορίου άνδρικού τό σπερμαίνειν. Ώσπερ δέ, εί ταύτα μέΛΛει ένεργείν ταύτας τάς ένεργείας, ούτως ούκ άναγκαίον αύτοίς έστι τό τήν άρχήν ένεργείν (όρώμεν γούν ποΛΛάς γυναίκας μή κυϊσκούσας, ώς τάς στείρας, καί μήτρας έχούσας), ούτως ούκ εύθέως καί τό μήτραν έχειν καί κυίσκειν άναγκάζει. ΑΛΛα καί μή στείραι μέν έξ άρχής, παρθενεύουσαι δέ, κατήργησαν καί τήν συνουσίαν· έτεραι δέ καί άπό χρόνου. Καί τούς άρσενας δέ τούς μέν άπ' άρχής παρθενεύοντας όρώμεν, τούς δέ άπό χρόνου, ώστε δι' αύ­ τών καταΛύεσθαι τόν δι' επιθυμίας άνομον γάμον. ΆΛΛά μήν καί ζώά τινα εύρίσκομεν άτοκα, καίτοι μήτρας έχοντα, ώς καί ήμίονον, καί οί άρσενες δέ ού γεννώσιν ήμίονοι· ώστε καί διά άνθρώπων καί διά άλογων καταργουμένην τήν συν­ ουσίαν καί πρίν τού μέΛΛοντος αίώνος όράσθαι. Καί ό κύ­ ριος δέ ήμών Ιησούς ό Χριστός ού δι' άλλο τι έκ παρθένου έγεννήθη, άΛΛ ίνα καταργήση γέννησιν επιθυμίας άνομου καί δείξη τφ άρχοντι καί δίχα συνουσίας άνθρωπίνης δυνα­ τήν είναι τφ θεφ τήν άνθρώπου πΛάσιν. Καί γεννηθείς δέ καί ποΛιτευσάμενος τήν Λοιπήν τής σαρκός πολιτείαν, Λέγω δή έν τροφαίς καί ποτοίς καί ένδύμασι, ταύτην δέ τήν διά συνουσίας μόνον ούκ είργάσατο, άλλά τάς τής σαρκός επιθυ­ μίας ας μέν άναγκαίας ύπάρχειν κατεδέξατο, ας δέ μή άναγκαίας ού προσήκατο. Τροφής μέν γάρ καί ποτού καί εν­ δύματος ύστερουμένη σάρξ καί διαφθαρείη άν, συνουσίας δέ στερούμενη άνομου ούδέν ό τι πάσχει κακόν. Άμα δέ καί τήν μέΛΛουσαν καταργείσθαι διά συνουσίας μίξιν έν τφ μέΛΛοντι αίώνι προεμήνυσεν, ώς φησίν· Οί υιοί τού αίώνος τούτου γαμουσι καί γαμίσκονται, οί δέ υιοί τού μέΛΛοντος αί­ ώνος ούτε γαμουσιν ούτε γαμίσκονται, άλλ' έσονται ώς άγγελοι έν τφ ούρανφ. Μή θαυμαζέτωσαν ούν οί τής πίστεως έκτος, 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας εί τήν άπό τού νύν καταργούμενην έν τοίς έργοις τούτοις σάρκα καί έν τφ μέλλοντι αίώνι καταργήσει. Ναί, φασίν. Εί ούν ή σάρξ άνίσταται, καί τοιαύτη άνίσταται όποια κλιθήσεται, ώστε, εί μονόφθαλμος κλιθήσεται, μονόφθαλμος άνίσταται, εί χωλός, χωλός, εί άλλο τι τού σώματος ύστερούν εϊη, τούτο καί έλάττων ό άνθρωπος άναστήσεται. Τετυφλωμένοι ώς άληθώς τά τής καρδίας όμματα! Ού γάρ είδον έπί τής γής τυφλούς άναβλέποντας, χωλούς περιπατούντας τφ έκείνου λόγω; Ά πάντα έποίησεν ό σωτήρ, πρώτον μέν ίνα πληρωθή τό -ρηθέν περί αύτού διά τών προφητών, ότι Τυφλοί άναβλέπουσι καί κωφοί άκούουσιν καί τά άλλα, έτι δέ καί είς πίστιν τού ότι έν τή άναστάσει ή σάρξ ολόκληρος άναστήσεται. Εί γάρ έπί τής γής τάς άσθενείας τής σαρκός ίάσατο καί ολόκληρον έποίησε τό σώμα, πολλφ μάλλον έν τή άναστάσει τούτο ποιήσει, ώστε καί άκέραιον καί ολόκληρον άναστήναι τήν σάρκα. Τά μέν ούν παρ' αύτών νομιζόμενα άπορα τούτον τόν τρόπον ίαθήσεται. Έτι δέ καί τών λεγόντων μή άνίστασθαι τήν σάρκα οί μέν ώς άδύνατον άναστήναι λέγουσιν, οί δέ ώς μή προσήκον τφ θεφ τό άνιστάνειν αύτήν διά τό εύτελές καί εύκαταφρόνητον αύτής, οί δέ ότι τήν άρχήν ούδέ έπαγγελίαν έχειν. Πρώτον ούν δοκεί μέν μοι πρός τούς άδύνατον είναι λέγοντας τφ θεφ τό ταύτην άναστήσαι διεξελθείν, ότι άγνοούσιν αύτοί τφ λογά) λέγοντες εαυτούς είναι πιστούς, καί διά τών έργων άποδεικνύντες άπιστους εαυτούς καί τών άπιστων άπιστοτέρους. Τών γάρ έθνών άπάντων έπί τά είδωλα πεπιστευκότων καί πεπεισμένων ότι πάντα δυνατά τούτοις έστίν, ώς καί Όμηρος, ό ποιητής αύτών, φησίν· Θεοί δέ τε πάντα δύνανται Καί ·εΐα(άλλά καί τό ·εία προσέθηκεν, όπερ έστίν εύχερώς, ϊνα τήν μεγαλειότητα τής τών θεών δυνάμεως έμφάνη), πολύ ούν τούτων άπιστότεροι φαίνονται. Είγάρ τοίς είδώλοις τά έθνη, τοίς θεοίς αύτών, οϊ ώτα έχουσι καί ούκ άκούουσιν, 7 Τού άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛληνας οφθαλμούς έχουσι καί ούκ όψονται, τό πάντα δύνασθαι πεπιστεύκασι, δαιμονίοις ούσι, καθώς ή γραφή λέγει, ότι Οί θεοί τών έθνών δαιμόνια, πολύ μάλΛον ήμείς, οί τήν έξαίρετον καί άληθή πίστιν έχοντες, όφείλομεν τφ θεφ ήμών πιστεύειν, έχοντες τεκμήρια·καί πρώτον μέν τήν τού πρωτοπλάστου γένεσιν, ότι έκ γής ύπό θεού γέγονεν· Ικα­ νόν γάρ τούτο δείγμα τής τού θεού δυνάμεως. Έτι δέ καί τήν μετά ταύτα έξ άλΛήλων γένεσιν κατανοούσιν έστιν ίδείν, καί θαυμάσαι μειζόνως, ότι έξ έλαχίστης -ρανίδος ύγρού τηλικούτον πλάσσεται ζώον. Καίτοιγε εί έν έπαγγελίμ καί τούτο ήν καί μή έφαίνετο γινόμενον, πολύ τών άλλων ήν άπιστότερον· άλλά γάρ πιστότερον αύτό ποιεί τό άποτέλεσμα. Αλλά μήν περί τής άναστάσεως ήμίν έδειξεν ό σωτήρ άποτελέσματα, ά μετ' ολίγον έρούμεν. Νύν δέ τό δυνατήν είναι τήν τής σαρκός άνάστασιν έπιδεικνύομεν, συγγνώμην αίτούμενοι παρά τών τής άληθείας τέκνων, εί καί τών έξωθεν είναι δοκούντων καί κοσμικών λόγων άπτόμεθα· πρώτον μέν ότι ούδέν έστιν έξωθεν τού θεού, ούδέ αύτός ό κόσμος· ποίημα γάρ έστιν αύτού· δεύτερον ότι πρός άπιστους τούτους ποιούμεθα τούς λόγους. Εί γάρ πρός πιστούς, αύταρκές ήν άποκρίνεσθαι τό ότι πεπιστεύκαμεν·νύν δέ διά άποδείξεων χωρείν άναγκαίον. Ικανά μέν ούν καί τά προειρημένα τεκμή­ ρια πρός τό δυνατήν είναι δεικνύειν τήν τής σαρκός άνάστασιν· άλλ', έπεί λίαν είσιν άπιστοι, καί άναγκαστικώτερον έπάξομεν τόν λόγον, ούκ έκ τής πίστεως, ότι μή τυγχάνουσιν όντες αύτής, άλΛ' έκ τής άπιστίας, τής μητρός αύτών, λέγω δή τών κοσμικών λόγων. Είγάρ έκ τούτων έπιδεικνύομεν αύ­ τοίς δυνατήν είναι τήν τής σαρκός άνάστασιν, ποΛλής δήπουθεν αισχύνης είσιν άξιοι, εί μήτε τοίς τής πίστεως μήτε τοίς τού κόσμου άκολουθείν δύνανται. Φασί τοίνυν οί τού κόσμου φυσικοί, σοφοί λεγόμενοι, τό πάν ύπάρχειν οί μέν ύλην καί θεόν, ώς Πλάτων, οί δέ άτομα καί κενόν, ώς Επίκουρος, οί δέ τά τέσσαρα, γήν καί ύδωρ, άέρα, πύρ, ώσπερ οίΣτωϊκοί. Αρκεί γάρ έπιμνησθήναι τών έπικρατουσών μάλιστα δοξών. Καί ό μέν Πλάτων 7 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας φησίν υπό του θεού τά πάντα έκ τής ύλης γεγονέναι καί κατά πρόνοιαν αύτού, ό δέ ’Επίκουρος καί οί μετ' αύτού έκ τών άτόμων καί έκ τού κενού κατά ταύτόματόν τινα φοράν τής έκ τών σωμάτων φυσικής κινήσεως, οί δέ Στωϊκοί έκ τών τεσσά­ ρων διήκοντος δι' αύτών τού θεού. Τοιαύτης δέ διαφωνίας αύτοις ούσης, έστι τινά παρ' αύτοις όμολογούμενα κοινά δόγματα προς άπάντων· έν μέν τό μήτε έκ τού μή όντος γί­ νεσθαι μήτε είς τό μή όν άναλύεσθαι καί άπόλλυσθαι, καί τό τά στοιχεία άφθαρτα ύπάρχειν, έξ ών ή έκάστου πράγματος γένεσίς έστι. Τούτων τοίνυν ούτως έχόντων, κατά πάντας αύτούς φανήσεται δυνατή ή τής σαρκός ύπάρχειν παλιγγενεσία. Είτε γάρ κατά Πλάτωνά έστιν ή ύλη καί ό θεός, άμφότερα ταύτα άφθαρτα· καί ό μέν θεός έπέχει τόπον τεχνίτου, οιον πλάστου, ή δέ ύλη έπέχει τόπον πηλού ή κηρού ή τοιούτου τί­ νος. Τό μέν ούν έκ τής ύλης γινόμενον φθαρτόν πλάσμα, ό άνδριάς ή είκών, ή δέ ύλη αύτή άφθαρτος, οιον πηλός ή κηρός ή τι τοιούτον άλλο είδος ύλης. Ούτως ό πλάστης έκ τού κηρού ή πηλού πλάσσει καί ζωοποιεί ζώου μορφήν· πάλιν, έάν διαλυθή τό πλάσμα, ούκ άδύνατον αύτφ έστι, τήν αύτήν ύλην άναφυράσαντι καί καινοποιήσαντι, τό αύτό πλάσμα ποιήσαι. Ούτως κατά Πλάτωνα ούδέ τφ θεφ, άφθάρτψ όντι, άφθαρτον έχοντι καί τήν ύλην, τού έξ αύτής γενομένου πλάσματος διαλυθέντος, άδύνατον έστιν άνακαινοποιήσαι πά­ λιν αύτήν καί ποιήσαι τό αύτό πλάσμα όποιον ήν καί τό πρό­ τερον. Αλλά μήν κατά τούς Στωϊκούς, έκ τής τών τεσσάρων στοιχείων κράσεως γινομένου τού σώματος, καί, διαλυομένου τούτου είς τά τέσσαρα, παραμενόντων τούτων άφθάρτων, δυ­ νατόν έστι πάλιν τά τέσσαρα στοιχεία, τήν αύτήν μίξιν καί κράσιν λαβόντα άπό τού δι' αύτών διήκοντος θεού, ποιήσαι ό πρότερον πεποιήκει σώμα· ώσπερ, ε’ί τις έκ χρυσού καί άργύρου καί χαλκού καί κασσιτήρου ποιήσει μίγμα, έπειτα θελήσει πάλιν διαλύσαι, ώστε κατ' ιδίαν έκαστον είναι, καί πάλιν, εί θελήσει, μίξας τά αύτά ποιήσει ό πρότερον πεποιήκει έξ αύτών μίγμα. Καί κατά τόν Επίκουρον δέ, τών άτόμων άφθάρτων ούσών καί τού κενού, παρά τήν ποιάν τάξιν καί θέσιν τών άτόμων συντεθειμένων γίνεται τά τε 7 Τού άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας άλλα συγκρίματα καί τό σώμα, χρονω δέ διαλυόμενον δια­ λύεται πάλιν είς τάς άτόμους, έξ ών καί έγένετο. Τούτων μέν ούσών άφθάρτων, ούδέν άδύνατον έστι, συνελθουσών πάλιν καί τήν αύτήν θέσιν καί τάξιν λαβουσών, ποιήσαι ό προτερον εγεγονει εξ αυτών σώμα και ομοιον· ώσπερ, ει τις ψηφοθέτης έκ ψηφίδων ποιήσει ζώου μορφήν, έπειτα τού­ των άπό χρόνου διαλυθέντων ή ύπ' αύτού τού ποιήσαντος, τάς αύτάς έχων ψήφους, έσκορπισμένας συνάγων, ούκ άδυνατήσει συλλέξας αύτάς καί διαθείς ομοίως ποιήσαι τό αύτό είδος τού ζώου. Ό δέ θεός άναλυθέντα τά μέλη τής σαρκός άπ' άλλήλων ού δυνήσεται πάλιν συναγαγών ποιήσαι τό αύτό τφ πρότερον γεγονότι ύπ' αύτού σώματι; Αλλά γάρ ό μέν περί τού δυνατήν είναι τήν τής σαρκός άνάστασιν ικανώς άποδέδεικταί μοι λόγος κατά τούς εθνικούς. Εί δέ κατά τούς άπιστους ούχ εύρίσκεται άδύνατος ή άνάστασις τής σαρκός, πόσψ μάλλον κατά τούς πιστούς! Εξής δέ λεκτέον πρός τούς άτιμάζοντας τήν σάρκα καί φάσκοντας μή άξίαν είναι τής άναστάσεως μηδέ τής έπουρανίου πολιτείας· ότι πρώτον αύτής έστιν ή ούσία γή, μετέπειτα δέ καί μεστή γέγονε πάσης άμαρτίας, ώστε καί τήν ψυχήν άναγκάσαι συναμαρτάνειν. Έοίκασι δέ ούτοι τήν όλην τού θεού πραγματείαν άγνοείν, καί τήν έξ άρχής γένεσιν τού άνθρώπου καί πλάσιν, καί τά έν κόσμψ ών ένεκα γέγονεν. Ή γάρ ού φησίν ό λόγος· Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμοίωσιν; Ποιον; Σαρκικόν δήλον ότι λέ­ γει άνθρωπον. Φησί γάρ ό λόγος· Καί έλαβεν ό θεός χούν άπό τής γής καί έπλασε τόν άνθρωπον. Δήλον ούν ώς κατ' εικόνα θεού πλασσόμενος ό άνθρωπος ήν σαρκικός. Είτα πώς ούκ άτοπον τήν ύπό θεού σάρκα πλασθεισαν κατ' ει­ κόνα τήν έαυτού φάσκειν άτιμον είναι καί ούδενός άξίαν; Ότι δέ τίμιον κτήμα ή σάρξ παρά θεφ δήλον πρώτον μέν έκ τού πρός αύτού πεπλάσθαι, εί γε καί είκών τφ πλάστη καί ζωγράφψ τιμία γινόμενη· καί έκ τής λοιπής δέ κοσμοποίίας μαθείν πάρεστιν· ού γάρ ένεκεν γέγονε τά λοιπά, τούτο πάντων τφ ποιήσαντι τιμιώτατον. Ναί, φασίν· άλλά άμαρ- 7 Του άγίου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος πρός Έλληνας τωΛός ή σάρξ, ώστε καί τήν ψυχήν άναγκάζειν συναμαρτάνειν αύτή, μάτην κατηγορούντες αύτής καί τά τών άμφοτέρων άμαρτήματα μόνη περιτιθέντες. Που γάρ καθ' έαυτήν άμαρτήσαι ή σάρξ δυνήσεται, εάν μή τήν ψυχήν έχη προηγουμένην καί προκαΛουμένην αύτήν; Ώσπερ γάρ ζεύγος βοών Λυθέντων άπ' άλλήΛων τού ζυγού τών βοών ούδέτερος αύτών κατ' ιδίαν άρούν δύναται, ούτως ούδέ ψυχή καί σώμα Λυθέντα τής συζυγίας καθ' έαυτά ποιήσαί τι δύνανται. Εί δέ καί ή σάρξ μόνη άμαρτωΛός, μόνης ταύτης ένεκεν ήΛθεν ό σωτήρ, καθώς φησιν- Ούκ ήλθον καΛέσαι δικαίους άλλά άμαρτωλούς είς μετάνοιαν. Επειδή ούν τιμία παρά θεφ καί ένδοξος παρά πάντα τά ποιήματα δέδεικταιή σάρξ, δικαίως άν ύπ' αύτού σωθήσεται. Λεκτέον ούν πρός τούς Λέγοντας ότι, εί καί τά μά­ λιστα τού θεού ποίημα τυγχάνει ούσα καί τιμία αύτφ παρά πάντα, ούκ εύθέως καί τήν έπαγγεΛίαν τής άναστάσεως έχει. Καίτοι πώς ούκ άτοπον τό μετά τηΛικαύτης βουλής γενόμενον καί παρά πάντα τά Λοιπά τίμιον περιοράν τόν ποιήσαντα είς τό μηκέτι είναι; Είτα ό μέν πλάστης καί ζωγράφος, εί τάς εικόνας, άς άν ποιήσωσι, διαμένειν έθέλουσιν, ϊνα δι' αύτών δοξάζωνται, φθειρομένας αύτάς άνακαινοποιούσιν- ό δέ θεός τό αύτού κτήμα καί πλάσμα περιείδεν άν ώς τό μή όν, μη­ κέτι δέ καί είς τό είναι; Ματαιοπόνον άποκαλούμεν, ώσπερ εί τις οικίαν οίκοδομήσας έπειτα καταλύοι, ή καταλελυμένην περιορφη, δυνάμενος άναστήσαι- τόν δέ θεόν ούκ αίτιασόμεθα, ότι μάτην ποιεί; Αλλ' ούχ ό άφθαρτος τοιούτος, ούκ άφρων ό τών όλων πέφυκε νούς. Εύφημείτωσαν οί άπι­ στοι, είτό μή πιστεύειν έχουσιν αύτοί! Αλλά μήν καίκέκληκεν αύτήν έπί τήν άνάστασιν καί έπαγγέλλεται τήν αίωνίαν ζωήν. Ένθα γάρ τόν άνθρωπον εύαγγελίζεται σώσαι, καί τή σαρκί εύαγγελίζεται. Τί γάρ έστιν ό άνθρωπος, άλλ' ή τό έκ ψυχής καί σώματος συνεστός ζώον Λογικόν; Μή ούν καθ' έαυτήν ψυχή άνθρωπος; Ούκ- άλλ' άνθρώπου ψυχή. Μή ούν καλοίτο σώμα άνθρωπος; Ούκ- άλλ' άνθρώπου σώμα καλείται. Εϊπερ ούν κατ' ιδίαν μέν τούτων ούδέτερον άνθρω­ 7 Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας πός έστι, τό δέ έκ τής άμφοτέρων συμπλοκής καλείται άν­ θρωπος, κέκληκε δέ ό θεός είς ζωήν καί άνάστασιν τόν άν­ θρωπον, ού τό μέρος άλλά τό οΛον κέκΛηκεν, οπερ έστί τήν ψυχήν καί τό σώμα. Έπε'ι πώς ούκ άτοπον, άμφοτέρων όντων κατά τό αύτό καί έν τφ αύτφ, τό μέν σώζειν, τό δέ μή; Ούκ όντος γάρ άδυνάτου, καθάπερ δέδεικται, τήν σάρκα έχειν τήν παλιγγενεσίαν, τίς ή διάκρισις, ώστε τήν μέν ψυχήν σώζεσθαι, τήν δέ σάρκα μή; Ή φθονερόν ποιούσι τόν θεόν; ΆΛΛά άγαθός έστι καί σώζεσθαι πάντας θέλει- καί δή αύτού καί τού κηρύγματος αύτού ούχί μόνον ήκουσεν ή ψυχή ήμών καί σύν αύτή ή σάρξ, καί έπίστευσαν είς Χριστόν Ίη­ σούν, άΛΛ άμφότερα έΛούσαντο καί άμφότερα τήν δικαιοσύνην είργάσαντο. Αρ' ούν άχάριστον ή άδικον άποφαίνουσι τόν θεόν, εί τών άμφοτέρων πιστευόντων επ' αύτόν τήν μέν σώ­ ζειν ΘέΛει, τήν δέ ού; Ναί, φασιν- άΛΛ ή μέν ψυχή έστιν άφθαρτος, μέρος ούσα τού θεού καί έμφύσημα, καί διά τούτο τό ίδιον καί συγγενές ήθέΛησεν σώσαι- ή δέ σάρξ φθαρτή καί ούκ άπ' αύτού καθάπερ ή ψυχή. Είτα τίς αύτώ χάρις; Καί τίς έπίδειξις τής δυνάμεως καί χρηστότητας αύτού, εί τό μέν φύσει σωζόμενον καί μέρος ύπάρχον αύτού σώζειν ήμεΛΛεν; Αύτό γάρ έξ εαυτού είχε τήν σωτηρίαν, ώστε τήν μέν ψυχήν σώζων ού μέγα ποιεί- τό γάρ σώζεσθαι πάρεστιν αύτή, ότι έστιν αύτού μέρος, έμφύσημα αύτού ούσα. ΑΛΛ' ούδέ χάρις αύτφ τό ίδιον σώζοντι- τούτο γάρ έστιν έαυτόν σώ­ ζειν. Ό γάρ τό μέρος αύτού σώζων δι' έαυτου έαυτόν σώ­ ζει, μή ποτέ έκείνο τό μέρος ένδεές γένηται. Ούκ έστιν αγα­ θού τό τοιούτον. Ούδέ γάρ άνθρωπον άγαθόν τις έρεί τόν τοίς τέκνοις αύτού καί έγγόνοις χαριζόμενόν τι. Τούτο γάρ καί τά άγριώτατα τών θηρίων ποιούσι- κάν ύπεραποθανείν τών έκγόνων αύτών δέη, έκοντί τούτο ύπομένουσιν. Εί δέ τις τά αύτά τοίς δούΛοις παράσχοι, δικαίως άν ούτος Λέγοιτο άγαθός. Διά τούτο καί ό σωτήρ έδίδαξεν ήμάς άγαπάν τούς έχθρούς, έπεί τίς ύμίν χάρις; φησίν. Ώστε δέδειχεν ήμίν άγαθόν έργον είναι τό μή τούς έξ αύτού γεγονότας μό­ νον άγαπάν, άλλά καί τούς έξωθεν. Ά δέ ήμίν παρήγγειλε πολύ πρότερον αύτός έποίει. *** 7. Του άγίου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας Εί είς μηδέν έχρηζε τής σαρκός, τί καί έθεράπευσεν αύτήν; Καί, τό πάντων ίσχυρότατον, νεκρούς άνέστησε. Τί­ νος ένεκεν; Ούχ ϊνα δείξη τήν άνάστασιν οϊα μέΛΛειγίνεσθαι; Πώς ούν τούς νεκρούς άνέστησε; Πότερον τάς ψυχάς ή τά σώματα; ΆΛΛά δήλον ότι άμφότερα. Εί δέ ήν πνευματική μόνη ή άνάστασις, έχρήν άναστάντα αύτόν κατ' ιδίαν μέν δείξαι τό σώμα κείμενον, κατ' ιδίαν δέ τήν ψυχήν ύπάρχουσαν. Νύν δέ τούτο μέν ούκ έποίησεν, άνέστησε δέ τό σώμα, τής ζωής τήν έπαγγεΛίαν έν αύτφ πιστούμενος. Τίνος ούν ένεκεν τή σαρκί τή παθούση άνέστη, εί μή ϊνα δείξη τήν σαρκικήν άνάστασιν; Καί τούτο βουΛόμενος πιστοποιήσαι, τών μαθητών αύτού μή πιστευόντων είάληθώς σώμάτι άνέστη, βΛεπόντων αύτών καί δισταζόντων, εϊπεν αύτοίς- Ούπω έχετε πίστιν; φησίν. Τδετε ότι έγώ είμι. ΚαίψηΛαφάν αύτόν έπέτρεπεν αύτοίς, καί τούς τύπους τών ήλων έν ταϊς χερσίν έπεδείκνυε. Καί πανταχόθεν αύτόν κατανοήσαντες, ότι αύτός έστι καί έν τφ σώματι, παρεκάΛεσαν αύτόν φαγεϊν μετ' αύτών, ϊνα καί διά τούτου βεβαίως μάθωσιν ότι άΛηθώς σαρκικώς άνέστη. Καί έφαγε κηρίον καί ίχθύν. Καί ούτως έπιδείξας αύτοίς ότι άΛηθώς σαρκός άνάστασις έστι, βουΛόμενος έπιδεϊξαι καί τούτο (καθώς εϊρηκεν έν ούρανφ τήν κατοίκησιν ήμών ύπάρχειν) ότι ούκ άδύνατόν καί σαρκί είς ούρανόν άνεΛθείν, άνεΛήφθη βΛεπόντων αύτών είς τόν ού­ ρανόν, ώς ήν έν τή σαρκί. Ούκούν, εϊ τις άπαιτεϊ μετά πάντα τά προειρημένα Λόγους άποδεικτικούς περί άναστάσεως, ούδέν τών Σαδδουκαίων διαφέρει- έπειδή ή άνάστασις τής σαρ­ κός δύναμις θεού έστι καί ύπεράνω Λόγου παντός, βεβαιουμένη μέν πίστει, θεωρουμένη δέ έργοις. *** Ανάστασις έστι τού πεπτωκότος σαρκίου- πνεύμα γάρ ού πίπτει. Ψυχή έν σώματί έστιν, ού ζή δέ άψυχονσώμα, ψυχής άποΛειπούσης, ούκ έστιν. Οϊκος γάρ τό σώμα ψυχής, πνεύματος δέ ψυχή οϊκος. Τά τρία δέ ταύτα τοϊς έΛπίδα ειλικρινή καί πίστιν άδιάκριτον έν τφ θεφ έχουσι σωθήσεται. Θεωρούντες γούν καί τούς κοσμικούς Λόγους, καί 7. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας κατ' αύτούς ούχ εύρίσκοντες άδύνατον ύπάρχειν τή σαρκί τήν παλιγγενεσίαν, καί έπί τούτοις πάσι τόν σωτήρα διά παντός τού εύαγγεΛίου δεικνύντα τήν τής σαρκός ήμών σωτηρίαν, τί Λοιπόν άνεχόμεθα τών άπιστων καί σκανδάλων Λόγων, καί Λανθάνομεν εαυτούς έπιστρέφοντες είς τούπίσω, όπόταν άκούσωμεν ότι ή μέν ψυχή αθάνατός έστι, τό δέ σώμα φθαρτόν καί ούκέτι δυνάμενον άναζήσαι; Ταύτα γάρ καί προ τού μαθείν τήν άλήθειαν παρά Πυθαγόρου καί Πλάτωνος ήκούομεν. Εί ούν ταύτα έλεγεν ό σωτήρ καί μόνης τής ψυχής τήν ζωήν εύηγγελίζετο, τί καινόν ήμίν έφερε παρά Πυθαγόραν καί Πλά­ τωνα καί τόν τούτων χορόν; Νύν δέ τήν καινήν καί ξένην εύαγγελιζόμενος ήλθεν άνθρώποις έλπίδα. Ξένον δέ άρα ήν καί καινόν τό τόν θεόν ύπισχνείσθαι μή τή άφθαρσίμ τήν άφθαρσίαν τηρείν, άλλά τήν φθοράν άφθαρσίαν ποιείν. Αλλά γάρ ούκ άλλως Λυμαίνεσθαι τόν Λόγον δυνάμενος ό τής πο­ νηριάς άρχων έξέπεμψε τούς άποστόλους αύτού, κακάς καί Λοιμώδεις διδασκαλίας είσάγοντας, έκλεξάμενος αύτούς έκ τών σταυρωσάντων τόν σωτήρα ήμών, οϊτινες τό μέν όνομα τού σωτήρος έφερον, τά δέ έργα τού πέμψαντος αύτούς έποίουν, δι' ούς καί τώ όνόματι ήκολούθησεν ή βλασφημία. Εί δέ μή άνίσταται ή σάρξ, διά τί καί φυλάσσεται καί ού μάλλον αύτή συγχωρούμεν χρήσασθαι ταϊς έπιθυμίαις, καί ού μιμούμεθα τούς ιατρούς, οϊτινες, έπειδάν άπεγνωσμένον έχωσιν άνθρωπον σώζεσθαι μή δυνάμενον, έπιτρέπουσιν αύτφ ταϊς έπιθυμίαις ύπηρετεϊν; Τσασι γάρ ότι άπόλλυται. Όπερ άμέλει ποιούσιν οί τήν σάρκα μισούντες, έκβάλλοντες αύτήν τής κληρονομιάς, τό όσον έπ' αύτοίς- διά τούτο γάρ καί ώς νεκράν έσομένην άτιμάζουσιν αύτήν. Εί δέ ό ήμέτερος ια­ τρός Ιησούς ό Χριστός, άπό τών έπιθυμιών ήμών άποσπάσας, διαιτάται τή κατ' αύτόν σώφρονι καί έγκρατεϊ διαίτη τήν σάρκα ήμών, δήλον ώς έλπίδα σωτηρίας έχουσαν άπό τών άμαρτημάτων αύτήν φυλάσσει, καθάπερ τούς έλ­ πίδα σωτηρίας έχοντας άνθρώπους οί ιατροί ούκ έώσιν ύπη­ ρετεϊν ταϊς ήδοναϊς. 7. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου και μάρτυρος πρός Έλληνας ALIA FRAGMENTA Καί ό θαυμασιώτατος Ιουστίνος όρθώς έξεφώνησεν έοικέναι τούς προειρημένους λησταίς. Ιουστίνος δέ ό Νεαπολίτης, άνήρ ούτε τώ χρονω πόρρω ών τών άποστόλων ούτε τή άρετή, κληρονομείσθαι μέν τό άποθνήσκον, κληρονομείν δέ τό ζών λέγει, καί άποθνήσκειν μέν σάρκα, ζην δέ τήν βασιλε ίαν τών ούρανών. Πλάσας ό θεός κατ' άρχάς τόν άνθρωπον τής γνώμης αύτού τά τής φύσεως άπηώρησεν, έντολή μιμ ποιησάμενος τήν διάπειραν. Φυλάξαντα μέν γάρ ταύτην τής άθανάτου λήξεως πεποίηκεν έσεσθαι, παραβάντα δέ τής έναντίας. Ούτω γεγονώς ό άνθρωπος καί πρός τήν παράβασιν εύθύς έλθών τήν φθοράν φυσικώς είσεδέξατο. Φύσει δέ τής φθοράς προσγενομένης άναγκαίον ήν ότι σώσαι βουλόμενος ήν τήν φθορο­ ποιόν ούσίαν άφανίσας. Τούτο δέ ούκ ήν έτέρως γενέσθαι, εί μήπερ ή κατά φύσιν ζωή προσεπλάκη τώ τήν φθοράν δεξαμένψ, άφανίζουσα μέν τήν φθοράν, άθάνατον δέ τού λοιπού τό δεξάμενον διατηρούσα. Διά τούτο τόν λόγον έδέησεν έν σώματιγενέσθαι, ινα τού θανατου τής κατά φύσιν ήμάς φθο­ ράς έλευθερώση. Είγάρ, ώς φάτε, νεύματι μόνον τόν θά­ νατον ήμών άπεκώλυσεν, ού προσήει μέν διά τήν βούλησιν ό θάνατος, ούδέν δέ ήττον φθαρτοί πάλιν ή μεν, φυσικήν έν έαυτοίς τήν φθοράν περιφέροντες. Ού τόν θεόν βλάψομεν άγνοούντες αύτόν, άλλ' εαυτούς άποστερήσομεν τής αύτού φιλίας. Ούτε τό φώς έσται σκότος ποτέ, έως άν ή φώς, ούτε ή τών παρ' ήμίν πραγμάτων άλήθεια διελεγχθήσεται. Αλήθεια γάρ έστι, καί ταύτης ίσχυρότερον ούδέν. Πρός σκληράν καί άπειθή καρδίαν λόγος ύγιής ούκ εισ­ έρχεται, άλλ' ώσπερ άντιτυπούμενος πρός έαυτόν έπανέρχεται. Ώς δέ σώματος άγαθόν ύγεία, ούτως ψυχής άγαθόν γνώσις θεού, ύγεία τις ούσα ψυχής, καθ' ήν πρός θεόν όμοίωσις γίνεται. Ώσπερ πάσι τοίς γενομένοις σώμασιν ύπό τού θεού 7. Του άγιου Ιουστίνου φιΛοσόφου καί μάρτυρος πρός ΈΛΛηνας συνυπάρχει και τό σκιάν έχειν, ούτως και τφ θεφ, δικαίψ όντι, τοίς τά καλά έΛομένοις και τοις τά κακά προτιμήσασιν άκόΛουθόν έστι τό κατ' άξίαν έκάστω άπονείμαι. Δυσαναβίβαστος ή ψυχή πρός ταύτα άφ' ών ώΛίσθησε καλών, δυσεκβίβαστός τε τούτων ών συνειθίσθη κακών. [Εί μέν σαυτόν ποτέ ήθέΛησας μέμψασθαι, τώ φαρμάκω τής μετάνοιας τάχα άν χρηστάς τινας έΛπίδας έθρεψάμην έπί σοί, έπειδή δέ τελείως κατεφρόνησας τού φόβου καί αύτής κατέπτυσας τής είς Χριστόν πίστεως, βέΛτιόν σοι ύπήρχεν ϊνα μή έγενήθης άπό γαστρός.] Λανθάνει μέν, ώς είκός, αύτούς ώς έκ πΛάνης τή άληθεία διά τής όντως πίστεως έξεστηκώς, αύτός δέ άΛηθώς οϊδεν έαυτόν, ούχ, ό φασιν έκείνοι, μαινόμενον, άλλά τής άστάτου καί άΛΛοιωτής περί τήν παντοδαπή τής πΛάνης ποικιΛίαν φθοράς διά τής άπΛής καί άεί ωσαύτως έχούσης άΛηθείας ήΛευθερωμένον. Τό εύ πράττειν ήγούμαι, ώ άνδρες, ούκ άλλο τι είναι ή τό κατά άΛήθειαν ζήν· τό δέ εύ ζήν ή κατά άΛήθειαν ούκ άνευ τού κατανοήσαι τήν τών πραγμάτων φύσιν. Ή τού διδασκάλου άπειρία άποΛΛύειτούς μαθητευομένους, καί ή τών μαθητευομενων άμέλεια κίνδυνον φέρει τφ διδασκάλψ, καί μάλιστα όταν παρά τήν αύτού άνεπιστημοσύνην ρμθυμοι εϊεν έκεϊνοι. Τό ύποπεσεϊν καί παραχωρήσαι τοίς πάθεσιν έσχάτη δουλεία, ώσπερ τό κρατειν τούτων έλευθερία μόνη. Μεγίστου όντος άγαθού τό μή άμαρτάνειν, δεύτερον αγα­ θόν τό δικαιωθήναι· όστις δέ πολύν χρόνον άδικών ακόλαστος μένει, τούτον δει νομίζειν τόν άτυχέστατον. Άνάγκη άπειρίμ καί κακία ήνιόχου τά ύπεζευγμένα κατά κρημνών φέρεσθαι, ώσπερ έμπειρίμ καί άρετή διασώζεσθαι. Τέλος τφ φιλοσοφούντιή πρός θεόν όμοίωσις κατά τό δυνατόν. Ούτε στενοχώρια παρά θεφ ούτε άναρίθμητόν τι. Ού περί έθνών αλλοφύλων φησίν, άλλά περί τού συμφωνούντος τοίς έθνεσιν κατά τό είρημένον ύπό Ίερεμίου· Πι­ κρόν σοι τό καταλιπεϊν έμέ, Λέγει κύριος ό θεός σου, ότι άπ' 7. Του άγιου Ιουστίνου φιλοσόφου καί μάρτυρος προς Έλληνας αίώνος συνέτριψας ζυγόν σου και διέρρηξας τούς δεσμούς σου καί ειπας· Ού δουλεύσω σοι, άλλά πορεύσομαι έπί πάν όρος υψηλόν καίύποκάτω παντός ξύλου, καί έκει διαλυθήσομαι έν τή πορνεία μου. 7.